Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2019

Νίκος Καζαντζάκης (18 Φεβρουαρίου /2 Μαρτίου 1883 – 26 Οκτωβρίου 1957)


Ο Νίκος Καζαντζάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, πρωτότοκος γιος του εμποροκτηματία Μιχάλη Καζαντζάκη. Είχε δυο αδερφούς και μια αδερφή που πέθανε σε νηπιακή ηλικία. Τα παιδικά και μαθητικά του χρόνια ως το 1902, οπότε τέλειωσε το Γυμνάσιο, τα πέρασε στο Ηράκλειο με ενδιάμεσα σύντομα διαστήματα παραμονής στον Πειραιά (το 1889 - έναρξη της Κρητικής Επανάστασης- για έξι μήνες) και τη Νάξο (1897-1899 - ο Καζαντζάκης φοίτησε στην εκεί Γαλλική Εμπορική Σχολή). Το 1902 έφυγε για την Αθήνα και γράφτηκε στη Νομική Σχολή, από όπου αποφοίτησε το 1906 με άριστα. Το 1906 σημειώθηκαν και οι πρώτες δημοσιεύσεις κειμένων του στο περιοδικό Πινακοθήκη με το ψευδώνυμο Κάρμα Νιρβανή, με το οποίο εξέδωσε και το πρώτο βιβλίο του Όφις και Κρίνο, αφιερωμένο στη Γαλάτεια Αλεξίου. Τον επόμενο χρόνο γράφτηκε στη Μασονική Στοά Αθηνών και έφυγε για σπουδές νομικής στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε και μαθήματα φιλοσοφίας με τον Ανρί Μπεργκσόν. Από το 1907 ως το 1909 έγραψε τα πρώτα θεατρικά του έργα (ανάμεσά τους τα Ξημερώνει [έπαινος στον Παντελίδειο Δραματικό Αγώνα] , Φασγά, Ο Πρωτομάστορας [ βραβείο στο Λασσάνειο Δραματικό Αγώνα]) ,το μυθιστόρημα Σπασμένες ψυχές, καθώς επίσης μελετήματα και δοκίμια, όλα δημοσιευμένα σε περιοδικά της εποχής (Νουμάς, Παναθήναια). Το 1909 εξέδωσε στο Ηράκλειο τη εναίσιμη επί υφηγεσία διατριβή του με τίτλο Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη φιλοσοφία του Δικαίου και της Πολιτείας. Το 1910 εγκαταστάθηκε με τη Γαλάτεια στην Αθήνα την οποία παντρεύτηκε τον επόμενο χρόνο στο Ηράκλειο και πήρε μέρος στην ίδρυση του Εκπαιδευτικού Ομίλου. Ως το 1915 ασχολήθηκε με τη μετάφραση έργων των Μπεργκσόν, Πλάτωνα, Νίτσε, Μπύχνερ, Ντάρβιν και άλλων, στρατεύτηκε εθελοντικά στους βαλκανικούς πολέμους και υπηρέτησε στο γραφείο του Βενιζέλου, έγραψε πέντε αναγνωστικά για το δημοτικό σχολείο με τη Γαλάτεια Αλεξίου ( η οποία και τα υπέγραφε ) και γνώρισε τον Άγγελο Σικελιανό με τον οποίο ταξίδεψαν στο Άγιο Όρος. Το καλοκαίρι του 1907 προσπάθησε χωρίς επιτυχία να αξιοποιήσει ένα λιγνιτωρυχείο στη Μάνη μαζί με το μεταλλωρύχο Γιώργη Ζορμπά και το φθινόπωρο ταξίδεψε στην Ελβετία, όπου είχε ερωτικό δεσμό με την Ελένη Λαμπρίδου. Το 1919 ανέλαβε δράση υπέρ του επαναπατρισμού των ελλήνων του Καυκάσου από τη θέση του γενικού διευθυντή του Υπουργείου Περιθάλψεως και συναντήθηκε με τον Ελευθέριο Βενιζέλο στο Παρίσι. Τα τρία επόμενα χρόνια ταξίδεψε ανά την Ευρώπη και την Ελλάδα. Πήρε μέρος στο Συνέδριο των Αναμορφωτών της Παιδείας στο Βερολίνο και στο Συνέδριο Σεξουαλικής Παιδαγωγικής στη Δρέσδη, μελέτησε έργα του Φρόυντ, γνωρίστηκε με το Λεό Σεστώβ και έγραψε την Ασκητική. Το 1924, επιστρέφοντας στην Ελλάδα ταξίδεψε στην Ιταλία και γνωρίστηκε στην Αθήνα με την Ελένη Σαμίου. Από τον Οκτώβριο του 1925 ως το Φεβρουάριο του 1926 έμεινε στη Ρωσία ως απεσταλμένος της εφημερίδας Ελεύθερος Λόγος. Ακολούθησαν δυο ακόμη ταξίδια του στη Ρωσία, ένα στα τέλη του 1927 μετά από πρόσκληση της Σοβιετικής Κυβέρνησης και ένα από τον Απρίλη του 1928 ως τον Απρίλη του 1929, ενώ με τη δημοσιογραφική του ιδιότητα επισκέφτηκε επίσης την Ιταλία και την Ισπανία (1926, 1932-1933, 1936-1937, 1950), την Αίγυπτο και το Σινά (1927). Το 1926 πήρε διαζύγιο από τη Γαλάτεια και ταξίδεψε με την Ελένη στην Παλαιστίνη και την Κύπρο. Τον ίδιο χρόνο δημοσίευσε στο περιοδικό Αναγέννηση το πρώτο δείγμα από την Οδύσσεια, που ολοκλήρωσε σε πρώτη γραφή το 1927 στην Αίγινα και εξέδωσε μόλις το Δεκέμβρη του 1938, μετά από εφτά συνολικά γραφές. Το 1928 διώχτηκε δικαστικά με αφορμή τη διοργάνωση συγκέντρωσης για τη Σοβιετική Ένωση μαζί με τον ελληνορουμάνο συγγραφέα Παναΐτ Ιστράτι στο αθηναϊκό θέατρο Αλάμπρα και κατά τη διάρκεια του καλοκαιρινού ταξιδιού του στη Ρωσία συνέχισε να ασχολείται με τη συγγραφή. Τον ίδιο χρόνο έγινε γνωστός στη Γαλλία μέσα από ένα άρθρο του Ιστράτι στο περιοδικό Monde . Η σχέση του Καζαντζάκη με τον Ιστράτι διακόπηκε το Δεκέμβρη του ίδιου χρόνου στη Σοβιετική Ένωση. Συνέχισε να ταξιδεύει με την Ελένη στη Γερμανία, την Τσεχοσλοβακία, τη Γαλλία, την Ισπανία, την Ιαπωνία, την Κίνα και την Αγγλία με ενδιάμεσες επιστροφές στην Αίγινα (1943-1944) και την Αθήνα (1945 - ίδρυσε τη Σοσιαλιστική Εργατική Ένωση, υπέβαλε υποψηφιότητα στην Ακαδημία Αθηνών, διετέλεσε υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου στην κυβέρνηση Σοφούλη και παντρεύτηκε την Ελένη) και το 1946 εγκαταστάθηκε στη Γαλλία, αρχικά στο Παρίσι (λογοτεχνικός σύμβουλος στην έδρα της Ουνέσκο) και στη συνέχεια στην Αντίμπ, από όπου ταξίδεψε στην Ευρώπη. Τον ίδιο χρόνο προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας από κοινού με τον Άγγελο Σικελιανό. Στο διάστημα 1928-1944 εξέδωσε μεταξύ άλλων έργων τα Τόντα Ράμπα, Ιστορία της Ρωσικής Λογοτεχνίας, Τερτσίνες, μια μετάφραση της Θείας Κωμωδίας του Δάντη και μια του Φάουστ Α΄ του Γκαίτε, το Βραχόκηπο, την τραγωδία Μέλισσα, καθώς και αναμνήσεις από τα ταξίδια του. Στη Γαλλία έγραψε τις Αδερφοφάδες και τον Καπετάν Μιχάλη και το 1953 ολοκλήρωσε το μυθιστόρημα Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, το οποίο κίνησε τις αντιδράσεις της ελληνικής Εκκλησίας και του Βατικανού. Την ίδια χρονιά νοσηλεύτηκε στο Παρίσι λόγω ανωμαλίας της λέμφου. Το 1954 το μυθιστόρημα Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά τιμήθηκε με το βραβείο του καλύτερου ξενόγλωσσου βιβλίου στη Γαλλία. Το 1955 ταξίδεψε στην Αλσατία και συναντήθηκε με τον Άλμπερτ Σβάιτσερ και στο Λουγκάνο. Εκεί ξεκίνησε να γράφει την Αναφορά στο Γκρέκο, που εκδόθηκε μετά το θάνατό του. Το καλοκαίρι του 1956 το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο του Μάνου Κατράκη παρέστησε με επιτυχία τη θεατρική διασκευή του Ο Χριστός ξανασταυρώνεται και το 1957 προβλήθηκε στις Κάννες το, επίσης βασισμένο στο προηγούμενο έργο, φιλμ του Ζυλ Ντασσέν, Εκείνος που πρέπει να πεθάνει. Ο Καζαντζάκης ήταν παρών στην πρεμιέρα. Το καλοκαίρι ταξίδεψε στην Κίνα και κατά την επιστροφή μέσω Ιαπωνίας εμβολιάστηκε με αποτέλεσμα να προσβληθεί από γάγγραινα. Νοσηλεύτηκε αρχικά στην Κοπεγχάγη και στη συνέχεια στο Φράιμπουργκ, όπου προσβλήθηκε από Ασιατική γρίπη και πέθανε σε ηλικία εβδομήντα τεσσάρων χρόνων. Η σορός του μεταφέρθηκε στο Ηράκλειο και ενταφιάστηκε στην Τάπια Μαρτινέγκο, κοντά στο ενετικό κάστρο της πόλης.

1. Τα στοιχεία αντλήθηκαν από τα λήμματα Πρεβελάκης Παντελής, Νίκος Καζαντζάκης· Συμβολή στη χρονογραφία του βίου του. Αθήνα, 1960, Πρεβελάκης Παντελής, «Καζαντζάκης Νίκος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό4. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985, «Νίκος Καζαντζάκης», Το χρονικό μιας δημιουργίας · Ανέκδοτη αλληλογραφία Καζαντζάκη - Μαρτινού · Επιμέλεια Γιώργος Ανεμογιάννης, σ.115-121. Βάρβαροι Κρήτης, έκδοση μουσείου Νίκου Καζαντζάκη, 1986, Πλάκας Δημήτρης, «Χρονολόγιο Νίκου Καζαντζάκη (1883-1957)», Διαβάζω190, 27/4/1988, σ.26-33, Ζήρας Αλέξης, «Νίκος Καζαντζάκης», Η μεσοπολεμική πεζογραφία· Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939)Δ΄, σ.126-171. Αθήνα, Σοκόλης, 1992, και Πάτροκλος Στάυρου, «Νίκος Καζαντζάκης• 883-1957», Ελίτροχος15, Καλοκαίρι 1998, σ.9-19.


Εργογραφία

(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις) 1


Ι.Πεζογραφία
• Κάρμα Νιρβανή, Όφις και Κρίνο. Αθήνα, 1906.
• Τόντα Ράμπα. Αθήνα, Δίφρος, 1956. (μετάφραση από τα γαλλικά Γιάννη Μαγκλή)
• Le jardin des Rochers. 1939. (και σε μετάφραση Παντελή Πρεβελάκη με τίτλο Ο Βραχόκηπος. Αθήνα, Εστία, 1960.
• Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά. Αθήνα, Δημητράκος, 1946.
• Ο Χριστός ξανασταυρώνεται. Αθήνα, Δίφρος, 1954.
• Οι Αδερφοφάδες. Αθήνα, 1963.
• Ο Καπετάν Μιχάλης. Αθήνα, Μαυρίδης, 1953.
• Ο τελευταίος πειρασμός. Αθήνα, Δίφρος, 1955.
• Ο Φτωχούλης του θεού. Αθήνα, Δίφρος, 1957.
• Αναφορά στο Γκρέκο. Αθήνα, χ.ε., 1961.
ΙΙ.Δοκίμια
• Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη Φιλοσοφία του Δικαίου και της Πολιτείας. Ηράκλειο, Στ.Μ.Αλεξίου, 1909.
• H.Bergson . Αθήνα, τυπ.Μαίσνερ και Καργαδούρη, 1912.
• Salvatores Dei· Ασκητική. Αθήνα, 1927.
• Ιστορία της Ρώσικης λογοτεχνίαςΑ΄. Αθήνα, Ελευθερουδάκης, 1930.
• Ιστορία της Ρώσικης λογοτεχνίαςΒ΄. Αθήνα, Ελευθερουδάκης, 1930.
• Συμπόσιο. Αθήνα, Ελένη Καζαντζάκη, 1971.
ΙΙΙ.Θέατρο
• Πέτρος Ψειλορείτης, Ο Πρωτομάστορας. Αθήνα, έκδοση των Παναθηναίων, 1910.
• Νικηφόρος Φωκάς. Αθήνα, Στοχαστής,1927.
• Χριστός. Αθήνα, Στοχαστής, 1928.
• Οδυσσέας. Αθήνα, Στοχαστής, 1928.
• Νικηφόρος Φωκάς. Αθήνα, Πυρσός, 1939.
• Μέλισσα. Αθήνα, 1939. (ανατύπωση από τη Νέα Εστία)
• Ιουλιανός. Αθήνα, Ο Πιγκουίνος, 1945.
• Ο Καποδίστριας. Αθήνα, Νικ.Αλικιώτης, 1946.
• Σόδομα και Γόμορα. Αθήνα, 1949. (ανάτυπο από τη Νέα Εστιά)
ΙV. Ταξιδιωτική λογοτεχνία
• Τι είδα στη ΡουσίαΑ΄. Αθήνα, Στοχαστής, 1928.
• Τι είδα στη ΡουσίαΒ΄ - Γ΄. Αθήνα, Στοχαστής, 1928.
• ΤαξιδεύονταςΑ΄ · Ισπανία. Αθήνα, Πυρσός, 1956.
• ΤαξιδεύονταςΒ΄ · Ιαπωνία - Κίνα. Αθήνα, Πυρσός, 1938.
• ΤαξιδεύονταςΓ΄ · Αγγλία. Αθήνα, Πυρσός, 1941.
• Ταξιδεύοντας· Ισπανία, Ιταλία, Αίγυπτος, Σινά. Αλεξάνδρεια, εκδ. βιβλιοπωλείου Σεράπειον, 1927.
• Ταξιδεύοντας· Ιταλία, Αίγυπτος, Σινά, Ιερουσαλήμ, Κύπρος. Αθήνα, O Μοριάς, 1961.
V. Ποίηση
• Οδύσσεια. Αθήνα, Πυρσός, 1938.
• Τερτσίνες. Αθήνα, 1960.
VΙ. Αλληλογραφία
• Επιστολές προς τη Γαλάτεια. Αθήνα, Δίφρος, 1958.
• Τετρακόσια γράμματα του Καζαντζάκη στον Πρεβελάκη. Αθήνα, Ελένη Καζαντζάκη, 1984.
• Ανέκδοτες επιστολές Καζαντζάκη · Από τα νεανικά έως τα ώριμά του χρόνια (1902-1956)· Με πρόλογο και σχόλια του Μηνά Δημάκη. Αθήνα, έκδοση του Μουσείου Νίκου Καζαντζάκη, 1979.
• Το χρονικό μιας δημιουργίας · Ανέκδοτη αλληλογραφία Καζαντζάκη - Μαρτινού · Επιμέλεια Γιώργος Ανεμογιάννης. Βάρβαροι Κρήτης, έκδοση μουσείου Νίκου Καζαντζάκη, 1986.
VΙΙ. Παιδική λογοτεχνία
• Μέγας Αλέξανδρος. Αθήνα, Ελένη Καζαντζάκη, 1979.
• Στα παλάτια της Κνωσσού. Αθήνα, Ελένη Καζαντζάκη, 1981.
VIIΙ. Μεταφράσεις
• William James , Η θεωρία της Συγκινήσεως. Αθήνα, Φέξης, 1911.
• Φρειδερίκου Νίτσε, Η γέννησις της τραγωδίας. Αθήνα, Φέξης, 1912.
• Φρειδερίκου Νίτσε, Τάδε έφη Ζαρατούστρας. Αθήνα, Φέξης, 1913.
• T.P. Eckermann, Συνομιλίαι Έκκερμανν με τον Γκαίτε. Αθήνα, Φέξης, 1913.
• C.A. Laisant, Η Αγωγή επί τη βάσει της επιστήμης. Αθήνα, Φέξης, 1913.
• Μ.Μαίτερλιγκ, Ο θησαυρός των ταπεινών. Αθήνα, Φέξης, 1913.
• Ch. Darwin, Περί της γενέσεως των ειδών. Αθήνα, Φέξης, 1915.
• Louis Bόchner , Δύναμις και Ύλη. Αθήνα, Φέξης, 1915
• H. Bergson, Το γέλιο. Αθήνα, Φέξης, 1915.
• Ο Ηγεμόνας του Νικολό Μακιαβέλλι. Αθήνα, Γαλαξίας, 1961.
• Johanes Joergensen, Ο Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης. Αθήνα, 1951.
• Πλάτων, Αλκιβιάδης δεύτερος. Αθήνα, Φέξης, 1912.
• Πλάτων, Ίων, Μίνως, Δημόδοκος, Σίσυφος, Κλειτοφών. Αθήνα, Φέξης, χ.χ.
• Όμηρος, Ιλιάδα. Αθήνα, 1955 (μετάφραση Ν.Καζαντζάκη - Ι.Θ.Κακριδή).
• Όμηρος, Οδύσσεια. Αθήνα, 1965 (μετάφραση Ν.Καζαντζάκη - Ι.Θ.Κακριδή).
• Δάντης, Η θεία Κωμωδία. Αθήνα, Κύκλος, 1934.
ΙΧ. Διασκευές
• Ιούλίος Βερν, Οι πειραταί του Αιγαίου. Αθήνα,Δημητράκος, 1931.
• Ιούλιος Βερν, Περιπέτειες Κινέζου στην Κίνα. Αθήνα, Δημητράκος, 1931.
• Ιούλιος Βερν, Η χώρα των αδαμάντων. Αθήνα, Δημητράκος, 1931.
• Ιούλιος Βερν, Ο γύρος του κόσμου εις 80 μέρες. Αθήνα, Δημητράκος, 1931.
• Ιούλιος Βερν, Η πλωτή πολιτεία. Αθήνα, Δημητράκος, 1942.
• Ιούλιος Βερν, Από τον Καύκασο στο Πεκίνο. Αθήνα, Δημητράκος, 1942.
• Ιούλιος Βερν, Μιχαήλ Στρογκώφ. Αθήνα, Δημητράκος, 1942.
• Ιούλιος Βερν, Ροβήρος ο κατακτητής. Αθήνα, Δημητράκος, 1943.
• Μπούλβερ - Λύττων, Οι τελευταίες ημέρες της Πομπηίας. Αθήνα, Ελευθερουδάκης, 1933.
• Μαίην Ρυντ, Οι νέοι Ροβινσώνες. Αθήνα, Νίκας και Σία, χ.χ.
• Μπήτσερ Στόου, Το καλύβι του Μπαρμπα Θωμά. Αθήνα, Ελευθερουδάκης, 193;
• Μπόνσελς, Μάγια η Μέλισσα. Αθήνα, Ελευθερουδάκης, 1931.
• Ντίκενς, Όλιβερ Τουίστ. Αθήνα, Ελευθερουδάκης [1933].
• Ντωντέ, Το μικρούλικο. Αθήνα, Ελευθερουδάκης, 193;
• Σουίφτ, Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ. Αθήνα, Ελευθερουδάκης, 193;
• Γκοπάλ - Μουκέρι, Ο ελέφας Καρί. Αθήνα, Ελευθερουδάκης, [1931].
Χ. Συγκεντρωτικές εκδόσεις
• Θέατρο· Τραγωδίες με βυζαντινά θέματα. Αθήνα, Δίφρος, 1956.
• Θέατρο· Τραγωδίες με διάφορα θέματα. Αθήνα, Δίφρος, 1956.
• Ανέκδοτες επιστολές· Ο Νίκος Καζαντζάκης γράφει… Επιμέλεια – Εισαγωγή – Σχόλια Θανάσης Παπαθανασόπουλος. Βάρβαροι Ηρακλείου, έκδοση ιδρύματος Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη, χ.χ.
1. Για εκτενέστερα βιβλιογραφικά στοιχεία βλ. Κατσίμπαλης Κ.Γ., Βιβλιογραφία Ν.ΚαζαντζάκηΑ’ 1906-1948. Αθήνα, 1958 και Καλαμαράς Βασίλης Κ., « Νίκου Καζαντζάκη», Διαβάζω190, 27/4/1988, σ.99-105.




 30 από τις γνωστότερες φράσεις-αποφθέγματα του Νίκου Καζαντζάκη:

«Ξέρω τώρα. Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, λυτρώθηκα από το νου κι από την καρδιά, ανέβηκα πιο πάνω, είμαι λέφτερος. Αυτό θέλω. Δε θέλω τίποτα άλλο» 

«Μια αστραπή η ζωή μας... μα προλαβαίνουμε»

«Ό,τι δεν συνέβη ποτέ, είναι ό,τι δεν ποθήσαμε αρκετά»

«Να πεθαίνεις κάθε μέρα. Να γεννιέσαι κάθε μέρα. Ν' αρνιέσαι ό,τι έχεις κάθε μέρα»

«Ε κακομοίρη άνθρωπε, μπορείς να μετακινήσεις βουνά, να κάμεις θάματα, κι εσύ να βουλιάζεις στην κοπριά, στην τεμπελιά και στην απιστία! Θεό έχεις μέσα σου, Θεό κουβαλάς και δεν το ξέρεις – το μαθαίνεις μονάχα την ώρα που πεθαίνεις, μα 'ναι πολύ αργά»

«Ο σωστός δρόμος είναι ο ανήφορος»

«Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο· καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο· το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή»

«Αγάπα τον άνθρωπο γιατί είσαι εσύ…»

«Ολάνθιστος γκρεμός της γυναικός το σώμα»

«Σωτηρία θα πει να λυτρωθείς απ’ όλους τους σωτήρες· αυτή ‘ναι η ανώτατη λευτεριά, η πιο αψηλή, όπου με δυσκολία αναπνέει ο άνθρωπος. Αντέχεις;»

«Τα τετραθέμελα του κόσμου τούτου: ψωμί, κρασί, φωτιά, γυναίκα»

«Η Ελλάδα επιζεί ακόμα, επιζεί νομίζω μέσα από διαδοχικά θαύματα»

«Η Κρήτη δεν θέλει νοικοκυραίους, θέλει κουζουλούς. Αυτοί οι κουζουλοί την κάνουν αθάνατη»

«Μην καταδέχεσαι να ρωτάς: "Θα νικήσουμε; Θα νικηθούμε;". Πολέμα!»

«Νίκησα; Νικήθηκα; Τούτο μόνο ξέρω: Είμαι γεμάτος πληγές και στέκομαι όρθιος»

«Αν μπορείς, κοίταξε τον φόβο κατάματα και ο φόβος θα φοβηθεί και θα φύγει»

«Όσο υπάρχουν παιδιά που πεινούν, Θεός δεν υπάρχει»

«Η ευτυχία είναι πράγμα απλό και λιτοδίαιτο -ένα ποτήρι κρασί, ένα κάστανο, ένα φτωχικό μαγκαλάκι, η βουή της θάλασσας. Τίποτα άλλο»

«Κάθε Έλληνας που δεν παίρνει, ας είναι και μια φορά στη ζωή του, μια γενναία απόφαση, προδίνει τη ράτσα του»

«Η αιωνιότητα είναι ποιότητα, δεν είναι ποσότητα, αυτό είναι το μεγάλο, πολύ απλό μυστικό»

«Σα δεν φτάσει ο άνθρωπος στην άκρη του γκρεμού, δεν βγάζει στην πλάτη του φτερούγες να πετάξει»

«Θεός δεν είναι; Ό,τι του καπνίσει κάνει. Αν δεν μπορούσε να κάμει αδικίες, τι παντοδύναμος θα ’ταν;»

«Ο,τι επιθυμείς να το φωνάζεις δυνατά, αγρίμι να γίνεσαι. Δεν ταιριάζει η μετριότητα με τη λαχτάρα»

«Η ζωή όλη είναι μια φασαρία. Μόνο ο θάνατος δεν είναι. Η ζωή είναι όταν λύνεις το ζωνάρι σου και ζητάς φασαρίες»

«Φτάσε όπου δεν μπορείς!»

«Δεν υπάρχει βαρύτερη τιμωρία από τούτη: Να απαντάς στην κακία με καλοσύνη»

«Το μεγαλύτερο ταξίδι μας το κάνουμε με την ψυχή μας»

«Αξιοπρέπεια δεν είναι στο να κατέχω τιμές, αλλά στο να τις αξίζω»

«Ποιο είναι πάνω από τα λόγια; Η πράξη. Ποιο είναι πάνω από την πράξη; Η σιωπή»

«Μπόρα είναι μαθές η ζωή, θα περάσει»



ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ 


i.Ο Βραχόκηπος

Από τους τρεις δρόμους, ω ψυχή μου, που αρμενίζεις ανάμεσα στις Σειρήνες, από τους τρεις δρόμους, ω ψυχή μου:
να παραδοθείς ολόβολη στις χαρές της γης και να σαπίσεις·
ν’ απαρνηθείς κάθε χαρά και να πεθάνεις μέσα σε μύρο αγιότητας·
ο τρίτος δρόμος, ο δρόμος του Οδυσσέα, του αχόρταστου και πανούργου, παραμένει ακόμα ο καλύτερος! http://www.snhell.gr/

ii.Αναφορά στον Γκρέκο

Tι ευτυχία να μπορούσε ο Έλληνας να σεριανίζει στην Ελλάδα χωρίς ν’ ακούει φωνές, θυμωμένες, αυστηρές, από τα χώματα! Για έναν Έλληνα όμως το ταξίδι στην Ελλάδα καταντάει γοητευτικό κι εξαντλητικό μαρτύριο. Στέκεσαι σε μια πατημασιά ελληνικής γης και σε κυριεύει αγωνία: Μνήμα βαθύ, πατωσιές πατωσιές οι νεκροί, κι ανεβαίνουν παράταιρες φωνές και σε κράζουν, γιατί ό, τι μένει από το νεκρό, αθάνατο, είναι η φωνή του. Ποια απ’ όλες τις φωνές να διαλέξεις; Κάθε φωνή και ψυχή, κάθε ψυχή λαχταρίζει ένα σώμα δικό της, κι η καρδιά σου ακούει, ταράζεται και διστάζει να πάρει απόφαση, γιατί συχνά οι πιο αγαπημένες ψυχές δεν είναι πάντα κι οι πιο άξιες.
Όταν ένας Έλληνας ταξιδεύει στην Ελλάδα, το ταξίδι του μοιραία μετατρέπεται σ’ επίπονη αναζήτηση του χρέους. Πώς να γίνουμε κι εμείς άξιοι των προγόνων, πώς να τη συνεχίσουμε, χωρίς να την ντροπιάσουμε, την παράδοση της ράτσας μας; Μια αυστηρή ασίγαστη ευθύνη βαραίνει τους ώμους σου, βαραίνει τους ώμους όλων των ζωντανών Ελλήνων. Ακαταμάχητη μαγική δύναμη έχει το όνομα. Όποιος γεννήθηκε στην Ελλάδα έχει το χρέος να συνεχίσει τον αιώνιο ελληνικό θρύλο.
Ένα ελληνικό τοπίο δε δίνει σ’ εμάς τους Έλληνες μιαν αφιλόκερδη ανατριχίλα ωραιότητας. Έχει ένα όνομα το τοπίο – το λένε Μαραθώνα, Σαλαμίνα, Ολυμπία, Θερμοπύλες, Μυστρά – συνδέεται με μιαν ανάμνηση, εδώ ντροπιαστήκαμε, εκεί δοξαστήκαμε, και μονομιάς το τοπίο μετουσιώνεται σε πολυδάκρυτη, πολυπλάνητη ιστορία. Κι όλη η ψυχή του Έλληνα προσκυνητή αναστατώνεται. Το κάθε ελληνικό τοπίο είναι τόσο ποτισμένο από ευτυχίες και δυστυχίες με παγκόσμιο αντίχτυπο, τόσο γεμάτο ανθρώπινο αγώνα, που υψώνεται σε μάθημα αυστηρό και δεν μπορείς να του ξεφύγεις. Γίνεται κραυγή, και χρέος έχεις να την ακούσεις.
Αληθινά τραγική είναι η θέση της Ελλάδας. Βαριά πολύ η ευθύνη του σημερινού Έλληνα. Απιθώνει στους ώμους μας επικίνδυνο, δυσκολοεκτέλεστο χρέος. Καινούριες δυνάμεις ανεβαίνουν από την Ανατολή, καινούριες από τη Δύση, κι η Ελλάδα, ανάμεσα πάντα στις δυο συγκρουόμενες ορμές, γίνεται πάλι στρόβιλος.

Η Δύση, ακολουθώντας την παράδοση της λογικής και της έρευνας, ορμάει να καταχτήσει τον κόσμο, κι η Ελλάδα, ανάμεσά τους, γεωγραφικό και ψυχικό σταυροδρόμι του κόσμου, χρέος έχει πάλι να φιλιώσει τις δυο τούτες τεράστιες ορμές, βρίσκοντας τη σύνθεση. Θα μπορέσει;
Ιερή, πικρότατη μοίρα. Το τέλος της περιοδείας μου στην Ελλάδα γέμισε τραγικά αναπάντητα ρωτήματα. Από την ομορφιά φτάσαμε στις σύγχρονες αγωνίες και στο σημερινό χρέος της Ελλάδας. Ένας ζωντανός άνθρωπος σήμερα που νοεί κι αγαπάει κι αγωνίζεται δεν μπορεί να σεριανίζει πια και να χαίρεται αμέριμνα την ωραιότητα. Σήμερα η αγωνία μεταδίδεται σαν πυρκαγιά, και καμιά πυρασφαλιστική εταιρεία δεν μπορεί να σε ασφαλίσει. Αγωνίζεσαι και καίγεσαι μαζί με όλη την ανθρωπότητα. Κι απάνω απ’ όλους αγωνίζεται και καίγεται η Ελλάδα, αυτή είναι η μοίρα της.
Έκλεισε ο κύκλος. Γέμισαν τα μάτια μου Ελλάδα. Ωρίμασε, μου φαίνεται, μέσα στους τρεις μήνες αυτούς ο νους. Ποια είναι τα πιο πολύτιμα λάφυρα της πνευματικής μου ετούτης εκστρατείας; Τούτα θαρρώ: Είδα καθαρότερα την ιστορική αποστολή της Ελλάδας ανάμεσα Ανατολής και Δύσης. Είδα πως ο ανώτατος άθλος της είναι όχι η ομορφιά παρά ο αγώνας για την ελευθερία. Ένιωσα βαθύτερα την τραγική μοίρα της Ελλάδας και πόσο βαρύ το χρέος του Έλληνα. Θαρρώ, ευτύς μετά το προσκύνημά μου στην Ελλάδα, ήμουν ώριμος να μπω στην αντρική ηλικία. Και δεν ήταν η Ομορφιά που πήγαινε μπροστά και μ’ έμπαζε στον αντρωνίτη. Ήταν η Ευθύνη.
Τον πικρό αυτό καρπό κρατούσα όταν γύρισα, ύστερα από την τρίμηνη πορεία, και μπήκα στο πατρικό σπίτι.

ii.Ασκητική

Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο· καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο· το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή.

Ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η επιστροφή· ταυτόχρονα το ξεκίνημα κι ο γυρισμός· κάθε στιγμή πεθαίνουμε. Γι’ αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της ζωής είναι ο θάνατος.

Μα κι ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η προσπάθεια να δημιουργήσουμε, να συνθέσουμε, να κάμουμε την ύλη ζωή· κάθε στιγμή γεννιούμαστε. Γι’ αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της εφήμερης ζωής είναι η αθανασία.

Στα πρόσκαιρα ζωντανά σώματα τα δυο τούτα ρέματα παλεύουν: α) ο ανήφορος, προς τη σύνθεση, προς τη ζωή, προς την αθανασία·
β) ο κατήφορος, προς την αποσύνθεση, προς την ύλη, προς το θάνατο.

Και τα δυο ρέματα πηγάζουν από τα έγκατα της αρχέγονης ουσίας. Στην αρχή η ζωή ξαφνιάζει· σαν παράνομη φαίνεται, σαν παρά φύση, σαν εφήμερη αντίδραση στις σκοτεινές αιώνιες πηγές· μα βαθύτερα νιώθουμε: η Ζωή είναι κι αυτή άναρχη, ακατάλυτη φόρα του Σύμπαντου.

Αλλιώς, πούθε η περανθρώπινη δύναμη που μας σφεντονίζει από το αγέννητο στο γεννητό και μας γκαρδιώνει· φυτά, ζώα, ανθρώπους· στον αγώνα; Και τα δυο αντίδρομα ρέματα είναι άγια.

Χρέος μας λοιπόν να συλλάβουμε τ’ όραμα που χωράει κι εναρμονίζει τις δυο τεράστιες τούτες άναρχες, ακατάλυτες Ορμές· και με τ’ όραμα τούτο να ρυθμίσουμε το στοχασμό μας και την πράξη.
[...]

Η ΣΙΓΗ

Μια Φλόγα είναι η ψυχή του ανθρώπου· ένα πύρινο πουλί, πηδάει από κλαρί σε κλαρί, από κεφάλι σε κεφάλι, και φωνάζει: «Δεν μπορώ να σταθώ, δεν μπορώ να καώ, κανένας δεν μπορεί να με σβήσει!»

Δέντρο φωτιά γίνεται ολομεμιάς το Σύμπαντο. Ανάμεσα από τους καπνούς κι από τις φλόγες, αναπαμένος στην κορυφή της πυρκαγιάς, κρατώ αμόλευτο, δροσερό, γαλήνιο, τον καρπό της φωτιάς, το Φως.

Από την αψηλή τούτη κορυφή κοιτάζω την κόκκινη γραμμή που ανηφορίζει· τρεμάμενο αίματερό φωσφόρισμα, που σούρνεται σαν έντομο ερωτεμένο μέσα από τους αποβροχάρικους γύρους του μυαλού μου.

Εγώ, ράτσα, άνθρωποι, γης, θεωρία και πράξη, Θεός, φαντάσματα από χώμα και μυαλό, καλά για τις απλοϊκές καρδιές που φοβούνται, καλά για τις ανεμογγάστρωτες ψυχές που θαρρούν πως γεννούνε.

Από πού ερχόμαστε; Πού πηγαίνουμε; Τί νόημα έχει τούτη η ζωή; φωνάζουν οι καρδιές, ρωτούν οι κεφαλές, χτυπώντας το χάος.

Και μια φωτιά μέσα μου κίνησε ν’ απαντήσει. Θα ’ρθει μια μέρα, σίγουρα, η φωτιά να καθαρίσει τη γης. Θα ’ρθει μια μέρα, σίγουρα, η φωτιά να εξαφανίσει τη γης. Αυτή είναι η Δευτέρα Παρουσία.

Μια γλώσσα πύρινη είναι η ψυχή κι αγλείφει και μάχεται να πυρπολήσει τον κατασκότεινο όγκο του κόσμου. Μια μέρα όλο το Σύμπαντο θα γίνει πυρκαγιά.

Η φωτιά είναι η πρώτη κι η στερνή προσωπίδα του Θεού μου. Ανάμεσα σε δυο μεγάλες πυρές χορεύουμε και κλαίμε.

Λαμποκοπούν, αντηλαρίζουν οι στοχασμοι και τα κορμιά μας. Γαλήνιος στέκουμαι ανάμεσα στις δυο πυρές κι είναι τα φρένα μου ακίνητα μέσα στον ίλιγγο και λέω:

Πολύ μικρός είναι ο καιρός, πολύ στενός είναι ο τόπος ανάμεσα στις δυο πυρές, πολύ οκνός είναι ο ρυθμός ετούτος της ζωής· δεν έχω καιρό, δεν έχω τόπο να χορέψω! Βιάζουμαι!

Κι ολομεμιάς ο ρυθμός της γης γίνεται ίλιγγος, ο χρόνος εξαφανίζεται, η στιγμή στροβιλίζεται, γίνεται αιωνιότητα, το κάθε σημείο — θες έντομο, θες άστρο, θες Ιδέα· γίνεται χορός.

Ήταν φυλακή, κι η φυλακή συντρίβεται κι οι φοβερές δυνάμες μέσα λευτερώνουνται και το σημείο δεν υπάρχει πια!

Ο ανώτατος αυτός βαθμός της άσκησης λέγεται: Σιγή. Όχι γιατί το περιεχόμενο είναι η ακρότατη άφραστη απελπισία για η ακρότατη άφραστη χαρά κι ελπίδα. Μήτε γιατί είναι η ακρότατη γνώση, που δεν καταδέχεται να μιλήσει, για η ακρότατη άγνοια, που δεν μπορεί.

Σιγή θα πει: Καθένας, αφού τελέψει τη θητεία του σε όλους τους άθλους, φτάνει πια στην ανώτατη κορφή της προσπάθειας· πέρα από κάθε άθλο, δεν αγωνίζεται, δε φωνάζει· ωριμάζει αλάκερος σιωπηλά, ακατάλυτα, αιώνια με το Σύμπαντο.

Αρμοδέθηκε πια, σοφίλιασε με την άβυσσο, όπως ο σπόρος του αντρός με το σπλάχνο της γυναίκας.

Είναι πια η άβυσσο η γυναίκα του και τη δουλεύει, ανοίγει, τρώει τα σωθικά της, μετουσιώνει το αίμα της, γελάει, κλαίει, ανεβαίνει, κατεβαίνει μαζί της, δεν την αφήνει!

Πώς μπορείς να φτάσεις στο σπλάχνο της άβυσσος και να την καρπίσεις; Αυτό δεν μπορεί να ειπωθεί, δεν μπορεί να στριμωχτεί σε λόγια, να υποταχτεί σε νόμους· καθένας έχει και τη λύτρωση τη δική του, απόλυτα ελεύτερος.

Διδασκαλία δεν υπάρχει, δεν υπάρχει Λυτρωτής που ν’ ανοίξει δρόμο. Δρόμος ν’ ανοιχτεί δεν υπάρχει.

Καθένας, ανεβαίνοντας απάνω από τη δική του κεφαλή, ξεφεύγει από το μικρό, όλο απορίες μυαλό του.

Μέσα στη βαθιά Σιγή, όρθιος, άφοβος, πονώντας και παίζοντας, ανεβαίνοντας ακατάπαυτα από κορυφή σε κορυφή, ξέροντας πως το ύψος δεν έχει τελειωμό, τραγουδά, κρεμάμενος στην άβυσσο, το μαγικό τούτο περήφανο ξόρκι:

ΠΙΣΤΕΥΩ Σ’ ΕΝΑ ΘΕΟ, ΑΚΡΙΤΑ, ΔΙΓΕΝΗ, ΣΤΡΑΤΕΥΟΜΕΝΟ, ΠΑΣΧΟΝΤΑ, ΜΕΓΑΛΟΔΥΝΑΜΟ, ΟΧΙ ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΟ, ΠΟΛΕΜΙΣΤΗ ΣΤ’ ΑΚΡΟΤΑΤΑ ΣΥΝΟΡΑ, ΣΤΡΑΤΗΓΟ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ ΣΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΦΩΤΕΙΝΕΣ ΔΥΝΑΜΕΣ, ΤΙΣ ΟΡΑΤΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΟΡΑΤΕΣ.

ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤ’ ΑΝΑΡΙΘΜΗΤΑ, ΕΦΗΜΕΡΑ ΠΡΟΣΩΠΕΙΑ ΠΟΥ ΠΗΡΕ Ο ΘΕΟΣ ΣΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ ΚΑΙ ΞΕΚΡΙΝΩ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΑΥΤΗ ΡΟΗ ΤΟΥ ΤΗΝ ΑΚΑΤΑΛΥΤΗ ΕΝΟΤΗΤΑ.

ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤΟΝ ΑΓΡΥΠΝΟ ΒΑΡΥΝ ΑΓΩΝΑ ΤΟΥ, ΠΟΥ ΔΑΜΑΖΕΙ ΚΑΙ ΚΑΡΠΙΖΕΙ ΤΗΝ ΥΛΗ· ΤΗ ΖΩΟΔΟΧΑ ΠΗΓΗ ΦΥΤΩΝ, ΖΩΩΝ ΚΙ ΑΝΘΡΩΠΩΝ.

ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ, ΤΟ ΧΩΜΑΤΕΝΙΟ ΑΛΩΝΙ, ΟΠΟΥ ΜΕΡΑ ΚΑΙ ΝΥΧΤΑ ΠΑΛΕΥΕΙ Ο ΑΚΡΙΤΑΣ ΜΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ.

«ΒΟΗΘΕΙΑ!» ΚΡΑΖΕΙΣ, ΚΥΡΙΕ. «ΒΟΗΘΕΙΑ!» ΚΡΑΖΕΙΣ, ΚΥΡΙΕ, ΚΙ ΑΚΟΥΩ.

ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΟΙ ΠΡΟΓΟΝΟΙ ΚΙ ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΚΙ ΟΙ ΡΑΤΣΕΣ ΟΛΕΣ, ΚΙ ΟΛΗ Η ΓΗΣ, ΑΚΟΥΜΕ ΜΕ ΤΡΟΜΟ, ΜΕ ΧΑΡΑ, ΤΗΝ ΚΡΑΥΓΗ ΣΟΥ.

ΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΣΟΙ ΑΚΟΥΝ ΚΑΙ ΧΥΝΟΥΝΤΑΙ ΝΑ ΣΕ ΛΥΤΡΩΣΟΥΝ, ΚΥΡΙΕ, ΚΑΙ ΛΕΝ: «ΕΓΩ ΚΑΙ ΣΥ ΜΟΝΑΧΑ ΥΠΑΡΧΟΥΜΕ.»

ΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΣΟΙ ΣΕ ΛΥΤΡΩΣΑΝ, ΣΜΙΓΟΥΝ ΜΑΖΙ ΣΟΥ, ΚΥΡΙΕ, ΚΑΙ ΛΕΝ: «ΕΓΩ ΚΑΙ ΣΥ ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΝΑ.»

ΚΑΙ ΤΡΙΣΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΣΟΙ ΚΡΑΤΟΥΝ, ΚΑΙ ΔΕ ΛΥΓΟΥΝ, ΑΠΑΝΩ ΣΤΟΥΣ ΩΜΟΥΣ ΤΟΥΣ, ΤΟ ΜΕΓΑ, ΕΞΑΙΣΙΟ, ΑΠΟΤΡΟΠΑΙΟ ΜΥΣΤΙΚΟ:

ΚΑΙ ΤΟ ΕΝΑ ΤΟΥΤΟ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ!
ΤΕΛΟΣ

[πηγή: Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική. Salvatores Dei, χ.ε.ο., Αθήνα 1962, σ. 9-10 & 91-95]


iv.Σπασμένες ψυχές

[...]
Και τότε ανοίγει σιγά σιγά τα μάτια της η Χρυσούλα και το βλέπει. Θε μου! είναι ο Θάνατος, είναι ο Θάνατος!

Το χέρι της το διάφανο τρομαγμένο αποτραβήχτηκε και κρύφτηκε κάτω από το πάπλωμα. Ήθελε κάτι να πει, ανοιγόκλεισε τα χείλια της, μα δεν μπόρεσε. Ο λαιμός της πλάνταξε.

— Αγάπη μου... σώπα, σώπα... Θα γενείς καλά και θα φύγομε ευτύς να γυρίσομε στην Πατρίδα. Αγάπη μου...

Στην Πατρίδα! Ο ήλιος ο ελληνικός χίμησε απάνω από τα μαλλιά της κι από τα μάτια της και στάθηκε απάνου στο μαραζάρικο κρεβάτι ολόχρυσος και κατακόκκινος, και τα σπιτάκια τα λευκά κρεμαστήκανε στις άκρες των ροδογάλαζων βουνών, συμμαζεμένα γύρω από το βυζαντινό τρούλο και το μικρό καμπαναριό. Ήτανε βράδυ. Ένα παιδί μελαχρινό πρόβαλε από το στενό δρομαλάκι και το τραγούδι του πήγαινε μπροστά κι άνοιγε τη στράτα και δυο βόδια μελισσά πηγαίνανε από πίσω αργοκουνώντας τα μεγάλα στρουφιχτά τους κέρατα. Και πέρα μακριά η θάλασσα λιγωμένη χρυσογυάλιζε. Κι απάνω της δυο τρεις βαρκούλες με κάτασπρα πανιά — όχι, όχι βαρκούλες, γλάροι καμπανίζαν τα φτερά τους στο βραδινόν αέρα.

— Στην Πατρίδα!

Η φωνή της αναπετάρισε από μια λαχτάρα θανάσιμη. Κλείσανε πάλι τα μάτια της από το βάρος του λογισμού.

— Ποτέ πια... ποτέ πια...

Τα χείλια της σαλεύανε και δεν μπορούσανε να πουν τη σκέψη που της σπάραζε το κορμί.

— Τι έχεις, αγάπη μου; τι συλλογάσαι;

— Τίποτα, τίποτα...

Κι αναστέναξε. Έσκυψε ο Ορέστης και της χάδεψε τα μαλλιά κι έπειτα της πήρες και της έσφιγγε το χέρι απαλά, απαλά, λες και φοβότανε μην το σπάσει. Λες κι ήθελε να το ζεστάνει, να το ζωντανέψει, να μην το αφήσει να του φύγει.

Κι έσκυψε και το φιλούσε και το φιλούσε κι έκλαιε.

— Ορέστη, σώπα. Θα με κάμεις και μένα να κλάψω. Και δεν μπορώ — πονώ! Μίλιε μου, πες μου τίποτα. Να, στάσου. Διάβασέ μου τίποτα. Σιγά σιγά θ’ αποκοιμηθώ και θα ησυχάσω.

Άπλωσε το χέρι της στο τραπεζάκι, όπου κλειστό βρισκότανε ένα βιβλίο. Το μπράτσο κοκκαλιάρικο κι όλο γωνίες έτριξε κι οι φλέβες φανήκανε χοντρές γαλαζόμαυρες απάνω στην αρρωστιάρική ασπράδα της σάρκας. Κατέβασε βιαστική τις πλατιές ταντέλες τω μανικιώνε της, για να μη δει ο Αγαπημένος πώς την κατάντησε η αρρώστια. Κι αναστέναξε.

Ο Ορέστης έτρεξε και πήρε το βιβλίο.

— Όμηρο θέλω να μου διαβάσεις, Όμηρο.

Και πρόστεσε σιγότερα:

— Έτσι πιο ήσυχα και πιο υπομονετικά...

Ήθελε να πει «θα πεθάνω», μα δεν μπόρεσε.

Ανασηκώθηκε και θέλησε να καθίσει απάνω στο κρεβάτι.

Ο Ορέστης έτρεξε και τη βοήθησε και την τύλιξε με προσκέφαλα και την έβαλε έτσι και κάθισε αναπαυτικά — τόσο αναπαυτικά, που χαμογέλασε η Χρυσούλα. Και το κεφαλάκι της έπεσε κλιτό απάνω στα στήθια — έτσι κλιτά πέφτουνε και τα λουλούδια, όταν δεν μπορεί πια να τα σηκώσει το λίκι τους, γιατί έσπασε. Άνοιξε τα χέρια της για να πάρει την αναπνοή της πιο εύκολα και τα σωθικά της πάλι σκιστήκανε, σα μεταξωτό.

— Ποιο γράμμα θες να σου διαβάσω, Χρυσούλα;

— Το τελευταίο, το τελευταίο. Το Ω. Άλλο για μένα δεν ταιριάζει.

Έσφιξε τα δόντια της και τα χείλια για να μην ξεσπάσει σε κλάμα. Έριξε τώρα το κεφάλι της στα προσκεφάλια αναγερτό κι άκουγε. Ο λαιμός της φάνηκε λιγνός, παραδομένος αναγερτά στη Μοίρα. Σωπάσανε κάμποση ώρα. Κι ως να σωπάσουνε, η ηρεμία όρμησε πάλι από τις σκοταδερές γωνιές σαν την αράχνη κι άρχισε να πλέκει και να επιδιορθώνει πάλι το δίχτυ της το πυκνό, που το σκίσανε αποδώ κι αποκεί τα λόγια της ζωής και της δυστυχίας της ζωής.

Κι άρχισε σε λίγο η ανάγνωση του Ομήρου.

Το δίχτυ της ηρεμίας ξαπλώνει τώρα, δένει, πυκνώνεται.

Δεν τον πλέκει πια η Ηρεμία. Η Ηρεμία νικήθηκε και στάθηκε παράμερα κι ήρθεν Εκείνος κι αποτελείωσε το έργο. Η Ηρεμία είναι κατιτί θεϊκό· ο Όμηρος είναι ο θεός.

"Και τα παιχνίδια πια σκολνούν και γύρω στα καράβια
Σκορπούν τα πλήθη εδώ κι εκεί και νοιάζουνται να φάνε
Κι ύπνο γλυκόνε να χαρούν. Μα θρήναε ο Αχιλλέας
Κι είχε στο νου τ’ αγαπητό συντρόφι, μήδ’ ο ύπνος,
Του κόσμου το καταπονετής, τον έπιανε, μόν’ πάντα
Πότε αποδώ, πότε αποκεί παράδερνε γυρνώντας
Και του Πατρόκλου ανάδευε τη λεβεντιά, τη νιότη,
Κι όλα που τράβηξαν μαζί — τί κόπους, πόσα πάθια—
Με τ’ άγριο κύμα του γιαλού και με στεριάς πολέμους..."

Στο δωμάτιο μπήκε Κάποιος. Ένα Πνέμα, μια Παντοδυναμία. Με κινήματα άυλα, απλώνει τα χέρια του, υπερευλογημένα, απάνω από τα κεφάλια των όλων. Κι όλα σκύφτουν· το φως στάζει από τα δάχτυλά του και βαφτίζει μέτωπα, μάτια, ψυχές. Όλα μέσα σ’ ένα θεϊκό φως, η Ζωή κι ο Θάνατος, η Χαρά κι ο Πόνος, η Ομορφιά κι η Ασκήμια, όλα κλίνουν το κεφάλι κι αφήνουνται να τα ευλογήσει το θείο χέρι. Κι η ευλογία πέφτει σαν αγιοράντισμα. Κι ο Θάνατος ακόμα, που δε μετασάλεψε από το προσκέφαλο της Χρυσούλας, σκύφτει και τόνε ραντίζει η ευλογία κι ύστερα πάλι σηκώνει το κεφάλι του και κοιτάζει τη Χρυσούλα με τα νυσταγμένα του, τα υπομονετικά και γυάλινα μάτια.

(Ω! Χρυσούλα! Χρυσούλα!)

Ανάμνησες θολές, σα μέσα από τζάμια θαμπωμένα, αρχίζανε ν’ αναταράζουνται στα βάθη της Χρυσούλας. Σκηνές που κάποτε είδε, σα να είδε, ήχοι γνωστοί που αντιλαλήσαν μέσα της μια φορά κι έναν καιρό — ίσως χιλιάδες τώρα, χιλιάδες χρόνια, πολιτείες βουλιαγμένες ανεβήκανε μέσα της πάλι, με τα γερά μπεντένια τους και με τα χαμηλά τους σπίτια και με το ανθρωπολόι που βγαίνει όξω από τις πόρτες και χύνεται και βουά μέσα στους δρόμους.

Κι απόξω από την Πολιτεία, μακριά, ένας Ήρωας κλαίει, ξαπλωμένος στο ακρογιάλι. Μέσα του σπαράζει η λαχτάρα του σκοτωμένου φίλου και θέλει αντρειά κι αγανάχτηση να γίνει η λαχτάρα και να σπάσει τα μπεντένια. Ο θυμός ξεχειλίζει από την καρδιά του, σαν πυρκαγιάς καπνός, και σκεπάζει τη σκέψη του και θαμπώνει τα μάτια τα τζαντήρια, ορμά στην Πολιτεία και τήνε σφίγγει και άκουε τους Αχαιούς να κλαίνε μέσα από τα τζαντήρια τους γιατί πέθαινε τόσο όμορφος και νέος. Κι άκουε τα δυο αγαπημένα του άλογα να χιλιμιτρούν με τα μαλλιά πεσμένα ως τα πόδια και να σιγομιλούνε και να κλαίνε τον Αφέντη. Κι άκουε τη θάλασσα μπροστά του να στενάζει και να δέρνεται, σα να ’τανε μάνα και τον μοιρολογότανε. Τ’ άστρα ολοένα σβήνανε, σβήνανε κι οι φωτιές οι αναμμένες στα στρατόπεδα. Κι απάνω στα μπεντένια της Τροίας θεόρατη ήρθε τότε και στάθηκε με την ασπίδα της τη μπρούτζινη και τόνε κοίταζε με τα μάτια της τ’ ατσαλένια κι ανήλεα, η Μοίρα. Ο Ήρωας ως να τη δει σηκώθηκε ορθός. Και πήγε να τη βρει. Και νά! ω! πώς χρυσοπεριχύθηκε όλη η αμμουδιά και κοκκίνισε η Ανατολή και πετάχτηκε μέσ’ από τα κύματα ένας θεός άγριος, νιολουσμένος κι αιματοπότης.

(Η καρδιά της Χρυσούλας σπαρτάρισε από τον τρόμο.)

Τα αίματα είχανε γεμίσει τον ουρανό, είχανε χυθεί στις μπρούτζινες ασπίδες και στις περικεφαλαίες των Αχαιών και τα σπαθιά τους ανάψανε και κινηθήκανε στη ζώνη τους ξαγριεμένα. Κι από τα νύχια ως την κορφή αστράψανε από το θυμό τα όπλα του Ήρωα, ως τους άγγισε το μάτι του Θεού.

Μια βουή μοιρολογήτρα ξέσπασε τότε απάνω σ’ όλη την ακρογιαλιά — βγαλμένη από τα πολυπικραμένα μητρικά σπλάχνα της Θάλασσας: «Παιδί μου! παιδί μου! Λυπήσου τα νιάτα σου, λυπήσου την ομορφιά σου! Μην προχωρείς έτσι περήφανα και μην τα βάζεις με τη Μοίρα! Είναι αθάνατη αυτή κι είναι πιο δυνατή από σένα και θα σε πιάσει από τα ξανθά μαλλιά σου και θα σε σύρει στον Άδη. Εκεί θα κάθεσαι μερονυχτίς στην άκρη του Αχέροντα με το κεφάλι μέσα στα γόνατα και θα κλαις θυμούμενος τον κόσμο τον απάνω. Καλύτερα σκλάβος, κιοτής κι ατιμασμένος, να σέρνεσαι και να χαίρεσαι το φως του ήλιου, παρά Αφέντης να ’σαι και Βασιλιάς κάτω στον άραχνο και μαυρισμένον Άδη... Παιδί μου! παιδί μου! μην πας στον πόλεμο!»

Κι ο Ήρωας ορθός λαμποκοπούσε όλος από τη μάνητα κι από τη θλίψη και κοίταξε κατάματα τη Μοίρα του, που ορθωνότανε σαν άγαλμα μπρούτζινο απάνω στα μπεντένια. Και προχωρούσανε κι οι δυο αλύγιστοι και περήφανοι και σιμώνανε ολοένα.

Πιο σιγαλινά τώρα άρχισε η θάλασσα η παρηγορήτρα να μιλεί και να δέεται, κι ύστερα να σβήνει παθητικά και ν’ αποσέρνεται κι ύστερα να ξανάρχεται και να παρακαλεί, γλυκολαλούσα κι υπομονετικιά — σα Μάνα:

"Παιδί μου, πες μου, ως πότε πια με στεναγμό και κλάμα
Θα τρως τα σπλάχνα σου, χωρίς μήτε ψωμί ν’ αγγίξεις
Μήτε γυναίκα; Μα καλό και σ’ αγκαλιά γυναίκας
Να γύρεις, τι πολλή ζωή δεν έχεις πια, μόν’ τώρα
Σου στέκει δίπλα ο Θάνατος κι η άπονή σου Μοίρα."

Χαμογέλασε η νιότη του ήρωα απάνω στα μεριά του. Από τη σκηνή του μέσα ένα κλάψιμο γυναίκας ακούστηκε. Κάρφωσε σα δόρυ βαθιά μέσα στη γης, απίθωσε τη φοβερή περικεφαλαία, για να μην τρομάξει η Πολυαγαπημένη, και φώναξε γλυκαίνοντας τη βαριά, αντρίστικη φωνή του.

— Βρισηίδα! Βρισηίδα!

Έστρωσε χάμω τη λιονταρίσια προβιά που ’χε ριγμένη στους ώμους, μαλακιά μαλακιά, σαν κρεβάτι νυφικό. Μια επιθυμία γλυκόζωσε τη μέση του, σα μπράτσα γυναίκας, τα στήθια του λιγοθυμήσανε κι η Μοίρα στάθηκε κι αυτή. Στάθηκε μια στιγμή, ως ν’ απογλεντήσει σήμερα τη νιότη του ο Ξανθός Λεβέντης, είχε πάντα όσο καιρό ήθελε μαζί του να παλέψει. Καλύτερα έτσι. Ύστερα από τον κόρφο της Γυναίκας πιο εύκολα θα δινότανε το ξανθό κεφάλι του στα χέρια της Μοίρας.

— Βρισηίδα! Βρισηίδα!...
[...]

Νίκος Καζαντζάκης. 2007. Σπασμένες ψυχές. Πρόλογος-Επιμέλεια: Πάτροκλος Σταύρου. Αθήνα: Εκδόσεις Καζαντζάκη [Α΄ δημοσίευση: Νουμάς, 1909-1910].


http://www.greek-language.gr/


Ομιλία του Νίκου Καζαντζάκη στο BBC ΤΟ 1953 (ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ)


Ο Νίκος Καζαντζάκης στο σπίτι του, στην Αντίμπ της νότιας Γαλλίας το 1954 (την περίοδο που γίνεται η συνέντευξη). © Αρχείο Καζαντζάκη 

Μια σπάνια συνέντευξη του Νίκου Καζαντζάκη ...

Γράφει ο Μιχάλης Γελασάκης, διευθυντής σύνταξης του musicpaper.gr 

Ο Νίκος Καζαντζάκης σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Τα Νέα», τρία χρόνια πριν από τον θάνατό του κι ενώ έχει χάσει ήδη την όρασή του από το ένα μάτι, θα μιλήσει για τους επικριτές του και την Ιερά Σύνοδο*. Η συνέντευξη δόθηκε στον Αλεξανδρινό λογοτέχνη και δημοσιογράφο Μανόλη Γιαλουράκη και έγινε στο σπίτι του Καζαντζάκη στην πόλη Αντίμπ της Νότιας Γαλλίας. Δημοσιεύτηκε στις 24/11/54 με τίτλο: «Μια ενδιαφέρουσα συνέντευξις του κρυφαίου Ελλήνος πεζογράφου- Ο Καζαντζάκης απαντά εις τους κατήγορους του- τι λέγει δια τη ιεραν Σύνοδον». Διατηρήθηκε η ορθογραφία.

Ο κορυφαίος Έλλην πεζογράφος Ν. Καζαντζάκης, που τα έργα του έχουν δημιουργήσει τελευταίως τόσον θόρυβο, έδωσε την παρακάτω εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συνέντευξιν προς τον γνωστότατον Αλεξανδρινόν λογοτέχνην και δημοσιογράφον κ. Μαν. Γιαλουράκην, που την παρεχώρησε εις τα «Νέα». Εκείνο το μεσημέρι, η ζέστη ήτανε ανυπόφορη, νάρκη εμούδιαζε την Αντίμπ. Η παλιά Αντίμπ είναι πιο κάτω απ’ τη νέα, σ’ αυτή δε θα δεις να περιφέρωνται γυναίκες και άνδρες μισόγυμνοι, που ξεροψήνει το κορμί τους ο ήλιος. Είν’ η Αντίπολις, η αυστηρή, τα σπίτια είναι σπίτια χωριάτικα, η αγορά Μασσενά και τα σοκάκια τα στενά, με τις γυναίκες που ξαποστάζουνε στα κατώφλια. Στον αριθμό εννιά του στενόμακρου δρόμου που έχει όλα του χωριού και τίποτα της κοσμικής λουτρόπολης, στην οδό Ντύ μπά Καστελέ, είν’ ένα σπίτι μ’ ένα χαλκά σιδερένιο μεγάλο στην πόρτα. Εκεί κατοικεί ο Νίκος Καζαντζάκης. Όταν άνοιξε η πόρτα, η γυναίκα μας δέχτηκε πρόθυμα, ο άντρας είχε γυρισμένες τις πλάτες του προς την έξοδο, καθότανε σ’ ένα τραπέζι κι έτρωγε. Ναι, είπε ο Καζαντζάκης σαν άκουσε τ’ όνομα.
  Πέρασε, πέρασε… Διάβασα κείνα πούγραψες για την «Εστία». Τόχω τ’ απόκομμα φυλάξει… Πούθε είσαι; Κρητικός, είπα και σώπασε. Μάντευα την εντύπωση της λέξης… Κρητικός, λέει ο Καζαντζάκης, Κρητικός. Ξέρεις τι ευθύνη μεγάλη είναι τούτη; Ξέρεις τι περηφάνεια γιομίζει τα στήθια μας. Θείο δώρο κείνος ο τόπος. Είναι θείο δώρο νάσαι Κρητικός. Το ξέρεις; 
Έπειτα κοντοστέκεται κι αναπωλεί: 
Η Αλεξάνδρεια τι γίνεται; Ρωτάει. Την Αίγυπτο την αγάπησα. Αγάπησα πολύ τον τόπο. Δεν τον περιέργραψα στα «Ταξιδεύοντας» όσο πρέπει. Θά θελα να ξανάρθω και να γράψω πάλι. Μόνο διαλέξεις δε θα κάμω. Είναι φοβερό. Όλοι σήμερα κάνουν διαλέξεις. Κι έπειτα προσθέτει: Για τον Καβάφη μιλάνε πάντα κοντά σας; Τον θυμάμαι καλά. Ένας θνητός που κατώρθωσε να γίνει αθάνατος. Κι ο Νικολαΐδης ο Νίκος; Στο Κάιρο, στο νοσοκομείο
Ο Καζαντζάκης μελαγχωλεί. 
Άρρωστος; Είναι καλός και τον παραγνωρίζει η Αθήνα, λέει. Κι οι άλλοι; Οι νέοι; Η παράδοση δεν έσβυσε. Παίρνω τα βιβλία τους. Δεν έχω καιρό πολύ να τα διαβάσω. Έχω να γράψω. Και βιάζομαι. Πρέπει να τα προφτάσω όλα. Όμως όταν μπόρεσω κάτι διαβάζω. Ξέρω αιφνής πως εσύ γράφεις ταξιδιωτικά. Ακόμα θυμάμαι πως εντύπωση μου κάμανε τα ποιήματα του Στρατή Τσίρκα. Είναι καλός αυτός. Καλός. 
Αναφέρεται τότε σε πρόσωπα της Αλεξανδρινής λογοτεχνίας και προσθέτει: 
Ο Παναΐτ Ιστράτι στο τέλος της ζωής του χάλασε. Όταν γεράσει κανείς πρέπει να προσέχει γιατί το σώμα είναι προδότης
Τον κοιτάζω καθώς μιλάει. Ένας Κρητικός υψηλός, με μάτια που φλέγονται. Ο Χρόνος πέρασε κι άφησε στο κορμί τα σημάδια του. Δεν του τσάκισε όμως τη δύναμη της ψυχής. Καθώς σε κυττάζει ξέρεις πως σ’ ερευνά, ξέρεις πως θέλει να μαντέψει πολλά, πως τα μαντεύει κιόλας. 
Εκεί στην Αλεξάνδρεια, ρωτά, οι νέοι διαβάζουνε; Τους ενδιαφέρει η Τέχνη; Η Τέχνη η αμόλυντη, όχι η άλλη. Με καταλαβαίνεται; Δεν είμαι κριτικός για να κάνω αξιολογήσεις. Νομίζω όμως πως κι οι περισσότεροι κριτικοί κρίνουνε κατά τις προτιμήσεις τους, χωρίς να τ’ ομολογούν. Ας είναι: Εμένα τουλάχιστον δε μ’ αρέσουνε τα βιβλία με ιστορίες ομοσεξουαλισμού, τριγώνων – σύζυγοι κι εραστής – και τα παρόμοια. Μ’ άρεσε όμως το βιβλίο του Καββαδία. Είναι πολύ δυνατό. Κι ο συγγραφέας του αγνός κι ας κάνει εντύπωση άλλη. Μα δεν πάμε πάνω. Είναι καλύτερα… «Για να ανέβεις στον ουρανό πρέπει να πάρεις φόρα από τον πάτο της κόλασης» 
Ανεβαίνουμε στο πάνω δωμάτιο, στο γραφείο του συγγραφέα. Οι τοίχοι είναι σκεπασμένοι με βιβλία σε ράφια, κάπου ξεχωρίζει ένα πορτραίτο του Ντάντε. Απ’ τον εξώστη βλέπεις τη γαλάζια γοητεία της θάλασσας. Η Γαλλία του Νότου, θερμή γυναίκα, σε ναρκώνει με τη γοητεία της. Μια κληματαριά πρασινίζει στα κάγκελα, κατάφορτη τσαμπιά μ’ άγουρες ρόγες… 
Σαν την Ελλάδα, λέει ο Καζαντζάκης. Το βλέμμα του χάνεται πέρα, εκεί που η Αντίμπ σμίγει τη θάλασσα. 
Σαν ήρθα δω μάρεσε ο τόπος. Είνε χωριό κι είνε και στη Νίκαια κοντά. Δεν είμαι απομονωμένος απ’ τον κόσμο και μπορώ κιόλας μ’ ησυχία να εργάζουμαι. 
Σαν την Ελλάδα, είνε η Αντίμπ, λέω. Μα Ελλάδα ειρηνική. 
Να σου πω κάτι; Ξέρεις τι θυμήθηκα; Ένα Αθηναίο δημοσιογράφο πούρθε ως εδώ κι έγραψε έπειτα, πως είμαι υπέρ του πολέμου!… Το να με ρωτάνε «Είσαι υπέρ ή κατά του πολέμου;», είναι σα να με ρωτάνε «Είσαι υπέρ ή κατά του σεισμού;». Δεν είπα ποτέ πως είμαι υπέρ του πολέμου. Μόνο που δεν με κατάλαβε, τι έλεγα. Βρισκόμαστε στο τέλος μιας ιστορικής εποχής. Ο κόσμος τούτος που ζούμε, βρίσκεται σε διάλυση. Αποσύνθεση ηθική, ψυχική, οικονομική. Βρωμάει ο κόσμος απ’ την αποσύνθεση. Αυτή ‘ναι η εποχή μας. Μια άλλη εποχή, όπως γίνεται πάντοτε, μάχεται να γεννηθή γιατί η αποσύνθεση στάθηκε πάντα ο πρόλογος της σύνθεσης. Ο κόσμος αυτός, είναι στα σπάργανα. Γεννήθηκε, άλλ’ ακόμα ψελλίζει. Δεν έχει τη δύναμη ν’ αντισταθή στη καλά ωργανωμένη αδικία. Είναι οι δύο πραγματικότητες. Το μεταξύ ενός πολιτισμού που χάνεται κι ενός που δημιουργείται διάστημα, τ’ ωνόμασαν πάντοτε μεσαίωνα. Αυτόν ζούμε. Δεν τον βλέπουμε. Οι ιστορικοί θα τον δούνε. Κι είναι γεγονός πως πάντοτε ένας μεσαίωνας έχει πολέμους. 
 Ποιοι λόγοι σας οδηγήσανε στην απόφαση να γράψετε μυθιστόρημα; 
Μυθιστόρημα, δεν έλεγα να γράψω ποτέ. Η γυναίκα μου, μού έλεγε πως μπορώ να γράψω. Έφυγα πριν έφτά χρόνια απ’ την Ελλάδα. Να επικοινωθήσω με τους ξένους με ποιήματα, ήταν αδύνατο. Πόσοι διαβάζουνε σήμερα; Άρχισα στην ξενητειά να γράφω μυθιστορήματα για να δοκιμάσω αν μπορώ να επικοινωνήσω με τους εδώ ανθρώπους. Το «Ζορμπά», τον είχα ήδη γράψει στη κατοχή, αλλ’ αυτός είναι μνημόσυνο. Πάντως το μεταφράσανε. Ακολούθησε «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», «Ο καπετάν Μιχάλης», – στα γερμανικά, σουηδικά, νορβητικά κι αγγλικά. – «Ο τελευταίος πειρασμός», «Ο φτωχούλης του Θεού», – που κυκλοφορεί νορβηγικά και σουηδικά τον Οκτώβρη, – και τώρα ξαναδουλεύω για να του δώσω την τελική μορφή το νέο μου έργο. Τίτλος του είναι: «Θέλει να ζήσει λεύτερος; – Σκοτώστε τον!» Έγραψ’ ακόμη τραγωδίες. Τα «Σόδομα και Γόμορα» θα παιχθούν το Δεκέμβρη στο Μαγχάιμ, στο ίδιο θέατρο που παίχτηκαν οι τραγωδίες του Σίλλερ. Είναι σε πρόζα. Μία θεατρική διασκευή του «Χριστός ξανασταυρώνεται» παίχτηκε στο Όσλο. Έγραψα κι άλλες τραγωδίες. Το «Χριστόφορο Κολόμβο», τον «Κωνσταντίνο Παλαιολόγο» και τον «Κούρο» χώρια απ’ τις παληές, που τις γνωρίζετε. Τώρα ετοιμάζεται η Αγγλική μετάφραση της «Οδύσσειας». Ο εκδότης μου στη Νέα Υόρκη έστειλε στην Αντίμπ, τον καθηγητή της Ποίησης Κίμωνα Φράιερ, που είναι κι ο ίδιος ποιητής, και συνεργάζεται μαζί μου μεταφράζοντας σε στίχους την «Οδύσσεια». Έρχεται κάθε μέρα, του διαβάζω στίχο – στίχο, τον εξηγώ, φεύγει και τους μεταφράζει κατόπι στ’ αγγλικά. Έστειλε κιόλας, δείγμα της εργασίας του στον καθηγητή της Οξφόρδης τον Μπάουρα, που του έγραψε πως τη βρίσκει πολύ καλή. 
Είπατε πως ο «Ζορμπάς» δεν είναι μυθιστόρημα. Πως είναι μνημόσυνο. Ο Καζαντζάκης σηκώνεται συγκινημένος. 
Θα σου το πω μου λέει. Θα σου το πω. Ο Ζορμπάς, υπήρξε. Όλα σ’ εκείνο το βιβλίο, είναι αληθινά. Όλα. Λεγότανε Γιώργης Ζορμπάς. Όχι, Αλέξης. Έχω και πολλά γράμματά του. Μπορεί να τα δημοσιέψω κάποτε. Ήταν Μακεδόνας. Η κόρη του ζει ακόμη, τ’ αγγόνια του, ο γυιός του. Έκαμα μεγάλο γλέντι στο Ηράκλειο, όταν γνώρισα τον γυιό του. Στάσου να δεις
 Πηγαίνει σ’ ένα ράφι και ψάχνει. Κατεβάζει ένα μεγάλο φάκελλο με κιτρινισμένα χαρτιά
Είναι τα γράμματά του, λέει. Καύμένε Ζορμπά. Ήσουνα τέλειος εσύ.
Η συγκίνηση τον έχει κυριέψει. Ψαχουλεύει τα γράμματα με χέρια που τρέμουνε. Να τον ρωτήσω κάτι να τον κάμω να ξεχαστεί… 
Πως αντιλαμβάνεσθε, αλήθεια, το μυθιστόρημα; 
Το πιο σπουδαίο για μένα είναι ένα πράγμα, να ’ναι ριζωμένο στο χώμα και το κεφάλι του να ξεχωρίζει απ’ τη γη. Να’ ναι όσο βαθύτερα μπορεί στη λάσπη κι η κεφαλή του να φτάνει στ’ άστρα… Πολύ χώμα θέλω, και πολύ ανθό. Τέτοια πράγματα δεν βλέπω πολλά στην σημερινή ελληνική λογοτεχνία. Κριτικός δεν είμαι, γιατί ό,τι συμβαίνει στην ιδιοσυγκρασία μου, είναι καλό, κι ό,τι όχι, κακό. Όμως αυτό, κριτική δεν είναι. Το λέω ξάστερα, όπως διακηρύσσω και την αποστροφή μου για τα κείμενα λογοτεχνών μας που μιλάνε έξω τόπου και χρόνου για ζητήματα που δεν έχουνε δεσμούς με τη γη. 
Τους ανθρώπους που γράφουνε, τους διαιρώ σε τρεις κατηγορίες: 
*Σε κείνους που περιγράφουν κι εκπροσωπούν τη σημερινή αποσύνθεση του κόσμου, όπως ο Έλιοτ. Οι Γάλλοι έχουνε καλούς συγγραφείς του είδους αυτού, που γράφουνε για φρικιαστικά πράγματα, αιμομιξίες, βιασμούς και παρόμοια. Είναι ζωντανοί συγγραφείς. Πολύ καλοί. Τους σέβομαι, αλλά δεν τους θαυμάζω. 
*Οι συγγραφείς που νοσταλγούνε το Παρελθόν, γυρίζουνε στα παληά, γίνονται κήρυκες της φυγής. Ο «Καπετάν Μιχάλης» θα πήτε είναι τέτοιο; Όχι. Εκείνος είναι όραμα που αγκαλιάζει μια ιστορική στιγμή της Κρήτης και μέσα απ’ αυτή, την πάλη του ανθρώπου για την Ελευθερία. 
*Οι συγγραφείς που μάχουνται να διακρίνουνε ποιο είναι το πρόσωπο του μελλούμενου πολιτισμού και προσπαθούνε να συλλάβουνε τη μελλούμενη οικονομική διάθρωση της κοινωνίας. Ο καθένας, σύμφωνα με την ιδιοσυγκρασία του, παίρνει μια θέση. Εμένα μ’ ενδιαφέρει η Τρίτη κατηγορία. Στην «Οδύσσεια», βρίσκεται πιο έντονα, η προσπάθειά μου να προφητέψω τη μελλούμενη ανθρωπότητα. 
Είπατε στην αρχή πως γράψατε μυθιστορήματα, γιατί οι πολλοί δεν ενδιαφέρονται για την Ποίηση. Νομίζετε πως το είδος τούτο του λόγου έχει ξοφλήσει; 

Καθόλου....Η Ποίηση εξακολουθεί να είναι απαραίτητη. Ποτέ άλλη εποχή δεν είχε την ανάγκη της όσο η δική μας. Η Ποίηση είναι κάτι που ξαλαφρώνει. Κι ο άνθρωπος σήμερα, έχει ανάγκη να ξαλαφρώσει. Όμως δε νομίζω πως υπάρχουνε σήμερα μεγάλοι ποιητές. Ο δικός μας ποιητής, ο Σικελιανός, ήτανε μεγάλος. Ο Βάρναλης γράφει καλά και θα μπορούσε να δώσει μεγάλα πράγματα, αν έκανε ορισμένες θυσίες. Γιατί η Τέχνη θέλει όλος να της δοθείς. Αλλοιώς δε σε θέλει. Σήμερα υπάρχουν ποιήματα, ποιητές δεν υπάρχουν. 
Γιατί; 
Η ζωή η σημερινή, είναι πολύ σκληρή, και δύσκολα συγκεντρώνεται ένας άνθρωπος να κάμη ποιητικό έργο ολοκληρωμένο. Δεν έχει ο άνθρωπος ψυχική, κοινωνική και οικονομική άνεση για να συγκεντρωθεί. Η ζωή είναι σήμερα τρομερή...
Τι έχετε να πείτε για κείνη την άστοχη ενέργεια της Ιεράς Συνόδου; 
Πάρα πολύ λυπήθηκα, γιατί με τόση αφέλεια, έπεσε η Εκκλησία στην παγίδα που της έστησαν δύο ανώτεροι εκπρόσωποί της. Με μεγάλη μου θλίψη διαπίστωσα πως φάνηκαν κατώτεροι απ’ την αποστολή τους. Ο ένας αναθεμάτισε ένα βιβλίο που ομολογεί ο ίδιος πως δεν έχει διαβάσει – διάβασε μονάχα ένα υβριστικό άρθρο μιας κίτρινης εφημερίδας. Ο άλλος, που δεν κατώρθωσε καν τον τίτλο να διαβάσει σωστά, και το έγραψε «Καπετάν Μιχάλης Μαυρίδης», συγχέοντας το όνομα του ήρωα με το όνομα του εκδότη, πήρε κομμάτια από φράσεις, στρέβλωσε άλλες, παράλειδε ό,τι δεν τον συνέφερε, κι έβγαλε το συμπέρασμα που ήθελε, ενώ όλο το βιβλίο είναι ένας ύμνος για τον αγώνα του Κρητικού Λαού και γενικά του Ανθρώπου για την Ελευθερία. Κι ακόμα ένας ύμνος για την Εκκλησία, αφού ένας μητροπολίτης, μέσα στη σφαγή υπερασπίζεται ηρωικά το ποίμνιό του κι ένας ηγούμενος πεθαίνει με μαρτυρικό θάνατο, δοξάζοντας το Θεό και την Πατρίδα. Λυπούμαι πολύ, μα πρέπει να τονίσω πως απ’ όλη την περιπέτειαν αυτή, η Εκκλησία βγήκε μειωμένη. Να τους είχα τους παπάδες πληρώσει, δεν θα μου κάνανε τόση διαφήμιση. Και μου ζητούνε ν’ απολογηθώ Εγώ; Έπρεπε να ρθει ο Μητροπολίτης Χίου ν’ απολογηθεί, πως κρίνει ένα βιβλίο χωρίς να το διαβάσει. Το Βατικανό τουλάχιστον είπε τη γνώμη του μ’ ευγένεια. Με την ίδια ευγένεια μίλησε κι ο Μητροπολίτης Κασσάνδρειας. Ο «Τελευταίος πειρασμός» που «πείραξε» τόσο το Βατικανό, θα κυκλοφορήσει σύντομα κι ελληνικά στην Αθήνα. Θέμα του το ίδιο πάντα. Η πάλη κι η συμφιλίωση του Θεού με τον Άνθρωπο. 
Ποια βιβλία ετοιμάζετε; 
Όπως σας είπα, ρίχνω τις τελευταίες ματιές στο νέο μου βιβλίο. Το «Θέλει να ζήσει λεύτερος; Σκοτώστε τον». Η κεντρική ιδέα του έργου, είναι ότι ένας άνθρωπος σήμερα που θέλει νάναι ελεύθερος, είναι χαμένος. Μην κυττάζετ’ εμένα. Εγώ είμαι Κρητικός κι επειδή είμαι Κρητικός, δε σκοτώνομαι εύκολα. Καλά το λέει ο Μακρυγιάννης: «Η ψυχή μου είναι βαθειά, και δεν την βρίσκουν». Διορθώνω ακόμη τη μετάφραση μου της «Θείας Κωμωδίας» που η «Κόλαση» κυκλοφορεί προσεχώς στην Αθήνα. Θα τη βγάλω δηλαδή σε τρεις τόμους: «Κόλαση», «Καθαρτήρι», «Παράδεισος». Είναι μια εντελώς καινούργια δουλειά που την άρχισα στην κατοχή και τώρα την ξαναδιόρθωσα. Θαύμασα τη δημοτική μας γλώσσα. Πως μπόρεσε ν’ αποδώσει, λέξη προς λέξη, τον εντεκασύλλαβο! Μεγάλη ηδονή να δουλεύει κανείς τη δημοτική γλώσσα τώρα… Προχώρησε πολύ απ’ την εποχή του Πάλλη. Μεταφράζω ακόμη την «Οδύσσεια» του Ομήρου με τον Κακριδή, που μαζί του μετάφρασα και την «Ιλιάδα» που την αφιερώσαμε στη μνήμη του Πάλλη. Εγώ τη μεταφράζω λογοτεχνικά, εκείνος κυττάζει τα χειρόγραφα λέξη προς λέξη, Ιπό την πλευρά την επιστημονική, μου τα στέλνει, ξαναδιορθώνει τη μετάφραση, την ξαναβλέπει, κι όταν τελειώσει, συναντούμεθα για την τελική διόρθωση. Δεν υπάρχει τελειότερος συνεργάτης απ’ τον Κακριδή. Και σαν άνθρωπος και σαν επιστήμονας… Όμως, που θα βρούμε εκδότη; Κι είναι μία εργασία που θάπρεπε να την τυπώσει η Ακαδημία, μαζί με τ’ αρχαίο κείμενο. Δεν υπάρχει Ομηρική λέξη, δεν υπάρχει σύνθετο επίθετο, που να μην βρήκαμε τα αντίστοιχα στη δημοτική. Να, δείτε εδώ…
 Κατεβάζει ένα δεμένο τετράδιο απ’ τη βιβλιοθήκη του. Είναι χειρόγραφο λεξικό της δημοτικής, που το έγραψεν ο ίδιος. Λέξεις άγνωστες για τους πολλούς, λέξεις πολύτιμες.
 Βοράστρι, διαβάζει στην τύχη ο Καζαντζάκης. Είναι ο πολικός αστέρας. Κρυφοπαχειά, η αδύνατη γυναίκα που έχει όπου χρειάζεται σάρκα αρκετή. Λατρεύω τη δημοτική γλώσσα. Τη δουλεύω σα σκλάβος και σαν εραστής. Σαράντα χρόνια γύριζα στα χωριά και μάζευα λέξεις. 
Ταξιδιωτικά για την Ελλάδα, δε γράψατε… 
Και για την Κύπρο. Η Αμμόχωστος. Πόσο την πεθύμησα. Τίποτα δεν υπάρχει στον κόσμο που να μου δίδει την αίσθηση της Γυναίκας όσο η Αμμόχωστος. Είναι απ’ τα ωραιότερα μέρη της γης. 
Τότε τον πήρε το παράπονο 
Δε θάθελα να πεθάνω πριν ξαναπάω στην Αμμόχωστο, λέει.
 Η ώρα είχε προχωρήσει. Καιρός είπα να του σφίξω το χέρι. Ένα χέρι που απλώνεται με θέρμη, καλωσύνη κι αντρισμό. 
Καλή αντάμωση, λέει ο Καζαντζάκης. Καλή αντάμωση, καλέ μου φίλε. 
Κι έπειτα τεντώνει το κορμί του, η φωνή είναι όλο φλόγα και συγκίνηση: 
Και να μη ξεχνάς ποτέ, λέει δυνατά, πως είσαι Κρητικός. Είναι μεγάλη ευθύνη νάσαι Κρητικός. Μεγάλη ευθύνη… 
Δρασκέλισα το κατώφλι σιωπηλός. «Η Τέχνη, μούλεγε πάλι κάποια φωνή, θέλει θυσίες. Θέλει ολοκαυτώματα. Θέλει όλος να της δοθείς, αλλοιώς δε σε θέλει». Εκεί, στο χωριό της Γαλλίας του Νότου, ένας άνθρωπος που η Τέχνη «τον θέλει» δουλεύει σκληρά με χίλιες θυσίες. Δουλεύει για κείνην. Δουλεύει για την Ελλάδα. Ο Νίκος Καζαντζάκης, δόξα του τόπου μας....


ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ https://www.mixanitouxronou.gr/




ΤΑΙΝΙΑ : Καζαντζάκης - 2017



Σκηνοθεσία Γιάννης Σμαραγδής 
με τους: Μαρίνα Καλογήρου, Θοδωρή Αθερίδη, 
Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο, Νίκο Καρδώνη, Αργύρη Ξάφη

Διαβάζοντας στη σύζυγό του Ελένη την αυτοβιογραφική «Αναφορά στον Γκρέκο» που έχει σχεδόν ολοκληρώσει, ο Νίκος Καζαντζάκης αναπολεί την πολυτάραχη ζωή του. 


ΑΠΟΨΕΙΣ -ΚΡΙΤΙΚΗ 

i.Μέσα στα περιορισμένα όρια μιας ιστορίας της λογοτεχνίας δεν είναι εύκολο να περιγράψει κανείς και να αποτιμήσει το τεράστιο σε όγκο αλλά και σε ευρύτητα έργο του Νίκου Καζαντζάκη (1883-1957). Συνομήλικος με το Σικελιανό (με τον οποίο άλλοτε συνδέονται αδερφικά και άλλοτε χωρίζουν γιατί δεν μπορούν να ταιριάσουν) και με το Βάρναλη, είναι και εντελώς ξεχωριστός και ιδιόρρυθμος· το έργο του δύσκολα εντάσσεται στη ροή που επιτελεί η νεοελληνική λογοτεχνία, στην ποίηση ή στην πεζογραφία, στα χρόνια της δράσης του. Πνεύμα ανήσυχο άλλωστε καθώς ήταν και διψασμένος για την κάθε είδους γνώση, ο Καζαντζάκης όχι μόνο ταξιδεύει πολύ, αλλά και εγκαθίσταται κατά περιόδους μονιμότερα στο εξωτερικό (στη Γαλλία, τη Γερμανία ή τη Ρωσία) και σαν να ξεκόβει έτσι θεληματικά από τη νεοελληνική σύγχρονή του πραγματικότητα.
[…]
Την πρώτη του ουσιαστική εμφάνιση στα γράμματα την κάνει ο Καζαντζάκης προς τα τέλη της πρώτης δεκαετίας του αιώνα μας, ύστερα από τις σπουδές του στο Παρίσι. Μια τραγωδία του, Ο Πρωτομάστορας, είναι βασισμένη στο δημοτικό τραγούδι του Γεφυριού της Άρτας, με έκδηλα όμως και στοιχεία αισθητισμού. Γράφει επίσης και μια επιστημονική μελέτη για τον Νίτσε. Η επίδραση του Νίτσε είναι άλλωστε φανερή και στην τραγωδία και θα μείνει μόνιμη σε όλο το έργο του, φανερή είτε στο στοιχείο της απιστίας, είτε στη σύλληψη του υπερανθρώπου. […]

Αλλά ο νους του Καζαντζάκη, και από τα νεανικά ακόμη αυτά χρόνια, είναι ανήσυχος, η ψυχή του βασανίζεται από αγωνίες και από προβλήματα θεμελιακά — μια αγωνία μεταφυσική (ή υπαρξιακή), όπως θα τη χαρακτηρίσουν οι βιογράφοι του. Αναζητεί τη λύτρωση στη γνώση, στα ταξίδια, στην επαφή με τους ανθρώπους, σε κάθε λογής εμπειρίες. Ανησυχίες θρησκευτικές τυραννούν επίσης τον άπιστο αυτόν νιτσεϊστή· ιδιαίτερα η μορφή του Χριστού («αυτή η ένωση η τόσο μυστηριώδης και τόσο πραγματική του ανθρώπου και του Θεού», όπως γράφει σ’ ένα του γράμμα) τον παρακολουθεί σαν έμμονη ιδέα από τα νεανικά ως τα τελευταία του χρόνια. […]
Λίνος Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1998 (9η έκδ.), 269-271.

ii.[…] το έργο που ο Καζαντζάκης και τότε αλλά και αργότερα θεωρούσε ως το magmum opus ήταν το επικό ποίημα που έφερε τον τίτλο, απλά και τολμηρά, Οδύσσεια. Το γράψιμο αυτού του τεράστιου έργου έγινε σε διαδοχικές φάσεις και κράτησε δεκατέσσερα χρόνια, από το 1925 μέχρι τη δημοσίευσή του το 1938. Παρ’ όλο που η δημοσίευσή του τοποθετεί το έργο στη δεκαετία του 1930, η σύλληψη και η εκτέλεσή του ανήκουν στη δεκαετία του 1920, και από πολλές απόψεις το έργο αυτό στρέφει το βλέμμα του προς τα πίσω, στις ‘επικές’ συνθέσεις του Παλαμά, τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα, και όχι προς τα μπρος, προς οποιαδήποτε άλλη εξέλιξη της ελληνικής ποίησης μετά το 1930.

Το έργο εξαγγέλλεται στον Πρόλογο, σε γλώσσα και ύφος που απηχεί έντονα τη λαϊκή παράδοση, ως ‘τραγούδι’, και η Οδύσσεια αυτή εκτείνεται σε είκοσι τέσσερα βιβλία (όπως και η ομηρική). Με έναν προσεκτικά επιτηδευμένο (και δεδηλωμένο) συνολικό αριθμό 33.333 στίχων σε δεκαεπτασύλλαβο, η Οδύσσεια του Καζαντζάκη, είναι πιθανώς το εκτενέστερο ποίημα που γράφτηκε ποτέ. Η γλώσσα της είναι ένας εξεζητημένος θησαυρός, τεκμήριο του προφορικού λόγου όλων των περιοχών του Ελληνισμού, με τέτοια περιεκτικότητα, ώστε πολλοί αναγνώστες να χρειάζονται γλωσσάρι ως βοήθημα. […]

Η ιστορία αρχίζει εκεί που σταματά η Οδύσσεια του Ομήρου, με τον Οδυσσέα να βρίσκει την Ιθάκη πολύ μικρή για να τον κρατήσει μετά από όλες τις περιπτώσεις τις οποίες βίωσε καθ’ οδόν και, παρατώντας τις υποχρεώσεις του απέναντι στην οικογένεια και το λαό του, ρίχνεται εκ νέου σε καινούριες εξερευνήσεις. […]

Roderick Beaton, Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία. Ποίηση και Πεζογραφία, 1821-1992, μτφ. Ευαγγελία Ζουργού-Μαριάννα Σπανάκη, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1996, 166-167.

iii.[…] ώς τα τέλη της δεκαετίας του 1940 (δηλαδή ώς τα 60-63 του χρόνια) ο Καζαντζάκης εθεωρείτο ποιητής, και μάλιστα από τους κορυφαίους του καιρού του. Έχοντας ξεκινήσει τη συγγραφική πορεία του στα μέσα της πρώτης δεκαετίας του αιώνα με δοκιμές σε ποικίλα λογοτεχνικά είδη (ποίηση, πεζογραφία, θέατρο, δοκιμιογραφία, χρονογράφημα, κριτική), ώς τα μέσα της δεκαετίας του 1910, εποχή που γράφει τα πρώτα έμμετρα δράματά του (1915: Οδυσσέας, Νικηφόρος Φωκάς, Χριστός), έχει κατασταλάξει ως προς τη συγγραφική ταυτότητα που θα είναι εκείνη του ποιητή. Άλλωστε και στα πεζογραφικά και θεατρικά κείμενα που είχε δημοσιεύσει ώς τότε η ποιητική ατμόσφαιρα ήταν εμφανής.

Οι επόμενες τρεις δεκαετίες (1916-1946), εποχή ωρίμανσης και ωριμότητας του Καζαντζάκη, θα είναι δεκαετίες ποιητικές. Δημοσιεύει τα έμμετρα δράματα του 1915 (1922, 1927, 1928 αντιστοίχως), αρχίζει τη σύνθεση της Οδύσσειας (1925) —«του μεγαλύτερου έπους απ’ όσα έγραψε η λευκή φυλή»— που θα την τελειώσει το 1938 και θα τη δημοσιεύσει τον ίδιο χρόνο, γράφει (1932-1937) τα 21 ποιήματα που θα αποτελέσουν τη συλλογή Τερτσίνες […]. Και μεταφράζει τη Θεία Κωμωδία του Δάντη (1932· δημοσ. 1934), το πρώτο μέρος του Φάουστ του Γκαίτε (1936-1937· δημοσ. 1942), ποιήματα Ισπανών ποιητών (δημοσ. 1933-1937) και στίχους από την Ιλιάδα (δημοσ. 1945-1946).

Άφησα τελευταία την Ασκητική, που δημοσιεύτηκε το 1927, γιατί θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι δεν έχει γίνει όσο θα έπρεπε αντιληπτή η ποιητική της φύση. Μπορεί αυτό το βιβλίο, που έχει χαρακτηριστεί ως το πνευματικό μανιφέστο του Καζαντζάκη, να κατατάσσεται στα έργα της «στοχαστικής πεζογραφίας», όμως το συναίσθημα που το διατρέχει, οι ποιητικές του εικόνες, η προσωδιακή άρθρωση το καθιστούν περισσότερο ένα στοχαστικό πεζοτράγουδο, που μπορεί (και θα έπρεπε) να διαβάζεται ως ένα ποιητικό προοίμιο της Οδύσσειας.

Νάσος Βαγενάς, «Πεζογράφος ή ποιητής;». Στο αφιέρωμα «Νίκος Καζαντζάκης (1883-1957). 50 χρόνια από τον θάνατό του», ένθετο Νέες Εποχές, εφ. Το Βήμα της Κυριακής, 11 Νοεμ. 2007, Β63.

iv.Στο εξωτερικό ο Ζορμπάς και ο Τελευταίος πειρασμός έγιναν περισσότερο γνωστά ως κινηματογραφικές ταινίες των Μιχάλη Κακογιάννη και Μάρτιν Σκορτσέζε αντίστοιχα παρά ως μυθιστορήματα. […]

Στη διεθνή συλλογική φαντασία, το όνομα «Ζορμπάς» έχει καταστεί ένα είδος υπερβολικού, αν και αξιαγάπητου, στερεότυπου αντιπροσωπευτικού της νεότερης Ελλάδας. Σχεδόν κάθε τουρίστας, αλλά και κάθε φιλέλληνας σε ολόκληρο τον κόσμο, θα «εκτεθεί» υποχρεωτικά στο «χορό του Ζορμπά», το συρτάκι, που επινοήθηκε για το εν λόγω φιλμ, και στη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη. Στην Κρήτη, όπου εκτυλίσσεται η ιστορία του Ζορμπά, πολλές ταβέρνες φέρουν το όνομα του καζαντζακικού ήρωα. Πόσα, αλήθεια, ελληνικά εστιατόρια, μπαρ και νυχτερινά κέντρα σε ολόκληρο τον κόσμο δεν στηρίζονται στο όνομα «Ζορμπάς», στο ούζο, στη ρετσίνα και τη γαλανόλευκη για να διαφημίσουν τα ξεχωριστά εδέσματά τους;

Με τρόπο πιο μελαγχολικό, η κατακραυγή που ακολούθησε την προβολή της ταινίας του Μάρτιν Σκορσέζε με τον τίτλο Ο τελευταίος πειρασμός του Χριστού, κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά και στην Ελλάδα, το 1988, αποδεικνύεται εκ των υστέρων μια από τις πρώτες αψιμαχίες σε έναν πόλεμο που μπορεί να αποδειχτεί η πιο σημαντική σύγκρουση των πρώτων δεκαετιών του 21ου αιώνα — ανάμεσα στον θρησκευτικό φονταμενταλισμό και τον εκκοσμικευμένο «δυτικό» φιλελευθερισμό. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η πίεση των διαφόρων θρησκευτικών ομάδων στις αλυσίδες των κινηματογραφικών αιθουσών ήταν τόσο μεγάλη, που οδήγησε στην ουσιαστική απαγόρευση προβολής της ταινίας — και να σκεφτεί κανείς ότι όλα αυτά συνέβησαν πριν από μια εικοσαετία. Αυτό που, κυρίως, σκανδάλισε τις συντηρητικές θρησκευτικές ομάδες ήταν οι σεξουαλικές σκηνές, στις οποίες συμμετέχουν ο Ιησούς και η Μαρία η Μαγδαληνή. Ωστόσο, η αντίληψη ότι ο Θεάνθρωπος μπορούσε να έχει γήινες επιθυμίες κατά τη διάρκεια της εγκόσμιας ζωής του, όπως και το ευφυές εύρημα να παρουσιαστούν οι επιθυμίες αυτές ως φαντασιώσεις του την ώρα που βρισκόταν πάνω στο σταυρό, δεν ανήκουν στον Σκορσέζε, αλλά στον Καζαντζάκη, ο οποίος είχε τολμήσει να φανταστεί όλα αυτά τα πράγματα σαράντα περίπου χρόνια νωρίτερα.

Παρ’ όλα αυτά, ακόμα κι αν στις μέρες μας το όνομά του δεν είναι στα χείλη κάθε ανθρώπου, ο Καζαντζάκης δεν τα πήγε και τόσο άσχημα, αν λάβει κανείς υπόψη του ότι πρόκειται για συγγραφέα που έχει πεθάνει εδώ και μισόν αιώνα. Στην Ελλάδα και στην Κύπρο, όλα σχεδόν τα έργα του κυκλοφορούν συνεχώς σε ανατυπώσεις από τις Εκδόσεις Καζαντζάκη (πρώην Εκδόσεις Ελένη Καζαντζάκη). Στην Αγγλία, και τα εφτά μυθιστορήματα, που εδραίωσαν τη διεθνή φήμη του κατά τη διάρκεια των τελευταίων δέκα χρόνων της ζωής του, βρίσκονται ακόμα στα βιβλιοπωλεία […]. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, μόνο ο Ζορμπάς και ο Τελευταίος πειρασμός κυκλοφορούν ακόμα από τον αρχικό εκδοτικό οίκο, τον Simon and Schuster, αν και μπορεί να βρει κανείς και άλλα μεταφρασμένα έργα του Καζαντζάκη. Σε ό,τι αφορά τα γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά και ισπανικά, και τις γλώσσες της Ανατολικής Ευρώπης, τα μείζονα έργα του κυκλοφορούν, αν και όχι πάντοτε από μεγάλους και γνωστούς εκδοτικούς οίκους.

Roderick Beaton, «Εισαγωγή», μτφ. Θανάσης Κατσικερός. Εισαγωγή στο έργο του Καζαντζάκη. Επιλογή κριτικών κειμένων, επιμ. Roderick Beaton, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2011, ιε΄-ιζ΄.

v.Θα συνεχίσουμε να διαβάζουμε Καζαντζάκη και στον 21ο αιώνα; Αν η απάντηση είναι «ναι», πολύ αμφιβάλλω ότι θα συνεχίσουμε να τον διαβάζουμε είτε λόγω του εξωτισμού του είτε λόγω του μεγάλου πλούτου των συναισθημάτων, να μην αναφερθώ και στη σχέση του με τα παιδιά των λουλουδιών. Ωστόσο, ίσως θα συνεχίσουμε να τον διαβάζουμε σαν έναν στοχαστή που κάνει πολύ ενδιαφέρουσες σκέψεις πάνω στη θρησκεία. […]

[…] Όπως ο Conrad ξαναγεννήθηκε για τον 20ό αιώνα χάρη στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, έτσι και ο Καζαντζάκης τώρα ξαναγεννιέται για τις ανάγκες του 21ου αιώνα χάρη στη συνεχιζόμενη διαμάχη ανάμεσα στις παραδοσιακές απόψεις και την επιστημονική αλήθεια. Κατά κάποιο τρόπο, θα ήταν ωραία να ήταν ο συγγραφέας ξεπερασμένος επειδή δεν θα τον χρειαζόμασταν πια. Τα μαθήματα όμως που παίρνουμε από τον Ζορμπά για τη ματαιότητα του εθνικισμού και του πολέμου, από τον Φώτη για την αντοχή σε πείσμα της ήττας, απ’ τον Ιησού στον Τελευταίο Πειρασμό για το πώς η πνευματική ζωή έχει ανάγκη να εξελιχθεί όπως και όλα τα άλλα πράγματα, από τον Οδυσσέα για την πιθανότητα μιας μετάβασης από τη ζωή μέσω των αισθημάτων στην ηθική ζωή και τελικά στη θρησκευτική ζωή ολοένα και περισσότερο συνδεόμενη με τη Μηδαμινότητα, απ’ την Ασκητική για την ανάγκη κάθε τόσο μιας σιωπής που θα δρα σαν βόμβα για να ανατινάξει την ανούσια πολυπλοκότητα που έχει προηγηθεί, από τον Άγιο Φραγκίσκο για τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να αντέξουμε την καταβαράθρωση των οραμάτων μας από την τετριμμένη καθημερινότητα της ζωής, από κάθε χαρακτήρα των μυθιστορημάτων και των θεατρικών του για την συνεχή παρουσία της δαρβινικής εξέλιξης — όλα αυτά, αλίμονο, είναι απολύτως απαραίτητα στον 21ο αιώνα που περνάμε, φαινόμενο που ο Καζαντζάκης θα ονόμαζε «η μεταβατική μας εποχή». Προέβλεψε ότι θα διαρκούσε διακόσια χρόνια. Άρα, ίσως, ο Καζαντζάκης θα εξακολουθήσει να είναι απαραίτητος και να διαβάζεται όχι μόνο κατά τον 21ο αιώνα αλλά και στον 22ο!
Peter Bien, «Γιατί να διαβάζουμε Καζαντζάκη τον 21ο αιώνα;», μτφ. Μανώλης Αρετουλάκης, περ. Θέματα Λογοτεχνίας, τχ. 35 (Μάιος-Αύγ. 2007) 189 & 191-192.




Έλληνες του Πνεύματος και της Τέχνης: Νίκος Καζαντζάκης


Ο Στέλιος Μάινας παρουσιάζει τη ζωή και το έργο του Νίκου Καζαντζάκη. Ο γνωστός ηθοποιός, περιδιαβαίνει το άγριο κρητικό τοπίο. Περπατά στο λιμάνι και στα τείχη του Ηρακλείου, αλλά και στην Αίγινα και στην Αθήνα. Καλεί όλους να ακολουθήσουν τα βήματα του Καζαντζάκη στο γεωγραφικό και πνευματικό ταξίδι της ζωής του. Αυτή η πορεία, μαζί με το σπάνιο φωτογραφικό, και οπτικοακουστικό υλικό και τις μαρτυρίες και συνεντεύξεις ανθρώπων που τον γνώρισαν και μελέτησαν τη ζωή και το έργο του, σχηματίζει τη «βασανισμένη» και ελεύθερη μορφή ενός σύγχρονου Οδυσσέα. Ένας Οδυσσέας που ταξίδευε από τόπο σε τόπο και από ιδέα σε ιδέα χωρίς να στέκεται να ησυχάσει πουθενά. Για τον Νίκο Καζαντζάκη μιλούν: ο Γιώργος Γραμματικάκης, η ποιήτρια και βαφτισιμιά του Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, η συγγραφέας και καθηγήτρια βυζαντινών και νεοελληνικών σπουδών του Πανεπιστημίου Κρήτης Αγγέλα Καστρινάκη. 


Δείτε επίσης 




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου