Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2019

ΧΟΡΧΕ - ΠΕΝΤΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ


 
i.Ξημερώματα 
 
Κοιτάζω γύρω μου
Εσύ
Ένα δωμάτιο πνιγμένο στους καπνούς
Κι οι ιστορίες μας
να ξυπνούν τα αρχέγονα ένστικτα μας

μια θάλασσα από σεντόνια απλώνονταν γύρω μας
και τα κορμιά ναυαγισμένα σπαρταρούν από ηδονή

οι λέξεις, στιβαγμένες στο τασάκι μες τις στάχτες,
μόνοι μάρτυρες της στιγμής

Αρκετά είπαμε
έλα κοντά μου
Πριν ξημερώσει
Και πάρει ο ουρανός φωτιά 

και κάψει τα μυστικά μας 




ii.Φαντάσματα

Είναι και αυτές οι στιγμές που νιώθεις να υποκύπτεις
στην νοσταλγία ενός ονείρου μοναχικού ,
που σε κρατάει άγρυπνο τα βράδια.
Τις σκιές αυτών που ονειρεύεσαι παρατηρείς σιωπηλά,
να ζωντανεύουν από τον απέναντι τοίχο του παράθυρου.
Το φως του οποίου απλώνεται παγωμένο,
καθώς γίνεται ένα με την τραχεία επιφάνεια
που κυκλώνει τον χώρο,
και εξασθενεί, στην απλότητα της νύχτας.
Προβάλλει σχήματα κι εικόνες από μνήμες ξανά και ξανά,
φαντάσματα γνώριμα και ξεχασμένα.
Ενώ εσύ, κλείνεις τα μάτια σαν παιδί φοβισμένο,
και σκεπάζεσαι με το σκοτάδι.
Αυτό το σκοτάδι που είναι παρήγορο χάδι
μπροστά στην άβυσσο της θύμησης
που σου σκαλίζει την ψυχή.
Και οι στιγμές περνάνε κι η ώρα παραμένει ίδια.
Περιμένοντας το λευκό φως της μέρας
να στείλει το παρελθόν πίσω, στη λήθη .




iii.Διαπιστώσεις

 
Έντεκα και εννέα
Το κρεβάτι μίκρυνε, δεν χωράω πια να κοιμηθώ
Κι οι λίγοι στίχοι που γυρίζουν στο μυαλό μου
Μπερδεύονται

Πως μπορείς σε μια τόσο ήρεμη νύχτα να λερώσεις τα αστέρια;
Κάποιο το έκαναν κι αυτό.

Άλλες φορές τους βλέπω να καίγονται για τα ιδανικά τους
που φαντάζουν σημαντικότερα και από το οξυγόνο ,
ένα ειρωνικό βλέμμα πετάγεται από μέσα μου
σαν καρφί και πέφτει πάνω τους

Δεν φταίω εγώ όμως, φταίει η γύμνια τους
Που τους ντύνει με νεκρές πέτρες βαριές
σαν τον θάνατο σε γενέθλια ημέρα

Μετά είναι οι κανόνες, το σωστό είναι σωστό
Είπαν οι ιερείς μεταξύ τους πριν σταυρώσουν τον Θεό τους
Υποκριτές, χάρτινα ανθρωπάκια…

Καμία φορά σκέφτομαι, όση αλήθεια
κρύβεται σε ένα μπουκάλι τζιν,
δεν κρύβεται στον κόσμο όλο

Κι ας κηρύττουν οι γνώστες τα σκοτάδια τους
Και εκλιπαρούν για λίγη προσοχή



iv.Επιστράτευση

Κρύψαμε τα χαμόγελα στις παλάμες
βάψαμε τα μούτρα μας στο χακί
Ίδια πιόνια στην σκακιέρα
Σε γη ξερή ηλιοκαμένη
Κι οι μέρες να σέρνονται, κάτω απ την αρβύλα

Πόσες σκέψεις σκόνταψαν στο συρματόπλεγμα
Ούτε που θυμάμαι
Κι άλλες τόσες άλλαξαν σχήμα
και ξέφυγαν απ τα αγκάθια του
μια σκέψη μόνο μου βασανίζει το μυαλό και με φοβίζει

Πώς θα γλιστρίσουν οι ώρες;
που είναι σαν καρφιά στο χώμα που γαντζώνονται από τα κορμιά μας

Άγνωστο
Απαντάει η σιωπή
Τώρα που ο χρόνος μας γύρισε την πλάτη
με ένα χέρι κρατιόμαστε απ' τον ουρανό

Μα η νύχτα..
Ιερή και αθόρυβη έρχεται
και μας χαϊδεύει με αέρα γλυκό θαλασσινό
στα πληγιασμένα χέρια
Κι όσο το σώμα εξασθενεί η καρδιά αντιστέκεται

Κι ακόμα είμαι εδώ, αναπνέω βαθιά, στα αστέρια
κι ο αέρας φυσάει και έρχεται από μακριά
Απ ένα μέρος γνώριμο, φιλικό
Σαν κάτι να με προσμένει





v.Βροχή μου εσύ …

Βροχή
Χάδι του χειμώνα
Γέννημα της ομορφιάς και του ουρανού μου δάκρυ
Μούσκεψε το σώμα, την ψυχή
Και ό,τι άλλο έχω για να νοιώθω


ΧΟΡΧΕ



Πίνακες : Paul Klee















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου