'Ελενα Τζαβάρα : Άλικο Βελούδο
Εκδόσεις :ΑΥΡΑ
Έτος Έκδοσης :2019
Είδος: Μυθιστόρημα
Περίληψη
Οκτώβριος 1940. Η Αχαϊκή πρωτεύουσα είναι η πρώτη πόλη που δοκιμάζεται από το μένος των κατακτητών στα χρόνια της κατοχής. Η ιστορία διαδραματίζεται στην Πάτρα, στα ορεινά χωριά των Καλαβρύτων και φθάνει μέχρι τα Αλβανικά σύνορα.
Η Άννα, ο Στάθης, η Χριστίνα, ο Λάμπης, η Έρρικα και πολλοί ακόμη, θα δοκιμαστούν μέσα από τις φλόγες του πολέμου και την ανείπωτη κακουχία. Αγωνίζονται με τόλμη και αυτοθυσία να γλυτώσουν από τα βόλια του εχθρού.
Με οδηγό την αγάπη, τη συμπόνια και την ενότητα, θα συνεχίσουν την πορεία τους στα δύσβατα μονοπάτια της ζωής. Ωστόσο, η δύναμη της αγάπης είναι ικανή να απαλείψει τον πόνο, την απώλεια, την πείνα και τη δυστυχία στα δύσκολα χρόνια της κατοχής;
Θα καταφέρουν όλοι μαζί ενωμένοι ν’ αφήσουν πίσω τις ζοφερές μνήμες του πολέμου και να ξεκινήσουν από την αρχή τη ζωή τους, όπως πραγματικά τους αξίζει;
Ανθρώπινα πάθη, περίεργες καταστάσεις, μία σχέση αγάπης, που μπλέκεται ακόμη και σε φόνο, δημιουργώντας το ασύλληπτο υφάδι μιας ιστορίας στο χρώμα, άλικο βελούδο, αφού η ζωή θριαμβεύει πάντα όταν τη ζεις στο έπακρο με την ψυχή ντυμένη μ’ αυτή την απόχρωση…
Το ταξίδι συνεχίζεται με ρότα τις μεγαλύτερες πόλεις Ιταλίας και Σικελίας, για να ζήσει ο κάθε αναγνώστης μαζί με τους ήρωες συγκινητικές στιγμές, απρόβλεπτα γεγονότα και συναρπαστικές εξελίξεις…
Αποσπάσματα
Η Άννα Λαμπροπούλου και ο δίδυμος αδελφός της έμειναν ορφανοί όσο πήγαιναν ακόμη στο δημοτικό σχολείο. Οι γονείς τους επέστρεφαν από τη Μάνη μετά την κηδεία του μονάκριβου αδελφού του πατέρα τους. Με ξαφνική κακοκαιρία αργά το βράδυ, σε μία απότομη στροφή και με την ολισθηρότητα του δρόμου, ο οδηγός έχασε τον έλεγχο του λεωφορείου. Προσέκρουσε σε μάντρα οικοδομικών υλικών, ανετράπη και αμέσως πήρε φωτιά. Οι περισσότεροι από τους ταξιδιώτες κάηκαν ζωντανοί, ενώ μόνο τρεις από τους δεκατρείς συνταξιδιώτες πρόλαβαν να βγουν σώοι απ’ τα σπασμένα τζάμια του λεωφορείου, ελαφρά τραυματισμένοι.
Τα δύο αδέλφια ύστερα από το τραγικό δυστύχημα τα πήρε η θεία τους, αδελφή της μητέρας τους, μεγαλύτερη στην ηλικία κατά δώδεκα χρόνια. Η Χριστίνα ζούσε μόνη στα Καλάβρυτα και ασχολιόταν με τη μοδιστρική. Συνεννοήθηκε με τη στενή της φίλη και γειτόνισσα Μαρίκα Στεφανοπούλου, και της έδωσε τα κλειδιά να ποτίζει τα λουλούδια και να φροντίζει τα ζώα. Μάζεψε ό,τι θεωρούσε απαραίτητο από τα πράγματά της, και πρώτα απ’ όλα την Singer ραπτομηχανή. Ο άντρας της Μαρίκας τη βοήθησε στο κουβάλημα και τη συνόδευσε μέχρι τον σιδηροδρομικό σταθμό.
Το σπίτι στην Πάτρα παλιό αρχοντικό κληρονομιά απ’ τον πατέρα των παιδιών, καλοδιατηρημένο, βρισκόταν στην ενορία του Αγίου Διονυσίου κοντά στην Αγγλικανική εκκλησία. Ο Μιχάλης με την Άννα καλοδέχτηκαν τη θεία τους και της έδειξαν το δωμάτιό της. Η Χριστίνα τακτοποιήθηκε και σιγά σιγά όλοι μαζί βρήκαν τους κανονικούς τους ρυθμούς. Τα παιδιά συνέχισαν το σχολείο και τις ξένες γλώσσες. Η Άννα μάθαινε Γερμανικά και Ιταλικά που ήταν ανέκαθεν η επιθυμία της μητέρας της, ενώ ο Μιχάλης προτίμησε τα Ιταλικά που του άρεσαν περισσότερο και τα εύρισκε ευκολότερα. Λάτρευε τα ανίψια της και παρακολουθούσε συνεχώς την επιμέλεια και την πρόοδό τους. Θυσίασε την προσωπική της ζωή, έμεινε χωρίς σύντροφο, χωρίς παρέες και αφοσιώθηκε με όλη τη δύναμη της ψυχής της στα δύο ορφανά. Μαγείρευε καθημερινά νοστιμότατες λιχουδιές που ξετρέλαιναν τα παιδιά από την πρώτη κιόλας μπουκιά. Τα δύο αδέλφια την αγαπούσαν πολύ. Δεν στερήθηκαν τίποτε κι ακόμα περισσότερο την τρυφερότητα, το χάδι και την απέραντη αγάπη της φιλόστοργης θείας. Στο σχολείο πρώτοι μαθητές και στις ξένες γλώσσες πήραν το δίπλωμα με άριστα!
✦✦✦✦
Η Χριστίνα, στα Καλάβρυτα, έζησε τον γερμανικό εφιάλτη από κοντά. Παρασκευή μεσημέρι περασμένες τρεις, τέλειωσε από τη φροντίδα του κήπου και το τάισμα των ζώων. Άναψε την γκαζιέρα να ζεστάνει φασολάδα που ήταν μαγειρεμένη πριν από τρεις μέρες. Σέρβιρε στο τσίγκινο πιάτο το φαγητό της κι ήταν έτοιμη να βάλει την πρώτη κουταλιά στο στόμα της. Το δυνατό χτύπημα της εξώπορτας και οι φωνές από τους γερμανούς στρατιώτες την τάραξαν και της έπεσε το κουτάλι στο πάτωμα. Τρομαγμένη σηκώθηκε να τους ανοίξει. Μπήκαν μέσα φουριόζοι τρεις γεροδεμένοι γερμανοί. Ο ένας από τους τρεις, την έσπρωξε κι έστρεψε την κάνη του όπλου προς το μέρος της. Την απειλούσε να τη σκοτώσει αν δεν τους έλεγε πού κρύβονται οι αντάρτες από την οικογένειά της. Η Χριστίνα δεν καταλάβαινε τη γλώσσα τους και αντιδρούσε με κάθε τρόπο… Ο στρατιώτης τη χτυπούσε στο πρόσωπο με δυνατά σκαμπίλια επαναλαμβάνοντας συνεχώς τα ίδια λόγια. Ο άλλος τριγυρνούσε σε όλο το σπίτι σαν μανιασμένος ταύρος κι έψαχνε παντού να βρει τους άντρες, ενώ ο ψηλός με τα γαλόνια έδινε τις εντολές.
Η Άννα το πρωί άκουσε από το ραδιόφωνο για την εισβολή των Γερμανών στα Καλάβρυτα, και για την άνανδρη σφαγή που γινόταν σε όλα τα γύρω χωριά, κι αναστατώθηκε. Ανησύχησε πολύ για τη θεία της. Παράτησε στη μέση τις δουλειές και προετοίμασε τον Λάμπη να μείνει για λίγο με τη γιαγιά και τον παππού. Ευτυχώς το παιδί αγαπούσε πολύ τον Χαράλαμπο και την Ραφαέλα, οπότε δεν αντέδρασε αρνητικά. Ετοίμασε μερικά πράγματα σε μία τσάντα και πέρασε πρώτα από το αστυνομικό τμήμα. Εκείνη τη στιγμή ο Στάθης απουσίαζε εκτός υπηρεσίας. Δεν είχε τον χρόνο να τον περιμένει και πήγε απευθείας στα πεθερικά της. Εξήγησε στην Ραφαέλα με λίγα λόγια τον σκοπό του ταξιδιού της, άφησε το παιδί κι έφυγε άρον άρον, να προλάβει το τραίνο. Έφτασε στο σπίτι της Χριστίνας το μεσημέρι αργά. Τρόμαξε όταν άκουσε τη φασαρία που γινόταν με τις φωνές των Γερμανών ν’ ακούγονται μέχρι έξω. Ανατριχιαστικές οι κραυγές της θείας, που τους εκλιπαρούσε να την αφήσουν ήσυχη. Μπήκε μέσα από την ορθάνοιχτη πόρτα και στάθηκε μπροστά τους με αυτοθυσία. Μίλησε στη γλώσσα τους με ικεσία να σταματήσουν τις απειλές.
«Μην την πειράζετε, σας παρακαλώ. Είναι η θεία μου και ζει μόνη της εδώ. Δεν υπάρχει κανένας άντρας σ’ αυτό το σπίτι. Ούτε έχουμε σχέση εμείς με τους αντάρτες, που επίμονα ζητάτε».
Ο αξιωματικός όταν είδε την όμορφη νεαρή να τους εκλιπαρεί, έδωσε εντολή στους στρατιώτες να σταματήσουν κάθε κίνηση και να αφήσουν ήσυχη τη γυναίκα. Στράφηκε προς το μέρος της Άννας και πλησίασε με αργά βήματα κοντά της.
«Φροιλάιν, λυπάμαι για την άσχημη σκηνή που μόλις είδατε. Ωστόσο από έναν Έλληνα συνεργάτη μας πήραμε την πληροφορία, ότι εδώ ζουν αντάρτες, που σκοτώνουν πολλούς δικούς μας στρατιώτες».
«Όχι, όχι, σας το ορκίζομαι… δεν υπάρχουν αντάρτες. Λάθος σας πληροφόρησαν. Η θεία μου μένει ολομόναχη. Ήρθα από την Πάτρα να την δω και να την πάρω κοντά μου αύριο που θα φύγω».
«Γιαβόλ, γιαβόλ, φροιλάιν!» απάντησε ο πανύψηλος και κομψός αξιωματικός.
Η Άννα αγκάλιασε τη θεία της που έτρεμε από τον φόβο της. Την καθησύχασε κι αμέσως έτρεξε στην κουζίνα να της φέρει λίγο νερό».
«Τι θέλουν από μένα, παιδάκι μου, αυτοί;… Δεν έχω τίποτα να τους δώσω» παραπονέθηκε.
«Μην ανησυχείς… Δεν θέλουν κάτι σημαντικό από σένα. Μη φοβάσαι. Είμαι εγώ τώρα κοντά σου».
Η Άννα προσπάθησε να την καθησυχάσει. Η Χριστίνα συνέχισε να μιλάει, ενώ τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμι στο τσακισμένο της πρόσωπο. Έδειχνε συνέχεια με το δάκτυλο τον παχουλό στρατιώτη…
«Εκείνος, εκείνος, o χοντρός με χαστούκιζε. Κάτι μου ζητούσε επίμονα, μα δεν καταλάβαινα. Του έλεγα ότι δεν ξέρω να μιλώ γερμανικά, αλλά δεν με άκουγε. Εξακολουθούσε να φωνάζει δυνατά, να με χτυπάει και να με απειλεί με το όπλο του, ενώ οι άλλοι τριγύριζαν σε όλα τα δωμάτια. Μέχρι στο υπόγειο πήγε ο ένας από δαύτους, που εκεί κάτω δεν υπάρχει τίποτα, εκτός από σαβούρα».
«Ησύχασε θεία μου, καλή… δεν θα σε πειράξει κανένας πια. Ζητούν τα άτομα που σκότωσαν γερμανούς στρατιώτες».
«Αφού, παιδί μου, εδώ μέσα δεν πάτησε ούτε αρσενικιά γάτα… Τι ζητούν επιτέλους;»
«Σε λάθος σπίτι μπήκαν. Προφανώς πήραν λανθασμένη πληροφόρηση. Μην ανησυχείς. Θα φύγουν».
Η Άννα είπε ευγενικά στους γερμανούς να καθίσουν. Ετοίμασε καφέ και τους κέρασε σπιτικό γλυκό του κουταλιού που βρήκε στο ντουλάπι της κουζίνας.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Η Έλενα Τζαβάρα γεννήθηκε στην Πάτρα και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε μουσική στο ωδείο και φοίτησε σε σχολή γραμματέων. Εργάστηκε στη Γενική Γραμματεία Ισότητας του Υπουργείου Εσωτερικών. Λόγω του αντικειμένου της δουλειάς της, παρακολούθησε πολλά συνέδρια και σεμινάρια πληροφορικής.
Σε νεαρή ηλικία ξεκίνησε να γράφει ποιήματα πεζά και ομοιοκατάληκτα. Το 2013, έτος που συνταξιοδοτήθηκε κι εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ακράτα, η έμπνευσή της την οδήγησε στην ελληνική λογοτεχνία.
Η συγγραφή την αποσπά από τη φθορά της καθημερινότητας, και συνεχίζει να δημιουργεί πάντα με καλή διάθεση, ακούγοντας μουσική. Χόμπι της είναι η ζωγραφική, η ανάγνωση καλών λογοτεχνικών βιβλίων, οι χειροποίητες κατασκευές, τα ταξίδια και η άθληση.
Λατρεύει τα ζώα και καθημερινά ασχολείται με τη φροντίδα της μικρόσωμης σκυλίτσας της. Είναι διαζευγμένη, μητέρα δύο παιδιών. Από τον πρώτο της γιο έχει αποκτήσει δύο μικρές εγγονές. Πρόσφατα απέκτησε και από τον δεύτερο γιο της μία χαριτωμένη εγγονούλα.
Τον Ιούνιο του 2016 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΠΗΓΗ το πρώτο της λογοτεχνικό έργο: «Ανταύγειες μέσα από την ομίχλη». Τον Μάιο του 2018 κυκλοφόρησε από τον ίδιο εκδοτικό οίκο, το δεύτερο έργο της: «Το σεντούκι των κρυμμένων μυστικών» και το τρίτο της έργο «Άλικο Βελούδο», που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΑΥΡΑ.
Επικοινωνία με τη συγγραφέα: elena.tzavara@gmail.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου