Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ (γενν. ως Eugen Berthold Friedrich Brecht, 10 Φεβρουαρίου 1898 – 14 Αυγούστου 1956) ήταν Γερμανός δραματουργός, σκηνοθέτης και ποιητής του 20ού αιώνα. Θεωρείται ο πατέρας του «επικού θεάτρου» (Episches Theater) στη Γερμανία.
Γεννήθηκε το 1898 στο Άουγκσμπουργκ της Βαυαρίας και πέθανε το 1956 στο Ανατολικό Βερολίνο. Η μητέρα του ήταν Προτεστάντισσα και ο πατέρας του Ρωμαιοκαθολικός διευθυντής εταιρείας χάρτου. Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου (1917-1921), επιστρατεύεται ως νοσοκόμος και υπηρετεί στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Αρχίζει να γράφει ποιήματα και θεατρικά. Η πρώτη συλλογή ποιημάτων του ήταν το Εγκόλπιο ευσέβειας (Hauspostille).
Κατά τη διάρκεια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, συνάντησε και δούλεψε με τον συνθέτη Χανς Άισλερ και ανέπτυξαν φιλία ζωής. Γνώρισε και τη Χέλενε Βάιγκελ, τη δεύτερη γυναίκα του, που τον συνόδεψε αργότερα στην εξορία μέχρι το τέλος της ζωής του.
Το 1922 νυμφεύθηκε την τραγουδίστρια της όπερας Μαριάν Ζοφ. Η κόρη τους Ανν Χιομπ γεννήθηκε ένα χρόνο μετά. Το 1923 προσλήφθηκε βοηθός σκηνοθέτη στο Γερμανικό Θέατρο του Βερολίνου υπό τη διεύθυνση του Μαξ Ράινχαρτ. Άρχισε να φοιτά στη Μαρξιστική Εργατική Σχολή και μελέτησε τον διαλεκτικό υλισμό. Το 1930 νυμφεύθηκε τη Χέλενε Βάιγκελ με την οποία στη συνέχεια απέκτησαν, αρχικά, έναν γιο και, κατόπιν, μια κόρη.
Η προσαρμογή της Όπερας των ζητιάνων του Τζον Γκέι με το όνομα Η Όπερα της Πεντάρας (Die Dreigroschenoper, 1928) σε στίχους του Μπέρτολτ Μπρεχτ και μουσική Κουρτ Βάιλ προκάλεσε αίσθηση στο Βερολίνο και ο αντίκτυπος του επηρέασε την παγκόσμια σκηνή Μιούζικαλ. Στην όπερα αυτή ο Μπρεχτ στηλίτευε την «καθώς πρέπει» βερολινέζικη αστική τάξη που πρόσαπτε στο προλεταριάτοέλλειψη ηθικής.
Το 1933, με την άνοδο του ναζισμού στη Γερμανία, ο Μπρεχτ αυτοεξορίστηκε μέχρι το έτος 1948. Έζησε πρώτα στη Δανία και τη Φινλανδία και μετά στις ΗΠΑκαθ' όλη τη διάρκεια του πολέμου. Στη Μόσχα εξέδωσε σε συνεργασία με άλλους Γερμανούς συγγραφείς το περιοδικό Η Λέξη (Das Wort). Στις ΗΠΑ δέχθηκε έντονες διώξεις από το Μακαρθικό καθεστώς.
Μετά το τέλος του πολέμου εγκαταστάθηκε στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας και μαζί με τη Χέλενε Βάιγκελ (Helene Weigel) ίδρυσαν (1949) το Μπερλίνερ Ανσάμπλ (Berliner Ensemble). Το 1950 εκλέχτηκε μέλος της Ακαδημίας Τεχνών. Τιμήθηκε με το Εθνικό Βραβείο της ΛΓΔ το 1951 και με το Βραβείο Λένιν για την Ειρήνη το 1954.
Το έργο του
Τα έργα του χαρακτηρίζονταν αρχικά από πνεύμα καταδίκης του πολέμου και του μιλιταρισμού, ενώ στη συνέχεια παρατηρείται μια αποφασιστική στροφή στη σκέψη και τη ζωή του, που εμπνέεται από τη μαρξιστική φιλοσοφία. Σημαντική ώθηση στη σχέση του με την εργατική τάξη και το κίνημά της έδωσε η μαζική εξαθλίωση που προκάλεσε η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929 και η νέα ορμητική ανάπτυξη του εργατικού κινήματος στη Γερμανία.
Ο Μπρεχτ άρχισε την καριέρα του ως δραματουργός με μια σειρά πειραματισμούς, επηρεασμένος από τις εξπρεσιονιστικές τεχνικές, όπως στο έργο του Βάαλ (Baal, 1918). Με το αντιπολεμικό έργο του Ταμπούρλα μες τη Νύχτα (1922) κερδίζει το Βραβείο Κλάιστ (Kleist Prize). Ήταν θαυμαστής του Φρανκ Βέντεκιντ (Frank Wedekind, 1864-1918) κι επηρεάστηκε σημαντικά από το κινεζικό και το ρωσικό θέατρο. Το «διδακτικό» και «ανθρωπιστικό» θέατρο που για χρόνια υπηρέτησε ο Μπρεχτ απηχεί τη μαρξιστική ιδεολογία του. Τότε έγραψε και το λιμπρέτο της όπερας (με μουσική του Κουρτ Βάιλ) Η 'Ανοδος και η Πτώση της πόλης Μαχάγκονυ (1930).
Ανάμεσα στα έτη 1937 και 1945, ο Μπρεχτ έγραψε τα σπουδαιότερα έργα του: Η Ζωή του Γαλιλαίου (1937-39), Μάνα Κουράγιο και τα Παιδιά της (1936-39), Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν (1935-41), Ο Κύριος Πούντιλα και ο Υπηρέτης του Μάττι (1940), Η 'Ανοδος του Αρτούρου Ούι (1941), Τα Οράματα της Σιμόνης Μασάρ (1940-43), Ο Σβέικ στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (1942-43) και Ο Καυκασιανός Κύκλος με την Κιμωλία (1943-1945). Το 1944 γράφει το έργο Η ιδιωτική ζωή της κυρίαρχης φυλής, μια άτεγκτη κριτική της ζωής στη Γερμανία υπό το καθεστώς του Εθνικοσοσιαλισμού.
Η παγκοσμιότητα του έργου του αναγνωρίστηκε ευρέως μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Τα έργα του κλείνουν μέσα τους μια διάρκεια, καθώς αναδεικνύουν την ανθρώπινη υπόσταση. Έτσι, όχι μόνο δεν καταλύθηκαν από το χρόνο, αλλά τώρα προβάλλονται και τιμώνται περισσότερο παρά ποτέ.
Μετά την επιστροφή του στη Γερμανία το 1949, ο Μπρεχτ αφιερώνεται στην ποίηση και τη σκηνοθεσία των έργων του. Έγραψε εκατοντάδες ποιήματα που αντανακλούν τη σταδιακή μεταστροφή του προς τη μαρξιστική-λενινιστική φιλοσοφία. Τα πιο γνωστά από αυτά είναι: Άκουσα πως τίποτα δε θέλετε να μάθετε, Εγκώμιο στη μάθηση, Γερμανικό εγχειρίδιο πολέμου, Αυτό θέλω να τους πω, Να καταπολεμάτε το πρωτόγονο, Ποτέ δε σε είχα αγαπήσει τόσο πολύ, Απώλεια ενός πολύτιμου ανθρώπου, Εγκώμιο στον Κομμουνισμό, Εγκώμιο στη Διαλεκτική. https://el.wikipedia.org/
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΓΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
(απόσπασμα)
Δεν είμαι άδικος, μα ούτε και τολμηρός.
Και να που, σήμερα, μου δείξανε τον κόσμο τους.
Μόνο το ματωμένο δάχτυλό τους είδα μπρος.
Και είπα ευθύς: «Μ’ αρέσει ο νόμος τους».
Τον κόσμο αντίκρισα μέσ’ απ’ τα ρόπαλά τους.
Στάθηκα κι είδα, ολημερίς, με προσοχή.
Είδα χασάπηδες που ήταν ξεφτέρια στη δουλειά τους.
Και σαν με ρώτησαν «Σε διασκεδάζει;», είπα: «Πολύ!»
Κι από την ώρα εκείνη, λέω «Ναι» σε όλα.
Κάλλιο δειλός, παρά νεκρός να μείνω.
Για να μη με τυλίξουνε σε καμιά κόλλα,
ό,τι κανένας δεν εγκρίνει, το εγκρίνω.
..............................................................
Φονιάδες είδα, κι είδα πλήθος θύματα.
Μου λείπει θάρρος, μα όχι και συμπόνια.
Και φώναξα, βλέποντας τόσα μνήματα:
«Καλά τους κάνουν — για του έθνους την ομόνοια!»
Να φτάνουν είδα δολοφόνων στρατιές
κι ήθελα να φωνάξω: «Σταματήστε!»
Μα ξέροντας πως κρυφοκοίταζε ο χαφιές,
μ’ άκουσα να φωνάζω: «Ζήτω! Προχωρήστε!»
Δε μου αρέσει η φτήνια κι η κακομοιριά.
Γι’ αυτό κι έχει στερέψει η έμπνευσή μου.
Αλλά στου βρώμικού σας κόσμου τη βρωμιά
ταιριάζει, βέβαια —το ξέρω— κι η έγκρισή μου.
μτφρ. Μάριος Πλωρίτης
http://ebooks.edu.gr/
Eγκώμιο στην αμφιβολία
Σας συμβουλεύω να τιμάτε χαρούμενα και προσεχτικά εκείνον
που το λόγο σας ξετάζει σαν κάλπικη μονέδα!
Άμποτε να ‘σαστε συνετοί και να μη
Δίνεται το λόγο σας με σιγουριά πάρα πολλή.
Την ιστορία διαβάστε και θα δείτε
την ξέφρενη φυγή ανίκητων στρατών.
Παντού
κάστρα απάτητα κυριεύονται και
της Αρμάδας τα καράβια, που ήταν
αμέτρητα σαν έκανε πανιά, στο γυρισμό
εύκολα τα μετρούσες.
Έτσι μια μέρα στάθηκε ένας άνθρωπος στην απάτητη βουνοκορφή
κι ένα πλεούμενο έφτασε στην άκρη της
απέραντης θάλασσας.
Α , όμορφο που ’ναι το κούνημα του κεφαλιού
για τις «ατράνταχτες» αλήθειες!
Α , θαρρετή που ’ναι η φροντίδα του γιατρού
για τον άρρωστο που γιατρεμό δεν έχει !
Μα απ’ όλες τις αμφιβολίες ομορφότερη είναι σαν οι φοβισμένοι
αδύναμοι σηκώνουν το κεφάλι και
παύουν να πιστεύουν
στων τυράννων τους τη δύναμη!
***
Α , με πόσο κόπο καταχτήθηκε κείνο το σοφό αξίωμα!
Πόσες θυσίες κόστισε !
Πόσο δύσκολο στάθηκε να βρεθεί
πως τα πράγματα ήταν έτσι κι όχι αλλιώς!
Με στεναγμό ανακούφισης το ’γραψε ένας άνθρωπος μια μέρα
στης Γνώσης το βιβλίο .
Καιρό πολύ έμεινε χαραγμένο εκεί μέσα και γενιές ολόκληρες
ζήσανε μαζί του , το ‘ βλεπαν σαν αλήθεια αιώνια
κι όσοι το ξέρανε καταφρονούσαν όσους τ’ αγνοούσαν.
Μα κάποτε , μια υποψία μπορεί να γεννηθεί , γιατί μια καινούρια
εμπειρία
τραντάζει το ατράνταχτο αξίωμα . Ξυπνάει η αμφιβολία.
Και μιαν άλλη μέρα ένας άλλος άνθρωπος στοχαστικά σβήνει
απ’ το βιβλίο της Γνώσης
το αξίωμα με μια μονοκοντυλιά.
***
Ενώ διαταγές τον ξεκουφαίνουν , ενώ τον εξετάζουν
για τις φυσικές του ικανότητες γιατροί μουσάτοι , ενώ τον επι-
θεωρούν
λαμπερά υποκείμενα με χρυσά γαλόνια , ενώ τον κατηχούνε
πανηγυριώτικοι παπάδες που του τριβελίζουνε τ’ αυτιά μ’ ένα
βιβλίο γραμμένο απ’ το Θεό τον ίδιο
ενώ τον δασκαλεύουν
ανελέητοι δάσκαλοι , ο φτώχος ακούει να του λένε
πως ο κόσμος μας είναι ο καλύτερος των κόσμων και πως την τρύπα στη σκεπή της κάμαράς του
την έχει σχεδιάσει ο Θεός αυτό- προσώπως.
Αληθινά, του είναι δύσκολο πολύ
ν’ αμφιβάλει για τον κόσμο τούτο.
Ιδρωκοπάει ο άνθρωπος χτίζοντας σπίτι όπου ποτέ του
δε θα κατοικήσει.
Μα δεν ιδρωκοπάει λιγότερο κι όποιος δικό του χτίζει σπίτι.
***
Να οι αστόχαστοι που ποτέ δεν αμφιβάλλουν.
Η χώνεψη τους είναι άψογη , και η κρίση τους αλάθευτη.
Δεν πιστεύουν στα γεγονότα , πιστεύουν μόνο στον εαυτό τους
Αν χρειαστεί πρέπει α υ τ ο ύ ς τα γεγονότα να πιστέψουν.
Είναι απέραντα υπομονετικοί -με τον εαυτό τους .
Τα επιχειρήματα τα ακούν με αυτί σπιούνου.
Στους αστόχαστους που ποτέ δεν αμφιβάλλουν
συνταιριάζουν οι στοχαστικοί που ποτέ δεν δρούνε.
Τούτοι αμφιβάλλουν όχι για να πάρουν μιαν απόφαση , αλλά
για να μην πάρουν απόφαση καμιά. Τα κεφάλια τους
τα χρησιμοποιούνε μόνο για να τα κουνάνε . Με σκοτισμένο
πρόσωπο
ειδοποιούν τους επιβάτες των καραβιών που βουλιάζουν, πως το νερό είν’ επικίνδυνο.
Κάτω απ’ του δήμιου το μπαλτά
αναρωτιούνται αν δεν είναι άνθρωπος κι αυτός.
Μουρμουρίζουν σκεφτικά
πως «το θέμα δεν έχει ξεκαθαριστεί ακόμα» , και
πηγαίνουνε να πέσουν.
Μοναδική τους δράση , ο δισταγμός.
Αγαπητή τους φράση : «Δεν είναι ακόμα ώριμο για συζήτηση».
Γι’ αυτό , αν παινεύεις την αμφιβολία
μην παινέψεις
την αμφιβολία που καταντάει απελπισία!
Τι ωφελεί η αμφιβολία εκείνον
που δε μπορεί ν’ αποφασίσει ;
Μπορεί να πράξει λάθος
όποιος δε γυρεύει πολλούς λόγους για να δράσει.
Μα όποιος π ά ρ α π ο λ λ ο ύ ς γυρεύει
μένει άπραγος την ώρα του κινδύνου.
Εσύ , που είσαι αρχηγός , μην ξεχνάς
πως έγινες ό,τι είσαι, επειδή είχες αμφιβάλει γι’ άλλους
αρχηγούς !
Άσε λοιπόν αυτούς που οδηγείς
ν’ αμφιβάλλουνε κι εκείνοι !
(Μπέρτολτ Μπρεχτ, Ποιήματα, Eκδόσεις Θεμέλιο, μετάφραση: Μάριος Πλωρίτης, σ. 59-62)
Για τον φτωχό Μπ .Μπ.
Εγώ, ο Μπέρτολτ Μπρεχτ , είμαι από τα Μαύρα Δάση.
Η μάνα μου στις πολιτείες με κουβάλησε
σαν ήμουν ακόμα στην κοιλιά της. Και των δασών η παγωνιά
μέσα μου θα ʽναι ως το θάνατό μου.
Έχω το σπίτι μου στην πολιτεία της ασφάλτου
φορτωμένος από την αρχή μʼ όλα τα μυστήρια του θανάτου,
μʼ εφημερίδες, με καπνό και με ρακί.
Καχύποπτος και τεμπέλης κι ευχαριστημένος τελικά.
Φέρνομαι φιλικά στους ανθρώπους. Φορώ
καθώς το συνηθίζουν ένα σκληρό καπέλο.
Λέω: είναι ζώα που μυρίζουν τελείως ιδιόμορφα
και λέω πάλι:δε βαριέσαι έχω κι εγώ την ίδια μυρουδιά.
Στις άδειες κουνιστές πολυθρόνες μου καθίζω
το πρωί κάτι γυναίκες καμιά φορά
τις κοιτάω ξένοιαστα και λέω:
Καθόλου μην ποντάρετε σʼ αυτόν που τώρα σας κοιτά.
Κοντά το βράδυ μαζεύω γύρω μου τα παιδιά
λέμε ο ένας τον άλλον «τζέντλεμαν»
ακουμπάνε στο τραπέζι μου τα πόδια
και λένε: Θα δούμε μέρες πιο καλές. Κι εγώ πότε δε ρωτώ.
Το πρωί στο γκρίζο χάραμα κατουράνε τα έλατα
και τα ζωύφιά τους, τα πουλιά αρχίζουν να φωνάζουν.
Κείνη την ώρα αδειάζω το ποτήρι μου στην πόλη,
πετάω τʼ αποτσίγαρό μου κι ανήσυχος κοιμάμαι.
Καθόμασταν μια ελαφρόμυαλη γενιά
σε σπίτια που λογίζονταν αγκρέμιστα
(έτσι χτίσαμε τα μακριά σπίτια της νήσου Μανχάταν
και τις λεπτές κεραίες που στηρίζουν τον Ατλαντικό.)
Απʼ αυτές τις πολιτείες θʼ απομείνει
εκείνος που διάβηκε από μέσα τους: ο άνεμος!
Δίνει χαρά το σπίτι σʼ αυτόν που τρώει:τʼ αδειάζει.
Ξέρουμε ότι είμαστε περαστικοί
κι ότι μετά από μας τίποτα αξιόλογο δε θα ʽρθει.
Ελπίζω στους σεισμούς που μέλλονται να ʽρθουν,
να μην αφήσω τη Βιρτζίνιά μου απʼ την πίκρα να μου σβήσει.
Εγώ ο Μπέρτολτ Μπρεχτ από τα Μαύρα Δάση,
ξερασμένος στις πολιτείες της ασφάλτου, μέσα στη μάνα μου,
σε πρώιμη εποχή!
Μετάφραση Πέτρος Μάρκαρης
Ο Θεός του Πολέμου
Είδα τον παλιό θεό του πολέμου να στέκει μέσα σ’ ένα βάλτο ανάμεσα σε μια χαράδρα κι ένα βράχινο τοίχο.
Βρωμούσε τζάμπα μπίρα και φορμόλη και σ’ εφήβους έδειχνε τ’ αρχίδια του,
γιατί τον είχαν ξανανιώσει κάποιοι προφεσόροι. Διακήρυχνε με τη βραχνή φωνή του λύκου τον έρωτά του για καθετί νεαρό.
Δίπλα του στεκόταν μια έγκυος γυναίκα κι έτρεμε.
Κι αδιάντροπα συνέχιζε το κήρυγμά του, όπου τον εαυτό του παρουσίαζε
σαν τον μεγάλο άνθρωπο της τάξης. Και περιέγραφε το πως παντού έβαζε στους αχυρώνες τάξη αδειάζοντάς τους.
Η φωνή του πότε ήτανε δυνατή και πότε σιγανή, πάντα βραχνή όμως.
Με δυνατότερη φωνή μιλούσε για τις μεγάλες εποχές που θα ‘ρθουν
και με τη σιγανότερη φωνή δίδασκε τις γυναίκες πώς να μαγειρεύουν γλάρους και κοράκια.
Την ίδια ώρα η πλάτη του ανήσυχη ήταν κι όλο πίσω γυρνούσε να κοιτάξει,
λες και φοβόταν κάποια μαχαιριά.
Και κάθε πέντε λεπτά βεβαίωνε το κοινό του πως θα τους πάρει πολύ λίγο από το χρόνο τους.
Μετάφραση Πέτρος Μάρκαρης
Κακή εποχή για τη νεολαία
Αντί στο δάσος να παίζει με τους συνομήλικούς του
κάθεται ο μικρός μου γιος σκυμμένος πάνω απʼ τα βιβλία
και πιο πολύ του αρέσει να διαβάζει
για τις κομπίνες των λεφτάδων
και τις σφαγές των στρατηγών.
Καθώς διαβάζει τη φράση ,ότι οι νόμοι μας
εξ ίσου απαγορεύουν σε φτωχούς και πλούσιους κάτω
από τα γεφύρια να κοιμούνται
ακούω το ευτυχισμένο του γέλιο.
Όταν ανακαλύπτει ότι ενός βιβλίου ο συγγραφέας
πουλημένος είναι
το νεαρό του μέτωπο φωτίζεται.Απʼ τη μεριά μου
το επιδοκιμάζω,κι όμως θα ʽθελα να μπορούσα
μια εποχή κατάλληλη για τη νεολαία να του προσφέρω
που σʼ αυτήν στο δάσος θα πήγαινε να παίξει με τους συνομήλικούς του.
μετάφραση Νάντια Βαλαβάνη
Η ντροπή
Όταν με κλέψαν στο Λος Άντζελες, την πόλη
των εμπορεύσιμων ονείρων,παρατήρησα
με τι τρόπο την κλοπή, που είχε γίνει από ένα πρόσφυγα
όμοιο με μένα κι αναγνώστη
όλων των ποιημάτων μου, όλο φροντίδα μυστική την κράτησα
λες και φοβόμουνα πως η ντροπή
γνωστή να γίνει θα μπορούσε,ας πούμε, στων θηρίων τον κόσμο.
μετάφραση Νάντια Βαλαβάνη
Κακή εποχή για ποίηση
Το ξέρω καλά: τον καλότυχο μονάχα
αγαπάνε.Τη δική του φωνή
ακούν ευχάριστα.Το δικό του πρόσωπο είναι ωραίο.
Το σακατεμένο δέντρο στην αυλή
δείχνει τη χέρσα γη, κι όμως
οι περαστικοί σακάτη το φωνάζουν.
Και με το δίκιο τους.
Τα πράσινα πλεούμενα και τα χαρούμενα πανιά του καναλιού
δεν τα βλέπω. Απʼ όλα
ξεχωρίζω μονάχα των ψαράδων το σκισμένο δίχτυ.
Γιατί μιλάω μόνο
για τη σαραντάρα νοικοκυρά που έχει καμπουριάσει;
Τα στήθια των κοριτσιών
είναι ζεστά όπως πάντα.
Μια ρίμα στο τραγούδι μου
σχεδόν αυθάδεια θα τη θεωρούσα.
Μέσα μου μάχονται
ο ενθουσιασμός για τη μηλιά που ανθίζει
και ο τρόμος από τα λόγια του μπογιατζή,
μα είναι το δεύτερο μονάχα
που στο γραφείο με καθίζει.
Μετάφραση Πέτρος Μάρκαρης
Η μάσκα του Κακού
Στον τοίχο μου κρέμεται ένα γιαπωνέζικο γλυπτό
μάσκα ξύλινη ενός κακού δαίμονα, βαμμένη με χρυσό.
Με συμπάθεια κοιτώ
τις φουσκωμένες αρτηρίες που δείχνουν
πόσο κοπιαστικό είναι να είσαι κακός.
Μετάφραση Πέτρος Μάρκαρης
http://www.poiein.gr/
Έλλη Λαμπέτη ~ "Η εβραία" του Μπέρτολτ Μπρεχτ
Στους μεταγενέστερους
Αλήθεια, σε μαύρα χρόνια ζω!Τα λόγια που δεν κεντρίζουν είναι σημάδι χαζομάρας.Ένα λείο μέτωπο, αναισθησίας.Εκείνος που γελάει δεν έχει μάθει ακόμα τις τρομερές ειδήσεις.Μα τι καιροί λοιπόν ετούτοι, που είν’ έγκλημα σχεδόν όταν μιλάς για δέντρα γιατί έτσι παρασιωπάς χιλιάδες κακουργήματα!Αυτός εκεί πού διασχίζει ήρεμα το δρόμο, ξέκοψε πια ολότελα απ’ τους φίλους του πού βρίσκονται σ’ ανάγκη.Είναι σωστό: το ψωμί μου ακόμα το κερδίζω.
Όμως πιστέψτε με: Είναι εντελώς τυχαίο. Απ’ ό,τι κάνω,
Τίποτε δε μου δίνει το δικαίωμα να φάω ως να χορτάσω.
Έχω γλιτώσει κατά σύμπτωση. (Λίγο η τύχη να μ’ αφήσει, χάθηκα.)
Μου λένε: Φάε και πιες! Να ‘σαι ευχαριστημένος που έχεις!
Μα πώς να φάω και να πιω, όταν το φαγητό μου τ’ αρπάζω από τον πεινασμένο, όταν
κάποιος διψάει για το ποτήρι το νερό που έχω;Κι ωστόσο, τρώω και πίνω.
Θα ‘θελα ακόμα να ‘μουνα σοφός.Τ’ αρχαία βιβλίο λένε τί είναι η σοφία:
Μακριά να μένεις απ’ τις επίγειες συγκρούσεις και δίχως φόβο τη λιγοστή ζωή σου να περνάς.Θεωρούν σοφό ακόμα το δρόμο σου να τραβάς αποφεύγοντας τη βία
Στο κακό ν’ ανταποδίνεις το καλό, να μη χορταίνεις τις επιθυμίες σου, αλλά να τις ξεχνάς.Μου είναι αδύνατο να πράξω όλα τούτα:
Αλήθεια, σε μαύρα χρόνια ζω!
Ήρθα στις πόλεις την εποχή της αναστάτωσης
Όταν εκεί, βασίλευε η πείνα.
Ήρθα μες στους ανθρώπους στην εποχή της ανταρσίας
Και ξεσηκώθηκα μαζί τους.
Έτσι κύλησε ο χρόνος,που πάνω στη γη μου δόθηκε.Το ψωμί μου το ‘τρωγα ανάμεσα στις μάχες.Για να κοιμηθώ, πλάγιαζα ανάμεσα στους δολοφόνους.Αφρόντιστα δινόμουνα στον έρωτα.Κι αντίκριζα τη φύση δίχως υπομονή.
Έτσι κύλησε ο χρόνος που πάνω στη γη μου δόθηκε.
Στον καιρό μου, οι δρόμοι φέρνανε στη λάσπη.Η μιλιά μου με κατέδιδε στο δήμιο.Λίγα περνούσαν απ’ το χέρι μου. Όμως, αν δεν υπήρχα οι αφέντες θα στέκονταν πιο σίγουρα, αυτό έλπιζα τουλάχιστον.
Έτσι κύλησε ο χρόνος που πάνω στη γη μου δόθηκε.
Οι δυνάμεις ήτανε μετρημένες. Ο στόχος βρισκότανε πολύ μακριά.Φαινόταν ολοκάθαρα, αν και για μένα,ηταν σχεδόν απρόσιτος.Έτσι κύλησε ο χρόνος που πάνω στη γη μου δόθηκε.Εσείς, που θ’ αναδυθείτε μέσ’ απ’ τον κατακλυσμό που εμάς μας έπνιξε, όταν για τις αδυναμίες μας μιλάτε σκεφτείτε και τα μαύρα χρόνια που εσείς γλιτώσατε Εμείς περνάγαμε, αλλάζοντας χώρες πιο συχνά από παπούτσια,μέσα από ταξικούς πολέμους, απελπισμένοι σα βλέπαμε,την αδικία να κυριαρχεί και να μην υπάρχει εξέγερση.Κι όμως το ξέραμε:
Ακόμα και το μίσος ενάντια στην ευτέλεια
Παραμορφώνει τα χαρακτηριστικά.
Ακόμα κι η οργή ενάντια στην αδικία
Βραχνιάζει τη φωνή.
Αλίμονο, εμείς
Που θέλαμε να ετοιμάσουμε το δρόμο στη φιλία
Δεν καταφέρναμε να ‘μαστε φίλοι ανάμεσά μας.
Όμως εσείς, όταν θα ‘ρθει ο καιρός
Ο άνθρωπος να βοηθάει τον άνθρωπο
Να μας θυμάστε
Με κάποιαν επιείκεια.
(μτφ. Τίτος Πατρίκιος)https://antikleidi.com/
Μήνυμα του ετοιμοθάνατου ποιητή στη νεολαία
Εσείς οί νέοι άνθρωποι των εποχών πού έρχονται
Καί της καινούργιας χαραυγής πάνω στίς πολιτείες
Πού δέ χτίστηκαν ακόμα, καί σεις
Πού δέ γεννηθήκατε, ακούστε τώρα
Τη φωνή τη δική μου, πού πέθανα
Όχι δοξασμένα.
‘Αλλά
Σάν τόν αγρότη πού δέν όργωσε τό χωράφι του
Καί τόν χτίστη πού ξετσίπωτα τό ‘βαλε στά πόδια
Σάν είδε την τρύπια στέγη,
Έτσι κ’ εγώ,
Δέ βάδισα μέ τήν εποχή μου, ξόδεψα τίς μέρες μου,
Καί τώρα πρέπει νά σας παρακαλέσω
Νά πείτε εσείς αυτά πού δέν ειπώθηκαν,
Νά κάνετε αυτά πού δέν έγιναν, καί μένα
Γρήγορα νά μέ ξεχάσετε, σας παρακαλώ,
Γιά νά μήν παρασύρει καί σας
Τό δικό μου κακό παράδειγμα.
Αχ, γιατί κάθισα στων στείρων τό τραπέζι
Τρώγοντας τό φαΐ
Πού αυτοί δέν ετοίμασαν;
Αχ, γιατί ξόδεψα τά καλύτερα μου λόγια
Στη δική τους
Άσκοπη κουβέντα. Έξω όμως
Διάβαιναν οι άδίδαχτοι
Διψασμένοι νά μάθουν.
Αχ, γιατί
Τά τραγούδια μου δέν υψώνονται στά μέρη εκείνα
Πού θρέφουν τίς πολιτείες, εκεi
Πού ναυπηγούνται τά καράβια;
Γιατί δέν υψώνονται
Απ’ τίς γρήγορες ατμομηχανές
Σάν τόν καπνό
Πού αφήνουν πίσω τους στόν ορίζοντα;
Γιατί ο δικός μου λόγος
Είναι σταχτη και μεθυσμένου παραλήρημα στο στόμα
Εκείνων πού είναι χρήσιμοι καί δημιουργικοί.
Ούτε μιά λέξη
Δέν ξέρω νά πω σέ σας, γενιές των εποχών πού έρχονται,
Μήτε μιά υπόδειξη δε θά μπορούσα νά σάς κάνω
Μέ δάχτυλο τρεμάμενο,
Γιατί πώς τό δρόμο νά δείξει
Αυτός πού δέν τόν διάβηκε!
Γι αυτό σε μένα που τη ζωή μου
Έτσι σπατάλησα άλλο δέ μένει
Παρά νά σας ζητήσω
Νά μή δώσετε προσοχή σε λέξεις
Πού βγαίνουν άπό τό δικό μας
Σάπιο στόμα, μήτε καί συμβουλή
Καμιά νά μή δεχτείτε
‘Απ’ αυτούς πού στάθηκαν τόσο ανίκανοι,
‘Αλλά μόνοι σας ν’ αποφασίσετε
Ποιό τό καλό γιά σάς καί τί σάς βοηθάει
Τόν τόπο νά χτίσετε πού εμείς αφήσαμε
Νά ρημάξει σάν τήν πανούκλα,
Καί γιά νά κάνετε τίς πολιτείες
Κατοικήσιμες.https://antikleidi.com/
Για τον όρο "Μετανάστες"
Λαθεμένο μού φαινόταν πάντα τ' όνομα που μας δίναν:
«Μετανάστες».
Θα πει, κείνοι που αφήσαν την πατρίδα τους. Εμείς, ωστόσο,
δε φύγαμε γιατί το θέλαμε,
λεύτερα να διαλέξουμε μιαν άλλη γη. Ούτε
και σε μιαν άλλη χώρα μπήκαμε
να μείνουμε για πάντα εκεί, αν γινόταν.
Εμείς φύγαμε στα κρυφά. Μας κυνηγήσαν, μας προγράψανε.
Κι η χώρα που μας δέχτηκε, σπίτι δε θα 'ναι, μα εξορία.
Έτσι, απομένουμε δω πέρα, ασύχαστοι, όσο μπορούμε πιο κοντά
στα σύνορα,
προσμένοντας του γυρισμού τη μέρα, καραδοκώντας το παραμικρό
σημάδι αλλαγής στην άλλην όχθη, πνίγοντας μ' ερωτήσεις
κάθε νεοφερμένο, χωρίς τίποτα να ξεχνάμε, τίποτα
ν' απαρνιόμαστε,
χωρίς να συχωράμε τίποτ' απ' όσα έγιναν, τίποτα δε συχωράμε.
Α, δε μας ξεγελάει τούτη η τριγύρω σιωπή! Ακούμε ίσαμ' εδώ
τα ουρλιαχτά που αντιλαλούν απ' τα στρατόπεδά τους. Εμείς
οι ίδιοι
μοιάζουμε των εγκλημάτων τους απόηχος, που κατάφερε
τα σύνορα να δρασκελίσει. Ο καθένας μας,
περπατώντας μες στο πλήθος με παπούτσια ξεσκισμένα,
μαρτυράει την ντροπή που τη χώρα μας μολεύει.
Όμως κανένας μας
δε θα μείνει εδώ. Η τελευταία λέξη
δεν ειπώθηκε ακόμα.
Μπ. Μπρεχτ, Ποιήματα,
μτφρ. Μάριος Πλωρίτης, Θεμέλιο
Μονόπρακτο από τον "Τρόμο και αθλιότητα του Γ' Ράιχ", του Μπέρτολτ Μπρεχτ. Γραμμένο από τον συγγραφέα στα χρόνια της εξορίας του, μεταξύ 1935 και 1936. Ανέβηκε το 1978, μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα, από το Θίασο Λαμπέτη. Στο έργο, μια Γερμανίδα Εβραία, η Ιουδήθ Κέιθ, γυναίκα γιατρού, αποφασίζει να εγκαταλείψει τη ναζιστική Γερμανία για να μη σταθεί εμπόδιο στην καριέρα του συζύγου της. Μέσα από ένα προσωπικό δράμα διαφαίνεται το καθεστώς του τρόμου, που έχει διαπεράσει και διαστρέψει τη ζωή, τις σχέσεις, τη συμπεριφορά και τη σκέψη των ανθρώπων. Η υποκρισία γίνεται χαρακτηριστικό γνώρισμα κάθε ανθρώπινης σχέσης, καθώς όλα μοιάζουν υποταγμένα στο κατασταλτικό κράτος και αλλοτριωμένα από τη χιτλερική ιδεολογία. Απίστευτα καυστικό.
Γερμανικό εγχειρίδιο πολέμου (απόσπασμα)
ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΨΗΛΑ
θεωρούνε ταπεινό να μιλάς για το φαί.
Ο λόγος; έχουνε
κι όλας φάει.
Οι ταπεινοί αφήνουνε τον κόσμο
χωρίς να 'χουνε δοκιμάσει
κρέας της προκοπής.
Πως ν' αναρωτηθούν πουθ΄ έρχονται
και που πηγαίνουν; Είναι,
τα όμορφα δειλινά,
τόσο αποκαμωμένοι.
Το βουνό και την πλατιά τη θάλασσα
δε τα 'χουνε ακόμα δει
όταν σημαίνει η ώρα τους.
Αν δε νοιαστούν οι ταπεινοί
γι αυτό που είναι ταπεινό
ποτέ δε θα υψωθούν.
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΔΕ ΔΕΙΧΝΕΙ ΑΚΟΜΑ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ.
Οι μήνες όλοι, όλες οι ημέρες
είναι ακόμα ανοιχτές. Κάποια απ' αυτές
θα σφαγιστεί μ' ένα σταυρό.
ΟΙ ΕΡΓΑΤΕΣ ΦΩΝΑΖΟΥΝ ΓΙΑ ΨΩΜΙ.
Οι έμποροι φωνάζουν γι αγορές.
Οι άνεργοι πεινούσαν. Τώρα
πεινάνε κι όσοι εργάζονται.
Τα χέρια που ήταν σταυρωμένα, σαλεύουν πάλι:
Φτιάχνουν οβίδες.
ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΑΡΠΑΝΕ ΤΟ ΦΑΙ ΑΠ' ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ
κηρύττουν τη λιτότητα.
Αυτοί που παίρνουν όλα τα δοσίματα
ζητάν θυσίες.
Οι χορτάτοι μιλάν στους πεινασμένους
για τις μεγάλες εποχές που θα 'ρθουν.
Αυτοί που τη χώρα σέρνουνε στην άβυσσο
λεν πως η τέχνη να κυβερνάς το λαό
είναι πάρα πολύ δύσκολη
για τους ανθρώπους του λαού.
ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΨΗΛΑ ΛΕΝΕ: ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ
είναι δύο πράγματα ολότελα διαφορετικά.
Όμως η ειρήνη τους κι ο πόλεμος τους
μοιάζουν όπως ο άνεμος κι η θύελλα.
Ο πόλεμος γεννιέται απ' την ειρήνη τους
καθώς ο γιος από τη μάνα.
Έχει τα δικά της
απαίσια χαρακτηριστικά.
Ο πόλεμος τους σκοτώνει
ό,τι άφησε όρθιο
η ειρήνη τους.
ΟΤΑΝ ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΨΗΛΑ ΜΙΛΑΝΕ ΓΙΑ ΕΙΡΗΝΗ
ο απλός λαός ξέρει
πως έρχεται ο πόλεμος.
Όταν αυτοί που είναι ψηλά καταριούνται τον πόλεμο
οι διαταγές για επιστράτευση έχουν υπογραφεί.
ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ, ΜΕ ΚΙΜΩΛΙΑ ΓΡΑΜΜΕΝΟ:
«Θέλουνε πόλεμο».
Αυτός που το 'χε γράψει
έπεσε κι όλας.
ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΨΗΛΑ ΛΕΝΕ:
Να ο δρόμος για τη δόξα.
Αυτοί που είναι χαμηλά λένε:
Να ο δρόμος για το μνήμα.
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΠΟΥ ΕΡΧΕΤΑΙ
δεν ειν' ο πρώτος. Πριν απ' αυτόν
γίνανε κι άλλοι πόλεμοι.
Όταν ετέλειωσε ο τελευταίος,
υπήρχαν νικητές και νικημένοι.
Στους νικημένους, ο φτωχός λαός
πέθαινε από την πείνα. Στους νικητές
ο φτωχός λαός πέθαινε το ίδιο.
ΣΑΝ ΕΡΘΕΙ Η ΩΡΑ ΤΗΣ ΠΟΡΕΙΑΣ, ΠΟΛΛΟΙ ΔΕΝ ΞΕΡΟΥΝ
πως επικεφαλής βαδίζει ο εχθρός τους.
Η φωνή που διαταγές τους δίνει
είναι του εχθρού η φωνή.
Κι εκείνος που για τον εχθρό μιλάει
είναι ο ίδιος τους ο εχθρός.
ΝΥΧΤΑ
Τ' αντρόγυνα
ξαπλώνουν στο κρεβάτι τους. Οι νέες γυναίκες
θα γεννήσουν ορφανά.
ΣΤΡΑΤΗΓΕ, ΤΟ ΤΑΝΚ ΣΟΥ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟ ΜΗΧΑΝΗΜΑ
Θερίζει δάση ολόκληρα, κι εκατοντάδες άντρες αφανίζει.
Μόνο που έχει ένα ελάττωμα:
Χρειάζεται οδηγό.
Στρατηγέ, το βομβαρδιστικό σου είναι πολυδύναμο.
Πετάει πιο γρήγορα απ' τον άνεμο, κι απ' τον ελέφαντα σηκώνει
βάρος πιο πολύ.
Μόνο που έχει ένα ελάττωμα:
Χρειάζεται πιλότο.
Στρατηγέ, ο άνθρωπος είναι χρήσιμος πολύ.
Ξέρει να πετάει, ξέρει και να σκοτώνει.
Μόνο που έχει ένα ελάττωμα:
Ξέρει να σκέφτεται.
Η μπαλάντα του έμπορα
Στίχοι: Μπέρτολτ Μπρέχτ
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Πρώτη εκτέλεση: Σάκης Μπουλάς
Ρύζι έχει κει κάτω κοντά στο ποτάμι
Εκεί ψηλά στο βουνό χρειάζουνται ρύζι
Αν το ρύζι το κρύψουμε στις αποθήκες
θ' ακριβύνει το ρύζι γι' αυτούς εκεί πάνω
Οι μαούνες του ρυζιού θα 'χουν λιγότερο ρύζι
και το ρύζι φτηνότερο θα 'ναι για μένα
Τι είναι στ' αλήθεια το ρύζι
Πού να ξέρω το ρύζι τι είναι
Ποιος να το ξέρει τάχα
Δεν ξέρω το ρύζι τι είναι
Ξέρω την τιμή του μονάχα
Φτάνει χειμώνας και χρειάζουνται ρούχα
Πρέπει μπαμπάκι λοιπόν ν' αγοράσουμε
και το μπαμπάκι να μην το πουλήσουμε
Σαν θα 'ρθει το κρύο, θ' ακριβύνουν τα ρούχα
Τα κλωστήρια πληρώνουν πολύ ψηλά μεροκάματα
Κι έπειτα υπάρχει πάρα πολύ μπαμπάκι
Τι είναι στ' αλήθεια το μπαμπάκι
Πού να ξέρω το μπαμπάκι τι είναι
Ποιος να το ξέρει τάχα
Δεν ξέρω το μπαμπάκι τι είναι
Ξέρω την τιμή του μονάχα
Κι ο άνθρωπος παρατρώει φαΐ
γι' αυτό κι ο άνθρωπος όλο ακριβαίνει
Για να φτιάξεις φαΐ, χρειάζεσαι ανθρώπους
Οι μάγειροι κάνουν φτηνότερο το φαΐ
αλλάοι φαγάδες όλο και τ' ακριβαίνουν
Κι έπειτα υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι
Τι είναι στ' αλήθεια ο άνθρωπος
Πού να ξέρω ο άνθρωπος τι είναι
Ποιος να το ξέρει τάχα
Δεν ξέρω ο άνθρωπος τι είναι
Ξέρω την τιμή του μονάχα
Στους μεταγενέστερους
Αλήθεια, σε μαύρα χρόνια ζω!Τα λόγια που δεν κεντρίζουν είναι σημάδι χαζομάρας.Ένα λείο μέτωπο, αναισθησίας.Εκείνος που γελάει δεν έχει μάθει ακόμα τις τρομερές ειδήσεις.Μα τι καιροί λοιπόν ετούτοι, που είν’ έγκλημα σχεδόν όταν μιλάς για δέντρα γιατί έτσι παρασιωπάς χιλιάδες κακουργήματα!Αυτός εκεί πού διασχίζει ήρεμα το δρόμο, ξέκοψε πια ολότελα απ’ τους φίλους του πού βρίσκονται σ’ ανάγκη.Είναι σωστό: το ψωμί μου ακόμα το κερδίζω.
Όμως πιστέψτε με: Είναι εντελώς τυχαίο. Απ’ ό,τι κάνω,
Τίποτε δε μου δίνει το δικαίωμα να φάω ως να χορτάσω.
Έχω γλιτώσει κατά σύμπτωση. (Λίγο η τύχη να μ’ αφήσει, χάθηκα.)
Μου λένε: Φάε και πιες! Να ‘σαι ευχαριστημένος που έχεις!
Μα πώς να φάω και να πιω, όταν το φαγητό μου τ’ αρπάζω από τον πεινασμένο, όταν
κάποιος διψάει για το ποτήρι το νερό που έχω;Κι ωστόσο, τρώω και πίνω.
Θα ‘θελα ακόμα να ‘μουνα σοφός.Τ’ αρχαία βιβλίο λένε τί είναι η σοφία:
Μακριά να μένεις απ’ τις επίγειες συγκρούσεις και δίχως φόβο τη λιγοστή ζωή σου να περνάς.Θεωρούν σοφό ακόμα το δρόμο σου να τραβάς αποφεύγοντας τη βία
Στο κακό ν’ ανταποδίνεις το καλό, να μη χορταίνεις τις επιθυμίες σου, αλλά να τις ξεχνάς.Μου είναι αδύνατο να πράξω όλα τούτα:
Αλήθεια, σε μαύρα χρόνια ζω!
Ήρθα στις πόλεις την εποχή της αναστάτωσης
Όταν εκεί, βασίλευε η πείνα.
Ήρθα μες στους ανθρώπους στην εποχή της ανταρσίας
Και ξεσηκώθηκα μαζί τους.
Έτσι κύλησε ο χρόνος,που πάνω στη γη μου δόθηκε.Το ψωμί μου το ‘τρωγα ανάμεσα στις μάχες.Για να κοιμηθώ, πλάγιαζα ανάμεσα στους δολοφόνους.Αφρόντιστα δινόμουνα στον έρωτα.Κι αντίκριζα τη φύση δίχως υπομονή.
Έτσι κύλησε ο χρόνος που πάνω στη γη μου δόθηκε.
Στον καιρό μου, οι δρόμοι φέρνανε στη λάσπη.Η μιλιά μου με κατέδιδε στο δήμιο.Λίγα περνούσαν απ’ το χέρι μου. Όμως, αν δεν υπήρχα οι αφέντες θα στέκονταν πιο σίγουρα, αυτό έλπιζα τουλάχιστον.
Έτσι κύλησε ο χρόνος που πάνω στη γη μου δόθηκε.
Οι δυνάμεις ήτανε μετρημένες. Ο στόχος βρισκότανε πολύ μακριά.Φαινόταν ολοκάθαρα, αν και για μένα,ηταν σχεδόν απρόσιτος.Έτσι κύλησε ο χρόνος που πάνω στη γη μου δόθηκε.Εσείς, που θ’ αναδυθείτε μέσ’ απ’ τον κατακλυσμό που εμάς μας έπνιξε, όταν για τις αδυναμίες μας μιλάτε σκεφτείτε και τα μαύρα χρόνια που εσείς γλιτώσατε Εμείς περνάγαμε, αλλάζοντας χώρες πιο συχνά από παπούτσια,μέσα από ταξικούς πολέμους, απελπισμένοι σα βλέπαμε,την αδικία να κυριαρχεί και να μην υπάρχει εξέγερση.Κι όμως το ξέραμε:
Ακόμα και το μίσος ενάντια στην ευτέλεια
Παραμορφώνει τα χαρακτηριστικά.
Ακόμα κι η οργή ενάντια στην αδικία
Βραχνιάζει τη φωνή.
Αλίμονο, εμείς
Που θέλαμε να ετοιμάσουμε το δρόμο στη φιλία
Δεν καταφέρναμε να ‘μαστε φίλοι ανάμεσά μας.
Όμως εσείς, όταν θα ‘ρθει ο καιρός
Ο άνθρωπος να βοηθάει τον άνθρωπο
Να μας θυμάστε
Με κάποιαν επιείκεια.
(μτφ. Τίτος Πατρίκιος)https://antikleidi.com/
Μήνυμα του ετοιμοθάνατου ποιητή στη νεολαία
Εσείς οί νέοι άνθρωποι των εποχών πού έρχονται
Καί της καινούργιας χαραυγής πάνω στίς πολιτείες
Πού δέ χτίστηκαν ακόμα, καί σεις
Πού δέ γεννηθήκατε, ακούστε τώρα
Τη φωνή τη δική μου, πού πέθανα
Όχι δοξασμένα.
‘Αλλά
Σάν τόν αγρότη πού δέν όργωσε τό χωράφι του
Καί τόν χτίστη πού ξετσίπωτα τό ‘βαλε στά πόδια
Σάν είδε την τρύπια στέγη,
Έτσι κ’ εγώ,
Δέ βάδισα μέ τήν εποχή μου, ξόδεψα τίς μέρες μου,
Καί τώρα πρέπει νά σας παρακαλέσω
Νά πείτε εσείς αυτά πού δέν ειπώθηκαν,
Νά κάνετε αυτά πού δέν έγιναν, καί μένα
Γρήγορα νά μέ ξεχάσετε, σας παρακαλώ,
Γιά νά μήν παρασύρει καί σας
Τό δικό μου κακό παράδειγμα.
Αχ, γιατί κάθισα στων στείρων τό τραπέζι
Τρώγοντας τό φαΐ
Πού αυτοί δέν ετοίμασαν;
Αχ, γιατί ξόδεψα τά καλύτερα μου λόγια
Στη δική τους
Άσκοπη κουβέντα. Έξω όμως
Διάβαιναν οι άδίδαχτοι
Διψασμένοι νά μάθουν.
Αχ, γιατί
Τά τραγούδια μου δέν υψώνονται στά μέρη εκείνα
Πού θρέφουν τίς πολιτείες, εκεi
Πού ναυπηγούνται τά καράβια;
Γιατί δέν υψώνονται
Απ’ τίς γρήγορες ατμομηχανές
Σάν τόν καπνό
Πού αφήνουν πίσω τους στόν ορίζοντα;
Γιατί ο δικός μου λόγος
Είναι σταχτη και μεθυσμένου παραλήρημα στο στόμα
Εκείνων πού είναι χρήσιμοι καί δημιουργικοί.
Ούτε μιά λέξη
Δέν ξέρω νά πω σέ σας, γενιές των εποχών πού έρχονται,
Μήτε μιά υπόδειξη δε θά μπορούσα νά σάς κάνω
Μέ δάχτυλο τρεμάμενο,
Γιατί πώς τό δρόμο νά δείξει
Αυτός πού δέν τόν διάβηκε!
Γι αυτό σε μένα που τη ζωή μου
Έτσι σπατάλησα άλλο δέ μένει
Παρά νά σας ζητήσω
Νά μή δώσετε προσοχή σε λέξεις
Πού βγαίνουν άπό τό δικό μας
Σάπιο στόμα, μήτε καί συμβουλή
Καμιά νά μή δεχτείτε
‘Απ’ αυτούς πού στάθηκαν τόσο ανίκανοι,
‘Αλλά μόνοι σας ν’ αποφασίσετε
Ποιό τό καλό γιά σάς καί τί σάς βοηθάει
Τόν τόπο νά χτίσετε πού εμείς αφήσαμε
Νά ρημάξει σάν τήν πανούκλα,
Καί γιά νά κάνετε τίς πολιτείες
Κατοικήσιμες.https://antikleidi.com/
Δείτε επίσης :
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου