Πίνακας :Nicolas Bertin - Phaéton on the Chariot of Apollo - c. 1720 |
Η έρημος
Φαέθοντα,
Νέε αφέντη τ’ ουρανού,
Κράτα γερά τα χαλινά που κληρονόμησες απ’ τον σοφό Απόλλωνα.
Τα άλογα που κυβερνάς έγιναν λογικά:
Ανεβοκατεβαίνουν και ελίσσονται,
Κρύβονται σε προπέτασμα καπνού,
Καίνε τα δάση για οικόπεδα,
Κοπρίζουν λίμνες, θάλασσες και ποταμούς,
Τσαλαπατάνε με τροχούς και με ερπύστριες
Σπαρτά, σπιτάκια, προσευχές, χαμόγελα…
Μια έρημος με βήμα στρατιωτικό,
Συντεταγμένο και αμείλικτο απλώνεται τριγύρω μας…
Φαέθοντα,
Νέε αφέντη τ’ ουρανού,
Κράτα γερά τα χαλινά που κληρονόμησες απ’ τον σοφό Απόλλωνα.
Τα άλογα που κυβερνάς έγιναν λογικά:
Ανεβοκατεβαίνουν και ελίσσονται,
Κρύβονται σε προπέτασμα καπνού,
Καίνε τα δάση για οικόπεδα,
Κοπρίζουν λίμνες, θάλασσες και ποταμούς,
Τσαλαπατάνε με τροχούς και με ερπύστριες
Σπαρτά, σπιτάκια, προσευχές, χαμόγελα…
Μια έρημος με βήμα στρατιωτικό,
Συντεταγμένο και αμείλικτο απλώνεται τριγύρω μας…
VΙΙΙ
Σαν παραμύθι
Εκεί στην Αφρική,
Τη γη με τα καψαλισμένα παιδικά χαμόγελα,
Τα σκούρα της ψυχής παράθυρα
Που τα πολιορκεί πηχτό σκοτάδι αγκαθωτό,
Σταμάτησε ο ήλιος.
Ως κι αυτός δε μπόρεσε να προσπεράσει αδιάφορος.
Κατέβηκε ο Φαέθοντας εν μέσω των λεόντων:
Παλικάρι αμούστακο θρεμμένο με φιλοτιμία ελληνοπρεπή,
Αιδώ και σέβας των Θεών.
Αλλά τι να προλάβει;
Πόσους νεκρούς να παραδώσει στον παμφάγο Πλούτωνα;
Ποιους θρήνους, ποιες κατάρες ν’ αναπέμψει στον Αρμαγεδώνα;
Είναι κι αυτοί οι σιδερένιοι γύπες που σκοτείνιασαν τον ουρανό
Κι αυτή η μπόχα που αναδίνουν τα ποτάμια και οι λίμνες,
Κι αυτή η όξινη βροχή
Που, βιτριόλι, καίει τις σάρκες και τρυπάει τα όνειρα ως το μεδούλι!...
Μάζεψε απ’ τη γη τα μάτια που του γλίστρησαν
Με των δακρύων τον κατακλυσμό,
Μαστίγωσε το επαναστατημένο του φιλότιμο,
Μπήκε στο ασημένιο ανάκλιντρο της καθημερινής επιστροφής,
Έδεσε την ευαισθησία στο κατάρτι,
Έβαλε αυτόματο πιλότο και ξεκίνησε για την αυριανή ανατολή.
Το μεροκάματο του τρόμου που τον περιμένει…
Εκεί στην Αφρική,
Τη γη με τα καψαλισμένα παιδικά χαμόγελα,
Τα σκούρα της ψυχής παράθυρα
Που τα πολιορκεί πηχτό σκοτάδι αγκαθωτό,
Σταμάτησε ο ήλιος.
Ως κι αυτός δε μπόρεσε να προσπεράσει αδιάφορος.
Κατέβηκε ο Φαέθοντας εν μέσω των λεόντων:
Παλικάρι αμούστακο θρεμμένο με φιλοτιμία ελληνοπρεπή,
Αιδώ και σέβας των Θεών.
Αλλά τι να προλάβει;
Πόσους νεκρούς να παραδώσει στον παμφάγο Πλούτωνα;
Ποιους θρήνους, ποιες κατάρες ν’ αναπέμψει στον Αρμαγεδώνα;
Είναι κι αυτοί οι σιδερένιοι γύπες που σκοτείνιασαν τον ουρανό
Κι αυτή η μπόχα που αναδίνουν τα ποτάμια και οι λίμνες,
Κι αυτή η όξινη βροχή
Που, βιτριόλι, καίει τις σάρκες και τρυπάει τα όνειρα ως το μεδούλι!...
Μάζεψε απ’ τη γη τα μάτια που του γλίστρησαν
Με των δακρύων τον κατακλυσμό,
Μαστίγωσε το επαναστατημένο του φιλότιμο,
Μπήκε στο ασημένιο ανάκλιντρο της καθημερινής επιστροφής,
Έδεσε την ευαισθησία στο κατάρτι,
Έβαλε αυτόματο πιλότο και ξεκίνησε για την αυριανή ανατολή.
Το μεροκάματο του τρόμου που τον περιμένει…
ΧΧΙΙΙ
Φωτεινή γραμμή
Φαέθων,
Φωτεινή γραμμή
Που σχίζεις τ’ ουρανού το καταπέτασμα,
Αστέρι βιαστικό, που κόβεσαι
Και πέφτεις μες στους ανοιχτούς κόρφους των κοριτσιών
Να γονιμοποιήσεις τις ευχές,
Να γεννηθούν χαμόγελα,
Αφήνοντας μια κόκκινη γραμμή
Στα μάτια και στης μνήμης το στερέωμα…
Φωτεινή γραμμή
Φαέθων,
Φωτεινή γραμμή
Που σχίζεις τ’ ουρανού το καταπέτασμα,
Αστέρι βιαστικό, που κόβεσαι
Και πέφτεις μες στους ανοιχτούς κόρφους των κοριτσιών
Να γονιμοποιήσεις τις ευχές,
Να γεννηθούν χαμόγελα,
Αφήνοντας μια κόκκινη γραμμή
Στα μάτια και στης μνήμης το στερέωμα…
Γιάννης Τζανής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου