Ο Ι[ωάννης] Μ. Παναγιωτόπουλος γεννήθηκε στο Αιτωλικό, πρωτότοκος γιος του Μιχαήλ και της Ειρήνης. Οι γονείς του απέκτησαν τρία ακόμη παιδιά που πέθαναν όμως σε παιδική ηλικία. Το 1910 η οικογένεια Παναγιωτόπουλου εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του και γράφτηκε Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου. Αποφοίτησε το 1923 και εργάστηκε για πολλά χρόνια στην ιδιωτική εκπαίδευση. Υπήρξε βασικό στέλεχος της ιδιωτικής σχολής Μακρή, την οποία αργότερα αγόρασε και μετονόμασε σε Ελληνικά Εκπαιδευτήρια (πρόκειται για τη γνωστή σήμερα ως Σχολή Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου στο Παλαιό Ψυχικό). Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής ταξίδεψε στην Ευρώπη, τη Μικρά Ασία, την Κίνα και αλλού. Το 1947 διορίστηκε καθηγητής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης. Διετέλεσε μέλος Διοικητικού Συμβουλίου στην Εθνική Πινακοθήκη, το Εθνικό Θέατρο και το μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, υπουργός Πολιτισμού και Επιστημών της κυβέρνησης Κ. Καραμανλή το 1974. Το 1976 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πέθανε στην Αθήνα το 1982. Το σύνολο του συγγραφικού έργου του Ι. Μ.Παναγιωτόπουλου είναι τεράστιο σε έκταση. Ασχολήθηκε επί εξήντα χρόνια παράλληλα με την ποίηση, την πεζογραφία, την ταξιδιωτική λογοτεχνία, την αρθρογραφία, το δοκίμιο, την κριτική. Το πρώτο του δημοσίευμα ήταν ένα πεζό κείμενο γραμμένο στην καθαρεύουσα στις στήλες της εφημερίδας "Ελλάδα" το 1916, ενώ συνέχισε να δημοσιεύει κείμενά του στα περιοδικά "Ναυτική Δόξα", "Σφαίρα και Εθνικό Εγερτήριο". Το 1920 πραγματοποίησε την πρώτη του ουσιαστική εμφάνιση στα γράμματα από τις στήλες του περιοδικού "Μούσα" των Νάσου Χρηστίδη και Παύλου Καλλιγά (1920-1923), του οποίου υπήρξε συνδιευθυντής μαζί με τους Λέοντα Κουκούλα, Μιχαήλ Στασινόπουλο και Κλέωνα Παράσχο. Ακολούθησαν συνεργασίες του με περιοδικά και εφημερίδες όπως η "Ζωή", η "Νέα Ζωή", τα "Νέα Γράμματα", το "Νέον Κράτος", η "Νέα Εστία", η "Πρωία", η "Ελευθερία", ενώ συνεργάστηκε επίσης στη "Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια" του Πυρσού. Στα πρώτα του ποιήματα κινήθηκε στο πλαίσιο του αισθητισμού, του νεοσυμβολισμού και του νεορομαντισμού με έντονες επιρροές από τον Κωστή Παλαμά (εδώ ανήκει η πρώτη του ποιητική συλλογή "Το βιβλίο της Μιράντας" του 1924) και στράφηκε αργότερα προς την ανανεωτική τάση των ποιητών του μεσοπολέμου, την εσωτερικότητα και τον υπερρεαλισμό (ορόσημο η ποιητική συλλογή "Αλκυόνη", γραμμένη από το 1934 ως το 1948). Στην πεζογραφία του παρατηρείται συνύπαρξη ποιητικών στοιχείων με στοιχεία κριτικού στοχασμού, καθώς επίσης μια ιδιαίτερη φροντίδα της έκφρασης (σημειώνονται ενδεικτικά τα έργα του "Αστροφεγγιά" (1945), "Χαμοζωή" (1946), και "Τα εφτά κοιμισμένα παιδιά" (1956 - Α’ Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος). Στην κοσμοθεωρία του ανιχνεύονται αρχικές επιρροές από την πεσιμιστική αντίληψη για τη ζωή που υιοθέτησαν και σύγχρονοί του αισθητιστές λογοτέχνες (Κώστας Ουράνης, Τέλλος Άγρας, Ναπολέων Λαπαθιώτης κ.ά.), ενώ στα έργα της ωριμότητάς του στράφηκε προς μια τραγική στάση αποδοχής του ανεκπλήρωτου της ηδονής και της ματαιότητας της ανθρώπινης ζωής. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Ι. Μ.Παναγιωτόπουλου βλ. Ζήρας Αλεξ., "Παναγιωτόπουλος Ι. Μ.", Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 8. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988, Κούσουλας Λουκάς, "Ι.Μ.Παναγιωτόπουλος", Η μεσοπολεμική πεζογραφία · Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939) Στ΄, σ.364-417. Αθήνα, Σοκόλης, 1993 και Χατζηφώτης Ι.Μ., "Παναγιωτόπουλος Ι.Μ.", Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 11. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ.
(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ
(2016) Αστροφεγγιά, Κάπα Εκδοτική
(2013) Χαμοζωή, Alter - Ego ΜΜΕ Α.Ε.
(2012) Αστροφεγγιά, Alter - Ego ΜΜΕ Α.Ε.
(2011) Αστροφεγγιά, Σχολή Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου
(2007) Μεβλανά ο εξαίσιος, Σχολή Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου
(2004) Ο σύγχρονος άνθρωπος, Εκδόσεις των Φίλων
(2003) Αλληλογραφία, Σχολή Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου
(2003) Ανθρώπινη δίψα, Σχολή Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου
(2003) Το δαχτυλίδι με τα παραμύθια, Σχολή Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου
(2002) Αιχμάλωτοι, Σχολή Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου
(2002) Αστροφεγγιά, Σχολή Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου
(2002) Χαμοζωή, Σχολή Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου
(2001) Είκοσι και ένα ποιήματα, Σχολή Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου
(1999) Ερήμην των Ελλήνων, Εκδόσεις των Φίλων
(1996) Οι σκληροί καιροί, Εκδόσεις των Φίλων
(1994) Ο στοχασμός και ο λόγος, Εκδόσεις των Φίλων
(1993) Ελληνικοί ορίζοντες, Αστήρ
(1993) Η τέχνη και ο άνθρωπος, Αστήρ
(1993) Ο κόσμος της Κίνας, Αστήρ
(1993) Ομιλίες της γυμνής ψυχής, Εκδόσεις των Φίλων
(1993) Τα πρόσωπα και τα κείμενα, Εκδόσεις των Φίλων
(1992) Αιχμάλωτοι, Αστήρ
(1992) Η Κύπρος, ένα ταξίδι, Αστήρ
(1992) Τα εφτά κοιμισμένα παιδιά, Αστήρ
(1992) Χαμοζωή, Αστήρ
(1991) Σκαραβαίος ο ιερός, Αστήρ
(1991) Χειρόγραφα της μοναξιάς, Εκδόσεις των Φίλων
(1989) Η Αφρική αφυπνίζεται, Αστήρ
(1989) Τα πρόσωπα και τα κείμενα, Εκδόσεις των Φίλων
(1985) Τα πρόσωπα και τα κείμενα, Εκδόσεις των Φίλων
(1982) Μεβλανά ο εξαίσιος, Αστήρ
(1982) Πολιτείες της Ανατολής, Αστήρ
(1981) Αφρικανική περιπέτεια, Αστήρ
(1980) Τα πρόσωπα και τα κείμενα, Εκδόσεις των Φίλων
(1978) Ασφυξία, Εκδόσεις των Φίλων
(1975) Αλληλογραφία, Εκδόσεις των Φίλων
Τα πρόσωπα και τα κείμενα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
(2016) Καλήν εσπέραν, άρχοντες, Ιωλκός
(2012) Εισαγωγή στην ποίηση του Καβάφη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
(2012) Μέρες του 2013, Γαβριηλίδης
(2010) Η νεοελληνική ερωτική ποίηση, Ελευθεροτυπία
(2009) Ανθολογία ελληνικού διηγήματος του 20ού αιώνα, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2009) Ανθολογία της ελληνικής ποίησης (20ός αιώνας), Κότινος
(2009) Εισαγωγή στην ποίηση του Ελύτη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
(2009) Η κριτική για τον Άλκη Θρύλο, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη
(2009) Η κριτική για τον Πέτρο Χάρη, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη
(2009) Πειραιάς, Τσαμαντάκη
(2008) Από την αλληλογραφία Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου και Εμμ. και Αικ. Κριαρά: Τα σωζόμενα, Σχολή Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου
(2008) Λόγος για την Ύδρα, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2008) Μ. Καραγάτσης 1908-2008, Εθνικό Κέντρο Βιβλίου
(2006) Μέρες του ποιητή Κ. Π. Καβάφη, Ευθύνη
(2006) Ποιητική και εικαστική ανθολογία, Σπανός - Βιβλιοφιλία
(2005) Παιδιά του κόσμου, Επίλογος
(2004) Επιστολές Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου και Εμμ. και Αικ. Κριαρά, Σχολή Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου
(1999) Modern Greek Poetry, Ευσταθιάδης Group
(1999) Μνήμη του Ηλία Βενέζη, Ευθύνη
(1999) Τιμή στον Τ. Κ. Παπατσώνη, Ευθύνη
(1995) Κότινος στον Άγγελο Σικελιανό, Ευθύνη
(1994) Για τον Σκαρίμπα, Αιγαίον
(1993) Θεώρηση του Νίκου Καζαντζάκη, Ευθύνη
(1993) Το Εικοσιένα, Ευθύνη
(1983) Το πέρασμα του Μηνά Δημάκη, Ευθύνη
(1981) Επανεκτίμηση του Μ. Καραγάτση, Ευθύνη
(1979) Η νεοελληνική κριτική για τον Παντελή Πρεβελάκη, Ευθύνη
(1976) Διαφήμιση και άνθρωπος, Νίκος Δήμου
Λοιποί τίτλοι
(1979) Καρκαβίτσας, Ανδρέας, 1865-1922, Άπαντα, Ζαχαρόπουλος Σ. Ι. [επιμέλεια]
(1979) Καρκαβίτσας, Ανδρέας, 1865-1922, Άπαντα, Ζαχαρόπουλος Σ. Ι. [επιμέλεια]
(1979) Καρκαβίτσας, Ανδρέας, 1865-1922, Άπαντα, Ζαχαρόπουλος Σ. Ι. [επιμέλεια]
(1979) Καρκαβίτσας, Ανδρέας, 1865-1922, Άπαντα, Ζαχαρόπουλος Σ. Ι. [επιμέλεια]
(1962) Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ανδρέας Καρκαβίτσας και άλλοι, Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος [επιμέλεια σειράς]
(1959) Βυζαντινά ιπποτικά μυθιστορήματα, Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος [επιμέλεια σειράς]
(1959) Γεώργιος Βιζυηνός, Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος [επιμέλεια, επιμέλεια σειράς]
(1957) Κυπριακή λογοτεχνία, Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος [επιμέλεια σειράς]
(1956) Λόγιοι της τουρκοκρατίας, Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος [επιμέλεια σειράς]
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος [επιμέλεια σειράς]
Βυζαντινά κείμενα, Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος [επιμέλεια σειράς]
Βυζαντινή ποίησις, Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος [επιμέλεια σειράς]
Γρηγόριος Ξενόπουλος, Μ. Μητσάκης, Γ. Καμπύσης, Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος [επιμέλεια σειράς]
Δημ. Βικέλας, Εμ. Λυκούδης, Δ. Καμπούρογλους και άλλοι, Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος [επιμέλεια σειράς]
Ελληνικά δημοτικά τραγούδια, Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος [επιμέλεια σειράς]
Εμμανουήλ Ροΐδης, Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος [επιμέλεια σειράς]
Κρητική λογοτεχνία, Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος [επιμέλεια σειράς]
Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος [επιμέλεια σειράς]
Λόγιοι της τουρκοκρατίας, Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος [επιμέλεια σειράς]
Νεοελληνικά λαογραφικά κείμενα, Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος [επιμέλεια σειράς]
Νεοελληνική επιστολογραφία, Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος [επιμέλεια σειράς]
Νεοελληνική φιλοσοφία, Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος [επιμέλεια σειράς]
Νεοελληνικό θέατρο, Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος [επιμέλεια σειράς]
Ο Κονδυλάκης και το χρονογράφημα, Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος [επιμέλεια σειράς]
Ο Κονδυλάκης και το χρονογράφημα, Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος [επιμέλεια σειράς]
Παλαμάς, Σικελιανός, Καβάφης, Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος [επιμέλεια σειράς]
Ποίησις και πεζογραφία της Επτανήσου, Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος [επιμέλεια σειράς]
Σκούφος, Μηνιάτης, Βούλγαρις, Θεοτόκης, Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος [επιμέλεια σειράς]
Ταξιδιωτικά, Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος [επιμέλεια σειράς]
Το απομνημόνευμα, Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος [επιμέλεια σειράς]
Το ιστορικόν μυθιστόρημα, Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος [επιμέλεια, επιμέλεια σειράς]
ΒΙΒΛΙΑ -ΕΠΙΛΟΓΗ
Χαμοζωή
Ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, με το μυθιστόρημα "Χαμοζωή" επιστρέψει στο τέλος της παιδικής του ηλικίας, κάπου στα 1913, στην εποχή της ασετυλίνης, του νερού από το πηγάδι και του κουρέματος των αγοριών με την ψιλή, του τύφου και της αδενοπάθειας, την εποχή της πλήρους εξουσίας του δασκάλου, του αρχιμανδρίτη και του εργοστασιάρχη. Αναζητά ίσως την εκκίνησή του στη "μαύρη πολιτεία" με τις "χοντρές τσιμινιέρες", εκεί όπου "τα καράβια σφυρίζανε και βγάζανε μαύρο καπνό", και γράφει εντέλει ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης στο οποίο ο μικρός ήρωας, όταν τελειώνει το δημοτικό σχολείο, έχει πια επίγνωση ότι η ζήση περιστρέφεται γύρω από τον "αμολόγητο πόθο", το τραύμα της απώλειας και τα όνειρα. Με λιτή γραφή και οικονομία εκφραστικών μέσων, με γλαφυρή δημοτική γλώσσα, ο συγγραφέας αναπλάθει τις αρχές του 20ού ακόνα στον εργατικό Πειραιά και, παράλληλα, παραμένει επίκαιρος και διαχρονικός ως είναι συνήθως οι άξιοι λογοτέχνες: "Οι καιροί περάσανε· όλα σβηστήκανε στο μάκρος του δρόμου· μεγαλώσαμε [...], ήρθανε μέρες που σα να τη φχαριστηθήκαμε καμπόσο τούτη την ανοικονόμητη ζωή, μα, τι τα θες, το 'χουμε πολύ αγαπήσει και πολύ ποθήσει κείνο το παλιό παραμύθι - ίσως γιατί δεν είχαμε νιώσει τότες πόσες λαβωματιές πρέπει να πάρει κανείς, για να τα καταφέρει με τον καιρό και την τύχη!"
Αστροφεγγιά
Το βιβλίο αυτό, μαζί με τη "Χαμοζωή" και τους "Αιχμάλωτους", αποτελεί το δεύτερο και κεντρικό μέρος μιας τριλογίας. Τα τρία αυτά πεζογραφήματα διατηρούν πάντα την αυτοτέλειά τους, ωστόσο μυστικοί δεσμοί τα δείχνουν καθώς ένα τριαδικό πρόσωπο μιας ακομμάτιαστης, ενιαίας ζωής: αποτελούν μια τριλογία που δεν την οργάνωσε η σκέψη αλλά η τύχη. Η "Χαμοζωή" είναι τα βασανισμένα χρόνια της παιδικής ηλικίας κατά την περίοδο των Βαλκανικών πολέμων, περίοδο εθνικής ανάτασης και ευφορίας.
Η "Αστροφεγγιά" είναι η ιστορία της διαψευσμένης και απροσανατόλιστης εφηβείας στην περίοδο της μεγαλοϊδεάτικης αυταπάτης, της καταστροφής και της ψευδεπίγραφης ειρήνης. Οι "Αιχμάλωτοι" είναι η περιπέτεια του καταχτυπημένου ώριμου άντρα κατά την περίοδο του Ελληνοϊταλικού πολέμου και του αντιφασιστικού αγώνα. Με φόντο τα ιστορικά γεγονότα που περνούν περιθωριακά στη ζωή των ηρώων του, ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος περιγράφει τη μοίρα των φτωχών, εργατικών ανθρώπων, που δεν ορίζουν αλλά ορίζονται από τις καταστάσεις. Έχοντας επίγνωση της "ανηρωικής" ζωής τους επιδίδονται σ' έναν αγώνα εσωτερικό, και γι' αυτό πιο απελπισμένο, που η μόνη του σχέση με τις εξωτερικές καταστάσεις είναι πως καθορίζεται καίρια απ' αυτές. Έτσι, οι δεσμοί τους με τα περιστατικά της καθημερινής ζωής γίνονται δεσμά. Στην τριπλή αυτή αιχμαλωσία, στον εαυτό τους, στους άλλους ανθρώπους και στο ιστορικό πεπρωμένο, τα πρόσωπα της τριλογίας δεν αντιπαραθέτουν τον αγώνα της αλλαγής, αλλά της προσαρμογής. Για τούτο και το δράμα τους δεν οφείλεται στη σύγκρουση με το περιβάλλον, αλλά στην αυτοσυνειδησία. Την απαισιόδοξη αυτή προοπτική φωτίζει μια αισιόδοξη, όσο και απόμακρη χαραγματιά, που ξανοίγεται μέσα στην ίδια τη συνείδηση, και είναι ακριβώς η αισιόδοξη αδυναμία προσαρμογής και αποδοχής.
Αιχμάλωτοι
Οι "Αιχμάλωτοι" συμπληρώνουν την πρώτη μυθιστορηματική τριλογία του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου ("Αστροφεγγιά", "Χαμοζωή", "Αιχμάλωτοι"), και αποτελούν έργο με ιστορικό υπόβαθρο, όπως και τα δύο πρώτα της τριλογίας αυτής. Ο ίδιος ο συγγραφέας το έχει χαρακτηρίσει μυθιστόρημα της περίτρομης, όχι πια μετέωρης ειρήνης, του πολέμου και της σκλαβιάς. Πρόκειται για έργο βιωματικό, που μας οδηγεί εξελικτικά στην ωρίμανση του αυτοβιογραφούμενου αφηγητή και στη συγγραφική ωριμότητα του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου.
Οι "Αιχμάλωτοι", μελέτη θανάτου και διδαχή αξιοπρεπούς στάσης ζωής, αρχίζουν από το γενέθλιο χώρο, την ιδιαίτερη πατρίδα του κεντρικού ήρωα-συγγραφέα, με το θάνατο της μάνας, και λήγουν με την εκτέλεση από τους κατακτητές του αδελφού του. Ο μικρόκοσμος της οικογένειας περιβάλλεται από ομόκεντρους κύκλους που διευρυνόμενοι καλύπτουν διαδοχικά το χωριό, την ευρύτερη περιφέρεια και την Ελλάδα, εξασφαλίζοντας στο μυθιστόρημα μια εμβέλεια που υπερβαίνει σταδιακά το έλασσον και τη μεμονωμένη περίπτωση και επιδιώκει, με επιτυχία, το μείζον, τη γενίκευση και τη σύνθεση, υπό τις οποίες μπορεί να ανακαλύψει τη θέση του και να αντιμετωπίσει μετωπικά τόσο τα προσωπικά, όσο και τα κοινά προβλήματα, κάθε αναγνώστης, ως σκεπτόμενος και προβληματιζόμενος άνθρωπος.
Το άτομο, ως εκ του βιογραφικού χαρακτήρα της τριλογίας, αλλά και σύνολου του έργου του Παναγιωτόπουλου, διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο και στους "Αιχμάλωτους" και αναδεικνύεται η αξία του στη διαμόρφωση των εκάστοτε κοινωνικών και ιστορικών συνθηκών. Μάλιστα, καταφαίνεται το τίμημα που καλείται με βεβαιότητα να πληρώσει, εφόσον η αναστροφή του στον κοινωνικό χώρο δεν σημαίνει την άκοπη ή ανέμελη ένταξη και τη μόνιμη εξασφάλισή του, αλλά την εμπλοκή του σε συνεχείς, ποικίλους και πολυεπίπεδους αγώνες, που το περιορίζουν, το συμπιέζουν και, τελικά, το αιχμαλωτίζουν
Ανθρώπινη Δίψα
Η "Ανθρώπινη Δίψα", εννιά μεγάλα διηγήματα που αναδεικνύουν το πάθος του ανθρώπου για τη ζωή, αποτελεί τη δεύτερη ολοκληρωμένη συλλογή διηγημάτων του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου. Ωστόσο, η μοίρα που αντιστρατεύεται το ανυπεράσπιστο, σε τελευταία ανάλυση, άτομο, απειλητική έρχεται να περιστείλει ή να εκμηδενίσει την ανθρώπινη βούληση, να τιμωρήσει την τόλμη να υπερβούμε τα, κατά έναν μυστικό και ανεξιχνίαστο τρόπο, προαποφασισμένα.
Από κοινού με "Το δαχτυλίδι με τα παραμύθια" αποκαλύπτονται στο βιβλίο αυτό, σε μεγάλο βαθμό, τα μυθοποιημένα βιώματα του συγγραφέα από την παιδική και νεανική του ηλικία, παράλληλα όμως επιχειρείται ένα άλμα προς νέες θεματικές και την αναζήτηση καινούριων μορφών. Θα μπορούσε, επομένως, να θεωρηθεί ένα έργο με μεταβατικές προοπτικές ή ένας χώρος συνύπαρξης του παραδοσιακού και του κατακτημένου με το καινοφανές και το μελλοντικό.
Η ελεύθερη βούληση του ανθρώπου και η αντιπαράθεσή της στο μοιραίο, η τραγικότητα της ζωής υπό τη μορφή ποικίλων στερήσεων, μειονεξιών, αποτυχιών, η άρνηση του θανάτου με την παράτολμη πορεία προς συνάντησή του αποτελούν ορισμένα από τα ζητούμενα του τόμου. Σκοπός του η συνειδητοποίηση της θέσης μας στον κόσμο και ο γόνιμος προβληματισμός, που θα ακυρώσει τις αφελείς απογειώσεις με την αναπόφευκτη ανώμαλη προσγείωση. Και ακόμη, ο σωστός κοινωνικός προσανατολισμός, που θα καταδείξει την παθογένεια του αιώνα μας και θα πολιτικοποιήσει ουσιαστικά και παραγωγικά το σύγχρονο άνθρωπο.
Αποσπάσματα
Αστροφεγγιά
[...] Ένα χρόνο αργότερα ο θάνατος μπήκε στο σπίτι. Αυτό μήτε που τόχε συλλογιστεί. Το τρίτο παιδί, το γελούμενο αγοράκι, έπεσε στο κρεβάτι με τύφο. Ο πατέρας δεν έβαλε κακό με το νου του. Εκείνος δεν έβαζε ποτέ το κακό.
—Αρρώστια είναι και θα περάσει, έλεγε. Δεν έχουμε κάμει συμβόλαιο με το Θεό, να είμαστε πάντα γεροί.
Μα η μητέρα φιδοφαγώθηκε. Νύχτα μέρα καθόταν στο κρεβάτι του άρρωστου παιδιού, με το ζόρι έτρωγε μια μπουκιά, με το ζόρι κοιμόταν μια δυο ώρες. Κ’ ήταν φθινόπωρο και τότε, σ’ έν’ άλλο σπίτι, σε μια στενόχωρη κάμαρη. Το παιδί φλεγόταν από τον πυρετό, σπάραζε και παραμιλούσε. Το άσπρο του προσωπάκι ήταν σκαμένο, τα ματάκια του απόχτησαν ολόμαυρα στεφάνια γύρω τους. Ο γιατρός ερχόταν κάθε μέρα, έπαιρνε το τάληρό του κ’ έφευγε. Κι όλο «αύριο θα ιδούμε» κι «αύριο θα ιδούμε» ψιθύριζε, ίσαμε που ήρθε η ώρα χωρίς αύριο.
Ο Άγγελος στεκόταν συλλογισμένος μπροστά στο νεκρό αδερφό και πότε κοιτούσε τα κίτρινα κεριά που γέμιζαν μαύρο καπνό το δωμάτιο, πότε στύλωνε τη ματιά του στα σταυρωμένα χεράκια, στο κέρινο προσωπάκι του νεκρού αδερφού κ’ ήταν πάλι χαμένος και δε μπορούσε να καταλάβει τίποτε. Η μητέρα δερνόταν, έσκιζε τα μάγουλά της με τα νύχια της, θρηνούσε απαρηγόρητα. Ο πατέρας, ανάμεσα σε δυο τρεις άλλους άντρες, έκλαιγε σα να ήταν συναχωμένος. Μια γειτόνισσα σχολίαζε το περιστατικό, πίσω από τη ράχη του Άγγελου:
— Ακούς εκεί να χάσουν το παιδί μέσ’ απ’ τα χέρια τους, χωρίς λόγο! Σα να μην είναι ο κόσμος γεμάτος κλινικές, μόνε τ’ αφήσανε σ’ αυτόν τον ξυλοσκίστη και τους το πέθανε!
— Τι να σου κάνουν, αποκρινότανε κάποια άλλη, φτωχοί άνθρωποι κι άπραγοι! Τι να σου κάνουν! Δεν το ξέρεις πως η φτώχια κουτιαίνει τον άνθρωπο;
— Με συχωρείς, κυρία μου, ξανάλεγε η πρώτη, πολύ να με συχωρείς! μήπως κ’ εμείς δεν είμαστε μεροκαματιάρηδες; Μα σαν αρρώστησε η Αννίκα μου, σκίσαμε τα βουνά να τη σώσουμε! Σπαράζεται η καρδιά μου ν’ ακούω αυτή τη δυστυχισμένη τη μάνα να δέρνεται. Τον ξέρω εγώ τον πόνο της μάνας. [...]
Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Αστροφεγγιά (επιμ. Θ. Πυλαρινός), Εκδόσεις της σχολής Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου [Αθήνα 2002], σσ. 32-33.
Η Λαιμαργία
[...]
Ένα πλήθος «δημιουργοί» δεν έχουν νιώσει τι λογής υπόθεση είναι η καλλιτεχνική ευθύνη. Τι σημαίνει να επιχειρείς να εκφράσεις, με τα μέσα του λόγου ή της εικαστικής τέχνης ή όποιας άλλης, ένα κομμάτι του εσωτερικού σου κόσμου και να το κάνεις προσιτό και στον άλλον άνθρωπο. Μπορεί να είμαστε ανυπόφορα μοναχοί ανάμεσα στο μέγα πλήθος του αιώνα. Αλλ’ όταν συνθέτουμε το ποίημα, όταν τυπώνουμε το βιβλίο, όταν εκθέτουμε τον πίνακα, επιθυμούμε ν’ απευθυνθούμε με τη μοναξιά μας στην παράλληλη, έστω, μοναξιά. Και υπάρχει εδώ ευθύς εξ αρχής διπλή ευθύνη: ευθύνη προς τον εαυτό μας, που δεν πρέπει να του απιστήσουμε· ευθύνη προς το γείτονα που πρέπει να τον αντιμετωπίσουμε σοβαρά, όχι να προσπαθήσουμε να τον ξεγελάσουμε.
[πηγή: Ι. Μ.Παναγιωτόπουλος, Οι σκληροί καιροί, Η τραγωδία του εικοστού αιώνα, Οι εκδόσεις των φίλων, Αθήνα 1996, σ. 81]
i.Το πιο εύθραυστο πράμα είναι η κοινή ηθική. Οι περισσότεροι την παραβαίνουν, μα κανένας δεν έχει την τόλμη ν’ ανυψώσει την παράβαση σε κανόνα.
«ΜΕΒΛΑΝΑ Ο ΕΞΑΙΣΙΟΣ» Εκδόσεις ΑΣΤΗΡ
ii.Ο άνθρωπος γίνεται λεύτερος με τη δύναμη του λογισμού και με τη δύναμη την αθάνατη της τέχνης. Δε γίνεται λεύτερος με την πίστη.
“ΜΕΒΛΑΝΑ Ο ΕΞΑΙΣΙΟΣ”
iii.Με τούτο τον τρόπο είναι πλασμένος ο άνθρωπος: ο άγγελος κι ο δαίμονας βρίσκονται μέσα του.
«Η ΣΙΩΠΗ ΚΑΙ Ο ΛΟΓΟΣ» Εκδόσεις ΑΛΚΑΙΟΣ
iv.Ο Χριστός είναι ένα θερμό μήνυμα ελευθερίας. Είναι ένας ανοιχτός νους, μια ανοιχτή καρδιά. Η μεγάλη του δύναμη είναι η επιεικία. Είναι η συγνώμη.
“Η ΣΙΩΠΗ ΚΑΙ Ο ΛΟΓΟΣ” Εκδόσεις ΦΙΛΙΠΠΟΤΗΣ
v.Ο άνθρωπος παιδεύει τον άνθρωπο, ό άνθρωπος επιβουλεύεται, σκοτώνει, αφανίζει τον άνθρωπο. Μηδέ τα τσακάλια στο λόγγο δεν είναι τόσο αρπαχτικά και τόσο σκληρόκαρδα.
“ΤΑ ΕΦΤΑ ΚΟΙΜΙΣΜΕΝΑ ΠΑΙΔΙΑ” Εκδόσεις ΑΣΤΗΡ
Ο άνθρωπος είναι ευτυχισμένος, σε τούτη τη γης, μονάχα την ώρα που δίνεται: στην αγάπη ή στη θυσία.
“ΜΕΒΛΑΝΑ Ο ΕΞΑΙΣΙΟΣ”
vi.Απ’ όλα τα πράματα του κόσμου το πιο αλλόκοτο πράμα είναι ο άνθρωπος. Κανένας δεν ξέρει, πόσες δυνάμεις και πόσους κόσμους, πόσον ουρανό και πόση κόλαση κρύβει μέσα του. Αρκεί ναρθεί η περίσταση. Και τότε ξεγιεννέται από το ληστή ο άγιος κι από τον μωρό ο σοφός.
Ι. Μ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ «ΤΑ ΕΦΤΑ ΚΟΙΜΙΣΜΕΝΑ ΠΑΙΔΙΑ»
vii.Η μεγάλη, η αληθινή ευτυχία είναι το ποτήρι του καθάριου και δροσάτου νερού στα χείλη του διψασμένου, ένα κομμάτι φρέσκο ψωμί στην ανυπομονησία του πεινασμένου, μια βαθιά πρωινή ανάσα, να νιώθει κανείς τον εαυτό του γερό και πρόθυμο για το μόχθο, ένα αγαπημένο χέρι που έρχεται ν’ ανακουφίσει το φλογισμένο μέτωπο στον καιρό της αρρώστιας, ο λόγος ο ζεστός ενός φίλου, το τραγούδι, το γέλιο ενός παιδιού.
Ι. Μ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ “Η ΣΙΩΠΗ ΚΑΙ Ο ΛΟΓΟΣ”
ΠΟΙΗΜΑ
Ελένη, Τα πρώτα αποσπάσματα
α΄
Άστρο αυγινό τους ουρανούς ασήμωνε του Νότου.
Κι ήταν σα ν’ άνθιζε ο βαθύς πόθος σε κόρφο νιόνυφης
και να την περισκέπαζε με τον ανασασμό του.
Τα υγρά λαγόνια ακράνοιγαν της κυματούσας πλάσης.
Κι ήταν για κάρπισμα ο καιρός κι ήταν κρουστό το ηλιόφωτο
στο φλογισμένο σύνορο της μακρινής θαλάσσης.
Κι έτριζε, ρόιδι, το κλειστό ματόκλαδο της μέρας,
στη νύχτα αντίκρυ και στο φως καταμεσής το αμάραντο,
γλυκά ξυπνώντας σαν παιδί στα χέρια της μητέρας·
κι ήρθεν ο πετροκότσυφας, το πετροχελιδόνι·
σ’ ορθό λιθάρι το φτερό το μεθυσμένο ανάδευε
κι άστραφτε η πάχνη ολόγυρα. Κι οι κοιμισμένοι κλώνοι
φύλλο το φύλλο το ξανθό μαντεύαν καλοκαίρι.
Όρθρον βαθύν ανάσαινε το αδρύ κυπαρισσόμηλο
και τραγουδούσε η καλαμιά και το δροσάτο αγέρι.
β΄
Κι η μέρα η πρώτη κι η ακριβή κι η μελισσιά κι η ακράτη
ψιλό βεργί, ψιλό κλωνί, χρυσή σοδιά λιχνίζοντας
σπέρνει γλυκό γαρούφαλο στο σύσκιο μονοπάτι.
Χιονιά βαριά και χειμωνιά, βοσκοί του αποσπερίτη,
συλλογισμένοι αστερισμοί, δειλά πουλάκια απόδημα,
δέντρο του Πενταδάχτυλου, φτωχό της ράχης σπίτι,
τώρα ο καιρός τους ορφανούς ανέμους θημωνιάζει.
Κι είναι το ρόδο το αργυρό κι είναι ο μεγάλος ο έρωτας,
που ορθρίζει φως και σταλασμός και ανθίζει και σταλάζει.
Κόμπο τον κόμπο το κορμί το αμόλευτο στη χλώρη
να μερμηγκιάζει αστόχαστα νογώντας και ακραγγίζοντας
το νέο κορίτσι, τ’ ανεβάσταγο θλιμμένο αγόρι,
το χέρι αντήλιο βάζοντας το χάραμα αγναντεύει.
Μέσα του η πλάση μονομιάς πεθαίνει κι ανασταίνεται
κι άγνωρος πόθος στην πυκνή τη φλέβα του σαλεύει.
Νά το ταξίδι! Οι θάλασσες και τα νησιά ξυπνούνε.
Μπλάβα καράβια από γιαλό σ’ άλλον γιαλό απαγγιάζοντας
κύμα το κύμα σερπετές φωτιές αρμολογούνε.
Φαιδρό σουραύλι στις πλαγιές τα χειμαδιά ερημώνει.
Κι η Ρέα η μάνα στις βαθιές τις λαγκαδιές ανάσκελα
τον κρόκο ανοίγει το χρυσό και τη ζεστή ανεμώνη.
γ΄
Μονάχος σ’ άκρη ερημική και σε φτελιά αποκάτου,
στοιχειό του κάμπου, ο βασιλιάς ο Λέλεγας, στεκόμενος,
τα βοσκοτόπια, τα μαντριά και τα τραχιά βουνά του,
τη γης την άφθαρτη, το βιος το αμέτρητο αρμαθιάζει.
Ο τόπος δίχως όνομα δικό του είναι. Ακομμάτιαστος
κι ο χρόνος ύψη στη δασιά καρδιά του δεν ξαλλάζει.
Κι έρχεται η μέρα. Η θηλυκιά καλοκαιριά πληθαίνει.
Νά το ταξίδι! Οι θάλασσες και τα νησιά ξυπνήσανε.
Και μοναχός ο Λέλεγας στην κόχη του απομένει.
δ΄
(Της Ελένης, της μικρής κόρης που με σπάραξε)
Κι ήταν η μέρα η σιγανή του κρύου αποβροχάρη.
Κι ήρθες στην κούνια του παιδιού νιόφυτη ειδή ξαλλάζοντας
κι ήσουν η κόρη η πέρδικα κι ήσουν το νιο φεγγάρι.
Κι είχες τα χέρια του έρωτα και την αναβλεψιά του.
Κι ήσουν η κόρη η πέρδικα κι ήσουν το αργιοπερίστερο,
ένα φιλί στο σκοτεινό κατώφλι του θανάτου.
Κι άλλο να πω δε μπόρεσα παρά μονάχα: Ελένη.
Πήρε το λόγο η θάλασσα κι η γης η απαρηγόρετη.
Την πήρε η γης τη γιόμορφη κόρη την παινεμένη.
ε΄
Άλλο να πω δε μπόρεσα παρά μονάχα: Ελένη.
Λόγος βαθύς, λόγος αψύς στο αψύ καταμεσήμερο,
φλόγα που ανθίζει αγγελική και τρισμακαρισμένη.
Μονάχα: Ελένη — ανάριθμη φωνή, μορφή περίσσια,
του ύπνου, του ξύπνου λογισμός, πρόσωπο πλάι στο πρόσωπο,
ρόδο του νότου στη βραγιά την ακροπελαγίσια,
άστρο του ανέμου, ανθόφυλλο στα κοιμισμένα δάση,
δίψα και πείνα όλη κορμί και στο κορμί σου αβράδιαστη,
πόθος δε βρίσκεται ή λυγμός για να σε προσπεράσει!
Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος. 1949. Αλκυόνη. Αθήνα: Ίκαρος. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος. 1970. Τα ποιήματα. Αθήνα: Οι εκδόσεις των φίλων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου