Σε κρατούσε αλλεργία με κείνη τη στυφάδα της έρπουσας
ευελιξίας εύπλαστης και στείρας με τα κιτρινισμένα φύλλα και τους
μαραγκιασμένους καρπούς. Ξωτική ή εδώδιμη αδιάφορο -άλλωστε το λούστρο
της κρούστας στην επιφάνεια ευνοεί την παραγωγή, τη διακίνηση και,
βεβαίως, εξασφαλίζει το ευπώλητο της απομίμησης. Πρόσεχες μόνο πως
υπήρχε μια ευπάθεια, μια ευαισθησία στις συγκροτημένες ομοταξίες των
έρπην αναρριχόμενων.
Ρέποντας μηχανικά σε αποστηθίσεις σχολικών εκ-παιδεύσεων, πλατάγιζες στου μυαλού τη γλώσσα –καραμέλες αλλοιωμένων κατηγοριοποιήσεων- δραπετάρικες λέξεις : υδρόφιλα, ψυχανθή …
Λίμναζε η σκέψη φουμέρνοντας ομίχλες σε τοπία νερών ασάλευτων. Μια θαμπή οπτασία γυναίκας μοναχής με κόκκινο φόρεμα, σαν καύτρα να κοιτά ώρα πολλή σιωπηλή τα νερά, έχοντας σίγουρα κατά νου καιρών μακρινών θυσίες, ολοκαυτώματα, –παρελθόντα ; μελλούμενα ; αδιάφορο-
και, μια στιγμή, στο παρόν, τη μεγάλη της πυρπόλησης απόφαση παίρνοντας, να βουτά σαν ολόκορμα φλεγόμενη δάδα στα νερά και να σβήνει. Αφήνοντας, γύρω στ’ άπραγα μέλη, τα ρωτήματα στον τόπο, στο χρόνο, να πλανιούνται : μνήμη ; βουλή ; φαντασία ; -αναπάντητα.
Τώρα, όπως πάντα δραπέτης, γυρεύεις να γυρίσεις βιαστικά τη σελίδα στο επόμενο, μα, δεν υπάρχει επόμενο, γιατί, ούτε καν η σελίδα στην αφή των χεριών σου, ούτε, καν, μερμήδισμα πνοής στου αέρα το χτένισμα
κι απομένει ανάστροφα η χούφτα, αδειανή, με τους ξέφυλλους κλώνους των δαχτύλων
να κοιτούν ξυλιασμένο το περίγραμμα του έσω κενού τους, λάφυρο ακριβό ματαιότητας κι απορίας αντίδωρο.
Ρέποντας μηχανικά σε αποστηθίσεις σχολικών εκ-παιδεύσεων, πλατάγιζες στου μυαλού τη γλώσσα –καραμέλες αλλοιωμένων κατηγοριοποιήσεων- δραπετάρικες λέξεις : υδρόφιλα, ψυχανθή …
Λίμναζε η σκέψη φουμέρνοντας ομίχλες σε τοπία νερών ασάλευτων. Μια θαμπή οπτασία γυναίκας μοναχής με κόκκινο φόρεμα, σαν καύτρα να κοιτά ώρα πολλή σιωπηλή τα νερά, έχοντας σίγουρα κατά νου καιρών μακρινών θυσίες, ολοκαυτώματα, –παρελθόντα ; μελλούμενα ; αδιάφορο-
και, μια στιγμή, στο παρόν, τη μεγάλη της πυρπόλησης απόφαση παίρνοντας, να βουτά σαν ολόκορμα φλεγόμενη δάδα στα νερά και να σβήνει. Αφήνοντας, γύρω στ’ άπραγα μέλη, τα ρωτήματα στον τόπο, στο χρόνο, να πλανιούνται : μνήμη ; βουλή ; φαντασία ; -αναπάντητα.
Τώρα, όπως πάντα δραπέτης, γυρεύεις να γυρίσεις βιαστικά τη σελίδα στο επόμενο, μα, δεν υπάρχει επόμενο, γιατί, ούτε καν η σελίδα στην αφή των χεριών σου, ούτε, καν, μερμήδισμα πνοής στου αέρα το χτένισμα
κι απομένει ανάστροφα η χούφτα, αδειανή, με τους ξέφυλλους κλώνους των δαχτύλων
να κοιτούν ξυλιασμένο το περίγραμμα του έσω κενού τους, λάφυρο ακριβό ματαιότητας κι απορίας αντίδωρο.
Τώρα, όπως πάντα δραπέτης, γυρεύεις να γυρίσεις βιαστικά τη σελίδα στο επόμενο...
ΑπάντησηΔιαγραφήΕξαιρετική η γραφή,με φανερά και κρυφά βαθειά νοήματα,αν κοιτάξουμε μέσα μας θαρρετά.
Συγχαρητήρια στον Αντώνη Ζαμπετάκη και σε σας για την επιλογή!!!