Ο Πάουλ Τόμας Μαν ( Λίμπεκ, 6 Ιουνίου 1875 – Ζυρίχη, 12 Αυγούστου 1955) ήταν γερμανός συγγραφέας, βραβευμένος με το Νόμπελ Λογοτεχνίας(1929). Βαθύτατα επηρεασμένος από το έργο των Άρθουρ Σοπενχάουερ, Σίγκμουντ Φρόυντ, Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε και Φρίντριχ Νίτσε, ο Τόμας Μαν υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους συγγραφείς του 20ού αιώνα. Στα γραπτά του κυριαρχούν ο ακριβής ρεαλισμός περικλειόμενος από βαθιές συμβολικές νότες, η ειρωνεία, οι πολυμερείς αντιθέσεις, καθώς επίσης και μια εμβριθής κι επίμονη αναζήτηση σχετική με τη φύση του δυτικού αστικού πολιτισμού, εντός του οποίου η διαβρωτική επίγνωση της ίδιας του της φαυλότητας αντιμάχεται την τρυφερή ευγνωμοσύνη για τα πνευματικά του επιτεύγματα. Σημαντικότερα έργα του Μαν, το Μπούντενμπροκ (1901), ο Θάνατος στη Βενετία (1913), το Μαγικό Βουνό (1924), Ο Ιωσήφ και οι αδελφοί αυτού (1933 - 1943), ο Δόκτωρ Φάουστους(1947), όπως επίσης και το Δοκίμιο για τον Σίλλερ (1955).
Γεννήθηκε στο Λίμπεκ (Lübeck, εξελλ. Λυβέκκη) της Γερμανίας στις 6 Ιουνίου 1875. Υπήρξε δευτερότοκος γιός του Χανσεατικής καταγωγής γερουσιαστή και εμπόρου σιτηρών Τόμας Γιόχαν Χάινριχ Μαν και της γεννημένης στο Ρίο ντε Τζανέιρο συγγραφέως Χούλια ντα Σίλβα Μπρούνς. Ο Μαν προοριζόταν αρχικώς να αναλάβει ενεργό ρόλο στη φυτεία σιτηρών του πατέρα του, σχέδιο που ανατράπηκε από τον αιφνίδιο θάνατο του τελευταίου. Έπειτα από τη ρευστοποίηση της επιχείρησης -η οποία αριθμούσε περί τα εκατό χρόνια ζωής- ο έφηβος τότε Μαν παρέμεινε στο Λίμπεκ για να τελειώσει το σχολείο, και κατόπιν ακολούθησε τη μητέρα και τα μικρότερα αδέλφια του στο Μόναχο. Εκεί εργάστηκε ως υπάλληλος ασφαλιστικής εταιρείας, θέση που σύντομα εγκατέλειψε προκειμένου να παρακολουθήσει διαλέξεις ιστορίας, οικονομικών και λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο του Μονάχου. Ήταν τότε που έγραψε την πρώτη του συλλογή διηγημάτων με τίτλο Ο μικρός κύριος Φρίντεμαν (1898). Έκτοτε αφιερώθηκε στο γράψιμο, ενώ το 1905 νυμφεύθηκε την Κάτια Πρίνγκσχαϊμ με την οποία απέκτησε έξι παιδιά, τρία κορίτσια και τρία αγόρια.
Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου (1914 - 1918), παρόλο που ο ίδιος ο Μαν δεν συμμετείχε, έπαυσε κάθε του καλλιτεχνική δραστηριότητα καθώς υποχρεώθηκε να αναθεωρήσει θεμελιώδεις ιδέες και παραδοχές που είχαν καλλιεργηθεί εντός του με την πάροδο των ετών. Αυτή η εσωτερική διανοητική αναζήτηση εκδηλώθηκε γραπτώς για πρώτη φορά στους Στοχασμούς ενός απολίτικου (1918). Ακολουθούν η έκδοση του Μαγικού Βουνού το 1924 και η βράβευσή του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1929.
Κατά την άνοδο των Ναζί στην εξουσία το 1933, ο Τόμας Μαν βρισκόταν στη Ζυρίχη με τη σύζυγό του. Ύστερα από προτροπή του γιού του Κλάους δεν επέστρεψε στη Γερμανία, λόγω της έντονης κριτικής που είχε ασκήσει στον Ναζισμό κατά τα προηγούμενα χρόνια. Το 1936 του αφαιρέθηκε η γερμανική υπηκοότητα και ένα χρόνο μετά του αφαιρέθηκε κι ο τίτλος του επίτιμου διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Βόννης. Το 1939 ταξίδεψε για τις Η.Π.Α., όπου δίδαξε στο πανεπιστήμιο Πρίνστον. Από το 1941 έως το 1952 έζησε στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνια, ενώ μετά την πτώση του Τρίτου Ράιχ επισκέπτετο την Ευρώπη τακτικά. Το 1947 εκδόθηκε το μυθιστόρημά του Δόκτωρ Φάουστους.
Στην Ευρώπη επέστρεψε το 1952 και εγκαταστάθηκε στο Κίλχμπεργκ της Ζυρίχης, όπου και πέθανε το 1955. Τα άπαντα του Τόμας Μαν εκδόθηκαν σε δώδεκα τόμους στο Βερολίνο το 1956 και στη Φρανκφούρτη το 1960.
Οι πολιτικές του θέσεις
Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ο Τόμας Μαν υποστήριζε τον γερμανό αυτοκράτορα Βίλχελμ Β΄ και ήταν αντίθετος με τον φιλελευθερισμό. Σταδιακά οι πολιτικές του θέσεις άλλαξαν, άρχισε να υποστηρίζει τον φιλελευθερισμό και τις δημοκρατικές αρχές, ενώ αργότερα εξέφρασε συμπάθεια προς τις σοσιαλιστικές ιδέες. Κατήγγειλε δημοσίως τον εθνικοσοσιαλισμό και ενεθάρρυνε την αντίσταση από την εργατική τάξη. Το 1930 έδωσε στο Βερολίνο μία διάλεξη (Έκκληση προς την λογική ) με την οποία ζήτησε να συγκροτηθεί ένα κοινό μέτωπο καλλιεργημένων αστών, μέλη της σοσιαλιστικής εργατικής τάξης, ενάντια στη βαρβαρότητα του ναζισμού.
Τα βιβλία του Τόμας Μαν, σε αντίθεση με τα βιβλία του αδερφού του Χάινριχ και του γιου του Κλάους, δεν κάηκαν δημόσια από το ναζιστικό καθεστώς το 1933, ίσως επειδή οι Ναζί φοβήθηκαν τον αντίκτυπο που θα είχε η δημόσια καταστροφή των βιβλίων ενός συγγραφέα που είχε τιμηθεί με το Νόμπελ Λογοτεχνίας τέσσερα χρόνια νωρίτερα.
Τα μυθιστορήματα του Τόμας Μαν
Buddenbrooks. Verfall einer Familie (Μπούντενμπροκ. Η παρακμή μιας οικογένειας, 1901)
Η ιστορία της μεγαλοαστικής οικογένειας εμπόρων της Λυβέκης Μπούντενμπροκ, από τη δημιουργία της εμπορικής φίρμας το 1830 μέχρι την εξαφάνισή της μαζί με τον τελευταίο απόγονο, τον Χάννο
Königliche Hoheit (Η Αυτού Βασιλική Υψηλότης, 1909)
Ο πρίγκιπας Κλάους Χάινριχ μέσα από τον έρωτά του για την δεσποινίδα Σπόελμαν θα γνωρίσει την καινούρια εποχή με το ανοιχτό πνεύμα και τους διευρυμένους ορίζοντες και θα ανακαλύψει το πραγματικό νόημα της ύπαρξης, απελευθερωμένος από τις αγκυλώσεις του παρελθόντος.
Der Zauberberg (Το μαγικό βουνό, 1924)
Ένας τελειόφοιτος μηχανικός σχεδιάζει να επισκεφθεί για τρεις εβδομάδες τον ξάδερφό του, που νοσηλεύεται σε ένα σανατόριο στο Νταβός της Ελβετίας. Τελικά θα παραμείνει εκεί επτά χρόνια. Έργο που άσκησε μεγάλη επίδραση στην λογοτεχνία του 20ου αιώνα, από τις πρώτες ανιχνεύσεις της ιδρυματοποίησης.
Joseph und seine Brüder – Tetralogie (Ο Ιωσήφ και οι αδελφοί αυτού, 1933-1943, τετραλογία)
O Τόμας Μάν αναπλάθει τη γνωστή ιστορία της βίβλου σε αυτή τη τετραλογία, που θεωρείτο από τον ίδιο το magnum opus του. Πρόκειται για μια απόπειρα να ενωθούν οι πολύπτυχες εκφάνσεις των πραγμάτων και του κόσμου, οι διαφορετικές αφηγηματικές νόρμες, ο θρύλος, η βιβλική ιστορία, τα πραγματικά γεγονότα, η ανθρωπογεωγραφία, όλα αυτά μέσα από την προβολή ενός μοναδικού προσώπου.
Lotte in Weimar (Η Λότε στην Βαϊμάρη, 1939)
Η Λόττε, η αγαπημένη του Γκαίτε στα νεανικά του χρόνια, την οποία απαθανάτισε στον Φάουστ, επισκέπτεται τη Βαϊμάρη για να ξανασυναντήσει τον Γκαίτε, ύστερα από 44 χρόνια.
Doktor Faustus (Δόκτωρ Φαούστους, 1947)
Ο συνθέτης Άντριαν Λέβερκυν (Adrian Levekühn) θα έλθει σε συμφωνία με τον διάβολο ζητώντας όχι πλούτη ή δόξα, αλλά τη δυνατότητα πραγματοποίησης του καλλιτεχνικού του οράματος. Σε αυτό το βιβλίο ο Τόμας Μαν θα ασχοληθεί με βασικά θέματα, όπως η τέχνη, η ζωή, η αγάπη, η λαγνεία και η μουσική. Αλλά το βκυριότερο είναι πως θα φτιάξει μια αλληγορία για την γιγάντωση του Ναζισμού στην Γερμανία, θα λοιδορήσει την ίδια την τοιχογραφία της μπουρζουαζίας που στήνει μπροστά στα μάτια μας, θα καταφερθεί εναντίον της Γερμανικότητας και ταυτόχρονα θα την υμνήσει.
Der Erwählte (Ο εκλεκτός, 1951)
Με αφορμή λαϊκούς μεσαιωνικούς θρύλους, ο Μαν θα στήσει την ιστορία του Γρηγόριου, που από φτωχός ψαράς γίνεται πολεμιστής και τέλος δούκας στην πατρίδα του τη Φλάνδρα. Απο εκεί θα ακολουθήσει μια πορεία μέχρι το Βατικανό και την παπική τιάρα.
Bekenntnisse des Hochstaplers Felix Krull (Εξομολογήσεις του απατεώνα Φέλιξ Κρουλ, 1954), ανολοκλήρωτο
Ο Φέλιξ Κρουλ αναλαμβάνει να πάρει τη θέση ενός νεαρού μαρκησίου, που οι γονείς του προμηθεύοντάς τον με ένα μεγάλο χρηματικό ποσό τον αναγκάζουν να φύγει σε πολύχρονο ταξίδι, για να τον απομακρύνουν από την ανεπιθύμητη γι' αυτούς αγαπημένη του. Ο Κρουλ θα αντικαταστήσει τον Μαρκήσιο και θα αναλάβει μάλιστα και την αλληλογραφία με τους γονείς του.
Εργογραφία και ελληνικές μεταφράσεις
Μυθιστορήματα
1901: Buddenbrooks. Verfall einer Familie (Μπούντενμπροκς. Η παρακμή μιας οικογένειας)—μτφ. Τούλα Σιετή (εκδ. "Οδυσσέας", α΄ έκδ. 1986)
1909: Königliche Hoheit (Η Αυτού Βασιλική Υψηλότης)—μτφ. Κώστας Σκαλίδης (εκδ. "Ερατώ", 2000)
1924: Der Zauberberg (Το μαγικό βουνό)—μτφ. Άρης Δικταίος (εκδ. "Δίφρος", 1956 και εκδ. "Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος", 1989)—μτφ. Θεόδωρος Παρασκευόπουλος (εκδ. "Εξάντας", 1995 και εκδ. "Μεταίχμιο", 2017)
1933-1943 : Joseph und seine Brüder – Tetralogie (Ο Ιωσήφ και οι αδελφοί αυτού τετραλογία)—μτφ. Λευτέρης Αναγνώστου (εκδ. "Gutenberg", 2004 – Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης Έργου Ξένης Λογοτεχνίας στην Ελληνική Γλώσσα, για το 2005)
1933: Die Geschichten Jaakobs (Οι ιστορίες του Ιακώβ)
1934: Der junge Joseph (Ο νέος Ιωσήφ)
1936: Joseph in Ägypten (Ο Ιωσήφ στην Αίγυπτο)
1943: Joseph der Ernährer (Ιωσήφ ο τροφοδότης)
1939: Lotte in Weimar (Η Λόττε στην Βαϊμάρη)—μτφ. Θόδωρος Παρασκευόπουλος (εκδ. "Εξάντας", 2000)
1947: Doktor Faustus. Das Leben des deutschen Tonsetzers Adrian Leverkuhn erzahlt von einem Freunde (Δόκτωρ Φαούστους. Η ζωή του γερμανού μουσουργού Άντριαν Λέβερκυν εξιστορημένη από ένα φίλο)—μτφ. Άρης Δικταίος (εκδ. " Σ. Ι.Ζαχαρόπουλος", 1992—μτφ. Θόδωρος Παρασκευόπουλος (εκδ. "Πόλις", 2002)
1951: Der Erwählte (Ο εκλεκτός)—μτφ. Στέλλα Βουρδουμπά, (εκδ. "Δίφρος" χ.χ.)—μτφ. Σοφία Γεωργοπούλου, (εκδ. "Εξάντας", 2005)
1954: Bekenntnisse des Hochstaplers Felix Krull (Εξομολογήσεις του αρχιαπατεώνα Φέλιξ Κρουλ), ανολοκλήρωτο—μτφ. Α. Σπυρόπουλος, (εκδ. "Μαγγανιάς", χ.χ.)—μτφ. Τούλα Σιετή (εκδ. "Οδυσσέας", α΄ έκδ. 1986)
Διηγήματα και νουβέλες
1893: Vision (Οπτασία)—μτφ. Αλέξανδρος Κυπριώτης (εκδ. "Ίνδικτος", 2002) (περιέχεται στην συλλογή 13 διηγημάτων του Μαν «Συγκεχυμένα ανέρχονται τα λησμονημένα», όπως και όλα τα διηγήματα με αστερίσκο που ακολουθούν)
1894: Gefallen (Η χάρη)
1896: Der Wille zum Glück (Η βούληση για ευτυχία) *
1897: Der Tod (Ο θάνατος)
1897: Der kleine Herr Friedemann (Ο μικρός κύριος Φρήντεμαν)—μτφ. Τέα Ανεμογιάννη ("Νέα Εστία" 1957 Α΄)—μτφ. Γιώργος Δεπάστας (εκδ. "Μεταίχμιο", 2006)—μτφ. Βασινιώτης ("Ερατώ", 1990)
1897: Der Bajazzo (Ο παλιάτσος)*
1898: Tobias Mindernickel (Τομπίας Μίντερνίκελ)*
1899: Der Kleiderschrank (Το ιματιοφυλάκιο)
1899: Gerächt (Εκδίκηση)*
1900: Luischen (Λουιζάκι) *
1900: Der Weg zum Friedhof (Ο δρόμος για το κοιμητήριο)—μτφ. Βασ. Λαζανάς ("Νέα Εστία" 1957 Α΄)
1902: Gladius Dei [Το ξίφος του Θεού]—μτφ. Άρης Δικταίος (εκδ. "Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος", 1988)
1903: Tristan (Τριστάνος)*—& μτφ. Κυριάκος Κεντρωτής (εκδ. "Ύψιλον", 1985)
1903: Das Wunderkind (Το παιδί θαύμα)*
1903: Die Hungernden
1903: Tonio Kröger (Τόνιο Κρέγκερ) , νουβέλα—μτφ. Δ. Διβαρής (εκδ. "Κλασσικά Παπύρου", χ.χ.)—μτφ. Αλέξανδρος Ίσαρης (εκδ. "Ύψιλον", 1985)—μτφ. Αλέξανδρος Κυπριώτης (εκδ. "Ίνδικτος", 2000
1904: Ein Glück (Μια κάποια ευτυχία)* [31]
1904: Beim Propheten (Παρά τω Προφήτη)*
1905: Schwere Stunde (Δύσκολη ώρα)
1908: Anekdote (Ανέκδοτο)*
1909: Das Eisenbahnunglück (Το σιδηροδρομικό ατύχημα)*
1911: Wie Jappe und Do Escobar sich prügelten (Πώς παίξανε ξύλο ο Γιάπε και ο Ντο Εσκομπάρ)
1912: Der Tod in Venedig (Ο θάνατος στη Βενετία)—μτφ. Άρης Δικταίος (εκδ. "Σ. Ι.Ζαχαρόπουλος, 1993—μτφ. Δ. Διβαρής (εκδ. "Κλασσικά Παπύρου", χ.χ.)—μτφ. Μαρία Αγγελίδου (εκδ. "Αναστασιάδης", 1997)—μτφ. Μαρία Κωνσταντινίδη (εκδ. "Ίνδικτος", 2017)
1918: Herr und Hund. Ein Idyll (Σκύλος και αφέντης)—μτφ. Γιώργος Δεπάστας (εκδ. "Μεταίχμιο", 2006)
1919: Gesang vom Kindchen (Το τραγούδι του παιδιού)
1921: Wälsungenblut (Το αίμα των Βελσούνγκεν)—μτφ. Γιάννης Κοιλής (εκδ. "Κριτική", 1989)
1923: Tristan und Isolde (Τριστάνος και Ιζόλδη)
1925: Unordnung und fruhes Leid (Αναστάτωση και πρώιμος πόνος)—μτφ. Γ. Κοιλής (εκδ. "Κριτική", 1989)
1930: Mario und der Zauberer (Ο Μάριο και ο μάγος)—μτφ. Φώτης Βασινιώτης (εκδ. "Ερατώ", 1990)
1940: Die Vertauschten Köpfe (Τα αλλαγμένα κεφάλια)—μτφ. Νίκος Λίβος (εκδ. "Κριτική", 1988)
1944: Das Gesetz (Ο Νόμος)—μτφ. Άρης Δικταίος (εκδ. " Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος", 1988)
1953 Die Betrogene (Η απατημένη), νουβέλα—μτφ. Γ. Κοιλής (εκδ. "Κριτική", 1989)
Δοκίμια (Επιλογή)
1918: Betrachtungen eines Unpolitischen (Στοχασμοί ενός απολίτικου)—μτφ. Μαντώ Πουλή (εκδ. "Ίνδικτος", 1999)
1932: Goethe und Tolstoi. Zum Problem der Humanität (Γκαίτε και Τολστόι)—μτφ. Γερ. Λυκιαρδόπουλος (εκδ. "Ύψιλον", 2012)
1933: Leiden und Größe Richard Wagners (Πάθος και μεγαλείο του Ρίχαρντ Βάγκνερ)
1934: Meerfahrt mit Don Quijote (Ταξίδι με τον Δον Κιχώτη), μεταθανάτια έκδοση—μτφ. Γερ. Λυκιαρδόπουλος και Στέφανος Ροζάνης (εκδ. "Έρασμος", 2002)
1936: Freud und die Zukunft (Ο Φρόυντ και το μέλλον)—μτφ. Στάθης Φερεντίνος (εκδ. "Γκοβόστη", χ.χ.)
1938: Schopenhauer—μτφ. Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος (εκδ. "Έρασμος", 2006)
1947: Nietzsches Philosophie im Lichte unserer Erfahrung (Η φιλοσοφία του Νίτσε υπό το φως της εμπειρίας μας)—μτφ. Γιώργος Λαμπράκος (εκδ. "Οκτώ", 2017)
1955: Versuch über Schiller (Δοκίμιο για τον Σίλλερ)—μτφ. Θανάσης Λάμπρου (εκδ. "Ίνδικτος", 2002)
1963 Wagner und unsere Zeit (Ο Βάγκνερ και η εποχή μας) , μεταθανάτια έκδοση—μτφ. Γιάννης Λάμψας (εκδ. "PRINTA", 1993)
Αυτοβιογραφικά
1950: Meine Zeit (Η εποχή μου), σκέψεις του συγγραφέα σε αυτοβιογραφικό τόνο—μτφ. Αντιγόνη Χατζηθεοδώρου ("Εκδόσεις των Φίλων", α΄ έκδ. 1972)
Theodor W. Adorno-Thomas Mann: Briefwechsel, 1943-1955 (Theodor W. Adorno-Thomas Mann: Αλληλογραφία 1943-1955)—μτφ. Λευτέρης Αναγνώστου (εκδ. "Αλεξάνδρεια", 2009)
Herman Hess Thomas Mann:Briefwechsel (Έρμαν Έσσε- Τόμας Μαν: Αλληλογραφία 1910-1955), επιστολογραφία—μτφ. Γιώτα Λαγουδάκου (εκδ. "Καστανιώτης", 2003)
Έργα σχετικά με τον Τόμας Μαν στα Ελληνικά
Γκόλο Μαν: Αναμνήσεις από τον πατέρα μου Τόμας Μαν,1965, σύντομη βιογραφία του συγγραφέα από τον γιό του (εκδ. "Γαβριηλίδης", 2005)
Μπρίτα Μπέλερ: Τόμας Μαν, οι τρεις κρίσιμες μέρες (De Beslissing), (μτφ. Μαργαρίτα Μπονάτσου (εκδ. "Καπόν", 2014) λογοτεχνική ανακατασκευή της συγγραφέως με βάση τα ημερολόγια του Μαν των ημερών που προηγήθηκαν της ανοιχτής επιστολής που έστειλε ο συγγραφέας στις εφημερίδες της Γερμανίας καταγγέλοντας τον Ναζισμό
Klaus Betzen: Ο Τόμας Μαν και το πρόβλημα του ανθρωπισμού, από διάλεξη στο Ινστιτούτο Γκαίτε τον Δεκέμβριο του 1975. (μτφ. Νίκος Μ.Σκουτερόπουλος, "Εκδόσεις των Φίλων", 1977) https://el.wikipedia.org/
Η πρώτη έκδοση του «Δόκτωρ Φαούστους. Η ζωή του γερμανού μουσουργού Άντριαν Λέβερκυν εξιστορημένη από ένα φίλο»
Το Μαγικό βουνό
Παρουσίαση
Το Μαγικό βουνό είναι ένα αριστούργημα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας από έναν νομπελίστα συγγραφέα που διερευνά τη γοητεία και τον εκφυλισμό των ιδεών σε μια εσωστρεφή κοινότητα τις παραμονές του Μεγάλου Πολέμου. Η υπόθεση είναι φαινομενικά απλή. Ο νεαρός μηχανικός από το Αμβούργο Χανς Κάστορπ επισκέπτεται το σανατόριο Μπέργκχοφ της Ελβετίας για να δει τον ξάδερφό του. Μια μικρή αδιαθεσία και ένας παρατεταμένος πυρετός οδηγούν τον γιατρό Μπέρενς να του προτείνει να παρατείνει την παραμονή του. Τελικά ο Χάνς Κάστορπ αποφασίζει να μείνει στο σανατόριο για τρεις βδομάδες. Μόνο που οι τρεις βδομάδες, χωρίς να το καταλάβει, μετατρέπονται σε επτά χρόνια, καθώς ο Χανς ερωτεύεται και μεθά από τις ιδέες που ακούει να συζητιούνται εκεί. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
- "Διάσημος για την ειρωνεία του ο Τόμαν Μαν, μαζί με τους Σοπενχάουερ, Νίτσε και Φρόιντ, προσφέρει την ενοποιητική ουσία, την αγάπη για την τέχνη και τη φαντασία, που χρειάζεται ο σύγχρονος κόσμος για να μην διαλυθεί ύστερα από την κατάρρευση των κοινωνικών δυνάμεων και των θρησκειών" (Independent)
Το Μαγικό βουνό, πέραν όλων των άλλων, είναι πρωτίστως και στην ουσία του ένα έργο τέχνης που "στόχος του είναι να παρέχει ευχαρίστηση, να ψυχαγωγεί και να αναζωογονεί, όπως υποστηρίζει και ο ίδιος ο Μαν στο άρθρο "Πώς γράφτηκε το Μαγικό βουνό" στο επίμετρο του βιβλίου. Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για ένα έργο με τόσο αρμονική και αισθητική σύνθεση των θεματικών και των ιδεών του, φτιαγμένο περισσότερο για το θυμοειδές παρά για το έλλογο, ώστε ομοιάζει περισσότερο με μουσικό κομμάτι και την απόλαυση που προκύπτει από αυτό. Θα μπορούσε, επομένως, να διαβαστεί σαν μία συμφωνία, ένα έργο αντίστιξης. Σε αυτό συνηγορούν επίσης και η προτροπή του ίδιου του συγγραφέα να διαβάσει κάποιος, ει δυνατόν, το μυθιστόρημα δύο φορές - όσες φορές δηλαδή χρειάζεται κανείς να ακούσει ένα μουσικό κομμάτι για να το γνωρίσει καλύτερα και να το ευχαριστηθεί - καθώς και η εκτεταμένη χρήση του Leitmotiv που υιοθετεί στον λόγο του επηρεασμένος από τη χρήση του στις όπερες του Βάγκνερ. Πρόκειται για ένα εμβληματικό συμβολικό μυθιστόρημα του ευρωπαϊκού πνεύματος που αποτελεί μία δυνατή αναγνωστική εμπειρία και ένα έργο-παρακαταθήκη για το πολιτισμικό μέλλον αυτής της ηπείρου. (ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΠΟΥΛΟΣ bookpress.gr, 2/12/2017)
Απόσπασμα
Ελευθερία
Πώς του φάνηκε αλήθεια του Χανς Κάστορπ; Μήπως σαν οι επτά εβδομάδες, τις οποίες αποδεδειγμένα και χωρίς καμιά αμφιβολία είχε ήδη περάσει σε αυτούς εδώ επάνω, να ήταν μόνο επτά ημέρες; Ή μήπως, αντίθετα, του φάνηκε πως ζούσε πολύ πολύ περισσότερο σε αυτόν τον τόπο από όσο βρισκόταν εδώ στην πραγματικότητα; Αναρωτιόταν και ο ίδιος, τόσο μέσα του όσο και με ερωτήσεις προς τον Γιοάχιμ, δεν μπορούσε όμως να αποφασίσει. Μάλλον συνέβαιναν και τα δύο: αναδρομικά, ο χρόνος που είχε περάσει εδώ του φαινόταν αφύσικα σύντομος και αφύσικα πολύς μαζί· και μόνο όπως ήταν πραγματικά δεν ήθελε να του φανεί – με την προϋπόθεση πως ο χρόνος είναι στ’ αλήθεια φύση και πως είναι επιτρεπτό να τον συνδέουμε με την έννοια της πραγματικότητας.
Πάντως ο Οκτώβριος βρισκόταν στα πρόθυρα, θα έμπαινε από τη μια ημέρα στην άλλη. Για τον Χανς Κάστορπ ήταν εύκολο να το λογαριάσει, και εκτός αυτού το πρόσεχε ακούγοντας τις συζητήσεις των άλλων ασθενών. «Ξέρετε πως σε πέντε μέρες θα ’χουμε πάλι πρωτομηνιά;» άκουγε τη Χερμίνε Κλέφελντ να λέει στους δυο νεαρούς κυρίους της παρέας της, στον φοιτητή Ρασμούσεν και σε εκείνον με τα χοντρά χείλη που λεγόταν Γκένζερ. Στέκονταν μετά το κύριο γεύμα στην άχνα των φαγητών ανάμεσα στα τραπέζια και συζητώντας καθυστερούσαν να πάνε για κατάκλιση. «Πρώτη Οκτωβρίου, το είδα στη Διαχείριση, στο ημερολόγιο. Είναι η δεύτερη του είδους που περνώ σε ετούτο τον τόπο των απολαύσεων. Ωραία, το καλοκαίρι πέρασε, όσο ήταν καλοκαίρι, μας το ’κλεψαν, όπως μας κλέβουν τη ζωή, συνολικά και εν γένει». Και αναστέναξε με το μισό της πνευμόνι, ενώ έστρεφε, κουνώντας το κεφάλι, τα σκιασμένα από τη βλακεία μάτια της στο ταβάνι. «Ευθυμήστε, Ρασμούσεν!» είπε μετά και χτύπησε τον σύντροφό της στον γειρτό του ώμο. «Πείτε μας κανέν’ αστείο!» «Δεν ξέρω και πολλά» απάντησε ο Ρασμούσεν και άφησε τα χέρια του να κρέμονται στο ύψος του στήθους σαν πτερύγια «κι όσα ξέρω δεν μου βγαίνουν, είμαι συνέχεια τόσο κουρασμένος». «Ούτε σκύλος δεν θα ’θελε να ζήσει για πολύ ακόμη έτσι» είπε ο Γκένζερ μέσα από τα δόντια. Και γέλασαν σηκώνοντας τους ώμους.
Εκεί κοντά στεκόταν και ο Σεττεμπρίνι, με την οδοντογλυφίδα του ανάμεσα στα δόντια, και βγαίνοντας είπε στον Χανς Κάστορπ:
«Μην τους πιστεύετε, μηχανικέ, μην τους πιστεύετε ποτέ όταν εξανίστανται! Το κάνουν όλοι ανεξαιρέτως, παρόλο που νιώθουν απολύτως στο σπίτι τους. Ζουν ανέμελα και απαιτούν επιπλέον λύπηση, θεωρούν πως έχουν δικαίωμα στην πικρία, στην ειρωνεία, στον κυνισμό! “Σ’ ετούτο τον τόπο των απολαύσεων!” Μήπως δεν είναι τόπος των απολαύσεων; Πιστεύω πως είναι, και μάλιστα με μια πιο διφορούμενη σημασία της λέξης! “Μ’ έκλεψαν” λέει αυτό το θηλυκό “μου κλέβουν τη ζωή σ’ ετούτο τον τόπο των απολαύσεων”. Αφήστε τη να πάει στα πεδινά, και η διαγωγή της εκεί δεν θα αφήνει καμιά αμφιβολία πως κάνει τα πάντα για να ξανάρθει το συντομότερο εδώ επάνω. Α, μάλιστα, η ειρωνεία! Μηχανικέ, φυλαχτείτε από την ειρωνεία που ευδοκιμεί εδώ! Γενικά φυλαχθείτε από αυτή την πνευματική στάση! Όπου δεν είναι ένα ευθύ και κλασικό μέσο της ρητορικής, ούτε στιγμή παρεξηγήσιμο για τον υγιή νου, εκεί γίνεται παραλυσία, εμπόδιο για τον πολιτισμό, αμφίβολη ερωτοτροπία με τη στασιμότητα, με το κακό, με το πρόστυχο πάθος. Και επειδή η ατμόσφαιρα στην οποία ζούμε φαίνεται να ευνοεί την ευδοκίμηση αυτού του σαπρόφυτου, επιτρέψτε μου να ελπίζω ή να φοβάμαι πως με καταλαβαίνετε».
Πράγματι, τα λόγια του Ιταλού ήταν του είδους που μόλις πριν από επτά εβδομάδες θα ηχούσαν κενά στα αυτιά του Χανς Κάστορπ, που η παραμονή του όμως εδώ είχε κάνει το πνεύμα του επιδεκτικό για τη σημασία τους: επιδεκτικό με την έννοια της νοητικής κατανόησης, όχι οπωσδήποτε με την έννοια της συμπάθειας, πράγμα ίσως ακόμα σημαντικότερο. Γιατί, αν και στα βάθη της ψυχής του χαιρόταν που ο Σεττεμπρίνι ακόμη και τώρα, παρ’ όλα όσα είχαν συμβεί, συνέχιζε να του μιλά όπως του μιλούσε, συνέχιζε να τον συμβουλεύει, να τον προειδοποιεί και να προσπαθεί να τον επηρεάσει, η αντιληπτική του ικανότητα ήταν τόση που έκρινε τα λόγια του και τους αρνιόταν, ως έναν βαθμό τουλάχιστον, την επίνευση.
Για δες, σκεφτόταν, μιλάει για την ειρωνεία με παρόμοιο τρόπο όπως και για τη μουσική, το μόνο που λείπει τώρα είναι να την αποκαλέσει «πολιτικά ύποπτη», και συγκεκριμένα από τη στιγμή που παύει να είναι ένα «ευθύ και κλασικό μέσο διδασκαλίας». Μια ειρωνεία όμως που «δεν είναι ούτε στιγμή παρεξηγήσιμη» – για όνομα του Θεού, τι λογής ειρωνεία είναι αυτή, αν μου πέφτει λόγος; Ξερή και δασκαλίστικη θα ήταν και τίποτε άλλο! – τόσο αγνώμων είναι η νεότητα στη διαμόρφωσή της. Δέχεται να της δωρίζουν για να μπορεί μετά να βγάλει τα δώρα σκάρτα.
Όσο να ’ναι, θα του φαινόταν παράτολμο να εκφράσει με λόγια την αντίθεσή του. Περιόρισε τις αντιρρήσεις του στην κρίση του κυρίου Σεττεμπρίνι για τη Χερμίνε Κλέφελντ, που του φαινόταν άδικη ή που, για ορισμένους λόγους, ήθελε να την εμφανίσει έτσι.
«Μα το κορίτσι είναι άρρωστο!» είπε. «Είναι πραγματικά και στ’ αλήθεια βαριά άρρωστη και έχει κάθε λόγο να είναι απελπισμένη! Τι της ζητάτε τώρα;»
«Αρρώστια και απελπισία» είπε ο Σεττεμπρίνι «είναι συχνά και αυτές μορφές της παραλυσίας».
Και ο Λεοπάρντι, σκέφτηκε ο Χανς Κάστορπ, ο οποίος αμφέβαλλε κατηγορηματικά για την επιστήμη και την πρόοδο; Και ο ίδιος ο κύριος σχολάρχης; Είναι και ο ίδιος άρρωστος και έρχεται ολοένα εδώ πάνω, και ο Καρντούτσι δεν θα ’ταν καθόλου ευχαριστημένος μαζί του. Και δυνατά είπε:
«Καλός είστε κι εσείς. Το κορίτσι μπορεί κάθε στιγμή να τα τινάξει, και αυτό το λέτε εσείς παραλυσία! Θα πρέπει να μου το εξηγήσετε περισσότερο. Αν μου λέγατε: η ασθένεια είναι κάποτε επακόλουθο της παραλυσίας, αυτό θα ήταν κατανοητό…»
«Είναι πολύ λογικό» τον διέκοψε ο Σεττεμπρίνι. «Μα την πίστη μου, θα σας αρκούσε να σταματούσα εδώ;»
«Ή αν λέγατε: η αρρώστια αποτελεί κάποτε πρόσχημα για την παραλυσία – κι αυτό θα το δεχόμουν».
«Grazie tanto!»
«Αλλά η ασθένεια μια μορφή της παραλυσίας; Αυτό σημαίνει: δεν προέρχεται από παραλυσία, αλλά είναι η ίδια παραλυσία. Αυτό δεν είναι παράδοξο;»
«Παρακαλώ, μηχανικέ, μη μου καταλογίζετε τέτοια πράγματα! Περιφρονώ την παραδοξολογία, τη μισώ! Θεωρήστε πως όλες μου οι παρατηρήσεις σχετικά με την ειρωνεία ισχύουν και για την παραδοξολογία, και κάτι παραπάνω. Το παράδοξο είναι το φαρμακερό λουλούδι του ησυχασμού, η μαρμαρυγή του σαπρού πνεύματος, η μεγαλύτερη παραλυσία από όλες! Αλλά διαπιστώνω πως υπερασπίζεστε και πάλι την ασθένεια…»
«Όχι, μ’ ενδιαφέρουν αυτά που λέτε. Μου θυμίζουν κάτι από εκείνα που εκφέρει ο δρ Κροκόφσκι τις Δευτέρες του. Κι εκείνος δηλώνει πως η οργανική ασθένεια είναι ένα δευτερογενές φαινόμενο».
«Δεν το λέει από καθαρό ιδεαλισμό».
«Τι έχετε εναντίον του;»
«Ακριβώς αυτό».
«Είστε κατά της ψυχανάλυσης;»
«Όχι πάντα. Είμαι σφοδρός αντίπαλος και θερμός οπαδός – πότε το ένα και πότε το άλλο, μηχανικέ».
«Τι εννοείτε;»
«Η ψυχανάλυση είναι καλή ως όργανο της διαφώτισης και του πολιτισμού, είναι καλή στο μέτρο που κλονίζει ηλίθιες πεποιθήσεις, που διαλύει φυσικές προκαταλήψεις και υπονομεύει την εξουσία· με άλλα λόγια, είναι καλή όταν απελευθερώνει, εκλεπτύνει, εξανθρωπίζει και κάνει τους δούλους ώριμους για την ελευθερία. Είναι κακή, πολύ κακή, όσο εμποδίζει τη δράση, προσβάλλει τη ζωή στη ρίζα, επειδή είναι ανίκανη να τη διαμορφώσει. Η ανάλυση μπορεί να είναι μια πολύ αηδιαστική υπόθεση, αηδιαστική όπως ο θάνατος, όπου μάλλον ανήκει στην πραγματικότητα – συγγενής προς τον τάφο και τη δύσοσμη ανατομία του…»
Καλά τους τα ’πες, δάσκαλε, ήταν η σκέψη του Χανς Κάστορπ, αναπόφευκτη, όπως συνήθως όταν ο κύριος Σεττεμπρίνι εξέφραζε κάτι παιδευτικό. Το μόνο που είπε όμως ήταν:
«Τελευταία επιδοθήκαμε στη φωτοανατομία στο ισοϋπόγειό μας. Έτσι την αποκάλεσε ο Μπέρενς όταν μας ακτινοσκοπούσε».
«Α, ώστε φτάσατε και σ’ αυτό το στάδιο. Και λοιπόν;»
«Είδα τον σκελετό του χεριού μου» είπε ο Χανς Κάστορπ, προσπαθώντας να ανακαλέσει τα αισθήματα που είχαν φουντώσει μέσα του με αυτό το θέαμα. «Σας έδειξαν καμιά φορά και τον δικό σας;»
«Όχι, ο σκελετός μου δεν με ενδιαφέρει καθόλου. Και η ιατρική διάγνωση;»
«Είδε ίνες, ίνες με κόμπους».
«Ε του διαβόλου ο παραγιός».
«Είναι η δεύτερη φορά που αποκαλείτε έτσι τον αυλικό σύμβουλο Μπέρενς. Τι θέλετε να πείτε;»
«Να είστε σίγουρος πως πρόκειται για καλά επιλεγμένο χαρακτηρισμό!»
«Α, όχι, είστε άδικος, κύριε Σεττεμπρίνι! Σύμφωνοι, ο άνθρωπος έχει τις αδυναμίες του. Ο τρόπος που μιλάει μου γίνεται κι εμένα δυσάρεστος με τον καιρό· συχνά έχει η ομιλία του κάτι το βεβιασμένο, ιδίως αν σκεφτεί κανείς πως πέρασε τόσο μεγάλο καημό όταν έχασε τη γυναίκα του εδώ πάνω. Αλλά, εν κατακλείδι, πόσο αξιέπαινος και αξιοσέβαστος άνθρωπος είναι, ένας ευεργέτης της πάσχουσας ανθρωπότητας! Πρόσφατα τον συνάντησα καθώς ερχόταν από μια εγχείρηση, μια πλευρεκτομή, μια υπόθεση όπου παίζονταν όλα για όλα. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση όπως τον είδα να έρχεται από τη δύσκολη, χρήσιμη εργασία του, που την ξέρει τόσο καλά. Ήταν ακόμη τελείως ξαναμμένος, και για αμοιβή είχε ανάψει ένα πούρο. Τον ζήλεψα».
«Τι ευγενικό εκ μέρους σας. Και η ποινή σας;»
«Δεν μου καθόρισε κάποιο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα».
«Καλό και αυτό. Ας ξαπλώσουμε λοιπόν, μηχανικέ. Στις θέσεις μας».
Αποχαιρετίστηκαν μπρος στο νούμερο 34.
«Εσείς πηγαίνετε τώρα στην ταράτσα σας, κύριε Σεττεμπρίνι. Πρέπει να ’ναι πιο χαρούμενο να ξαπλώνεις έτσι με συντροφιά παρά μόνος. Διασκεδάζετε; Είναι ενδιαφέροντες οι άνθρωποι με τους οποίους κάνετε μαζί την κούρα;»
«Αχ, είναι όλοι Πάρθοι και Σκύθες!»
«Εννοείτε Ρώσοι;»
«Και Ρωσίδες» είπε ο κύριος Σεττεμπρίνι, και η άκρη του στόματός του τραβήχτηκε. «Αντίο, μηχανικέ!»
Αυτό είχε λεχθεί με σημασία, ήταν αναμφίβολο. Ο Χανς Κάστορπ μπήκε στο δωμάτιό του ταραγμένος. Γνώριζε ο Σεττεμπρίνι τι του συνέβαινε; Σαν παιδαγωγός, θα είχε παρακολουθήσει αυτόν και τους δρόμους που έπαιρναν τα μάτια του. Ο Χανς Κάστορπ ήταν οργισμένος με τον Ιταλό, αλλά και με τον εαυτό του που είχε εκτεθεί απρόκλητα. Ενώ έψαχνε χαρτί και μελάνι για να τα πάρει μαζί του στην κούρα –τώρα δεν χωρούσαν άλλοι δισταγμοί, ήταν ώρα να γραφτεί το γράμμα του στο σπίτι, το τρίτο–, συνέχισε να εξοργίζεται, μουρμούριζε το ένα και το άλλο γι’ αυτόν τον φαφλατά, τον περιαυτολόγο που ανακατευόταν σε πράγματα χωρίς να του πέφτει λόγος ενώ και ο ίδιος σφύριζε στα κορίτσια στον δρόμο – και δεν είχε πια καμιά όρεξη να γράψει, αυτός ο λατερνατζής τού είχε χαλάσει τελείως τη διάθεση. Όπως και να ήταν όμως, χρειαζόταν χειμωνιάτικα ρούχα, χρήματα, εσώρουχα, παπούτσια· με λίγα λόγια, όλα όσα θα είχε πάρει μαζί του αν ήξερε πως δεν είχε έρθει για τρεις εβδομάδες στο κατακαλόκαιρο, αλλά… αλλά για ένα απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, το οποίο όμως θα επεκτεινόταν οπωσδήποτε και στον χειμώνα, και μάλιστα, όπως ήταν τα πράγματα και τα χρονικά δεδομένα σ’ εμάς εδώ επάνω, θα τον περιέκλειε. Αυτή τη φορά έπρεπε να γίνουν όλα στην εντέλεια, να παίξει με ανοιχτά χαρτιά με εκείνους εκεί κάτω και να μην κρύβεται πια ούτε από εκείνους ούτε από τον εαυτό του.
Με αυτό το πνεύμα τούς έγραψε λοιπόν, ακολουθώντας την τεχνική που είχε δει να τη χρησιμοποιεί πολλές φορές ο Γιοάχιμ: στη σεζ λονγκ, με το στιλό και τον ταξιδιωτικό του χαρτοφύλακα επάνω στα ανασηκωμένα γόνατα. Έγραψε στον Τζέιμς Τίναππελ, σε εκείνον από τους τρεις θείους με τον οποίο ήταν περισσότερο συνδεδεμένος, σε επιστολόχαρτο του ιδρύματος, που απόθεμά τους βρισκόταν στο συρτάρι του τραπεζιού, και τον παρακάλεσε να ενημερώσει τον πρόξενο. Έγραφε για ένα δυσάρεστο συμβάν, για φόβους που είχαν επαληθευτεί, για την ανάγκη που είχε διαπιστώσει ο γιατρός να περάσει ένα μέρος του χειμώνα, ίσως και ολόκληρο τον χειμώνα, εδώ πάνω, γιατί περιπτώσεις σαν τη δική του ήταν συχνά πιο επίμονες από εκείνες που ξεκινούσαν πιο εντυπωσιακά, και γιατί το ζήτημα ήταν να επέμβουν αποφασιστικά και να προλάβουν το κακό εγκαίρως και μια και καλή. Από αυτή την άποψη, έγραφε, ήταν τυχερός που είχαν έρθει έτσι τα πράγματα, που ανέβηκε τυχαία εδώ πάνω και πείστηκε να εξεταστεί· αλλιώς, θα αγνοούσε για αρκετό καιρό την κατάστασή του και θα τη γνώριζε ίσως αργότερα με πολύ πιο δυσάρεστο τρόπο. Όσο για την προβλεπόμενη διάρκεια της παραμονής του, δεν θα έπρεπε να εκπλαγούν αν έμενε όλο τον χειμώνα και αν δεν μπορούσε να επιστρέψει νωρίτερα από τον Γιοάχιμ. Η έννοια του χρόνου είναι, έγραφε, διαφορετική εδώ από εκείνη που ίσχυε συνήθως για ταξίδια σε λουτροπόλεις και αεροθεραπείες· ο μήνας είναι κάτι σαν τη μικρότερη μονάδα του χρόνου, και ένας μήνας μόνο δεν παίζει κανέναν ρόλο…
Έκανε ψύχρα, έγραφε φορώντας παλτό, τυλιγμένος στην κουβέρτα, με κόκκινα χέρια. Πού και πού σήκωνε το βλέμμα από το χαρτί, που γέμιζε με λογικές και πειστικές φράσεις, και κοιτούσε το γνώριμο τοπίο, που σχεδόν πια δεν το έβλεπε, αυτή τη μακρόστενη κοιλάδα με τις σήμερα σαν γυάλινες, χλωμές κορυφές που στριμώχνονταν στο άνοιγμα, τον ανοιχτόχρωμο, κατοικημένο βυθό της, που άστραφτε πού και πού στον ήλιο, και τις πλαγιές, άλλες αδρά δασωμένες και άλλες με λιβάδια από όπου ερχόταν το κουδούνισμα των αγελάδων. Έγραφε με όλο και μεγαλύτερη άνεση και δεν καταλάβαινε πια το δέος που είχε νιώσει για το γράμμα. Γράφοντας καταλάβαινε ο ίδιος πως τίποτε δεν μπορούσε να είναι πιο λογικό από τις εξηγήσεις του και πως στο σπίτι θα τις κατανοούσαν απόλυτα. Ένας νεαρός της τάξης του και στην κατάστασή του φρόντιζε τον εαυτό του όταν αποδεικνυόταν σωστό, και χρησιμοποιούσε τις ανέσεις που προορίζονταν ειδικά για τους ομοίους του. Έτσι άρμοζε. Αν είχε επιστρέψει και ανέφερε όσα συνέβαιναν, θα τον είχαν στείλει πάλι επάνω. Παρακάλεσε να φροντίσουν να λάβει ό,τι χρειαζόταν. Στο τέλος παρακάλεσε να του αποστέλλονται τακτικά τα αναγκαία χρήματα· με 800 μάρκα τον μήνα θα μπορούσε να καλύψει όλα του τα έξοδα.
Υπέγραψε. Πάει και αυτό. Αυτό το τρίτο γράμμα στο σπίτι ήταν πλούσιο, κρατούσε πολύ – όχι κατά την έννοια του χρόνου κάτω, αλλά κατ’ αυτήν που κυριαρχούσε εδώ επάνω· οχύρωνε την ελευθερία του Χανς Κάστορπ. Αυτή ήταν η λέξη που μεταχειρίστηκε, όχι ρητά, όχι σχηματίζοντας, έστω και μέσα του, τις συλλαβές της, ένιωθε όμως το ευρύτατο νόημά της, όπως είχε μάθει να το νιώθει κατά τη διαμονή του εδώ –νόημα που δεν είχε πολλά κοινά με εκείνο που έδινε ο Σεττεμπρίνι σε αυτή τη λέξη–, και τον σκέπασε ένα από καιρό γνώριμο κύμα τρόμου και διέγερσης, που έκανε το στήθος του να τρέμει καθώς αναστέναζε.
Από το γράψιμο του είχε ανέβει το αίμα στο κεφάλι, τα μάγουλά του έκαιγαν. Πήρε τη στήλη του υδραργύρου από το τραπεζάκι και μέτρησε τη θερμοκρασία του, σαν να έπρεπε να επωφεληθεί της ευκαιρίας. Ο υδράργυρος ανέβηκε στο 37,8.
Βλέπετε; σκέφτηκε ο Χανς Κάστορπ. Και πρόσθεσε το υστερόγραφο: «Λοιπόν, το γράμμα με κούρασε. Έχω 37,8. Βλέπω πως θα πρέπει προς το παρόν να μείνω ήσυχος. Πρέπει να έχετε κατανόηση αν σας γράφω σπάνια». Ύστερα έμεινε ξαπλωμένος και σήκωσε το χέρι προς τον ουρανό, την παλάμη προς τα έξω, έτσι όπως το είχε κρατήσει πίσω από την οθόνη. Αλλά το φως του ουρανού άφησε την έμβια μορφή ανέπαφη μπρος στη λάμψη του· μάλιστα, η ύλη έγινε πιο σκούρα και αδιαφανής και μόνο το εξωτερικό περίγραμμα εμφανίστηκε με μια κοκκινωπή διαφάνεια. Ήταν το έμβιο χέρι που είχε συνηθίσει να βλέπει, να καθαρίζει, να χρησιμοποιεί – όχι εκείνο το ξένο σκελέτωμα που είχε δει στην οθόνη – ο αναλυτικός λάκκος που είχε δει τότε ανοιγμένο είχε κλείσει πάλι.
Ο Δόκτωρ Φάουστους
Παρουσίαση
Δεν είναι ίσως και πάρα πολλοί οι άνθρωποι που θα δέχονταν να πουλήσουν την ψυχή τους στον Διάβολο προκειμένου ν' αποκτήσουν πλούτη, δόξα ή νιάτα. Πόσοι όμως από τους καλλιτέχνες δημιουργούς θ' άντεχαν στον πειρασμό μιας παρόμοιας συναλλαγής αν το αντίτιμό της δεν ήταν κάποια υλικά αγαθά αλλά η δυνατότητα να πραγματοποιήσουν το καλλιτεχνικό τους όραμα;
Ένας απ' αυτούς που δέχονται να θυσιάσουν την ψυχή τους στο βωμό της καλλιτεχνικής τους ολοκλήρωσης είναι και ο ήρωας του βιβλίου αυτού, ο οποίος, όπως ακριβώς ο Δόκτωρ Φάουστ της παράδοσης, υπογράφει τη συμφωνία με το πνεύμα του Κακού σπρωγμένος από τη λαχτάρα ν' αξιοποιήσει στο έπακρο τις δυνατότητές του και να υλοποιήσει το αισθητικό του ιδεώδες.
Όμως, όποιος αποπειραθεί να ξεπεράσει τα ανθρώπινα μέτρα, είναι καταδικασμένος να βρεθεί αργά ή γρήγορα αντιμέτωπος με την άβυσσο... (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Για το μυθιστόρημα του Τόμας Μαν, Δόκτωρ Φάουστους (Εκδ. Πόλις)
«Eίναι ένας από τους ελάχιστους συγχρόνους μας, τον οποίο μπορούμε να θαυμάζουμε ανεπιφύλακτα. Το έργο του είναι αψεγάδιαστο, το ίδιο και η ζωή του», έλεγε το 1937 για τον Τόμας Μαν ο Αντρέ Ζιντ, επιδαψιλεύοντας επαίνους στη συνεπή αντιναζιστική στάση του Μαν, που προείδε τη ναζιστική λαίλαπα πολύ πριν αυτή ξεσπάσει στην Ευρώπη, αλλά και στο αδιαμφισβήτητο συγγραφικό ταλέντο του. Το πολυσύνθετο έργο του σφράγισε τον 20ο αιώνα. Στην Ελλάδα, άρχισε να μεταφράζεται σποραδικά αμέσως μετά τον θάνατό του, ουσιαστικά όμως έγινε γνωστό με τη μεταπολίτευση. Ωστόσο, μόλις την τελευταία δεκαετία οι μεταφραστικές απόπειρες προσεγγίζουν με σύγχρονη ματιά το πραγματικά δύσκολο αυτό έργο. Σ' αυτές εντάσσεται και ο ανά χείρας Δόκτωρ Φάουστους, το κύκνειο άσμα του Μαν ως συγγραφέα και διανοούμενου.
Ο Τόμας Μαν ήταν ο μικρότερος αδελφός του σημαντικού προοδευτικού συγγραφέα Χάινριχ Μαν και ήρθε σε ρήξη μαζί του στη νεότητά του όταν ασπάστηκε απολιτικές ως βαθιά συντηρητικές ιδέες και υπήρξε πατέρας δύο συγγραφέων, του αυτόχειρα Κλάους και της Έρικα Μαν. Βρέθηκε από νωρίς στο επίκεντρο αυτής της συγγραφικής οικογένειας η οποία, στις κρίσιμες δεκαετίες του 1930 - 1940, θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην ανάδειξη της «άλλης Γερμανίας», του Γκαίτε και του Σίλερ, του Μπετόβεν και του Σούμαν, ενάντια στη Γερμανία του Γκέμπελς και του Χίμλερ. Χωρίς ποτέ να προσχωρήσει σε ριζοσπαστικές πολιτικές θέσεις, ο Τόμας Μαν διαβλέπει από το 1922 κιόλας τη λαίλαπα που ναζισμού που ετοιμάζεται να ξεσπάσει στην Ευρώπη και στρατεύεται ενεργά εναντίον του. Το 1933, μαζί με μείζονες ομοτέχνους του, τον A. Ντέμπλιν, τη Ρ. Χουχ, τον Γ. Κάιζερ, τη Ρ. Σίκελε, τον Φ. φον Ούνρου, τον Γ. Βάσερμαν, τον Φ. Βέρφελ, παραιτείται από την Ακαδημία Ποίησης, καταγγέλλει την ταπεινωτική χιτλερική διάκριση μεταξύ δαφνοστεφούς ποιητή και ταπεινού γραφιά-συγγραφέα και σε λίγο αυτοεξορίζεται για το υπόλοιπο της ζωής του.
Διαποτισμένος από τον γερμανικό ρομαντισμό και βαθιά επηρεασμένος στα πρώτα του βήματα από τον Νίτσε και τον Σοπενχάουερ, προσεκτικός παρατηρητής της πορείας του φροϋδισμού και μαγεμένος από τον Βάγκνερ, ο Τόμας Μαν θα ξεκινήσει ως νατουραλιστής, για να περάσει πολύ γρήγορα σε έναν ιδιότυπο, κριτικό ρεαλισμό, τα κύρια χαρακτηριστικά του οποίου είναι η αποστασιοποίηση και το υποδόριο χιούμορ. Εξίσου νωρίς εκδηλώθηκε η υπόγεια αλλά έντονη σύγκρουσή του με τη γερμανική κοινωνία. Οι συμπατριώτες του δεν του συγχώρησαν την οξεία αίσθηση της ιστορικής και πολιτιστικής συνέχειας που διέθετε, χάρη στην οποία διέβλεψε «τα προεόρτια του πνευματικού φασισμού» (Albrecht Betz), καταγγέλλοντας τους ναζιστές ότι υπεξαιρούν τη «γερμανικότητα» από τους νόμιμους κληρονόμους της.
Oι σχέσεις του ατόμου με την κοινωνία
Στα έργα του Μαν, η ζωή είναι ένα κάτοπτρο πολλαπλών και επανερχόμενων αρχετυπικών σχημάτων, μια διαρκής μεταμόρφωση, σύμφωνα με την αντίληψη του προτύπου του, του Γκαίτε. Στο επίκεντρο του έργου του, από τους Μπούντεμπρουκς, τον Τόνιο Κρέγκερ, τον Θάνατο στη Βενετία ως το Μαγικό Βουνό και τον Δόκτορα Φάουστους, βρίσκονται οι σχέσεις του ατόμου με την κοινωνία και ειδικότερα η σύγκρουση του καλλιτέχνη με τις αστικές αξίες. Δημιουργώντας, ο Μαν ζούσε τα κείμενά του, η γέννησή τους τον μεταμόρφωνε. Δεν είναι παράξενο λοιπόν που ο Δόκτωρ Φάουστους αποτελεί το επιστέγασμα του έργου του, έναν συνολικό απολογισμό της πορείας του, μια περίπλοκη αυτοβιογραφία, που μας λέει εντέλει πολύ περισσότερα για τον συγγραφέα απ' ό,τι πολλές εμπεριστατωμένες βιογραφίες του.
Kαθολικό μυθιστόρημα
Ο Φάουστους είναι μια ιδιόμορφη παραλλαγή στο μεσαιωνικό θέμα του Φάουστ. Ο Aντριαν Λέβερκιν, ένας ταλαντούχος και φιλόδοξος μουσικός, εμπνευστής, υποτίθεται, του δωδεκαφθογγισμού, υπογράφει συμβόλαιο με τον διάβολο, κερδίζοντας 24 χρόνια έμπνευσης και δόξας, και κανένας καλός θεός δεν υπάρχει πια για να τον σώσει. Γραμμένο σε πολύ μικρότερο χρονικό διάστημα από τα υπόλοιπα μυθιστορήματά του, ο Φάουστους αποτελεί στην πραγματικότητα το ρέκβιεμ του ανέκαθεν φιλόμουσου Μαν, που κατέφυγε μια τελευταία φορά στη μουσική για να αποχαιρετήσει τη νεότητά του, αλλά και τη χώρα των ονείρων του. Όταν γράφει τον Φάουστους, βρίσκεται στην Αμερική και στηλιτεύει τον χιτλερισμό, έχει γνωρίσει τον εξίσου κατακλυσμένο από τη μουσική Αντόρνο και έχει γοητευτεί από τη σειραϊκή μουσική, τον απασχολεί η όψιμη δημιουργία μειζόνων δημιουργών όπως ο Γκαίτε, ο Μπετόβεν ή ο Μάλερ και ενδιαφέρεται για τη λογική της ωρίμασης της φόρμας, όπως την εκφράζει ο Β. Ράιχ σε σχέση με τον Α. Μπεργκ. Έτσι, το τελευταίο έργο του Μαν θα είναι ένα πραγματικό καθολικό (total) μυθιστόρημα, ένα μουσικό, πολιτικό, φιλοσοφικό μυθιστόρημα, στο οποίο ο συγγραφέας κλείνει τους λογαριασμούς του με τα προηγούμενα έργα του, τα πρότυπά του, τη γερμανική κουλτούρα. Ο Aντριαν Λέβερκιν κλείνει τον κύκλο του Χάνο και του Κρέγκερ, του Άσενμπαχ και του Κάστορπ, όλων των καλλιτεχνών-ηρώων του Μαν, μέσα από τους οποίους ο συγγραφέας διερευνούσε τη σχέση του δημιουργού με την άβυσσο, χαρτογραφούσε την ολισθηρή μεθόριο, όπου ο καλλιτέχνης θέτει εαυτόν εκτός νόμων και κανόνων και, σε αντίθεση με τον τρελό και τον εγκληματία, διασώζεται τελικά από την ιδιοφυΐα του. Παράλληλα, όμως, είναι και μια αλληγορία της Γερμανίας η οποία, όπως ο ίδιος εξηγούσε στο Η Γερμανία και οι Γερμανοί, «από καλή έγινε κακή». Στον Φάουστους, ο Μαν ανιχνεύει τις ρίζες της θεματικής του ναζισμού στη γερμανική πολιτιστική παράδοση και αναδεικνύει τα σκοτεινά σημεία που επέτρεψαν τη διολίσθησή της στη βαρβαρότητα. Αξίζει να αναφέρουμε δε ότι στο κείμενό του Αυτός ο άνθρωπος είναι αδελφός μου, το οποίο αναφέρεται στον Χίτλερ, ο Μαν παρουσιάζει τoν δικτάτορα ως την καρικατούρα μιας ιδιοφυΐας, φτάνοντας πραγματικά στα άκρα τον συλλογισμό του για τη σχέση της μεγαλοφυΐας με την τρέλα -ή τη βαρβαρότητα.
H γερμανική ενοχή
Ο Δόκτωρ Φάουστους είναι το καλύτερο μυθιστόρημα που έχει γραφτεί ποτέ για τη γερμανική ενοχή. Και η αξία του αναδεικνύεται ακόμα περισσότερο σήμερα, που με μια παράδοξη αλλά δεξιοτεχνική αντιστροφή, συγγραφείς όπως ο Γκίντερ Γκρας ή ο Γιοργκ Φρίντριχ κι ο Κλάους Ράινερ Ρολ, επιδίδονται σε μια επιλεκτική ανάγνωση της Ιστορίας, θυματοποιώντας άκριτα τους ναζιστές και τον γερμανικό λαό και ανοίγοντας πάλι τον ασκό του Αιόλου και για τη χώρα τους και για την Ευρώπη.
Ο Θ. Παρασκευόπουλος αναμετρήθηκε με το πρωτότυπο επιτυχώς, αντιμετώπισε εύστοχα τις ίδιες στο ύφος του Μαν δυσκολίες και μας χάρισε ένα ρέον και μεστό κείμενο, ενώ τα δύο εμπεριστατωμένα επίμετρα ολοκληρώνουν την εικόνα μας για ένα από τα σπουδαιότερα έργα του 20ού αιώνα.
Κυριότερες μεταφράσεις του Τόμας Μαν
-Δόκτωρ Φάουστους, μτφρ. Aρης Δικταίος. Αθήνα, Ζαχαρόπουλος, 1976.
- Τόνιο Κρέγκερ, μτφρ. Αλέξ. Iσαρης, Αθήνα, Yψιλον, 1982.
- Ο Φρόυντ και το μέλλον, μτφρ. Στάθης Φερεντίνος. Αθήνα, Γκοβόστης, 1984.
- Τριστάνος, μτφρ. Κυρ. Κεντρωτής. Αθήνα, Yψιλον, 1985.
- Γράμματα, μτφρ. Νανά Ησαία. Αθήνα, Νεφέλη, 1985.
- Τα αλλαγμένα κεφάλια, μτφρ. Νίκος Λίβος. Αθήνα, Κριτική, 1988.
- Οι εξομολογήσεις του απατεώνα Φέλιξ Κρουλ, μτφρ. Τούλα Σιετή. Αθήνα, Οδυσσέας, 1989.
- Τρεις νουβέλες, μτφρ. Γιάννης Κοιλής. Αθήνα, Κριτική, 1989.
- Το μαγικό βουνό, μτφρ. Άρης Δικταίος. Αθήνα, Αφοι Ζαχαρόπουλοι, 1980.
- Θάνατος στη Βενετία, μτφρ. Κλαίρη Τρικεριώτη. Αθήνα, Γράμματα, 1990.
- Ο Μάριος και ο μάγος-Ο μικρός κύριος Φρήντεμαν, μτφρ. Φώτης Βασινιώτης, Αθήνα, Ερατώ, 1990.
- Πάθος και μεγαλείο του Ρίχαρντ Βάγκνερ, μτφρ. Μαρία Αγγελίδου. Αθήνα, Αιγόκερως, 1993.
- Ο Βάγκνερ και η εποχή μας, μτφρ. Γιάννης Λάμψας. Αθήνα, Printa, 1993.
- Το μαγικό βουνό, μτφρ. Θ. Παρασκευόπουλος, Αθήνα, Εξάντας, 1995.
- Μπούντεμπροκ, μτφρ. Τούλα Σιετή, Αθήνα, Οδυσσέας, 1997.
- Στοχασμοί ενός απολιτικού, μτφρ. Μαντώ Πουλή. Αθήνα, Ίνδικτος, 1999.
- Τόνιο Κραίγκερ - Ο Μάριος και ο μάγος, μτφρ. Αλέξ. Κυπριώτης, Αθήνα, Iνδικτος, 2000.
- Η Λότε στη Βαϊμάρη, μτφρ. Θ. Παρασκευόπουλος. Αθήνα, Εξάντας, 2000.
- Δοκίμιο για τον Σίλερ, μτφρ. Θανάσης Λάμπρου. Αθήνα, Ίνδικτος, 2002.
- Συγκεχυμένα ανέρχονται τα λησμονημένα, μτφρ. Αλεξ. Κυπριώτης. Αθήνα, Ίνδικτος, 2002.
- Ταξίδι με τον Δον Κιχώτη, μτφρ. Γερ. Λυκιαρδόπουλος-Στεφ. Ροζάνης. Αθήνα, Ερατώ, 2002.
- Τόμας Μαν-Χέρμαν Έσσε, Αλληλογραφία 1910-1955, μτφρ. Γιώτα Λαγουδάκου, Αθήνα, Καστανιώτης, 2003.
Μετάφραση: Θ. Παρασκευόπουλος.
Επίμετρο: Θανάσης Χατζόπουλος – Όλυ Ψυχοπαίδη.
Καθημερινή 13-07-2003
ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΗ ΒΕΝΕΤΙΑ
Παρουσίαση
Ένα μικρό αριστούργημα. Γράφτηκε το 1912 κι είναι ένα εκπληκτικής δεξιοτεχνίας χρονικό της παρακμής, της κάθε είδους παρακμής. Ο Τόμας Μαν αναλύει και καταγράφει με ακρίβεια τις τάσεις της εποχής του, τις αγωνίες της ωριμότητας, την άβυσσο του θανάτου, που περισσότερο από καθένα βιώνει και αισθάνεται ο καλλιτέχνης, ο δημιουργός.
Ο πενηντάχρονος Γκούσταφ Άσενμπαχ, ένας επιτυχημένος συγγραφέας, ταξιδεύει στη Βενετία για διακοπές. Στη διάρκεια ενός γεύματος στο ξενοδοχείο, την προσοχή του τραβάει ένα εξαιρετικά όμορφο αγόρι. Σύντομα οι μέρες του αρχίζουν να περιστρέφονται γύρω από το πότε θα το ξαναδεί και αγνοεί τις δυσοίωνες φήμες που κυκλοφορούν ότι ένας λοιμός εξαπλώνεται στην πόλη.
Ο Θάνατος στη Βενετία είναι μια αριστουργηματική ιστορία για την εμμονή, για την αγωνία του δημιουργού και την άβυσσο του τέλους.
Μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Λουκίνο Βισκόντι με τον Ντερκ Μπόγκαρτ στον ρόλο του Γκούσταφ Άσενμπαχ.
Πολλά, πάμπολλα τα ερωτήματα που θέτει ο Μαν στην πυκνή ύφανση αυτής της νουβέλας κι ο αναγνώστης θα απαντήσει κατά το δοκούν. Ωστόσο δίνεται και μια απάντηση απευθείας από τον συγγραφέα. "Οι άνθρωποι δεν ξέρουν γιατί επαινούν ένα έργο τέχνης. Μη όντας ειδήμονες, πιστεύουν ότι ανακαλύπτουν σ' αυτό εκατοντάδες προτερήματα για να δικαιολογήσουν την προτίμησή τους όμως ο πραγματικός λόγος της επιδοκιμασίας τους είναι κάτι απρόσμενο, [...] ότι συμπάσχουν". Στον Θάνατο στη Βενετία, στη σύντομη αυτή ιστορία όπου όλα εκτυλίσσονται στο πνεύμα μιας μουσικής σύνθεσης, με τον ρυθμό να επιταχύνεται από τη μία φράση στην άλλη, μας δίνεται τουλάχιστον η δυνατότητα να συμπάσχουμε με τον ήρωά του κι εντέλει να τον συμπαθήσουμε παρά την εσωτερική σύγχυση και τα ανομολόγητα πάθη του. (Από τον πρόλογο του Δημήτρη Στεφανάκη)
"Γιατί ο άνθρωπος αγαπά και εκτιμά τον άλλο όσο δεν τον γνωρίζει ώστε να μπορεί να τον κρίνει, και ο πόθος είναι απόρροια της ελλιπούς γνώσης για τον άλλο".
Ο Γιάννης Αντωνιάδης γράφει κριτική για το βιβλίο του Thomas Mann, Θάνατος στη Βενετία, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Η τραγική φιγούρα του Γκούσταφ Άσενμπαχ πρωταγωνιστεί σε αυτό το αριστούργημα του Τόμας Μαν. Στα σοκάκια της πόλης της Βενετίας, που είναι η κόλαση και ο παράδεισός του, κυκλοφορεί άρρωστα μασκαρεμένο το τέλος του πετυχημένου συγγραφέα και δημιουργού. Επιδιώκει τον πόθο, τον κυνηγά, τον λαχταρά και με κίνδυνο της ζωής ενώ θολωμένος παραμένει στην πόλη ακόμα και όταν ελλοχεύει η απειλή του θανάτου. Είναι δυνατόν ο έρωτας να αναχαιτίσει και να ανακόψει τον επερχόμενο θάνατο που ξεπροβάλλει μυστήρια και ύπουλα κινούμενος, θα μπορέσει να αντισταθεί και να επιστρέψει στην πατρίδα του πριν σημάνει το προδιαγεγραμμένο τέλος ή μήπως αυτό το ποθητό ον που τον παρασέρνει δίχως άλλο είναι η αρχή του τέλους; Ένα φιλοσοφημένο κείμενο του Τόμας Μαν για την διαδρομή και την πάλη του ίδιου του δημιουργού με το είναι του και τις αδυναμίες του, τα πάθη του, την ίδια του την άστατη ύπαρξη.
Η μοναχική μορφή του δημιουργού
Ο ήρωας του Μανν βιώνει μία βουβή μοναχικότητα, ένα δραματικό παρόν και ένα δυσοίωνο μέλλον, φυλακισμένος στα πάθη του αναζητά διόδους διαφυγής και για αυτό επισκέπτεται για δεύτερη φορά την πόλη της Βενετίας παρόλο που γνωρίζει πως η πόλη/φάντασμα δεν του ξυπνά ευχάριστες μνήμες ούτε και του παρέχει εμπράκτως την ελπίδα και την χαρά μιας δεύτερης ευκαιρίας που για εκείνον θα ήταν εξαιρετικά πολύτιμη. Θα ταξιδέψει στην πόλη της γόνδολας και των στενών δρομάκων για να πάρει ανάσες ζωής αφού πλήττει και αναζητά λόγους να αναγεννηθεί πνευματικά μακριά από την βαριά και ανυπόφορη για αυτόν ατμόσφαιρα του Μονάχου. Ένας δημιουργός έχει πάντα την ανάγκη να νιώθει ζωντανός και αυτό είναι ένα ατέρμονο και ατελείωτο στοίχημα που βασανίζει και καταρρακώνει την άπληστη φιλοδοξία του για καλλιτεχνική επιβίωση με κάθε κόστος. Εκείνος δέσμιος των καλλιτεχνικών του διεργασιών προστρέχει μανιωδώς προς εξερεύνηση νέων λυτρωτικών οριζόντων και εμπνεύσεων. Ο Δημήτρης Στεφανάκης στον πρόλογό του θα γράψει: «Ο φον Άσενμπαχ είναι ένας μοναχικός, σιωπηλός άνθρωπος και κατά τον Μαν «η μοναξιά παράγει το αυθεντικό, το τολμηρά και ιδιόρρυθμα ωραίο, το ποίημα. Η μοναξιά όμως παράγει και το άσχημο, το δυσανάλογο, το παράλογο και το ανεπίτρεπτο».
Επικίνδυνες απολαύσεις
Με αναφορές στον Νίτσε και τον Πλάτωνα, ο Μανν χτίζει μία εξαιρετική αφήγηση που πατάει εξ’ ολοκλήρου στον πενηντάρη Άσενμπαχ, αυτόν τον αμετανόητο αυτοκαταστροφικό σχοινοβάτη. Γιατί διαφαίνεται μέσα από το κείμενο πως η μετάβασή του στην πόλη της Βενετίας θα είναι η τελειωτική αλήθεια που θα βιώσει, η αλήθειας της δικής του προσωπικής αδυναμίας να τιθασεύσει τα πάθη του. Εδώ ανακαλύπτει το πάθος του έρωτα και αυτό θα αποδεχθεί σαφέστατα καταδικαστικό για τον ίδιο. «Ο φον Άσενμπαχ παρασύρεται στο θανάσιμο παιχνίδι του πόθου ίσως γιατί «ο πόθος είναι απόρροια της ελλιπούς γνώσης για τον άλλο» όπως αναφέρει ο δημιουργός του». Έτσι, όταν έρθει η ώρα – και δεν είναι έτοιμος ψυχολογικά για αυτό – να ανταμώσει τον δικό του πλατωνικό Φαίδρο, τον Τάτζιο, τότε βυθίζεται στις αγωνίες του και τις ορέξεις του για αυτό το νεαρό αλλά άπιαστο κάλλος. Σε πυρετώδη κατάσταση και με έντονο το αίσθημα της επιθυμίας να αγγίξει αυτό το ιδανικό σώμα κινητοποιεί το πνεύμα του και επιταχύνει τις φαντασιώσεις του με τέτοια επικίνδυνα ιλιγγιώδη ταχύτητα μόνο και μόνο για να ξεπεράσει την αδυναμία της εσωτερικής κατάρρευσης που εγκυμονεί μέσα του. Και βέβαια να εκπληρώσει μέσα του ίσως όσα δεν επέτυχε στην νιότη του, να ανάψει δηλαδή την φλόγα της δημιουργίας που ακόμα σιγοκαίει ή που τουλάχιστον έτσι θα επιθυμούσε.
Η ζωή του πλέον στην Βενετία είναι ένας ενδελεχής μαραθώνιος αντάμωσης με το αντικείμενο του πόθου του, ξυπνάει και κοιμάται, ικανοποιείται με την θέα του, αφού γνωρίζει καλά πως δεν μπορεί να γευτεί την πραγματική και αυθεντική σαρκική ικανοποίηση. «…άφηνε τώρα την αναζωογόνηση που του χάριζε καθημερινά ο ήλιος, η απραξία κι ο θαλασσινός αέρας, να εκρέει στο συναίσθημα και την έκσταση». Παροπλισμένος από τον φλογοβόλο και λυτρωτικό για αυτόν έρωτα παρουσιάζεται ανίκανος να απολαύσει την παραμικρή στιγμή στην πόλη, φυλακισμένος μέσα στην ίδια του την ελευθερία. Ένας άνθρωπος νεκρός από δράση αναμένει ένα νεύμα, ένα βλέμμα, ένα πέρασμα αυτού του αγαλματένιου νεαρού για να του εμφυσήσει έστω και μία σύντομη πνοή ζωής στον θάνατο που ήδη αισθάνεται να τον κυριεύει σωματικά και πνευματικά. Αναμφίβολα, ξεκομμένος και από κάθε έννοια δημιουργικής διάθεσης βουτάει στην αδυναμία λήψης αποφάσεων καθώς «η αναχώρηση του φαίνεται αδιανόητη και άλλο τόσο αδιανόητη η επιστροφή».
Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον
Τελικά, θα παραμείνει ένας άβουλος κύριος των πόθων του και θα ακυρώσει κάθε ικμάδα πιθανής επιβολής της εναπομείνασας αξιοπρέπειάς του πάνω στον διαλυμένο εαυτό του χαρίζοντας καθετί που κατέχει και διαθέτει στον βωμό του έρωτα που τον έχει πια περικυκλώσει. «Αυτή ήταν η Βενετία, η πλανεύτρα, ύποπτη καλλονή, αυτή η πόλη, μισή παραμύθι, μισή παγίδα, όπου κάποτε στον αποπνικτικό αέρα της είχε ανθήσει ασυγκράτητη η τέχνη και οι μουσικοί της είχαν εμπνευστεί μελωδίες που σε νανούριζαν ύπουλα. Κι εκείνος, που είχε ριχτεί στην περιπέτεια, με την ακοή του πλανεμένη από τις ίδιες μελωδίες, με την όρασή του να ξεδιψάει απ’ αυτή την πλησμονή, αναλογιζόταν ότι η πόλη αυτή νοσούσε κι από απληστία το έκρυβε και κοίταζε τη γόνδολα που λικνιζόταν μπροστά του ακόμα πιο ασύστολα». Η μετάφραση του Βασίλη Τσαλή συμβάλει τα μέγιστα ώστε ο αναγνώστης να αφουγκραστεί ένα θεμελιώδες και σημαντικό κείμενο εμβάθυνσης στην ανθρώπινη φύση του ανθρώπου και δημιουργού.
Αποσπάσματα
«Σχεδόν κάθε καλλιτεχνική φύση έχει έμφυτη την προδοτική τάση να αποδέχεται την αδικία που φτιάχνει ομορφιά και να της αναγνωρίζει το αριστοκρατικό προνόμιο»
«Οι άνθρωποι δεν ξέρουν γιατί επαινούν ένα έργο τέχνης. Μη όντας ειδήμονες, πιστεύουν ότι ανακαλύπτουν σ΄αυτό εκατοντάδες προτερήματα για να δικαιολογήσουν την προτίμησή τους ͘ όμως ο πραγματικός λόγος της επιδοκιμασίας τους είναι κάτι απρόσμενο, είναι ότι συμπάσχουν».
Τόνιο Κρέγκερ
Παρουσίαση
Ο "Τόνιο Κρέγκερ" κυκλοφόρησε στις αρχές αυτού του αιώνα. Στο μεταξύ ο κόσμος άλλαξε ριζικά, ακόμα και οι αστοί έχουν διαφοροποιηθεί, αλλά και οι καλλιτέχνες κάθε κατηγορίας δεν έχουν καμία σχέση με κείνους της εποχής του Μάν. Τι έχει απομείνει λοιπόν απ' αυτή τη νουβέλα, και τι είναι εκείνο που την κάνει ακόμα τόσο ελκυστική; Η ποιητική της δύναμη και η μουσική της ποιότητα, που ελάχιστα έχουν φθαρεί. Όποιος ενδιαφέρεται να γνωρίσει το έργο του Τόμας Μαν, είναι αδύνατο να παρακάμψει το βιβλίο αυτό, γιατί περιέχει εν σπέρματι μερικά από τ' αριστουργήματά του. Το χαρακτηριστικό όμως της νουβέλας αυτής που τη διαφοροποιεί από τα άλλα έργα του Μάν και την κάνει ακαταμάχητα γοητευτική είναι το στοιχείο της νοσταλγίας. Πρόκειται για μια πολυφωνική και πολύχρωμη νοσταλγία για τα απλά και συνηθισμένα, για τη ζεστή, ανθρώπινη φιλία, για τη χαμένη αθωότητα, τη φύση, την πατρίδα και τον έρωτα. (ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)
[…] Μια και κατά γενική ομολογία πρόκειται για το περισσότερο αυτοβιογραφικό έργο του Μαν, ο «Κρέγκερ» αποτελεί ένα είδος μαρτυρίας, που αν τη συγκρίνουμε με τα «Ημερολόγια.» που άρχισαν να κυκλοφορούν πρόσφατα, είναι εύκολο να καταλήξουμε σε ορισμένα συμπεράσματα, που φωτίζουν καλύτερα το έργο του. Τώρα λ.χ. ξέρουμε πως αυτός ο άμεμπτος οικογενειάρχης είχε ομοφυλόφιλες τάσεις, που θα πρέπει να του δημιουργούσαν ενοχές και κάθε είδους αδιέξοδα. Στον «Τόνιο Κρέγκερ», στο «Θάνατος στη Βενετία» και στον «Δόκτορα Φάουστους» εκτίθεται αριστοτεχνικά η προσήλωση του κεντρικού ήρωα σε κάποιο πρόσωπο του ίδιου φύλου και η σχέση αυτή επενδύεται άλλοτε με διάφορους συμβολισμούς ή αφηρημένα σχήματα, ή περιγράφεται σαν πολύ τρυφερή φιλία. Με τη δημοσίευση όμως του προσωπικού του ημερολογίου ο ίδιος ο συγγραφέας τεκμηριώνει την άποψη που αναπτύσσει ο Κρέγκερ στην Λισαβέτα Ιβάνοβνα. Ότι δηλαδή ένας άψογος τραπεζίτης που γράφει νουβέλες –αυτό δεν συμβαίνει ποτέ! «Οι Μαν περνούσαν τις διακοπές τους στις ακτές της Βαλτικής (“και κει μακριά η θάλασσα, η Βαλτική, που τα θερινά όνειρά της μπορούσε ν’ αφουγκράζεται στις διακοπές του…”, γράφει ο Μαν στον «Τόνιο Κρέγκερ»). Ο μικρός Τόμας περίμενε πάντοτε με λαχτάρα αυτό το ταξίδι και φοβόταν να γυρίσει πίσω στο Λύμπεκ όταν τελείωνε το καλοκαίρι.» (Στη φωτογραφία ο Τόμας Μαν με την οικογένειά του στο Νίντεν της Λιθουανίας, το καλοκαίρι του 1931). Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε μερικές από τις αντιστοιχίες που υφίστανται ανάμεσα στα βιογραφικά του Κρέγκερ και του Μαν (ο Κρέγκερ είναι τόσο πολύ ο δημιουργός του, που σε μια επιστολή της η Άγκνες Μάγιερ αποκαλεί τον Μαν «Κύριο Τόνιο Κρέγκερ», κι αυτό στα 1941, τριάντα οχτώ χρόνια αφότου κυκλοφόρησε το βιβλίο. Πουθενά δεν αναφέρεται η λέξη Λύμπεκ, αλλά είναι σαφές πως αυτή η γραφική χανσεατική πόλη του γερμανικού Βορρά περιγράφεται σαν η γενέτειρα του Τόνιο Κρέγκερ. Ο πατέρας του συγγραφέα ήταν γερουσιαστής και αντιδήμαρχος στο Λύμπεκ (ο πατέρας του Κρέγκερ είναι Πρόξενος, όπως Πρόξενος ήταν και ο παππούς του Μαν, ο Γιόχαν Σίγκμουντ Μαν) και πέθανε από σηψαιμία, όταν ο Τόμας ήταν δεκάξι χρονώ. (Αργότερα είχε αφήσει εκεί την τελευταία του πνοή κι ο ίδιος ο πατέρας του, ο ψηλός, καθωσπρέπει, λίγο μελαγχολικός και σκεφτικός κύριος με το αγριολούλουδο στο πέτο…). Η μητέρα του Μαν, η Γιούλια ντα Σίλβα-Μπρουντς, μια πανέμορφη μελαχρινή γυναίκα, που ντυνόταν εντυπωσιακά και λάτρευε τη μουσική και το χορό, είχε γεννηθεί στη Βραζιλία από πατέρα Γερμανό και μητέρα Βραζιλιάνα με πορτογαλικό και ινδιάνικο αίμα. (Η μητέρα του Τόνιο, η ωραία μαυρομαλλούσα μητέρα του, που το μικρό της όνομα ήταν Κονσουέλο, και που ήταν τόσο διαφορετική από τις άλλες γυναίκες της πόλης, γιατί ο πατέρας την είχε φέρει από πολύ μακριά, απ’ το Νότο…). Οι Μαν περνούσαν τις διακοπές τους στις ακτές της Βαλτικής (… και κει μακριά η θάλασσα, η Βαλτική, που τα θερινά όνειρά της μπορούσε ν’ αφουγκράζεται στις διακοπές του…). Ο μικρός Τόμας περίμενε πάντοτε με λαχτάρα αυτό το ταξίδι και φοβόταν να γυρίσει πίσω στο Λύμπεκ όταν τελείωνε το καλοκαίρι. Άλλωστε μισούσε κυριολεκτικά το σχολείο και την πειθαρχία (… επειδή στις παραδόσεις ήταν βραδύς κι αφηρημένος, οι δάσκαλοι του έβαζαν κακούς βαθμούς). Μετά το θάνατο του πατέρα του (1891) η φίρμα Γιόχαν Σίγκμουντ Μαν διαλύθηκε. (Η παλιά οικογένεια των Κρέγκερ βάδιζε όλο και περισσότερο προς τη διάλυση και την καταστροφή… Το μεγάλο σπίτι των Κρέγκερ είχε βγει στο σφυρί μαζί με όλη την αξιοσέβαστη ιστορία του και η φίρμα δεν υπήρχε πια). Όμως κι άλλες πολλές λεπτομέρειες της νεανικής ζωής του Μαν πέρασαν στη νουβέλα αυτή, στο «Βέρθερό» του, όπως συνήθιζε να την ονομάζει (βρίσκουμε λ.χ. τον Κρέγκερ στο Μόναχο, στην πόλη δηλαδή όπου έζησε κι ο Μαν ένα διάστημα).
Αλλά αυτό που αποτελεί τον πυρήνα της νουβέλας, η σύγκρουση δηλαδή του καλλιτέχνη με τον κοινωνικό του περίγυρο (με τον έξω κόσμο, την πραγματικότητα) και τα προβλήματα που γεννιούνται απ’ αυτήν, παραμένει αναλλοίωτος, όσο κι αν ο καλλιτέχνης μοιάζει να είναι σήμερα όσο ποτέ άλλοτε ενσωματωμένος στην κοινωνία. Γιατί στην ουσία αποτελεί ένα είδος εκτροπής των κανόνων και των συστατικών της. Στις αστικές κοινωνίες όπου ζούμε, οι καλλιτέχνες μπορεί να μη ζουν απομονωμένοι όπως άλλοτε. Συνδικαλίζονται, ανήκουν σε οργανώσεις και πολλοί απ’ αυτούς είναι κοινωνικά και πολιτικά δραστήριοι. Αυτό όμως λίγο έχει να κάνει με την καλλιτεχνική δημιουργία, που πάντα θα είναι συνδεδεμένη μ’ αυτό που ο Μαν ονομάζει ύποπτες καταστάσεις, αλλά και με μια απερίγραπτη μοναξιά και αγωνία που δεν θα πάψουν ποτέ να την προϋποθέτουν.
Πηγή : Andro.gr [ http://www.andro.gr/empneusi/thomas-mann/ ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου