Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2019

Κάθριν Μάνσφιλντ (14 Οκτωβρίου 1888 – 9 Ιανουαρίου 1923) Νεοζηλανδή συγγραφέας


Η Κάθριν Μάνσφιλντ (Katherine Mansfield, 14 Οκτωβρίου 1888 – 9 Ιανουαρίου 1923) ήταν Νεοζηλανδή συγγραφέας.

Γεννήθηκε στο Ουέλινγκτον, Νέα Ζηλανδία, 14 Οκτωβρίου 1888, τρίτο παιδί του Harold, πλούσιου κι ικανού επιχειρηματία και της Annie Burnell Dyer, σχολαστικής, σκληρής μα λεπτεπίλεπτης γυναίκας, σε ένα ξύλινο μικρό σπιτάκι της Tinakori Road, (το σπιτάκι αυτό αναπαλαιώθηκε και δέχεται τουρίστες) από τα συνολικά 6 παιδιά της οικογένειας (Vera, Charlotte, Kathleen, Gwendoline (πέθανε 3 μηνών), Jeanne & Leslie, ο μόνος γιος). Οι γονείς της γεννημένοι στην Αυστραλία, θεωρούσαν ιδιαίτερη πατρίδα τη Νέα Ζηλανδία κι επειδή ήταν άποικοι, είχαν ως μητέρα πατρίδα τη Βρετανία. Επισκέπτονταν συχνά το Λονδίνο κι άφηναν τα παιδιά στη γιαγιά Margaret Isabella Dyer. Αγαπούσε πολύ τη γιαγιά της κι επηρέασε το έργο της.

Αρχές 1893 οι Μποσάμπ πιάνουν μεγάλο σπίτι με κήπο και δέντρα, στο Karori Chesney Wold, που αργότερα η Κάθριν το περιέγραψε σε κείμενά της ως μοναχικό αρχοντικό. Από το 1895 πηγαίνει σχολείο εκεί, με τις αδερφές της και κερδίζει βραβείο για ταξιδιωτικό κείμενο με τίτλο «Ένα Θαλασσινό Ταξίδι» (A Sea Voyage), που είχε την εμπειρία του, κάνοντας με το φέρι γραμμή Cook Strait-Picton & Anakiwa, επισκέψεις στους συγγενείς. Το Μάη του 1898 με τις αδερφές της, γράφεται στο γυμνάσιο θηλέων Wellington κι άμεσα δημοσιεύει στο περιοδικό του σχολείου την «Enna Blake», καταφέρνοντας να τραβήξει την προσοχή, ως πολλά υποσχόμενη νέα. Το επόμενο έτος ακολουθεί κι άλλο κείμενο που δημοσιεύεται.

Την ίδια χρονιά μετακομίζουν στο 75 Tinakori Road, (τώρα εκεί είναι Πρεσβεία των ΗΠΑ), λόγω ραγδαίας ανόδου του πατέρα της στον επιχειρηματικό τομέα. Μέλος διοικητικού συμβουλίου του λιμανιού του Ουέλινγκτον, διευθύνων σύμβουλος στην τράπεζα της Ν. Ζηλανδίας, επίσης διευθύνει κι άλλες μικρότερες επιχειρήσεις. 1900-02 Φοιτά στο εξαιρετικό Mary Anne Swainson's Fitzherbert Terrace School κι ένας από τους καθηγητές της τη βρίσκει, «οργισμένη, ευφάνταστη, επινοητική στο ψέμμα». Παχουλή, χέρια βουτηγμένα στο μελάνι και κυκλοθυμική, προφανώς την είδε για απροσάρμοστη. Καμιά σχολική εργασία δεν την ένοιαζε κι όσες έκανε, ήταν απρόσεκτες κι ατελείς. Ενδιαφερόταν μόνο για το μάθημα τσέλου και για τη συμμαθήτριά της, Maata Mahupuku (Martha Grace) κι έδειχνε σημαντική προσήλωση κι ευχαρίστηση.

Αρχές του 1903, η οικογένεια φτάνει στο Λονδίνο και γράφει τα κορίτσια στο Queen's College, Harley Street, που έμειναν τρόφιμες μέχρι το 1906. Ήταν παραγωγική και παρακινητική περίοδος γι' αυτή, καθώς ανακαλύπτει τους: Ερρίκο Ίψεν (Henrik Ibsen), Όσκαρ Ουάιλντ (Oscar Wilde), Arthur Symons, Walter Pater & Ernest Dowson κι όλοι αυτοί επηρέασαν το μετέπειτα έργο της. Επίσης επανασυνδέεται με τον Arnold Trowell από τις Βρυξέλλες, συμμαθητή της στο μάθημα της μουσικής στο Ουέλινγκτον, συνάπτει σχέση με μια ψηλή, αδέξια νέα γυναίκα, -αμέσως μετά τον θείο της Lesley Moore-, την Ida Baker και της αλλάζει τ' όνομα σε Leslie Moore, ή LM. Αρκετά κομμάτια της τα δημοσιεύει στο περιοδικό της σχολής, θίγοντας πολλά καίρια θέματα με επιτυχία. Επιστρέφουν πίσω στα τέλη του 1906. Για την Άιντα έγραψε: Πόσο δύσκολο είναι να ξεφύγεις από κάπου. Όσο προσεχτικά κι αν πηγαίνεις σε κρατούν τα μικρά κομμάτια από τον εαυτό σου, που αφήνεις πίσω ν' ανεμίζουν στους φράχτες... μικρά κουρέλια κι αποκόμματα από την ίδια τη μεγάλη ζωή σου...

Στο Ουέλινγκτον επιδίδεται αρχικά μ' ευχαρίστηση, στην κοινωνική ζωή, αλλά σύντομα βαριέται κι αναπολεί το Λονδίνο. «Εκεί είναι η πραγματική ζωή», γράφει στο ημερολόγιό της, που μεταξύ άλλων δείχνει μελαγχολία για τη ζωή της εκεί και προβληματισμούς, άλλους δικούς της, άλλους δανεισμένους από τις σελίδες των Oscar Wilde, Elizabeth Robins αλλά κι από το περιοδικό Marie Bashkirtseff. Σελίδες που θα της υπαγορεύσουν την ανάγκη να πειραματιστεί λογοτεχνικά. Η περιφρόνησή της για το μέρος που ζει, οφείλεται κυρίως στις αντιδράσεις τής εκεί κοινωνίας στον τρόπο ζωής της. Δημιουργεί σχέσεις με άντρες και γυναίκες, συνεχίζει την αλληλογραφία με τον Άρνολντ Τρόουελ και παράλληλα ξεκινά μια σύντομη σχέση με τη κατά εννιά έτη μεγαλύτερή της, καλλιτέχνιδα Edith Kathleen Bendall, (ΕΚΒ) με την οποία περνούσε ατέλειωτα Σαββατοκύριακα στο πατρικό των Μποσάμπ, συζητώντας και γράφοντας κείμενα και ποιήματα. Για την Ίντιθ έγραψε: Χτες πέρασα τη νύχτα στην αγκαλιά της κι απόψε τη μισώ. Ερμηνεύοντάς το λέω πως τη μισώ γιατί δε μπορώ να πλαγιάσω στο κρεβάτι μου και να μη νιώσω το μαγικό κορμί της. Αισθάνομαι ακόμα και τώρα έντονα, τα χωρίς όρια ερωτικά ηδονικά ρίγη, έτσι όπως δεν είχα ποτέ με κανέναν άντρα. Μ' ενθαρρύνει, με σκλαβώνει, κι η αυτή -το απόλυτο κορμί της- είναι η λατρεία μου.

Παράλληλα υπήρχε η ΛΜ. Επίσης, ξανάρχισε την περίπλοκη σχέση με τη Maata Mahupuku, που αποτελούσε γι' αυτήν ακόμα μια λογοτεχνική έμπνευση. Για τη Μαάτα έγραψε: Μόνη σ' αυτό το σιωπηλό δωμάτιο με τα ρολόγια, ζητώ απεγνωσμένα τη Mαάτα. Τη θέλω έτσι όπως την είχα — τρομερά. Είναι βρώμικο το ξέρω, αλλά τόσο αληθινό. Τι παράξενο πράγμα: αισθάνομαι ακατέργαστη, πρωτόγονη, άγρια, τρομερά ερωτευμένη και ταυτόχρονα σχεδόν σα παιδί. Είχα σκεφτεί πως πάει, πέρασε: Ωωω!!! Η σκέψη μου είναι σα ρωσικό μυθιστόρημα.

Τα προβλήματα με την κοινωνία του Ουέλινγκτον και με τους γονείς ξεκίνησαν το 1907, που έγραψε το «Leves Amores» (Φωτεινές Αγάπες) και μετά ζήτησε από τον υπηρέτη της Matie Putnam, να το τυπώσει. Επειδή το είχε υπογράψει ως Κ. Μάνσφιλντ, εκείνος το πρόσεξε και της το επέστρεψε για να το διορθώσει — το Κάθριν το πέρασε στην υπογραφή της 10 χρόνια μετά. Πλην όμως είχε προλάβει να το διαβάσει και φαίνεται πως το 'δειξε του πατέρα της. Εκείνος παρόλο που απέρριπτε τις προτιμήσεις της, τη βοήθησε αρκετά στο να στραφεί στη μεγάλη αγάπη της: στο γράψιμο, προσπαθώντας να προωθήσει τα γραπτά της, μέσω φίλων δημοσιογράφων. Επίσης, παρ'όλο που η ζωή της εκεί έδειχνε πληκτική, στο ημερολόγιό της βρίσκονται ψήγματα ευτυχισμένων στιγμών. Γράφει διηγήματα εκείνη την εποχή, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Τελικά καταφέρνει να πείσει τους δικούς της να της επιτρέψουν να γυρίσει στο Λονδίνο, τον Ιούλιο του 1908, με ετήσιο εισόδημα 100 λιρών.

Τα επόμενα χρόνια θα μπορούσε κανείς να τα χαρακτηρίσει σαν μια χαοτική αναζήτηση και συλλογή ετερόκλητων εμπειριών για κείνη. Δημοσίευσε λίγες ιστορίες, πούλησε το τσέλο και για να συμπληρώνει το εισόδημά της έπαιρνε μέρος σε μουσικά σχήματα. Ερωτεύτηκε το δίδυμο αδελφό του 'Αρνολντ, τον Garnet Trowell κι έμεινε έγκυος μαζί του, μα εντελώς ανεξήγητα, παντρεύτηκε τον George Charles Bowden, δάσκαλο μουσικής, στις 2 Μάρτη 1909 στο Paddington, με μάρτυρα τη ΛΜ και τον χώρισε το ίδιο κιόλας βράδυ. Η μητέρα της θορυβημένη απ' αυτά τα καμώματα, φτάνει στο Λονδίνο οργισμένη, τη χωρίζει από τη ΛΜ, τη συνοδεύει με το ζόρι στο σπα του Bad Worishofen, Γερμανία και μετά απογοητευμένη από τη στάση της, επιστρέφει στο Ουέλινγκτον και την αποκληρώνει. Αυτοί οι έξι μοναχικοί μήνες στη Γερμανία, που κατά τη διάρκειά τους, αποβάλει, είναι βάση για τις επόμενες ιστορίες που δημοσιεύει μεταξύ 1910-11, στο λογοτεχνικό περιοδικό The New Age, του εκδότη A.R. Orage. Την βοήθησε επίσης η στενή σχέση της με μια μέντορά της και πολύ καλή γνωρίμια, τη Beatrice Hastings.

Στα τέλη του 1911 έχει αρχίσει να εμφανίζει προβλήματα με την υγεία της. Συχνές πλευρίτιδες, παράλληλα με μια χρόνια μόλυνση, πιθανότατα, αφροδισιακής προέλευσης. Ωστόσο ξεκινά να χτίζει τη φήμη της εκείνη την περίοδο, μαζί με την πεποίθηση πως η θέση των γυναικών ήταν αρκετά υποβαθμισμένη. Δεν είναι τυχαίο, πως σε πολλές ιστορίες της περιόδου εκείνης, η ηρωΐδα-αφηγήτρια, είναι νεαρή γυναίκα, μοναχική, ευάλωτη, αφελής, επανεξετάζει τη θέση και το ρόλο της στην κοινωνία, σκεπτόμενη πως οι άντρες κρατάνε τα σκήπτρα, το δικαίωμα σ' όλα τ' αγαθά κι όσο για το σεξ, οι άντρες απολαμβάνουν, ενώ οι γυναίκες υφίστανται τις συνέπειες. Το 1ο της βιβλίο που συγκέντρωσε αυτές τις ιστορίες είναι το, «Σε Μια Γερμανική Πανσιόν» και κυκλοφόρησε το 1911. Μερικές απ' αυτές τις ιστορίες είναι: «Αυτό Το Άνθος» (This Flower) & «Στον Κόλπο» (At The Bay) κ.ά.

Τον Δεκέμβρη του 1911, γνωρίζεται με τον σπουδαστή της Οξφόρδης κι εκδότη του περιοδικού Rhythm, John Middleton Murry και στην πρόσκλησή της, έγινε νοικάρης κι έπειτα εραστής της. Μπορεί να παντρεύτηκαν μετά από επτά χρόνια, οι δύο «τίγρεις» (έτσι τους έλεγαν) μα δέθηκαν πολύ από εκεί κι έπειτα. Στα προσεχή δυο χρόνια, η φήμη της ανέβαινε. Μαζί εξέδωσαν τον Ρυθμό και μετά το διάδοχό του έντυπο, το Blue Review, όπου δημοσίευσε μερικές ιστορίες της από τη Ν. Ζηλανδία. Τα οικονομικά τους συνέχιζαν να είναι άθλια κι άλλαζαν τακτικά σπίτι. Δεν κατάφερε ν' αποτρέψει τη χρεωκοπία του Μάρι, που ακολούθησε την παραμονή τους στο Παρίσι, στα τέλη του 1913. 
 
 
Η Κάθριν Μάνσφιλντ το 1912

Η σχέση τους ήταν μη συμβατική, συχνά τραυματική κι ενώ σέβονταν ο ένας τον άλλο, συχνά ξεχνούσαν τις ανάγκες του. Αναζητούσε συχνότερα τη χωρίς ερωτήσεις αγάπη, την ολοκληρωτική αφοσίωση, την έμπρακτη υποστήριξη και προσοχή (που ο Μάρι δεν μπορούσε να της προσφέρει) στο πρόσωπο της ΛΜ. Έτσι, τα δυο πρόσωπα της ζωής της, για όλο το υπόλοιπο διάστημα που έζησε, της ήταν αναγκαία, για διαφορετικούς λόγους έκαστο. Έζησαν πολλές φορές για μεγάλο διάστημα, χώρια, μα αλληλογραφούσαν συνεπέστατα κι αδιαλείπτως. Στις εκατοντάδες επιστολές της ήταν ακατάστατη μεν, αλλά περιγραφική, όσον αφορούσε στις ιδέες, τα προσχέδια κι ό,τι άλλο για την τέχνη και τη βελτίωση της τεχνικής της. Το να γεμίζει σελίδες σελίδων με όλα τούτα, ήταν ζωτικό γιατί τη βοηθούσε αφάνταστα και την εκτόνωνε. Μερικές από αυτές βέβαια, συγκρίνονται επάξια με το καλύτερο δημοσιευμένο κείμενό της.

Μέχρι το 1914, το ζεύγος είχε στενή φιλία με τους D.H. & Frieda Lawrence, ήταν μάλιστα μάρτυρες στο γάμο τους, μοιράζονταν τις εμπειρίες τους από τη Ν. Ζηλανδία και σχεδίαζαν κοινές διακοπές κι επιστροφή στα πάτρια εδάφη, μα τους σόκαρε η εφήμερη σχέση της με τον Francis Carco, ένα Γάλλο ποιητή, το Φλεβάρη του 1915. Όλο το μήνα τον πέρασε στο διαμέρισμά του στη Quai Aux Fleurs, στο Παρίσι, προετοιμάζοντας την επόμενη ιστορία της, την «Αλόη» (The Aloe). Εκείνος την είχε ερωτευτεί τρελά κι όταν κατάλαβε πως για εκείνη ήταν απλά μια ακόμα εφήμερη σχέση, έγινε συντρίμμι. Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς, την επισκέφτηκε στο Λονδίνο, ο αδελφός της λίγο πριν ξαναγυρίσει στο μέτωπο, -είχε καταταγεί και περάσει τη βασική εκπαίδευση κι επρόκειτο να πάρει το βάπτισμα του πυρός- και πέρασαν μαζί μερικές ευχάριστες μέρες. Τον Οκτώβρη, ο Λέσλι σκοτώθηκε στη Φλάνδρα, περιοχή της Ν. Γαλλίας κι η ξαφνική θλίψη τη χτύπησε πολύ δυνατά.

Ο Μάρι τη ξανασυναντά και την επαναφέρει, στη Villa Pauline, στο Bandol. Στρώνεται να ξαναγράψει την «Αλόη» εξ αρχής, προσπαθώντας ουσιαστικά να γνωρίσει επιτέλους αυτή την 'άγνωστη χώρα', που 'τανε γι' αυτήν ο χαμένος της αδελφός. Το βιβλίο αυτό δημοσιεύτηκε αργότερα, το 1918, από το ζεύγος Leonard & Virginia Woolf, με τελικό τίτλο: «Πρελούδιο» (Prelude). Αυτό το βιβλίο περιγράφηκε αργότερα σαν μια επίκληση προς τη χαμένη της παιδική ηλικία κι αθωότητα και θεωρείται σαν το πρώτο αξιοσημείωτο δημιούργημά της. Το 1916, επιστρέφουν στην Αγγλία κι επισκέπτονται, τον Απρίλη, το σπίτι των Λόρενς στη Κορνουάλη (Cornwall), σε μια προσπάθεια αναθέρμανσης των σχέσεών τους. Τελικά τούτο βγήκε λάθος κι είχε αντίθετο αποτέλεσμα.

Επιστροφή στο Λονδίνο. Ο Μάρι βρίσκει μια θέση σε πολεμικό γραφείο στρατολόγησης. Όλο το 1917 διέμεναν συχνά στο Garsington Manor, προσκαλεσμένοι της Lady Ottoline Morrell κι εκεί σχετίστηκαν με την Ομάδα Μπλούσμπερι (Bloomsbury Group), που απαρτιζόταν από τους: T.S. Eliot, Aldous Huxley, Lytton Strachey, Dorothy Brett, Siegfried Sassoon, Leonard-Virginia Woolf, S.S. Koteliansky & Bertrand Russell, William Gerhardi, Vanessa & Clive Bell, Roger Fry. O Μάρι λόγω του χαμηλότερου επιπέδου του, αλλά κι η Κάθριν ήταν πάντα η «...άποικος», έτσι κι οι δυο τους ένιωθαν αρχικά παρείσακτοι. Ακόμα κι όταν η ομήγυρη αναγνώρισε την αξία της, τα πράγματα δεν βελτιώθηκαν. (Η Γουλφ μάλιστα ζήλευε τη γραφή της). Αινιγματική κι απρόβλεπτη, ικανότατη χαρισματική μίμος, συμβούλευε τον Μάρι, «να μην αλλάζει μάσκα, αν πρώτα δεν έχει έτοιμη από κάτω την επόμενη». Μπορούσε να είναι θαυμάσια και γενναιόδωρη τη μια μέρα και κακιά την επόμενη. Ωστόσο βοήθησε πολύ τους συναδέλφους της, όπως: τον Koteliansky, στην προσπάθειά του να μεταφράσει Τσέχωφ και τον Gerhardi.

Δεκέμβρης 1917 κι η Κάθριν παθαίνει πάλι πλευρίτιδα κι αυτή τη φορά τόσο σοβαρή που διαγνώστηκε μεγάλη κηλίδα στον πνεύμονα. Δεν πήρε στα σοβαρά το θέμα, αλλά γύρισε πίσω στο Bandol και συνέχισε να γράφει τις ιστορίες της και ν' ακολουθεί όσο πιστά μπορεί τις οδηγίες των γιατρών. Εκεί, μέσα στις στερήσεις λόγω πολέμου, τις κακουχίες και τη φτώχεια, συνεχίζει να γράφει. Τούτη τη φορά ετοιμάζει ένα νέο κύκλο ιστοριών: Τη «Μακαριότητα» (Bliss), όπου σατιρίζει το Γκάρσινγκτον, το «Ήλιος & Φεγγάρι» (Sun & Moon), μια ζωγραφιά της παιδικής της ηλικίας στο Ουέλινγκτον και το «Δε Μιλώ Γαλλικά» (Je Ne Parle Pas Francais), έρευνα για τις διαφορετικές απόψεις σεξουαλικότητας και κοινωνικής συμπεριφοράς.

Είχε την πρώτη της αιμορραγία από τη φυματίωση, το Φλεβάρη του 1918 κι από κει και πέρα ξεκινά η κούρσα με το χρόνο. «Πόσον αφόρητο να πεθάνει κανείς... αφήνει κομμάτια και σημάδια παντού... τίποτα πράγματι ολοκληρωμένο». Μετά από μια εφιαλτική βραδιά στη Γαλλία που παραλίγο να κλειστούν από γερμανικό βομβαρδισμό, αυτή κι η ΛΜ, θορυβούνται κι επιστρέφουν στο Λονδίνο. Το διαζύγιο από το Μπόντεν βγαίνει στις 29 Απρίλη κι ο γάμος της με το Μάρι είναι αντιστάθμισμα. Εγκαθίστανται στο Hampstead, τον Αύγουστο, μετά την είδηση του θανάτου της μητέρας της, συγκλονισμένη κι εκνευρισμένη από το θορυβώδη εορτασμό της λήξης του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. κι αυτό την πιέζει στην εργασία και στην υγεία της. Στις αρχές του 1919, ο Μάρι γίνεται συντάκτης στο περιοδικό Athenaeum και μεγάλο μέρος ενασχόλησής της, ήταν οι βιβλιοκριτικές που δημοσίευσε εκεί. Αυτές έδειξαν το ιδιαίτερο, διορατικό και μοναδικό τρόπο που 'βλεπε τους άλλους συγγραφείς.

Αν κι η κατάστασή της χειροτέρεψε, αρνιόταν πεισματικά να μπει σε σανατόριο, αντίθετα, με την αρχή του βρετανικού χειμώνα, τον ίδιο Σεπτέμβρη, επισκέπτεται με τη ΛΜ το Ospedaletti, στην Ιταλία. Κουρασμένη, αδυνατισμένη κι άρρωστη, εκμυστηρεύεται μερικές από τις στεναχώριες της στον Μάρι με μερικές επιστολές και προσωπικά στη ΛΜ. Απογοητευμένη με την απάθεια του Μάρι και τη φανερή απροθυμία του να τη στηρίξει, γράφει το «The Man Without A Temperament» (Ο Άντρας Χωρίς Ταμπεραμέντο), το Γενάρη του 1920. Φοβούμενη πως έχει φτάσει στα πρόθυρα της κατάρρευσης, τέλη του ίδιου μήνα, πηγαίνει στο Menton στη Ν. Γαλλία, να μείνει στη ξαδέλφη της Connie Beauchamp και μετά από ένα καλοκαίρι στο Λονδίνο, επιστρέφει ξανά στο Μεντόν, τούτη τη φορά με τη ΛΜ, στη Villa Isola Bella. Εκεί γράφει το «The Daughters Of The Late Colonel» (Οι κόρες του αείμνηστου συνταγματάρχη), έργο για τ' οποίον αργότερα έγραψε πως είναι το μόνον έργο της που την ικανοποίησε από κάθε άποψη. Ήταν έτοιμο το Δεκέμβρη, τον ίδιο μήνα που η «Μακαριότητα κι άλλες ιστορίες» δημοσιεύονται. Ήταν το τελευταίο βιβλίο που τυπώθηκε, όσο ζούσε. Mετά θάνατο, δημοσιεύτηκαν άλλες 2 συλλογές με διηγήματα: «The Dove's Nest» (Η Φωλιά Του Περιστεριού) και «Something Childish» (Κάτι Παιδαριώδες), καθώς κι η αλληλογραφία και τα ημερολόγιά της.

Ένα παραστράτημα του Μάρι, φλέρταρε την Πριγκήπισσα Elizabeth Bibescu, την πληγώνει βαθιά και πλέον νιώθει ακόμα πιότερο πνευματικά απομονωμένη. Κλείνεται πιότερο στον εαυτό της και στο γράψιμο. Μάης 1921, μεταβαίνει στην Ελβετία και την ακολουθεί ο Μάρι, που για να 'ναι μαζί της, παραιτείται από το Ατενέουμ. Εκεί, στο Chalet Des Sapins, στη Montana-Sur-Sierre, γράφει μερικές από τις πιο διάσημες ιστορίες της, από τη Ν. Ζηλανδία: «At The Bay», «A Garden Party», «The Doll's House» (Το Κουκλόσπιτο). Οι δύο πρώτες δημοσιεύτηκαν στο «Γκάρντεν Πάρτυ κι άλλες ιστορίες», Φλεβάρη του 1922. Αυτό το καιρό, βρίσκεται σ' απόγνωση, και κάνει επίπονη θεραπεία με ακτινοβολίες, στο Παρίσι. Εκεί συναντά τον Τζέημς Τζόυς και γράφει το «The Fly» (Η Μύγα). Ασθένεια, απομυθοποίηση πατέρα και συζύγου κι αποστροφή στο μάταιο ματοκύλισμα του πολέμου, φαίνονται ξεκάθαρα σ' αυτή την πικρή ιστορία, που ξεχειλίζει από άσκοπες προσπάθειες και καταστροφή.

Κουρασμένη, επιστρέφει στην Ελβετία και γράφει το «The Canary» (Το Καναρίνι), τη τελευταία ιστορία της, της Ν. Ζηλανδίας. Αύγουστος 1922, επισκέπτεται σύντομα το Λονδίνο, που 'μελλε να 'ναι η τελευταία συνάντηση με τους γονείς και τους φίλους της. Παρά την προχωρημένη φυματίωση, προγραμματίζει μια νέα σειρά 12 ιστοριών, που θα 'κλεινε την τριλογία που ξεκίνησε με το «Πρελούδιο» και συνεχίστηκε με το «Στον Κόλπο». Δεν πραγματοποίησε ποτέ τούτο το σχέδιο. Επηρεασμένη από μυστικιστές φιλοσόφους όπως ο P.D. Ouspensky, διαμορφώνει την πεποίθηση πως πρέπει να θεραπεύσει τη ψυχή της πιότερο, παρά το σώμα. Αποφάσισε οι νέες ιστορίες της να μην είναι κυνικές,να μεταδίδουν νόημα νέας ζωής και να γίνει «παιδί του ήλιου». Τον Οκτώβρη μπαίνει στο G.I. Gurdjieff's, Ινστιτούτο Για Την Αρμονική Ανάπτυξη Του Ανθρώπου στο Avon-Fontainebleau, κοντά στο Παρίσι. Οι τελευταίες επιστολές της προς τους ΛΜ, Μάρι και τους δικούς της δείχνουν ότι τελικά εκεί μέσα, βρήκε κάτι απ' αυτό που αναζητούσε. Ο Μάρι την επισκέφτηκε στις 9 Γενάρη 1923 και το ίδιο βράδυ είχε τη μοιραία αιμορραγία που 'μελλε να 'ναι η τελευταία της. Πέθανε και θάφτηκε, στο Avon-Fontainebleau, με σύντομη δέηση στα γαλλικά, σ' ένα παρεκκλήσι. Ήταν μόλις 35 ετών.

Τελευταία της θέληση ήταν να πάρει τα γραπτά της, ο σύζυγός της και να τα διαχειριστεί καταπώς όριζε. Αυτός τα συγκέντρωσε και τα διοχέτευσε με σύνεση, παρά τα όσα ειπώθηκαν πως πρόδωσε τη μνήμη της. Κατάφερε να την εμφανίζει ως την αγιότερη όλων των γυναικών. Συνέβαλλε λοιπόν τα μέγιστα, στην υστεροφημία της, συντάσσοντας επιλεκτικά, το περιοδικό Κάθριν Μάνσφιλντ, από ιστορίες, επιστολές, ημερολόγια, το 1927. 2 τόμους επιστολών δημοσιεύει το 1928, και τις επιστολές που αντάλλαξαν μεταξύ τους στο διάστημα 1913-22, τις δημοσίεψε το 1951.

Παρ'όλο που ο όγκος της δουλειάς της δεν είναι μεγάλος, γράφτηκαν πολλά για κείνη. Μελετητές έφτιαξαν τη βιογραφία της και μελέτησαν το λογοτεχνικό της έργο. Ενέπνευσε πολλούς λογοτέχνες να βάλουν χαρακτήρες στα έργα τους που να της μοιάζουν: ο D.H. Lawrence στο «Women In Love», o Aldous Huxley στο «Point Counter Point», o Francis Carco στο «Les Innocents» κι ο Conrad Aiken στο «Your Obituary Well Written».

Το ενδιαφέρον στοιχείο, που τη καθιστά σα μιαν από τις εξέχουσες γυναίκες συγγραφείς διηγημάτων, είναι πως παρ' όλο που επηρεάστηκε έντονα από πολλούς μεγάλους συγγραφείς (ειδικότερα τον Τσέχοφ), δημιούργησε δικό της προσωπικό στυλ και παράλληλα εισήγαγε νεωτερισμούς εξαιρετικής ομορφιάς κι απλότητας στο βρετανικό λογοτεχνικό μοντερνισμό. Προσπάθησε να συλλάβει την πρόσκαιρη σπιρτάδα της ζωής και να εστιάσει στις απλές χαρές της, έτσι ώστε να γίνεται κατανοήσιμη κι από τους απλούς ανθρώπους. Επίσης, απέρριψε το κλασικό τρόπο σύμβασης των προσεγμένων διηγημάτων με το τελικό συμπέρασμα και προτίμησε να το πει μ' έμμεσο ή άμεσο τρόπο, στην αφήγηση και με τη γοργή αλληλουχία χρονικών γεγονότων με σταθερή μετατόπιση της προοπτικής. Συχνά, βρίσκει κανείς την ιδέα στα κείμενά της, τον στόχο, αλλά χωρίς ιδιαίτερο σχέδιο και χωρίς προσχεδιασμένο ευκρινές συμπέρασμα. Επίσης συχνά, υπάρχει κινηματική ποιότητα, και τούτο κυρίως οφείλεται στη λατρεία της στην κινηματική και τη φωτογραφία. Αν προστεθεί σ' αυτά κι ο επιδέξιος χειρισμός όλων αυτών των καινοτομιών, τότε θα μπορεί να καταλάβει το μέγεθος της προόδου που παρείχε στο διήγημα παγκοσμίως.

Αν και παγκοσμίως λοιπόν είναι πλέον αναγνωρισμένη, στην πατρίδα της τη Νέα Ζηλανδία, τούτο ακόμα είναι προβληματικό, επειδή έλειψε πολλά χρόνια κι έγραψε σε άλλα μέρη. Η ίδια πάντως έλεγε πως: «Η Ν. Ζηλανδία είναι μες στα κόκαλά μου!». Χρησιμοποίησε το γλωσσικό ιδίωμα και τις λέξεις της πατρίδας της και γενικά μπορεί κανείς να πει, πως επηρεάστηκε κι από τις δυο της πατρίδες: Αγγλία και Ν. Ζηλανδία. κι υπάρχουν αναφορές στην αποικιακή ιστορία, σε μερικές ιστορίες της. Ο θάνατος του αδελφού της το 1915, έδωσε νέα ώθηση στη διαδικασία που είχε ήδη ξεκινήσει. Στις τελευταίες ιστορίες της, κεντρικό σημείο κρατούν οι αναμνήσεις της παιδικής της ηλικίας στην πατρίδα. Χωρίς αμφιβολία, κυριευμένη από μοναξιά λόγω της αρρώστιας, η σκέψη της ταξίδευε προς τα πίσω και φυσικά στην επιστροφή. Επίσης, το να γράφει μακριά από την πατρίδα, της έδωσε διαφορετική οπτική από τους Νεοζηλανδούς αλλά και τους Άγγλους. Δεν θα μπορούσε να γράψει ό,τι έγραψε αν δεν δέχοταν τις έστω μακρινές επιδράσεις αυτών των δυο διαφορετικών αλλά και συγγενικών τόπων.

Υπάρχουν στοιχεία στα σημειωματάριά της που δείχνουν ότι προσπάθησε να μετασχηματίσει τις προσωπικές της εμπειρίες στα διηγήματά της, από πολύ νωρίς, το 1907. Γνώριζε καλά τη τέχνη της βιωματικής εμπειρικής γραφής και τη χρησιμοποιούσε με μαεστρία. Η τέχνη τελικά ξεπερνούσε πάντα την πραγματικότητα ή οι ήρωές της διαμορφώθηκαν έτσι, ώστε να προσδώσουν την εντύπωση που ήθελε να μεταβιβάσει. Η τεχνική της είχε το αξιοθαύμαστο, να 'ναι τόσον απλή και τόσο ταιριαστή, ώστε ο αναγνώστης να μπορεί να πιστεύει πως μιλά με ακρίβεια για κείνους. Σε μιαν άλλη επιστολή της, το 1922, έγραψε: «Πιστεύω πως ο μόνος τρόπος να ζήσω σαν συγγραφέας, είναι να βασίσω τις ιστορίες μου σε πραγματικά προσωπικά στοιχεία κάποιου και να βρω τους θησαυρούς σ' αυτό. Το σπουδαίο είναι πως περιγράφοντας αυτό που σε μένα φαίνεται κι είναι προσωπικό, άλλοι άνθρωποι που το διαβάζουνε, το παίρνουν επάνω τους και το αντιλαμβάνονται σα να 'τανε δικό τους.»

Τέλος, υποτροφία που έχει θεσμοθετηθεί στο Μεντόν φέροντας το όνομά της, αποτελεί μνήμη και κίνητρο για νέους φερέλπιδες συγγραφείς. Παρόλο που η ίδια πίστευε πως «η μόδα μου θα περάσει πολύ σύντομα», τελικά κατάφερε να κερδίσει παγκόσμια φήμη, ως διηγηματογράφος, ποιήτρια, επιστολογράφος, και συγγραφέας ημερολογίων κι άρθρων κριτικής βιβλίων. Τα έργα της έχουν μεταφραστεί σε πάνω από 25 γλώσσες παγκοσμίως.

Ελληνικές μεταφράσεις έργων της 
 
Η Αλόη, μετάφρ. Χρύσα Σπυροπούλου, εκδ. «Οδός Πανός», Αθήνα 1993.
Κάτι παιδιάστικο μα τόσο φυσικό, μετάφρ. Λίζα Σαμλόγλου, εκδ. «Πατάκη», Αθήνα 1998.
Το γκάρντεν πάρτι, μετάφρ. Μίνα Δαλαμάγκα, εκδ.«Οδυσσέας» 1982 -και μετάφρ. Μαρία Λαϊνά, εκδ. «Σμίλη», Αθήνα 2006.
Σε μια γερμανική πανσιόν, μετάφρ. Γιώργος Μπαρουξής, εκδ. «Το Ποντίκι», Αθήνα 2007 και «Ποικίλη Στοά», Αθήνα 2016.
 
 
 
Κάθριν Μάνσφιλντ: Αποσπάσματα ημερολογίου

Ανθολόγηση, μετάφραση Κατερίνα Σχινά.


Η Κάθριν Μάνσφιλντι έζησε μια σύντομη, αν και πλήρη ζωή. Φιλάσθενη από νωρίς, θα υποκύψει στην φυματίωση στα τριάντα πέντε της, προλαβαίνοντας ωστόσο, στα λίγα χρόνια που της δόθηκαν, να ερωτευτεί (γυναίκες και άνδρες), να ταξιδέψει, να γράψει και να σφραγίσει την αγγλόφωνη λογοτεχνία με την δροσερή της πρόζα που αγγίζει συχνά την ποίηση. H πιο γνωστή συλλογή διηγημάτων της “Το γκάρντεν πάρτι” (μετ. Μαρία Λαϊνά, εκδ. Σμίλη) συγκεντρώνει δεκαπέντε ιστορίες που ξεχειλίζουν από την ευτυχία της ύπαρξης, μια ευτυχία που την συνιστούν οι ασήμαντες λεπτομέρειες μιας ηλιόλουστης μέρας, η ένταση και η ποικιλία μιας απλής στιγμής, η αναπάντεχη (και ανακουφιστική) μεταστροφή μιας οδυνηρής κατάστασης, ακόμη και το φτερούγισμα του θανάτου, που απλώς υπενθυμίζει πόσο πολύτιμη είναι η ζωή.

Λίγο μετά τον θάνατο της Κάθριν Μάνσφιλντ, ο σύζυγός της John Middleton Murry συγκέντρωσε τα κατάλοιπά της – σπαράγματα ημερολογιακών εγγραφών, αταχυδρόμητα γράμματα, αποσπάσματα ημιτελών αφηγημάτων, με άλλα λόγια ό, τι ήταν χρονολογημένο και θα μπορούσε να θεωρηθεί γνήσιο αποτύπωμα της φλογερής ιδιοσυγκρασίας της – και τα δημοσίευσε σε βιβλίο το 1927. Ονόμασε αυτήν την συλλογή “Ημερολόγιο” – αν και δεν πρόκειται απλώς για ένα ασυνεχές, έστω, χρονικό μιας δωδεκαετούς συγγραφικής περιπέτειας, αλλά για μια ολοζώντανη καταγραφή της εξέλιξης του σύγχρονου πνεύματος στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, ένα γοητευτικό συμπίλημα, όπου συναιρούνται οξεία παρατήρηση, αυτοκριτική, αυτοβασανισμός, εξομολογητική διάθεση, και όπου η επανερχόμενη οδύνη ξορκίζεται με την αδιάκοπη αναζήτηση της ηδονής.

23 /10/ 1907

Ευχαριστώ τον Θεό γιατί, μολονότι είμαι καταδικασμένη, προς το παρόν δεν είμαι ερωτευμένη με κανέναν, εκτός από τον εαυτό μου.


21/1/1915

Βροχερή μέρα. Σήμερα το πρωί κάναμε μαζί έναν περίπατο. Ο Τζ.[1] μου αφηγήθηκε ένα όνειρο. Καυγαδίζαμε σ’ όλο σχεδόν το δρόμο προς το σπίτι. Έχει βρέξει, έχει χιονίσει, όλα έχουν παγώσει και ο άνεμος δεν σταματάει λεπτό. Ο σκύλος στο πανδοχείο ουρλιάζει. Ένας άντρας, κάπου μακριά, παίζει τρομπέτα. Σήμερα διάβασα και έραψα, αλλά δεν έγραψα λέξη. Απόψε θέλω να γράψω. Είναι τόσο παράξενο να κάθομαι ήρεμα ράβοντας, ενώ η καρδιά μου δεν ησυχάζει ούτε στιγμή. Είμαι τρομερά κουρασμένη στο νου και στο σώμα. Αυτό το θλιβερό μέρος με σκοτώνει. Ζω με παλιά, φτιαχτά όνειρα – όμως αυτά δεν εξαπατούν κανέναν απ’ τους δυο μας.

Αργότερα βρίσκομαι στο σαλόνι στον κάτω όροφο. Ο άνεμος ουρλιάζει έξω, όμως εδώ είναι τόσο ζεστά και ευχάριστα. Μοιάζει με αληθινό δωμάτιο, όπου έχουν ζήσει αληθινοί άνθρωποι. Το καλάθι μου του ραψίματος είναι πάνω στο τραπέζι: κάτω απ’ τη βιβλιοθήκη έχουν τρυπώσει οι παλιές παντόφλες του Τζ. Η μαύρη πολυθρόνα, μισή στη σκιά, είναι σαν να’ χει ξαπλώσει πάνω της κάποιος ευτυχισμένος. Δειπνήσαμε με ψητό αρνί και σάλτσα κρεμμυδιών και πουτίγκα ρυζιού. Ακούγεται ωραίο. Πέρασα τις κορδέλες στα εσώρρουχά μου με μια φουρκέτα, με τον παλιό, καλό, σπιτικό τρόπο. Όμως η ανήσυχη καρδιά μου καταβροχθίζει το σώμα μου, καταβροχθίζει τα νεύρα μου, καταβροχθίζει το μυαλό μου, άλλοτε αργά, άλλοτε με τρομερή ταχύτητα. Νιώθω αυτό το δηλητήριο να γεμίζει αργά τις φλέβες μου – κάθε κομματάκι μολύνεται αργά. Ναι, ένας έρωτας σαν κι αυτόν είναι αρρώστια, πυρετός, θύελλα. Είναι σχεδόν σαν το μίσος – νιώθει κανείς να καίγεται απ’ αυτόν – κι εγώ δεν είμαι ποτέ, ποτέ ήρεμη, ποτέ, ούτε για μια στιγμή. Θυμάμαι ότι πριν από χρόνια έλεγα πως θα’ θελα να ήμουν ένας από εκείνους τους ευτυχισμένους ανθρώπους που ξέρουν να υποφέρουν και στο τέλος καταρρέουν, ή εξαντλούνται. Όμως είμαι ακριβώς το αντίθετο. Όσο πιο πολύ υποφέρω, τόσο πιο μεγάλη ενέργεια νιώθω για να αντέξω. Αγαπημένε! Αγαπημένε!


19 /2/ 1918

Ξύπνησα νωρίς σήμερα το πρωί και ανοίγοντας τα παραθυρόφυλλα είδα έναν ολοστρόγγυλο ήλιο που είχε μόλις ανατείλει. Άρχισα να επαναλαμβάνω τον στίχο του Σαίξπηρ “lo, here the gentle lark weary of rest” και ξαναπήδησα στο κρεβάτι. Το τράνταγμα με έκανε να βήξω – έφτυσα – είχε παράξενη γεύση – ήταν κατακόκκινο αίμα. Από εκείνη τη στιγμή, συνέχισα να φτύνω, κάθε φορά που έβηχα, και λίγο περισσότερο αίμα. Ω ναι, φυσικά φοβάμαι. Όμως μόνο για δυο λόγους. Δεν θέλω να είμαι άρρωστη, εννοώ ‘σοβαρά’, μακριά από τον Τζακ. Ο Τζακ είναι η πρώτη μου σκέψη. 2ον, δεν θέλω να ανακαλύψω ότι πρόκειται για γνήσια φυματίωση, ίσως θα προχωρήσει καλπάζοντας – ποιος ξέρει; – και δεν έχω γράψει όσα ήθελα. Αυτό έχει σημασία. Πόσο αφόρητο θα ήταν να πεθάνω – ν’ αφήσω θραύσματα, αποσπάσματα… τίποτα πραγματικά ολοκληρωμένο.


20/2/ 1918

… Μετά από εκείνη τη μικρή κρίση που είχα, κάτι παράξενο συνέβη. Νιώθω πως η αγάπη και η λαχτάρα μου για τον έξω κόσμο – εννοώ τον κόσμο της φύσης – έχει ξαφνικά αυξηθεί ένα εκατομμύριο φορές. Όταν σκέφτομαι τα λουλουδάκια που φυτρώνουν στο γρασίδι και τα μικρά ρυάκια και τα μέρη όπου μπορούμε να ξαπλώσουμε και να κοιτάμε τα σύννεφα – ω, απλώς πονάω γι’ αυτά – γι’ αυτά μαζί μ’ εσένα. Με σένα μακριά, το άθροισμα όλων όσα υπάρχουν είναι μηδέν. Νιώθω τόσο πολύ σαν ένα μικροκαμωμένο κοριτσάκι που κάποιος το κλείδωσε στο σκοτεινό ντουλάπι – κι ας είναι μέρα. Δεν θέλω να χτυπήσω την πόρτα ή να κάνω θόρυβο, αλλά θέλω να έρθεις μ’ ένα κλειδί φτιαγμένο από τα χέρια σου και να με βγάλεις έξω, και μετά να το σκάσουμε στις μύτες των ποδιών για έναν πιο ήπιο, πιο καλοσυνάτο τόπο, όπου ο καθένας θα μας έμοιαζε περισσότερο στην καρδιά και το μέγεθος. Δεν πρέπει να σκεφτείς ότι, καθώς τα γράφω αυτά, είμαι τρομερά λυπημένη. Ναι, είμαι, αλλά, ξέρεις, πίσω απ’ τη λύπη μου υπάρχει απόλυτη πίστη, και ελπίδα και αγάπη.


1/10 1918

Ελπίζω αυτή η πένα να δουλεύει. Ωραία, δουλεύει.

Χτες αποχαιρετίσαμε τον Σεπτέμβριο – και αυτή η τελευταία του μέρα ήταν τρομερά κρύα, λες και έξω από τα παράθυρα το κρύο είχε στερεοποιηθεί. Η φωτιά μου με πρόδωσε σχεδόν όλη τη μέρα και αισθανόμουν, όπως τον παλιό καλό καιρό, το δέρμα μου να σγουραίνει. Μια τέτοια έκφραση, βέβαια, δεν έχει θέση στη λογοτεχνία. Ή μήπως όχι;

21 /7/ 1919

Βαρύ, αργόσυρτο το φετεινό καλοκαίρι… Κι όμως, πόσο είχα ελπίσει στη θεραπευτική διαύγεια του φωτός, πόσο είχα επενδύσει στη γλυκύτητα των ημερών, πόσο είχα πιστέψει ότι η θέρμη του καιρού θα ζεστάνει και την καρδιά μου…Φρούδες ελπίδες. Σίγουρα, ο καλός καιρός δεν είναι το αντίδοτο της μελαγχολίας.

10/6/ 1919

Ανακάλυψα ότι δεν μπορώ να κάψω το κερί από τη μιαν άκρη και να γράψω ένα βιβλίο με την άλλη.

17/1/1922

Ο Τσέχωφ έκανε λάθος που πίστευε ότι αν του είχε δοθεί περισσότερος χρόνος θα είχε γράψει πιο ολοκληρωμένα, θα περιέγραφε καλύτερα τη βροχή, τη μαμή και τον γιατρό να πίνουν τσάι. Η αλήθεια είναι πως μόνο τόσα μπορείς να βάλεις μέσα σε μια ιστορία. Πάντα θυσιάζεις κάτι. Υποχρεώνεσαι ν’ αφήσεις έξω αυτό που ξέρεις και ποθείς να το συμπεριλάβεις. Γιατί; Δεν έχω ιδέα, αλλά έτσι γίνεται. Σαν να τρέχεις να μαζέψεις όσο πιο πολλά μπορείς προτού χαθούν. Αλλά δεν γίνεται να αδράξεις έτσι τον χρόνο…

14/10/ 1922

Όταν λέω υγεία εννοώ τη δύναμη να ζει κανείς μια γεμάτη, ενήλικη, ζωντανή, πάλλουσα ζωή και να ζει πολύ κοντά με όσα κι εγώ αγαπώ – τη γη και τα θαύματά της, την θάλασσα, τον ήλιο. Όλα όσα εννοούμε όταν μιλάμε για τον εξωτερικό κόσμο. Θέλω να μπω μέσα τους, να γίνω μέρος τους, να ζήσω σ’ αυτά, να μάθω απ’ αυτά, να ξεχάσω ό, τι είναι επιφανειακό και επίκτητο στον εαυτό μου… Θέλω να γίνω όλα όσα είμαι ικανή να γίνω.


[1] Αναφέρεται στον John Middleton Murray, με τον οποίο παντρεύτηκε το 1918.

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ https://www.oanagnostis.gr/
 
 
 
 
ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΜΟΥΣΙΚΗΣ

ΓΕΜΑΤΗ απελπισία —ψυχρή, άγρια απελπισία— θαμμένη βαθιά στην καρδιά της σαν φοβερό μαχαίρι, η μις Μήντοους, με καπέλο και μακρύ φουστάνι και μια μικρή μπαγκέτα στο χέρι, περνούσε τους κρύους διαδρόμους που έφερναν στην αίθουσα μουσικής. Κορίτσια κάθε ηλικίας, ροδοκόκκινα απ’ τον αέρα, και ξεχειλίζοντας μ’ εκείνη τη χαρούμενη έξαψη που φέρνει το τρέξιμο στο σχολείο ένα όμορφο φθινοπωριάτικο πρωινό, πέρναγαν βιαστικά, χοροπηδώντας, φτερουγίζοντας δίπλα της· από τις άδειες τάξεις ερχόταν ένα ζωηρό βουητό από φωνές· κάποιο κουδούνι χτύπησε, κάποια φωνή τιτίβισε σαν πουλάκι «Μύριελ». Κι ύστερα ήρθε από τη σκάλα ένας τρομερός θόρυβος — νταπ, νταπ, νταπ. Καποιανού του ’χαν πέσει οι αλτήρες.

Η καθηγήτρια της Φυσικής σταμάτησε τη μις Μήντοους.

«Καλη-μέρα», φώναξε με τη γλυκιά, επιτηδευμένη, μακρόσυρτη φωνή της. «Κρύο δεν κάνει; Λες κι είναι χειμώνας».

Η μις Μήντοους, σφίγγοντας μέσα της το μαχαίρι, κοίταξε την καθηγήτρια της Φυσικής με μίσος. Όλα πάνω της ήταν χλωμά, γλυκά σαν μέλι. Δε θ’ απορούσες αν έβλεπες μια μέλισσα πιασμένη μέσ’ στο κουβάρι εκείνων των ξανθών μαλλιών.

«Κάνει μάλλον ψύχρα», είπε η μις Μήντοους βλοσυρά.

Η άλλη έδειξε το μελιστάλαχτο χαμόγελό της.

«Φαίνεσαι ξεπαγιασμένη» είπε. Τα γαλανά της μάτια άνοιξαν διάπλατα· μέσα τους άστραψε ένα κοροϊδευτικό φως. (Είχε άραγε προσέξει τίποτε;)

«Ε, όχι και τόσο πολύ» είπε η μις Μήντοους και, σ’ αντάλλαγμα για το χαμόγελό της, έστειλε γρήγορα στην καθηγήτρια της Φυσικής μια γκριμάτσα και προσπέρασε...

Στην αίθουσα μουσικής ήταν μαζεμένες η Τετάρτη, η Πέμπτη κι η Έκτη τάξη. Ο θόρυβος σε ξεκούφαινε. Πάνω στην εξέδρα, δίπλα στο πιάνο, στεκόταν η Μαίρη Μπήζλεϋ, η αγαπημένη μαθήτρια της μις Μήντοους, που έπαιζε τ’ ακομπανιαμέντα. Η Μαίρη στριφογύριζε το σκαμνί του πιάνου. Όταν είδε τη μις Μήντοους έκανε ένα δυνατό, προειδοποιητικό «Σσσσ, κορίτσια!» και η μις Μήντοους, με τα χέρια χωμένα βαθιά μέσ’ στα μανίκια, την μπαγκέτα κάτω απ’ τη μασχάλη, πέρασε τον κεντρικό διάδρομο, ανέβηκε τα σκαλιά, γύρισε απότομα, άρπαξε το μπρούτζινο αναλόγιο της μουσικής, το στερέωσε μπροστά της και χτύπησε δυο φορές δυνατά την μπαγκέτα της για να γίνει σιωπή.

«Σιωπή, παρακαλώ! Αμέσως!» και, χωρίς να κοιτάζει κανέναν, το βλέμμα της διέτρεξε εκείνη τη θάλασσα από χρωματιστές φανελένιες μπλούζες, τα ροδαλά πρόσωπα και τα χέρια που κουνιόνταν πάνω κάτω σπασμωδικά, τις σεινάμενες, σαν πεταλούδες, κορδέλες των μαλλιών και τ’ ανοιχτά βιβλία της μουσικής. Ήξερε ακριβώς τι σκέφτονταν. «Η Μήντυ είναι έξαλλη». Άσ’ τες να το σκέφτονται! Τα ματόφυλλά της τρεμούλιασαν έριξε πίσω το κεφάλι προκαλώντας τες. Τι σημασία μπορούσε να ’χει το τι σκέφτονταν τούτα τα πλάσματα για κάποιον που στεκόταν εκεί αιμορραγώντας μέχρι θανάτου, με την καρδιά ξεσχισμένη, ξεσχισμένη, από ’να τέτοιο γράμμα...

...«Αισθάνομαι όλο και περισσότερο ότι ο γάμος μας θα ήταν λάθος. Όχι πως δε σ’ αγαπώ. Σ’ αγαπώ όσο μου ’ναι δυνατό ν’ αγαπήσω μια γυναίκα, αλλά για να πω την αλήθεια, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι δεν είμαι από τους άντρες που παντρεύονται, και η ιδέα της αποκατάστασης δε με γεμίζει παρά με...» και η λέ­ξη «αηδία» είχε σβηστεί ελαφρά κι από πάνω της είχε γραφτεί «θλίψη».

Μπάζιλ! Η μις Μήντοους πλησίασε αγέρωχα το πιάνο. Η Μαίρη Μπήζλεϋ, που περίμενε τούτη τη στιγμή, έσκυψε μπροστά· οι μπούκλες της έπεσαν πάνω στα μάγουλά της, ενώ μουρμούριζε «Καλημέρα, μις Μήντοους» κι έτεινε μάλλον παρά που ’δωσε στη δασκάλα της ένα όμορφο κίτρινο χρυσάνθεμο. Αυτή η μικρή τελετουργία με το λουλούδι γινόταν πολύν καιρό τώρα, ολόκληρη τη σχολική περίοδο σχεδόν. Αποτελούσε πια τόσο πολύ μέρος του μαθήματος όσο και το άνοιγμα του πιάνου. Τούτο το πρωινό όμως, αντί να το πάρει, αντί να το στερεώσει στη ζώνη της καθώς έσκυβε πάνω απ’ τη Μαίρη κι έλεγε «Ευχαριστώ, Μαίρη. Τι όμορφο! Γύρνα στη σελίδα τριάντα δύο», η Μαίρη είδε έντρομη τη μις Μήντοους ν’ αγνοεί τελείως το χρυσάνθεμο, να μην απαντάει στο χαιρετισμό της, αλλά να λέει παγωμένα. «Στη σελίδα δεκατέσσερα, σε παρακαλώ, και πρόσεχε καλά τους χρόνους».

Φοβερή στιγμή! Η Μαίρη κοκκίνισε μέχρι που ανέβηκαν στα μάτια της δάκρυα, αλλά η μις Μήντοους είχε ξαναγυρίσει στο αναλόγιο της μουσικής· η φωνή της ακούστηκε ηχηρή σ’ όλη την αίθουσα. «Σελίδα δεκατέσσερα. Θ’ αρχίσουμε με τη σελίδα δεκατέσσερα. Με το «Θρήνο». Τώρα πια, κορίτσια, πρέπει να το ξέρετε. Θα το αρχίσουμε όλες μαζί· όχι τμηματικά, αλλά όλες μαζί. Και χωρίς έκφραση. Τραγουδήστε το όμως πολύ απλά, κρατώντας το χρόνο με τ’ αριστερό χέρι».

Σήκωσε την μπαγκέτα και χτύπησε το αναλόγιο δυο φορές. Τώρα μπήκε η Μαίρη με τις πρώτες συγχορδίες· όλα εκείνα τ’ αριστερά χέρια κατέβηκαν χτυπώντας τον αέρα, κι αντήχησαν όλες εκείνες οι νεανικές, πένθιμες φωνές:

Τι σύντομα μαραίνονται τα ρόδα της χαράς
τι σύντομα ο χειμώνας ξεπροβαίνει
τι γρήγορα οι νότες της χαράς
σβήνουν στ’ αυτί που μόνο τις προσμένει.

Ω, Θε μου, τι θα μπορούσε να ’ναι πιο τραγικό απ’ αυτόν το θρήνο! Κάθε νότα και στεναγμός, λυγμός, βογκητό απέραντης θλίψης. Η μις Μήντοους σήκωσε τα χέρια της μέσ’ στο φαρδύ φόρεμα κι άρχισε να διευθύνει και με τα δυο. «...Αισθάνομαι όλο και πιο έντονα ότι ο γάμος μας θα ήταν λάθος...» Χτύπησε το χρόνο και οι φωνές θρήνησαν: Τι γρήγορα. Τι τον έπιασε να γράψει τέτοιο γράμμα! Τι μπορούσε να φταίει γι’ αυτό! Ήρθε τόσο ξαφνικά. Το τελευταίο του γράμμα ήταν όλο για μια βιβλιοθήκη από βελανιδιά που είχε αγοράσει για τα βιβλία «μας», κι ένα «μικρό, κομψό έπιπλο εισόδου» που είχε δει, «ένα πολύ περιποιημένο πραματάκι με μια σκαλιστή κουκουβάγια πάνω σ’ ένα υποστήριγμα, που κρατούσε στα νύχια της τρεις βούρτσες για καπέλα». Πόσο είχε γελάσει μ’ αυτό! Μόνο ένας άντρας μπορούσε να σκεφτεί πως χρειάζονταν τρεις βούρτσες για καπέλα! Σβήνουν στ’ αυτί, τραγούδησαν οι φωνές.

«Άλλη μια φορά», είπε η μις Μήντοους. Τούτη τη φορά όμως τμηματικά. Και πάλι χωρίς έκφραση. Τι σύντομα μαραίνονται. Τώρα που προστέθηκε κι η θλίψη των κοντράλντο, σου ’ρχόταν ανατριχίλα. Τα ρόδα της χαράς. Την τελευταία φορά που είχε έρθει να τη δει, ο Μπάζιλ φορούσε στην μπουτουνιέρα του ένα τριαντάφυλλο. Τι όμορφος που ήταν μ’ εκείνο το φωτεινό μπλε κουστούμι, μ’ εκείνο το σκούρο κόκκινο τριαντάφυλλο! Και το ’ξερε κιόλας. Δεν μπορούσε να μην το ξέρει. Πρώτα χάιδεψε τα μαλλιά του, μετά το μουστάκι του· τα δόντια του άστραφταν όταν χαμογελούσε.

«Η γυναίκα του διευθυντή με καλεί συνεχώς στο δείπνο. Φοβερά ενοχλητική. Ποτέ δεν έχω ένα δικό μου βράδυ σ’ εκείνο το μέρος».

«Μα δεν μπορείς ν’ αρνηθείς;»

«Ε, δεν πάει για έναν άντρα στη θέση μου να μην είναι δημοφιλής».

Οι νότες της χαράς, έσκουζαν οι φωνές. Οι ιτιές έξω απ’ τα ψηλά, στενά παράθυρα, σειόνταν στον άνεμο. Τα μισά τους φύλλα είχαν πέσει. Τα μικροσκοπικά φυλλαράκια που είχαν μείνει κολλημένα πάνω τους σπαρτάραγαν σαν ψάρια πιασμένα στην πετονιά. «...Δεν είμαι απ’ τους άντρες που παντρεύονται...» Οι φωνές είχαν σωπάσει· το πιάνο περίμενε.

«Πολύ καλό», είπε η μις Μήντοους, αλλά και πάλι μ’ έναν τόσο παράξενο, πέτρινο τόνο, που τα μικρότερα κορίτσια τρόμαξαν πραγματικά. «Τώρα όμως που το ξέρουμε, θα το ξαναπάρουμε με έκφραση. Όσο περισσότερη έκφραση μπορείτε να δώσετε. Σκεφτείτε τα λόγια, κορίτσια. Χρησιμοποιήστε τη φαντασία σας. Τι σύντομα μαραίνονται, φώναξε η μις Μήντοους. «Αυτό πρέπει να ξεσπάσει —μ’ ένα δυνατό, φωναχτό forte— μ’ ένα θρήνο. Και μετά στη δεύτερη γραμμή, Χειμώνας ξεπροβαίνει, κάντε εκείνο το Χειμώνας σαν να φύσαγε μέσ’ απ’ αυτόν ένας παγωμένος αέρας. Χειμ-ώνας!» είπε με τόσο φοβερό τρόπο που η Μαίρη Μπήζλεϋ, στο αναλόγιο της μουσικής, ένιωσε στη ραχοκοκαλιά της μια κρυάδα. «Η τρίτη γραμμή πρέπει να ’ναι κρεσέντο. Τι γρήγορα οι νότες της χαράς. Ξεσπάτε στην πρώτη λέξη της τελευταίας σειράς, Σβήνουν. Και μετά πρέπει ν’ αρχίσετε να χαμηλώνετε... να σβήνετε... μέχρι που Τ’ αυτί που μόνο τις προσμένει να μην είναι παρά ένας ψίθυρος... Στην τελευταία γραμμή μπορείτε να χαμηλώσετε όσο θέλετε. Τώρα, παρακαλώ».

Ξαναχτύπησε ελαφρά την μπαγκέτα δυο φορές και ξανασήκωσε τα χέρια. Τι σύντομα μαραίνονται. «...Και η ιδέα της αποκατάστασης δε με γεμίζει παρά με αηδία...» Είχε γράψει αηδία. Αυτό σήμαινε ότι ο αρραβώνας τους είχε διαλυθεί οριστικά. Είχε διαλυθεί! Ο αρραβώνας τους! Ο κόσμος είχε ξαφνιαστεί αρκετά που είχε αρραβωνιαστεί. Η καθηγήτρια της Φυσικής δεν μπορούσε στην αρχή να το πιστέψει. Κανείς όμως δεν είχε εκπλαγεί όσο η ίδια. Αυτή ήταν τριάντα. Ο Μπάζιλ είκοσι πέντε. Το πήρε για θαύμα, τίποτ’ άλλο παρά ένα θαύμα, όταν, καθώς γύριζαν από την εκκλησία κείνη τη σκοτεινή νύχτα, τον άκουσε να της λέει «Ξέρεις, δεν ξέρω πώς, αλλά έχεις αρχίσει να μ’ αρέσεις». Και είχε πιάσει την άκρη του μποά της από φτερά στρουθοκαμήλου. Σβήνουν στ’ αυτί που μόνο τις προσμένει.

«Επανάληψη! Επανάληψη!» έκανε η μις Μήντοους. «Περισσότερη έκφραση, κορίτσια! Άλλη μια φορά!»

Τι σύντομα μαραίνονται. Τα μεγαλύτερα κορίτσια είχαν γίνει κατακόκκινα· μερικά απ’ τα μικρότερα έβαλαν τα κλάματα. Στα παράθυρα χτύπαγαν μεγάλες στάλες βροχής, και μπορούσε κανείς ν’ ακούσει τις ιτιές να ψιθυρίζουν «...όχι πως δε σ’ αγαπώ...»

«Μα, αγάπη μου, αν μ’ αγαπάς» σκέφτηκε η μις Μήντοους «δε με πειράζει το πόσο. Αγάπα με όσο λίγο θέλεις». Ήξερε όμως πως δεν την αγαπούσε. Όχι αρκετά για να φροντίσει να σβήσει εκείνο το «αηδία» ώστε να μην το διαβάσει! Τι σύντομα ο χειμώνας ξεπροβαίνει. Χώρια που θα ’πρεπε ν’ αφήσει και το σχολείο. Θα της ήταν αδύνατο ν’ αντιμετωπίσει την καθηγήτρια της Φυσικής ή τα κορίτσια απ’ τη στιγμή που θα γινόταν γνωστό. Θα έπρεπε να εξαφανιστεί κάπου. Φτάνουν στ’ αυτί. Οι φωνές άρχισαν να χαμηλώνουν, να σβήνουν, να ψιθυρίζουν... να χάνονται...

Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα. Ένα κοριτσάκι ντυμένο στα μπλε διέσχισε το διάδρομο με θόρυβο, με κρεμασμένο το κεφάλι, δαγκώνοντας τα χείλια και παίζοντας το ασημένιο βραχιόλι στο μικρό, κοκκινισμένο καρπό. Ανέβηκε τα σκαλιά και στάθηκε μπροστά στη μις Μήντοους.

«Τι συμβαίνει, Μόνικα;»

«Αν έχετε την καλοσύνη, μις Μήντοους», είπε το κοριτσάκι με κομμένη την ανάσα «η μις Ουάιατ θέλει να σας δει στην αίθουσα των καθηγητών».

«Πολύ καλά», είπε η μις Μήντοους και φώναξε στα κορίτσια. «Έχω το λόγο σας ότι θα μιλάτε χαμηλόφωνα όσο θα λείπω». Αυτά όμως ήταν πολύ εξουθενωμένα για να κάνουν οτιδήποτε άλλο. Τα περισσότερα φύσαγαν τη μύτη τους.

Οι διάδρομοι ήταν παγωμένοι και σιωπηλοί κι αντηχούσαν στα βήματα της μις Μήντοους. Η διευθύντρια καθόταν μπροστά στο γραφείο της. Για μια στιγμή έμεινε με το κεφάλι κατεβασμένο. Ως συνήθως ξεμπέρδευε τα γυαλιά της, που είχαν μαγκώσει στο δαντελένιο της γιακά. «Καθίστε, μις Μήντοους» της είπε πολύ καλοσυνάτα. Κι ύστερα σήκωσε απ’ το σουμέν ένα ροζ φάκελο. «Έστειλα να σας φωνάξουν γιατί είχατε αυτό το τηλεγράφημα».

«Τηλεγράφημα για μένα, μις Ουάιατ;»

Ο Μπάζιλ! Είχε αυτοκτονήσει, συμπέρανε η μις Μήντοους. Το χέρι της τινάχτηκε να το πάρει, αλλά η μις Ουάιατ το κράτησε για μια στιγμή. «Ελπίζω να μην είναι άσχημα νέα» είπε με καλοσύνη. Η μις Μήντοους το άνοιξε σκίζοντας το φάκελο.

«Αγνόησε γράμμα πρέπει ήμουν τρελός αγόρασα καλόγερο σήμερα. Μπάζιλ». Διάβασε και δεν μπορούσε ν’ αποτραβήξει τα μάτια της απ’ το τηλεγράφημα.

«Ελπίζω πως δεν είναι τίποτα σοβαρό» έκανε η μις Ουάιατ σκύβοντας μπροστά.

«Α, όχι, ευχαριστώ, μις Ουάιατ» είπε κοκκινίζοντας η μις Μήντοους. «Δεν είναι τίποτα άσχημο. Είναι —της ξέφυγε σαν δικαιολογία ένα γελάκι— «είναι από τον αρραβωνιαστικό μου που λέει ότι... λέει ότι...». Ακολούθησε σιωπή, «Κατάλαβα» έκανε η μις Ουάιατ. Κι άλλη σιωπή. Ύστερα. «Έχετε ακόμη δεκαπέντε λεπτά απ’ την τάξη σας, έτσι δεν είναι, μις Μήντοους;»

«Μάλιστα, μις Ουάιατ». Η μις Μήντοους σηκώθηκε και σχεδόν έτρεξε προς την πόρτα.

«Α, μια στιγμή, μις Μήντοους», είπε η μις Ουάιατ. «Πρέπει να σας πω ότι δε μ’ αρέσει να παίρνουν οι καθηγητές μου τηλεγραφήματα τις ώρες του σχολείου, εκτός κι αν πρόκειται για πολύ άσχημα νέα, όπως ένας θάνατος», εξήγησε η μις Ουάιατ, «ή κάποιο πολύ σοβαρό δυστύχημα ή κάτι παρόμοιο. Τα καλά νέα, μις Μήντοους, μπορούν πάντα να περιμένουν, ξέρετε».

Πετώντας από ελπίδα, αγάπη, χαρά, η μις Μήντοους έφτασε βιαστικά στην αίθουσα της μουσικής, διέσχισε το διάδρομο, ανέβηκε τα σκαλιά, και πλησίασε το πιάνο.

«Στη σελίδα τριάντα δύο, Μαίρη» έκανε, «σελίδα τριάντα δύο» και παίρνοντας το κίτρινο χρυσάνθεμο, το κράτησε μπροστά στα χείλη της για να κρύψει το χαμόγελο της. Μετά στράφηκε στα κορίτσια, χτυπώντας την μπαγκέτα της: «Σελίδα τριάντα δύο, κορίτσια, σελίδα τριάντα δύο».

Λουλούδια γεμάτες, καλάθια με φρούτα
να πούμε ερχόμαστε τα συχαρίκια...

«Σταματήστε! Σταματήστε!» φώναξε η μις Μήντοους. «Αυτό είναι φοβερό. Είναι απαίσιο». Και χαμογέλασε ακτινοβολώντας στα κορίτσια της. «Τι πάθατε όλες σας; Σκεφτείτε, κορίτσια, σκεφτείτε τι τραγουδάτε. Λουλούδια γεμάτες, καλάθια με φρούτα. Και Συχαρίκια». Η μις Μήντοους σταμάτησε. «Μην είστε τόσο μελαγχολικές, κορίτσια. Το τραγούδι πρέπει να ’ναι ζεστό, χαρούμενο, γεμάτο ενθουσιασμό. Συχαρίκια. Άλλη μια φορά. Ζωηρό. Όλες μαζί. Εμπρός, λοιπόν!»

Και τούτη τη φορά η φωνή της μις Μήντοους ακούστηκε πάνω απ’ όλες τις άλλες — βαθιά, γεμάτη, μεστή από έκφραση.
μτφρ. Μίνα Δαλαμάγκα
http://ebooks.edu.gr/


ΤΟ ΓΚΑΡΝΤΕΝ ΠΑΡΤΙ
 
Γεννημένη στο Ουέλλιγκτον της Νέας Ζηλανδίας, η Κάθρην Μάνσφηλντ κατάφερε στη διάρκεια της σύντομης ζωής της (1888-1923) να γράψει διηγήματα που η αρτιότητα, η ευστοχία και η ομορφιά τους θα συγκρίνονταν με εκείνων του Τσέχοφ.
Αυτό που ξεδιπλώνεται, ανασύρεται στην επιφάνεια και εντέλει αποκαλύπτεται είναι το μεδούλι της ζωής, όπως απερίφραστη και ξαφνική εμφανίζεται στα μάτια του ανθρώπου με οξυμμένη ευαισθησία: αδιάντροπη, περίπλοκη, αποφασιστικά απλή.
Η συλλογή διηγημάτων της (τρίτη κατά σειρά) "Το Γκάρντεν πάρτι" είναι έργο ωριμότητας. Δεκαπέντε διηγήματα που τυπώθηκαν το 1922, ένα χρόνο προτού πεθάνει η Μάνσφηλντ στο Φονταινεμπλώ της Γαλλίας. Στο πρώτο μια μέρα που ξημερώνει υπέροχη, στο τελευταίο μια νύχτα που πέφτει ζοφερή. Ανάμεσα τους, όλα: το φαφούτικο χαμόγελο ενός μωρού, το άρωμα της λεβάντας, η μοναξιά, ο φόβος του θανάτου, μια παλιά πιατέλα με νεροκάρδαμα λουσμένα στον ήλιο, η ένταση και η ποικιλία της στιγμής, η διαπεραίωση της οδύνης σε συμφιλιωτικό αίσθημα, η ευτυχία του να είσαι ζωντανός. Τα χαρακτηριστικά της ποίησης: οικονομία, φρεσκάδα, αιφνιδιασμός. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
https://www.politeianet.gr/


Απόσπασμα από το διήγημα «Η ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΜΠΡΙΛ»

ΠΑΡΟΛΟ ΠΟΥ Ο ΚΑΙΡΟΣ ήταν έξοχος -ο ουρανός πουδραρισμένος με φαρδιές χρυσαφιές κηλίδες
φως σαν λευκό κρασί που έχει πιτσιλίσει τον Δημόσιο Κήπο-, η δεσποινίς Μπριλ χαιρόταν
που είχε αποφασίσει να φορέσει τη γούνα της.
Ο αέρας στεκόταν ασάλευτος αλλά, μόλις άνοιγες το στόμα σου, αισθανόσουν
μια ελάχιστη παγωνιά, σαν την ψύχρα από ένα ποτήρι παγωμένο νερό
προτού ρουφήξεις μια γουλιά, και, κάθε τόσο, ένα φύλλο στριφογύριζε μπροστά, σου – ουρανοκατέβατο.
Η δεσποινίς Μπριλ σήκωσε το χέρι και άγγιξε τη γούνα της.
Τι γλυκό πραγματάκι!
Τι όμορφο να τη νιώθουν πάλι τα δάχτυλα της.
Την είχε βγάλει από το κουτί εκείνο το ίδιο απόγευμα, την είχε τινάξει
για να φύγει το αντισκορικό, την είχε βουρτσίσει γερά
και της είχε ξαναζωντανέψει τα θαμπά της ματάκια.
«Τι έχω πάθει;» έλεγαν μαραζωμένα τα ματάκια.
Α, τι απολαυστικό να τα ξαναβλέπει να την αγριοκοιτάζουν από το πουπουλένιο πάπλωμα!…
Η μύτη όμως, που ήταν καμωμένη από κάτι μαύρο, δεν στεκόταν καλά στη θέση της.
Κάπου πρέπει να χτύπησε, πού να ξέρεις. Δεν χάλασε ο κόσμος!
Λιγάκι μαύρο βουλοκέρι σαν φτάσει η ώρα, όταν θα είναι απολύτως απαραίτητο…
Α, κατεργάρικο! Ναι, ακριβώς έτσι ένιωθε.
Ένα κατεργάρικο που δάγκανε την ουρά του πλάι στ’ αριστερό της αυτί.
Θα μπορούσε να το βγάλει, να το στρώσει στα γόνατα της και να το χαϊδέψει.
Ένιωθε ένα μυρμήγκιασμα σε χέρια και μπράτσα, αλλά μάλλον από το περπάτημα ήταν.
Κι όταν ανάσανε, κάτι ανάλαφρο και θλιμμένο -όχι, όχι ακριβώς θλιμμένο-

κάτι τρυφερό σαν ν’ αναδεύτηκε στο στήθος της.

(Απόσπασμα από το διήγημα «Η ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΜΠΡΙΛ»
Απο το βιβλίο Το ΓΚΑΡΝΤΕΝ ΠΑΡΤΙ της ΚΑΘΡΙΝ ΜΑΝΣΦΙΛΝΤ, σε μετάφραση της Μαρίας Λαϊνά, εκδ. ΣΜΙΛΗ)
 
 
Σε μια γερμανική πανσιόν
 
Μια νεαρή αγγλίδα μένει σε μια πανσιόν της Βαυαρίας και υποχρεώνεται να κάνει παρέα με τους ενοχλητικούς συγκατοίκους της. Αντιδρά στις μικροαστικές προκαταλήψεις τους και ενοχλείται από τις στενόμυαλες αντιλήψεις τους. Παρατηρεί τον κόσμο γύρω της, και παραθέτει μια σειρά εικόνων που κυμαίνονται από το εύθυμο και το ελαφρύ ως το βαθιά τραγικό. Η συλλογή σκαριφημάτων "Σε μια γερμανική πανσιόν" είναι το πρώτο έργο που εξέδωσε η Κάθριν Μάνσφιλντ. Με τα κείμενά της εκφράζει μια αίσθηση αποξένωσης και ενδοσκόπησης. Αποφεύγοντας τις παραδοσιακές μεθόδους διαμόρφωσης της πλοκής, δίνει μια εσωτερική ατμόσφαιρα, και μολονότι όσο ζούσε δεν αναγνωρίστηκε ποτέ ως πραγματικά μεγάλη συγγραφέας, σήμερα θεωρείται μία από τις πρωτοπόρους της σύγχρονης αγγλικής λογοτεχνίας.
https://www.public.gr/



 
 
 
 
 
 
 
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου