Γεννήθηκε την 1η Σεπτεμβρίου του 1887 στο Σο Ντε Φον της Ελβετίας, ή στο Παρίσιστην οδό Σεν Ζακ όπως έγραψε ο ίδιος σε κάποιο του ποίημα. Σχεδόν αγνοημένος στην ίδια του την χώρα, ο Μπλεζ Σαντράρ στάθηκε πάντοτε στο ύψος των περιστάσεων, έζησε σαν πραγματικός ποιητής. Σαν ήρθε το γήρας, βρέθηκε καθηλωμένος και έγκλειστος με τη συνδρομή της αγαπημένης του συντρόφου. Το 1956 και το 1958 είχε δύο εγκεφαλικά επεισόδια που τον άφησαν σχεδόν παράλυτο. Μόλις λίγο καιρό πριν τον θάνατό του, ο ίδιος ο Αντρέ Μαλρό πήγε στο σπίτι του ποιητή, για να του απονείμει το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής. Ο Μπλεζ Σαντράρ πέθανε στο Παρίσι, στις 21 Ιανουαρίου του 1961 έχοντας αφήσει σημαντικότατες καταθέσεις στην Τράπεζα της Ποίησης.
Το έργο του
Αν ο Ρεμπό υπήρξε θεμελιωτής και στυλοβάτης του πνεύματος της νεότερης ποίησης, ο Σαντράρ πέρα από μέγας αναθεωρητής της ήταν και οικοδόμος της ανέγερσής της. Από μία πρώτη οπτική, θα μπορούσε κανείς να κάνει λόγο για τον πιο υπέροχο, ολοκληρωμένο και τελευταίο συμβολιστή. Ο Μπλεζ Σαντράρ όμως υπήρξε, αναντίρρητα ο κορυφαίος πρωτεργάτης του Μοντερνισμού (με τους Λεζέρ, Πικάσο, Σατί, Απολινέρ, Κοκτό, και πολλούς άλλους ακόμη, και εκτός Γαλλίας, να ακολουθούν: Πάουντ, Έλιοτκτλ) πριν ακόμη διανοιχτούν κατά τον γνωστό τρόπο, οι ορίζοντες αυτού του «κινήματος». Ενσωμάτωσε στο έργο του τεχνικές που χρησιμοποιούνταν στις διαφημίσεις καθημερινών προϊόντων, στη δημοσιογραφία, δανείστηκε από τη γλώσσα και την ατμόσφαιρα των καμπαρέ, των cafés, της τζαζ.
Ο Μπλεζ Σαντράρ ήταν από τους πρώτους που έδωσαν έμφαση στον τρόπο αντιμετώπισης του ποιητικού αντικειμένου, παρά στο ίδιο το αντικείμενο. Και από τους ελάχιστους που επέφεραν τόσο σημαντικούς καρπούς, πιστεύοντας στις διαφοροποιήσεις της ροής του λόγου προς χάριν του αυθορμητισμού και της ανακάλυψης κατά την διάρκεια της δημιουργίας. Ήταν εκείνος εξάλλου που εισήγαγε την ποίηση των παράλληλων ή ταυτόχρονων συσχετισμών, όπου το ποίημα απηχεί τουλάχιστον δύο αντικρουόμενες δυνάμεις, των οποίων η σχέση συγκροτεί το νόημα του ποιήματος.
Είχε βαθιά συναίσθηση του γεγονότος πως η αυθεντική εμπειρία είχε ήδη ξεκινήσει να αντικαθίσταται από το κοινό θέαμα, πως τα πρότυπα καταργούνταν μα αντί κάποιας πρωτοτυπίας επικρατούσαν οι κόπιες, οι απομιμήσεις, τα αντίγραφα. Ο Σαντράρ, αν και γνώστης των ισχυρών φωνών του κοντινού και του μακρινού λογοτεχνικού παρελθόντος, έριξε "μαύρη πέτρα" πίσω του αναλαμβάνοντας ρίσκα, προχωρώντας σε εκ πρώτης όψεως χαώδη και ασυνάρτητα πεδία, τα οποία χαλιναγώγησε με σταθερό πνεύμα, ανθρωπιά και συνέπεια. Στόχος του δεν ήταν άλλος από την προσπάθεια επανϊεράρχησης του κόσμου. Ο Σαντράρ απομάκρυνε όλα τα σημάδια και τις φτηνές επιθυμίες που είχαν απομείνει από τις παιδικές αρρώστιες της ποίησης. Για τον ποιητή, η ζωή, το πλέγμα της εμπειρίας και της διάνοιας, δεν επηρέαζε απλώς την γραφή, αποτελούσε βάση και πηγή της αντικειμενικότητάς της.
«Ο Σαντράρ μού δίδαξε ότι πρέπει να ζεις την ποίηση, πριν ξεκινήσεις να γράφεις» είχε τονίσει ο Φιλίπ Σουπό. Νεωτερικός πρωταρχικά στη ζωή, ο Σαντράρ υπήρξε πιονέρος της ποιητικής πρωτοπορίας με ένα έργο που δύσκολα μπορεί, καθώς προείπαμε, να συγκριθεί.
Ο Χένρι Μίλερ για τον Μπλεζ Σαντράρ
«Ζωντανός ή νεκρός, στο μυαλό μου είναι μακράν πιο αξιόλογος για τη γενιά μου απ’ όσο θα είναι ποτέ ο Μπαλζάκ… Το θεωρώ ντροπή και κρίμα που κανένας Αμερικανός εκδότης δεν έχει δείξει το ελάχιστο ενδιαφέρον γι’ αυτόν τον αναμφισβήτητο γίγαντα των γαλλικών γραμμάτων… Είναι ανεξάντλητος… Ανάμεσα στους εν ζωή δημιουργούς, είναι εκείνος που έχει ζήσει περισσότερο, που έχει τις σπουδαιότερες εμπειρίες. Δίπλα του ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ, για παράδειγμα, μοιάζει σαν πρόσκοπος… Υπήρξαν φορές που διαβάζοντάς τον, άφηνα το βιβλίο (κι αυτό σπανίως μου συμβαίνει), για να σφίξω τα χέρια μου από χαρά ή από απελπισία. Ο Σαντράρ με έχει αφήσει κατάπληκτο. Όχι μία φορά, μα πολλές. Διαβάστε τον, σας λέω! Διαβάστε τον ακόμη κι αν χρειαστεί να μάθετε γαλλικά στα γεράματα. Διαβάστε τον πριν είναι πολύ αργά, γιατί είναι αμφίβολο αν η Γαλλία θα γεννήσει ποτέ ξανά έναν Σαντράρ».
— Χένρι Μίλερ, 1949
Βιβλιογραφία στα ελληνικά
Παρασπουδές στη γαλλική ποίηση [Εισαγωγή, μετάφραση: Γιάννης Λειβαδάς (Bibliotheque 2018) - περιέχονται εννέα ποιήματα του Μπλεζ Σαντράρ.
Σκότωσα [Εισαγωγή,μετάφραση, σημειώσεις: Γιάννης Λειβαδάς (Futura 2017)
Γιάννης Λειβαδάς: Μπλεζ Σαντράρ, ένα βιογραφικό σκαρίφημα (Κουκούτσι 2016)
23 ποιήματα και μία συνέντευξη [Eισαγωγή, επιμέλεια, σημειώσεις και μερική μετάφραση: Γιάννης Λειβαδάς (Κουκούτσι 2012)
Τέσσερα ποιήματα στην ανθολογία Καταραμένοι Γάλλοι Ποιητές (Ηριδανός 2010)
Παναμάς ή Οι Περιπέτειες Των Επτά Μου Θείων (Ύψιλον 2007)
Η Πρόζα Του Υπερσιβηρικού Και Της Μικρής Ιωάννας Της Γαλλίας (Άκρον 2003)
Αντιθέσεις (πλακέτα, Άκρον 2000)
Ρούμι (Καστανιώτης 1999)
Δύο πεζά κείμενα στο περιοδικό Μετάφραση (1995)
Μοραβαζίν (Opera 1993)
Περιπλανήσεις (Ροές 1991)
Ο Χρυσός (Ερατώ 1990)
Πάσχα στη Νέα Υόρκη (Υάκινθος 1987)
Επτά ποιήματα στα Φύλλα Γαλλικής Ποίησης (Σπηλιώτης 1981)
Εννέα ποιήματα στο πολυσυλλεκτικό έργο Ξένες Φωνές (Κέδρος 1979)
Εννέα ποιήματα στο 10ο τεύχος του περιοδικού Διαγώνιος (1975)
Παναμάς ή Οι Περιπέτειες Των Επτά Μου Θείων (Έρασμος 1975)
Ένα ποίημα στην Ανθολογία Γαλλικής Ποιητικής Πρόζας (Δίφρος 1967)
Η Πρόζα Του Υπερσιβηρικού Και Της Μικρής Ιωάννας Της Γαλλίας (ανάτυπο του περιοδικού Καινούρια Εποχή 1964) https://el.wikipedia.org/
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
i.Ημερολόγιο
Χριστέ
Να λοιπόν που πέρασε χρόνος ολόκληρος χωρίς να Σε σκεφτώ
Από τότε που έγραψα το Πάσχα, το προτελευταίο μου ποιήμα
Η ζωή μου έχει αλλάξει
Αλλά εγώ μένω πάντα ο ίδιος
Μέχρι και ζωγράφος θέλησα να γίνω
Ορίστε, οι πίνακες που έκανα, είναι αυτοί που σήμερα το βράδυ κρέμονται στους
τοίχους
Μου δείχνουν περίεργες εικόνες στα μέσα μου που με κάνουνε
Να Σε σκεφτώ.
Χριστέ
Η ζωή
Είναι το μόνο που ’χω ψάξει να καταλάβω σε βάθος
Μου κάνουν κακό οι πίνακές μου
Είμαι πολύ παθιασμένος
Όλα είναι πορτοκαλιά.
Πέρασα μια θλιβερή μέρα να σκέφτομαι τους φίλους μου
Και να διαβάζω εφημερίδα
Χριστέ
Εσταυρωμένη η ζωή στη μεγάλη ανοιχτή εφημερίδα που κρατάω με χέρια απλωμένα
Κι ανοιχτά
Σε έκταση
Φωτοβολίδες
Αναβρασμός
Κραυγές.
Θα ’λεγε κανείς σαν αεροπλάνο που πέφτει.
Είμαι εγώ.
Πάθος
Φωτιά
Μυθιστόρημα σε συνέχειες
Εφημερίδα
Όσο κι αν δε θες να μιλάς για τον εαυτό σου
Πρέπει μερικές φορές να ουρλιάζεις
Είμαι ο άλλος
Πολύ ευαίσθητος.
Στις 5 γωνιές
Τόλμα να κάνεις θόρυβο
Όλα είναι χρώμα κίνηση έκρηξη φως
Η ζωή που λιώνει μες στο στόμα μου
ανθίζει στα παράθυρα του ήλιου
Είμαι λιώμα
Και πέφτω διάφανος στο δρόμο
Μιλάς, παλιόφιλε
Δεν ξέρω, ν’ ανοίξω τα μάτια;
Χρυσαφένιο στόμα
Η ποίηση υπό αμφισβήτηση
Πράσινο
Ο βαρύς βηματισμός των πυροβολητών περνά μέσα απ’τη γεωμετρία
Αφήνομαι
Σύντομα δε θα’μαι παρά χάλυβας
Χωρίς τον γνώμονα απ’το φως
Κίτρινο
Σάλπιγγα της νεωτερικότητας
Το αμερικάνικο ντοσιέ
Ξερό και
Φρέσκο
Όσο οι πρώτες εξοχές
Νορμανδία
Το τραπέζι του αρχιτέκτονα
Λιτά όμορφο
Μαύρο
Μ’ ένα μπουκάλι σινική μελάνη
Και μπλε πουκάμισα
Μπλε
Κόκκινο
Κι έπειτα ένα λίτρο, ένα λίτρο αισθησιασμού
Κι αυτή η υψηλή καινοτομία
Άσπρο
Φύλλα λευκού χαρτιού
ii.Αντιθέσεις
Τα παράθυρα της ποίησης μου είναι ορθάνοιχτα στα βουλεβάρτα
και τις βιτρίνες τους.
Λάμπουν
Του φωτός πολύτιμα πετράδια.
Άκου τα βιολιά της λιμουζίνας και τα ξυλόφωνα των λινοτυπικών.
Ο επιγραφοποιός σκουπίζεται με την πετσέτα του ουρανού.
Κάθε τι είναι χρώματος κηλίδες
Και τα καπέλα των γυναικών που περνούν είναι κομήτες στη φλόγα της εσπέρας
Ενότητα.
Δεν υπάρχει πια ενότητα.
Όλα τα ρολόγια δείχνουν τώρα μεσάνυχτα αφού τα γύρισαν πίσω δέκα λεπτά.
Δεν υπάρχει πια χρόνος.
Δεν υπάρχει πια χρήμα.
Στη βουλή σπαταλούν τα θαυμάσια στοιχεία των πρώτων υλών.
Στο μπαρ
Οι εργάτες με μπλε φόρμες εργασίας πίνουν κόκκινο κρασί
Κάθε Σάββατο το παιχνίδι με τα νούμερα
Παίζεις
Στοιχηματίζεις
Από καιρό σε καιρό περνάει ένας γκάνγκστερ με αυτοκίνητο
Ή ένα παιδί παίζει με την Αψίδα του Θριάμβου…
Συμβουλεύω τον κ. Χοίρο να στεγάσει τους αστέγους του στον πύργο του Άιφελ.
Σήμερα
Κάτω από νέα διοίκηση
Το Άγιο Πνεύμα πωλείται σε μικρές ποσότητες στα μικρομάγαζα.
Διαβάζω με αγαλλίαση τα ρολά των βαμβακερών υφασμάτων
Σειρές από κάλες κρίνα
Δεν είναι παρά οι ελαφρόπετρες της Σορβόννης που δεν άνθισαν ποτέ
Από την άλλη η επιγραφή του Σαμαριτέν οργώνει τον Σηκουάνα
Και στην πλευρά του Αγίου Σεβερίνου
ακούω
τα επίμονα καμπανάκια των τραμ.
Βρέχει ηλεκτρικούς λαμπτήρες
Μονρούζ Γκαρ ντε λε Μετρό Νορ-Συντ Σηκουάνας άνθρωποι στα λεωφορεία
Ένα τεράστιο φωτοστέφανο
Βάθος
στην οδό Μπουσύ διαλαλούν την L’ Intransigeant και την Paris-Sport
To αεροδρόμιο του ουρανού τώρα φλέγεται, ένας πίνακας του Τσιμαμπούε
Και μπροστά
Οι άνθρωποι είναι
Ψηλοί
Σκοτεινοί
Και καπνίζουν, φουγάρα εργοστασίων
Γραφή
Η γραφομηχανή μου χτυπάει ρυθμικά
Κουδουνίζει στο τέλος κάθε στίχου
Τα πλήκτρα τυπώνουν τα ρ τους
Μια στο τόσο γέρνω πίσω στην ψάθινη καρέκλα μου και βγάζω ένα μεγάλο
Πυκνό σύννεφο καπνού
Το τσιγάρο μου είναι πάντοτε αναμμένο
Ακούω τότε τον ήχο των κυμάτων
Το γάργαρο νερό πνιγμένο στους σωλήνες κάτω από το νιπτήρα
Σηκώνομαι και βουτώ το χέρι μου σε κρύο νερό
Ή βάζω λίγη κολόνια
Έχω σκεπάσει τον καθρέφτη της ντουλάπας για να μη βλέπω τον εαυτό μου να γράφει
Ο φεγγίτης είναι ένας ηλιακός δίσκος
Σαν σκέφτομαι
Δονείται όπως το δέρμα ενός τύμπανου και μιλάει δυνατά.
(Σημ. Το υλικό της παρουσίασης αποτελεί μέρος της, υπό έκδοση, ποιητικής συλλογής του Blaise Cendrars με εισαγωγή και μετάφραση του Γιάννη Λειβαδά και της Ναυσικάς Αθανασίου.)
iii.Μπλεζ Σαντράρ, «Πάσχα στη Νέα Υόρκη»
Γράφει ο Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος
Το 1912 πάντως, το Πάσχα, βρέθηκε στη Νέα Υόρκη και έγραψε το πρώτο από τα τρία μεγάλα ποιήματά του. Ιδού πώς περιγράφει ο ίδιος τη γέννηση του ποιήματος σε συνέντευξή του που περιέχεται στον τόμο, Μπλεζ Σαντράρ, «23 ποιήματα και μία συνέντευξη» (μετάφραση της συνέντευξης Γιάννης Λειβαδάς, Εκδόσεις Κουκούτσι):
Το Πάσχα του 1912, λιμοκτονούσα στη Νέα Υόρκη για μήνες. Έβρισκα πού και πού καμιά δουλειά από ανάγκη, μα δεν κρατούσε πάνω από εβδομάδα, και όσο πιο νωρίς κατάφερνα να πληρωθώ τόσο πιο γρήγορα την παρατούσα, γεμάτος αδημονία να κλειστώ για διάβασμα στη μεγάλη δημόσια βιβλιοθήκη. Η φτώχεια μου ήταν απίστευτη και κάθε μέρα τα πράγματα γίνονταν χειρότερα: ήμουν αξύριστος, με τρύπιο πουκάμισο, σκισμένα παπούτσια, μακριά μαλλιά, παλτό λερωμένο και ξεβαμμένο χωρίς κουμπιά, χωρίς καπέλο και γραβάτα, γιατί μια μέρα τα πούλησα μια δεκάρα για ν’ αγοράσω λίγο από τον χειρότερο καπνό του κόσμου για μάσημα. Ο χρόνος κυλούσε. Ήρθε το Πάσχα. Ανήμερα την Κυριακή η βιβλιοθήκη ήταν κλειστή. Το απόγευμα πήγα στην εκκλησία των Πρεσβυτεριανών που έδιναν ένα ορατόριο, τη «Δημιουργία» του Χάιντν, όπως έγραφε το αχνογραμμένο σημείωμα που κρεμόταν σε μια καμάρα. Μέσα στον ναό υπήρχε διάσπαρτος κόσμος και στο βάθος μοντέρνα κορίτσια έπαιζαν παλαιά όργανα και τραγουδούσαν θεϊκά. Ένας άθλιος επίσκοπος όμως διέκοπτε κάθε πέντε λεπτά το ορατόριο για να δώσει, κι εγώ δεν ξέρω ποιο, σιχαμένο φαρισαϊκό κήρυγμα, και να κάνει εκκλήσεις στους καλοκάγαθους και στους πιστούς, και όταν το ορατόριο συνεχίστηκε, άλλος ένας κοάζων ιερέας, εξίσου πληκτικός με τον προηγούμενο, έφτασε στο στασίδι που καθόμουν, και προσπάθησε κάπως λαθραία να με παροτρύνει στην ιερή του πίστη, δείχνοντάς μου συνεχώς το πορτοφόλι μου στην προσπάθειά του να μου αποσπάσει καναδυό δολάρια για τα έξοδα, κουνώντας πιεστικά τον δερμάτινο δίσκο των εισπράξεων κάτω από τη μύτη μου. Δυστυχία μου! Έφυγα πριν το τέλος και γύρισα στο σπίτι στη Δυτική 67η οδό όπου έμενα, εντελώς αηδιασμένος και αποκαμωμένος. Πρέπει να ήταν δύο ή τρεις το πρωί. Ροκάνισα ένα κομμάτι ξερό ψωμί και ήπια ένα μεγάλο ποτήρι νερό. Ξάπλωσα. Αποκοιμήθηκα αμέσως. Ξύπνησα με μια έξαψη. Άρχισα να γράφω, να γράφω. Ύστερα έπεσα πάλι για ύπνο. Ξύπνησα ξανά με την ίδια έξαψη. Έγραψα ώς το ξημέρωμα και έπεσα μια κι έξω για ύπνο. Ξύπνησα στις πέντε το απόγευμα. Διάβασα το ποίημα. Είχα γράψει το «Πάσχα στη Νέα Υόρκη».
Πάσχα στη Νέα Υόρκη
Κύριε, είναι σήμερα η μέρα της γιορτής Σου·
Σ’ ένα βιβλίο παλιό τα θεία Σου πάθη διάβασα,
Την αγωνία, τα έργα Σου κι όλα τα θεία Σου λόγια,
Που κλαίνε στις σελίδες του μονότονα, γλυκά.
Για τη θανή Σου μου ’λεγε ένας καλόγερος παλιός
Την ιστορία Σου γράφοντας με γράμματα χρυσά
Σ’ ένα βιβλίο λειτουργικό που ’χε στα γόνατά του.
Κύριε, από Σένα εμπνέονταν κι ευλαβικά το δούλευε.
Κάτω απ’ τη σκέπη του βωμού ντυμένος στ’ άσπρα κάθονταν
Κι από Δευτέρα ώς Κυριακή μ’ αργό ρυθμό συνέχιζε.
Στου αναπαμού του το κατώφλι οι ώρες σταματούσανε
Κι αυτός αποξεχνιότανε, σκυμμένος στο πορτρέτο Σου.
Εσπερινός — στον πύργο ηχούσαν οι καμπάνες,
Μα ο μοναχός δεν ήξερε αν ήτανε η αγάπη του,
Ή αν ήτανε η αγάπη Σου, Κύριε, ή ο Θεός Πατέρας
Που χτύπαγε με δύναμη τις πόρτες της μονής.
Μοιάζω με τον καλόγερο απόψε, είμαι ανήσυχος.
Στο διπλανό δωμάτιο, πίσω απ’ την πόρτα αμίλητος
Προσμένει μες στη θλίψη του κάποιος να τον καλέσω:
Συ Κύριε, ο Θεός, εγώ — η Αιωνιότητα.
Δεν Σε είχα τότε, Κύριε, γνωρίσει — μα ούτε τώρα.
Και προσευχές δεν έκανα σαν ήμουνα παιδί.
Όμως απόψε η σκέψη Σου μ’ έχει γεμίσει τρόμο
Κι η ψυχή μου, μια χήρα που βαρυπενθεί στα πόδια του Σταυρού·
Χήρα η ψυχή μου μαυροφόρα — είν’ η Μητέρα Σου,
Ζωγραφισμένη απ’ τον Καριέρ, αδάκρυτη κι ανέλπιδη.
Ξέρω όλους τους Εσταυρωμένους όλων των μουσείων·
Εσύ όμως, Κύριε, περπατάς δίπλα, κοντά μου, απόψε.
Και κατεβαίνω σχεδόν τρέχοντας στην κάτω πόλη
Με κυρτωμένη πλάτη, καρδιά ρυτιδωμένη, μυαλό που καίει στον πυρετό.
Τ’ ολάνοιχτό Σου το πλευρό σαν ένας ήλιος θεόρατος
Και γύρω του τρεμάμενα τα χέρια Σου να βγάζουν σπίθες.
Τα τζάμια των σπιτιών γεμάτα αίμα
Και πίσω τους γυναίκες σαν αιμάτινα λουλούδια,
Παράξενα λουλούδια κι άσχημα και μαραμένα· είν’ ορχιδέες,
Σαν αναποδογυρισμένα δισκοπότηρα κάτω απ’ τις τρεις πληγές Σου.
Το αίμα Σου κι αν μαζέψανε, δεν το ήπιανε ποτέ·
Αυτές φορούν στους πισινούς δαντέλες και στα χείλη κοκκινάδι.
Όμως του Πάθους τα λουλούδια είναι λευκά σαν τα κεριά
Κι είναι τα πιο γλυκά μέσα στον κήπο της Παρθένου.
Λοιπόν την ώρα εκείνη, κατά τις εννιά,
Η κεφαλή Σου, Κύριε, έγειρε στην καρδιά Σου.
Κάθομαι τώρα εδώ στου ωκεανού την άκρη
Και μου ’ρχεται πάλι στον νου γερμανικός ψαλμός,
Που ανιστορεί με λόγια απλά, πάναγνα και γλυκά
Την ωραιότητα της θείας μαρτυρικής μορφής Σου.
Μέσα σε μια εκκλησία της Σιένας, σ’ ένα υπόγειο,
Στον τοίχο, κάτω απ’ το πανί, την ίδια είδα μορφή.
Και σ’ ένα του Μπουριέ-Βλαντισλάς ερημητήριο
Την ίδια ανάγλυφη χρυσή, μες στη λειψανοθήκη.
Κι είδα κάτι παράξενα καρφιά στη θέση των ματιών,
Που οι χωρικοί τ’ ασπάζονταν γονατιστοί — τα μάτια Σου.
Η ίδια μορφή στης Βερονίκης το μαντίλι είναι ζωγραφισμένη
Γι’ αυτό κι είναι η Αγία Σου, η Αγία Βερονίκη.
Αυτό λοιπόν, το πιο πολύτιμο απ’ τα λείψανα, γυρίζει τους αγρούς
Κι όλους, σε σώμα και ψυχή, τους άρρωστους γιατρεύει.
Τόσα κι άλλα η μορφή Σου χίλια κάνει θαύματα
Που όμως ούτ’ ένα τους ποτέ δεν είδα με τα μάτια μου.
Ίσως η πίστη, Κύριε, κι η καλοσύνη λείπει
Σε μένα για να δω ποτέ της Ομορφιάς τη λάμψη.
Κι όμως έκανα, Κύριε, ταξίδι επικίνδυνο
Για να δω την εικόνα Σου, σ’ ένα σμαράγδι χαραγμένη.
Κάνε να πέσει από το πρόσωπό μου, στα χέρια στηριγμένο,
Της αγωνίας η μάσκα που με πνίγει.
Και κάνε τα δυο χέρια μου, στο στόμα στηριγμένα,
Τους άγριους της απόγνωσης αφρούς να μη γευτούν.
Είμαι θλιμμένος κι άρρωστος. Ίσως να φταις Εσύ,
Ίσως να φταίει άλλος κανείς. Ίσως να φταις Εσύ.
Κύριε, Εσύ θυσιάστηκες για τους φτωχούς του κόσμου·
Νά τοι, σαν ζώα, όλοι μαζί, μες στα φτωχοκομεία.
.............................................................
Τώρα σκέφτομαι, Κύριε, της δυστυχίας τις ώρες…
Τώρα σκέφτομαι, Κύριε, τις ώρες μου που φύγαν…
Κύριε, δε Σε σκέφτομαι πια. Δε Σε σκέφτομαι πια.
[ Μετάφραση Γιάννης Βαρβέρης ].
Διαβάστε περισσότερα εδώ :http://amagi.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου