ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ
Από τον Άγιο Θωμά Πρέβεζας στην Άνω Νεάπολη Νίκαιας
Εισήγηση του φιλολόγου, νομικού και δοκιμιογράφου
Δημήτρη Νικολόπουλου
Πριν από κάποια χρόνια, το 2018, προλόγισα μια ποιητική συλλογή της Βάσως Χαμαλέλη Μπούκλα, τιτλοφορούμενη «Τα Αξόδευτα». Στα ποιήματα της συλλογής υπήρχαν αυτοβιογραφικές αναφορές εξομολογητικού χαρακτήρα, κατάθεση βιωμάτων και πηγών, διαμορφωμένων συνδυαστικά με ειδικές και κοινωνικές αξίες ευρύτερης αποδοχής και αναγνώρισης. Αυτήν τη συσχέτιση του προσωπικού με το κοινωνικό την εντόπισα και πάλι διαβάζοντας το πρόσφατα εκδομένο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημά της με τίτλο «Εκτός Σχεδίου» και υπότιτλο, ιδιαίτερα κατατοπιστικό για τον αναγνώστη, «Από τον Άγιο Θωμά Πρέβεζας στην Άνω Νεάπολη της Νίκαιας». Νομίζω ότι τα αυτοβιογραφικά στοιχεία αυτού του μυθιστορήματος, μακριά από κάθε στείρα εσωστρέφεια και επενδυμένα με γλαφυρή λογοτεχνική έκφραση, περιγράφουν τους δρόμους και τα σοκάκια, τις διαδρομές, άλλοτε νηφάλιες και χαρούμενες και άλλοτε περιπετειώδεις, που διάνυσε η συγγραφέας από την πρώτη παιδική της ηλικία, μέχρι και την εφηβεία της. Σε μεταγενέστερη εποχή η συγγραφέας ανακαλεί στη μνήμη της αυτές τις διαδρομές. Τις νοσταλγεί, αλλά και τις αξιολογεί κριτικά. Με τη ματιά της ώριμης ηλικίας και την ασφάλεια της χρονικής απόστασης. Σχημάτισα την αντίληψη ότι το μυθιστόρημά της το προτείνει διακριτικά στον αναγνώστη και ως ένα παράδειγμα νοηματοδοτημένου ανθρώπινου βίου. Σ’ αυτήν την εκτίμηση με προσανατόλισαν εξ αρχής δύο προλογικές παραθέσεις, που προηγούνται του καθεαυτού μυθιστορήματος. Τις διαβάζω. Η πρώτη, «Στους γονείς μου, Μιχάλη και Αγγελική, που μ’ έμαθαν στα δύσκολα ν’ αντέχω». Και η δεύτερη, πρωτοδιατυπωμένη από το Νίκο Καζαντζάκη, «Η πέτρα, το σίδερο, το ατσάλι, δεν αντέχουν. Ο άνθρωπος αντέχει». Θα κάνω σαφέστερη την τελική μου άποψη γι’ αυτό το μυθιστόρημα με συντομότατους σχολιασμούς κάποιων περικοπών του, οι οποίες είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικές για τις νοηματοδοτήσεις, αλλά και το γλωσσικό τρόπο της εκφοράς του. Λοιπόν: ο γενέθλιος τόπος για τη συγγραφέα είναι τοπίο που ακολουθεί και με κάποια έννοια αιμοδοτεί ολόκληρο τον ανθρώπινο βίο. Διαβάζω σχετική περικοπή: «είχα βάλει κρυφά το χέρι μου στο νερό να το ακουμπάω, κι ας ήταν κρύο. Ύστερα το ‘φερνα στο στόμα να γεύομαι την αρμύρα του, να γραφτεί στη μνήμη μου. Μια γουλιά απ’ τον Άη Θωμά, που με γέννησε και με έμαθε να πατάω σταθερά στη γη». Επίσης, η συγγραφέας αναγνωρίζει την οικογένεια ως την κιβωτό, τον κύριο συντελεστή συντήρησης και ανάπτυξης των θετικών και ισχυρών ανθρώπινων συναισθημάτων. Διαβάζω σχετική περικοπή: «Ο Τάκης όρμησε στην αγκαλιά του πατέρα του κι αυτός τον σήκωσε ψηλά, σωστό αετόπουλο να πετάξει. Εντελώς αυθόρμητα παρακάλεσα μέσα μου να μην ξαναφύγει ποτέ από κοντά μας ο πατέρας ούτε κι εμείς απ’ αυτόν». Η μορφή της μάνας , της αφανούς ηρωίδας του σπιτιού, και όχι μόνον, όπως αναγνωρίζει κάθε καλοπροαίρετος άνθρωπος, είναι έντονα αποτυπωμένη στη μνήμη της μυθιστοριογράφου. Θα διαβάσω μια περικοπή απ’ το μυθιστόρημα, που εκτιμώ σκιαγραφεί εγκωμιαστικά όχι μόνο τη δική της μάνα, αλλά έμμεσα την κάθε μάνα, τη διαχρονική μάνα ή και γενικότερα τη γυναικεία οντότητα συνολικά. Διαβάζω την περικοπή: «Η Μάνα, όπως ακριβώς το περίμενα, βάζει όλο της το μεράκι, να γίνει σπίτι η παράγκα μας. Στρώνει απ’ σ’ άκρη το γκρο-μπετόν της με το μεγάλο χράμι και όπου είχε κενό με τις κουρελούδες. Χώρεσε τα δύο σιδερένια κρεβάτια. Το τραπέζι μας με το βελούδο του, στολίδι μοναχό. Ένα πλαστικό χριστουγεννιάτικο πράσινο δέντρο, δίπλα στο στενό παράθυρο με τη νάιλον λευκή κουρτίνα, γέμισε γρήγορα με γυάλινες μπάλες που έφτιαχναν κάτι γείτονές μας. Όχι πάνω από δέκα κομμάτια, η εντολή της μάνας, πριν πάμε με τον αδερφό μου να διαλέξουμε». Σχολιάζω συντομότατα και τη γλωσσική εκφορά του μυθιστορήματος. Οι διακόσιες δέκα σελίδες του διαβάζονται με άνεση και αδιάλειπτο ενδιαφέρον. Όχι μόνο για το περιεχόμενό τους, αλλά και το γλωσσικό ύφος. Είναι απλό, λιτό και ζωηρά παραστατικό. Αυτό, κατά τη γνώμη μου, οφείλεται κυρίως στο ότι η συγγραφέας κάνει συχνή χρήση της τελείας. Δηλαδή οι περίοδοι του λόγου είναι σύντομες και αποφεύγονται, συνήθως τουλάχιστον, οι δευτερεύουσες εξαρτημένες προτάσεις, που κάνουν σύνθετα τα νοήματα και περίπλοκες τις περιγραφές των εικόνων. Επίσης, η συγγραφέας εντάσσει απόλυτα λειτουργικά στο λόγο της και αρκετές ιδιωματικές λέξεις και φράσεις, οι οποίες συνεισφέρουν στην αναπαραστατική ακρίβεια του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο εκφέρονται. Διαβάζω επιλεκτικά κάποιες απ’ αυτές: πίννες, με γιώτα και δύο νι, που σημαίνει κάποιο είδος οστράκων, θρεψίνη, που σημαίνει κρέμα από λιωμένα σταφύλια. Νισεστές, που σημαίνει άνθος αραβοσίτου, γκόρτσα, που σημαίνει άγρια αχλάδια. Το σημαντικότερο όμως πλεονέκτημα της γραφής της Βάσως Χαμαλέλη, είναι ότι απ’ αυτή τη γραφή, συνδυαστικά βέβαια με το περιεχόμενο, αναδύεται αβίαστα και πληθωρικά η γνησιότητα των βιωμάτων της. Ολοκληρώνω με μια γενικότερη παρατήρηση. Το μυθιστόρημα «Εκτός Σχεδίου» ταξινομείται στη σύγχρονη αυτοβιογραφική μυθοπλασία. Ωστόσο εφάπτεται και με την παράδοση της πεζογραφικής ηθογραφίας. Γιατί εμπεριέχει πολλά λαογραφικά στοιχεία και οι ήρωές του ψυχογραφούνται ως διαμορφωμένοι στις κοινωνικές συνθήκες και τα ήθη του τόπου τους. Από αυτήν την άποψη, ο αναγνώστης του «Εκτός Σχεδίου» θα ανακαλέσει στη μνήμη του έργα εμβληματικών ηθογράφων, όπως του Παπαδιαμάντη, του Βιζυηνού και του Καρκαβίτσα. Αλλά θα εντοπίσει και μία ουσιώδη διαφορά. Στην παραδοσιακή ηθογραφία οι σκληρές κοινωνικές συνθήκες επιβάλλονται ως κάτι το μοιραίο στους ανθρώπους. Ενώ στο «Εκτός Σχεδίου» οι κοινωνικές συνθήκες αδυνατούν να επιβληθούν στην προσδοκία και στην αγωνία των ανθρώπων για μια καλύτερη ζωή. Η συγγραφέας, όπως το αναφέρει και προλογικά, εμπνέεται από το καζαντζάκειο απόφθεγμα: «Η πέτρα, το σίδερο, το ατσάλι δεν αντέχουν. Ο άνθρωπος αντέχει». Σας ευχαριστώ!
Δημήτρης Νικολόπουλος,
4 Μαΐου 2025,
Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο Αίγινας
Βάσω Χαμαλέλη - Μπούκλα




Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου