Ονειρευόταν κύματα να χτυπούν
τ’ αλαφροΐσκιωτα παγκάκια παραλίας ερημικής
κι έπειτα μεγάλα πουλιά να φτερουγίζουν
πάνω απ’ το ξαπλωμένο κορμί της.
Η μισή από άχυρο και αίμα,
η άλλη μισή από πέτρα και νερό.
Έμπαινε η θάλασσα λεύτερη στους κόρφους της
κι ένα ανέγγιχτο ουράνιο τόξο καταμεσής μιας νύχτας φωτεινής.
Στο ένα της χέρι ο σφυγμός του περασμένου καλοκαιριού,
στο άλλο μια ζωγραφιά
με πανηγύρια κι οργανοπαίκτες
χαμένους στη μνήμη.
Στο φουστάνι της ένα μεγάλο μπλε σημάδι από άγουρο φως,
στο στήθος της δύο αρχαίοι πολεμιστές
μονομαχούσαν οδεύοντας προς την αιωνιότητα.
Κι αυτή μικρό κορίτσι στα όνειρά της
μ’ ένα ηλιοτρόπιο στο χέρι να μετράει τον χρόνο.
Και πλήθος από άλογα κινούσαν να προλάβουν τον μεγάλο ξεσηκωμό,
γιατί η ώρα για το ταξίδι στα σταροχώραφα
με τα σκιάχτρα και τους αναστατωμένους αετούς έφτασε.
Μεγάλο αδιάβατο ποτάμι
κατέβαζε πέτρες και ξύλα και μνήμες,
και σταυροί πολλοί αγαπημένων κάτω απ’ το κόκκινο φεγγάρι.
Ανήσυχα βήματα όλο πλησίαζαν
και ράγιζαν την καρδιά των αγαλμάτων
κι έπειτα απότομες κατηφόρες
με κάρα απ’ την Πατρίδα
φορτωμένα πόνο και πρόσωπα με την μαχαιριά της προσφυγιάς.
Τόποι άγνωστοι στην ψυχή της,
ένα θολό σουρούπωμα έκανε τα δέντρα να λυγίζουν,
και μια μεγάλη σιωπή στους λόφους με τους κεκοιμημένους.
Φόρεσε κατάσαρκα τη ζωή της
και ξεκίνησε για τόπους μακρινούς
κι έτσι την βρήκε ο χρόνος να κείτεται στον κάμπο με τα μπλε πουλιά
και τις καμπάνες να χτυπούν όλες μεσάνυχτα.
Ιωάννα Αθανασιάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου