Οκτώ το πρωί στάθηκα για λίγο έξω από την Εντατική στη δουλειά. Η συμπαθέστατη ηλικιωμένη έχει μέσα τον σύζυγό της, προφανώς και έχει ξενυχτήσει, το προδίδουν τα μάτια και τα πρησμένα της πόδια. Κλαίει βουβά, είναι μόνη τώρα κι ας είναι γύρω της πολλοί. Άσπρα μαλλιά προσεκτικά πιασμένα κότσο, λίγες για την ηλικία της ρυτίδες και φωνή δυνατή, παρά την ταλαιπωρία. Πιάνει κουβέντα με άλλες συνομήλικες και αρχίζει να αναλύει πάνω από δύο θέματα σε μια πρόταση. Πιάνει μετά το κινητό της, το ένα κινητό, γιατί έχει και δεύτερο! Την κάνω χάζι...Δύο κινητά; Μετά καταλαβαίνω ότι είναι από αυτά τα κινητά: “ το ένα είναι για τη Μαρία και το άλλο για τον Κωστή, που δουλεύει στο Λονδίνο, είναι γιατρός..”. Σταυρώνει τα πόδια της, κοιτάζει έξω από το παράθυρο...Ξημέρωσε για τα καλά...
Δίνει, λοιπόν, τηλεφωνικά σε κάποιον δικό της ιατρικό πλήρες ανακοινωθέν, που θα ζήλευε και ο καλύτερος γιατρός. Μιλά για τον καιρό, για το τι θα φάνε τα παιδιά το μεσημέρι και τι αναστάτωση έφερε ο άντρας της, για τη θεία τη Θοδώρα που ετοιμάζει αρραβωνιάσματα στον μεγάλο της τα Χριστούγεννα, για τον χαραμοφάη γαμπρό, που θα φάει τον ιδρώτα του αδελφού της στην ξενιτιά και πήγαν χαμένα τα χρόνια στη φάμπρικα, για το γλυκό κυδώνι που της πέτυχε χθες και δεν πρόλαβε με την περιπέτεια αυτή να το βάλει στα βάζα…
Μετά πάλι κλαίει, αυτή τη φορά δυνατά και κάνει προσευχές να ζήσει ο καλός της, γιατί, παρά τα στραβά του, τον έχει συνηθίσει και δεν ξέρει πώς είναι να περνάει μέρα χωρίς αυτόν... Και θα έρθει, Άγιε, το καλοκαίρι με την εγγονή για κείνο το χρωστούμενο τάμα...Και να δεις τελικά που ο Άγιος πήρε εκδίκηση γιατί τον κορόιδεψε!
Μιλάει στο τηλέφωνο και πραγματικά την έχω αγαπήσει πολύ, είναι η μάνα μας, η γιαγιά, η θεία και όλη η Ελλάδα μέσα μας: τα καλοκαίρια στο χωριό οι αρχοντικές γυναίκες της υπαίθρου με το δίσκο, το σεμεδάκι και το γλυκό του κουταλιού, που ήξεραν τι πάει να πει σεβασμός, όρια, τσίπα, οικογένεια και στηρίζω στα δύσκολα, με πράξεις, με το στήθος μπροστά και το κεφάλι ψηλά!
Μην υποτιμάμε τα τηλεφωνήματα σε κάποιο διάδρομο Νοσοκομείου, τα δύο κινητά και την αγωνία της γιαγιάς τι θα φάνε το μεσημέρι τα παιδιά. Σήμερα είναι αυτή, αύριο εμείς, πάντα μια θέση μας περιμένει όλους. Ποιος ξέρει πότε και πού και πώς; Δύο πράγματα είναι σίγουρα στη ζωή αυτή, το ένα είναι ο θάνατος, το άλλο αυτό που ούτε το έχουμε φανταστεί.
Καθώς απομακρύνομαι σκέφτομαι ότι έχουμε τρομακτικά προβλήματα, από προσωπικά μέχρι πολέμους, ξεριζωμούς, θέματα δικαιοσύνης, κοινωνικής οργάνωσης...Πώς να χαμογελάσεις; Πώς γίνεται αυτή η γενναία και λεβέντικη πράξη;
Κυρίως με τη σκέψη ότι αυτά που πραγματικά έχουν αξία δεν εξαγοράζονται και ότι η ζωή μας είναι στιγμές, πολλές μαζί διαφορετικές στιγμές, κι ας μοιάζουν ίδιες. Στιγμές που μας αλλάζουν, και δε θα μας αφήσουν τελικά να γίνουμε κάποιοι που δεν είμαστε. Και με την πεποίθηση ότι τα προβλήματα τα δημιουργούν οι άνθρωποι και τα λύνουν πάλι αυτοί!
Μπορεί να φταίει που είμαι ξανθιά ρομαντική. Από τους πουλημένους όμως, τους ‘’πετυχημένους απατεώνες’’ που πατάνε σε πτώματα και αίματα, από τους πληρωμένους αναλυτές, τους ανθρώπους χωρίς Παιδεία, τους ανθρώπους που δε φιλοσοφούν και που δεν έχουν Θεό μέσα τους με την πραγματική του διάσταση, προτιμώ τους καλούς, τους ευαίσθητους ρομαντικούς. Εκείνους που θα έφταναν στην άκρη του κόσμου για τους αγαπημένους τους, που παλεύουν για να είναι γεμάτο το τραπέζι και που προτιμούν να ζουν φτωχικά. Να παλεύουν με δράκους και να μονομαχούν με ανεμόμυλους. Και να αγωνίζονται για τις δικές τους βεβαιότητες: Όπως ένα γράμμα σε κιτρινισμένο φάκελο, γραμμένο από αγαπημένο χέρι και φερμένο από τον ταχυδρόμο.
Μερικές βεβαιότητες καμιά φορά ξεκινούν έξω από μια Εντατική, σε αλλάζουν και σε πάνε χεράκι χεράκι παρακάτω. Ψηλαφίζοτας τα όνειρα και με τη σκέψη πως κάπου εκεί έξω, υπάρχουν πραγματικά ωραίοι άνθρωποι, που σου μαθαίνουν ότι εκείνα που πραγματικά έχουν αξία, δεν μπορείς ούτε να τα αγοράσεις, ούτε να τα εξαγοράσεις! Ζ.Χ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου