Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2019

Οδυσσέας Ελύτης ( 2 Νοεμβρίου 1911 - 18 Μαρτίου 1996)

"Φως και πάλι Φως η Ψυχή που Μάχεται"

Ο Οδυσσέας Ελύτης (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Οδυσσέα Αλεπουδέλη) γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, γιος του εργοστασιάρχη σαπωνοποιίας και πυρηνελαιουργίας Παναγιώτη Θ. Αλεπουδέλη και της Μαρίας το γένος Βρανά, που κατάγονταν από τη Μυτιλήνη. Είχε τέσσερις αδερφούς και μια αδερφή τη Μυρσίνη, που πέθανε σε ηλικία είκοσι χρόνων το 1918. Το 1914 το εργοστάσιο μεταφέρθηκε στον Πειραιά και η οικογένεια Αλεπουδέλη εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Λόγω της πολιτικής τοποθέτησής του υπέρ του Βενιζέλου, ο Παναγιώτης Αλεπουδέλης φυλακίστηκε και η οικογένειά του διώχτηκε (1920). Ο Οδυσσέας φοίτησε στο ιδιωτικό λύκειο Δ.Ν.Μακρή (1917-1924) με δασκάλους μεταξύ άλλων τους Ι.Μ.Παναγιωτόπουλο, Ι.Θ. Κακριδή και Γιάννη Αποστολάκη. Σε παιδική και νεανική ηλικία ταξίδεψε στην Ελλάδα (κυρίως στα νησιά του Αιγαίου) και την Ευρώπη. Το 1924 γράφτηκε στο Γ΄ Γυμνάσιο Αρρένων στην Αθήνα (από όπου αποφοίτησε το 1928) και άρχισε να γράφει στη Διάπλαση των Παίδων. Το καλοκαίρι του επόμενου χρόνου πέθανε ο πατέρας του από πνευμονία. Από το 1927 ξεκίνησε το εντεινόμενο ενδιαφέρον του για τη λογοτεχνία. Το 1929 θεωρείται ως ορόσημο στη ζωή του Ελύτη. Τότε ήρθε σε επαφή με τον Υπερρεαλισμό, μέσω της ποίησης του Λόρκα και του Ελυάρ και έγραψε τα πρώτα του ποιήματα. Τον επόμενο χρόνο γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1933 έγινε μέλος της Ιδεοκρατικής Φιλοσοφικής Ομάδας του Πανεπιστημίου, μαζί με τους Κωνσταντίνο Τσάτσο, Π.Κανελλόπουλο, Θεόδωρο Συκουτρή και άλλους. Το 1935 ταξίδεψε στη Μυτιλήνη μαζί με τον Ανδρέα Εμπειρίκο, όπου γνώρισε τη ζωγραφική του Θεόφιλου. Γνωρίστηκε επίσης με τους Κ.Γ.Κατσίμπαλη, Γιώργο Σεφέρη, Γιώργο Θεοτοκά και Α.Καραντώνη, ιδρυτές των Νέων Γραμμάτων, όπου πρωτοδημοσίευσε ποιήματα με το ψευδώνυμο Ελύτης. Το 1936 γνωρίστηκε με τον μετέπειτα στενό φίλο του Νίκο Γκάτσο και στο τέλος του χρόνου κατατάχτηκε στο στρατό, στη σχολή εφέδρων αξιωματικών της Κέρκυρας. Στα τέλη του 1937 μετατέθηκε στην Αθήνα και απολύθηκε το 1938. Το 1940 κατατάχθηκε στη Βόρειο Ήπειρο. Ένα χρόνο αργότερα κινδύνεψε να πεθάνει από κοιλιακό τύφο και γύρισε στην Αθήνα. Το 1945 διορίστηκε διευθυντής προγράμματος της νεοσύστατης τότε Ελληνικής Ραδιοφωνίας με εισήγηση του Γιώργου Σεφέρη (παραιτήθηκε ένα χρόνο αργότερα) και συνεργάστηκε με τα περιοδικά Νέα Γράμματα και Αγγλοελληνική Επιθεώρηση. Από το 1948 ως το 1951 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, από όπου ταξίδεψε στην Ισπανία, την Ιταλία και την Αγγλία. Στο Λονδίνο γνωρίστηκε με το Mario Vitti και τον Pablo Picasso. Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα έγινε μέλος της Ομάδας των Δώδεκα (1952-1953), έγινε μέλος του Δ.Σ. του Θεάτρου Τέχνης(1953), του Ελληνικού Χοροδράματος (1955) και επαναδιορίστηκε στην Ελληνική Ραδιοφωνία (από το 1953 ως τη νέα παραίτησή του το 1954). Συνεργάστηκε με το Εθνικό Θέατρο και το Θέατρο Τέχνης ως μεταφραστής. Το 1960 πέθαναν η μητέρα του και ο αδελφός του Κωνσταντίνος. Από το 1961 ταξίδεψε στην Αμερική, τη Σοβιετική Ένωση, τη Βουλγαρία. Το 1965 χρονολογείται και η έναρξη της ενασχόλησής του με τη ζωγραφική και το κολάζ. Μετά το πραξικόπημα του 1967 κατέφυγε στο Παρίσι (1969) και το 1970 ταξίδεψε για τέσσερις μήνες στην Κύπρο (στην Κύπρο ξαναπήγε το 1973). Το 1974 έγινε πρόεδρος του Δ.Σ. της Ελληνικής Ραδιοφωνίας Τηλεόρασης. Πέθανε το Μάρτη του 1996 στην τελευταία του κατοικία στην οδό Σκουφά. Η πρώτη επίσημη εμφάνιση του Οδυσσέα Ελύτη στο χώρο της λογοτεχνίας πραγματοποιήθηκε το 1939 με την έκδοση της πρώτης ποιητικής συλλογής του με τίτλο Προσανατολισμοί. Το 1942 δημοσίευσε το δοκίμιο Η αληθινή φυσιογνωμία και η λυρική τόλμη του Ανδρέα Κάλβου και το 1943 εκδόθηκε η ποιητική συλλογή του Ήλιος ο Πρώτος. Ακολούθησαν μεταξύ άλλων το Άξιον Εστί (1959), οι Έξι και μια τύψεις για τον ουρανό (1960), το Μονόγραμμα (στις Βρυξέλλες), το Φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά και ο Ήλιος ο Ηλιάτορας (1971), η Σαπφώ και ο Μικρός Ναυτίλος (1984), τα Ελεγεία της Οξώπετρας (1991), και οι τελευταίες του συλλογές Δυτικά της λύπης και Ο κήπος με τις αυταπάτες (1995). Ο Οδυσσέας Ελύτης τιμήθηκε με το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1960) , το Παράσημο Ταξίαρχου του Φοίνικος (1965), με το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας (1979), με το Χρυσό Μετάλλιο Τιμής του Δήμου Αθηναίων (1982), με το βραβείο Μεσόγειος της Κοινότητας των Μεσογειακών Πανεπιστημίων (1988), με το Παράσημο του Ανώτατου Ταξίαρχου της Λεγεώνας της Τιμής στο Παρίσι (1989). Το 1972 αρνήθηκε βραβείο θεσπισμένο από τη δικτατορία και το 1977 αρνήθηκε την αναγόρευσή του ως Ακαδημαϊκού. Το 1987 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτωρ των Πανεπιστημίων της Ρώμης και της Αθήνας. Εκτός από το ποιητικό του έργο στην Ελλάδα κυκλοφόρησαν ο τόμος κριτικών κειμένων του Ανοιχτά χαρτιά (1974), ποιητικές και θεατρικές μεταφράσεις του, δοκίμια και πεζογραφήματα. Εικαστικά έργα του παρουσιάστηκαν το 1980 σε έκθεση με κολάζ του και τίτλο Συνεικόνες στην Αθήνα, το 1988 στο Beaubourg της Γαλλίας και το 1992 στο Μουσείο μοντέρνας Τέχνης της Άνδρου. Ο Οδυσσέας Ελύτης τοποθετείται από τους ιστορικούς της λογοτεχνίας στους κορυφαίους έλληνες ποιητές του αιώνα μας. Με την ποίησή του υπέταξε τα λεγόμενα ορθόδοξα σχήματα της λογοτεχνικής έκφρασης του υπερρεαλιστικού ρεύματος στην έκφραση της δια βίου πνευματικής αγωνίας του για τον ορισμό της νεοελληνικής ταυτότητας σε σχέση με τη Δύση. Έργα του μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες.
1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Οδυσσέα Ελύτη βλ., Δασκαλόπουλος Δημήτρης, «Χρονολόγιο Οδυσσέα Ελύτη», Χάρτης21-23, 11/1986, σ.261-280, Σταυροπούλου Έρη, «Χρονολόγιο Οδυσσέα Ελύτη (1911-1995)», Διαβάζω362, 4/1996, σ.54-61, «Χρονολόγιο Οδυσσέα Ελύτη», Επτά Ημέρες (Καθημερινής) ΚΑ΄, 1997, σ.105-120 και Vitti Mario, «Ελύτης Οδυσσέας», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό3. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985.


Εργογραφία

Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ
(2010) Το μονόγραμμα, Ίκαρος
(2009) Ιδιωτική οδός, Ύψιλον [κείμενα, εικονογράφηση]
(2007) Ο μικρός ναυτίλος, Ίκαρος
(2007) Τα ετεροθαλή, Ίκαρος
(2006) Τα ρω του έρωτα, Ύψιλον
(2005) Ποίηση, Ίκαρος
(2004) Δυτικά της λύπης, Ίκαρος
(2001) Σηματολόγιον, Ύψιλον [κείμενα, εικονογράφηση]
(2001) Το άξιον εστί, Ίκαρος
(1999) Εκ του πλησίον, Ίκαρος
(1999) Μαρία Νεφέλη, Ίκαρος
(1999) Ο κήπος με τις αυταπάτες, Ύψιλον [κείμενα, εικονογράφηση]
(1999) Το μονόγραμμα, Ίκαρος
(1998) Journal of an Unseen April, Ύψιλον
(1998) Προσανατολισμοί, Ίκαρος
(1997) 2 x 7 ε, Ίκαρος
(1996) Ανοιχτά χαρτιά, Ίκαρος
(1996) Ήλιος ο πρώτος, Ίκαρος
(1995) Εν λευκώ, Ίκαρος
(1991) Η ποδηλάτισσα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
(1982) To Axion Esti, Ηριδανός

Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
(2017) Ο ταχυδρόμος φέρνει γράμματα: Ποιήματα, Ελληνικά Ταχυδρομεία
(2011) Λογοτεχνικό ημερολόγιο 2012, Εκδόσεις Πατάκη
(2011) Λογοτεχνικό ημερολόγιο 2012, Εκδόσεις Πατάκη
(2011) Ο κόσμος του Οδυσσέα Ελύτη, Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Β. & Μ. Θεοχαράκη [κείμενα, ζωγραφική]
(2011) Συν τοις άλλοις, Ύψιλον
(2010) Yannis Tsarouchis 1910 - 1989, Μουσείο Μπενάκη
(2010) Η νεοελληνική ερωτική ποίηση, Ελευθεροτυπία
(2009) Γιάννης Τσαρούχης 1910 - 1989, Μουσείο Μπενάκη
(2009) Οδυσσέας Ελύτης (1911-1996), Ελευθεροτυπία
(2008) 3.000 χρόνια ελληνική ερωτική ποίηση, Εκδοτική Θεσσαλονίκης
(2007) Αλέκος Φασιανός, Ελληνικά Γράμματα
(2007) Σύγχρονη ερωτική ποίηση, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2006) Πάμπλο Πικάσσο, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2006) Ποιητική και εικαστική ανθολογία, Σπανός - Βιβλιοφιλία
(2005) Εισαγωγή στην πεζογραφία του Παπαδιαμάντη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
(2005) Νάνι, τ' άνθι των ανθώ, Ίνδικτος
(2003) Greece in Poetry, Libro
(2000) A Greek Quintet, Denise Harvey
(1997) The Aegean, Μέλισσα

Μεταφράσεις
(2015) Giraudoux, Jean, 1882-1944, Νεράιδα, Ύψιλον
(2010) Brecht, Bertolt, 1898-1956, Ο κύκλος με την κιμωλία στον Καύκασο, Ύψιλον
(2009) Brecht, Bertolt, 1898-1956, Ποιήματα, Κοροντζής
(2007) Συλλογικό έργο, Ξένη ποίηση του 20ού αιώνα, Ελληνικά Γράμματα
(2006) Lorca, Federico García, 1898-1936, Ανθολογία ποιημάτων, Κοροντζής
(2006) Genet, Jean, 1910-1986, Οι δούλες, Ύψιλον
(2005) Ιωάννης ο Ευαγγελιστής, Η Αποκάλυψη, Ύψιλον
(2001) Lorca, Federico García, 1898-1936, Romancero Gitano, Μουσικές Εκδόσεις Ρωμανός
(2001) Συλλογικό έργο, Σαπφούς σάπφειροι, Γαβριηλίδης
(2000) Lorca, Federico García, 1898-1936, Romancero Gitano, Μουσικές Εκδόσεις Ρωμανός
(1996) Συλλογικό έργο, Ανθολογία του μαύρου χιούμορ, Αιγόκερως
(1996) Συλλογικό έργο, Δεύτερη γραφή, Ίκαρος
(1996) Σαπφώ, Σαπφώ, Ίκαρος
(1987) Κριναγόρας ο Μυτιληναίος, Κριναγόρας, Ύψιλον [μετάφραση, εικονογράφηση]
(1974) Brecht, Bertolt, 1898-1956, Ο κύκλος με την κιμωλία στον Καύκασο, Σχολή Μωραΐτη. Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας

Λοιποί τίτλοι
(2015) Συλλογικό έργο, Βίοι παράλληλοι, Εταιρεία Συγγραφέων [έργα]
(2008) Κολάζ, Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης [έργα]
(1986) Αρανίτσης, Ευγένιος, Το δωμάτιο με τις εικόνες, Ίκαρος [εικονογράφηση]



Λόγος του Ελύτη στην Ακαδημία της Στοκχόλμης
(αποσπάσματα)

Κύριοι Ακαδημαϊκοί, Κυρίες και Κύριοι,

Ας μου επιτραπεί, παρακαλώ, να μιλήσω στο όνομα της φωτεινότητας και της διαφάνειας. Επειδή οι ιδιότητες αυτές είναι που καθορίσανε το χώρο μέσα στον οποίο μου ετάχθη να μεγαλώσω και να ζήσω. Και αυτές είναι που ένιωσα, σιγά σιγά, να ταυτίζονται μέσα μου με την ανάγκη να εκφρασθώ. Είναι σωστό να προσκομίζει κανείς στην τέχνη αυτά που του υπαγορεύουν η προσωπική του εμπειρία και οι αρετές της γλώσσας του. Πολύ περισσότερο όταν οι καιροί είναι σκοτεινοί και αυτό που του υπαγορεύουν είναι μια όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ορατότητα.

Δε μιλώ για τη φυσική ικανότητα να συλλαμβάνει κανείς τ' αντικείμενα σ' όλες τους τις λεπτομέρειες αλλά για τη μεταφορική, να κρατά δηλαδή την ουσία τους και να τα οδηγεί σε μια καθαρότητα τέτοια που να υποδηλώνει συνάμα την μεταφυσική τους σημασιολογία. Ο τρόπος με τον οποίο μεταχειρίστηκαν την ύλη οι γλύπτες της κυκλαδικής περιόδου, που έφτασαν ίσα ίσα να ξεπεράσουν την ύλη, το δείχνει καθαρά. Όπως επίσης ο τρόπος που οι εικονογράφοι του Βυζαντίου επέτυχαν από το καθαρό χρώμα να υποβάλουν το «θείο».

Μια τέτοια, διεισδυτική και συνάμα μεταμορφωτική, επέμβαση μέσα στην πραγματικότητα επεχείρησε, πιστεύω, ανέκαθεν και κάθε υψηλή ποίηση. Όχι να αρκεσθεί στο «νυν έχον» αλλά να επεκταθεί στο «δυνατόν γενέσθαι». Κάτι που, είναι η αλήθεια, δεν εκτιμήθηκε πάντοτε. Ίσως γιατί οι ομαδικές νευρώσεις δεν το επέτρεψαν. Ίσως γιατί ο ωφελιμισμός δεν άφησε τα μάτια των ανθρώπων ανοιχτά όσο χρειάζεται. Η ομορφιά και το φως συνέβη να εκληφθούν άκαιρα ή ανώδυνα. Και όμως. Η διεργασία που απαιτείται για να φτάσει κανείς στο σχήμα του Αγγέλου είναι, πιστεύω, πολύ πιο επώδυνη από την άλλη που εκμαιεύει όλων των λογιών τους Δαιμόνους.

[…]

Oι καιροί, φευ, εστάθηκαν ανέκαθεν για τον άνθρωπο dürftiger [= μικρόψυχοι]. Αλλά και η ποίηση ανέκαθεν λειτουργούσε. Δύο φαινόμενα προορισμένα να συνοδεύουν την επίγεια μοίρα μας και που το ένα τους αντισταθμίζει το άλλο. Πώς αλλιώς. Αφού και η νύχτα και τ' άστρα, εάν μας γίνονται αντιληπτά, είναι χάρη στον ήλιο. Με τη διαφορά ότι ο ήλιος, κατά τη ρήση του αρχαίου σοφού, εάν υπερβεί τα μέτρα, καταντά ύβρις. Χρειάζεται να βρισκόμαστε στη σωστή απόσταση από τον ηθικόv ήλιο, όπως ο πλανήτης μας από τον φυσικόν ήλιο, για να γίνεται η ζωή επιτρεπτή.

Mας έφταιγε άλλοτε η αμάθεια. Σήμερα μας φταίει η μεγάλη γνώση. Δεν έρχομαι μ' αυτά που λέω να προστεθώ στη μακρά σειρά των επικριτών του τεχνικού μας πολιτισμού. Μια σοφία παλαιή όσο και η χώρα που μ' εξέθρεψε μ' εδίδαξε να δέχομαι την εξέλιξη, να χωνεύω την πρόοδο μαζί με όλα της τα παρεπόμενα, όσο δυσάρεστα και αν μπορεί να είναι αυτά.

Τότε όμως η Ποίηση; Τί αντιπροσωπεύει μέσα σε μια τέτοια κοινωνία; Απαντώ: τον μόνο χώρο όπου η δύναμη του αριθμού δεν έχει πέραση. Και ακριβώς, η εφετινή απόφασή σας να τιμήσετε στο πρόσωπό μου την ποίηση μιας μικρής χώρας δείχνει σε πόσο αρμονική ανταπόκριση βρίσκεστε με τη χαριστική αντίληψη της τέχνης, την αντίληψη ότι η τέχνη είναι η μόνη εναπομένουσα πολέμιος της ισχύος που κατήντησε να έχει στους καιρούς μας η ποσοτική αποτίμηση των αξιών.

Είναι, το ξέρω, άτοπο ν' αναφέρεται κανείς σε προσωπικές περιπτώσεις. Και ακόμη πιο άτοπο να επαινεί το σπίτι του. Είναι όμως κάποτε απαραίτητο, στο βαθμό που αυτά βοηθούν να δούμε πιο καθαρά μιαν ορισμένη κατάσταση πραγμάτων. Και είναι σήμερα η περίπτωση.

Μου εδόθηκε, αγαπητοί φίλοι, να γράφω σε μια γλώσσα που μιλιέται μόνον από μερικά εκατομμύρια ανθρώπων. Παρ' όλ' αυτά, μια γλώσσα που μιλιέται επί δυόμισι χιλιάδες χρόνια χωρίς διακοπή και μ' ελάχιστες διαφορές. Η παράλογη αυτή, φαινομενικά, διάσταση, αντιστοιχεί και στην υλικοπνευματική οντότητα της χώρας μου. Που είναι μικρή σε έκταση χώρου και απέραντη σε έκταση χρόνου. Και το αναφέρω όχι διόλου για να υπερηφανευθώ αλλά για να δείξω τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένας ποιητής όταν χρησιμοποιεί για τα πιο αγαπημένα πράγματα τις ίδιες λέξεις που χρησιμοποιούσαν μια Σαπφώ ή ένας Πίνδαρος π.χ. —χωρίς ωστόσο να έχει το αντίκρισμα που είχαν εκείνοι επάνω στην έκταση της πολιτισμένης τότε ανθρωπότητας.

Εάν η γλώσσα αποτελούσε απλώς ένα μέσον επικοινωνίας, πρόβλημα δε θα υπήρχε. Συμβαίνει όμως ν' αποτελεί και εργαλείο μαγείας και φορέα ηθικών αξιών. Προσκτάται η γλώσσα στο μάκρος των αιώνων ένα ορισμένο ήθος. Και το ήθος αυτό γεννά υποχρεώσεις. Χωρίς να λησμονεί κανείς ότι στο μάκρος είκοσι πέντε αιώνων δεν υπήρξε ούτε ένας, επαναλαμβάνω ούτε ένας, που να μη γράφτηκε ποίηση στην ελληνική γλώσσα. Nα τι είναι το μεγάλο βάρος παράδοσης που το όργανο αυτό σηκώνει. Το παρουσιάζει ανάγλυφα η νέα ελληνική ποίηση.

[…]

Λέμε, και το διαπιστώνουμε κάθε μέρα, ότι ζούμε σ' ένα χάος ηθικό. Κι αυτό, τη στιγμή που ποτέ άλλοτε η κατανομή των στοιχείων της υλικής μας ύπαρξης δεν έγινε με τόσο σύστημα, τόση στρατιωτική, θα έλεγα, τάξη, τόσον αδυσώπητο έλεγχο. Η αντίφαση είναι διδακτική. Όταν σε δύο σκέλη το ένα υπερτροφεί, το άλλο ατροφεί. Μια αξιέπαινη ροπή να συνενωθούν σε ενιαία μονάδα οι λαοί της Ευρώπης, προσκόπτει σήμερα στην αδυναμία να συμπέσουν τα ατροφικά και τα υπερτροφικά σκέλη του πολιτισμού μας. Οι αξίες μας, ούτε αυτές δεν αποτελούν μια γλώσσα κοινή.

Για τον ποιητή —μπορεί να φαίνεται παράξενο αλλά είναι αληθές— η μόνη κοινή γλώσσα που αισθάνεται να του απομένει είναι οι αισθήσεις. Εδώ και χιλιάδες χρόνια, ο τρόπος που αγγίζονται δύο σώματα δεν άλλαξε. Μήτε οδήγησε σε καμιά σύγκρουση όπως οι εικοσάδες των ιδεολογιών που αιματοκύλισαν τις κοινωνίες μας και μας άφησαν με αδειανά χέρια.

Όμως, όταν μιλώ για αισθήσεις, δεν εννοώ το προσιτό, πρώτο ή δεύτερο, επίπεδό τους. Εννοώ το απώτατο. Εννοώ τις «αναλογίες των αισθήσεων» στο πνεύμα. Όλες οι τέχνες μιλούν με ανάλογα. Μια οσμή μπορεί να είναι ο βούρκος ή η αγνότητα. Η ευθεία γραμμή ή η καμπύλη, ο οξύς ή ο βαθύς ήχος, αποτελούν μεταφράσεις κάποιας οπτικής ή ακουστικής επαφής. Όλοι μας γράφουμε καλά ή κακά ποιήματα κατά το μέτρο που ζούμε και διανοούμαστε με την καλή ή την κακή σημασία του όρου. Μια εικόνα πελάγους από τον Όμηρο φτάνει άθικτη ώς τις ημέρες μας. Ο Rimbaud την αναφέρει σαν mèr melée au soleil και την ταυτίζει με την αιωνιότητα. Ένα κορίτσι που κρατάει έναν κλώνο μυρτιάς από τον Αρχίλοχο επιβιώνει σ' έναν πίνακα του Matisse και μας καθιστά πιο απτή την αίσθηση, τη μεσογειακή, της καθαρότητας.

Εδώ αξίζει να σκεφτεί κανείς ότι, ακόμη και μία Παρθένος της βυζαντινής εικονογραφίας, δε διαφέρει πολύ. Παρά ένα κάτι ελάχιστο, συχνά, το εγκόσμιο φως γίνεται υπερκόσμιο και τανάπαλιν. Μια αίσθηση που μας δόθηκε από τους αρχαίους και μια άλλη από τους μεσαιωνικούς έρχονται να γεννήσουν μια τρίτη, που τους μοιάζει όπως το παιδί στους γεννήτορές του.

Μπορεί η Ποίηση ν' ακολουθήσει έναν τέτοιο δρόμο; Οι αισθήσεις μέσ' απ' τον αδιάκοπο καθαρμό τους να φτάσουν στην αγιότητα; Τότε η αναλογία τους θα επαναστραφεί επάνω στον υλικό κόσμο και θα τον επηρεάσει.

Δεν αρκεί να ονειροπολούμε με τους στίχους. Είναι λίγο. Δεν αρκεί να πολιτικολογούμε. Είναι πολύ. Κατά βάθος ο υλικός κόσμος είναι απλώς ένας σωρός από υλικά. Θα εξαρτηθεί από το αν είμαστε καλοί ή κακοί αρχιτέκτονες το τελικό αποτέλεσμα. Ο Παράδεισος ή η Κόλαση που θα χτίσουμε. Εάν η Ποίηση παρέχει μια διαβεβαίωση, και δη στους καιρούς τους dürftiger, είναι ακριβώς αυτή: ότι η μοίρα μας παρ' όλ' αυτά βρίσκεται στα χέρια μας.

[πηγή: Οδυσσέας Ελύτης, Εν λευκώ, Ίκαρος, Αθήνα 2006, σ. 343-345, 349-353, 357-361]





ΠΟΙΗΜΑΤΑ 


Μαρία Νεφέλη (1978)

Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ

Μ.Ν. Περπατώ μες στ' αγκάθια μες στα σκοτεινά
σ' αυτά που 'ναι να γίνουν και στ' αλλοτινά
κι έχω για μόνο μου όπλο μόνη μου άμυνα
τα νύχια μου τα μωβ σαν τα κυκλάμινα.

Α. Παντού την είδα. Να κρατάει ένα ποτήρι και να κοιτάζει στο
κενό. Ν' ακούει δίσκους ξαπλωμένη χάμου. Να περπατάει στο
δρόμο με φαρδιά παντελόνια και μια παλιά γκαμπαρντίνα.
Μπρος από τις βιτρίνες των παιδιών. Πιο θλιμμένη τότε. Και
στις δισκοθήκες, πιο νευρική, να τρώει τα νύχια της. Καπνίζει
αμέτρητα τσιγάρα. Είναι χλωμή κι ωραία. Μ' αν της μιλάς
ούτε που ακούει καθόλου. Σαν να γίνεται κάτι άλλου - που
μόνο αυτή τ' ακούει, και τρομάζει. Κρατάει το χέρι σου σφι-
χτά, δακρύζει, αλλά δεν είναι εκεί. Δεν την έπιασα ποτέ και
δεν της πήρα τίποτα.

Μ.Ν. Τίποτα δεν κατάλαβε. Όλη την ώρα μου 'λεγε «θυμάσαι;» Τι
να θυμηθώ. Μονάχα τα όνειρα θυμάμαι γιατί τα βλέπω νύχτα.
Όμως τη μέρα αισθάνομαι άσχημα - πως να το πω: απροε-
τοίμαστη. Βρέθηκα μέσα στη ζωή τόσο άξαφνα - κει που δεν
το περίμενα καθόλου. Έλεγα «μπα θα συνηθίσω». Κι όλα γύ-
ρω μου έτρεχαν. Πράγματα κι άνθρωποι έτρεχαν, έτρεχαν -
ώσπου βάλθηκα κι εγώ να τρέχω σαν τρελή. Αλλά, φαίνεται, το
παράκανα. Επειδή -δεν ξέρω- κάτι παράξενο έγινε στο τέ-
λος. Πρώτα έβλεπα τον νεκρό κι ύστερα γινόταν ο φόνος.
Πρώτα ερχόταν το αίμα κι ύστερα ο χτύπος κι η κραυγή. Και
τώρα όταν ακούω να βρέχει δεν ξέρω τι με περιμένει...

Α. «Γιατί δε θάβουν τους ανθρώπους όρθιους σαν μητροπολιτά-
δες;» -έτσι μου 'λεγε. Και μια φορά, θυμάμαι, καλοκαίρι στο
νησί, που γυρίζαμε όλοι από ξενύχτι, ξημερώματα, πηδήσαμε
απ' τα κάγκελα στον κήπο του Μουσείου. Χόρευε πάνω στις
πέτρες και δεν έβλεπε τίποτα.

Μ.Ν. Έβλεπα τα μάτια του. Έβλεπα κάτι παλιούς ελαιώνες.

Α. Έβλεπα μιαν επιτύμβια στήλη. Μια κόρη ανάγλυφη πάνω στην
πέτρα. Έμοιαζε λυπημένη και κρατούσε στη χούφτα της ένα
μικρό πουλί.

Μ.Ν. Εμένα κοίταζε, το ξέρω, εμένα κοίταζε. Κοιτάζαμε κι οι δυο την
ιδία πέτρα. Κοιταζόμασταν μεσ' απ' την πέτρα.

Α. Ήταν ήρεμη και κρατούσε στη χούφτα της ένα μικρό πουλί.

Μ.Ν. Ήτανε καθιστή. Κι ήτανε πεθαμένη.

Α. Ήτανε καθιστή και κρατούσε στη χούφτα της ένα μικρό πουλί.
Δε θα κρατήσεις ποτέ σου ένα πουλί εσύ - δεν είσαι αξία!

Μ.Ν. Ω, αν μ' αφήνανε, αν μ' αφήνανε.

Α. Ποιος να σ' αφήσει;

Μ.Ν. Αυτός που δεν αφήνει τίποτα.

Α. Αυτός, αυτός που δεν αφήνει τίποτα
κόβεται απ' τη σκιά του κι αλλού περπατά.

Μ.Ν. Είναι τα λόγια του άσπρα κι είναι ανείπωτα
κι είναι τα μάτια του βαθιά κι ανύπνωτα...

Α. Μα' χε πάρει όλο το πάνω μέρος απ' την πέτρα. Και μαζί
μ' αυτήν και τ' όνομά της.

Μ.Ν. ΑΡΙΜΝΑ... σαν να τα βλέπω ακόμη χαραγμένα τα γράμματα μέ-
σα στο φως... ΑΡΙΜΝΑ ΕΦΗ ΕΛ...

Α. Έλειπε. Όλο το πάνω μέρος έλειπε. Γράμματα δεν υπήρχανε
καθόλου.

Μ.Ν. ΑΡΙΜΝΑ ΕΦΗ ΕΛ... εκεί, πάνω σ' αυτό το ΕΛ, η πέτρα είχε κοπεί
και σπάσει. Το θυμάμαι καλά.

Α. Στ' όνειρό της φαίνεται θα το 'χε δει κι αυτό για να το θυμάται.

Μ.Ν. Στ' όνειρό μου, ναι. Σ' έναν ύπνο μεγάλο που θα 'ρθει κάποτε
όλο φως και ζέστη και μικρά πέτρινα σκαλιά., θα περνάνε στο
δρόμο αγκαλιασμένα τα παιδιά όπως σε κάτι παλιές ταινίες ιτα-
λιάνικες.
Από παντού θ' ακούς τραγούδια και θα βλέπεις πελώριες γυναί-
κες σε μικρά μπαλκόνια να ποτίζουν τα λουλούδια τους.

Α. Ένα μεγάλο θαλασσί μπαλόνι θα μας πάρει τότε ψηλά, μια δω,
μια κει, θα μας χτυπά ο αέρας. Πρώτα θα ξεχωρίσουν οι αση-
μένιοι τρούλοι, κατόπιν τα καμπαναριά. Θα φάνουν οι δρόμοι
πιο στενοί, πιο ίσιοι απ' ό,τι φανταζόμασταν. Οι ταράτσες με
τις κάτασπρες αντένες για την τηλεόραση. Και οι λόφοι ένα
γύρο κι οι χαρταετοί - ξυστά θα περνάμε από δίπλα τους.
Ώσπου κάποια στιγμή θα δούμε όλη τη θάλασσα. Οι ψυχές
επάνω της θ' αφήνουν μικρούς λευκούς ατμούς.

Μ.Ν. Έχω σηκώσει χέρι καταπάνου στα βουνά τα μαύρα και τα δαι-
μονικά του κόσμου τούτου. Έχω πει στην αγάπη «γιατί» και την
έχω κυλήσει στο πάτωμα. Έγιναν οι πόλεμοι και ξανάγιναν και
δεν έμεινε ούτ' ένα κουρέλι να το κρύψουμε βαθιά στα πράγ-
ματά μας και να το λησμονήσουμε. Ποιος ακούει; Ποιος άκου-
σε; Δικαστές, παπάδες, χωροφύλακες, ποια είναι η χώρα σας;
Ένα κορμί μου μένει και το δίνω. Σ' αυτό καλλιεργούνε, όσοι
ξέρουν, τα Ιερά, όπως οι κηπουροί στην Ολλανδία τις τουλί-
πες. Και σ' αυτό πνίγονται όσοι δεν έμαθαν ποτέ από θάλασσα
κι από κολύμπι...
Ροές της θάλασσας κι εσείς των άστρων μακρινές επιρροές -
παρασταθείτε μου!

Α Έχω σηκώσει χέρι καταπάνου στα
δαιμονικά του κόσμου τ' ανεξόρκιστα
κι από το μέρος το άρρωστο γυρίστηκα
στον ήλιο και στο φως αυτοεξορίστηκα!

Μ.Ν. Κι απ' τις φουρτούνες τις πολλές γυρίστηκα
μες στους ανθρώπους αυτοεξορίστηκα!

Α'

Η Μαρία Νεφέλη λέει:

ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ

Ροές της θάλασσας κι εσείς
των άστρων μακρινές επιρροές - παρασταθείτε μου!
απ' τα νερά της νύχτας τ' ουρανού κοιτάξετε
πως ανεβαίνω
αμφίκυρτη
σαν τη νέα Σελήνη
και σταλάζοντας αίματα.
Ποιητή τζιτζίκι μου εγκαταλειμμένο
μεσημέρι δεν έχει πια κανείς·
σβήσε την Αττική κι έλα κοντά μου.
Θα σε πάω στο δάσος των ανθρώπων
και θα σου χορέψω γυμνή με ταμ ταμ και προσωπίδες
και θα σου δοθώ μέσα σε βρυχηθμούς και ουρλιάσματα.
Θα σου δείξω τον άνθρωπο Baobab
και τον άνθρωπο Phagus Carnamenti
τη γερόντισσα Cimmulius και το σόι της όλο
το σαρακοφαγωμένο απ' τα παράσιτα·
θα σου δείξω τον άντρα Bumbacarao Uncarabo
τη γυναίκα του Ibou-Ibou
και τα παραμορφωμένα τέκνα τους
τα μανιταρόσκυλα
τον Cingua Banga και την Iguana Brescus
Μη φοβάσαι
με το χέρι μπροστά καθώς φανός θυέλλης
θα σε οδηγήσω
και θα σου χιμήξω·
τα νύχια μου θα μπουν στις σάρκες σου

Και ο Αντιφωνητής:

ΤΟ ΣΤΙΓΜΑ


Ό,τι να δεις - καλώς το βλέπεις
αρκεί να 'ναι: Αναγγελία.
Το ελάχιστο νέφος ουριοδρομώντας η Σελήνη
των δέντρων ο αλιγάτορας
και η σκυθρωπή των λιμνοθαλασσών γαλήνη
με το πατ-πατ το μακρινό της γκαζομηχανής
αν ο κόσμος μια για πάντα ειπώθηκε: Αναγγελία.
Ποίηση ω Αγία μου - συγχώρεσέ με
αλλ' ανάγκη να μείνω ζωντανός
να περάσω από την άλλην όχθη·
οτιδήποτε θα 'ναι προτιμότερο
παρά η αργή δολοφονία μου από το παρελθόν.
Κι αν απάνω μου μείνει ανεξάλειπτη
κάθε λαίλαπα σαν εγκαυστική
θα' ρθει το πλήρωμα των ημερών
βουστροφηδόν θα εξαφανίσω τον εαυτό μου.
Εξόν κι αν μήτε αυτός υπάρχει
αν στα βάθη μέσα των ωκεανών
βυθίζοντας οι μέρες οι ξανθές πήραν μαζί τους
μια για πάντα το είδωλο
το Φωτόδεντρο
με τους χίλιους εκτυφλωτικούς των πουλιών σχίστες
και τους Μήνες ολόγυρα στις μύτες των ποδιών
συλλέγοντας μες στην ποδιά τους
κρόκους μικρούς γυρίνους των αιθέρων.
Είναι που οι άνθρωποι δεν το θελήσανε ειδαλλιώς...

Η Μαρία Νεφέλη λέει:

η αλήθεια. -έτσι δε λένε;- είναι οδυνηρή
κι έχει ανάγκη, να ξέρεις, απ' το αίμα σου
έχει ανάγκη απ' τις λαβωματιές σου·
απ' αυτές και μόνον θα περάσει -εάν περάσει
καπότες η ζωή που μάταια έψαχνες
με το σφύριγμα του άνεμου και τα ξωτικά
και τις κόρες με τους ήλιους επάνω στα ποδήλατα...
Μπρος! Ανοίξου! Φύγε!
Δίχως ρόπαλο και δίχως σπήλαιο
μες στους εξαγριωμένους βροντόσαυρους
κοίταξε να βολευτείς μονάχος σου
να εφεύρεις μια γλώσσα ίσως τσιρίζοντας:
ί ι ι ι ι.

Τότε που θ' ακούσεις πάλι πάλι να σου τραγουδώ
να σου τραγουδώ τις νύχτες πάνω στο ξυλόφωνο:
«Μες στο δάσος πήγα ντράγκου-ντρούγκου
μ' έφαγαν τα δέντρα ντρούγκου-ντρου
μ' έκαναν κομμάτια, ντράγκου-ντρούγκου
μ' έριξαν στα όρνια ντρούγκου-ντρου».

Ο Νόμος που είμαι δεν θα με υποτάξει.


Και ο Αντιφωνητής:


Μες στο κενό θησαύριζα και τώρα πάλι
μες στους θησαυρούς μένω κενός.
Ω αντίο Παράδεισοι και αζήτητες δωρεές
φεύγω πάω κατευθείαν επάνω μου
εκεί μακριά που βρίσκομαι.
Ήρθε η στιγμή. Μαρία Νεφέλη
πάρε το χέρι μου - σε ακολουθώ·
και το άλλο υψώνω -ιδές- με την παλάμη
αναστραμμένη ανοίγοντας τα δάχτυλα
ένα ουράνιο άνθος:
«Ύβρις» όπως θα λέγαμε ή και «Αστήρ»

Ύβρις- Αστήρ Ύβρις-Αστήρ
ιδού το στίγμα φίλοι
πρέπει να κρατήσουμε την επαφή.
Μη μου γελάτε την τόση αδεξιότητα
κι είναι το ξέρετ' ενάντιος ο καιρός.
Τέτοιαν εύστοχη δείξε αδεξιότητα
και να: ο Θεός!

Η Μαρία Νεφέλη λέει:

Η ΝΕΦΕΛΗ

Μέρα τη μέρα ζω - που ξέρεις αύριο τι ξημερώνει.
Το 'να μου χέρι τσαλακώνει τα λεφτά και τ' άλλο μου τα ισιώνει
Βλέπεις χρειάζονται όπλα να μιλάν στα χρόνια μας τα χαώδη
και να 'μαστε και σύμφωνοι με τα λεγόμενα «εθνικά ιδεώδη».
Τι με κοιτάς εσύ γραφιά που δεν εντύθηκες ποτέ στρατιώτης
η τέχνη του να βγάζεις χρήματα είναι κι αυτή μία πολεμική ιδιότης
Δεν πα' να ξενυχτάς- να γράφεις χιλιάδες πικρούς στίχους
ή να γεμίζεις με συνθήματα επαναστατικά τους τοίχους
Οι άλλοι πάντα θα σε βλέπουν σαν έναν διανοούμενο
και μόνο εγώ που σ' αγαπώ: στα όνειρά μου μέσα έναν κρατούμενο.
Έτσι που αν στ' αλήθεια ο έρωτας είναι καταπώς λεν «κοινός
διαιρέτης»
εγώ θα πρέπει να 'μαι η Μαρία Νεφέλη κι εσύ φευ
ο Νεφεληγερέτης.
Χαράξου κάπου με οποιονδήποτε τρόπο και μετά πάλι
σβήσου με γενναιοδωρία.


Και ο Αντιφωνητής:


Ο ΝΕΦΕΛΗΓΕΡΕΤΗΣ

Α τι ωραία να 'σαι νεφεληγερέτης
να γράφεις σαν τον Όμηρο εποποιίες στα παλιά παπούτσια σου
να μη σε νοιάζει αν αρέσεις η όχι
τίποτε
Απερίσπαστος νέμεσαι την αντιδημοτικότητα
έτσι· με γενναιοδωρία· σαν να διαθέτεις
νομισματοκοπείο και να το κλείνεις
ν' απολύεις όλο το προσωπικό
να κρατάς μια φτώχεια που δεν την έχει άλλος κανείς
εντελώς δική σου.
Την ώρα που μες στα γραφεία τους απεγνωσμένα
κρεμασμένοι απ' τα τηλέφωνά τους
παλεύουν για 'να τίποτα οι χοντράνθρωποι
ανεβαίνεις εσύ μέσα στον Έρωτα
καταμουντζουρωμένος αλλ' ευκίνητος
σαν καπνοδοχοκαθαριστής
κατεβαίνεις απ' τον Έρωτα έτοιμος να ιδρύσεις
μια δική σου λευκή παραλία
χωρίς λεφτά
γδύνεσαι όπως γδύνονται όσοι νογούν τ' αστέρια
και μ' οργιές μεγάλες ανοίγεσαι να κλάψεις ελεύθερα...
Είναι διγαμία ν' αγαπάς και να ονειρεύεσαι.

Διαβάστε περισσότερα https://odysseas-elitis.weebly.com/



ΕΞΙ ΚΑΙ ΜΙΑ ΤΥΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ (1960)

Στην Τζίνα Πολίτη

Ο ΑΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΩΡΑΙΑ

Συχνά, στην Κοίμηση του Δειλινού, η ψυχή της έπαιρνε αντίκρυ
απ' τα βουνά μιαν αλαφράδα, μόλο που η μέρα ήταν σκληρή και
η αύριο άγνωστη.

Όμως, όταν σκοτείνιαζε καλά κι έβγαινε του παπά το χέρι πάνω από
το κηπάκι των νεκρών, Εκείνη

Μόνη της, Όρθια, με τα λιγοστά της νύχτας κατοικίδια -το φύσημα
της δεντρολιβανιάς και την αθάλη του καπνού από τα καμίνια-
στης θαλάσσης την έμπαση αγρυπνούσε

Αλλιώς ωραία!

Λόγια μόλις των κυμάτων ή μισομαντεμένα σ' ένα θρόισμα, κι άλλα
που μοιάζουν των αποθαμένων κι αλαφιάζονται μέσα στα κυπα-
ρίσσια, σαν παράξενα ζώδια, τη μαγνητική δορυφορώντας κε-
φαλή της άναβαν. Και μία

Καθαρότη απίστευτη άφηνε, σε μέγα βάθος μέσα της, το αληθινό το-
πίο να φανεί

Όπου, σιμά στον ποταμό, παλεύανε τον Άγγελο οι μαύροι άνθρωποι,
δείχνοντας με ποιόν τρόπο γεννιέται η ομορφιά

Ή αυτό που εμείς, αλλιώς, το λέμε δάκρυ.

Κι όσο βαστούσε ο λογισμός της, ένιωθες, εξεχείλιζε την όψη που
έλαμπε με την πίκρα στα μάτια και με τα πελώρια, σαν παλιάς
Ιεροδούλου, ζυγωματικά

Τεντωμένα στ' ακρότατα σημεία του Μεγάλου Κυνός και της Παρ-
θένου.

«Μακριά απ' τη λοιμική της πολιτείας, ονειρεύτηκα στο πλάι της
μιαν ερημιά, όπου το δάκρυ να μην έχει νόημα, κι όπου το μόνο
φως να 'ναι από την πυρά που κατατρώγει όλα μου τα υπάρ-
χοντα.

»Ώμο τον ώμο οι δυο μαζί ν' αντέχουμε το βάρος από τα μελλούμε-
να, ορκισμένοι στην άκρα σιγαλιά και στη συμβασιλεία των
άστρων

»Σαν να μην κάτεχα, ο αγράμματος, πως είναι κει ακριβώς, μέσα
στην άκρα σιγαλιά, που ακούγονται οι πιο αποτρόπαιοι κρότοι

»Και πως, αφότου αβάσταχτη έγινε στου αντρός τα στέρνα η μονα-
ξιά, σκόρπισε κι έσπειρε άστρα!»




Η ΑΥΤΟΨΙΑ

Λοιπόν, εβρέθηκε ο χρυσός της λιόριζας να 'χει σταλάξει στα φύλλα
της καρδίας του.

Κι από τις τόσες φορές οπού ξαγρύπνησε, σιμά στο κηροπήγιο, καρ-
τερώντας τα χαράματα, μια πυράδα παράξενη του 'χε αρπάξει τα
σωθικά.

Λίγο πιο κάτω από το δέρμα, η κυανωπή γραμμή του ορίζοντα έντονα
χρωματισμένη. Και άφθονα ίχνη γλαυκού μέσα στο αίμα.

Οι φωνές των πουλιών, που 'χε σ' ώρες μεγάλης μοναξιάς αποστηθί-
σει, φαίνεται να ξεχύθηκαν όλες μαζί, τόσο που δεν εστάθη βο-
λετό να προχωρήσει σε μεγάλο βάθος το μαχαίρι.

Μάλλον η πρόθεση άρκεσε για το Κακό

Που τ' αντίκρισε -είναι φανερό- στη στάση την τρομαχτική του
αθώου. Ανοιχτά, περήφανα τα μάτια του, κι όλο το δάσος να σα-
λεύει ακόμη πάνω στον ακηλίδωτον αμφιβληστροειδή.

Στον εγκέφαλο τίποτε, πάρεξ μια ηχώ ουρανού καταστραμμένη.

Και μονάχα στην κόγχη από τ' αριστερό του αυτί, λίγη, λεπτή, ψι-
λούτσικη άμμο, καθώς μέσα στα όστρακα. Οπού σημαίνει ότι
πολλές φορές είχε βαδίσει πλάι στη θάλασσα, κατάμονος, με το
μαράζι του έρωτα και τη βοή του άνεμου.

Όσο γι' αυτά τα ψήγματα φωτιάς πάνω στην ήβη, δείχνουν ότι στ' α-
λήθεια πήγαινε ώρες πολλές μπροστά, κάθε φορά οπού έσμιγε
γυναίκα.

Θα 'χουμε πρώιμους καρπούς εφέτος.

Διαβάστε περισσότερα https://odysseas-elitis.weebly.com/





ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΑΘΕΑΤΟΥ ΑΠΡΙΛΙΟΥ (1984)


Έλα τώρα χέρι μου δεξί

κείνο που σε πονεί δαιμονικά ζωγράφισέ το

αλλ' από πάνω βάλ' του

Το ασήμωμα της Παναγίας

πόχουν τη νύχτα οι ερημιές μες στα νερά

του βάλτου

ΤΕΤΑΡΤΗ, 1

Ολοένα τ' άλογα μασούν λευκά σεντόνια κι ολοένα εισχωρούν
θριαμβευτικά μέσα στην Απειλή.

Δρυς, οξιές, βαλανιδιές, ακούω να σέρνονται στη σκεπή της παλιάς
καρότσας όπου ρίχθηκα όπως όπως να φύγω. Ξαναπαίζοντας ένα
έργο που γυρίστηκε κάποτε στα κρυφά και πάλιωσε χωρίς να το
έχει δει κανένας.

Γρήγορα. Προτού ξεθωριάσουν οι εικόνες. Ή σταματήσουνε
άξαφνα - κι η ταινία η φθαρμένη κοπεί.

ΤΕΤΑΡΤΗ, 1 β

Κει κατά τα μεσάνυχτα είδα τις πρώτες φωτιές πάνω απ' τ' αερο-
δρόμιο.

Πιο δω το μαύρο κενό.

Ύστερα φάνηκε να 'ρχεται η flora mirabilis ορθή πάνω στο άρμα της
και αδειάζοντας από 'να πελώριο χωνί λουλούδια.

Τα θύματα έσκυβαν κι έπαιρναν τη στάση που είχαν πριν χωρίσουν
από τη Μητέρα.

Στο κοτσάνι της νύχτας η σελήνη σπάραζε.

ΠΕΜΠΤΗ, 2

«Αρτίνη»... «Κλεώπα»... «Βαρνάβα»... μα τι γένους είναι λοιπόν ο
τόπος αυτός που κηδεύεται; Πρέπει να βγάλω τ' άμφια, να φορέσω
πάλι τον χρυσό μου θώρακα και να βγω με τη ρομφαία στο χέρι.

Κάντε πέρα τα παιδιά. Κρεμάστε τα μαύρα στα μπαλκόνια. Κιόλας
ακούγεται η στρατιωτική μουσική να πλησιάζει.

Προσοχή! Παρουσιάστε αρμ!

ΠΕΜΠΤΗ. 2 β

Κάπου κλαίνε και θολώνει μεριές μεριές ο αέρας.
Η Σιθωνία χάθηκε, την καλύψανε τα νερά.

Είναι κάτι φοβερά γεγονότα που όλο μου τ' αφαιρεί ο Θεός, και ο
νους όλο πάλι μου τα προσθέτει.

Κάτι πράσινο μέσα μου αλλά μαυριδερό που οι σκύλοι το αλυχτάνε.

Και μια θάλασσα φερμένη από πολύ μακριά, μυρίζοντας ακόμη
αυγό του Κύκνου.

ΠΕΜΠΤΗ, 2 γ

Έβαλα τα βιβλία μου στα ράφια, και στη γωνιά μια λυπημένη Αγ-
γελική.

Το ποσοστό της ομορφιάς που μου αναλογούσε πάει, το ξόδεψα όλο.

Έτσι θέλω να μ' έβρει ο ερχόμενος χειμώνας, χωρίς φωτιά, μ' ένα
κουρελιασμένο παντελόνι, ν' ανακατεύω άγραφα χαρτιά σαν να ο-
δηγάω την ορχήστρα την εκκωφαντική ενός ανεκλάλητου Παρα-
δείσου.

Διαβάστε περισσότερα https://odysseas-elitis.weebly.com/




ΤΑ ΕΛΕΓΕΙΑ ΤΗΣ ΟΞΩΠΕΤΡΑΣ (1991)


ΑΚΙΝΔΥΝΟΥ, ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΟΥ, ΑΝΕΜΠΟΔΙΣΤΟΥ

Τώρα, στη βάρκα όπου κι αν μπεις άδεια θα φτάσει

Εγώ αποβλέπω· σ' έναν μακρύ θαλασσινό Κεραμεικό

Με Κόρες πέτρινες και που κρατούν λουλούδια. Θα 'ναι νύχτα και

Αύγουστος
Τότε που αλλάζουν των αστερισμών οι βάρδιες. Και τα βουνά

ελαφρά
Γιομάτα σκοτεινόν αέρα στέκουν λίγο πιο πάνω απ' τη γραμμή του

ορίζοντα

Οσμές εδώ ή εκεί καμένου χόρτου. Και μια λύπη άγνωστης γενεάς
Που από ψηλά

κάνει ρυάκι πάνω στην αποκοιμισμένη θάλασσα

Λάμπει μέσα μου κείνο που αγνοώ. Μα ωστόσο λάμπει

Αχ ομορφιά κι αν δεν μου παραδόθηκες ολόκληρη ποτέ

Κάτι κατάφερα να σου υποκλέψω. Λέω: κείνο το πράσινο κόρης

οφθαλμού που πρωτο-
Εισέρχεται στον έρωτα και τ' άλλο το χρυσό, που όπου κι αν το

τοποθετείς ιουλίζει.
Τραβάτε τα κουπιά οι στα σκληρά εθισμένοι. Να με πάτε κει που

οι άλλοι παν

Δε γίνεται. Δεν εγεννήθηκα ν' ανήκω πουθενά
Τιμαριώτης τ' ουρανού κει πάλι ζητώ ν' αποκατασταθώ
Στα δίκαιά μου. Το λέει κι ο αέρας
Από μικρό το θαύμα είναι λουλούδι και άμα μεγαλώσει θάνατος

Αχ ομορφιά συ θα με παραδώσεις καθώς ο Ιούδας
Θα 'ναι νύχτα και Αύγουστος. Πελώριες άρπες που και που

θ' ακούγονται και

Με το λίγο της ψυχής μου κυανό η Όξω Πέτρα μέσ' από τη μαυρίλα
Θ' αρχίσει ν' αναδύεται. Μικρές θεές, προαιώνια νέες

Φρύγισσες ή Λυδές με στεφάνι ασημί και με πρασινωπά πτερύγια

γύρω μου άδοντας θα συναχτούν

Τότε που και του καθενός τα βάσανα θα εξαργυρώνονται
Χρώματα βότσαλου πικρού: τόσα
Με περόνες πόνου όλες σου οι αγάπες: τόσα
Του βράχου η τύρφη και του άφραχτου ύπνου σου η φρικαλέα

ραγισματιά: δυο φορές τόσα

Ώσπου κάποτε, ο βυθός μ' όλο του το πλαγκτόν κατάφωτο
Θ' αναστραφεί πάνω από το κεφάλι μου. Κι άλλα ως τότε

ανεκμυστήρευτα

Σαν μέσ' από τη σάρκα μου ιδωμένα θα φανερωθούν
Ιχθείς του αιθέρος, αίγες με το λιγνό κορμί κατακυμάτων

κωδωνοκρουσίες του Μυροβλήτη

Ενώ μακριά στο βάθος θα γυρίζει ακόμα η γη με μια βάρκα μαύρη
κι άδεια χαμένη στα πελάγη της.

ΤΟ ΕΙΚΟΝΙΣΜΑ

Ίδιος ο βράχος κι όλο ευσέβεια
Περιπατούν τα κύματα στα σκοτεινά. Οι ασφόδελοι
Και οι νάρκισσοι κι εκείνοι αποκυήματα
Της φαντασίας των νεκρών παν κατά νέφη και ύπνους

Προχωρώ από ένστικτο μην ξέροντας ποια μέρα

Μυρίζει ευγένεια ξύλου παλαιού
Ή ζώου ταπεινωμένου. Και βέβαια
Κάπου εδώ πρέπει να υπήρξα· τόσο γρήγορα
Που ξημερώνει και σας ξαναβρίσκω

Βάσανά μου ιερά χορταριασμένα σπίτια κεραμιδιά μέσα στα
λεμονόδεντρα

Τόξα, καμάρες όπου εστάθηκα κι ανοιχτές βρύσες
Πού ν' άγγιξε άγγελος; Τι να 'μεινε; Ποιος τώρα;

Μισοσβησμένος φτάνω από της πολιτείας τα μέρη
Όπως από της εκκλησιάς την πυρκαγιά το εικόνισμα
Κόκκινα της φωτιάς και μαύρα του δαιμόνου
Που μες στη δρόσο του πρωινού

σιγά σιγά διαλύονται

Ξέφτιος κι όλο χαρακιές, με τη λέξη ακόμη σ' αγαπώ ευδιάκριτη

επάνω του

Ο τοίχος! Και της κλίμακας η κουπαστή κι εκείνη
Άβαφη κι από τις πολλές απαλές που πέρασαν παλάμες λεία!
Φορτωμένος γηρατειά και νεότητες πάλι ανεβαίνω
Ξέροντας που το παλιό σανίδωμα θα τρίξει, πότε
Θα με κοιτάξει από το κάδρο της η θεία Μελισσινή
Και αν αύριο θα βρέξει

Ίσως κάτι που μου ανήκει ανέκαθεν να διεκδικώ
Μπορεί και απλώς μια θέση μες στα Ερχόμενα
Που είναι το ίδιο· ένδυμα καμωμένο από φωτιά ψυχρή
Πράσινα του χαλκού και βυσσινιά βαθιά της Παναγίας

Στέκω με το δεξί μου χέρι στην καρδιά

Πίσω μου δύο ή τρία κηροπήγια

Το μικρό τετράγωνο παράθυρο πάνω στην καταιγίδα

Τα Πέραν και τα Μέλλοντα.

«ΕΡΩΣ ΚΑΙ ΨΥΧΗ»

Άγρια μαύρη θάλασσα χτυπιέται πάνω μου
Η ζωή των άλλων. Οτιδήποτε μέσα στη νύχτα ισχυρίζεσαι
Ο Θεός το μεταβάλλει. Ελαφρά πάνε τα σπίτια
Μερικά φτάνουν κι ως την προκυμαία μ' αναμμένα φώτα
Η ψυχή πηγαίνει (λένε) των αποθαμένων

Α τι να 'σαι που σε λεν «ψυχή» αλλά που μήτε αέρας
Έσωσε ύλη να σου δώσει μήτε χνούδι ποτέ
Στο πέρασμα να σου αποσπάσει
Τι βάλσαμο ή τι δηλητήριο χύνεις έτσι που

Σε καιρούς παλιούς η ευγενική Διοτίμα
Νοερά τραγουδώντας έφτασε να μεταβάλει
Το νου του ανθρώπου και τον ρου στης Σουαβίας τα ύδατα*
Ώστε κείνοι που αγαπιούνται να 'ναι κι εδώ κι εκεί

Των δύο αστέρων και του ενός μονάχα πεπρωμένου

Ανύποπτη μοιάζει να είναι αν και δεν είναι
Η γη. Χορτάτη από διαμάντια και άνθρακες
Όμως ξέρει να ομιλεί κι από κει που η αλήθεια εκβάλλει
Με κρουστά υποχθόνια ή πηγές μεγάλης καθαρότητας
Έρχεται να στο επιβεβαιώσει. Ποιο; Τι;

Το μόνο που ισχυρίζεσαι κι ο θεός δεν μεταβάλλει

Κείνο το κάτι ανεξακρίβωτο που υπάρχει

Παρ' όλα αυτά μέσα στο Μάταιο και στο Τίποτα.

* Επειδή από τέκνο του Διός εκείνος
Μες στης Άρπυιας τις αρπάγες πάλευε
Κι ευλαβέστατα υπογραφόταν: Scardanelli

ΕΛΕΓΕΙΟ ΤΟΥ GRÜNINGEN

Μνήμη Friedrich von Hardenberg

Δάση της Ρηνανίας πριν καιρό πολύ σταματημένα μέσα μου

Και ξανά τώρα σαν από κέρας κυνηγετικό ερχόμενα

Οικόσημα και δέντρα γενεαλογικά που δωδεκαετής άθελά μου
ανακάλυπτα

Es war der erste einzige Traum

Söfchen μου σένα εννοώ

Σαν να σε βλέπω ακόμη να περιδιαβάζεις κάτω απ' τις δεντροστοιχίες
Ή και καμιά φορά στο φως με προσοχή να υψώνεις

Θραύσμα γαλαζωπό από πέτρωμα που φαίνονται οι ραβδώσεις του

οπόταν
Όλες ιριδωμένες οι ώρες του έτους αρχινούν με βόμβο

Να στροβιλίζονται γύρω απ' το κεφάλι σου (Τα μάτια μου
Ασταμάτητα προσηλωμένα στο φωτεινό σημείο του κέντρου)
Έτσι που πάλι σήμερα να γίνεται και να 'ναι

Δεκαεννιά Μαρτίου του χίλια επτακόσια ενενήντα επτά

Τόλμημα πρώτο αυτό. Και δεύτερο: να σ' αποκαθηλώσω από τους
αριθμούς της νύχτας

9: έφιππος φτάνει εκείνος που θα κοιμίσει τον άγγελο στο

στήθος σου
10: με χωνάκια λιλά μυριάδες το αναρριχητικό κατακαλύπτει

πόρτες και παράθυρα

11: βαρύς, πεσμένος ο ουρανός πιο κάτω κι απ' τις καπνοδόχους
12: γέρνει από το 'να μέρος το κρεβάτι σου
13: κάνει κύμα τρίτο η ειμαρμένη

14: και χωρίς εσένα, υποχθόνια η άνοιξη προωθεί τα καρποφόρα της
15: πως κυνηγιούνται τα νερά κάτω από τα χορτάρια!
16: άκου, άκου ομορφιά! Δες, δες ακόμα κάτι!

17: μέσ' από της ψυχής σου τη σχισιματιά ωραιότερος δείχνει τώρα

ο τάφος
18: όπου να 'ναι φτάνει ο πιο μαύρος δυνατός αέρας των μαλλιών

της Ίσιδας
19: τόσο μεγάλος ο ουρανός και τόσο η γης μικρή για δύο ανθρώπους

μόνον

Μικρά χρυσά πετούμενα μωράκια της αναπνοής σου ακόμη
Πάνε κι έρχονται πάνω στην πέτρα και τις νύχτες παίζουνε φεγγάρι
Αλλ' εκείνος που σαν γλύπτης ήχων μουσική από μακρινούς

αστερισμούς συνθέτει

Νύχτα-μέρα εργάζεται. Και τι ντο φαιά τι σολ ιώδη ανεβαίνουν
Στον αέρα. Που κι οι βράχοι πιο ιερείς τέτοιο κλάμα το ευλαβούνται
Και τα δέντρα πιο πουλιά συλλαβές ομορφιάς ανερμήνευτης
Ομολογούνε. Ότι ο έρωτας δεν είναι αυτό που ξέρουμε μήτε αυτό

που οι μάγοι διατείνονται
Αλλά ζωή δεύτερη ατραυμάτιστη στον αιώνα

Έαρ έλα. Συνένοχος αφού είσαι. Κοίτα:

Τι βαθύ πράσινο τώρα τους ώμους της καλύπτει

Και πως εκείνος την κοιτάζει! Πως, υστέρα που επάλεψε να βγει

Μέσ' από τους ανθώνες ένα θάμβος μωβ τους αναρπάζει λίγο
ψηλότερα απ' το έδαφος

Καταμεσής Μαΐου αυτά θελήσανε οι θεοί

Κι άλλα που αγνοώ. Αλλ' αν ατυχής υπήρξε η φορά των πραγμάτων
Έκτοτε, μέγιστον ήταν το μάθημα. Επειδή
Αφότου δωδεκαετής μόλις σας εγνώρισα για μένα γίνατε

Δάση της Ρηνανίας ποταμοί των κοιλάδων άμαξες ιππείς αυλές
με κρήνες κι αετώματα

Η καθημερινή πρώτη σελίδα του μετα-θανάτου.

Διαβάστε περισσότερα https://odysseas-elitis.weebly.com/



Οι πίνακες  είναι κολάζ του Ο. Ελύτη 
http://odysseas-elitis.weebly.com/

ΑΠΟΨΕΙΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ


Τελευταίος γόνος μιας παλιάς οικογένειας της Λέσβου, ο Ελύτης γεννήθηκε στην Κρήτη, έζησε στην Αθήνα όπου και σπούδασε νομικά, ενώ τα καλοκαίρια των παιδικών του χρόνων περνούσε στις Σπέτσες, κι αργότερα σε διάφορα νησιά του Αιγαίου, γεγονός που συνέβαλε στη διαμόρφωση της νησιωτικής του συνείδησης. […] 

[…] ο Ελύτης θήτευσε στο σχολείο της φύσης, αν όχι σαν απλός θεατής αλλά σαν προνομιακός αναγνώστης, σαν ένα αναπόσπαστο μέρος της. Ο ρόχθος της θάλασσας, ο ίσκιος της ελιάς, η λευκότητα του ασβέστη, οι απλές γραμμές «πόχουν τα ξοχόσπιτα κι οι περιστεριώνες», το βότσαλο και το φύλλο της συκιάς, οι αύρες του βασιλικού γίνονται τα σταθερά στοιχεία της αλφαβήτας του, τα ανώτερα μαθηματικά του, οι κώδικες, τα κλειδιά με τα οποία μπορεί ν’ αποκρυπτογραφήσει το ακατάβλητο μυστήριο της ζωής, το θαύμα του φωτός, το παντοτεινά αναπάντητο ερώτημα του θανάτου. 

Ιουλίτα Ηλιοπούλου, «Οδυσσέας Ελύτης». M.Z. Κοπιδάκης, «Εν λόγω ελληνικώ…», Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, Αθήνα 2003, 317-318. 

✦✦

Η ποιητική σταδιοδρομία του Ελύτη ξεκινά το 1935 και ολοκληρώνεται το 1996. Διαρκεί επομένως εξήντα γεμάτα χρόνια. […]

Όλα αρχίζουν από Τα Νέα Γράμματα. Παρά το γεγονός ότι ο Ελύτης δεν θεωρούσε το περιοδικό αυτό εντελώς δικό του, επειδή δεν ανταποκρινόταν ούτε από μακριά στο επαναστατικό πνεύμα όπως αυτός το ένιωθε —ο ίδιος ποθούσε με νεανικό πείσμα ένα «όργανο μαχητικής πρωτοπορίας»— σ’ αυτό δημοσίευσε τα πρώτα ποιήματά του […].

Mario Vitti, «Εισαγωγή. Το έργο του Οδυσσέα Ελύτη και η ελληνική κριτική». Εισαγωγή στην ποίηση του Ελύτη. Επιλογή κριτικών κειμένων, επιμ. Mario Vitti, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1999, 1-2.

✦✦

[…] ότι ο αλβανικός πόλεμος, σχεδόν αμέσως και με κοινή συναίνεση, ονομάστηκε «αλβανικό έπος», δείχνει τη γενικότερη προτίμηση της εποχής (πολιτική, ιδεολογική και λογοτεχνική) για απομόνωση της ηρωικής μόνον ακμής του.

Στο πλαίσιο μιας τέτοιας συλλογικής ενθουσιαστικής επιλογής εντάσσεται και το Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας, ως τυπικό σήμα της πρόσφατης εθνικής μας ιστορίας στην πρόσφατη εθνική μας ποίηση.

Το ποίημα αυτό, σε σύγκριση με τα συγγενικά του, αποτελεί αναμφισβήτητα έργο αντιπροσωπευτικό και καίριο […].

Ξέρουμε ότι η ποιητική αυτή σύνθεση του Ελύτη έχει δραματικό προσωπικό αντίκρισμα: ο ποιητής πολέμησε στο αλβανικό μέτωπο και βρέθηκε στο νοσοκομείο μεταξύ ζωής και θανάτου.

Το Άσμα ηρωικό και πένθιμο εξάλλου αποτελεί, ύστερα από τον διάχυτο αίθριο υπερρεαλισμό των Προσανατολισμών και τον στοχαστικότερο λυρισμό της συλλογής Ήλιος ο πρώτος, την πρώτη επίσημα διασταύρωση του Ελύτη με τα ιστορικά δρώμενα της εποχής του. Η πείρα της Αλβανίας υπήρξε προς την κατεύθυνση αυτή προφανώς κρίσιμη και κατά κάποιον τρόπο διορθωτική της προηγούμενης πορείας του ποιητή.

Η σύσταση και η στάθμη του ποιητικού λόγου στο Άσμα ηρωικό και πένθιμο το προορίζουν, πιστεύω, εξαρχής για ευρύτερο κοινό και το προαναγγέλλουν ως εθνικό ποίημα: ο υπερρεαλιστικός τρόπος βρίσκεται εδώ σε σημαντική υποχώρηση (δίχως να καταργεί τη νεωτερική έκφραση), ενώ μέσα στο μοντέρνο αυτό περιβάλλον συμβάλλουν συχνά πυκνά (με θέματα, τυπικές εκφράσεις και στιχουργικά μέτρα) τόσο το δημοτικό μας τραγούδι όσο και οι κορυφαίοι της παραδοσιακής μας ποίησης: προπάντων ο Σολωμός, ο Κάλβος και ο Σικελιανός.

Δ.Ν. Μαρωνίτης, «Ο τύπος του εθνικού ποιητή». Οδυσσέας Ελύτης. Μελετήματα, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2008, 71-72.

✦✦

Τον Νοέμβριο του 1943 βγαίνει σε εξακόσια αντίτυπα το ολιγοσέλιδο βιβλίο Ήλιος ο πρώτος μαζί με τις Παραλλαγές πάνω σε μιαν αχτίδα. Βρισκόμαστε στην καρδιά της Κατοχής. Το βιβλίο παρουσιάζει μια χτυπητή αντίθεση με το όλο κλίμα της ξενικής καταπίεσης και της γενικής κακουχίας. Ο τίτλος μιλά για τη βασιλεία του ήλιου και για τη διάθλαση μιας ακτίνας του. Το εξώφυλλό του είναι κίτρινο λεμονί. Η μέσα όψη του γαλάζια. […]

[…]

Ο Ελύτης, γράφοντας και δημοσιεύοντας το Ήλιος ο πρώτος μέσα στην Κατοχή, αρνείται να υποταχτεί στη μηχανή θανάτου, αντιστέκεται στην «Ανάγκη». […]

Αντισταθμίζει στο κακό, αντιπαραθέτοντας στο ζόφο ένα σύμπαν φανταστικό, που είναι καρπός της μυθοπλαστικής δύναμης του ποιητή. Σε όσους θα θεωρήσουν την πράξη αυτή σαν μια «φυγή από την πραγματικότητα», ο Ελύτης μπορεί να απαντήσει με όσα επιχειρήματα προσκομίζει προς υπεράσπιση του υπερρεαλισμού, το 1944, υπενθυμίζοντας ότι «υπερπραγματικότητα σημαίνει ολοκληρωτική πραγματικότητα, όπου έχουνε θέση όχι μονάχα το χώμα ή το τσαπί αλλά, ισότιμα πάντοτε, και το όνειρο και η σκιά και το ρίγος κι ο όρκος των ερωτευμένων, αφού και αυτά όλα υπάρχουνε, συγκροτούνε τον κόσμο κι έχουν το δικαίωμα στην ποιητική έκφραση […]. Και επαναλαμβάνει με επιμονή: «το όνειρο είναι μια πραγματικότητα».

Mario Vitti, Οδυσσέας Ελύτης. Κριτική μελέτη, Ερμής, Αθήνα 1991 (2η ανατύπωση), 102 & 107-108.
✦✦

Μετά την πρώτη μακρά παραμονή του στο Παρίσι (1948-52), όπου ήρθε σε επαφή με τους σημαντικότερους ζωγράφους και ποιητές του εικοστού αιώνα (Picasso, Matisse, Chagall, Breton, Reverdy), ενώ παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα φιλολογίας στη Σορβόννη, εγκαταστάθηκε και πάλι στην Αθήνα. Το 1960 του απονεμήθηκε το πρώτο κρατικό βραβείο Ποίησης, για το βιβλίο του Άξιον Εστί. Στη συνέχεια ταξίδεψε στις ΗΠΑ και τη Σοβιετική Ένωση ως προσκεκλημένος των κυβερνήσεών τους και κατά την περίοδο της Δικτατορίαςστην Ελλάδα το 1967 κατέφυγε ξανά στη Γαλλία. Με την επιστροφή του δημοσίευσε τα κυριότερα έργα αυτής της περιόδου (Το Φωτόδεντρο και η Δέκατη Τέταρτη Ομορφιά, Μονόγραμμα, Μαρία Νεφέλη). Το 1979 η Σουηδική Ακαδημία τού απένειμε το Νομπέλ Λογοτεχνίαςκαι τα Πανεπιστήμια της Σορβόννης, Λονδίνου, Ρώμης, Θεσσαλονίκης, Αθηνών τον ανεκήρυξαν Διδάκτορα Φιλολογίας Honoris Causa. Συνέχισε να εργάζεται ως το τέλος του βίου του δίνοντας κορυφαία έργα όπως: Ο Μικρός Ναυτίλος, Τα Ελεγεία της Οξώπετρας.

Ιουλίτα Ηλιοπούλου, «Οδυσσέας Ελύτης». M.Z. Κοπιδάκης, «Εν λόγω ελληνικώ…», Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, Αθήνα 2003, 320-321.


[Το] Άξιον εστί, […] βρίσκεται στο μεταίχμιο της ποιητικής πορείας του Ελύτη και αποτελεί την απαρχή μιας νέας φάσης στις σχέσεις του με το αναγνωστικό κοινό. Η ιστορία αυτή δεν αρχίζει με την δημοσίευση του έργου, τυπικά το 1959 και πραγματικά το 1960, όταν το έργο αυτό, τον Απρίλιο, κυκλοφορεί ταυτόχρονα με το Έξη και μία τύψεις για τον ουρανό, αλλά δυο χρόνια νωρίτερα.

Το 1958 τα δύο αυτά έργα είναι ήδη έτοιμα. Ο Ελύτης δημοσιεύει στο πρώτο τεύχος του περιοδικού της Θεσσαλονίκης Διαγώνιος μια επιλογή από τις Έξη και μία τύψεις, και στο περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης μία επιλογή από το Άξιον εστί. Δεν έγιναν γνωστές οι σκέψεις που οδήγησαν τον πρεσβύτερο ποιητή στο να εμπιστευτεί τις δύο αυτές δημοσιεύσεις σε ποιητές που ανήκουν στην μεταπολεμική γενεά, αυτήν που θέσει αποβλέπει να αντικαταστήσει, να εκτοπίσει, πιο σωστά, την γενεά του ’30. […]

Ο Ελύτης όχι μόνο παραδίδει το έργο του στην γενιά που αποβλέπει στο να διαδεχθεί την δική του στην ιστορία, αλλά ταυτόχρονα δρομολογεί τα δύο διαφορετικά έργα μέσα από τους δικούς της φορείς, αυτούς που εκτιμά πιο αποτελεσματικούς. Το έργο που κατάγεται από το Ήλιος ο πρώτος, στη Διαγώνιο, περιοδικό μη πολιτικοποιημένο, αν κρίνει κανείς εκ των προτέρων από τον διευθυντή του [Ντ. Χριστιανόπουλο]. Το Άξιον εστί, με την πρόσφατη ιστορία και τις τραυματικές εμπειρίες για τον λαό, στο περιοδικό της αριστεράς που είχε αναλάβει τον ρόλο να υποστηρίζει την αντίσταση μέσα από τα χαρακώματα του κομουνισμού.

Mario Vitti, «Εισαγωγή. Το έργο του Οδυσσέα Ελύτη και η ελληνική κριτική». Εισαγωγή στην ποίηση του Ελύτη. Επιλογή κριτικών κειμένων, επιμ. Mario Vitti, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1999, 7-8.

✦✦

Καιρός να κοιτάξουμε Το Άξιον Εστί και να επιχειρήσουμε μια πρώτη περιγραφή του. Ένα τρόπος […] είναι η συσχέτιση με συγγενικά έργα της ποίησής μας […]: με τους Ελεύθερους Πολιορκισμένους, με τον Δωδεκάλογο του Γύφτου και με τον Πρόλογο στη Ζωή. Όπως ο Σολωμός, ο Ελύτης θέλησε να σαρκώσει «το ουσιαστικότερο και υψηλότερο περιεχόμενο της αληθινής ανθρώπινης φύσης, την Πατρίδα και την Πίστη», σε επεισόδια από κορυφαίες στιγμές της σύγχρονής του ιστορίας του Ελληνισμού. Όπως ο Παλαμάς: θέλησε να στήσει τον Ποιητή, με τις ανθρώπινες αδυναμίες του και τις υπεράνθρωπες δυνάμεις του, στο κέντρο μιας διαλεκτικής σύνθεσης του Ελληνικού κόσμου. Κι όπως ο Σικελιανός: θέλησε να εκφράσει την συνείδηση της Γης του, της Φυλής του, της Γυναίκας, της Πίστης του και της Προσωπικής Δημιουργίας του. Κι ακόμα, όπως ο Σεφέρης σε όλα τα έργα της ωριμότητάς του, θέλησε να πει:

…τον καημό της Ρωμιοσύνης,
εκείνου του πέλαγου τον καημό σαν ήβρε το ζύγιασμα της καλοσύνης.

[…]

[…] ολόκληρο το Άξιον Εστί διαιρείται σε τρία μέρη που τιτλοφορούνται: «Η Γένεσις», «Τα Πάθη», «Δοξαστικόν». Από αυτά, το πρώτο —που έχει για κύριο θέμα του την γένεση του Ποιητή και την παράλληλη γένεση του κόσμου μέσα στην συνείδησή του— διαιρείται σε επτά «ύμνους», αντίστοιχους στις επτά ημέρες της Δημιουργίας και γραμμένους σε στίχο φαινομενικά ελεύθερο, αλλά στην πραγματικότητα βαθιά ποτισμένο από την πειθαρχία της βυζαντινής προσωδίας.

Δεν είναι ίσως άστοχο να παρατηρήσω εδώ πως ο συμβολικός αριθμός επτά (που τριαδικά εκφράζεται ως 3+1+3) είναι ένα είδος μόνιμου διαιρέτη στην ποίηση του Ελύτη: […]

Γ.Π. Σαββίδης, «“Άξιον εστί” το ποίημα του Ελύτη». Πάνω νερά, Ερμής, Αθήνα 1973, 147 & 148-149.


Στη φάση κρυστάλλωσης αναδεικνύονται οι εικαστικές τέχνες, με αναφορές στο ύφος, το θέμα ή σε μοτίβα έργων τέχνης η με τον σχολιασμό των αισθητικών θέσεων ζωγράφων ή άλλων καλλιτεχνών. Έτσι, η τέχνη συχνά θεματοποιείται, στο διαλογικό πεδίο που αναπτύσσεται ανάμεσα στην ποίησή του και τη ζωγραφική ή τον κινηματογράφο και (έμμεσα) τη φωτογραφία.

Ζωγράφοι όπως ο Picasso, ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας ή ο Θεόφιλος, για τους οποίους συχνά κάνει λόγο στα δοκίμια, αναφέρονται και στα ποιήματά του. Οι αναφορές γίνονται είτε άμεσα (με μνεία των ονομάτων, λόγου χάρη του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου) είτε έμμεσα (με παραπομπές σε συγκεκριμένα έργα, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του Magritte) ή και με τους δύο τρόπους (όπως συμβαίνει για παράδειγμα με τους Dalí, de Chirico και Balthus). Υπάρχουν, άλλωστε, άμεσες αναφορές στην εικαστική εικόνα, σε επιτεύγματα συγκεκριμένων καλλιτεχνών (Picasso, Matisse, κ.ά.), όπως και στην τέχνη περιόδων (στην ελληνική, την αιγυπτιακή, την ετρουσκική ή την αναγεννησιακή), σε τεχνικές, κ.λπ. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι κατάλογοι έργων τέχνης και καλλιτεχνών, που εμφανίζονται τόσο στα δοκίμια όσο και στην ποίησή του και παραπέμπουν […] στην αντίστοιχη πρακτική των Γάλλων υπερρεαλιστών. Θα πρέπει ακόμη να επισημανθεί η ανάδειξη της ζωγραφικής (σπανιότερα και της φωτογραφίας) στα εξώφυλλα, τις προμετωπίδες και τα κοσμήματα που συνοδεύουν, όχι μόνον τις ποιητικές συλλογές, αλλά και τους τόμους των δοκιμίων και των μεταφράσεών του.

Τα πρώτα ποιήματα στα οποία υπάρχουν πρόδηλες αναφορές σε ζωγράφους είναι τα «Ωδή στον Πικασσό» (1948) και «Μικρόν Ανάλογον για τον Ν. Χατζηκυριάκο Γκίκα» (1958). Και τα δύο τοποθετούνται στην αρχή της φάσης της κρυστάλλωσης, αφού γράφτηκαν μετά το 1944 και δημοσιεύθηκαν το 1960 και το 1962, αντιστοίχως, για να συμπεριληφθούν τελικά στη συλλογή Τα ετεροθαλή του 1974. Στο Άξιον Εστί (1959) καθοριστική είναι η αξιοποίηση της αισθητικής του κυβισμού […], ενώ εγκαινιάζονται οι άμεσες αναφορές σε συγκεκριμένα έργα (όπως στον «Πρίγκιπ[α] των κρίνων», […]. Στις Έξη και μία τύψεις για τον ουρανό (1960), τέτοιες παραπομπές είναι έμμεσες και δυσδιάκριτες. Παράδειγμα αποτελεί το ακόλουθο απόσπασμα από το ποίημα «Ο ύπνος των γενναίων», όπου η περιγραφή της καταστροφής μετά τον βομβαρδισμό θυμίζει την Γκερνίκα (Guernica, 1937) του Picasso:

(Τό ’να χέρι μπρος, έλεγες πολεμούσε ν’ αρπαχτεί απ’ το μέλλον, τ’ άλλο κάτω απ’ την έρμη κεφαλή, στραμμένη με το πλάι,
Σα να θωρεί στερνή φορά, μέσα στα μάτια ενός ξεκοιλιασμένου αλόγου, σωρό τα χαλάσματα καπνίζοντας)

Οι αναφορές στις εικαστικές τέχνες πολλαπλασιάζονται στη μεταγενέστερη ποίηση. […]

Έλενα Κουτριανού, Με άξονα το φως. Η διαμόρφωση και η κρυστάλλωση της ποιητικής του Οδυσσέα Ελύτη, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 2002, 318-320.



Μελοποιημένα ποιήματά του - επιλογή 


Μουσική: Ηλίας Ανδριόπουλος Ποίηση: Οδυσσέας Ελύτης Ερμηνεία: Άλκηστις Πρωτοψάλτη LP Προσανατολισμοί Πρώτη έκδοση 28-3-1984 Ο έρωτας Το αρχιπέλαγος Κι η πρώρα των αφρών του Κι οι γλάροι των ονείρων του Στο πιο ψηλό κατάρτι του ο ναύτης ανεμίζει Ένα τραγούδι. Ο έρωτας Το τραγούδι του Κι οι ορίζοντες του ταξιδιού του Κι η ηχώ της νοσταλγίας του Στον πιο βρεμένο βράχο της η αρραβωνιαστικιά προσμένει Ένα καράβι. Ο έρωτας Το καράβι του Κι η αμεριμνησία των μελτεμιών του Κι ο φλόκος της ελπίδας του Στον πιο ελαφρό κυματισμό του ένα νησί λικνίζει Τον ερχομό.



Ποίηση: Οδυσσέας Ελύτης - Μουσική: Δημήτρης Παπαδημητρίου - Πρώτη εκτέλεση: Ελευθερία Αρβανιτάκη ~ Εδώ στου δρόμου τα μισά έφτασε η ώρα να το πω άλλα είναι εκείνα που αγαπώ γι' αλλού γι' αλλού ξεκίνησα... Στ' αληθινά στα ψεύτικα το λέω και τ' ομολογώ. Σαν να 'μουν άλλος κι όχι εγώ μες στη ζωή πορεύτηκα... Όσο κι αν κανείς προσέχει όσο κι αν το κυνηγά, πάντα πάντα θα 'ναι αργά δεύτερη ζωή δεν έχει...




Στίχοι: Οδυσσέας Ελύτης
Μουσική: Λίνος Κόκοτος Στίχοι Ο Αύγουστος ελούζονταν λούζοντας την αστροφεγγιά κι από τα γένια του έσταζαν άστρα και γιασεμιά. Αύγουστε μήνα και Θεέ σε σένανε ορκιζόμαστε πάλι του χρόνου να μας βρεις στο βράχο να φιλιόμαστε. Ο Αύγουστος ελούζονταν λούζοντας την αστροφεγγιά κι από τα γένια του έσταζαν άστρα και γιασεμιά. Απ’ την Παρθένο στο Σκορπιό χρυσή κλωστή να ράψουμε κι έναν θαλασσινό σταυρό στη χάρη σου ν’ ανάψουμε.



Στίχοι: Οδυσσέας Ελύτης (Ο ήλιος ο ηλιάτορας, Ίκαρος, 1971)
Μουσική: Δημήτρης Λάγιος
Πρώτη εκτέλεση: Νίκος Δημητράτος & Χορωδία Λαμίας ( Ντουέτο ) 

Βαπόρι στολισμένο βγαίνει στα βουνά 
κι αρχίζει τις μανούβρες «βίρα-μάινα» 

Την άγκυρα φουντάρει στις κουκουναριές 
φορτώνει φρέσκο αέρα κι απ' τις δυο μεριές 

Είναι από μαύρη πέτρα κι είναι απ' όνειρο 
κι έχει λοστρόμο αθώο ναύτη πονηρό 

Από τα βάθη φτάνει τους παλιούς καιρούς 
βάσανα ξεφορτώνει κι αναστεναγμούς 

Έλα Χριστέ και Κύριε λέω κι απορώ 
τέτοιο τρελό βαπόρι τρελοβάπορο 

Χρόνους μας ταξιδεύει δε βουλιάξαμε 
χίλιους καπεταναίους τούς αλλάξαμε 

Κατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμε 
μπήκαμε μέσ' στα όλα και περάσαμε 

Κι έχουμε στο κατάρτι μας βιγλάτορα 
παντοτινό τον Ήλιο τον Ηλιάτορα!













Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου