Ξεκινήσανε οι Ασσύριοι.
Μπροστά οι ελέφαντες σέρνανε
καταπέλτες και κριούς πολιορκητικούς.
Πίσω ανεβασμένοι σε εξέδρες
άγριοι ταύροι, έτοιμοι για θυσία,
για να φοβούνται οι εχθροί,
σαν φαίνεται η πομπή.
Και μόλις αρχίσανε τις εκατόμβες οι ιερείς (του Ασσούρ),
σκοτάδι βασίλεψε στις πολιτείες
και οι ζωές
κρεμαστήκανε απ’ τη διάθεση
των προφητών.
Ω, κι άλλες πολιτείες με λευκούς κρίνους
θα πατήσουνε οι πολεμιστές
των φτερωτών θεών.
Άγριες γιορτές θα ετοιμάσουνε
προς τιμήν τους.
Μες στο αίμα
θα κολυμπήσουνε οι θεραπαινίδες της Αστάρ.
Κι ο Ήλιος τ’ αγάλματα
θα ντύσει με σκοτεινές χλαμύδες.
Αχ, οι προφητείες δένουνε την ειμαρμένη
χειροπόδαρα : οι Ασσύριοι
ξεπεράσανε το παρελθόν.
Ω, οι στράτες
δεν έχουνε αρχή και τέλος.
Στις κοιλάδες,
οι φύλακες του Σαργών,
κρατώντας πορφυρά πιθάρια,
ραντίζανε τους ποταμούς
(πρώτον τον Ευφράτη)
με καρδιές.
Πολλοί ήταν που προδώσανε
τη δύναμη τής θέλησης,
στα βαβυλωνιακά αστροσκοπεία.
Μα, στη Μεσημβρία
και στις πόλεις των Φοινίκων,
οι συνωμότες σαν είδαν τα θεάματα,
τους νυχτοφύλακες
παρακαλούσαν ν’ αδειάσουνε τα κάστρα
από ιδέες κι αδυναμίες,
μήπως κι οι ντόπιοι
υποδεχτούνε -ασμένως- τους Ασσύριους.
Αλλά στα δάση με τους κέδρους
και στις ερήμους των Αραμαίων,
το έλεος για τους παλιούς λαούς
είναι νεκρό από καιρό.
Τώρα τα νέα έθνη έχουνε την πρωτιά στους μύθους.
Στη Συρία,
οι όχλοι αγναντεύανε τους επιδρομείς
να πίνουν αίματα
και στις ψυχές να ρίχνονται,
με μίσος.
Πρώτοι χαθήκανε οι κόκκινοι άρχοντες,
αφήνοντας τους πύργους
λάφυρο στους ιππότες του Τεγλάτ.
Στους ανθώνες,
οι γυναίκες βρήκανε σκοπό,
άμα αντικρίσανε το μίσος
ν’ αλυχτάει –αισχρά- στις αγορές.
Ω, υψηλά κίνητρα για περισσή τεκνογονία,
τούτη η αλλαγή αφεντάδων και διαθέσεων.
Μα, η δυστυχία δεν έχει τελειωμό.
Στους ναούς,
οι φράχτες μείνανε βουβοί
κι ο ήλιος σαν στέμμα κάθισε
επί των Ασσυρίων.
Θεϊκό σημάδι που η δύναμη
επιδαψιλεύει στα δόρατα
της Μεσοποταμίας.
Κρυφή μελαγχολία κι οδύνη λιανίσανε
τα όνειρα των ηττημένων.
Ξαφνικά, οι Αιγύπτιοι ταριχευτές πιάσανε δουλειά,
μήπως και τους αξιωματούχους
προλάβουνε να σώσουνε
και τις επιθυμίες (του όχλου)
να θάψουνε στους υπονόμους.
Οι Ασσύριοι ήρθανε,
διαλαλούσαν οι ποιμένες.
Βλέπανε τους αετούς
να κατεβαίνουνε στα παλάτια,
για να γελάσουνε με τις αγωνίες των Κριτών.
Και στα νεκροταφεία,
οι νυχτερίδες αλαλάζανε από χαρά,
γι’ αυτήν τη νεκρική αναμονή.
Οι Κυρηναίοι από φόβο,
βγάλανε τις στρίγγλες στον Ορόντη,
τη μοίρα να μαρκάρουνε
με κόλπα κι ανόσιες ευχές.
Ελπίζανε πως οι αισχρότητες
την πτώση (των πολιτειών)
θ’ αναβάλουνε (για λίγο).
Μα το μίσος – εύκολα –ξεπερνά την τύχη
και σκλαβώνει το σύμπαν (αποφασιστικά),
νικηφόρους πυρσούς ανάβει
στ’ άδυτα των επιθυμιών.
Ω, θεοί πώς αλλάξατε προσωπεία
και μασκαρευτήκατε σ’ ανθρώπους.
Περίεργο άθλημα η ιστορία.
Οι Ασσύριοι γίνανε κυρίαρχοι.
Δεν υπάρχει σωτηρία,
ούτε για αδύναμους θεούς,
ούτε για φθονερούς ανθρώπους.
εξαιρετικό....τόσο απλά...θαυμάσια προσέγγιση του σημερινού γίγνεσθαι..η Ιστορία σε μια σελίδα συμπυκνωμένη..ανθρωπιστικό !!!
ΑπάντησηΔιαγραφή