Η Έντιθ (σωστότερα Ίντιθ) Χάμιλτον (Edith Hamilton, 12 Αυγούστου 1867 - 31 Μαΐου1963) ήταν καθηγήτρια κλασικών σπουδών και εκπαιδευτικός προτού γίνει γνωστή ως συγγραφέας έργων για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και μάλιστα τη μυθολογία. Τα διασημότερα βιβλία της είναι ο Ελληνικός τρόπος, (1930) και η Μυθολογία (1942). Το τελευταίο, με τις επανειλημμένες εκδόσεις του, χρησιμοποιείται ευρύτατα ως εισαγωγικό κείμενο στα αμερικανικά κολέγια στο μάθημα της μυθολογίας, και ως οδηγός μελέτης για την υπάρχουσα βιβλιογραφία.
Η Έντιθ Χάμιλτον γεννήθηκε στη Δρέσδη, της Γερμανίας και μεγάλωσε με τους γονείς της στο Φορτ Γουέιν (Fort Wayne) της Ινδιάνας. Όταν ήταν επτά ετών, ο πατέρας της, καθηγητής κλασικών σπουδών και εύπορος, άρχισε να της διδάσκει λατινικά και πρόσθεσε σύντομα τα γαλλικά, τα γερμανικά και τα αρχαία ελληνικά στο πρόγραμμα σπουδών της. Η εκπαίδευσή της συνεχίστηκε στο Λύκειο Θηλέων Πόρτερ (Miss Porter's Finishing School for Young Ladies), στο Φάρμινγκτον (Farmington, Connecticut) και στο Κολέγιο Μπρυν Μωρ, όπου έκανε και τις μεταπτυχιακές της σπουδές (Μ.Α. 1894). Στο επόμενο έτος, η Έντιθ και η αδελφή της Άλις ήταν οι πρώτες γυναίκες σπουδάστριες που έγιναν αποδεκτές στα γερμανικά πανεπιστήμια της Λειψίας και του Μονάχου. Με την επιστροφή της στις Ηνωμένες Πολιτείες, της προσφέρθηκε η διεύθυνση του Κολεγίου Μπρυν Μωρ, την οποία κράτησε για παραπάνω από 20 χρόνια.
Η Χάμιλτον άργησε να γίνει γνωστή ως συγγραφέας. Άρχισε να γράφει μετά στη συνταξιοδότησή της, στα 60 της. Έκανε πολλά ταξίδια στους τόπους της κλασικής αρχαιότητας, η ίδια όμως θεωρούσε αποκορύφωμα της αναγνώρισής της την επίσκεψή της στην Ελλάδα τον Αύγουστο του 1957, όταν σε ειδική τελετή στο Θέατρο του Ηρώδου Αττικού τής απονεμήθηκε από τον βασιλέα Παύλο ο Χρυσούς Σταυρός του Τάγματος της Ευποιίας και από τον δήμαρχο Αθηναίων η ανακήρυξή της σε επίτιμη δημότισσα Αθηνών.
Έργα
The Greek Way (1930)
The Roman Way (1932)
The Prophets of Israel (1936)
Three Greek Plays (1937)
Mythology: Timeless Tales of Gods and Heroes (1942)
The Great Age of Greek Literature (1943)
Spokesmen for God (1949)
Witness to the Truth: Christ and His Interpreters (1949)
Echo of Greece (1957)
Collected Dialogues of Plato, Including the Letters. Επιμ. Edith Hamilton και Huntington Cairns. Bollingen Series LXXI. Πρίνστον: Princeton University Press, 1961.
Έντιθ Χάμιλτον: έγραψε για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό
Κατά την επίσκεψή της στην Αθήνα το 1957
Η Έντιθ (σωστότερα Ίντιθ) Χάμιλτον (Edith Hamilton, 12 Αυγούστου 1867 – 31 Μαΐου 1963) ήταν καθηγήτρια κλασικών σπουδών και εκπαιδευτικός προτού γίνει γνωστή ως συγγραφέας έργων για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και μάλιστα τη μυθολογία. Τα διασημότερα βιβλία της είναι ο Ελληνικός τρόπος, (1930) και η Μυθολογία (1942). Το τελευταίο, με τις επανειλημμένες εκδόσεις του, χρησιμοποιείται ευρύτατα ως εισαγωγικό κείμενο στα αμερικανικά κολέγια στο μάθημα της μυθολογίας, και ως οδηγός μελέτης για την υπάρχουσα βιβλιογραφία.
Η Έντιθ Χάμιλτον γεννήθηκε στη Δρέσδη, της Γερμανίας και μεγάλωσε με τους γονείς της στο Φορτ Γουέιν (Fort Wayne) της Ινδιάνας. Όταν ήταν επτά ετών, ο πατέρας της, καθηγητής κλασικών σπουδών και εύπορος, άρχισε να της διδάσκει λατινικά και πρόσθεσε σύντομα τα γαλλικά, τα γερμανικά και τα αρχαία ελληνικά στο πρόγραμμα σπουδών της. Η εκπαίδευσή της συνεχίστηκε στο Λύκειο Θηλέων Πόρτερ (Miss Porter’s Finishing School for Young Ladies), στο Φάρμινγκτον (Farmington, Connecticut) και στο Κολέγιο Μπριν Μορ, όπου έκανε και τις μεταπτυχιακές της σπουδές (Μ.Α. 1894). Στο επόμενο έτος, η Έντιθ και η αδελφή της Άλις ήταν οι πρώτες γυναίκες σπουδάστριες που έγιναν αποδεκτές στα γερμανικά πανεπιστήμια της Λειψίας και του Μονάχου. Με την επιστροφή της στις Ηνωμένες Πολιτείες, της προσφέρθηκε η διεύθυνση του Κολεγίου Μπριν Μορ, την οποία κράτησε για παραπάνω από 20 χρόνια.
Η Χάμιλτον άργησε να γίνει γνωστή ως συγγραφέας. Άρχισε να γράφει μετά στη συνταξιοδότησή της, στα 60 της. Έκανε πολλά ταξίδια στους τόπους της κλασικής αρχαιότητας, η ίδια όμως θεωρούσε αποκορύφωμα της αναγνώρισής της την επίσκεψή της στην Ελλάδα τον Αύγουστο του 1957, όταν σε ειδική τελετή στο Θέατρο του Ηρώδου Αττικού τής απονεμήθηκε από τον βασιλέα Παύλο ο Χρυσούς Σταυρός του Τάγματος της Ευποιίας και από τον δήμαρχο Αθηναίων η ανακήρυξή της σε επίτιμη δημότισσα Αθηνών.
Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΤΡΟΠΟΣ
Παρουσίαση
Πεντακόσια χρόνια πριν από τη γέννηση του Χριστού, σε μια μικρή πόλη στο μακρινότερο δυτικό άκρο τον οργανωμένου και πολιτισμένου κόσμου, γεννήθηκε μια νέα δύναμη που έμελλε να επηρεάσει τόσο πολύ τον κόσμο που ούτε το πέρασμα πολλών αιώνων δεν ήταν ικανό να εξαλείψει τα βαθιά της σημάδια. Αυτή η μικρή πόλη ήταν η Αθήνα, η οποία επηρέασε με τόσο χαρακτηριστικό τρόπο τον κόσμο του νου και του πνεύματος έτσι ώστε σήμερα ο νους και το πνεύμα μας να είναι διαφορετικά. Σκεφτόμαστε και αισθανόμαστε διαφορετικά, χάρη στην πορεία που ακολούθησε μία μικρή ελληνική πόλη σε διάρκεια ενός με δύο αιώνων, πριν από δύο χιλιάδες τετρακόσια χρόνια. Τίποτα δεν κατάφερε να ξεπεράσει ή, σε ελάχιστες περιπτώσεις, να συγκριθεί με τα μνημεία τέχνης και σκέψης που δημιουργήθηκαν κατά την περίοδο εκείνη, η σφραγίδα των οποίων χαρακτηρίζει κάθε άλλο έργο τέχνης και σκέψης του Δυτικού κόσμου από τότε μέχρι σήμερα.
Ο Ελληνικός Τρόπος δεν είναι ένα βιβλίο ιστορίας. Είναι ένα βιβλίο που καλύπτει τον Ελληνικό πολιτισμό στο απόγειό του, τον 5ο αιώνα π.Χ., και υπενθυμίζει το μεγαλείο του αρχαίου Ελληνικού πνεύματος. Ένα βιβλίο που έγινε κλασικό από τη στιγμή που κυκλοφόρησε, διαπαιδαγώγησε πολλές γενιές αναγνωστών και διαμόρφωσε συνειδήσεις σχετικά με το τι οφείλει η ανθρωπότητα στον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό.
Ο Ελληνικός Τρόπος είναι μια γεμάτη πάθος ωδή στους Αρχαίους Έλληνες και τα πνευματικά τους επιτεύγματα που καλύπτει όλο το εύρος και το μεγαλείο της πνευματικής ζωής στην Αθήνα του 5ου αιώνα μέσα από τα έργα όλων των μεγάλων και σημαντικών συγγραφέων του χρυσού αιώνα του Περικλή: του Πινδάρου, του Πλάτωνα, του Αριστοφάνη, του Ηροδότου, του Θουκυδίδη, του Ξενοφώντα, του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευρυπίδη.
Με τους Έλληνες, κάτι καινούργιο εμφανίστηκε στον κόσμο. Ήταν οι πρώτοι Δυτικοί. Το πνεύμα της Δύσης, το σύγχρονο πνεύμα, είναι ελληνική ανακάλυψη κι η θέση των Ελλήνων είναι στο σύγχρονο κόσμο. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
«Ένα από τα σημαντικότερα βιβλία του 20ού αιώνα½ (New York Times)
Περιεχόμενα
Πρόλογος
I. Ανατολή και Δύση
II. Νους και Πνεύμα
III. Η Τέχνη στην Ανατολή και τη Δύση
IV. Ο Ελληνικός Τρόπος Γραφής
V. Πίνδαρος, Ο Τελευταίος Έλληνας Αριστοκράτης
VI. Οι Αθηναίοι Όπως τους Είδε ο Πλάτων
VII. Ο Αριστοφάνης και η Αρχαία Κωμωδία
VIII. Ηρόδοτος, Ο Πρώτος Περιηγητής
IX. Θουκυδίδης, Η Ιστορία Επαναλαμβάνεται
X. Ξενοφών, Ένας Συνηθισμένος Αθηναίος Ευγενής
XI. Η Ιδέα της Τραγωδίας
XII. Αισχύλος, Ο Πρώτος Δραματουργός
XIII. Σοφοκλής, Η Πεμπτουσία των Ελλήνων
XIV. Ευριπίδης, Ο Αιώνια Σύγχρονος
XV. Η Θρησκεία των Ελλήνων
XVI. Ο Τρόπος των Ελλήνων
XVII. Ο Τρόπος του Σύγχρονου Κόσμου
Σημειώσεις
Edith Hamilton – Οι Έλληνες δεν θεωρούσαν σωστό νʼ αποστρέψουν τα μάτια απ την αλήθεια
Πολιτισμός…Πόσο έχει κακοπάθει η λέξη στα χρόνια μας! Πόσο καμιά φορά την μπλέκουμε και την συγχέουμε, με τα τηλέφωνα και τα ραδιόφωνα και τις πλυστικές μηχανές!
Κι όμως, ο αληθινός πολιτισμός βασίζεται σ άξιες αφηρημένες: στην ηδονή του νου, στη λατρεία της ομορφιάς, της χαράς, της ευγένειας. Όταν σ αυτά τα ιδανικά βασίζεται ο πολιτισμός, χωρίς, παράλληλα, να χάνει τίποτα απ τη θετική του δραστηριότητα, τότε η ανθρώπινη ζωή έχει φτάσει σε κορφή, πού ίσως ποτέ να μη μπορεί να ξεπεράσει. Σπάνια είναι τα άτομα πού επέτυχαν αυτή την τέλεια ισορροπία σπανιότερες είναι ακόμα οι ιστορικές εποχές όπου, τέτοια άτομα αποτελούσαν την πλειοψηφία
Μα η εποχή του Περικλή ήτανε τέτοια εποχή. «Φιλοκαλούμεν μετ ευτελείας και φιλοσοφούμε άνευ μαλακίας», λέει ο Θουκυδίδης.
Δεν χρειάζεται νʼ αναζητήσουμε μακριά την απόδειξη, πώς οι Αθηναίοι ήταν άντρες σωστοί, γεροί, σφριγηλοί, και τίποτα δεν είχαν χάσει απ τον ανδρισμό τους, με τούτες τις αισθητικές και φιλοσοφικές αναζητήσεις. Μιλούν γι αυτούς οι Μαραθώνες, οι Θερμοπύλες, οι Σαλαμίνες, ονόματα γραμμένα πια στις δέλτους της ιστορίας, σαν σύμβολα μιας νίκης ενάντια σε πολυαριθμότερο εχθρό. Ανδρείοι και γενναίοι ήταν οι σύγχρονοι του Περικλή. Διαλεκτικοί συνάμα και καπεταναίοι.
Τέτοια και τα παιδιά τους, τέτοια και τα εγγόνια τους: δίναν τη μάχη τους, αλλά λάτρευαν την Ιδέα.
Όταν ο Σοφοκλής είχε πια φτάσει στα βαθιά γεράματα, ο γιος του τον έσυρε στο δικαστήριο, με την κατηγορία πώς ήταν πια ξεμωραμένος και δε μπορούσε να φροντίσει τα του οίκου του. Ψύχραιμος, ο γέρος τραγικός, στάθηκε αντίκρυ στους δικαστές του και απάγγειλε ένα κομμάτι από μια τραγωδία που μόλις είχε τελειώσει. Και οι δικαστές κατάλαβαν και σώπασαν: και έπεσε η αγωγή από μόνη της. Ποια άλλη χώρα, ποια άλλη εποχή θα είχε τέτοιους δικαστές;
Ύστερα ήρθε o χαλασμός.
Πλακώσανε οι Σπαρτιάτες, μπήκανε στην πόλη της Αθήνας, και το ίδιο βράδυ έστησαν γερό τσιμπούσι, γύρω στα μνημεία, να πάρουν δύναμη, να καρδαμώσουνε, να ξεχυθούν με την αυγή να τα κάνουν όλα ρημαδιό.
Μα o υπεύθυνος για την ποιητική τους ψυχαγωγία, ακόμα και οι Σπαρτιάτες, στα συμπόσια, αναζητούσανε την ποίηση διάλεξε να τούς απαγγείλει ένα χωρίο τού Ευριπίδη, και οι άτεγκτοι αυτοί πολεμιστές, στον οργασμό της νίκης τους, μαλάκωσαν κι είπαν ότι μια πόλη πού βγάζει τέτοιον ποιητή, θα έπρεπε άθικτη να μείνει.
Είναι φανερό πώς άλλες άξιες είχαν οι Έλληνες απʼ αυτές πού έχουμε εμείς, στη σύγχρονη εποχή μας. Μας είναι κιόλας δύσκολο, συχνά ακατόρθωτο, να συνταιριάξουμε τα όσα ξέρουμε γιʼ αυτούς. Υπάρχουν εκφάνσεις πού μοιάζουν να συγκρούονται, και νʼ αντικρούουν η μια την άλλη. Πώς είναι δυνατόν, αναρωτιόμαστε, να είναι οι Έλληνες ιδεαλιστές μαζί και ρεαλιστές, ονειροπόλοι και προσγειωμένοι, φιλόσοφοι καλοί και συνάμα καλοί κατακτητές;
Το μυστικό, το αποκαλύπτει η γλυπτική τους, η ποίησή τους, η γραμματεία τους: «Παν μέτρον άριστον ».
Ρωμαίος ήταν εκείνος πού είπε πώς είναι γλυκό να πεθαίνει κανένας για την πατρίδα του. Οι Έλληνες ποτέ δεν είπαν πώς είναι γλυκό να πεθαίνει κανένας για οτιδήποτε. Τέτοια μεγάλα ψέματα δεν τα ευνοούσαν. Πέθαιναν γιατί έπρεπε …
Διαφορετικός είναι ο «Επιτάφιος του Περικλεούς» απʼ ότι όμοιο έχει να δείξει η παγκόσμια ρητορική. Τίποτα το ηρωικό, τίποτα το υπερβολικό, δεν περικλείει. Eivαι ένας λόγος άμεσος, διαυγής, αληθινός. Ο ρήτωρ, πρώτα απʼ όλα, λέει, σʼ αυτούς πού τον ακούνε, να εύχονται ποτέ να μην τούς τύχη να πεθάνουνε, όπως πεθάνανε εκείνοι πού εξυμνεί. Ούτε τού έρχεται στο νου να συμβουλεύσει τούς πονεμένους γονιούς να ‘θεωρούνται ευτυχείς γιατί τα παιδιά τους χάθηκαν για χάρη της Αθήνας. Το ξέρει πώς ευτυχισμένος δε μπορεί να ναι ο γονιός στο πένθος του και στιγμή δεν σκέπτεται νʼ αλλάξει την αλήθεια.
Τα λόγια του προσφέρουν παρηγοριά, μα παρηγοριά αληθινή:
«Καρτερεΐν δε χρή καί άλλων παίδων έλπίδι ους έτι
ηλικία τέκνωσιν ποιείσθε.
Όσοι δʼ αυ παρηβήκατε, τον τε πλείονα κέρδος ον
ευτυχείτε
βίον ηγείσθε καί τόνδε βράχον έσεσθαι, καί τή τώνδε
ηλικία
κουφίζεσθε.»
Λόγια άπλα, σοβαρά, προσγειωμένα. Πώς να μην τα συγκρίνει κανένας με τα τόσα πού ακούγονταν, καθώς περνούν τα χρόνια, μπροστά στο μνημείο τού αγνώστου Στρατιώτη, σε πολλές απʼ τις χώρες της γης;
Το ίδιο λιτό και σοβαρό, είναι το επιτύμβιο για τούς Σπαρτιάτες πού έπεσαν στις Θερμοπύλες. «ʼΏ ξεϊν, άγγέλλειν Λακεδαιμονίου ότι τήδε κείμεθα τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι»
Επαναστατεί σχεδόν ή σύγχρονη ψυχή μας. Σίγουρα κάτι πιο πολύ, κάτι καλύτερο, λέμε άξιζε σε κείνα τα παιδιά. Μα για τούς Έλληνες, αυτό ήταν αρκετό. Ο Θάνατος για την Πατρίδα δεν χρειαζότανε διακοσμήσεις.
Ακόμα και στις τραγωδίες είναι φορές που η λιτότατης μας φαίνεται σκληρή κι απάνθρωπη, σαν κάτι να της λείπει. Δεν της λείπει τίποτα, εμείς είμαστε εκείνοι που έχουμε παραγεμίσει τη ζωή μας. Όταν ο Οιδίπους εμφανίζεται για τελευταία φορά και μιλάει για τη μεγάλη δυστυχία του, όλο πού οι φίλοι του έχουνε να του πούνε είναι:
«Έτσι είνʼ αλήθεια, όπως το λες.»
Κι όταν τους λέει πως προτιμούσε να ʼχε πεθάνει στα μικράτα του, πάλι απλή είναι ή συμπόνια και λιτή:
«Έτσι θα το ʼθελα κι εγώ.»
Αν μας φανεί σκληρή μια τέτοια απάντηση, θα πρέπει να θυμόμαστε πώς οι Έλληνες όχι μονάχα κοίταζαν κατάματα τα γεγονότα, μα και δεν το θεωρούσανε σωστό νʼ αποστρέψουν τα μάτια απ την αλήθεια.
Όταν η Ιφιγένεια λέει ότι για να ελευθερωθεί ο Πυλάδης πρέπει να πεθάνει ο Ορέστης, τούτος αρνιέται φυσικά, μα όχι μονάχα γιατί αγαπά το φίλο του. Φοβάται κιόλας την κατακραυγή τού λαού, της κοινωνίας:
«Θα ψιθυρίζει λέει, «ο κόσμος και θα με κατακρίνει πού άφησα το φίλο μου έτσι να πεθάνει, αγάπη σου έχω, μα και την καταφρόνια του κόσμου τη φοβάμαι».
Μουσική και μαθηματική μάθαιναν τʼ αρχαία Ελληνόπουλα στο σχολείο. Για να μπορούν και το ωραίο να χαίρονται και το σωστό να ζυγίζουν:
«Ότι μπορώ να φτάσω, να πασχίζω
κι ότι είναι ωραίο να το αγαπά,
κάνε, θεέ…»’
λέει ο Πίνδαρος.
Edith Hamilton – Αθάνατη Ελλάδα: η ελληνική συνεισφορά στον δυτικό κόσμο.
by Αντικλείδι , https://antikleidi.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου