Σάββατο 2 Μαΐου 2020

ΚΙΟΥΛΑΧΟΓΛΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑ "Πήρα το θάρρος να σου γράψω απόψε"


Πήρα το θάρρος να σου γράψω απόψε.
Μη ρωτήσεις γιατί.
Μετέωρο άφησέ το.
Ας μην το ταράξουμε με σημεία στίξης
Απαιτητικά
Ευθέως δυσαπάντητα.

Ίσως γιατί μου έλειψες.
Ίσως και γιατί ένα δάκρυ μπήκε εμβόλιμα στο μάτι μου
Απρόσκλητο.
Και διατακτικό.
Και σκαλίζει πληγές.
Εξ’ απαλών ονύχων.
Τρυφερά τα δάχτυλά του.
Τα νύχια του όμως άκοπα.
Ξέρεις.
Σουβλιά.

Πήρα λοιπόν το θάρρος να σου γράψω απόψε
καθώς,
σκαλίζοντας αυτό το δάκρυ την ζήση μου απόψε
μπήκε τόσο βαθιά
τρυπώνοντας σε όλα τα καταγώγια
σε θαμμένα, σε πτώματα, σε φαντάσματα
σε μπαμπούλες ακοίμητους
που πετάγονται κάτω από τα σεντόνια του χρόνου
από τις μέρες που έφυγαν
χωρίς να θελήσουν να τα πάρουν μαζί τους.

Και τώρα
Αιφνιδίως απρόοπτα
Ξεπροβάλλουν ανενδοίαστα.
Και βάλλουν.
Επί δικαίων και αδίκων.
Δικαίως
αδίκως όμως και…
Χωρίς διακρίσεις.
Απόλυτα.
Η διαλλακτικότητα ρεμβάζει αλλού.

Πονάς;
Πόνεσες;
Πόνεσε!

(Των στίξεων τα σημεία κέντρα εγκάθετα.
Μετέωρες ας αφήσουμε τις λέξεις λοιπόν.
Πιο απαλές ακούγονται
Και όλως διόλου απροσμέτρητο το βάθος των νοημάτων.)

Πήρα λοιπόν το θάρρος να σου γράψω απόψε
γιατί
πόνεσα.
Ναι, αλήθεια, πόνεσα.
Και τότε και τώρα.
Μα τώρα σε πόνεσα και …
Καταλαβαίνεις νομίζω…

Κι εκείνο το δόλιο δάκρυ που μπήκε στο μάτι μου
Με πόνεσε κι αυτό.
Τόσο άθλιο …
Χωρίς καν να με ρωτήσει.
Έτσι,
Αναίσχυντα
Ανάλγητα
Και επιθετικά.
Δίχως λεπτότητες
Και καλοσύνες.
Ούτε καν κάποιες ευκαιριακές δικαιολογίες
δεν βρήκε να πει.
Παρά γκρέμισε την πόρτα και μπήκε.
Και σ’ έστησε ακάθεκτο μπροστά μου.

Σε είδα απόψε λοιπόν
να τοποθετείς επιτακτικά την παρουσία σου επάνω στις αναμνήσεις του μυαλού μου
απαιτώντας μου εξηγήσεις που δεν δόθηκαν.
Ξέρεις,
Αυτές που δεν έδωσες.
Αυτές εννοώ.
Μην κολακεύεσαι.

Ήρθες όμως.
Όπως πάντα
Επίμονος.
Αλλά επίπονος και…
Και δίχως ευγένεια καμία
μου σήκωσες το δάχτυλο
κατηχώντας μου τις πληγές
που έως τότε τις γλάρωνα τακτοποιημένες
στις πιο αστείες εξηγήσεις.
Όλη η γελοιότητα της αποφυγής
καρφώθηκε επάνω στο κεντρί σου.
Κι εκείνο,
ανάλγητα καθηλωμένο
στο άλγος της νοσταλγίας μου,
είναι που σου γράφει απόψε…

(«Είναι», ρήμα τελεσίδικο, στην οριστική
και καθόλου μετέωρο. Σημείο στίξεως τελεία.
Η παύλα ολισθαίνει τώρα
λελυμένη προς την αοριστία...)

Κι όμως
κάποτε σε τακτοποίησα καλά.
Σε έδεσα σφιχτά.
Σε βόλεψα στην αδράνεια
επάνω στον μπουφέ με τις κορνίζες.
Και είμαι πεπεισμένη πως ξέχασα την ύπαρξη σου καθώς έπρεπε
στο κλειδωμένο από τότε δωμάτιο του περάσματος σου από την ζωή μου.
Όχι,
δεν σε έβαλα στο άλμπουμ.
Ήταν γεμάτο.
Δεν βρήκα θέση για σένα.
Δεν ήθελα να πλήξεις άλλωστε ανάμεσα στην πραότητα των άλλων μου αναμνήσεων.
Δεν σου ταίριαζε
ήσουν γοργός στην σκέψη μου κάποτε.
Ανακάτεψες
Στροβίλισες
Συρφέτησες τα πάντα.
Πως να κλειστείς λοιπόν σε ένα άλμπουμ;
Έτσι προτίμησα τον μπουφέ.
Σε κορνίζα σε έβαλα.
Να ξεχωρίζεις από τους λοιπούς.
(Ξεχώριζες ήδη μα δεν στο ‘πα.
Ξέχνα το τώρα.
Κι ας πήρα το θάρρος να στο γράψω.)

Μα να, απόψε
Σαν να πετάχτηκες ξαφνικά από την ατάραχη γωνιά σου
και άρχισες τα σουλάτσα.
Πέρα δώθε
επάνω στο μπουφέ.
Νευρικός και απείθαρχος στων αναμνήσεων μου τις ερημιές.
Καθαιρώντας μου τους σπαραγμούς που σου χάρισα.
Διαγράφοντας τις πίκρες που μου χάρισες εσύ.
Και
Επωάζοντας όνειρα
Εκκολάπτοντας υποθέσεις ατελεύτητης ευτυχίας
τετελεσμένα αειπόθητης.

Πήρα το θάρρος να σου γράψω απόψε
καθώς
ασπόνδυλο παραμένει πάντα το φορτίο των συναισθημάτων μου για ‘σένα.
Ρευστό.
Με το βάρος τους να κυλάει αόριστα
προς κάθε μου κατεύθυνση.
Αγκαλιάζοντας εξ ολοκλήρου την περίμετρο της ύπαρξής μου
Με κάθε ζεστή σου ανάμνηση.
Σε κάθε ζεστό σου αντάμωμα.
Από κάθε ζεστή σου παρουσία.
Έστω και αν σε κλείδωσα κάποτε πίσω από απειλητικές τελείες και παύλες οριστικές.
Έστω κι αν σε εξόρισα στα πλέον απρόσιτα της ύπαρξης μου.
Τα δωμάτια της νοσταλγίας όμως,
το ξέρεις κι εσύ,
απειθάρχητα θα παραμένουν πάντα.
Ξασφάλιστα και ξέφραγα.
Ενόσω ζεις
Εφόσον ζεις
Καθόσον ζω και για όσο υπάρχω…

Πήρα λοιπόν το θάρρος να σου γράψω απόψε
Γιατί
ανεξέλεγκτα πια
εγκαταλείπομαι στης νοσταλγίας μου τα δάκρυα
καθώς κυλάνε αθρόα σε όλη μου την επιφάνεια,
πάνω στην κορνίζα σου,
στον μπουφέ με τις αναμνήσεις,
στο δωμάτιο του πόνου μου,
στις κλειδαριές και στα λουκέτα,
στις ανίσχυρες τελείες
στις παύλες τις λυτές
που δεν μπόρεσα να τις καρφώσω στο τέλος της ζωής μας μαζί.

Και τώρα
αυτή η κορνίζα σου
ασυγκίνητη εντελώς
σαν άγαλμα απέναντι μου
στέκει και με κοιτά
δίχως καμία ανταπόκριση
καμία κίνηση
κανένα χαμόγελο
δάκρυ
συμπόνια
συναίσθημα ανθρωπιάς
όπως το συνηθίζουν άλλωστε
όλες οι σκονισμένες κορνίζες
που αναπαύονται ημιθανείς επάνω στους μπουφέδες
στων ψυχών τα επτασφράγιστα δωμάτια.
Κι ας μην βρήκε κάποιος κάποτε το θάρρος να τους γράψει…
Κι ας βρήκα απόψε το θάρρος να σου γράψω εγώ…
Κιουλάχογλου Γεωργία




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου