Ο Δημήτρης Δούκαρης (1925- 5 Απριλίου 1982) ήταν Έλληνας ποιητής, συγγραφέας και δοκιμιογράφος της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς.
Ο Δούκαρης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1925. Η καταγωγή του ήταν από τη Μικρασία. Σπούδασε νομικά (1942-1947) στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ως νέος συμμετέσχε στην Εθνική Αντίσταση μέσω του ΕΑΜ το διάστημα 1942-1944. Συμμετείχε στον κύκλο Καζαντζάκη της Τέας Ανεμογιάννη, όπου ήρθε σ' επαφή με τον Θεόφιλο Δ. Φραγκόπουλο, τον Κορνήλιο Καστοριάδη, τη Μιμίκα Κρανάκη, τον Κώστα Αξελό κ.ά. Υπέστη πολλές διώξεις λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων: εξορίστηκε στην Ικαρία το 1947, εκτοπίστηκε στη Μακρόνησο την περίοδο 1947-1950 (Β΄ ΕΤΟ) και στο στρατόπεδο Σπάτων τον Ιούλιο του 1955.
Η εισβολή των Σοβιετικών στην Ουγγαρία τον έκανε να αναθεωρήσει τις απόψεις του και να απομακρυνθεί από το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας. Κατά την περίοδο 1958-1970 έζησε στο εξωτερικό, κυρίως στην Αφρική.
Διετέλεσε συνεργάτης των περιοδικών «Νέα Σύνορα», «Επιθεώρηση Τέχνης», «Καινούρια Εποχή». Υπήρξε επίσης συνεργάτης της εφημερίδας «Η Αυγή» την περίοδο Σεπτεμβρίου - Δεκεμβρίου 1974.
Το διάστημα 1976-1982 διεύθυνε το περιοδικό «Τομές». Βασικές αρχές του περιοδικού, όπως την παρουσίασε σε κείμενό του ήταν: «έρευνα και διάλογος. Οι 'Τομές' δεν εκφράζουν την ιδεολογία καμιάς πολιτικής ομάδας, ούτε τις απόψεις ορισμένου κύκλου. Το περιοδικό μας είναι και θα μείνει ένα ανεξάρτητο και ελεύθερο βήμα για κάθε ανεξάρτητο και ελεύθερο πνεύμα».
Πρωτοπαρουσιάστηκε στα γράμματα με την ποιητική συλλογή «Προσευχές» το 1950. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, ιταλικά, πολωνικά, ρουμανικά και βουλγαρικά.
Το έργο του
Ο Δημήτρης Δούκαρης είναι ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς.
Με αφορμή την ποιητική συλλογή «Περιοχές» ο Ανδρέας Καραντώνης έγραψε στη «Νέα Εστία» (τεύχος 756): «ο Δούκαρης είναι συγκρατημένος, άμεσος, εγκεφαλικός, σχεδόν στεγνός. Όμως εγκεφαλικός και στεγνός ως προς την ποιητική έκφραση, όχι ως προς το περιεχόμενο των στίχων του που προέρχεται από μια επεξεργασία συγκινήσεων και ανησυχιών, στοχασμών, αμφιταλαντεύσεων, που προσδίνουν μιαν ανώτερη πνευματικότητα και μια συνείδηση ποιητή … Στις «Περιοχές» έχουμε να κάνουμε με μια ποίηση ψυχολογική που εξερευνά και αποδίνει εμπειρίες με μια αμεσότητα και λιτότητα εκφράσεως κυμαινόμενης μεταξύ ποιήσεως και πρόζας … Τα θέματά του είναι η σιωπή, η μουσική, ο έρως, η φιλία, η φθορά, η μόνωση, η επανάσταση, ο θάνατος, η νοσταλγία και άλλα συναφή, περισσότερο ή λιγώτερο ατομικά θέματα».
Ήταν μέλος της Εταιρείας Ελλήνων λογοτεχνών.
Πέθανε στις 5 Απριλίου 1982.
Ὁ Δ. Δούκαρης οἰκογενειακῶς, κάπου στο Ἀκρωτήριον τῆς Καλῆς Ἐλπίδος.
Δεκαετία τοῦ 1950
ΔΙΚΗ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΛΟΥΜΠΙΔΗΑπό τη Σωτηρία του υπόκωφου θάνατου
έως τη σωτηρία της ψυχής σου,
πάνου στο πήλινο Γουδί του αθάνατου
πόνου,
στενή κι αδιάβατος, τραχεία η οδός –
κι απ’ όσες βάραιναν σκλαβιές τον κλήρο σου,
απ’ όσες λευτεριές σκαρφάλωναν
στο τιμημένο της ζωής σου όραμα:
η Ελευθερία του Σταυρού,
στερνό μίλημα της άφθαρτης γαλήνης σου –
ενώπιος ενωπίω στη μοναξιά σου
κι η αχή σου ν’ αντηχεί εν τη ερήμω∙
ολούθε σε τυλίγουν οι κραυγές: τον Βαραββάν,
πάντοτε κι απανταχού οι κραυγές: τον Βαραββάν –
όχι εσένα, προ παντός, όχι ε σ έ ν α∙
την ιερή πλήρωση του κύκλου σου,
το σιωπηλό σπασμό του χρέους,
την κρυφή αγωνία του σκαμένου μαρτύριου –
ώ, σιγαληνή αδημονία του:
ο ποιείς, ποίησον τάχιον,
κι οι φρουροί ένα γύρω μ’ εξαντλητική καθυστέρηση
και μήτε ποιητής, μήτε τ’ ουρανού τα κύματα,
να χαιρετίζουν το μήνυμα της ολοδικής σου Ειρήνης,
στο τελευταίο της λευτεριάς σου βλέμμα –
γιέ, αλγεινής μοίρας,
απόστολε της έσχατης ερήμωσης∙
το στεφάνι σου εξ ακανθών, μαρμάρινο στεφάνι,
στ’ αναρτημένα λείψανα της εποχής μας.
http://www.poiein.gr/
✧ ✧ ✧ ✧
✧ ✧ ✧ ✧
Τα δάκρυα
Θέλω να γράψω ένα ποίημα πιο αγέρωχο
απ’ το αλμυρό νερό,
ένα ποίημα εκκωφαντικό και υπόκωφο
σαν την ισόβια δύναμη της θάλασσας·
θέλω να γράψω ένα ποίημα εσωτερικά ζεστό
όπως το αίμα, που δε χρειάζεται τις λέξεις,
ένα ποίημα που να υπάρχει χωρίς λέξεις·
αλλά δε βρήκα τις αμίλητες λέξεις,
με έχουν βρει μονάχα, όπως γράφω τώρα,
τα δάκρυα —
θα μαζέψω όλα τα δάκρυα
κι εκείνα που μου ξέφυγαν μπροστά σε άλλους,
και τα ορμητικά που έτρεξαν,
σαν αφρικάνικος καταρράχτης,
πάνω στο πρόσωπο μου,
σε αναρίθμητους καιρούς·
θα μαζέψω όλα τα δάκρυα κι απ’ τα πολλά αθώα
μάτια που αγάπησα παράφορα,
αλλά κι απ’ τα διαφορετικά μάτια
που έτυχε ασυλλόγιστα να με μισήσουν.
Γιατί μια μέρα, θα τα σκεπάσει όλα
το αλμυρό νερό,
θα πνίξει τις λέξεις και θ’ αλλάξουν τα χρώματα,
αλλά θα μείνει το ποίημα με τα δάκρυα,
για να το βρουν τα άλλα δάκρυα
που περιμένουν,
ακόμη αγέννητα,
στο βυθό.
http://www.poiein.gr/
✧ ✧ ✧ ✧
Οι λέξεις της Πυθίας
“Αν κατεβαίνουν βράχοι απ’ τα βουνά
και φράζουν το λαρύγγι μου τις νύχτες,
δεν είναι γιατί έπαιξαν το ρόλο τους
και στη δική μου τη ζωή οι Φαιδριάδες.
Άλλα αυτά τα διφορούμενα χαρτιά
με τις ασάφειες στις λέξεις της Πυθίας.
Οι διφορούμενες κομματικές αποφάσεις,
οι διφορούμενες φιλικές σχέσεις,
τα διφορούμενα οργανωτικά —
μια ολόκληρη ζωή
σε διφορούμενες διασυνδέσεις.
Με τις λέξεις της Πυθίας ακολουθήσαμε
τη μια πράξη μετά την άλλη,
και μονάχα μία πράξη δε χωράει
λέξη διφορούμενη. Η τελευταία
που μας άφησε η Πυθία να τη μαντεύσομε
ολομόναχοι'
τώρα που ζήσαμε ολομόναχοι,
αγαπήσαμε ολομόναχοι,
προδοθήκαμε
και μείναμε ολομόναχοι
ως αυτή την ακροθαλασσιά,
απέναντι
στο πέτρινο πρόσωπο
http://www.poiein.gr/
✧ ✧ ✧ ✧
Τα οράματα των πεθαμένων
ι
Μέρα στυγνή, μέρα αποτρόπαιη,
μετρημένη με το σταγονόμετρο,
μέρα που μεταφέρεις,
με το ρυθμικό σου βάδισμα,
το αναπότρεπτο,
χασομέρισε λίγο το αλμυρό νερό σου
σ’ αυτό τον ταπεινό και άνισο
βράχο,
πίσω από τις καλαμιές —
μονάχα φωτοσκιάσεις δυσανάγνωστες
έχει απ’ τη ζωή μας,
νυχτερινές παραχαράξεις,
λιγοστές και σκόρπιες λέξεις
απ’ τα τίμια και ιερά,
τα προαιώνια συνθήματα.
Κι αν μας επέβαλαν τη διφορούμενη γλώσσα,
εμείς πρόθυμοι δώσαμε σφουγγάρια
πνιγμένα στο αίμα μας,για να σβήσουν
κάθε διφορούμενη γλώσσα.
II
Κι αν έρθουν άλλοι αγώνες,
κι αν έρθουν άλλοι σκοτωμοί,
κι αν έρθει πείνα
και απόσπασμα
και φονικό,
μέρα στυγνή, μέρα αποτρόπαιη
που με το αλμυρό νερό σου
σκεπάζεις αδιάφορη τους αιώνες,
χασομέρησε στο μοναχικό βράχο
πίσω από τις καλαμιές.
Εδώ σταθήκαμε όρθιοι,
αγωνιστήκαμε όρθιοι,
γι’ αυτό κρατάμε όρθιοι
και τα οράματα
των δικών μας πεθαμένων.
(Επιλογή Σ.Π. από το βιβλίο του Δημήτρη Δούκαρη “το πέτρινο πρόσωπο', Εκδόσεις Τομές, Αθήνα 1979)
http://www.poiein.gr/
✧ ✧ ✧ ✧
Τα φιλιά
Το μόνο που θυμάμαι
Είναι τα φιλιά,
Ολες οι άλλες λεπτομέρειες
Μου διαφεύγουν –
Σώμα, κινήσεις,
Διαγράμματα
Και τα λοιπά.
Το μόνο που θυμάμαι
Είναι τα φιλιά
στα χείλια,
Σα χαρακιές στα χείλια –
Το πάθος
Αισθάνομαι ακόμη
Πάνω στα χείλια
Σαν απόγνωση
Τα φιλιά.
http://oropedio.blogspot.gr/
✧ ✧ ✧ ✧
Οι λέξεις της Πυθίας
“Αν κατεβαίνουν βράχοι απ’ τα βουνά
και φράζουν το λαρύγγι μου τις νύχτες,
δεν είναι γιατί έπαιξαν το ρόλο τους
και στη δική μου τη ζωή οι Φαιδριάδες.
Άλλα αυτά τα διφορούμενα χαρτιά
με τις ασάφειες στις λέξεις της Πυθίας.
Οι διφορούμενες κομματικές αποφάσεις,
οι διφορούμενες φιλικές σχέσεις,
τα διφορούμενα οργανωτικά —
μια ολόκληρη ζωή
σε διφορούμενες διασυνδέσεις.
Με τις λέξεις της Πυθίας ακολουθήσαμε
τη μια πράξη μετά την άλλη,
και μονάχα μία πράξη δε χωράει
λέξη διφορούμενη. Η τελευταία
που μας άφησε η Πυθία να τη μαντεύσομε
ολομόναχοι'
τώρα που ζήσαμε ολομόναχοι,
αγαπήσαμε ολομόναχοι,
προδοθήκαμε
και μείναμε ολομόναχοι
ως αυτή την ακροθαλασσιά,
απέναντι
στο πέτρινο πρόσωπο
http://www.poiein.gr/
✧ ✧ ✧ ✧
Τα οράματα των πεθαμένων
ι
Μέρα στυγνή, μέρα αποτρόπαιη,
μετρημένη με το σταγονόμετρο,
μέρα που μεταφέρεις,
με το ρυθμικό σου βάδισμα,
το αναπότρεπτο,
χασομέρισε λίγο το αλμυρό νερό σου
σ’ αυτό τον ταπεινό και άνισο
βράχο,
πίσω από τις καλαμιές —
μονάχα φωτοσκιάσεις δυσανάγνωστες
έχει απ’ τη ζωή μας,
νυχτερινές παραχαράξεις,
λιγοστές και σκόρπιες λέξεις
απ’ τα τίμια και ιερά,
τα προαιώνια συνθήματα.
Κι αν μας επέβαλαν τη διφορούμενη γλώσσα,
εμείς πρόθυμοι δώσαμε σφουγγάρια
πνιγμένα στο αίμα μας,για να σβήσουν
κάθε διφορούμενη γλώσσα.
II
Κι αν έρθουν άλλοι αγώνες,
κι αν έρθουν άλλοι σκοτωμοί,
κι αν έρθει πείνα
και απόσπασμα
και φονικό,
μέρα στυγνή, μέρα αποτρόπαιη
που με το αλμυρό νερό σου
σκεπάζεις αδιάφορη τους αιώνες,
χασομέρησε στο μοναχικό βράχο
πίσω από τις καλαμιές.
Εδώ σταθήκαμε όρθιοι,
αγωνιστήκαμε όρθιοι,
γι’ αυτό κρατάμε όρθιοι
και τα οράματα
των δικών μας πεθαμένων.
(Επιλογή Σ.Π. από το βιβλίο του Δημήτρη Δούκαρη “το πέτρινο πρόσωπο', Εκδόσεις Τομές, Αθήνα 1979)
http://www.poiein.gr/
✧ ✧ ✧ ✧
Τα φιλιά
Το μόνο που θυμάμαι
Είναι τα φιλιά,
Ολες οι άλλες λεπτομέρειες
Μου διαφεύγουν –
Σώμα, κινήσεις,
Διαγράμματα
Και τα λοιπά.
Το μόνο που θυμάμαι
Είναι τα φιλιά
στα χείλια,
Σα χαρακιές στα χείλια –
Το πάθος
Αισθάνομαι ακόμη
Πάνω στα χείλια
Σαν απόγνωση
Τα φιλιά.
http://oropedio.blogspot.gr/
✧ ✧ ✧ ✧
Σε είπανε ΘεόΣε είπανε Θεό
και δε Σε πίστεψα,
γιατί αν ήσουνα
θάχες φόβο,
θάχες τρόμο
θάχες ντροπή
γιατί αν ήσουνα
θα Σε λυπόμουν.
Σε είπαν επανάσταση
και Σ’ ακολούθησα,
ήθελα να γκρεμίσεις,
ήθελα να χτίσεις,
ήθελα να τελειώσεις
και ν’ αρχίσεις,
ήθελα ν’ αλλάξεις
κι Εσύ
κι εγώ –
και μ’ άφησες στους πέντε δρόμους.
https://poihtikhalitheia.wordpress.com/
Giacomino
«Στο Giacomino, το ιταλικό ρεστωράν
του Τζοχάννεσμπουργκ,
βρίσκεις πάντοτε καλά φαγητά»,
έλεγε η φίλη, με μια πίκρα αβάσταχτη,
αβάσταχτη·
όταν σερβίριζε ο Ινδός υπάλληλος
κι έκαναν κρότο υπερμεγέθη,
τα πιάτα και τα ποτήρια κι ο γείτονας·
-- «εγώ αγαπάω και πιστεύω στα χρήματα»,
-- «στο Durban έχουνε πιο υψηλούς μισθούς»,
-- «πώς θα ζήσομε με τέσσερις λίρες,
ώς το τέλος του μηνός»·
ύστερα τα πιάτα και τα ποτήρια κι ο γείτονας
κι οι Χρυσοί Λόφοι στο βάθος –
πώς θα ζήσομε με τόσους Χρυσούς Λόφους,
που ανατρέπουν τον ορίζοντα
κι όλο καρφώνουν ανάμεσα στα μάτια μας
σχέδια και γράμματα εφιαλτικά –
-- «μα πώς θα ζήσομε;»,
με τους ακούραστους ουρανοξύστες παρατεταγμένους
στην κομψή στάση της αδιαφορίας,
σεμνή ακολουθία
της μακάβριας γεωμετρίας των δρόμων—
κι όλο βιαστικοί να περνούν αδιάκοπα,
να περνούν, να περνούν, αδιάκοπα—
χωρίς κανένας να κοιτάζει
στο Giacomino,
το ιταλικό ρεστωράν του Τζοχάννεσμπουργκ.
(Δημοσιεύτηκε στην «Επιθεώρηση Τέχνης», τ. 55-56, Ιούλιος-Αύγουστος 1959, σελ. 17)
Giacomino
«Στο Giacomino, το ιταλικό ρεστωράν
του Τζοχάννεσμπουργκ,
βρίσκεις πάντοτε καλά φαγητά»,
έλεγε η φίλη, με μια πίκρα αβάσταχτη,
αβάσταχτη·
όταν σερβίριζε ο Ινδός υπάλληλος
κι έκαναν κρότο υπερμεγέθη,
τα πιάτα και τα ποτήρια κι ο γείτονας·
-- «εγώ αγαπάω και πιστεύω στα χρήματα»,
-- «στο Durban έχουνε πιο υψηλούς μισθούς»,
-- «πώς θα ζήσομε με τέσσερις λίρες,
ώς το τέλος του μηνός»·
ύστερα τα πιάτα και τα ποτήρια κι ο γείτονας
κι οι Χρυσοί Λόφοι στο βάθος –
πώς θα ζήσομε με τόσους Χρυσούς Λόφους,
που ανατρέπουν τον ορίζοντα
κι όλο καρφώνουν ανάμεσα στα μάτια μας
σχέδια και γράμματα εφιαλτικά –
-- «μα πώς θα ζήσομε;»,
με τους ακούραστους ουρανοξύστες παρατεταγμένους
στην κομψή στάση της αδιαφορίας,
σεμνή ακολουθία
της μακάβριας γεωμετρίας των δρόμων—
κι όλο βιαστικοί να περνούν αδιάκοπα,
να περνούν, να περνούν, αδιάκοπα—
χωρίς κανένας να κοιτάζει
στο Giacomino,
το ιταλικό ρεστωράν του Τζοχάννεσμπουργκ.
(Δημοσιεύτηκε στην «Επιθεώρηση Τέχνης», τ. 55-56, Ιούλιος-Αύγουστος 1959, σελ. 17)
✧ ✧ ✧ ✧
Εξορία
Γνώρισα τη γεύση του νησιού,
τη σκληρή του όψη· τ' άγρια,
τ' απότομα βράχια,
τους πονεμένους γλάρους να πετούν,
κρώζοντας το πένθιμο εμβατήριο
της τελευταίας προσπάθειας,
που χάθηκε αναπάντεχα,
στο ελπιδοφόρο της πέταγμα,
μες στους συννεφιασμένους κυματισμούς·
της μίλησα σιγανά όταν
τα κύματα έπνιγαν το λαιμό της
και άπληστα οι αφροί ετοιμάζονταν να καταπιούν
τα σοβαρά μάτια της·
την όρκισα στο μεγάλο Θεό,
στη φλογερή μου πίστη·
γιατί το χέρι που δεν έζησε τραυματισμό,
που γονάτισε μονάχα τις ώρες της Προσευχής,
χαραγμένο ξεχώριζε καθαρά
στα σοβαρά μάτια της —
στη θαμπή λάμψη τους,
στην πικρή ομορφιά τους.
[πηγή: Δημήτρης Δούκαρης, Τα ποιήματα. Τόμος πρώτος. Παραγραφή (1944-1964), Θέμα / Έλληνες ποιητές, Αθήνα 1988, σ. 15]
✧ ✧ ✧ ✧
I
Ακούω το θόρυβο του ποιήματος όπως σκαρφαλώνει απότομα απ΄ το βάθος της καταπακτής αισθάνομαι ακατάσχετη τη διαδρομή του— κάνω κινήσεις για ν αποφύγω την πολιορκία στο λαιμό, την ξαφνική νύχτα στα μάτια, τις σεισμικές δονήσεις του λυγμού.
II
Ακούω το θόρυβο του ποιήματος
και καταφεύγω ανάστατος
στο σωσίβιο χαρτί,
για να περάσουν οι λέξεις
χωρίς συνωστισμό
μία-μία ν΄ ανέβουν την κλίμακα
και να σταθούν απέριττες,
με τάξη άμεμπτη σιωπηλές,
στην αναπότρεπτη ακινησία τους.
III
Mε ακολουθεί ο θόρυβος του ποιήματος
όπως αποχωρίζομαι
το σωσίβιο χαρτί
μονάχα έμενα ακολουθεί
που γνωρίζω, με λεπτομέρειες,
πόσο επικίνδυνη
υπήρξε η διαδρομή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου