Γερμενής Βασίλειος- Αναμονή στο νησί
ΜΥΘΟΙ ΑΙΣΩΠΟΥ
1 Ο Γάιδαρος και το αλάτι
Ὄνος ἅλας ἔχων ποταμὸν διέβαινεν. Ὀλισθήσας δέ, ὡς κατέπεσεν εἰς τὸ ὕδωρ, ἐκτακέντος τοῦ ἅλατος, κουφότερος ἐξανέστη. Ἡσθεὶς δὲ ἐπὶ τούτῳ, ἐπειδὴ ὕστερόν ποτε σπόγγους ἐμπεφορτισμένος κατά τινα ποταμὸν ἐγένετο, ᾠήθη ὅτι, ἐὰν πάλιν πέσῃ, ἐλαφρότερος διεγερθήσεται, καὶ δὴ ἑκὼν ὤλισθε. Συνέϐη δὲ αὐτῷ, τῶν σπόγγων ἀνασπασάντων τὸ ὕδωρ, μὴ δυνάμενον ἐξαναστῆναι ἐνταῦθα ἀποπνιγῆναι.
Οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων ἔνιοι διὰ τὰς ἰδίας ἐπινοίας λανθάνουσιν εἰς συμφορὰς ἐνσειόμενοι.
✦✦✦✦
Ένας πραματευτής (μικρέμπορος) αγόραζε διάφορα πράγματα, τα μετέφερε με το γαϊδούριτου και τα μεταπουλούσε. Έτσι, μιά φορά βρήκε σε καλή τιμή αλάτι, φόρτωσε μπόλικο στον γάιδαρο, κ πήγαινε να το πουλήσει. Καθώς περνούσαν όμως απο ένα ρεματάκι, γλίστρησε ο γάιδαρος, έπεσε στο ρέμα, κ μέχρι να ξανασηκωθεί, πολύ απο το αλάτι είχε λιώσει, οπότε το φορτίο ελάφρυνε κ ο γάιδαρος βάδιζε ξεκούραστα. Ύστερα το αφεντικό του αγόρασε περισσότερο αλάτι κ φόρτωσε στον γάιδαρο. Ο γάιδαρος είχε μάθει το κόλπο, κ τώρα όταν περνούσαν ξανά απο το ρέμα έκανε οτι τάχα γλίστρησε κ ξανάπεσε στο νερό, οπότε πάλι έλιωσε ένα μέρος απο το αλάτι κ ελάφρυνε το φορτίο του. Την επόμενη φορά, ο πραματευτής βρήκε σφουγγάρια, τα φόρτωσε στο γάιδαρο κ πήγαινε να τα πουλήσει. Σάν περνούσαν κ πάλι απο το ρέμα, ο γάιδαρος σκέφθηκε να ξανακάνει το κόλποτου (παρόλο που αυτήν τη φορά το φορτίο με τα σφουγγάρια ήταν ελαφρύ). Ξαναγλίστρησε επίτηδες ο γάιδαρος, έπεσε στο νερό, κ μέχρι να ξανασηκωθεί τα σφουγγάρια ρουφήξανε νερό κ γίνανε βαριά κ ασήκωτα, ενώ πρώτα ήταν ελαφρά.
2 Όνοι προ τον Δία
Ὄνοι ποτὲ ἀχθόμενοι ἐπὶ τῷ συνεχῶς ἀχθοφορεῖν καὶ ταλαιπωρεῖν πρέσβεις ἔπεμψαν πρὸς τὸν Δία, λύσιν τινὰ αἰτούμενοι τῶν πόνων. Ὁ δὲ αὐτοῖς ἐπιδεῖξαι βουλόμενος ὅτι τοῦτο ἀδύνατόν ἐστιν, ἔφη τότε αὐτοὺς ἀπαλλαγήσεσθαι τῆς κακοπαθείας, ὅταν οὐροῦντες ποταμὸν ποιήσωσι. Κἀκεῖνοι αὐτὸν ἀληθεύειν ὑπολαβόντες ἀπ’ ἐκείνου καὶ μέχρι νῦν ἔνθα ἂν ἀλλήλων οὖρον ἴδωσιν, ἐνταῦθα καὶ αὐτοὶ περιιστάμενοι οὐροῦσιν.
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι τὸ ἑκάστῳ πεπρωμένον ἀθεράπευτόν ἐστι.
✦✦✦✦
Τα γαϊδούρια ένιωθαν πολύ βαριά τη μοίρα τους, να κουβαλούν συνέχεια μεγάλα φορτία, σε μακριούς, συχνά δύσβατους ή ανηφορικούς δρόμους. Γι' αυτό και στείλανε πρέσβεις στον Δία παρακαλώντας τον να κάνει κάτι για να ελαφρύνουν οι κόποι τους. Ο Δίας τους απάντησε: ξέρετε πότε θα γλυτώσετε από τα φορτία; μόνο όταν κατουρώντας κάνετε ποταμό! Αυτό ήταν ένα σχήμα λόγου που εννοούσε οτι ποτέ τα γαϊδούρια δέν θα γλυτώσουν από τα βάσανα των φορτίων. Τα γαϊδούρια όμως αυτόν το λόγο τον πήρανε κυριολεκτικά, και βάλθηκαν να κατουράνε για να κάνουνε ποταμό. Και από τότε, επειδή στο μυαλό τους το κατούρημα συνδέθηκε με την ελπίδα απαλλαγής από τα βάσανα, όταν ένα γαϊδούρι δεξ κάποιο ζώο ή άνθρωπο να κατουράει, σταματάει εκεί που βρίσκεται, το γαϊδούρι και κατουράει και εκείνο.
Byzantine Mosaic of the 5th century - floor mosaic scene: Child and donkey, fragment *
3 Ὄνος νομιζόμενος λέων εἶναι
Ὄνος ἐπεθύμει λέων εἶναι δοκεῖν. Καὶ μεταθεῖναι τὴν φύσιν οὐκ ἔχων ἐπὶ τοῦ σχήματος ἀνεπλήρου τὸν πόθον, καὶ λεοντῆν περικείμενος, οἷα λέων τοὺς τῶν γεωργῶν ἐλυμαίνετο πόνους. Καὶ πνεύσας βιαιότερος ἄνεμος γυμνοῖ μὲν αὐτὸν τοῦ προκαλύμματος, φανέντα δὲ ὄνον ῥοπάλοις ἀνῄρουν ὧν τοὺς πόνους κατήσθιεν.
Κόσμος ἐπείσακτος τοῖς χρωμένοις γίνεται κίνδυνος.
✦✦✦✦
Ένας γάιδαρος ζήλευε τα λιοντάρια γιατί τα φοβούνταν όλοι, κ ήθελε να τον περνάνε κ εκείνον για λιοντάρι. Βεβαίως δέν μπορούσε να αλλάξει την φύσητου κ να γίνει λιοντάρι, οπότε βρήκε λύση να φορέσει το τομάρι ενός λιονταριού. Έτσι κ έκανε. Ντυμένος με το τομάρι του λιονταριού τριγύριζε τα χωραφια κ τρόμαζε τους ανθρώπους. Σάν έφευγαν οι άνθρωποι τρομαγμένοι, ο γάιδαρος καταβρόχθιζε τα γεννήματα κ τους καρπούς των χωραφιών κ περιβολιών. Ώσπου κάποτε φύσηξε θυελλώδης άνεμος κ πήρε μακριά τη λεοντή του γαϊδάρου. Τότε τον καταλάβανε τί παιχνίδι έπαιζε, κ τον έκαναν τουλούμι στο ξύλο.
Donkeys in an Egyptian painting c. 1298–1235 BC
4 Ὄνος ἵππον μακαρίζων
Ὄνος ἵππον ἐμακάριζεν, ὡς ἀφθόνως τρεφόμενον καὶ ἐπιμελῶς, αὐτὸς μηδ᾿ ἀχύρων ἅλις ἔχων, καὶ ταῦτα πλεῖστα ταλαιπωρῶν. Ἐπεὶ δὲ καιρὸς ἐπέστη πολέμου, καὶ ὁ στρατιώτης ἔνοπλος ἀνέβη τὸν ἵππον, πανταχόσε τοῦτον ἐλαύνων, καὶ δὴ καὶ μέσον τῶν πολεμίων εἰσήλασε, καὶ ὁ ἵππος πληγεὶς ἔκειτο. Ταῦτα ἑωρακὼς ὁ ὄνος τὸν ἵππον μεταβαλλόμενος ἐταλάνιζεν. Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι οὐ δεῖ τοὺς ἄρχοντας καὶ πλουσίους ζηλοῦν, ἀλλὰ τὸν κατ᾿ ἐκείνων φθόνον καὶ τὸν κίνδυνον ἀναλογιζομένους τὴν πενίαν ἀγαπᾶν.
(variant version from Chambry's first edition)
Ὄνος ἵππον μακαρίζων
Ὄνος δέ ποτε ἐμακάριζεν ἵππον
διὰ τὴν τροφὴν αὐτοῦ καὶ θεραπείαν,
αὑτοῦ δὲ τύχην ὄνος κατεμυκτήρει,
ὡς ἀχθοφόρου καὶ πολλὰ κοπιῶντος,
οὐδὲ ἄχυρον λαμβάνοντος εἰς κόρον.
Ὅτε δ᾿ ἐπέστη ὁ καιρὸς τοῦ πολέμου,
ὁ στρατιώτης σὺν τοῖς ὅπλοις ἐπέβη
ὧδε κἀκεῖσε τὸν ἵππον ἐγκεντρίζων.
Ὁ δὲ εἰς μέσον ἐμβὰς τῶν πολεμίων
ξιφήρης εὐθὺς ἔκειτο ἐπ᾿ ἐδάφους.
Ὡς οὖν ἑώρα τοῦτον ευθὺς ὁ ὄνος,
μετεβάλλετο καὶ τὸν ἵππον ἠλέει.
Ὅτι τοὺς πλουσίους καὶ ἄρχοντας οὐ δεῖ ζηλοῦν, ἀλλὰ τὸν κατ᾿ ἐκείνων φθόνον καὶ κίνδυνον ἀναλογιζομένους ἀγαπᾶν χρὴ τὴν πενίαν, ἡσυχίας μητέρα.
✦✦✦✦
Ένας δυστυχής γάιδαρος έβλεπε ένα άλογο που το καλοταΐζανε με δημητριακά, το πλένανε, το ξυστρίζανε κ δέν του βάζανε βαριές δουλειές να κάνει, "ενώ εγώ", έλεγε ο γάιδαρος, "τόσες βαριές δουλειές που κάνω κ με την απειλή ξυλοδαρμού, μόνο άχυρο μου δίνουνε να τρώω κ εκείνο ακόμη όχι αρκετό για να χορτάσω".Σάν ήρθε καιρός πολέμου, ο άνθρωπος σέλλωσε το άλογο κ πήγε στη μάχη, τρέχοντας με το άλογο μιά εδώ μιά εκεί, άλλοτε σε επίθεση κ άλλοτε σε άμυνα, ώσπου, σάν ρίχτηκε στο μέσο των εχθρών, το άλογο έφαγε μιά σπαθιά κ κείτονταν τραυματισμένο. Σάν το είδε αυτό ο γάιδαρος, παρηγορήθηκε για τη σκληρή ζωήτου κ λυπότανε το άλογο.
Horse and Donkey by James Ward
Διαβάστε και άλλους Μύθους εδώ:
ΣΞΒ' – Ὄνοι πρὸς τὸν Δία
ΣΞΓ' – Ὄνον ἀγοράζων
ΣΞΔ' – Ὄνος ἄγριος καὶ ὄνος ἥμερος
ΣΞΕ' – Ὄνος ἅλας βαστάζων
ΣΞΣΤ' – Ὄνος βαστάζων ἄγαλμα
ΣΞΖ' – Ὄνος ἐνδυσάμενος λεοντῆν καὶ ἀλώπηξ
ΣΞΗ' – Ὄνος ἵππον μακαρίζων
ΣΞΘ' – Ὄνος καὶ ἀλεκτρυὼν καὶ λέων
ΣΟ' – Ὄνος καὶ ἀλώπηξ καὶ λέων
ΣΟΑ' – Ὄνος καὶ βάτραχοι
ΣΟΒ' – Ὄνος καὶ ἡμίονος ἐξ ἴσου ἐμπεφορτισμένοι
ΣΟΓ' – Ὄνος καὶ κηπουρός
ΣΟΔ' – Ὄνος καὶ κόραξ καὶ λύκος
ΣΟΕ' – Ὄνος καὶ κύων
ΣΟΣΤ' – Όνος και κύων συνοδοιπορούντες
ΣΟΖ' – Ὄνος καὶ ὀνηλάτης
ΣΟΗ' – Ὄνος καὶ τέττιγες
ΣΟΘ' – Ὄνος νομιζόμενος λέων εἶναι
ΣΠ' – Ὄνος παλιούρους ἐσθίων καὶ ἀλώπηξ
ΣΠΑ' – Ὄνος πατήσας σκόλοπα καὶ λύκος
https://el.wikisource.org
Κώστας Βάρναλης - Η μπαλάντα του κυρ Μέντιου
Δε λυγάνε τα ξεράδια
και πονάνε τα ρημάδια!
Kούτσα μια και κούτσα δυο,
της ζωής το ρημαδιό.
Mεροδούλι, ξενοδούλι!
Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι·
ούλοι: δούλοι, αφεντικό
και μ' αφήναν νηστικό.
Tα παιδιά, τα καλοπαίδια,
παραβγαίνανε στην παίδεια,
με κοτρώνια στα ψαχνά,
φούχτες μύγα στ' αχαμνά!
Aνωχώρι, Kατωχώρι,
ανηφόρι, κατηφόρι
και με κάμα και βροχή,
ώσπου μου βγαινε η ψυχή.
Eίκοσι χρονώ γομάρι
σήκωσα όλο το νταμάρι
κ' έχτισα, στην εμπασιά
του χωριού, την εκκλησιά.
Kαι ζεβγάρι με το βόδι
(άλλο μπόι κι άλλο πόδι)
όργωνα στα ρέματα
τ' αφεντός τα στρέμματα.
Kαι στον πόλεμ' «όλα για όλα»
κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνονται οι λαοί
για τ' αφέντη το φαΐ.
Kαι γι' αφτόνε τον ερίφη
εκουβάλησα τη νύφη
και την προίκα της βουνό,
την τιμή της ουρανό!
Aλλ' εμένα σε μια σφήνα
μ' έδεναν το Mάη το μήνα
στο χωράφι το γυμνό
να γκαρίζω, να θρηνώ.
Kι ο παπάς με την κοιλιά του
μ' έπαιρνε για τη δουλειά του
και μου μίλαε κουνιστός:
― Σε καβάλησε ο Xριστός!
Δούλεβε για να στουμπώσει
όλ' η Xώρα κ' οι Kαμπόσοι.
Mη ρωτάς το πώς και τί,
να ζητάς την αρετή!
― Δε βαστάω! Θα πέσω κάπου!
― Nτράπου! Tις προγόνοι ντράπου!
― Aντραλίζομαι!... Πεινώ!...
― Σουτ! Θα φας στον ουρανό!
K' έλεα: όταν μιαν ημέρα
παρασφίξουνε τα γέρα,
θα ξεκουραστώ κ' εγώ,
του θεού τ' αβασταγό!
Όχι ξύλο! Φόρτωμα όχι!
Θα μου δώσουνε μια κόχη,
λίγο πιόμα και σανό,
σύνταξη τόσω χρονώ!
Kι όταν ένα καλό βράδι
θα τελειώσει μου το λάδι
κι αμολήσω την πνοή
(ένα πουφ! είν' η ζωή),
η ψυχή μου θενά δράμει
στη ζεστή αγκαλιά τ' Aβράμη,
τ' άσπρα, τ' αχερένια του
να φιλάει τα γένια του!...
Γέρασα κι ως δε φελούσα
κι αχαΐρευτος κυλούσα,
με πετάξανε μακριά
να με φάνε τα θεριά.
Kωλοσούρθηκα και βρίσκω
στη σπηλιά τον Άη Φραγκίσκο:
-"Xαίρε φως αληθινόν
και προστάτη των κτηνών!
Σώσε το γέρο κυρ Mέντη
απ' την αδικιά τ' αφέντη
συ που δίδαξες αρνί
τον κυρ λύκο να γενεί!
Tο σκληρόν αφέντη κάνε
από λύκο άνθρωπο κάνε!..."
Mα με την κουβέντ' αφτή
πόρτα μού κλεισε κι αφτί.
Tότενες το μάβρο φίδι
το διπλό του το γλωσσίδι
πίσου από την αστοιβιά
βγάζει και κουνάει με βια:
― "Φως ζητάνε τα χαϊβάνια
κ' οι ραγιάδες απ' τα ουράνια,
μα θεοί κι οξαποδώ
κει δεν είναι παρά δω.
Aν το δίκιο θες, καλέ μου,
με το δίκιο του πολέμου
θα το βρείς. Oπού ποθεί
λεφτεριά, παίρνει σπαθί.
Mη χτυπάς τον αδερφό σου -
τον αφέντη τον κουφό σου!
Kαι στον ίδρο το δικό
γίνε συ τ' αφεντικό.
Xάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο,
χάιντε Σύμβολον αιώνιο!
Aν ξυπνήσεις, μονομιάς
θά ρτει ανάποδα ο ντουνιάς.
Kοίτα! Oι άλλοι έχουν κινήσει
κ' έχ' η πλάση κοκκινήσει
κι άλλος ήλιος έχει βγει
σ' άλλη θάλασσ', άλλη γη".
(από τα Ποιητικά, O Kέδρος 1956)
http://www.snhell.gr/
Ήθελα να ’χω ένα σπίτι εξοχικό
μ’ έναν πολύ μεγάλο κήπο— όχι τόσο
για τα λουλούδια, για τα δένδρα, και τες πρασινάδες
(βέβαια να βρίσκονται κι αυτά· είν’ ευμορφότατα)
αλλά για να ’χω ζώα. A να ’χω ζώα!
Τουλάχιστον επτά γάτες— οι δυο κατάμαυρες,
και δυό σαν χιόνι κάτασπρες, για την αντίθεσι.
Έναν σπουδαίο παπαγάλο, να τον αγρικώ
να λέγει πράγματα μ’ έμφασι και πεποίθησιν.
Aπό σκυλιά, πιστεύω τρία θα μ’ έφθαναν.
Θα ’θελα και δυό άλογα (καλά είναι τ’ αλογάκια).
Κ’ εξ άπαντος τρία, τέσσαρα απ’ τ’ αξιόλογα,
τα συμπαθητικά εκείνα ζώα, τα γαϊδούρια,
να κάθονται οκνά, να χαίροντ’ οι κεφάλες των.
Δ. Καμπούρογλου - Ονομαχία
«Δυό γάδαροι μαλώνανε σε ξένον αχυρώνα
δίνουν κλωτσαίς συχναίς πυκναίς,
χαλούν τον κόσμο απ' τις φωνές
δαγκάνει ένας τ' αλλουνού τ' αυτιά και τη σαγόνα.
"Ποιος σούδωσε την άδεια 'δω μέσα να πατήσης;"
φωνάζει ο μαυριδερός.
Και απαντά ο σταχτερός:
"Και συ με τι δικαίωμα ήρθες να με συγχύσης;"
Κι ενώ μπροστά τους είχανε πίτουρα και κριθάρι
άχυρο, βύκο και σανό,
στήσαν καυγά αληθινό
και δεν τολμά κανείς τους ούτε μεζέ να πάρη.
Κι απ' τον πολύ τον θόρυβο κι ο νοικοκύρης φτάνει,
κρατάει ρόπαλο γερό,
χωρίς να χάσει δε καιρό
τα δυο πλευρά τους μαλακά σαν την κοιλιά τους κάνει.
Τους φίλιωσε η δυστυχία, η πίκρα, το φαρμάκι,
ένας τον άλλον χαιρετά
λένε πως ήσαν χωρατά
κ' επήραν τον κατήφορο και τρώνε θυμαράκι.»
https://iranon.gr/
Στο λιβάδι ξεχασμένος
ἕνας γάιδαρος βοσκοῦσε,
τίποτ’ ἄλλο δεν ζητοῦσε
ὁ καημένος.
Το χορτάρι του μασοῦσε
κι ἦταν τρισευτυχισμένος,
καὶ το ξύλο λησμονοῦσε
ὁ καημένος.
Και την τύχη εὐχαριστοῦσε,
που δεν ἧταν φορτωμένος,
και τα δυό του αὐτιά κουνοῦσε
ὁ καημένος.
Τους ἐχθρούς του συγχωροῦσε
κι ἤτανε συγχωρεμένος,
και τον κόσμο ἀγαποῦσε
ὁ καημένος.
Τον Θεό παρακαλοῦσε,
για να μείνῃ ἐκεῖ δεμένος
και να βόσκῃ ὅσο θα ζοῦσε
ὁ καημένος.
ΣΞΒ' – Ὄνοι πρὸς τὸν Δία
ΣΞΓ' – Ὄνον ἀγοράζων
ΣΞΔ' – Ὄνος ἄγριος καὶ ὄνος ἥμερος
ΣΞΕ' – Ὄνος ἅλας βαστάζων
ΣΞΣΤ' – Ὄνος βαστάζων ἄγαλμα
ΣΞΖ' – Ὄνος ἐνδυσάμενος λεοντῆν καὶ ἀλώπηξ
ΣΞΗ' – Ὄνος ἵππον μακαρίζων
ΣΞΘ' – Ὄνος καὶ ἀλεκτρυὼν καὶ λέων
ΣΟ' – Ὄνος καὶ ἀλώπηξ καὶ λέων
ΣΟΑ' – Ὄνος καὶ βάτραχοι
ΣΟΒ' – Ὄνος καὶ ἡμίονος ἐξ ἴσου ἐμπεφορτισμένοι
ΣΟΓ' – Ὄνος καὶ κηπουρός
ΣΟΔ' – Ὄνος καὶ κόραξ καὶ λύκος
ΣΟΕ' – Ὄνος καὶ κύων
ΣΟΣΤ' – Όνος και κύων συνοδοιπορούντες
ΣΟΖ' – Ὄνος καὶ ὀνηλάτης
ΣΟΗ' – Ὄνος καὶ τέττιγες
ΣΟΘ' – Ὄνος νομιζόμενος λέων εἶναι
ΣΠ' – Ὄνος παλιούρους ἐσθίων καὶ ἀλώπηξ
ΣΠΑ' – Ὄνος πατήσας σκόλοπα καὶ λύκος
https://el.wikisource.org
Pablo Picasso (1881-1973), Δον Κιχώτης
Συναξάριον του τιμημένου γαδάρου
Συναξάρι του τιμημένου γαϊδάρου
Μεσαιωνικό ελληνικό έπος γραμμένο, γύρω στα μέσα του 15ου αι., σε κάποιο από τα νησιά του Ιόνιου ή πιθανότατα στην Κρήτη. Είναι πολύ διαδομένο στην Ευρώπη και την Αφρική, γι’ αυτό και θεωρείται διεθνές. Πιστεύεται ότι προέρχεται από πανάρχαιους ινδικούς και αισώπειους μύθους, ο αρχικός του πυρήνας όμως είναι γνήσια ελληνικός. Το σατιρικό αυτό ποίημα αποτελείται από 393 ανομοιοκατάληκτους στίχους, διασώθηκε όμως και μεταγενέστερη παραλλαγή από 540 ομοιοκατάληκτους στίχους, που έχει τον τίτλο Γαδάρου λύκου κι αλουπούς διήγησις ωραία. Η γλώσσα είναι η συνηθισμένη δημώδης των μεσαιωνικών δημοτικών κειμένων, έχει όμως πολλές ιταλικές λέξεις. Υπόθεση του ποιήματος είναι η ματαίωση της απόπειρας του λύκου και της αλεπούς να καταβροχθίσουν το γάιδαρο. Πάνω σε ένα πλοίο εξομολογείται καθένας από τους τρεις ταξιδιώτες τα αμαρτήματα του και, ενώ οι δύο συνωμότες (λύκος και αλεπού) παίρνουν άφεση, ο γάιδαρος καταδικάζεται σε θάνατο. Με την πανουργία του όμως ρίχνει και τους δύο στη θάλασσα και το ποίημα τελειώνει με εγκώμιο του νικητή - γάιδαρου. Το ποίημα δημοσιεύτηκε από το Β. Βάγκνερ και η παραλλαγή του (γνωστή και ως Γαϊδάρου φυλλάδα) από τον Γ. Γκριμ.
✦✦✦✦
Σατιρικό και διδακτικό ανομοιοκατάληκτο στιχούργημα του 14ου-15ου αιώνα με χιουμοριστικό και σκωπτικό τόνο. Το έργο ανήκει στην παράδοση των διηγήσεων στις οποίες πρωταγωνιστούν ζώα με ανθρωπομορφικά στοιχεία· εν προκειμένω, ήρωες είναι η αλεπού, ο λύκος και ο γάιδαρος. Τον 16ο αιώνα διασκευάστηκε σε ομοιοκατάληκτους στίχους και αναδείχθηκε σε ένα από τα δημοφιλέστερα λαϊκά αναγνώσματα του νέου ελληνισμού.
Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας, ο γάιδαρος, περνάει τα πάνδεινα στα χέρια του αφέντη του, αλλά, σαν να μην έφτανε αυτό, πέφτει και θύμα σκευωρίας του λύκου και της αλεπούς, οι οποίοι τον παρασέρνουν σε ένα θαλάσσιο ταξίδι.
1- 33
Ὁ γάδαρος ὁ ταπεινὸς καὶ περιφρονημένος
καὶ πάντα κακορίζικος ἔτυχεν εἰς αὐθέντη
πτωχὸν καὶ κακομάζαλον, κακὰ δυστυχισμένον·
ποτέ του ’δὲν ἐχόρτασεν, ποτέ του οὐκ ἀναπαύτη.
Ἀλλ’ ὅμως καὶ τάχα καὶ ποτέ, λαμπρὰ ἡμέρα ἦτον,
ἐπέστρωσαν, ἀπόλυσαν τὸν γάδαρον ἐκεῖνον,
τάχα νὰ παραβοσκινθῆ, καμπόσο νὰ ἀνασάνη
ἀπὸ τὸν κόπον τὸν πολὺν καὶ τὴν ταλαιπωρίαν.
Κ’ ἐκεῖ παραβοσκίζετον κοντὰ πρὸς τὸ ρυάκιν.
Ὁ λύκος μὲ τὴν ἀλουποῦ ἤρχονταν κυνηγώντας,
εὑρίσκουσιν τὸν γάδαρον καὶ καλοχαιρετοῦν τον:
«Καλῶς σὲ ηὕραμεν, γάδαρε, αὐθέντη, καλῶς κάμνεις;
Καλῶς ποιεῖς; Καλῶς τὰ χαίρεσαι; Καλῶς τὸ ἀμπουκώνεις;
Ἐμεῖς ἀκόμη νηστικοὶ εἴμεσθεν ἕως τώρα
Τί νὰ ποιήσωμεν καὶ ἡμεῖς ὡς διὰ νὰ προγευτοῦμε;»
Ὁ δὲ ἰδὼν ὁ γάδαρος αὐτοὺς τριγύῥ ’στέκουν,
καὶ τί λαλοῦσι πρὸς αὐτὸν καὶ πῶς τὸν παραβλέπουν,
ἐνόησεν ὡς φρόνιμος τὰ μέλλοντα γενέσθαι,
καὶ τὸ φαγεῖν ἐστάθηκεν, κακὰ ἀναστενάζει,
ἀπιλογεῖται πρὸς αὐτοὺς μετὰ πολλῶν τῶν ἄλλων,
καὶ τοῦτον τὸ ἐφεύρεμαν μετὰ πολλοὺς τοὺς λόγους εἶπεν:
«Ἐγὼ ταλαίπωρον πτωχὸν ζῶον εἰμὶ τοῦ κόσμου,
εἰς τὸ κορμί μου ’δὲν ἔχω κρέας ἀλλ’ οὐδὲ αἷμα,
κλονίζομαι νὰ περπατῶ, τρέμω νὰ θέλω πέσει
Καὶ ὁ αὐθέντης ὁ πικρὸς ὁποὺ ἐμέναν εἶχεν,
κανεὶς οὐδὲν τὸν ἔσφαλεν νὰ μὴν τὸν θανατώση.
Κ’ ἐγὼ θωρῶ τὸ κάλλος σας, τὴν ὡραιότητάν σας,
τὴν παίδευσιν καὶ φρόνεσιν τὴν ἔχετε εἰς τὸν κόσμον,
καὶ θέλω διὰ νὰ ἐγλυτώσετε, νά ’χετε τὴν ζωήν σας,
καὶ φύγετε πολλὰ γοργὰ, ὅτι αὐτὸς βιγλίζει.
Ἔχει καὶ σκύλους δυνατούς, τριάκοντα καὶ πλέον,
ζαγάρια, βαρύσκυλους, ζαγαρογυρευτάδες,
λαγωνικούς, χοντρόσκυλους ἀπὸ τὴν Λουμπαρδέαν.
Διαβάστε περισσότερα εδώ :http://georgakas.lit.auth.gr/
Μεγαλυνάριον
Ἐπί πώλου ὄνου εἰς τήν Σιών, εἰσῆλθες Σωτήρ μου, ὑπό παίδων καί τῶν βρεφῶν, αἰνούμενος Λόγε, τό Ὠσαννά βοώντων, εὐλογητός ὁ ἥκων, σῶσαι τόν ἄνθρωπον.
Σπύρος Παπαλουκάς
Μεγαλυνάριον
Ἐπί πώλου ὄνου εἰς τήν Σιών, εἰσῆλθες Σωτήρ μου, ὑπό παίδων καί τῶν βρεφῶν, αἰνούμενος Λόγε, τό Ὠσαννά βοώντων, εὐλογητός ὁ ἥκων, σῶσαι τόν ἄνθρωπον.
A statue of a man with a donkey located in the Plaza de la Romanilla within the city of Granada
Δε λυγάνε τα ξεράδια
και πονάνε τα ρημάδια!
Kούτσα μια και κούτσα δυο,
της ζωής το ρημαδιό.
Mεροδούλι, ξενοδούλι!
Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι·
ούλοι: δούλοι, αφεντικό
και μ' αφήναν νηστικό.
Tα παιδιά, τα καλοπαίδια,
παραβγαίνανε στην παίδεια,
με κοτρώνια στα ψαχνά,
φούχτες μύγα στ' αχαμνά!
Aνωχώρι, Kατωχώρι,
ανηφόρι, κατηφόρι
και με κάμα και βροχή,
ώσπου μου βγαινε η ψυχή.
Eίκοσι χρονώ γομάρι
σήκωσα όλο το νταμάρι
κ' έχτισα, στην εμπασιά
του χωριού, την εκκλησιά.
Kαι ζεβγάρι με το βόδι
(άλλο μπόι κι άλλο πόδι)
όργωνα στα ρέματα
τ' αφεντός τα στρέμματα.
Kαι στον πόλεμ' «όλα για όλα»
κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνονται οι λαοί
για τ' αφέντη το φαΐ.
Kαι γι' αφτόνε τον ερίφη
εκουβάλησα τη νύφη
και την προίκα της βουνό,
την τιμή της ουρανό!
Aλλ' εμένα σε μια σφήνα
μ' έδεναν το Mάη το μήνα
στο χωράφι το γυμνό
να γκαρίζω, να θρηνώ.
Kι ο παπάς με την κοιλιά του
μ' έπαιρνε για τη δουλειά του
και μου μίλαε κουνιστός:
― Σε καβάλησε ο Xριστός!
Δούλεβε για να στουμπώσει
όλ' η Xώρα κ' οι Kαμπόσοι.
Mη ρωτάς το πώς και τί,
να ζητάς την αρετή!
― Δε βαστάω! Θα πέσω κάπου!
― Nτράπου! Tις προγόνοι ντράπου!
― Aντραλίζομαι!... Πεινώ!...
― Σουτ! Θα φας στον ουρανό!
K' έλεα: όταν μιαν ημέρα
παρασφίξουνε τα γέρα,
θα ξεκουραστώ κ' εγώ,
του θεού τ' αβασταγό!
Όχι ξύλο! Φόρτωμα όχι!
Θα μου δώσουνε μια κόχη,
λίγο πιόμα και σανό,
σύνταξη τόσω χρονώ!
Kι όταν ένα καλό βράδι
θα τελειώσει μου το λάδι
κι αμολήσω την πνοή
(ένα πουφ! είν' η ζωή),
η ψυχή μου θενά δράμει
στη ζεστή αγκαλιά τ' Aβράμη,
τ' άσπρα, τ' αχερένια του
να φιλάει τα γένια του!...
Γέρασα κι ως δε φελούσα
κι αχαΐρευτος κυλούσα,
με πετάξανε μακριά
να με φάνε τα θεριά.
Kωλοσούρθηκα και βρίσκω
στη σπηλιά τον Άη Φραγκίσκο:
-"Xαίρε φως αληθινόν
και προστάτη των κτηνών!
Σώσε το γέρο κυρ Mέντη
απ' την αδικιά τ' αφέντη
συ που δίδαξες αρνί
τον κυρ λύκο να γενεί!
Tο σκληρόν αφέντη κάνε
από λύκο άνθρωπο κάνε!..."
Mα με την κουβέντ' αφτή
πόρτα μού κλεισε κι αφτί.
Tότενες το μάβρο φίδι
το διπλό του το γλωσσίδι
πίσου από την αστοιβιά
βγάζει και κουνάει με βια:
― "Φως ζητάνε τα χαϊβάνια
κ' οι ραγιάδες απ' τα ουράνια,
μα θεοί κι οξαποδώ
κει δεν είναι παρά δω.
Aν το δίκιο θες, καλέ μου,
με το δίκιο του πολέμου
θα το βρείς. Oπού ποθεί
λεφτεριά, παίρνει σπαθί.
Mη χτυπάς τον αδερφό σου -
τον αφέντη τον κουφό σου!
Kαι στον ίδρο το δικό
γίνε συ τ' αφεντικό.
Xάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο,
χάιντε Σύμβολον αιώνιο!
Aν ξυπνήσεις, μονομιάς
θά ρτει ανάποδα ο ντουνιάς.
Kοίτα! Oι άλλοι έχουν κινήσει
κ' έχ' η πλάση κοκκινήσει
κι άλλος ήλιος έχει βγει
σ' άλλη θάλασσ', άλλη γη".
(από τα Ποιητικά, O Kέδρος 1956)
http://www.snhell.gr/
August Macke - Donkeys in the palms
Αργύρης Εφταλιώτης -Ο μπαρμπα-Γιάννης κι ο γάδαρός του
Αν έχει ιστορία ο μπαρμπα-Γιάννης, τη χρωστάει στο γάδαρό του. Επειδή ο γάδαρός του —Ψαρό τον έλεγε, ας τον πούμε και μεις Ψαρό— δούλεψε καλά στη ζωή, του, από την ώρα που σήκωσε σαμάρι η ράχη του. Επειδή στάθηκε καλότυχος γάδαρος ο Ψαρός, μ' όλη του τη βαριά δουλειά που έκαμε στη ζωή του. Επειδή ήτανε γάδαρος με χαρακτήρα ο Ψαρός, και τον έδειξε τον χαρακτήρα του τότες που τον είχε ο μπαρμπα-Γιάννης έξι μήνες δεμένο στο μαγγανοπήγαδό του, έξι ζεστούς καλοκαιρινούς μήνες που μπορούσαν και λιοντάρι να δαμάσουν, κι ωστόσο ο Ψαρός μήτε τη δύναμή του έχασε στο ζυγό εκείνο, μήτε τη μεγάλη του φωνή, μήτε τη σβελτάδα του, όταν από καιρό σε καιρό, τον άφηνε ο αφέντης του στο χωράφι να πάρει λιγάκι αέρα, να δροσιστεί με χορτάρι χλωρό.
Όταν ο μπαρμπα-Γιάννης έχασε το περιβόλι του, άλλο δεν του έμενε παρά ο Ψαρός. Αυτός ήταν ο φίλος του, η σερμαγιά του, το στήριγμά του. Μ' αυτόνα δούλευε, μ' αυτόνα μιλούσε. Ανεβοκατέβαινε το βουναράκι του χωριού του με τον Ψαρό, και δεν ήταν πραμάτεια, δεν ήτανε λαχανικά, πωρικά, ξύλο, που δεν περνούσαν από του Ψαρού τη σταυρωτή ράχη πριν να 'ρθουνε στου μπαρμπα-Γιάννη τη γειτονιά.
Κατάντησε μπαρμπα-Γιάννης και Ψαρός να είναι ένα πράμα. Μαζί τρώγανε, μαζί περπατούσανε, μαζί κοιμούνταν. Έξω, έξω στην άκρη του χωριού, ο μπαρμπα-Γιάννης στο καλύβι ολομόναχος, ο Ψαρός στην αυλή. Έβγαινε ο μπαρμπα-Γιάννης στην πόρτα του πρωί πρωί, κι η πρώτη του καλημέρα ήτανε στον Ψαρό. Γύριζε τότες ο Ψαρός το κεφάλι κατά τον αφέντη του, σάλευε τ' αυτιά του με λαχτάρα κι αγάπη, και τον κοίταζε με μάτια πανώρια, μάτια που μπορούσε κι η πιο μαυρομάτα κοπέλα να τα ζουλέψει.
Άλλοτε πάλι, στη δουλειά απάνω, αν ήτανε μεγάλη η ζέστη, παραπολύ βαρύ το γομάρι, και τύχαινε κι ο Ψαρός να είναι κακοδιάθετος ή παρακουρασμένος, και δεν ανέβαινε τον ανήφορο με μεγάλη προθυμία, έχανε την υπομονή του ο μπαρμπα-Γιάννης, και του μιλούσε σε γλώσσα που άνθρωπος να την υποφέρει ήταν αδύνατο, κι ωστόσο ο Ψαρός την υπόφερνε, κι έκανε τα καλά του μάλιστα, επειδή το γνώριζε πως έχει και ξύλο, αν και το ξύλο ο μπαρμπα-Γιάννης δεν του το 'δινε, παρά σαν έβλεπε πως δεν περνούσαν τα λόγια. Γάδαρος γνωστικότερος από ανθρώπους πολλούς που δεν εννοούν τίποτις να σου δώσουν, με τίποτις να συμφωνήσουν, όσο λογικό και να είναι, παρά σαν δούνε σα νιώσουν τη βία, είτε στη ράχη τους, είτε κι αλλιώς.
Ηρωικός γάδαρος ο Ψαρός, διακριτικός αφέντης ο μπαρμπα-Γιάννης. Γι' αυτό έζησε ο Ψαρός και χρόνια πολλά, και τον ωφέλησε τον αφέντη του, όσο γάδαρος άνθρωπο ποτές δεν ωφέλησε.
Μα όλα τα πράματα αυτουνού του κόσμου έχουν ένα τέλος, κι είχε και του μπαρμπα-Γιάννη και του Ψαρού η αχώριστη φιλία το τέλος της.
Ανέβαινε τ' αγαπημένο ζευγάρι από τον κάμπο, μέρα μεσημέρι. Αύγουστο μήνα, με γομάρι σταφύλια. Ήταν τρυγητός, καιρό δεν είχανε να χάνουν, τα σταφύλια περίμεναν στ' αμπέλι κομμένα, να κουβαληθούνε, να ζουληχτούνε, να γίνουν πετμέζι, μούστος κρασί. Ήταν το τρίτο ταξίδι τούτο. Έπρεπε να γίνουν άλλα τρία ταξίδια, και μήτε να σταθούνε στο μισό δρόμο, να ξεκουραστούνε, δεν είχαν καιρό. Ήταν τώρα γέρος ο μπαρμπα-Γιάννης μα κι ο Ψαρός ακόμα πιο γέρος. Δεν είχε πια ο Ψαρός την πρώτη σβελτάδα του.
— Τρέχα, κακόμοιρε, του έλεγε ο μπαρμπα-Γιάννης βραχνά βραχνά, τρέχα, γιατί έχουμε άλλα τρία. Και τότες πια θα 'χεις χειμωνικόφλουδα απόψε στο φαγί σου. Άιντε και φτάσαμε κακορίζικε!
Κι έκανε ο Ψαρός να τρέξει γληγορότερα, μα τα πόδια του έτρεμαν, ήταν κατεβασμένα τ' αυτιά του, και γόγγυζε. Εκεί που γόγγυζε κοντοστέκεται, λυγίζουν τα γόνατά του, πέφτει κάτω, η άσπρη κοιλιά του στον ήλιο, τα πόδια του στον αέρα, τα κοφίνια με τα σταφύλια αποπίσω του.
Έτρεξε ο μπαρμπα-Γιάννης κατατρομασμένος, πρώτη φορά που πάθαινε τέτοιο πράμ' ο Ψαρός. Άρχισε να ξελύνει του σαμαριού το λουρί, που του παράσφιγγε την κοιλιά του Ψαρού, και του 'κοβε την αναπνοή. Το 'σκισε το λουρί με το μαχαίρι του, παραμέρισε το σαμάρι όσο μπορούσε, ύστερα παίρνει το καπίστρι, και τραβάει τον Ψαρό να τόνε σηκώσει.
— Έλα γέρο μου, σήκω καημένε, σήκω κι έχουμε τρία ταξίδια ακόμα. Σήκω και θα 'χεις και κριθάρι απόψε. Σ' αξίζει, καημένε. Σήκω. Ψαρέ μου!
Μα πού να σηκωθεί ο Ψαρός!
Σκύβει ο μπαρμπα-Γιάννης και χαδεύει τη ράχη του, το λαιμό του, το μέτωπό του, τραβάει έπειτα πάλι, του κάκου! Δε σηκώνεται ο Ψαρός!
Του πέρασε τότες από το νου του σαν αστραπή, ο φόβος μήπως έπαθε τίποτις ο Ψαρός, μήπως — κι ο φόβος μονάχα τον έκαμε να καθίσει, ν' ακουμπήσει κάπου, να συνεφέρει, να πάρει δύναμη για να μπορέσει να κοιτάξει τα μάτια του, να προσέξει την αναπνοή του, να καταλάβει αν ζει ο Ψαρός του.
Κάθισε λαχανιασμένος αφανισμένος από την κούραση, από τη βιάση του να ξελύσει το σαμάρι να παραμερίσει τα κοφίνια, από τα τράβα τράβα το καπίστρι να σηκωθεί ο Ψαρός, από τον ήλιο το φοβερό που τον έδερνε καθώς έπεφτε στην κoρφή του.
Κάθισε και σηκωμό πια δεν είχε. Μόνο έγειρε σ' ένα βράχο πλαγινό, στο μισό το δρόμο του βουνού, που ψυχή δεν φαίνονταν από πουθενά να 'ρθει και να του χύσει μια στάλα νερό να τόνε συνεφέρει.
Ξανασυλλογίστηκε άξαφνα το δόλιο τον Ψαρό και πάσκισε να συρθεί κατακεί που ήταν πλαγιασμένος, να τόνε χαδέψει, να τον κάμει να σηκωθεί, να τον καβαλικέψει έπειτα και να πάει στο καλύβι του, να συχάσουν κι οι δύο τους, κι ας πάνε στο καλό τα σταφύλια.
Μα πού να σηκωθεί πια ο μπαρμπα-Γιάννης! Όσο το συλλογιότανε να σηκωθεί, άλλο τόσο βούλιαζε μέσα στη λιγοθυμιά που τον πήρε, βούλιαζε, όλο βούλιαζε, και τώρα πια άλλο δεν έμενε μέσα στο νου του παρά να μπορέσει ν' απλώσει το χέρι του απάνω στον Ψαρό, να του δώσει να καταλάβει πως είναι κοντά του, πως παρακουράστηκε κι αυτός, και θα μείνει πλαγιασμένος, ώσπου να συνεφέρει.
Μάζεψε τη στερνή του δύναμη κι άπλωσε ο γέρος το χέρι του. Έπεσε βαριά το χέρι απάνω στον άψυχο το λαιμό του Ψαρού.
Έμεινε καθώς έπεσε το χέρι, έμεινε κι ο γέρος ασάλευτος, αμίλητος, αξύπνητος. Τίποτις δεν έφεγγε πια μέσα στο σβησμένο το νου του, και μήτε τα μερμήγκια κι οι μύγες, μήτ' αυτά δεν τον πείραζαν πια. Μόνο τον έδερνε ο ήλιος, κι αυτός κοιμούνταν τον αιώνιο τον ύπνο, κοντά στον Ψαρό του, τον ήρωα τον Ψαρό, που απόθανε στη δουλειά του απάνω, σαν πολεμιστής απάνω στο κάστρο του.
Την άλλη μέρα σε κείνο το μέρος τίποτις άλλο δεν έβλεπες παρά μερικές ρώγες σκόρπιες εδώ και εκεί. Ο μπαρμπα-Γιάννης ήτανε θαμμένος στην Άγια-Μαρίνα λίγο παραπάνω, ο δύστυχος ο Ψαρός ήταν γκρεμισμένος μέσα σε χαράδρα βαθιά παρακάτω.
Δεν τον έθαψαν τον Ψαρό κι ας δούλεψε σ' όλη του τη ζωή. Τόνε λυπήθηκαν όμως τα όρνια και του ξεγύμνωναν τ' άσπρα τα κόκαλά του, και του τα ζέσταιν' ο ήλιος και του τα 'πλεναν οι βροχές, ώσπου αφανίστηκαν και κείνα, κι άλλο τώρα δεν του μένει του κακόμοιρου του Ψαρού παρ' αυτή η μικρή ιστορία.
[πηγή: Αργύρης Εφταλιώτης, Νησιώτικες ιστορίες, Νεφέλη, Αθήνα 1989, σ. 158-162]
Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ - ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΚΗΠΟΝ Ήθελα να ’χω ένα σπίτι εξοχικό
μ’ έναν πολύ μεγάλο κήπο— όχι τόσο
για τα λουλούδια, για τα δένδρα, και τες πρασινάδες
(βέβαια να βρίσκονται κι αυτά· είν’ ευμορφότατα)
αλλά για να ’χω ζώα. A να ’χω ζώα!
Τουλάχιστον επτά γάτες— οι δυο κατάμαυρες,
και δυό σαν χιόνι κάτασπρες, για την αντίθεσι.
Έναν σπουδαίο παπαγάλο, να τον αγρικώ
να λέγει πράγματα μ’ έμφασι και πεποίθησιν.
Aπό σκυλιά, πιστεύω τρία θα μ’ έφθαναν.
Θα ’θελα και δυό άλογα (καλά είναι τ’ αλογάκια).
Κ’ εξ άπαντος τρία, τέσσαρα απ’ τ’ αξιόλογα,
τα συμπαθητικά εκείνα ζώα, τα γαϊδούρια,
να κάθονται οκνά, να χαίροντ’ οι κεφάλες των.
Eugène Verboeckhoven - Donkey and Sheep
Κώστας Καλαντζής -Η Ψιχλού
Μια φορά, στα χρόνια της Κατοχής, η θεία Κλειώ πήγαινε στο χωριό. Ο θείος ο Κλεόβουλος της είχε στείλει το μουλάρι του με το Σωκρατάκη, το ξαδερφάκι μου. Τραβούσαν τον ανήφορο, πίσω η θεία Κλειώ καθισμένη στη μούλα, μπρος ο Σωκρατάκης καβάλα στη Ψιχλού.
Ήταν η Ψιχλού, η κανελιά γαϊδούρα του θείου Πρόδρομου. Με τα ξεχειλωμένα και ευκίνητα χείλια της μάζευε απ’ όπου έβρισκε τα ψίχουλα. Για τούτο και Ψιχλού.
Την Ψιχλού τη λατρεύαμε όλα τα παιδιά. Καβαλούσαμε τέσσερις και πέντε πάνω της, στο σαμάρι και στα φαρδιά της καπούλια και άιντε άιντε, ταξιδεύαμε στους κόσμους εκείνους του ονείρου, τους χαμένους στην άκρη της γης και ακόμα παραπέρα, στους Σταματάκηδες και στα Καραγάτσα, απ’ το καλύβι του παππού του Κωνσταντίνου στο καλύβι του θείου του Πρόδρομου.
Την παιδεύαμε την Ψιχλού. Της τραβούσαμε τα μαλλιαρά αυτιά, κρεμόμασταν απ’ το λαιμό της. Εκείνη, στεκόταν. Χαμήλωνε το κεφάλι να μας ευκολύνει. Και μας κοίταζε. Τα μάτια της ήταν μεγάλα και υγρά και γαλήνια σαν σεπτεμβριανά πρωινά. Έφτανε να μας κοιτάζει κάμποσο η Ψιχλού και μερεύαμε. Τρέχαμε να της φέρουμε κληματόβεργες και πίτουρα, να τα φάει μεσ’ απ’ τις χούφτες μας.
Η Ψιχλού από τα νιάτα της είχε μια πελώρια κοιλιά, που λίγο ήθελε ν’ ακουμπήσει στο χώμα. Είχε και ένα ρυθμό: σιγανό, στρωτό και μόνιμο. Την Ψιχλού δεν τη χτύπαγε κανείς. Το ήξεραν όλοι, ήταν περιττό. Η Ψιχλού δεν άλλαζε το ρυθμό της με τίποτα. Για τη χτύπαγες, για τη σούβλαγες, εκείνη εκεί, δεν πήγαινε ούτε πιο σιγά, ούτε πιο γρήγορα. Ούτε και γινάτωνε, σαν άλλα γαϊδούρια, να στυλώσει τα ποδάρια και να μην το κουνάει.
Το χούι της Ψιχλούς, το μεγάλοι και το αγιάτρευτο ήταν άλλο. Όπου ο δρόμος είχε στα δίπλα του γκρεμό βαθύ, να κοιτάς και να ζαλίζεσαι, εκείνη ερχόταν όξω όξω και περπάταγε πάνω στο φρύδι. Όμως κανένας δε νοιαζόταν. Τόσο σταθερό ήταν το πάτημά της.
Η Ψιχλού ήταν το πιο αργό, το πιο ήμερο και το πιο σίγουρο ζωντανό του χωριού. Ως κι η νενέ η Κυριακή την μπιστευόταν την Ψιχλού. Σ’ αυτή, μόνο σ’ αυτή πρωτάφηνε τα εγγόνια της να καβαλικέψουν μόνα.
Ο Σωκρατάκης λοιπόν καθόταν καβαλικευτά πάνω στο φαγωμένο πια απ’ την πολυκαιρία σαμάρι της Ψιχλούς. Μερακλωμένος από τα σφυρίγματα των φλώρων τραγούδαγε στεντόρεια.
Ξύπνα καημένε μου ραγιάαα
ξύπνα να δεις ελευθεριάαα…
Η φωνή του βούλιαζε στο βαθύ φαράγγι, στα Χάραυλα, μάκραινε και κυμάτιζε: άαα…
Ανέβαιναν. Η Ψιχλού, κατά το συνήθειό της, άκρη άκρη στο μονοπάτι. Κόντευαν στη χαρουπιά του μπαρμπα-Ξενοφών. Εκεί ο Σωκρατάκης, σαν κάτι ξαφνικά να του ᾽ρθε στο μυαλό, παρατάει το τραγούδι. Φτιάχνεται πάνω στο σαμάρι και ντούρος, με το κεφάλι περήφανο, αρχίζει να τινάζεται ρυθμικά, μια πάνω, μια κάτω, άσχετα με τον αδιατάραχτο βηματισμό της Ψιχλούς. Έτσι κάμποσο στον ανήφορο. Μια πάνω, μια κάτω.
Και γυρίζει στη θεία Κλειώ:
- Ε, θεία, είδις; Σπουδαίους δεν είμι; Ίδιους Ιταλός δεν είμι, θεία;
- Ναι, πανάθεμά σι. Μπιτίδιους. Ίδιους ου τινέντι Ρίτσι.
Ο τενέντε Ρίτσι ήταν ο πιο κομψός κι ο πιο φημισμένος καβαλάρης της Μεραρχίας Κούνεο. Έλεγαν πως ήταν κόμης.
- Και η Ψιχλού τι απόγινε; ρώτησα τη θεία Κλειώ, όταν ξαναειδωθήκαμε μετά την Κατοχή.
- Η Ψιχλού είχε γιράσ’. Ου θείους σ’ ου Πρόδρουμους τ’ς είχε φράξ’ μια πιζούλα στα Καραγάτσα κι τ’ν άφ’ νι, αμουλ’ τη. Τ’ ς πήγινι κλαρί κι πίτουρα να τρώει κι νερό να πίν’. Καμιά φορά τ’ νι σαμάρουνι να καν’ καμιά βόλτα με κανένα πιδί, καλή ώρα όπους μι του Σουκρατάκ’ που’ κανι τουν Ιταλί κόντι. Ένα προυινό η Ψιχλού έλ’ πι. Τι έγ’ νι; Εφ’ γι, τ’ νι κλέψανι, κανένας δεν ήξιρι. Σι κάμποσις μέρις μαθεύ’ κι: τ’ νι σφάξανι τ’ Ψιχλού στου Καρλόβασ’ κι τ’ νι π’ λήσανι για κρέας..
Δ. Καμπούρογλου - Ονομαχία
«Δυό γάδαροι μαλώνανε σε ξένον αχυρώνα
δίνουν κλωτσαίς συχναίς πυκναίς,
χαλούν τον κόσμο απ' τις φωνές
δαγκάνει ένας τ' αλλουνού τ' αυτιά και τη σαγόνα.
"Ποιος σούδωσε την άδεια 'δω μέσα να πατήσης;"
φωνάζει ο μαυριδερός.
Και απαντά ο σταχτερός:
"Και συ με τι δικαίωμα ήρθες να με συγχύσης;"
Κι ενώ μπροστά τους είχανε πίτουρα και κριθάρι
άχυρο, βύκο και σανό,
στήσαν καυγά αληθινό
και δεν τολμά κανείς τους ούτε μεζέ να πάρη.
Κι απ' τον πολύ τον θόρυβο κι ο νοικοκύρης φτάνει,
κρατάει ρόπαλο γερό,
χωρίς να χάσει δε καιρό
τα δυο πλευρά τους μαλακά σαν την κοιλιά τους κάνει.
Τους φίλιωσε η δυστυχία, η πίκρα, το φαρμάκι,
ένας τον άλλον χαιρετά
λένε πως ήσαν χωρατά
κ' επήραν τον κατήφορο και τρώνε θυμαράκι.»
https://iranon.gr/
A Bronze Donkey Sculpture by Laurel Peterson Gregory
ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ -Τά ζά
Στο παρακάτω απόσπασμα από το βιβλίο Η ζωή εν τάφω (1931) του Στράτη Μυριβήλη περιγράφεται η αγριότητα του πολέμου σε μια σκηνή στην οποία εξοντώνονται ανυπεράσπιστα «επιστρατευμένα» γαϊδούρια. Τα αντιπολεμικά αισθήματα του συγγραφέα εκφράζονται με την ωμή περιγραφή της εξόντωσης των αθώων ζώων, η οποία δείχνει την παράλογη βία του πολέμου.
Τα ζα στον πόλεμο! Σήμερα από το πρωί συλλογιούμαι μόνο αυτό. Καλά εμείς οι ανθρώποι. Έχουμε τα συμφέρα μας, τις ιδεολογίες μας, τις λόξες μας, τις μεγαλομανίες και τους ενθουσιασμούς μας. Απ' όλα αυτά μαγειρεύεται περίφημα ο πόλεμος. Έχουμε και τις πονηριές μας, για να γλιτώνουμε σαν δούμε τα ζόρικα. Τ' αμπριά* μας, τα νοσοκομεία, ακόμα και τις λιποταξίες*. Όμως τ' αγαθά τα ζα που τα επιστρατεύουμε να κάμουν μαζί μας τον πόλεμο;
Θαρρώ πως, όταν καμιά φορά οι ανθρώποι βγάλουν από μέσα τους την επιληψία* του ομαδικού σκοτωμού, θα 'χουν όλο το δίκιο να ντρέπουνται σ' όλη τους τη ζωή και μόνο γι' αυτό: που τραβήξανε και τ' αθώα τα ζα στον πόλεμο. Στοχάζουμαι πως κάποτε θα είναι ένα απ' τα πιο μαύρα σημάδια της Ιστορίας των Ανθρώπων.
Η Μεραρχία μας κουβάλησε μαζί της απ' το νησί και μια συζυγαρχία γαϊδάρους. «Συζυγαρχία ημιόνων» γράφεται στα χαρτιά. Μα η αλήθεια είναι πως έχει μόνο γαϊδάρους. Υποφέρανε πολύ ώσπου να τους μπάσουνε στα βαπόρια. Το ίδιο και σαν τους ξεφορτώνανε στη Θεσσαλονίκη. Τους αρπούσε το βίντσι* μουγκρίζοντας θυμωμένα και τους σήκωνε ανάερα μέσα στη γερή φασκιά τους. Αυτό τους ξετρέλαινε. Κι η τρομάρα τους ήταν εκπληχτικά ζωγραφισμένη μέσα στα έξαλλα μάτια τους. Κλωτσούσανε στο κενό, φρουμάζανε, στριφογύριζαν τους βολβούς και το πετσί τους ρυτίδιαζε απ' τη φρίκη. Κατόπι περάσανε μαζί μας όλη τη Μακεδονία φορτωμένοι πυρομαχικά. Τα 'χανε κι αυτοί με τους Γερμανούς, με τους Τούρκους, με τους Βουλγάρους. Σα μπήκαμε 'μείς στο χαράκωμα, ο όρχος* τους στήθηκε στην Κούπα. Είναι ένα χωριό πίσω από τις γραμμές μας, ρημαγμένο από το πυροβολικό. Μένουν εκεί μονάχα κάτι Φραντσέζοι* φουρναραίοι. Εκεί στην Κούπα, μέσα σε μιαν όμορφη χαράδρα, έστησε τα παλούκια της η «Συζυγαρχία των ημιόνων» της Μεραρχίας μας.
Τα ζα ξεκουραστήκανε κάμποσες μέρες απ' το πολυμερίτικο περπάτημα που τα 'χε παραζαλισμένα στην κούραση. Ξανεσάνανε. Βρήκανε κιόλας μπόλικο χορτάρι, φάγαν και πήραν απάνω τους. Καρδάμωσαν*. Τότες προσέξανε πως ήταν χαρά Θεού πάνω στη γης, κι ο Έρωτας κέντριζε όλα τα πάντα, από τα μαμούδια ως τα λουλούδια, να μπούνε μέσα στο παναιώνιο πανηγύρι της αναπαραγωγής. Oι γαϊδάροι ακούσαν το μεγάλο κάλεσμα και απάντησαν με το ερωτικό τους σάλπισμα: παρών! Υπάκουγα, γεμάτα αθωότητα κι ανηξεριά σαν όλα τα ζα. Η χαράδρα βούιξε από τα παράφωνα επιθαλάμια χλιμιντρίσματα. Και ο αντίλαλος πήρε τα ερωτικά σαλπίσματα και τα πήγε ως πέρα στο Περιστέρι.
Ένα αεροπλάνο ξεκίνησε τότες βουΐζοντας απ' αντίκρυ. Ήρθε κι έκοψε ένα-δυο γύρους πάνω από τη χαράδρα. Αυτοί το χαβά* τους. Κατόπι γύρισε πίσω μέσα στην αποθέωση των οβίδων, που έσκαζαν στον ουρανό σαν ένα κοπάδι άσπρα προβατάκια που όλο και πλήθαιναν γύρω του.
Oι γαϊδάροι δεν ξέρουν από αεροπλάνα. Ήτανε κιόλας τόσο σύγκορμα παραδομένοι στη χαρά της ζωής, που δεν τους απόμενε καιρός να προσέξουν τίποτ' άλλο.
Σε λίγο η λαγκαδιά βόγγησε βαριά από μια σειρά εκρήξεις και σουβλερές σφυριξιές. Ήταν ένα σωστό μακελειό αθώων. Τα ζα ξεκοιλιάστηκαν, σφάχτηκαν πάνω στο τρυφερό χορτάρι, αγκρισμένα* μέσα στο μεθύσι της γεννητικής τους χαράς. Ψοφούσαν κι ανεστέναζαν σαν ανθρώποι. Πέφτανε χάμου και ξεψυχούσαν σιγά σιγά, γύριζαν το λαιμό κοιτάζοντας λυπητερά τα εντόσθιά τους, που σάλευαν σαν κοκκινωπά φίδια ανάμεσα στα πόδια τους. Κουνούσαν απάνω-κάτω τα χοντρά τους κεφάλια δίχως να καταλαβαίνουν τίποτα. Ανετρίχιαζαν, τρέμανε τα ρουθούνια τους, ανοίγανε τα πλατιά χείλια ξεσκεπάζοντας τα δόντια τους και σερνόντανε με τσακισμένα πόδια. Πεθαίνανε στο τέλος βρέχοντας τα λουλούδια με το αίμα τους, και τα μεγάλα μάτια τους ήταν γεμάτα απορίες και πόνους. Ένα γαϊδουράκι με τσακισμένη τη ραχοκοκαλιά χαμόσερνε καμιά δεκαπενταριά μέτρα το κορμί του, ακουμπώντας μόνο στα μπροστινά πόδια. Κατόπι αναδιπλώθηκε, γύρισε το κεφάλι προς τη μεγάλη λαβωματιά του κι αγκομαχούσε πολλήν ώρα ώσπου να παραδώσει.
Ένας ημιονηγός, μόλις άρχισε ο βομβαρδισμός, βάλθηκε να τρέχει σαστισμένος. Βαστούσε γερά το χαλινάρι του γαϊδάρου του κι έτρεχε σαν τρελός. Έφτασε έτσι ως τ' αμπριά των Φραντσέζων ψωμάδων. Εκεί πια, μέσα στα γιούχα της φανταριάς, πήρε είδηση πως έσερνε πίσω του το κεφάλι του γαϊδάρου θερισμένο απ' το λαιμό.
Μέσα στα κλειδωμένα δόντια του το ζο κρατούσε ακόμα μια τούφα κίτρινες μαργαρίτες ματωμένες.
Σ. Μυριβήλης, Η ζωή εν τάφω,Βιβλιοπωλείον της Εστίας
http://ebooks.edu.gr/
Ζαχαρίας Παπαντωνίου - Ο καημένος
Αζίζ Νεσίν -Αχ, εμείς οι γάιδαροι!...
Διήγημα του Αζίζ Νεσίν (1915 – 1995) από τη συλλογή διηγημάτων «Ο καφές και η δημοκρατία»* (μτφ. Ερμής Αργαίος, εκδ. «Θεμέλιο», 1975-’76)
ΑΧ, ΕΜΕΙΣ! Αχ εμείς οι γάιδαροι!... Στα παλιά τα χρόνια κι εμείς, το έθνος των γαϊδάρων, μιλούσαμε σαν κι εσάς, το έθνος των ανθρώπων. Είχαμε μια γλώσσα όμορφη, γεμάτη μουσικότητα που χαιρόσουνα να την ακούς. Η γλώσσα μας, η γαϊδουρινή, δεν είχε να ζηλέψει τίποτα από τη δικιά σας την ανθρώπινη γλώσσα. Και πλούσια ήταν και εκφραστικότητα είχε. Τι ωραία, λέει, κουβέντιαζαν τότε και τραγουδούσαν.
Εμείς, το έθνος των γαϊδάρων, δεν γκαρίζαμε τότε· αργότερα έγινε αυτό.
Τώρα, το ξέρετε καλά, τις χαρές μας και τις λύπες μας, ό,τι θέλουμε να πούμε μεταξύ μας και ό,τι θέλουμε να εξηγήσουμε σε σας τους ανθρώπους, που είστε αφεντικά μας, το λέμε γκαρίζοντας. Τι είναι το γκάρισμα; Ένα «Ααα – ο…», «Ααα – ο…». Είναι μια φωνή δισύλλαβη, τη μια ψιλή, τη μια χοντρή, που βγάζουμε σε συνέχειες… Από την πλούσια γλώσσα μας δεν απόμεινε παρά αυτό το δισύλλαβο γκάρισμα. Ποιο πλάσμα μπορεί να ερμηνέψει τα νοήματά του μ’ αυτόν το δισύλλαβο λεξιλόγιο;
Δε νοιαστήκατε ποτές να μάθετε, πώς τα καταφέραμε να χάσουμε την παλιά μας γαϊδουρινή γλώσσα και καταντήσαμε να γκαρίζουμε έτσι; Αν σας ενδιαφέρει να σας το εξηγήσω. Με λίγα λόγια πάθαμε γλωσσοδέτη. Είχαμε περάσει τότε ένα μεγάλο φόβο και χάσαμε τα λογικά μας. Έτσι χάσαμε τη λαλιά μας και προσπαθούμε να εκφράσουμε τα νοήματά μας γκαρίζοντας.
Είναι μια πολύ παλιά ιστορία. Ήταν ένας γάιδαρος από μεγάλη παλιά γενιά. Μια μέρα, αυτός ο ευγενικιάς καταγωγής γάιδαρος πήγε να βοσκήσει στην εξοχή. Κι έβοσκε και τραγουδούσε στη γλώσσα των γαϊδάρων. Σε μια στιγμή μυρίστηκε κάτι όχι ευχάριστο, μάλλον δυσάρεστο, τη μυρουδιά του λύκου…
Ο αριστοκράτης γάιδαρος υψώνοντας το μουσούδι του στον αέρα, άρχισε να οσμίζεται συνέχεια. Ο αέρας μύριζε έντονα λυκίλα.
Είπε ο ηλικιωμένος γάιδαρος:
-Όχι, τζάνουμ, δεν είναι λύκος…
Βαυκαλίστηκε μ’ αυτή τη σκέψη κι άρχισε να ξαναβόσκει. Η μυρουδιά του λύκου, όσο πήγαινε και σίμωνε. Ήταν φανερό πια ότι ο λύκος ήταν εκεί κοντά. Κι αυτό σήμαινε πως ο θάνατος πλησίαζε…
Ο αρχοντογάιδαρος:
-Δεν είναι λύκος, δεν είναι λύκος…
‘Ετσι ξεγελούσε τον εαυτό του. Όμως η μυρουδιά του λύκου όσο πήγαινε βάραινε. Ο ηλικιωμένος γάιδαρος, απ’ τη μια μεριά φοβόταν κι απ’ την άλλη έκανε τον παλικαρά, βόσκοντας ξένοιαστος.
Έλεγε ολοένα με το νου του:
-Ίνσαλλαχ δεν είναι λύκος! Τι γυρεύει εδώ λύκος, πού να με βρει εμένα;
Ενώ παραμιλούσε έτσι, άρχισε ν’ ακούει κάτι φωνές. Δεν ήταν όμως ευχάριστες φωνές, ήταν η φωνή του λύκου… Τέντωσε τ’ αυτιά του ο ηλικιωμένος γάιδαρος κι άκουσε τη φωνή του· ναι, ήταν φωνή λύκου…
Επειδή όμως δεν μπορούσε να παραδεχτεί πως μπορεί να είχε έρθει λύκος, έλεγε ο γάιδαρος:
-Όχι, τζάνουμ, αυτή η φωνή δε μοιάζει του λύκου· έτσι μου φάνηκε…
Άρχισε πάλι να βόσκει. Όμως η φωνή όσο πήγαινε και πλησίαζε… Ο ευγενής γάιδαρος άρχισε πάλι να παρηγοριέται:
-Όχι, δεν είναι λύκος. Όχι, αυτή η φωνή δεν μπορεί να ‘ναι φωνή λύκου…
Η φοβερή αυτή φωνή, είχε φτάσει πια κοντά. Ο γάιδαρος μονολογούσε:
-Όχι, όχι… Ελπίζω ότι δεν είναι λύκος… Δεν έχει άλλη δουλειά ο λύκος και θα ‘ρθει εδώ;
Ενώ σκεφτόταν έτσι, βλέπει ξαφνικά στην κορφή του απεναντινού λόφου, να προβάλει μέσα απ’ την καταχνιά ένας λύκος…
-Έτσι μου φάνηκε, φαντασία μου ήταν. Δεν ήταν λύκος. Ναι, ναι, φαντασία μου ήταν… άρχισε να λέει.
Πιο ύστερα, βλέποντας το λύκο να τρέχει ανάμεσα στα σπαρτά άρχισε να τα χρειάζεται. Μην έχοντας όμως καμιά όρεξη να κάνει παρέα με το λύκο, προσπαθούσε να ξεγελάσει τον εαυτό του λέγοντας:
-Δεν είναι λύκος. Ίνσαλλαχ δεν είναι. Τι δουλειά έχει εδώ; Σίγουρα δε βλέπουν καλά τα μάτια μου… Τον ίσκιο των θάμνων τον πέρασα για λύκο.
Πλησίασε ο λύκος. Ανάμεσά τους ήταν απόσταση τριακόσια με τετρακόσια γαϊδουρινά βήματα.
Τα χρειάστηκε ο αριστοκράτης γάιδαρος:
-Αμάν, θεέ μου, μπας και είναι στ’ αλήθεια λύκος αυτό που ‘ρχεται καταπάνω μου; Όχι, δεν μπορεί, δεν μπορεί. Αχ, όχι, όχι, δεν είναι λύκος…
Πενήντα βήματα τους χώριζαν και πάλι παρηγοριόταν:
-Αυτό το πλάσμα που βλέπω αντίκρυ μου, όχι δεν είναι λύκος… Τζάνουμ, γιατί να είναι λύκος; Μπορεί να είναι γκαμήλα, μπορεί να είναι ελέφαντας, μπορεί να είναι τίποτα άλλο, μπορεί να μην είναι και τίποτα. Και μένα μου φαίνονται όλα λύκοι.
Έφτασε πια ο λύκος. Ένα-δυο βήματα μόνο τους χώριζαν πια. Λέει απ’ το νου το γάιδαρος:
-Το ξέρω, αυτό που ‘ρχεται δεν είναι λύκος. Όμως, για καλό και για κακό, να το στρίβω απ’ εδώ…
Άρχισε να περπατάει. Γυρίζει το κεφάλι του πίσω και βλέπει το λύκο να τον ακολουθάει και να τρέχουν τα σάλια του απ’ το στόμα. Ο ευγενής γάιδαρος φαίνεται πως τα χρειάστηκε για καλά και άρχισε να παρακαλάει το θεό:
-Μεγαλοδύναμε, δώσε να μην είναι λύκος αυτό που ‘ρχεται… Δεν είναι λύκος, τζάνουμ, κι εγώ στ’ άδικα φοβάμαι.
Λέγοντας έτσι, άνοιξε τα βήματά του. Κι ο λύκος τον ακολουθούσε στ’ αχνάρια του. Ο γέρο γάιδαρος άρχισε να τρέχει· από πίσω του τρέχει κι ο λύκος…
Ο γάιδαρος:
-Αχ, τι μπουνταλάς που είμαι… Την αγριόγατα την πέρασα για λύκο και τρέχω. Όχι, δεν είναι λύκος…
Τρέχει μ’ όλη τη δύναμη των ποδιών του μονολογώντας:
-Δε μου φαίνεται για λύκος… Να δώσει ο θεός να μην είναι. Όχι, τζάνουμ, γιατί να είναι λύκος…
Γυρίζει πίσω το κεφάλι του και βλέπει να λαμποκοπούν τα μάτια του λύκου. Το βάζει στα τέσσερα και λέει από μέσα του:
-Μα το θεό, δεν είναι λύκος… Απ’ το θεό να το ‘βρω αν είναι λύκος.
Το κυνηγητό συνεχιζόταν. Ο γάιδαρος ένιωθε κιόλας στην ουρά του τη ζεστή ανάσα του λύκου.
-Βάζω στοίχημα, λέει, πως δεν είναι λύκος.
Τα χρειάστηκε όμως ο γάιδαρος μόλις ένιωσε την υγρή μουσούδα στα σκέλια του. Γυρίζει πίσω του και βλέπει το λύκο έτοιμο να χιμήξει πάνω του…
Ήταν πια αργά, δεν μπορούσε να κάνει άλλο βήμα. Για να μην βλέπει τον λύκο, έκλεισε τα μάτια του. Και σαν άρπαξε ο λύκος το δεξί μερί του, λέει:
-Το ξέρω, το ξέρω, εσύ δεν είσαι λύκος. Μη με πιάνεις και γαργαλιέμαι. Άσε τα κρύα τ’ αστεία σου…
Ο πεινασμένος κι άγριος λύκος πάτησε μια δαγκωματιά στο γάιδαρο με τα κοφτερά του δόντια και του ‘κοψε ένα μεγάλο κομμάτι απ’ το μπούτι του. Κυλίστηκε καταγής ο γάιδαρος κι απ’ την πολλή του ταραχή του πιάστηκε η γλώσσα. Κι απ’ το φόβο του το μεγάλο ξέχασε τη γαϊδουρινή τη λαλιά του. Ο λύκος χίμηξε στο σβέρκο του και στο λαρύγγι του. Απ’ όλες τις μεριές του γαϊδάρου πετιόνταν αίματα. Τότε πήρε χαμπάρι ο γάιδαρος με ποιον είχε να κάνει και άρχισε να φωνάζει:
-Ααα, ο λύκος ήτανε… Ααα ο… Ααα ο…
Την ώρα που ο λύκος κομμάτιαζε το γάιδαρο απ’ το παλιό τζάκι, όλοι οι γάιδαροι ακούσανε τα τελευταία λόγια του αρχηγού τους:
-Ααα – ο…, ααα – ο…
Από τότες λοιπόν, εμείς, το έθνος των γαϊδάρων χάσαμε τη λαλιά μας και όλες μας τις επιθυμίες και τις σκέψεις μας αρχίσαμε να τις εκφράζουμε με το γκάρισμα.
Αχ εμείς οι γάιδαροι, αχ εμείς το έθνος των γαϊδάρων.
-Ααα – ο…, ααα, ο…
Στο λιβάδι ξεχασμένος
ἕνας γάιδαρος βοσκοῦσε,
τίποτ’ ἄλλο δεν ζητοῦσε
ὁ καημένος.
Το χορτάρι του μασοῦσε
κι ἦταν τρισευτυχισμένος,
καὶ το ξύλο λησμονοῦσε
ὁ καημένος.
Και την τύχη εὐχαριστοῦσε,
που δεν ἧταν φορτωμένος,
και τα δυό του αὐτιά κουνοῦσε
ὁ καημένος.
Τους ἐχθρούς του συγχωροῦσε
κι ἤτανε συγχωρεμένος,
και τον κόσμο ἀγαποῦσε
ὁ καημένος.
Τον Θεό παρακαλοῦσε,
για να μείνῃ ἐκεῖ δεμένος
και να βόσκῃ ὅσο θα ζοῦσε
ὁ καημένος.
Country Woman Riding A Donkey Painting By Constant Emile Troyon
Ζακ Πρεβέρ - Τραγούδι του Μάη
Μετάφραση: Γιάννης Βαρβέρης
Ο γάιδαρος ο βασιλιάς κι εγώ
Αύριο θάχουμε πεθάνει
Ο γάιδαρος από την πείνα
Από την πλήξη ο βασιλιάς
Κι εγώ απ’ αγάπη.
Ένα δάχτυλο από κιμωλία
Πάνω στις γκρίζες μέρες
Τα ονόματά μας θα χαράξει
Κι ο άνεμος στις λεύκες
Θα ψιθυρίσει τ’ όνομά μας
Γάιδαρος Άνθρωπος και Βασιλιάς.
Μαύρο κουρέλι του Ήλιου
Τα ονόματά μας έχουν ήδη σβήσει
Σαν λιβαδιών νερό δροσάτο
Σαν άμμος της κλεψύδρας
Σαν ρόδο κόκκινης τριανταφυλλιάς
Σαν μονοπάτι μαθητών για το σχολείο.
Ο γάιδαρος ο βασιλιάς κι εγώ
Αύριο θάχουμε πεθάνει
Ο γάιδαρος από την πείνα
Από την πλήξη ο βασιλιάς
Κι εγώ απ’ αγάπη
Μήνα Μάη.
Κεράσι είν’ η ζωή
Κουκούτσι ο θάνατος
Κι ο έρωτας η κερασιά.
[Ζακ Πρεβέρ, Θέαμα και Ιστορίες (Ποιήματα), εισαγωγή-μετάφραση Γιάννης Βαρβέρης, Νεφέλη, Αθήνα 1982, β΄ έκδοση.
Γ Σουρής {Ποιος είδε κράτος λιγοστό...}
Ποιος είδε κράτος λιγοστό
σ’ όλη τη γη μοναδικό,
εκατό να εξοδεύει
και πενήντα να μαζεύει;
Να τρέφει όλους τους αργούς,
νά ‘χει επτά Πρωθυπουργούς,
ταμείο δίχως χρήματα
και δόξης τόσα μνήματα;
Νά ‘χει κλητήρες για φρουρά
και να σε κλέβουν φανερά,
κι ενώ αυτοί σε κλέβουνε
τον κλέφτη να γυρεύουνε;
Όλα σ’ αυτή τη γη μασκαρευτήκαν
ονείρατα, ελπίδες και σκοποί,
οι μούρες μας μουτσούνες εγινήκαν
δεν ξέρομε τί λέγεται ντροπή.
Σπαθί αντίληψη, μυαλό ξεφτέρι,
κάτι μισόμαθε κι όλα τα ξέρει.
Κι από προσπάππου κι από παππού
συγχρόνως μπούφος και αλεπού.
Θέλει ακόμα -κι αυτό είναι ωραίο-
να παριστάνει τον ευρωπαίο.
Στα δυό φορώντας τα πόδια που ‘χει
στο ‘να λουστρίνι, στ’ άλλο τσαρούχι.
Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαίο,
ύφος του γόη, ψευτομοιραίο.
Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης,
λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.
Και ψωμοτύρι και για καφέ
το «δε βαρυέσαι» κι «ωχ αδερφέ».
Ωσάν πολίτης, σκυφτός ραγιάς
σαν πιάσει πόστο: δερβέναγάς.
Δυστυχία σου, Ελλάς, με τα τέκνα που γεννάς!
Ώ Ελλάς, ηρώων χώρα, τι γαϊδάρους βγάζεις τώρα;
Ποιος είδε κράτος λιγοστό
σ’ όλη τη γη μοναδικό,
εκατό να εξοδεύει
και πενήντα να μαζεύει;
Να τρέφει όλους τους αργούς,
νά ‘χει επτά Πρωθυπουργούς,
ταμείο δίχως χρήματα
και δόξης τόσα μνήματα;
Νά ‘χει κλητήρες για φρουρά
και να σε κλέβουν φανερά,
κι ενώ αυτοί σε κλέβουνε
τον κλέφτη να γυρεύουνε;
Όλα σ’ αυτή τη γη μασκαρευτήκαν
ονείρατα, ελπίδες και σκοποί,
οι μούρες μας μουτσούνες εγινήκαν
δεν ξέρομε τί λέγεται ντροπή.
Σπαθί αντίληψη, μυαλό ξεφτέρι,
κάτι μισόμαθε κι όλα τα ξέρει.
Κι από προσπάππου κι από παππού
συγχρόνως μπούφος και αλεπού.
Θέλει ακόμα -κι αυτό είναι ωραίο-
να παριστάνει τον ευρωπαίο.
Στα δυό φορώντας τα πόδια που ‘χει
στο ‘να λουστρίνι, στ’ άλλο τσαρούχι.
Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαίο,
ύφος του γόη, ψευτομοιραίο.
Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης,
λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.
Και ψωμοτύρι και για καφέ
το «δε βαρυέσαι» κι «ωχ αδερφέ».
Ωσάν πολίτης, σκυφτός ραγιάς
σαν πιάσει πόστο: δερβέναγάς.
Δυστυχία σου, Ελλάς, με τα τέκνα που γεννάς!
Ώ Ελλάς, ηρώων χώρα, τι γαϊδάρους βγάζεις τώρα;
Στράτης Τσίρκας - Ο ΜΠΕΧΛΙΒΑΝΗΣ με το Γάιδαρο, τους δυο Σκύλους και το Νταούλι
Αλεξάντρεια 1945
Ετούτος ήταν ένας φουκαράς, ένας μικρός μπεχλιβάνης. Χρόνια τώρα δε θυμόταν νάχει σταυρώσει λίγα παραδάκια, να τα βάλει στην μπάντα για την κακιά ώρα. Θα πεις ήταν το σόι της μπεχλιβανιάς του τέτοιο. Δυο σκύλοι, ένας γάιδαρος και του λόγου του. Θέλει να φάει όλος αυτός ο κόσμος, Ύστερα, κει που θαρρούσε κανείς πως έπιασε, το κοινό τον βαριόταν, τα παιδάκια άφηναν την παράσταση και γύρίζαν στα παιχνίδια τους, οι παραμάνες στους κήπους του λέγαν: «Το ξέρουμε, το ξέρουμε. Έχεις τίποτ΄ άλλο;»
Όχι, δεν είχε άλλο. Αυτό είχε μάθει και μ΄ αυτό ζούσε. Ήταν ένα έξυπνο νούμερο.
Έφτανε σε καμιάν αυλή, σ΄ έναν έρημο δρόμο, ή σε μια μικρή πλατεία. Με δυο καλαμάκια βαρούσε συναγερμό πάνω στο νταούλι που τόχε περασμένο απ΄ το λαιμό του. Μαζεύονταν ο κόσμος κ΄ έκαμνε κύκλο γύρω τους. Τότε ο μπεχλιβάνης έστηνε το γάιδαρο στη μέση, να περιμένει τάχατες κάτι, έπαιρνε τα σκυλιά σε μιαν άκρη κι άρχιζε την παράσταση. Όλα ρυθμισμένα με το νταούλι. Πηδήματα, σούζα, χοροί, μπεχλιβανιές, παλέματα. Ξάφνου ο άνθρωπος κάτι θυμόταν, έπαυε το νταούλι και τραβούσε τάχα προς το γάιδαρο. Μα ο ένας απ΄ τους σκύλους χιμούσε τότε, τον άρπαχνε από την άκρη της βράκας και τον έφερνε πίσω. Κ΄ η παράσταση συνεχίζονταν. Αλλά μια στιγμή πάλι, που οι δυο σκύλοι αγωνίζονταν να βαστήξουν κάποια δύσκολη ισορροπία, ο μπεχλιβάνης ξέκοβε χωρίς να σταματήσει το νταούλι και πήγαινε κοντά στο γάιδαρο. Έσκυβε, κάτι του ξηγούσε στ΄ αφτί και ξεμάκραινε να δει τι εντύπωση του έκαμε, Κι ο γάιδαρος, όλο σοβαρότη κι εμβρίθεια, έγνεφε «μάλιστα, μάλιστα, μάλιστα» τρεις φορές με το κεφάλι του. Τότε ο μπεχλιβάνης έβγαζε το φέσι του και το τριγύριζε για δεκάρες.
Αυτό ήταν όλο. Ο κόσμος γελούσε στην αρχή, μα γρήγορα συνήθιζε το νούμερο. Γι΄ αυτό έπρεπε συχνά ν΄ αλλάζει γειτονιές κι άμα τις γύριζε όλες, άλλαζε και πόλη, να ξεχάσουν οι παραμάνες ή και να μεγαλώσουν, νάρθουν άλλα παιδάκια.
Με τον πόλεμο βέβαια, είχαν αλλάξει τα πράματα. Η Αίγυπτο είχε γιομίσει από ξένους στρατούς. Γελούν εύκολα. Μα και βαριούνται εύκολα.
Έτσι ο μπεχλιβάνης βρέθηκε κείνο τ΄ απόγεμα, στα τελευταία του Δεκέμβρη του 44, να πηγαίνει μ΄ όλο του το θίασο, από την Αλεξάντρεια στο Κάιρο. Θάχε καμωμένα καμιά τριανταριά μίλια από το πρωί. Τη νύχτα έλεγε να την περάσει σ΄ ένα χάνι που γνώριζε, στο Νταμανχούρ.
Πήγαινε σιγοτραγουδώντας και σπουδάζοντας τα πλάσματα του Θεού. Ο καιρός ήταν ψυχρούτσικος και δεν έδειχνε για βροχή.
Και κει, μέσα στη μοναξιά των χωραφιών, μέσα στην ησυχία, άκουσε σαν ένα βουητό πλήθους σα διαδήλωση, σα νάταν στρατός πολύς που τραγουδούσε χωρίς όμως να περπατά. Κοίταξε γύρω του και δεν είδε τίποτα. Προχώρησε κι άλλο. Το βουητό όλο και δυνάμωνε. Κάποτε κατάλαβε από πού έρχονταν. Σκαρφάλωσε με το γάιδαρο το πρόχωμα που χώριζε τον αγροτικό δρόμο απ΄ τη σιδεροδρομική γραμμή, στάθηκε στην κορφή και κοίταξε κάτω.
Ήταν ένα φορτηγό τραίνο με καμιά δεκαπενταριά βαγόνια, σταματημένο εκεί στη μέση του κάμπου. Τα βαγόνια, άλλα κλειστά κι άλλα ξέσκεπα, ήταν γιομάτα μερμυγκιά, από ανθρώπους που φώναζαν, μιλούσαν ή τραγουδούσαν. Οι φωνές ήταν σαν ένα κύμα πελώριο από μύγες που γιόμιζε τον αέρα και πότε υψώνονταν, πότε σκορπούσε και πότε κατακάθιζε.
Ο μπεχλιβάνης ροβόλησε κατά την ατμομηχανή. Μα κει βγήκαν δυο νέγροι στρατιώτες με τόμμυγκαν και του κάναν «γιάλα-γιάλα». Πήγε παρακάτω και στάθηκε μπροστά σ΄ ένα ξέσκεπο βαγόνι…
Ποτέ, ποτέ στη ζωή του δεν είχε δει τόσους πολλούς ανθρώπους μαζεμένους και νάναι σε τέτοια κατάντια. Κουρελιασμένοι, βρώμικοι, αξούριστοι, αχτένιστοι, με κούτελα βασανισμένα, με μάγουλα βαθουλωτά, με μάτια γιομάτα πυρετό. Μιλούσαν Ελληνικά.
Ο μπεχλιβάνης ήξερε πολύ λίγα ρωμέικα. «Έλα ντω βρε — Ντεν έσει μπαράντες» και τις βρισιές τις πιο απαραίτητες. Να όμως που κάποιος μεσ΄ απ΄ το βαγόνι του μιλούσε αράπικα.
— Που είμαστε, πατριώτη, του λέει.
— Κάπου τριάντα μίλια από την Αλεξάντρεια.
— Καταλαβαίνω γιατί σταμάτησαν. Περιμένουν να νυχτώσει. Ντρέπονται να μας περάσουν μέρα.
— Μα τι είσαστε σεις, από πού ερχόσαστε; Πρόσφυγες;
— Όχι πρόσφυγες, όμηροι, του λέει ο άλλος.
— Τι δηλαδή, ρωτάει ο μπεχλιβάνης που δεν καταλάβαινε. Μη μου πεις πως σας φέραν αιχμάλωτους;
Ο άλλος ζήτησε από τους συντρόφους να συχάσουν λιγάκι και βάλθηκε να του ξηγά. Δε διάβαζε τις εφημερίδες: Δεν έμαθε τι γινόταν στην Αθήνα; Και για να καταλάβει πιο καλά τούκαμε την παρομοίωση με τον αγώνα του Μεγάλου Σάαντ για την ανεξαρτησία της Αιγύπτου.
Ο μπεχλιβάνης ανάσανε μ΄ ικανοποίηση. Του άρεσαν αυτές οι κουβέντες. Τον ξανάφεραν σε καιρούς ηρωικούς. Λέει:
— Όταν ήταν να γυρίσει ο Μεγάλος Σάαντ από την εξορία, οι λωποδύτες της Αλεξάντρειας γράψαν στις εφημερίδες μιαν ειδοποίηση που έλεγε στους κατοίκους να πανηγυρίσουν ξέγνοιαστοι. Για χατίρι της μεγάλης μέρας οι λωποδύτες ορκίζονταν να μην κλέψουν ούτε μια καρφίτσα κι ας είναι μεγάλος ο συνωστισμός κ΄ οι ευκαιρίες αμέτρητες.
Ο άλλος μέσ΄ απ΄ το βαγόνι έσκασε στα γέλια.
— Τι λέει, τι λέει, τον ρωτούσαν οι άλλοι γύρω του.
Τους το διηγήθηκε. Γέλασαν κι αυτοί. Γέλασε όλο το βαγόνι. Από το διπλανό ρωτήσαν:
— Τι λέει, τι λέει;
Κάποιος τους είπε. Γέλασε και το διπλανό βαγόνι, Την ιστορία την είπαν και στο τρίτο, που έτυχε νάναι σκεπαστό και χρειάστηκε να τους τη φωνάξουν μέσα από το παραθυράκι που έβλεπε στα πλάγια. Σε λίγο, ακούστηκε και το κλειστό βαγόνι να γελάει μουλωχτά, σαν παιδί μέσα στα σκέλια του, καθισμένο ανακούρκουδα.
— Τι λέει, τι λέει; ρώτησε τ΄ άλλο βαγόνι παρακάτω.
— Όταν πρόκειταν ο Μεγάλος Σάαντ να γυρίσει απ΄ την εξορία…
Ο μπεχλιβάνης άκουε την ιστορία του να ταξιδεύει από βαγόνι σε βαγόνι. Κάθε τόσο ακούονταν το ξέσπασμα του γέλιου, ανοιχτό, εγκάρδιο απ΄ τα ξέσκεπα βαγόνια, μουλωχτό, πνιγμένο μέσα από τα κλειστά.
Κι ώσπου να πάει η ιστορία του ίσαμε το τέλος του τραίνου, άρχισε πάλι από βαγόνι σε βαγόνι να γυρίζει πίσω καμωμένη τραγούδι, ένα τραγούδι όλο παλικαριά. Ο μπεχλιβάνης ήταν βέβαιος πως αυτή ήταν η δικιά του ιστορία γενομένη τραγούδι.
— Τι λέει αυτό το τραγούδι; ρώτησε τον άνθρωπο μέσα στο βαγόνι.
— Μιλά για τη Λευτεριά, πούναι σαν τη φωτιά. Καίει και καθαρίζει.
Για κοίτα, για κοίτα κουβέντες, λέει μέσα του ο μπεχλιβάνης. Πόσα χρόνια είχα ν΄ ακούσω τέτοια πράματα; Μπας κι ονειρεύομαι; Μα για στάσου, τώρα θα τον τσακώσω.
— Καλά, δε μου λες και του λόγου σου τι θέλεις μ΄ αυτούς; ρωτάει τον άνθρωπο μέσα στο βαγόνι.
— Ποιος εγώ; Μαζί τους είμαι. Έλληνας είμαι.
— Συμπάθα με. Σε πέρασα για δικό μας. Πως σε λένε;
— Δημήτρη Ζωγράφο. Ο πατέρας μου είναι γκαρσόνι στην Αλεξάντρεια.
— Και δε σαλτάρεις μάνι-μάνι τώρα που δε σε βλέπει κανείς; Σιγά-σιγά με το γαϊδουράκι θα πάμε μια χαρά.
Ο Δημήτρης γέλασε.
— Τι λέει, τι λέει; ρώτησε το βαγόνι.
Άντε πάλι, είπε με το νου του ο μπεχλιβάνης. Άλλο τραγούδι θάχουμε. Μα ο Δημήτρης προτίμησε να του αποκριθεί εκεινού πρώτα:
— Τον πατριώτη που θάφηνε τον αγώνα για να πάει να κρυφτεί στα φουστάνια της μάνας πως θα τον χαρακτήριζε ο Μεγάλος Σάαντ;
Άκου κουβέντες, άκου κουβέντες, είπε μέσα του ο μπεχλιβάνης και κοκκίνιζε ντροπιασμένος.
— Καλά. λέει. Δε μπορώ να κάμω και γω τίποτα για σας;
— Πολλά. Θα σου δώσουμε και κάτι γράμματα να τα πας, αν μπορέσεις. Όμως πρώτα-πρώτα θα θέλαμε λίγα τσιγάρα. Μα που να βρεθούν εδώ στην ερημιά...
Ο μπεχλιβάνης έκανε να βγάλει το πακέτο του και σταμάτησε. Εδώ χρειάζονταν χιλιάδες τσιγάρα… Ξάφνου λέει στο Δημήτρη:
— Βρήκα! Κάθε απόγεμα τέτοια ώρα περνά το καμιόνι του Κουταρέλλη που πάει τσιγάρα στα χωριά. Μα θα χρειαστούν λεφτά…
Ο Δημήτρης έβγαλε και τούδωσε μισή λίρα αιγυπτιακή.
— Δε φτάνει, του λέει. Μα, όσα πάρεις. Θα τα κόψουμε στα τρία. Έχουμε ακόμα λίγα λεφτά μα τα φυλάμε για πιο δύσκολες στιγμές.
Ο μπεχλιβάνης έτρεξε στον ανήφορο κ΄ έπιασε ένα φελλαχάκι που καθόταν και χάζευε από ψηλά. Τ΄ αρμήνεψε πώς να φυλάει το δρόμο για να του φωνάξει σα χρειαστεί και ξανακατέβηκε κοντά τους.
— Τώρα, θέλετε να σας δώσω και μια παράσταση να ξεσκάσετε λιγάκι, λέει ντροπαλά-ντροπαλά του Δημήτρη.
— Ακούς εκεί; Και δεν τόλεγες τόση ώρα;
Τόπε και στους άλλους γύρω του. Το τραίνο αλάλαξε από τα ζήτω και τα χειροκροτήματα.
Κι άρχισαν. Ο μπεχλιβάνης, το νταούλι, οι δυο σκύλοι κι ο γάιδαρος. Κάθε τρία βαγόνια και μια παράσταση. Και τραβούσαν παρακάτω. Ο σπαραγμός ήταν με τα κλειστά βαγόνια, πούταν σαν παιδάκια με μισό μάτι κι αυτό θαμπωμένο. Μα ο κόσμος γελούσε. Βαγόνια-βαγόνια γελούσε ο κόσμος. Και χειροκροτήματα και πειράγματα στο γάιδαρο, που τους θύμιζε, λέει, κάποιον πολιτικό στην Ελλάδα. Ο μπεχλιβάνης ήταν συγκινημένος και περήφανος.
Κάποτε βάλθηκε να ΄φωνάζει το φελλαχάκι. Ο μπεχλιβάνης έτρεξε. Ο γάιδαρος κι οι δυο σκύλοι, αφημένοι μονάχοι τους, συνέχιζαν την παράσταση όπως-όπως.
Ήταν πράγματι το καμιόνι του Κουταρέλλη.
— Το πολύ που μπορώ να σου δώσω με μισή λίρα είναι τετρακόσα ψιλά, του λέει ο σοφέρ.
Ο μπεχλιβάνης έψαξε κι άδειασε ό,τι είχε μέσα στις τσέπες του. Το ίδιο έκαμε κι ο σοφέρ. Τότε μπήκε στη μέση κάποιος άλλος που ταξίδευε μέσα στο καμιόνι και λέει:
— Άιντε, αποσώνω εγώ για δυο χιλιάδες. είναι φουκαριάρηδες ανθρώποι.
— Φουκαριάρηδες; λέει ο μπεχλιβάνης. Αυτοί είναι άγιοι. Αυτοί μιλούν κατ΄ ευθεία με το Θεό.
Σήκωσε το κεφάλι του και κοίταζε πέρα στον ορίζοντα, εκεί που πήγαινε να χαθεί ο ήλιος μέσα σε χρυσοκόκκινες λουρίδες από συννεφάκια, καφετιά χωράφια νιοσκαμμένα και πράσινους αγρούς. Αποξεχάστηκε.
Μια σφυριξιά της ατμομηχανής τον συνέφερε. Τάχασε. Παράτησε το καμιόνι κ΄ έτρεξε στο Δημήτρη.
— Μη χολοσκάς, του λέει αυτός. Ρίχτα σ΄ όποιο βαγόνι μπορέσεις. Το ίδιο κάνει. Θα μοιραστούνε δίκηα. Και, πούσαι; Πάρε κι αυτό το πακέτο τα γράμματα. Βάλε κανένα ρωμηό να σου διαβάσει τις διευθύνσεις και πήγαινέ τα. Και ψυχικό θα κάνεις και ζημιωμένος δε θα βγεις.
Μα ο μπεχλιβάνης ήταν ζαλισμένος. Έκλαιγε κι όλας. Βγάζει το νταούλι απ΄ το λαιμό του και το πετάει του Δημήτρη.
— Πάρτο, λέει, να σας διασκεδάζει εκεί που θα πάτε.
Οι άλλοι το κράτησαν. Δε θέλησαν να τον προσβάλλουν. Το τραίνο ξεκινούσε. Φτάσαν και τα τσιγάρα, δυο μεγάλα-μεγάλα πακέτα. Τα βαγόνια πανηγύριζαν, ζητωκραύγαζαν, σφύριζαν. Προπαντός κάτι αγοράκια, ένας παπάς, κάτι γέροι…
— Και σπίρτα και σπίρτα…
Τους ρίξαν και σπίρτα.
— Ευχήσου μας καλή λευτεριά, του λέει ο Δημήτρης.
— Στην ευχή του Θεού. Καλή λευτεριά, λέει ο μπεχλιβάνης.
— Ευχαριστώ, ευχαριστώ, φωνάζαν τα βαγόνια.
Τότε στην ώρα, φάνηκαν πάλι κάτι νέγροι στρατιώτες με τα τόμμυγκαν.
— Γιάλα, γιάλα, είπαν στους ανθρώπους του Κουταρέλλη και στον μπεχλιβάνη με το θίασό του.
Αυτοί τραβηχτήκανε λίγο παράμερα. Το τραίνο περνούσε τραγουδώντας.
Τότε ο μπεχλιβάνης έβγαλε το φέσι του, τ΄ ακούμπησε, μισοδιπλώνοντας το χέρι, πάνω στο στήθος και στάθηκε σε προσοχή. Οι δυο σκύλοι στάθηκαν σούζα. Κι ο γάιδαρος κι αυτός στη γραμμή, χαιρετούσε με τρία σοφά κουνήματα της κεφαλής κάθε βαγόνι που περνούσε, κι οι άνθρωποι από μέσα αντιχαιρετούσαν με καλή καρδιά, κουνώντας τα χέρια, χωρίς να σταματούν το τραγούδι που μιλούσε για τη Λευτεριά που καίει και καθαρίζει.
http://www.sarantakos.com/
Οι μουσικοί της Βρέμης
Οι "μουσικοί της Βρέμης" (γερμανικά: Die Bremer Stadtmusikanten) είναι δημοφιλές παραμύθι που ανακτήθηκε και καταγράφηκε από τους αδελφούς Γκριμ. Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στα παραμύθια των Γκριμ το 1819. Μιλάει για την ιστορία τεσσάρων ηλικιωμένων κατοικίδιων ζώων, τα οποία μετά από μια σκληρή δουλειά έχουν παραμεληθεί και υφίστανται κακομεταχείριση από τους πρώην ιδιοκτήτες τους. Τελικά αποφασίζουν να αποδράσουν και να γίνουν μουσικοί στην πόλη της Βρέμης. Σε αντίθεση με τον τίτλο της ιστορίας οι ήρωες δεν φθάνουν ποτέ στη Βρέμη καθώς καταφέρνουν να εξαπατήσουν και να τρομοκρατήσουν μια ομάδα ληστών, να πάρουν τα κλοπιμαία τους και να εγκατασταθούν στο σπίτι τους. Σύμφωνα με το σύστημα ταξινόμησης Άαρνε-Τόμπσον, η ιστορία χαρακτηρίζεται ως λαϊκό παραμύθι τύπου 130 ("Απόκληρα ζώα βρίσκουν νέα κατοικία").
Οι κεντρικοί ήρωες του παραμυθιού είναι ένας γάιδαρος, ένας σκύλος, μια γάτα και ένας κόκορας (ή όρνιθα). Καθώς είναι μεγάλα στην ηλικία τα ζώα αυτά δεν είναι πια χρήσιμα και τα αφεντικά είτε θα τα διώξουν είτε θα τα κακομεταχειριστούν. Έτσι ένα ένα εγκαταλείπουν το μέρος που ζουν και ξεκινούν μαζί. Αποφασίζουν να πάνε στη Βρέμη, που είναι γνωστή για την ελευθερία της, να ζήσουν εκεί χωρίς ιδιοκτήτες και να γίνουν μουσικοί.
Στο δρόμο τους προς την Βρέμη βλέπουν μια φωτισμένη καλύβα. Κοιτάζουν μέσα και βλέπουν τέσσερις ληστές που απολάμβαναν τα παράνομα κέρδη τους. Τα τέσσερα ζώα, πατώντας το ένα στις πλάτες του άλλου, κάνουν φασαρία και τρομάζουν τους ληστές, που το σκάνε χωρίς να ξέρουν τι είναι αυτός ο περίεργος θόρυβος. Τα ζώα καταλαμβάνουν το σπίτι, τρώνε ένα καλό γεύμα και εγκαθίστανται εκεί για το βράδυ.
Αργότερα εκείνη τη νύχτα οι ληστές επιστρέφουν και στέλνουν ένα από τα μέλη τους για να ερευνήσει το σπίτι. Βλέποντας τα μάτια της γάτας που λάμπουν στο σκοτάδι, ο ληστής σκέφτεται ότι βλέπει τα κάρβουνα της φωτιάς και πλησιάζει για να ανάψει το κερί του. Τότε η γάτα τον γρατζουνίζει στο πρόσωπό με τα νύχια της, ο σκύλος του δαγκώνει στο πόδι, το γαϊδούρι τον κλωτσάει και ο κόκορας κρώζει και τον κυνηγάει έξω από την πόρτα. Στο τέλος οι ληστές εγκαταλείπουν την καλύβα αφήνοντας τη στα περίεργα πλάσματα που το έχουν καταλάβει και τα ζώα ζουν ευτυχισμένα τις υπόλοιπες μέρες.
Στην αρχική εκδοχή αυτής της ιστορίας, η οποία χρονολογείται από τον δωδέκατο αιώνα, οι ληστές είναι μια αρκούδα, ένα λιοντάρι και ένας λύκος. Όταν ο γάιδαρος και οι φίλοι του φθάνουν στη Βρέμη, οι κάτοικοι τους χειροκροτούν γιατί απάλλαξαν την περιοχή από τα τρομερά θηρία. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή κλέφτες έκλεψαν τα χρήματα του αφεντικού (ή των αφεντικών) των ζώων ή κατέστρεψαν τη φάρμα ή το μύλο του(ς) και έτσι αναγκάζεται να διώξει τα ζώα καθώς δεν μπορεί να τα φροντίσει. Τότε εκείνα σκοτώνουν τους κλέφτες, παίρνουν τα κλοπιμαία και επιστρέφουν στο αφεντικό τους. Κατά άλλη εκδοχή εκδοχές ανάμεσα στα ζώα υπάρχει τουλάχιστον ένα άγριο ζώο, π.χ. μια σαύρα, που βοηθάει τα κατοικίδια ζώα να πολεμήσουν τους κλέφτες
Πελεγκρίνο - Ο γάιδαρος του Πεπίτο Γκονζάλες στον Μικρό Σερίφη
Ο δεκαοχτάχρονος Μεξικανός από την Τσιουάουα, με τα λαγουδίσια δόντια, Πεπίτο Γκονζάλες, αδελφικός φίλος του Τζιμ, είναι ο πιο αστείος χαρακτήρας του περιοδικού. Μπορεί να στερείται σε ευφυΐα και να είναι ολίγον γκαφατζής και άγαρμπος, αλλά έχει χρυσή καρδιά και είναι ο πρώτος που τρέχει για να συλλάβει παρανόμους. Αψηφά τους κινδύνους, καθώς μια τσιγγάνα μάγισσα, έχει προβλέψει το μέλλον του και του έχει πει ότι θα ζήσει 100 χρόνια…στα σίγουρα. Έχει δυνατή γροθιά, τεράστια όρεξη για το αγαπημένο του φαγητό, τον…χυλό, και φυσικά τον πανηλίθιο γάιδαρό του Πελεγκρίνο που φροντίζει να τινάζει μακρυά με τις κλωτσιές του το αφεντικό του και να ρίχνει καμιά κλωτσιά καμιά φορά σε κανέναν ληστή. Ενίοτε, εμφανίζεται μαζί του και το γυμνασμένο γεράκι του, Τζο.
Η φωτογραφία είναι από http://bookmanoldstylegr.blogspot.com/
ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ - ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ
Έργον όνον αποτρέψαι κνώμενον.
– Η βαριά δουλειά θα εμποδίσει το γάιδαρο να ξύνεται.
Αρχαιοελληνική Παροιμία
Αν ένας γάιδαρος σε κλωτσήσει, δεν έχει νόημα να τον κλωτσήσεις και εσύ.
Σωκράτης
Παροιμίες
• Δεν μπορεί να μοιράσει δυο γαϊδουριών άχυρα.
• Ν’ άκουγε ο Θεός τον κόρακα, όλοι οι γάιδαροι θα ψοφούσαν.
• Μαντζουράνα στο κατώφλι, γάιδαρος στα κεραμίδια.
επί ασυνεννοησίας
• Πας μετά Χριστόν προφήτης γάιδαρος εστί.
Λαϊκή ρήση
• Αντί να βογκάει ο γάιδαρος βογκάει ο καβαλάρης.
• Δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα.
• Μητ’ ο σκύλος τρώει τ’ άχυρο μήτε τον γάιδαρο αφήνει.
για αυτούς που δεν αφήνουν τους άλλους να επωφεληθούν όταν δεν μπορούν να επωφεληθούν οι ίδιοι
• Ήλιος και βροχή παντρεύονται οι φτωχοί, ήλιος και φεγγάρι παντρεύονται οι γαϊδάροι.
• Ψάρι μπαρμπούνι διάλεγε και γάιδαρο καμπούρη, γυναίκα ψηλοκάβαλη και χοίρο μακρυμούρη.
• Καβαλικεύω γάιδαρο ώσπου να βρω ένα άτι.
• Δεν γνωρίζουν οι γαϊδάροι πώς το τρώνε το χαβιάρι.
• Όλοι με χρυσά βελούδα, ποιος τα βόσκει τα γαϊδούρια;
• Γάιδαρος είναι γάιδαρος, ας εφορεί και σέλλα και η γριά κι αν ομορφίζεται δεν γίνεται κοπέλα.
• Είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα.
• Το μισιακό γαϊδούρι το τρώει ο λύκος.
• Κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε.
• Σιγά μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου.
• Δέσε το γάιδαρο κι ας τονε φάει ο λύκος.
• Βαράει το σαμάρι ν’ ακούσει ο γάιδαρος.
• Ο κουζουλός ο γάιδαρος, πάντα πουλάρι δείχνει.
• Κι αν έχει ο γάιδαρος φωνή, για ψάλτη δεν τον κράζουν.
• Τα γέρικα γαϊδούρια Φλεβάρη ψοφάνε.
• Τον γάιδαρο δεν τον ρωτούν όταν τον σαμαρώνουν.
• Κατά φωνή και γάιδαρος.
• Μην κουνάς τα πόδια σου πριν ανεβείς στο γάιδαρο.
• Ο πεινασμένος γάιδαρος, ξυλιές δε λογαριάζει.
• Όταν σου χαρίζουν έναν γάιδαρο, μην τον κοιτάς στα δόντια.
• Κάθε πουλί με τη λαλησιά του και κάθε γάιδαρος με την γκαρισιά του.
• Γκαστρώνει γαϊδούρα στην ανηφόρα.
• Ο γέρος γάιδαρος στράτα δε μαθαίνει.
• Γάιδαρος που δεν ‘μποδίζει, άφησέ τον κι ας γκαρίζει.
• Ήταν στραβό το κλήμα, το ‘φαγε κι ο γάιδαρος.
• Η γαϊδούρα σαράντα πουλάρια έκανε και το σαμάρι δεν της έλειψε.
• Καβάλα στο γάιδαρο και τον γάιδαρο γύρευε.
• Τρανή γαϊδούρα, μεγάλη καμπούρα.
• Άνθρωπος κοιμώμενος γάιδαρος δεμένος.
• Φταίει ο γάιδαρος και δέρνουν το σαμάρι.
• Βόσκει ο γάιδαρος εκεί που θα τον δέσουν.
• Πρώτα πάρε το γαϊδούρι και μετά το σαμάρι.
• Απολύθηκε ο γάιδαρος; Αλιά από τα λάχανα.
• Άνθρωπος ξετσίπωτος, γάιδαρος αδέσποτος.
• Του γαϊδάρου η προκοπή, άχερα μες το παχνί.
• Ο καλός ο σαμαράς σκέφτεται και το γάιδαρο.
• Πούλα τ’ άλογό σου και κράτα το γάιδαρό σου.
• Είδα γάιδαρο με σέλα και τσομπάνο με ομπρέλα.
• Γέρος γάιδαρος καινούρια περπατησιά δε βγάζει.
• Το γαϊδούρι το δεμένο τρώει χορτάρι διαλεγμένο.
• Είπαν τα γαϊδουρόπουλα τη μάνα τους γαϊδούρα.
• Κάλιο κουτσό γαϊδούρι, παρά τσινιάρικο μουλάρι.
• Να πουλήσουμε το γάιδαρο, να φτιάξουμε σαμάρι.
• Πάνω που έμαθε ο γάιδαρος να μην τρώει, ψόφησε.
• Κι αν στόλισες το γάιδαρο, γι’ άλογο δεν περνιέται!
• Όταν ψοφήσουν τ’ άλογα, τιμή έχουν τα γαϊδούρια!
• Κάνε αστείο σε γαϊδούρι και θα φας κλοτσιά στη μούρη.
• Όσο και να δουλέψει ο γάιδαρος, αγκάθια τον ταγίζουν.
• Τον αγά και γάιδαρο να τον ιδείς, να μην τον καβαλήσεις.
• Όσο καλός κι αν είναι ο γάιδαρος, πάλε γάιδαρο τον κράζουν.
• Ο καλός ο πεθερός, γάιδαρος καμαρωτός και η κακιά η πεθερά, κολοβή οχιά.
• Όσο λείπει ο αφέντης κανένα δεν νοιάζει, μα όσο λείπει ο γάιδαρος, ούλοι βαρυγκωμάνε.
Φράσεις Παροιμιώδεις
Σκάει γάιδαρο.
Έδεσε το γάιδαρό του.
Πετάει ο γάιδαρος; Πετάει!
https://www.gnomikologikon.gr/
Περί όνου σκιάς
Η Περί όνου σκιάς είναι μια φράση που πρωτοείδε το φως στα Άβδηρα και λέγεται μέχρι τις μέρες μας, υποδηλώνοντας την αντισυμβατική συμπεριφορά του εντολέα προκειμένου να επωφεληθεί ακόμα περισσότερο σε περιπτώσεις ιδίως άτυπων ενοχικών συναλλαγών για να ερμηνευθεί τελικά ως έκφραση της προπέτειας και του μεγέθους της ανοησίας. Επίσης η φράση υποδηλώνει την εντατική και ιδιαίτερη ενασχόληση με ένα θέμα το οποίο είναι ασήμαντο.
Προέλευση της φράσης
Κάποιος επώνυμος Αβδηρίτης ενοικίασε έναν όνο για να μεταφέρει αυτόν και τις αποσκευές του σε άλλη πόλη. Περπατώντας σε ένα άνυδρο και άδενδρο τοπίο θέλησε το μεσημέρι να ξεκουραστεί και κάθισε στη σκιά του ζώου. Ο αγωγιάτης τότε του ζήτησε επιπλέον αμοιβή για την παρασχεθείσα από τον όνο ευεργετική σκιά την οποία όμως αρνήθηκε ο ενοικιαστής. Η διαφορά οδηγήθηκε στα δικαστήρια και μετά από αλλεπάλληλες δικαστικές αποφάσεις έφθασε ως τη Βουλή των τετρακοσίων. Εν τω μεταξύ η πόλη είχε αναστατωθεί και σχεδόν παραλύσει λόγω του ότι οι πολίτες είχαν διαιρεθεί σε δυο στρατόπεδα, τους «Σκιερούς», δηλαδή των οπαδών της σκιάς του όνου ως αυθύπαρκτου και αυτοτελούς πράγματος και τους «ονικούς» δηλαδή εκείνων της έννοιας του όνου ως συνολικού και ενιαίου αντικειμένου στη συναλλαγή. Λέγεται όμως προτού λήξει η δίκη, την λύση έδωσαν κάποιοι άγνωστοι, που εξόντωσαν τον ατυχή όνο και έτσι μη υπάρχοντος του πειστηρίου η υπόθεση ετέθη στο αρχείο.
Το όνομα "Κυρ-Μέντιος"
Θέσεις ονομάζονται και από ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του τόπου. Η Μένδη, λ.χ., ονομάστηκε από το φυτό μίνθη, ένα είδος μέντας ή δυόσμου. Περίφημος ήταν ο οίνος της Μένδης, ο Μενδαίος οίνος, γνωστός στις αρχαϊκές και κλασικές αγορές, ο οποίος συνέβαλε στη διάδοση του νομίσματος της περιοχής με την παράσταση του Μενδαίου όνου. Ο όνος αυτός κουβαλά, εκτός από κρασί, άλλα εμπορεύματα, ανθρώπους αλλά και τον Διόνυσο, εν είδει ανακλίνδρου. και από αυτόν ονομάστηκε το γαϊδουράκι της λαϊκής μας παράδοσης: Μενδαίος, Μένδιος, Μέντιος (Μακεδονία, 1994, 74· Σουέρεφ 2001, 92).
Από πού βγήκε η φράση«Κατά φωνή κι ο γάιδαρος»
«Κατά φωνή κι ο γάιδαρος». Μια φράση την οποία λέμε συνήθως αστειευόμενοι, όταν βλέπουμε ξαφνικά τον άνθρωπο για τον οποίο μιλούσαμε. Είναι μια φράση που προέρχεται από την αρχαία Ελλάδα. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι το γκάρισμα ενός γαϊδάρου ήταν καλός οιωνός για μία μάχη.
Έτσι πίστευε και ο Αθηναίος στρατηγός Φωκίων που προσπάθησε να ανακόψει την προέλαση του βασιλιά Φιλίππου της Μακεδονίας προς την Αθήνα. Το 348 π.Χ. πολέμησε στην Εύβοια εναντίον μισθοφόρων που είχαν χρηματοδοτήσει οι Μακεδόνες. Ο Φωκίων ήταν προληπτικός και δεν επέτρεπε στον στρατό να πολεμήσει μέχρι να ολοκληρώσει τις θυσίες προς τους Θεούς. Οι στρατιώτες παράκουσαν τις εντολές τους και επιτέθηκαν, αλλά ηττήθηκαν. Τελικά, όταν πια ο Φωκίων ήταν σίγουρος ότι είχε την εύνοια των Θεών, οργάνωσε αντεπίθεση, η οποία έληξε θριαμβευτικά.
Το 339 π.Χ. αντιμετώπισε τον Φίλιππο στο Βυζάντιο. Οι Μακεδόνες είχαν καταλάβει τις γύρω περιοχές και ο Φωκίων ανέλαβε να τους διώξει. Τη μέρα της μάχης ο Αθηναίος στρατηγός ένιωθε ότι ο στρατός του ήταν απροετοίμαστος. Οι Αθηναίοι ήταν λίγοι αριθμητικά και πίστευαν ότι ο Μακεδόνας βασιλιάς θα τους κατατρόπωνε. Η μάχη εξελίσσονταν άσχημα και ο στρατηγός ήταν έτοιμος να διατάξει οπισθοχώρηση, όταν άκουσε ένα γάιδαρο να γκαρίζει δυνατά. Οι κραυγές του ζώου τον έπεισαν ότι οι Θεοί τον υποστήριζαν. Άλλαξε γνώμη και αντί για υποχώρηση διέταξε επίθεση. Το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό. Οι Αθηναίοι σημείωσαν συνεχείς επιτυχίες και κατάφεραν να απομακρύνουν τους Μακεδόνες από την περιοχή του Βυζαντίου. Ο Φωκίων όμως τραυματίστηκε και αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Αθήνα. Έκτοτε, η τύχη του τον εγκατέλειψε.
Η Αθήνα ηττήθηκε από τους Μακεδόνες στη Μάχη της Χαιρώνειας το 338 π.Χ. και η πόλη πέρασε στην κυριαρχία του Φιλίππου. Εννοείται ότι την περίοδο που άρχισαν οι ήττες δεν είχε εμφανισθεί κανένας καλός οιωνός, πόσο μάλλον το απόλυτο σημάδι επιτυχίας όπως ένας γάιδαρος που να γκαρίζει… Η φράση πάντως έμεινε μέχρι τις μέρες μας, αν και έχασε το αρχικό νόημα της θεϊκής εύνοιας…...
https://www.mixanitouxronou.gr/
Η έκφραση "Πετάει ο γάιδαρος; Πετάει"
Η έκφραση «πετάει ο γάιδαρος; Πετάει» χρησιμοποιείται -αν κι όχι τόσο συχνά- για να πούμε πως κάποιος είναι κουτός κι όταν δηλώνουμε ότι συμφωνούμε σε κάτι που είναι λάθος από βαριεστιμάρα.
Η φράση προέρχεται από ένα παιδικό παιχνίδι: Τα παιδιά κάθονταν όλα γύρω-γύρω κι ένα από αυτά ρωτάει αν πετάει κάποιο ζώο ή πράγμα. Αν πετάει, τότε σηκώνουν τα χέρια, αν, όμως δεν πετάει το ζώο ή το πράγμα που θα ονομάσει και σηκώσει κάποιο από τα παιδιά το χέρι του, τότε χάνει και σκύβει και τρώει μερικές «καρπαζιές».
Στο παιχνίδι αυτό, συνηθίζεται αυτός που ρωτάει, για να ξεγελάσει τους υπόλοιπους, να λέει γρήγορα ένα πουλί κι αμέσως μετά ένα πράγμα που να του μοιάζει στην εκφώνηση. Τότε τα παιδιά ξεγελιούνταν, σήκωναν το χέρι τους και έχαναν.
Γερμενής Βασίλειος- Σαντορίνη
Κραυγή αγωνίας για τα γαϊδουράκια της Σαντορίνης
Αναπόσπαστο κομμάτι της τουριστικής εικόνας της Σαντορίνης, τα γαϊδουράκια του νησιού, περιμένουν καρτερικά, με σκυμμένο το κεφάλι, για να έρθει η σειρά τους να μεταφέρουν τον επόμενο αναβάτη στα λιθόστρωτα σοκάκια του νησιού.
Σε καθημερινή βάση, εδώ και δεκαετίες, τα γαϊδουράκια της Σαντορίνης κάνουν τέσσερις με πέντε φορές την ίδια διαδρομή, ανεβαίνοντας τα 520 πλακόστρωτα σκαλοπάτια που οδηγούν από το λιμάνι στα Φηρά. Η ταλαιπωρία στην οποία υπόκεινται τα ζώα στη «βάρδιά» τους που κρατά 8 με 10 ώρες, γίνεται ακόμη μεγαλύτερη, δεδομένου ότι οι μετακινήσεις τους γίνονται υπό ιδιαίτερα υψηλές θερμοκρασίες.
Ενδεικτικό του βασανιστηρίου τους είναι το γεγονός ότι κάποια από αυτά σταματούν την άνοδό τους προς τα Φηρά για να γλύψουν κάποια πέτρα που δεν την έχει δει ο ήλιος για να δροσιστούν και να αντλήσουν την απαραίτητη δύναμη για να ολοκληρώσουν τη διαδρομή τους. Κι αυτό γιατί δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να ξεδιψάσουν, όπως σημειώνει η Daily Mail.
Εργαζόμενοι σε οργανώσεις για την προστασία των ζώων επισκέφθηκαν το νησί την περασμένη εβδομάδα, απαιτώντας καλύτερες συνθήκες για τα ζώα, ενώ ενημέρωσαν τους ιδιοκτήτες τους για τους κινδύνους που υπάρχουν για την υγεία των ζώων εξαιτίας των κουραστικών διαδρομών που κάνουν καθημερινά, διανύοντας 60 μίλια κατά τη διάρκεια μιας σεζόν.
Αν και στο τέλος της διαδρομής έχουν δημιουργηθεί σκιερά μέρη για την ξεκούρασή τους, δεν έχουν συντηρηθεί σωστά, με αποτέλεσμα τα πανιά που είχαν τοποθετηθεί να έχουν αποκολληθεί.
«Δεν βρίσκονται στη σκιά καθώς περιμένουν τον επόμενο επιβάτη, απλώς στέκουν μέσα στη λιακάδα και τη ζέστη», λέει ο Tim Wass, διευθυντής της οργάνωσης Safe Haven for Donkeys, στο Ισραήλ, και συμπλήρωσε πως «τα γαϊδουράκια υποφέρουν μυϊκά, σκελετικά ενώ και οι σύνδεσμοί τους παθαίνουν μεγάλη ζημιά, εξαιτίας του βάρους που σηκώνουν και των σκαλοπατιών που ανεβαίνουν».
«Παιδικά παιχνίδια.» (λεπτομέρεια) Πίτερ Μπρίγκελ ο πρεσβύτερος.
Η μακριά γαϊδούρα είναι παιδικό παιχνίδι που παίζονταν από αγόρια με διάφορες παραλλαγές σε όλη την Ελλάδα, σε παλαιότερα κυρίως χρόνια.
Το παιχνίδι παίζονταν από δύο ομάδες. Τα μέλη της μίας σχημάτιζαν μια σειρά σκυμμένα, με το ένα να έχει γυρισμένη την πλάτη του στο άλλο. Τα παιδιά της άλλης ομάδας έπαιρναν φορά και πηδούσαν πάνω από τα παιδιά της πρώτης ώσπου να ανέβουν όλα στην πλάτη της "γαιδούρας". Εάν τα κατάφερναν χωρίς να τους ρίξουν τα παιδιά της άλλης ομάδας, κέρδιζαν.
Και ένα πολύ όμορφο βίντεο - ΜΑΡΙΖΑ - Ο Πεισματάρης Γάιδαρος (Επίσημο)
Και ένα πολύ όμορφο βίντεο - ΜΑΡΙΖΑ - Ο Πεισματάρης Γάιδαρος (Επίσημο)
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Στίχοι: Μουσική: Τάκης Μωράκης
1. Γεωργία Βασιλειάδου
περνούσε μοναχός του μιά χαρά
Δεν εφόραγε σαμάρι
και βοσκούσε με καμάρι
σε λιβάδια δροσερά
Αλλά ήτανε γραφτό να ερωτευτεί
κι έχει στο μαγκανοπήγαδο ζευτεί...
Ντέϊ κυρ-Μέντιο, ντε, ντε, ντε
άχ κυρ-Μέντιο κουτεντέ...
Την κεφάλα σκύβεις χάμω,
τι τον ήθελες τον γάμο;
Άχ κυρ-Μέντιο κουτεντέ,
ντέϊ κυρ-Μέντιο, ντε, ντε, ντε
Ο κυρ-Μέντιος χρόνια τώρα στην σειρά
δεν συνήθιζε καπίστρι να φορά
Είχε όλα τ'αγαθά του
και τα γαϊδουράγκαθα του
τα ξινά και πονηρά
Αλλά ήτανε γραφτό να ερωτευτεί
κι έχει στο μαγκανοπήγαδο ζευτεί...
Ντέϊ κυρ-Μέντιο, ντε, ντε, ντε
άχ κυρ-Μέντιο κουτεντέ...
Την κεφάλα σκύβεις χάμω,
τι τον ήθελες τον γάμο;
Άχ κυρ-Μέντιο κουτεντέ,
ντέϊ κυρ-Μέντιο, ντε, ντε, ντε
Ντε, ντε, ντε...
Κώστας Χατζής Ο γαϊδαράκος
μέ παράπονο πολύ
Γιατί άνθρωπο τόν είπαν
καί είν’ μεγάλη προσβολή
Στά βαθειά τα γηρατειά του
άνθρωπο νά τόν ειπούνε...
Πώς τη λέν’ τέτοια κουβέντα
δίχως νά τόν λυπηθούνε
άνθρωπο νά τόν ειπούνε...
Πώς τη λέν’ τέτοια κουβέντα
δίχως νά τόν λυπηθούνε
Κλαίει ο γέρο γαϊδαράκος
μέ παράπονο πολύ,
Λέει στ’ αναφυλλητά του
μέ σπαραχτική φωνή,
μέ παράπονο πολύ,
Λέει στ’ αναφυλλητά του
μέ σπαραχτική φωνή,
«Ανθρωπος εγώ δεν είμαι
καί μπορώ νά τ’ αποδείξω
Αντικλείδια εγώ δέ φτιάχνω
Δεν μπορώ νά διαρρήξω
Τά παιδιά μου δεν τα δέρνω
δέν μισώ δεν κοροϊδεύω
Δε μετέχω σέ απάτες
δέν σκοτώνω δεν ληστεύω
καί μπορώ νά τ’ αποδείξω
Αντικλείδια εγώ δέ φτιάχνω
Δεν μπορώ νά διαρρήξω
Τά παιδιά μου δεν τα δέρνω
δέν μισώ δεν κοροϊδεύω
Δε μετέχω σέ απάτες
δέν σκοτώνω δεν ληστεύω
Εγώ δεν κάνω ατιμίες
ούτε σαμποτάζ καί φόνους
Στυγερές δολοφονίες
δέν πρόδιδω εγώ τούς νόμους
ούτε σαμποτάζ καί φόνους
Στυγερές δολοφονίες
δέν πρόδιδω εγώ τούς νόμους
Ολα αυτά νά τα σκεφθήτε
γιατί λάθος έχει γίνει Ε
ίμαι γνήσιο γαϊδούρι...
άνθρωπος δεν έχω γίνει!
γιατί λάθος έχει γίνει Ε
ίμαι γνήσιο γαϊδούρι...
άνθρωπος δεν έχω γίνει!
Donkeys in the stable by John Constable
Two Donkeys Isaac Israels
Του Κυριάκου το γαϊδούρι
Το τραγούδι «Του Κυριάκου το γαϊδούρι» γράφτηκε από τον Δημήτρη Γκόγκο (Μπαγιαντέρα) και τον Στέλιο Χρυσίνη στα χρόνια της Κατοχής. Πρόκειται για ένα αληθινό περιστατικό που συνέβη τις μέρες της μεγάλης πείνας στην Αθήνα. Ο Κυριάκος υπήρξε ένας από τους κλασικούς μανάβηδες της προπολεμικής Αθήνας, που με το συμπαθέστατο γαϊδουράκι του τριγυρνούσε στις γειτονιές πουλώντας το εμπόρευμα του. Το γαϊδούρι του ήταν στολισμένο με διάφορα κουδούνια και χαϊμαλιά. Ήταν φορτωμένο καλάθια με κάθε λογής φρούτα και λαχανικά. Ο Κυριάκος το φρόντιζε και το αγαπούσε. Το είχε όπως λέει και το τραγούδι σαν μικρό παιδάκι και το καμάρωνε. Όταν ήρθε ο πόλεμος και στη συνέχεια η Κατοχή, ο Κυριάκος δεν σταμάτησε τη δουλειά του. Το εμπόρευμα όμως πια ήταν κυρίως λαχανίδες....
Στην Κατοχή η πείνα θέριζε, τα τρόφιμα ήταν δυσεύρετα ακόμη και στη μαύρη αγορά, τη μάστιγα της εποχής. Έτσι οι άνθρωποι για να επιβιώσουν έτρωγαν γάτες, σκύλους, άλογα, γαϊδούρια και ότι άλλο μπορούσε να φαγωθεί. Ένα βράδυ με τη μεγάλη πείνα του 1942, κάποιοι έκλεψαν μέσα από τον στάβλο το γαϊδούρι του Κυριάκου για να το φάνε. Ο Κυριάκος ξύπνησε την άλλη μέρα το πρωί για να ξεκινήσει, όπως συνήθιζε, μαζί με το γαϊδουράκι του τη γύρα στις γειτονιές. Όταν άνοιξε το στάβλο κατάπληκτος είδε ότι το γαϊδουράκι του είχε εξαφανιστεί. Του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι, δεν μπορούσε να το πιστέψει....
Έβαλε τις φωνές, βγήκε στο δρόμο κι άρχισε να ρωτάει τους γείτονες αν είχε δει κανείς το γαϊδούρι του, αλλά μάταια. Περίλυπος και απαρηγόρητος ο Κυριάκος έψαξε ολόκληρη την Αθήνα για να το βρει, όμως χωρίς αποτέλεσμα. Για καιρό τον θυμόντουσαν στις γειτονιές να γυρνάει με τα καλάθια του στον ώμο, φωνάζοντας και αναζητώντας το γαϊδούρι του. Η ιστορία του Κυριάκου και του καημένου γαϊδουράκι του έγινε τραγούδι εκείνη την εποχή της Κατοχής, αλλά γραμμοφωνήθηκε αργότερα, το 1946.
Στίχοι
Του Κυριάκου το γαϊδούρι
το `χαν όλοι τους για γούρι,
σαν γυρνούσε στο παζάρι
το `χαν για κρυφό καμάρι.
Με κουδούνια στολισμένο,
λαχανίδα φορτωμένο,
μες στις γειτονιές γυρνούσε,
ταλαράκια οικονομούσε.
Το είχε σαν μικρό παιδάκι
και γι’ αυτό το `χει μεράκι.
Του το σφάξαν ένα βράδυ
για μοσχάρι στο σκοτάδι.
του το σφάξαν ένα βράδυ
με την πείνα τη μεγάλη.
Τώρα μοναχός στους δρόμους
τα καλάθια του στους ώμους
διαρκώς παντού κοιτάζει,
το γαΐδούρι του φωνάζει....
ο Μπαρμπα-Γιάννης ο κανατάς ...
Η Aθήνα του 1860 δεν ήταν όπως οι άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Οι υποδομές ήταν ελάχιστες και οι καθημερινές ελλείψεις καλύπτονταν από τα επαγγέλματα της εποχής τα οποία στην πορεία του χρόνου εξαφανίστηκαν. Την καθημερινή ανάγκη των πολιτών για νερό κάλυπταν οι αποκαλούμενοι νερουλάδες και οι κανατάδες που κυκλοφορούσαν στους δρόμους και είχαν έντονη παρουσία.
Ο πιο γνωστός μικροπωλητής της εποχής ήταν ο μπάρμπα-Γιάννης ο κανατάς, που κυριάρχησε στη ζωή των Αθηναίων για μια εικοσαετία. Η συνοικία Σκαγιάννη στην Πλάκα είναι η σημερινή οδός Υπερείδου Από τη συνοικία Σκαγιάννη στην Πλάκα ξεκινούσε κάθε πρωί ο μπάρμπα-Γιάννης Οι πήλινες στάμνες διατηρούσαν το νερό δροσερό και υπήρχαν σε όλα τα σπίτια της εποχής Αφού φόρτωνε το γαϊδουράκι του με τις στάμνες, γυρνούσε στους δρόμους της πόλης για να τις πουλήσει. Η παρουσία του δεν περνούσε απαρατήρητη στους περαστικούς. Μπορεί να ήταν ντυμένος με κουρέλια και ξυπόλητος, αλλά ήταν ψηλός και όμορφος. Είχε ξανθά μαλλιά και μουστάκι, φορούσε ψάθινο καπέλο και δεν δυσκολευόταν να πουλήσει τη πραμάτεια του στις Αθηναίες. Άλλωστε οι στάμνες του ήταν απαραίτητες σε όλα τα αθηναϊκά σπίτια, καθώς την εποχή εκείνη δεν υπήρχε δίκτυο ύδρευσης και προμηθεύονταν το νερό από τους νερουλάδες, οι οποίοι το μετέφεραν στην πόλη από τις πηγές. Η αυξημένη ζήτηση του επαγγέλματος του κανατά απέφερε κέρδη στον μπάρμπα-Γιάννη που του επέτρεψαν να ζει έναν παράλληλο βίο.
Ο αριστοκράτης κανατάς Ο μπάρμπα-Γιάννης έγινε δημοφιλής στα αστικά σαλόνια. Όπως πολλοί Αθηναίοι της εποχής, δεν δίσταζε να τραβάει την προσοχή των συμπολιτών του. Μπορεί τις περισσότερες ημέρες της εβδομάδας να κυκλοφορούσε ξυπόλητος με το γαϊδουράκι του στους δρόμους της Αθήνας, αλλά τις Κυριακές μεταμορφωνόταν σε έναν καλοντυμένο αστό που πήγαινε βόλτα στους κεντρικούς δρόμους της πόλης μαζί με τους αριστοκράτες. Φορούσε ακριβό κοστούμι, καπέλο, είχε γυαλισμένα παπούτσια, κρατούσε μπαστούνι, είχε χρυσό ρολόι τσέπης και έκανε τον περίπατό του στην πόλη. Μετά την εκκλησία, πήγαινε στο Σύνταγμα, έκανε τη βόλτα στους κεντρικούς δρόμους και σύχναζε στο φημισμένο μεγαλοαστικό καφενείο «Η ωραία Ελλάς», που βρισκόταν στην οδό Αιόλου, αλλά και στο καφενείο «Σολώνειον». Γρήγορα έγινε η χαρακτηριστικότερη φυσιογνωμία της Αθήνας. Ήταν ιδιαίτερα συμπαθής στο γυναικείο φύλο και είχε σχέσεις με πολλές αριστοκράτισσες.
Τραγούδι και ταινία «Ο Μπάρμπα Γιάννης ο Κανατάς» Ο μπάρμπα-Γιάννης ήταν τόσο δημοφιλής που έγινε λαϊκό τραγούδι. Ο Βαυαρός Ανδρέας Σάιλερ, αρχιμουσικός της στρατιωτικής μπάντας διασκεύασε ένα ιταλικό τραγούδι το οποίο τραγούδησε το 1933 η Ελβίρα ντε Ιντάλγκο με τον Γιάννη Αγγελόπουλο και είχε τίτλο: «Μπάρμπα-Γιάννης κανατάς». Το τραγούδι του μπάρμπα Γιάννη συμπεριλήφθηκε το 1933 στη δισκογραφία της Ελβίρας Ντε Οντάλγκο, καθηγήτριας της Μαρίας Κάλλας Όταν ο μπάρμπα Γιάννης έκανε την καθιερωμένη του βόλτα τις Κυριακές στο Σύνταγμα, η στρατιωτική ορχήστρα που έπαιζε μουσική δεν παρέλειπε να παίζει το τραγούδι του. Οι στίχοι του τραγουδιού περιέγραφαν την καθημερινότητα του όμορφου κανατά και λέγεται ότι τους είχε γράψει ο ίδιος ο μπάρμπα-Γιάννης.
Μπάρμπα-Γιάννη με τις στάμνες
και με τα σταμνάκια σου
να χαρείς τα μάτια σου.
Κι αν φορείς ψηλό καπέλο
και παπούτσια λάστιχο
μπάρμπα-Γιάννη κανατά.
Πρόσεξε μη σε γελάσει
καμία όμορφη κυρά
μπάρμπα-Γιάννη κανατά.
Και σου πάρει το γαϊδούρι
και σ’ αφήσει την ουρά
μπάρμπα-Γιάννη κανατά.
Μπάρμπα-Γιάννη σε λατρεύω
θα σε αγαπώ πιστά
μπάρμπα-Γιάννη κανατά.
Τα χρόνια περάσαν, αλλά η παρουσία του μπάρμπα-Γιάννη στην Αθήνα δεν ξεχάστηκε. Το 1957 η ζωή του ενέπνευσε το σενάριο της ταινίας «Ο μπάρμπα-Γιάννης ο κανατάς».
Η ταινία «Μπάρμπα Γιάννης ο Κανατάς» με τον Αυλωνίτη σκηνοθετήθηκε από τους Κ. Στραντζαλη και Φρίξου Ηλάδη. Έπαιζε και ο νεαρός τότε ο Νίκος Κούρκουλος
Στην ταινία ο μπάρμπα- Γιάννης, τον οποίο υποδύεται ο Βασίλης Αυλωνίτης, έχει επαφές με την καλή κοινωνία και προξενεύει μια πλούσια κοπέλα με έναν εύπορο Αθηναίο. Η κοπέλα ερωτεύεται τελικά έναν φτωχό φοιτητή τον οποίο υποδύεται ο Αλέκος Αλεξανδράκης και ο μπάρμπα-Γιάννης τους βοηθά να παντρευτούν.
Η μυστηριώδης εξαφάνιση του μπάρμπα-Γιάννη Ύστερα από είκοσι χρόνια παραμονής στην Αθήνα, ο όμορφος κανατάς δεν κυκλοφόρησε ξανά στους δρόμους της πρωτεύουσας. Ο μπάρμπα Γιάννης έφυγε ξαφνικά περίπου το 1880. Το γεγονός πως εξαφανίστηκε την ίδια περίοδο που έληξε ο ρωσο-τουρκικός πόλεμος το 1878, προκάλεσε ερωτήματα σχετικά με την αληθινή του ταυτότητα. Κάποιοι υποστήριξαν πως ο ξανθός Γιάννης ήταν κατάσκοπος, ενώ άλλοι ανέφεραν πως ήταν Βούλγαρος και γύρισε στην πατρίδα του μόλις απελευθερώθηκε από τους Οθωμανούς. Ο ίδιος έλεγε πως καταγόταν από την Προύσα της Τουρκίας, ότι είχε πολεμήσει στον απελευθερωτικό αγώνα της Κρήτης του 1866 και ύστερα ήρθε στην Αθήνα. Η πραγματική του ταυτότητα και ο λόγος που έφυγε τόσο ξαφνικά δεν μαθεύτηκαν ποτέ. Κανείς δεν γνώριζε παραπάνω πληροφορίες ούτε καν το επίθετό του. Όλοι τον αποκαλούσαν μπάρμπα-Γιάννη και το μόνο σίγουρο είναι πως ήταν μία ακόμα γραφική φυσιογνωμία της παλιάς Αθήνας.
https://www.mixanitouxronou.gr/
Η φωτογραφία δείχνει ένα αρνάκι να θηλάζει από γαϊδούρι την δεκαετία του 60. Φωτογράφος είναι ο Ηλίας Κοτσόβολος ( πατέρας μου) και ανήκει στο μπλογκ .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου