Η πορφύρα, γνωστή από αρχαιοτάτων χρόνων σαν βασιλική βαφή, ήταν η ωραιότερη και ακριβότερη βαφή της αρχαιότητας. Επί αιώνες ο όρος πορφύρα προκαλούσε σύγχυση, διότι χρησιμοποιήθηκε τόσο για τα κοχύλια, από τα οποία παραλαμβάνεται η βαφή, όσο και για την ίδια τη βαφή, που ο Αριστοτέλης την είχε ονομάσει «άνθος», καθώς και για τα βαμμένα ενδύματα με χρήση της ίδιας της βαφής. Στην έρευνά μας καταγράφουμε και θεωρούμε ως πορφύρα την ίδια τη βαφή από τα κοχύλια, μία βαφή χρώματος κόκκινου έως ιώδους. Από τα βάθη των αιώνων, οι Μινωίτες της Κρήτης και του Αιγαίου γενικότερα γνώριζαν και χρησιμοποιούσαν πρωτοποριακά την πορφυροβαφή.
Όστρακο πορφύρας
|
Η λέξη πορφύρα, από την αρχαιότητα, προσδιορίζει το βαθυκόκκινο χρώμα. Η
ετυμολογία της λέξης δεν είναι σαφής, αλλά προκαλεί εντύπωση το ότι
αναφέρεται ακόμα και στις πινακίδες της Κνωσού. Οι πινακίδες (και συγκεκριμένα
η ΚΝ Χ976) είναι γραμμένες στη γραμμική Β (po-pu-re) . Πάντως, από το
μαλάκιο έχουν παραχθεί δεκάδες λέξεις της Ελληνικής, όπως: πορφυρένιος,
πορφυρίτης, πορφυρογέννητος, πορφυρός, πορφυρόχρωμος. Ο αδένας, που βρίσκεται
στον τράχηλο του μαλακίου και περιέχει τη χρωστική ουσία, ονομάζεται «ανθός» .
Ήδη οι Ασσύριοι καταγράφουν δυο είδη πορφυροχρώματος, το Argamannu, δηλαδή το κόκκινο, και το Takiltu, δηλαδή το βιολετί, και επηρέασαν τους Πέρσες. Αργότερα, ο Αριστοτέλης καταγράφει επίσης δυο χρωματικές ποικιλίες, τη φοινικική, δηλαδή την κόκκινη και την αλουργή, δηλαδή την ιώδη. Ο Αισχύλος αναφέρει ότι ήταν η πλέον ακριβή βαφή της αρχαιότητας, ισάξια του χρυσού και του αργύρου.
Κοχύλια τύπου Murex |
Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο Κροίσος πρόσφερε στους Δελφούς πορφυροβαμμένα
ενδύματα, ενώ ο Ξενοφών αναφέρει ότι ο Κύρος ο Μέγας επί
των ημερών του επέβαλε στην Περσία την πορφυρά χλαμύδα,
ως ένδυμα των αξιωματούχων της αυτοκρατορίας του και μάλιστα με βιολετιά
απόχρωση.
Στην Αθήνα οΑλκιβιάδης, επηρεασμένος από την Ανατολή, όπως
αναφέρει ο Πλούταρχος, φορούσε, για να εντυπωσιάσει, πορφυρό χιτώνα. Στη μάχη
του Άκτιου η Κλεοπάτρα στο βασιλικό πλοίο για να ξεχωρίζει είχε καραβόπανο
βαμμένο με πορφύρα.Στόν βασιλικό τάφο του Φιλίππου Β το προικιό της νεκρής βασιλικής συζύγου συμπληρώνει ό,τι σώθηκε από το αριστοτεχνικά υφασμένο χρυσοπόρφυρο ύφασμα που σκέπασε τα οστά της και ένα χρυσό στεφάνι μυρτιάς, έργο σπουδαίου τεχνίτη που αποθανάτισε στο δημιούργημά του την πιο λαμπρή στιγμή της άνοιξης.
Το ύφασμα ήταν υφασμένο με εξαιρετικά λεπτό νήμα από μαλλί βαμμένο με πορφύρα, την πιο πολύτιμη χρωστική της αρχαιότητας, και χρυσοκλωστή και αποτελεί εντελώς μοναδικό και απροσδόκητο τεκμήριο της εξαιρετικής ποιότητας της αρχαίας υφαντικής, μιας τέχνης που, λόγω της φύσης των υλικών της που διαλύονται και χάνονται στο πέρασμα του χρόνου, μας είναι ουσιαστικά άγνωστη.
Ο Νέρωνας θεώρησε την πορφύρα χρώμα της αυτοκρατορίας με τύπους amethystica (δηλαδή χρώματος αμέθυστου) και Τύρια (κόκκινη), ενώ επί Διοκλητιανού η πορφύρα γίνεται αυτοκρατορικό σύμβολο και, στη συνέχεια, επικρατεί ο όρος βασιλική πορφύρα μέχρι τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, που στη στέψη του στον Μιστρά αναφέρεται ότι φορούσε ο ίδιος πορφυρό χιτώνα. Για λόγους που θα αναφερθούν παρακάτω, μετά την πτώση του Βυζαντίου, σταμάτησε η παραγωγή πορφυροβαφής.
Οι πληροφορίες που κατέγραψαν οι αρχαίοι συγγραφείς για τα 3000 χρόνια της ιστορίας της πορφύρας αφήνουν πολλά ερωτηματικά που δημιουργούν σύγχυση. Αυτό διότι οι αρχαίοι συγγραφείς που ασχολήθηκαν με την πορφύρα δεν ήταν ειδικοί στις βαφές υφασμάτων, όπου επικρατούσε πλήρης μυστικοπάθεια. Οι νεότεροι συγγραφείς που έχουν ασχοληθεί με την πορφύρα επαναλαμβάνουν παλαιότερες θεωρήσεις και υπεραπλουστεύσεις και αφήνουν αναπάντητους πολλούς προβληματισμούς. Σήμερα, οι ανασκαφές και οι έρευνες είναι μάρτυρες και έχουν δώσει απαντήσεις σε πολλά ερωτήματα.
Η αρχαιολογική σκαπάνη έδειξε ότι τρία είδη κοχυλιών έχουν χρησιμοποιηθεί στη Μεσόγειο για την ανάληψη της βαφής: Murex brandaris, purpura haemastomaκαι murex trunculus.
Ο Ιουστινιανός Α΄ ντυμένος τον πορφυρό μανδύα του
Αυτοκράτορα
Τα δυο πρώτα είδη έδιναν βαφή κόκκινη, το δε τρίτο ιώδη, αυτή που κατέγραψε ο Αριστοτέλης. Στο Αιγαίο τα εργαστήρια παρασκευής και χρήσης της βαφής ήταν αρκετά. Η Κρήτη, η Ρόδος, η Κως, η Αμοργός, η Νίσυρος (που είχε και το αρχαίο όνομα Πορφυρίς), η Χίος και τα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας, η Φώκαια, η Λυδία και η Φρυγία, και στην Πελοπόννησο, τα Κύθηρα, η Λακωνία, η Κόρινθος και η Ερμιόνη, στην οποία επικεντρώθηκε και η έρευνά μας.
Τελευταία, η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως εγκαταστάσεις προρφυροβαφείων και στον Κεραμεικό του 1ου αιώνα π.Χ. Στη Μεσόγειο, η Κύπρος και μετά η Τύρος και η Σιδώνα στη Φοινίκη είχαν αναπτύξει περίφημαβιομηχανικά κέντρα πορφύρας με τους Φοίνικες να κυριαρχούν στη Μεσόγειο, δημιουργώντας και άλλα κέντρα στην Αίγυπτο, στον κόλπο της Σύρτης και στη Σικελία.
Κατά την αρχαιότητα η Ερμιόνη ήταν σημαντικό κέντρο παραγωγής πορφυροβαφής και βαψίματος νημάτων-υφασμάτων. Οι αρχαίοι συγγραφείς, όταν γράφουν για την Ερμιόνη, δεν παραλείπουν να σημειώσουν ότι υπήρξε μεγάλο κέντρο πορφυροβαφής. Ακόμη και στη Χάρτα του Ρήγα σημειώνεται η θέση της Ερμιόνης και δίπλα η φράση «εδώ ευγαίνει Πορφύρα». Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι ο Μ. Αλέξανδρος, όταν κατέλαβε τα Σούσα, εντυπωσιάστηκε από την ερμιονική πορφύρα που βρήκε.
Τεχνολογία της πορφύρας
Η βαφή («άνθος», κατά τον Αριστοτέλη) υπάρχει στα κοχύλια, σε αδένα που τον αφαιρούσαν με κατάλληλο ακαριαίο σπάσιμο του οστράκου και με ζωντανό τον οργανισμό, έτσι ώστε να μη διαχυθεί στο σώμα και απωλεσθεί η βαφή.
Σε κάθεκοχύλι μέτριου μεγέθους η βαφή είναι ελάχιστη και απαιτούνται δεκάδες χιλιάδες όστρακα για τη βαφή ενός χιτώνα. Η συλλογή των οστράκων γινόταν, όπως αναφέρει ο Αριστοτέλης, την άνοιξη, διαπιστώσαμε όμως ότι η βαφή υπάρχει στον αδένα του οστράκου όλο το χρόνο και είναι εκμεταλλεύσιμη.
Τα όστρακα είναι σαρκοφάγα, και αυτό το εκμεταλλεύθηκαν οι ειδικοί συλλέκτες (πορφυρευτές), χρησιμοποιώντας πλεγμένα καλαθάκια με διάφορα δολώματα (π.χ. μύδια). Ωστόσο, υπάρχουν και άλλες, ευκολότερες τεχνικές, όπως για παράδειγμα το πόντισμα του δέρματος ζώων και ψόφιων ψαριών, όπου τα κοχύλια μαζεύονται σε σωρό. Στη συνέχεια, οι συλλέκτες τα χώριζαν σε είδη και μεγέθη.
Μετά τη λήψη του αδένα με τη βαφή ακολουθούσε ξήρανση και λεπτή κονιοποίηση σε γουδί. Συντήρηση της βαφής μπορούσε να γίνει με τη βοήθεια μελιού σε σφραγισμένα πιθάρια. Εάν τα όστρακα ήταν μικρά, τα έσπαγαν και χρησιμοποιούσαν όλη τη μάζα για τα περαιτέρω. Από χημική άποψη, θεωρούμε αδιανόητη την απομόνωση καθαρής βαφής από την πορφυρομάζα κατά την αρχαιότητα.
Η τεχνική της βαφής με πορφύρα βαμβακιού και μαλλιών ήταν μεγάλο μυστικόκαι γινόταν σε αρκετά στάδια με πολύπλοκες διεργασίες. Εχει υπολογιστεί ότι για1,4 γρ. βαφής χρειάζονται 12.000 όστρακα! !!!!!!!!
Στην αρχή γινόταν πλύσιμο του μαλλιού ή του βαμβακιού σε λουτρό με τη βοήθεια εκχυλίσματος σαπωναρίας, που ήταν άφθονη στις παραμεσόγειες χώρες. Το αυτοφυές αυτό φυτό περιέχει σαπωνίνη, που διαλύεται στο νερό με αφρισμό και γνώριζε ευρεία χρήση στην αρχαιότητα για το πλύσιμο νημάτων, υφασμάτων κ.ά.
Η ίδια η πορφυρομάζα αρχικά διαλυόταν σε αλατόνερο για αρκετές ημέρες, διότι είχε γίνει αντιληπτό από την πείρα ότι η βαφή διαλύεται σε θαλασσινό νερό.
Ο Πλίνιος αναφέρει ότι έμενε σε αλμυρό νερό για τρεις ημέρες και μετά σε ήπια θερμοκρασία τη σιγοθέρμαιναν σε μολύβδινα καζάνια για δέκα ημέρες, ώστε να γίνει καλύτερη διάλυση και να ελαχιστοποιηθεί η μάζα σαν χυλός. Κατά τη διάρκεια αυτού του σταδίου αφαιρούσαν τα περιττά υλικά, δηλαδή υπολείμματα σάρκας, μικρά κομμάτια οστράκων, αν υπήρχαν κ.ά. Πιθανό να γινόταν και ξήρανση του χυλού, ώστε να μειωθεί ο όγκος. Ακολουθούσε ένα στάδιο βαφής που το γνώριζαν λίγοι.
Πρέπει να τονιστεί ότι η βαφή δεν μπορούσε να βάψει απευθείας, αφού ήταν αδιάλυτη σε βρόχινο νερό. Έπρεπε πρώτα να μετατραπεί σε λευκοένωση η οποία ήταν διαλυτή σε νερό (ακριβώς ίδια διεργασία όπως εκείνη που ακολουθούνταν για την ινδικοτίνη από ινδικό και Ίσατη). Στην πραγματικότητα γίνεται μια ενδομοριακή «μετάλλαξη» προς λευκο-ινδικοτίνη και στη συνέχεια επαναφορά της στην αρχική μορφή με οξείδωση. Η λευκοένωση αυτή δημιουργούνταν σε δοχεία με αναγωγικές διαδικασίες, δηλαδή με τη βοήθεια αλκάλεως και παρουσία αμμωνίας.
Για τη δημιουργία του αλκαλικού διαλύματος χρησιμοποιούσαν σβησμένη άσβεστο (Ca(OΗ),2) και στάχτη από ξύλα (αλισίβα) για τη δημιουργία υδροξειδίου του καλίου ή στάχτη από φύκια, για τη δημιουργία υδροξειδίου του νατρίου. Ακόμη φαίνεται ότι έβρισκαν χρήση και πίτουρα σιταριού ή βρώμης, σαν παράγοντες αναγωγής.
Για τη δημιουργία αμμωνίας χρησιμοποιούνταν παλιά ούρα. Τα βακτηρίδια των ούρων για την επιβίωσή τους απαιτούν οξυγόνο και τελικά παρέχουν αμμωνιακό διάλυμα σε 2-3 εβδομάδες. Αυτός ήταν ο λόγος που τα βαφεία βρίσκονταν μακριά από την πόλη, λόγω της έντονης δυσάρεστης οσμής από τα παλιά ούρα, που μαζί με την αποσύνθεση της σάρκας του οστράκου δημιουργούσε ανυπόφορη μυρωδιά που διαπότιζε δέρμα και ρούχα.
Τέτοιες εγκαταστάσεις αποθήκευσης ούρων βρέθηκαν στις ανασκαφές στις Ράχες στα Ίσθμια (4ος οι. π.Χ.) καθώς και στον Κεραμεικό πρόσφατα (1ος αι. π.Χ.).
Ακόμη, αυτός ήταν ο λόγος που η πορφύρα έπαψε να χρησιμοποιείται μετά την πτώση του Βυζαντίου, όπου η βαφή εξέλιπε εντελώς, όπως προαναφέραμε.
Οι Μωαμεθανοί θεωρούν τα ούρα ακάθαρτο προϊόν και απαγόρευσαν ολοκληρωτικά τη χρήση τους, με συνέπεια να μην υπάρχει άλλο αναγωγικό σύστημα την εποχή εκείνη και έτσι να τελειώσει η βασιλεία της πορφύρας έπειτα από 3000 χρόνια με τον πάπα Παύλο το 1464 μ.Χ. να αναγκάζεται να χρησιμοποιήσει κοχενίλη στο χρωματισμό των αμφίων του.
Στη διεργασία του βαψίματος η ζύμωση του λουτρού βαφής κρατούσε αρκετές ημέρες, ώστε να προκύψει πλήρης η λευκοένωση υπό μορφή διαλυτού άλατος. Τελικά γινόταν βάπτιση του μαλλιού στον κάδο. Ως προς τη φύση των μαλλιών, ο Πλάτωνας αναφέρει στο βιβλίο Δ των Πολιτικών: «[...] οι βαφείς επειδάν βουληθώσι βάψαι έρια ώστ’ είναι αλουργά, πρώτον μεν εκλέγονται εκ τοσούτων χρωμάτων μίαν φύσιν την των λευκών».
Τα μαλλιά βάφονταν πάντα στρουθισμένα, αλλά συνήθως άκλωστα, μέθοδο που ακολουθούσαν οι παραμεσόγειες χώρες καθώς και η Ινδία και η Περσία μέχρι τον 18ο αιώνα. Το υπό βαφή υλικό ανακινούνταν ελαφρά στον κάδο μέχρις ότου δεχτεί με δεσμούς υδρογόνου τη λευκοένωση μέχρι κορεσμού. Ακολουθούσε έκθεση στον ήλιο και στον αέρα, ώστε να προκληθεί οξείδωση και η λευκοένωση να μετατραπεί εκ νέου σε 6,6′-διβρωμο ινδικοτίνη και να προκύψει το πορφυρό χρώμα.
Ακολουθούσε πλύσιμο καλό με αλατόνερο, ξύδι κ.ά., ώστε να απομακρυνθούν οι δυσάρεστες οσμές και το χρώμα να αποκτήσει λαμπρότητα και αντοχή.
Πρέπει να τονιστεί ότι το πορφυροβαμμένο ύφασμα είχε μεγάλη αντοχή στο πλύσιμο, το φως κ.λπ.. Ακόμη πρέπει να τονίσουμε ότι οι αρχαίοι βαφείς είχαν αντιληφθεί ότι η ανάμειξη διαφόρων ειδών κοχυλιών (σε «άνθος» βέβαια) σε ορισμένες αναλογίες και ο κατάλληλος τρόπος παρασκευής του αναγωγικού λουτρού ήταν αυτά που έδιναν την ποικιλία χρώματος στην πορφύρα με τους εκλεκτούς τόνους και τις λεπτές αποχρώσεις. Ακόμη, η επανάληψη της βάπτισης στο ίδιο λουτρό – κάδο ή σε διαφορετικό με άλλο είδος κοχυλιών θεωρούνταν δεδομένη.
Οι αποχρώσεις της πορφύρας που είχαν μεγάλη εκτίμηση ήταν η σκούρα κόκκινη, σαν πηγμένο αίμα, γνωστή ως πορφύρα της Τύρου, και εκείνη με χρώμα αμέθυστου, που έβαφαν τα βαφικά εργαστήρια της Ερμιόνης.
Βέβαια, υπήρχαν και διάφορες παραλλαγές, αφού οι προσπάθειες των πορφυροβαφείων για μεγαλύτερα κέρδη τους είχαν οδηγήσει σε νέες ανακαλύψεις χρωματικών τόνων. Όπως προαναφέραμε, τα κοχύλια τύπου brandaris και purpura haemastoma έδιναν κόκκινη χροιά. Το κοχύλι τύπου trunculus έδινε ιώδη προς μπλε χροιά.
Μια άλλη παράμετρος ήταν και ο τόπος συλλογής της τρίτης ποικιλίας, διότι επηρέαζε την αναλογία των δυο βαφών και συνεπώς την τελική χροιά.
Πηγή.......http://argolikivivliothiki.gr/2011...
http://history-pages.blogspot.gr/2012/04/blog-post.html
http://www.meganisitimes.gr/2011/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου