Πέμπτη 14 Μαρτίου 2013

Αριστοτελης Βαλαωρίτης «Φωτεινός» απόσπασμα


Γέροντα τὸν ἐλάτρευε πάντα κρυφὰ Λευκάδα,
τὸν εἶχε πολεμάρχο της, χωρὶς νὰ πάρῃ ἀχνάδα
ξένος κανεὶς τοῦ μυστικοῦ. Κι ὅταν ὁ ζευγολάτης

μέσα σε κόσμο ἐπρόβαινε, μεριάζαν τὰ παιδιά της
κ᾿ ἐπροσκυνοῦσαν ξήσκεπα, τὸν εἶχε βασιλιά του
φτωχός, πανόρφανος λαὸς καὶ τ᾿ ἄσπρα τὰ μαλλιά του
στὸ μέτωπό του ἐλάμπανε τὸ βαρυπληγωμένο
ὡσὰν κορώνα ἀτίμητη, σὰ φλάμπουρο ὑψωμένο.
Πάνου σ᾿ αὐτὸ τὸ εἴδωλο, σ᾿ αὐτὸν τὸν ἀσπρομάλλη
ἀκράτητη ὅλ᾿ ἡ φράγκικη ὁρμοῦσε ἀνεμοζάλη
κ᾿ ἐκεῖνος μένει ἀσάλευτος σὰ βράχος ποὺ προσμένει
στὰ στήθια του τὰ ὁλόγυμνά τη θάλασσα ὠργισμένη.
[...]

- K᾿ ἐγώ, σκουλήκι ἀγνώριστο, ὁ Τζώρτζης ὁ Γρατζιᾶνος,
ἀφέντης σου παντοτινός, τύραγνος, ἄρχοντάς σου.
Αὐτὸ τὸ χῶμα, ποὺ πατῶ, οἱ πέτρες, τὰ νερά σου,
ἥμερο κι ἄγριο κλαρί, τ᾿ ἀγέρι σου, ἡ ψυχή σου,
τὰ ζωντανά σου, τὰ παιδιά, τὸ αἷμα σου, ἡ τιμή σου,
ὅλα δικά μου, μάθε το. Βουνοῦ καὶ λόγγου ἀγρίμι
εἴτ᾿ ἔχει τρίχα, εἴτε φτερό, σιχαμερὸ ψοφήμι,
τὸ διαβατάρικο πουλὶ σ᾿ ἐμὲ μονάχ᾿ ἀνήκει
κι ἀξίζει τὸ κεφάλι σου λαγόπουλο ἢ περδίκι.
Γι᾿ αὐτ᾿ ὅθε θέλω θὰ περνῶ κ᾿ ἐγὼ καὶ τὰ σκυλιά μου,
τίποτε δὲν ὁρίζετε κ᾿ εἶναι κι αὐτὴ σπορά μου.
Κι οὔτ᾿ ἄλλη τύχη ἀξίζετε. Γενιὰ καταραμένη,
δειλή, κακογεράματη, στὸν κόσμο ἀκόμα μένει
γιὰ νὰ πομπεύῃ τὤνομα καὶ τὴν κληρονομιά της!
Καὶ στὰ στερνὰ τὰ λόγια του ἔνοιωσε ὁ ζευγολάτης
ὅτι ἕνα δάκρυ ἐνότιζε τ᾿ ἀσπράδι τοῦ ματιοῦ του
κι ὁλόρθες ἀναδεύοντο οἱ τρίχες τοῦ κορμιοῦ του.


- Ἂν ἐξεράθη τὸ κλαρί, πάντα χλωρὴ εἶν᾿ ἡ ρίζα
καὶ μένει πάντα ζωντανὸ ἢ ρόδι φάγ᾿ ἡ βρίζα
αὐτὸ τὸ βόιδι τὸ μανό, π᾿ ὅσο βαθειὰ ρουχνίζει
τόσο εὔκολα μυγιάζεται κι ἀνεμοστροβιλίζει
καὶ ποὺ τὸ κράζουνε Λαό. Θὰ σπάσῃ τὸ καρίκι
καὶ θὰ προβάλῃ μὲ φτερὰ μία μέρα τὸ σκουλήκι.
Τότε, πουλὶ τὸ σερπετό, ποιὸς ξέρει ποὺ θὰ φτάσῃ!...

- Δεῖξε μου αὐτὸ τὸ λείψανο, ποὺ θὰ βρυκολακιάσῃ.


- Ἐγώ... ὁ φτωχός, ὁ Φωτεινός, ὁ γέρος, ὁ ξεσκλιάρης,

ποὺ ρίχνω ἐδῶ τὸ σπόρο μου γιὰ νὰ μοῦ τόνε πάρῃς,
ἐγώ, ποὺ μὲ τὸν ἵδρωτα τὰ χώματα ζυμώνω
γιὰ νὰ τρώγῃ ἄλλος τὸ ψωμί, ποὺ τρέχω καὶ κεντρώνω
τὴν ἀγριλίδα τοῦ βουνοῦ καὶ ποὺ δὲν ἔχω λάδι
ν᾿ ἀνάφτω τὸ καντῆλι μου καὶ ζῶ μέσα στὸν ᾅδη·
ἐγώ, ποὺ μὲ τὰ νύχια μου ἀναποδογυρίζω
τὸ λόγγο καὶ τὰ ριζιμιά, γιὰ νὰ σᾶς τὰ στολίσω
μὲ κλήματα, ποὺ δὲν τρυγῶ καὶ ποὺ ποτὲ δὲν ἔχω
λίγο κρασὶ κεφαλιακό, τὴ γλῶσσα μου νὰ βρέχω·
ἐγ᾿ ὁ φτωχὸς ὁ μυλωνᾶς, ποὺ ζῶ σ᾿ αἰώνια ζάλη
καὶ παίρνω κέρδος, πληρωμή, προσφάγι τὴν πασπάλη,
ποὺ δὲν ὁρίζω τὸ παιδί, ποὺ πάντα ζῶ μὲ τρόμο
καὶ ποὺ δὲν βρίσκω ἐδῶ στὴ γῆ γιὰ νὰ μὲ κρίνῃ νόμο·
αὐτός, αὐτὸς εἶν᾿ ὁ Λαός. Τ᾿ ἄψυχο τὸ κουφάρι
αὐτό ῾ναι τὸ καματερό, τὸ ψόφιο τὸ κριάρι...
Μὴ ρίξῃς ἄλλο φόρτωμα στὴν ἔρμη του τὴν πλάτη...
- Συμμάζωξε τὴ γλῶσσα σου τὴ φιδινή, χωριάτη,
μὴ μοῦ ξανάφτης τὴ χολή. Γονάτισε ἐμπροστά μου
καὶ ζήτησε συγχώρεση γιὰ τὰ λαγωνικά μου...
Δὲ θές, ἀντάρτη, δὲν ἀκοῦς;...
- Kαλύτερα τὸ βρόχο
παρὰ τὰ γόνατα στὴ γῆ... Ἄρα-κατάρα τὤχω...
Θά ῾φιναν λάκκωμα βαθὺ καὶ θά ῾ταν μέγα κρῖμα,
τιμὴ νὰ θάψω κι ὄνομα μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸ μνῆμα.


- Τώρα θὰ ἰδῇς, παλληκαρᾶ... Ἀκοῦστέ με, συντρόφοι,
καὶ μὴ θυμῶστε ἂν λυπηθῶ αὐτὸν τὸν ἄγριον ὄφι...
Νὰ μᾶς πλερώσῃ τὰ σκυλιὰ μὲ τὰ καματερά του,
καὶ γιὰ τὴν τόλμη πὤλαβαν τὰ πέντε δάχτυλά του
νὰ σφεντονίσουν κατ᾿ ἐμᾶς, ἐκεῖ στὸ χερουλάτη
νὰ συντριφτοῦν μὲ τὸ σφυρί... Σ᾿ ἀρέσει, ζευγολάτη;

Καὶ δυὸ σκιάδες πάραυτα ὠρμήσανε κι ἁρπάξαν

τὰ βόιδια πού ῾ταν στὸ ζυγό. Δυὸ ἄλλοι τὸν ἀδράξαν
κ᾿ ἐδέσανε τὸ χέρι του στὸ φοβερὸ χερούλι
μὲ τὴ σφεντόνα πωὕρανε. Ὕστερα μὲ τὴ σκούλη,
ἀρχίσαν, τοῦ κοντόσπαθου, ἀργὰ νὰ πελεκᾶνε
τ᾿ ἀντρειωμένα δάχτυλα καὶ νὰ περιγελᾶνε.
Ὅλο τ᾿ ἀλέτρι ἐβάφηκε· τὸ μαῦρο τὸ παιδί του
στὸ χῶμα δίπλα ἐμούγκριζε, σὰν νά ῾βγαινε ἡ ψυχή του.
K᾿ ἐκειὸς ὁ γέρο δράκοντας χωρὶς οὔτε ν᾿ ἀχνίσῃ
ἐκύτταζε τὸ αἷμα του ποὺ πότιζε σὰ βρύση
τὴ γῆ του τὴν ταλαίπωρη, καὶ μέσα στὴν καρδιά του
μὲ μιᾶς ἀστράφτουν τὰ παληὰ τ᾿ ἀνδραγαθήματά του,
κ᾿ ἐσπιθοβόλησε στὸ νοῦ χρυσόφτερ᾿ ἡ ἐλπίδα
μὲ τὴ δική του ἐκδίκηση νὰ σώσῃ τὴν πατρίδα.

Τὸ Φραγκολόγι ἐσκόρπισε βουβὸ κ᾿ ἐντροπιασμένο
κι ἀφίνει ἐκεῖ τὸ Φωτεινὸ στ᾿ ἀλέτρι του δεμένο.


                                                          ΤΟ ΕΡΓΟ -ΥΠΟΘΕΣΗ 


Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Βαλαωρίτης καταπιάστηκε με τον Φωτεινό, το τελευταίο και πιο σημαντικό έργο του, το οποίο όμως δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει. Σε αυτό το έργο ο Βαλαωρίτης χρησιμοποιεί μια γλώσσα που φτάνει στα όρια της επιτήδευσης. Επιλέγει κάποιες εξαιρετικά σπάνιες δημοτικές λέξεις και αποφεύγει κάθε ξενικό στοιχείο. Τα διάφορα θέματα που περιέχονται στο ποίημα δίνουν τη δυνατότητα στον Βαλαωρίτη να εκφράσει την πατρική στοργή, την θαλπωρή της οικογενειακής ζωής, τις καθημερινές ανησυχίες των ανθρώπων και τέλος την πατριωτική έξαρση. Το θέμα είναι παρμένο από την ιστορία της Λευκάδας και πιο συγκεκριμένα από μια εξέγερση των Ελλήνων κατοίκων εναντίον του Φράγκου δυνάστη Γρατσιάνου Τζώρτζη κατά τα έτη 1356 - 1357. Η υπόθεση του έργου, με βάση τα τρία πρώτα άσματα που πρόλαβε να συγγράψει ο ποιητής, είναι η ακόλουθη:

Aσμα πρώτο: Το ποίημα ξεκινά σε ένα χωράφι της Λευκάδας το Νοέμβριο του 1356. Ο Φωτεινός, ένας εβδομηντάχρονος αγρότης και παλιός οπλαρχηγός, βρίσκεται εκεί και το καλλιεργεί μαζί με τον γιο του, τον Μήτρο. Ο νέος αφέντης του νησιού, Γρατσιάνος Τζώρτζης έχει βγει να κυνηγήσει, όμως τα σκυλιά του προκαλούν ζημιές στη σπορά του Φωτεινού. Ο γέροντας καλεί τον γιο του να διώξει τα σκυλιά, αλλά αυτός φοβάται την αντίδραση του αφέντη. Τότε ο Φωτεινός πετροβολάει τα σκυλιά και μάλιστα σκοτώνει ένα από αυτά. Οι Φράγκοι ακόλουθοι του δυνάστη κινούνται καταπάνω του, όμως εκείνος τους αντιμετωπίζει θαρραλέα. Καταφτάνει ο Τζώρτζης και χτυπάει με το κοντάρι του το κεφάλι του Φωτεινού. Όμως η στάση του Φωτεινού παραμένει άκαμπτη, ακόμα και όταν ο δυνάστης προσβάλλει την καταγωγή και την εθνική του υπόσταση και αρνείται να γονατίσει και να ζητήσει συγχώρεση. Ο Τζώρτζης διατάζει τους ακολούθους του να κατασχέσουν το ζευγάρι βοδιών του Φωτεινού και να σπάσουν τα δάκτυλα του χεριού του. Ο Φωτεινός υπομένει το μαρτύριο χωρίς διαμαρτυρία και σκέφτεται πώς να συνδυάσει την προσωπική του εκδίκηση με την απελευθέρωση της πατρίδας του από τον τύραννο. Οι Φράγκοι φεύγουν και ο Φωτεινός ορκίζει τον γιο του να πάρει εκδίκηση και αποσύρονται στο χωριό που βρίσκεται στα βουνά. 
http://www.kolivas.de/archives/86061

Aσμα δεύτερο: Βρισκόμαστε στο Μάρτιο του 1357, τέσσερις μήνες μετά το περιστατικό με τους Φράγκους και ο Φωτεινός κάθεται στον «πύργο» του, στον γκρεμό του Κόντρου. Είναι βράδυ και ο Φωτεινός διηγείται στην αγαπημένη του κόρη, Θοδούλα, τα παλιά πολεμικά του κατορθώματα εναντίον των Φράγκων. Το χέρι του δεν έχει ακόμα επουλωθεί, η Θοδούλα περιποιείται τον πατέρα της και κουβεντιάζουν. Η Θοδούλα έχει καταλάβει ότι ο πατέρας της σχεδιάζει επανάσταση μαζί με τον παλιό του συμπολεμιστή, Φλώρο Χτενά, και με τους δύο γιούς του, όμως και ο Φωτεινός έχει καταλάβει ότι η κόρη του αγαπά τον έναν από τους δύο γιους του Χτενά, τον Λάμπρο. Ο γέροντας θέλει να εξασφαλίσει την κόρη του και όταν αυτή του εξομολογείται τα αισθήματά της για τον Λάμπρο, εκείνος της δίνει την ευχή του. Τότε φτάνει και ο Φλώρος Χτενάς, ο οποίος είχε πάει στα «πίσω» χωριά της Λευκάδας για να οργανώσει τον ξεσηκωμό. Δίνει και αυτός την συγκατάθεσή του και την ευχή του στα παιδιά. Η κόρη αποσύρεται, και πλαγιάζει τραγουδώντας ένα νανούρισμα.
Aσμα τρίτο:  Ενώ η Θοδούλα κοιμάται, οι δύο άντρες κουβεντιάζουν. Μιλούν αρχικά για το γάμο και στη συνέχεια κανονίζουν το σχέδιο της εξέγερσης που ορίζεται για την Κυριακή του γάμου των παιδιών τους, την προσεχή Κυριακή του Θωμά. Οι δύο γέροι, συνεχίζουν να πίνουν περιμένοντας την άφιξη του Μήτρου και του Λάμπρου, οι οποίοι έχουν πάει στην Κεφαλλονιά για να ζητήσουν βοήθεια από τον άρχοντα Νικηφόρο. Οι νέοι καταφτάνουν και ενημερώνουν τους πατέρες τους για την επιτυχία της αποστολής τους. Ο Φωτεινός και ο Χτενάς ανακοινώνουν στους νέους τους αρραβώνες και επικρατεί γενική συγκίνηση. Ο Φωτεινός στέλνει τον Μήτρο να καλέσει τα «μπροστινά» χωριά στο γάμο και στην (εξέγερση) και τον Χτενά με το γιο του στα «πίσω» χωριά.  

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου