Ο Σέρτζιο Λεόνε, ορθότερα Σέρτζο Λεόνε (ιταλ. Sergio Leone, 3 Ιανουαρίου 1929 - 30 Απριλίου 1989) ήταν Ιταλός σκηνοθέτης. Έγινε γνωστός και έμεινε στην ιστορία για τα αποκαλούμενα «σπαγγέτι γουέστερν» του καθώς και για το χαρακτηριστικό τρόπο κινηματογράφησης του, όπου συχνά αντιπαραθέτει πολύ κοντινά πλάνα, γκρο πλαν, (close-ups) με μακρινές λήψεις (long shots).
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Ρώμη. Ο πατέρας του, Βιτσέντζο Λεόνε, ήταν από ένας τους πρώτους σκηνοθέτες του Ιταλικού κινηματογράφου (με το ψευδώνυμο Ρομπέρτο Ρομπέρτι) και η μητέρα του ηθοποιός. Άρχισε να δουλεύει στον κινηματογράφο σε ηλικία 18 ετών. Ξεκίνησε γράφοντας σενάρια στη δεκαετία του '50 για τα επονομαζόμενα «πέπλα» (ψευδοϊστορικά έπη χαμηλού προϋπολογισμού) που ήταν εξαιρετικά δημοφιλή εκείνη την εποχή. Παράλληλα εργάστηκε σαν βοηθός σκηνοθέτη σε γνωστές Χολιγουντιανές παραγωγές που γυρίστηκαν στα περίφημα στούντιο της Τσινετσιτά, μεταξύ των οποίων τα Κβο Βάντις (1951) και Μπεν Χουρ (1959).
Το 1959 στη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας Οι Τελευταίες Μέρες της Πομπηίας ο βασικός σκηνοθέτης Μάριο Μπονάρντ αρρώστησε βαριά και οι παραγωγοί ζήτησαν από το Λεόνε, που εργάζονταν σαν βοηθός σκηνοθέτη, να ολοκληρώσει την ταινία. Όταν δυο χρόνια αργότερα κλήθηκε να σκηνοθετήσει τον Κολοσσό της Ρόδου είχε ήδη την εμπειρία για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις τέτοιων παραγωγών.
Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '60 η απήχηση των ιστορικών επών εκφυλίστηκε, ο Λεόνε εντούτοις είχε την τύχη να βρίσκεται ανάμεσα στους πρωτοπόρους που ασχολήθηκαν με το ανερχόμενο τότε είδος των γουέστερν. Η ταινία του Για Μια Χούφτα Δολάρια (Per un pugno di dollari, 1964) υπήρξε μια από τις πρώτες (και πολύ επιτυχημένες) προσπάθειες στο είδος του «σπαγγέτι γουέστερν». Βασισμένο στο Ιαπωνικό ιστορικό έπος του Ακίρα Κουροσάβα, Yojimbo (1961), προκάλεσε νομικές διαμάχες με τον Ιάπωνα δημιουργό. Έμεινε επίσης στην ιστορία ως η ταινία που καθιέρωσε τον Κλιντ Ίστγουντ, έναν άγνωστο μέχρι τότε τηλεοπτικό ηθοποιό, σαν παγκόσμιο αστέρα.
Η ατμόσφαιρα της ταινίας, αποτέλεσμα εν μέρει του μικρού προϋπολογισμού και των Ισπανικών τοπίων που χρησιμοποιήθηκαν, παρουσίασε ένα τραχύ, βίαιο και ηθικά περίπλοκο όραμα της Αμερικανικής Δύσης, που αν και αποτελούσε φόρο τιμής στα παραδοσιακά Αμερικανικά γουέστερν, διαφοροποιούνταν σημαντικά από αυτά σε επίπεδο ιστορίας, πλοκής, διάθεσης και σκιαγράφησης των χαρακτήρων. Ο Λεόνε επάξια αναγνωρίζεται σαν ο αναμορφωτής του σύγχρονου γουέστερν δημιουργώντας ένα ρεύμα που επηρέασε όλα τα μελλοντικά γουέστερν αλλά και διαφορετικά είδη ταινιών. Στα κλασσικά γουέστερν οι ήρωες των ταινιών, καλοί και κακοί, παρουσιάζονταν πάντα ατσαλάκωτοι και καθαροί, ενώ η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο ήθος του καθενός ήταν πάντα τονισμένη και ευδιάκριτη (με τη βοήθεια ακόμα και των ρούχων τους, οι καλοί φορούσαν πάντα άσπρο καπέλο, ενώ οι κακοί μαύρο). Οι χαρακτήρες του Λεόνε αντιθέτως υπήρξαν πολύ πιο "ρεαλιστικοί" και περίπλοκοι. Συνήθως ήταν μοναχικά-αντικοινωνικά όντα, που σπάνια πλένοταν ή ξυρίζονταν, έδειχναν βρώμικοι και είχαν βεβαρημένο παρελθόν. Ο αμφίσημος χαρακτήρας τους ανάλογα με τις περιστάσεις μετατρέπονταν από συμπονετικός και γενναιόδωρος σε βάρβαρο, κυνικά εγωιστή και καιροσκοπικό. Αυτή η αίσθηση ρεαλισμού επηρεάζει ακόμα και σήμερα τα γουέστερν που γυρίζονται. Πολλοί αποκάλεσαν ειρωνεία το γεγονός ότι ένας Ιταλός, που δεν μίλαγε Αγγλικά και δεν είχε ποτέ του αντικρίσει την Αμερικάνική Δύση μπόρεσε σχεδόν μεμιάς να αλλάξει για πάντα την αρχετυπική εικόνα του «καουμπόι».
Οι δύο επόμενες ταινίες του, Μονομαχία Στο Ελ Πάσο (1965) και Ο Καλός, Ο Κακός και ο Άσχημος (1966), ολοκλήρωσαν την τριλογία, με την κάθε μια να είναι εμπορικά πιο επιτυχημένη και τεχνικά αρτιότερη από την προηγούμενη. Τη μουσική και στις τρεις αυτές ταινίες υπογράφει ο παραγωγικότατος συμπατριώτης του Λεόνε και θρύλος σήμερα της μουσικής, Ένιο Μορικόνε. Ο Λεόνε είχε αναπτύξει έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο κινηματογράφησης γύριζοντας τις σκηνές των ταινιών του με υπόκρουση την μουσική του Μορικόνε. Οι περισσότεροι κριτικοί συμφωνούν ότι Ο Καλός, Ο Κακός και ο Άσχημος ήταν η κορυφαία ταινία της τριλογίας.
Με εφαλτήριο την επιτυχία της τριλογίας του, το 1967 εκκλήθει στην Αμερική προκειμένου να σκηνοθετήσει αυτό που ήλπιζε να αποτελέσει το αριστούργημα του, το φιλόδοξο Κάποτε στη Δύση, για λογαριασμό της Paramount Pictures. Γυρισμένο ως επί το πλείστον σε Ισπανία και Ιταλία και εν μέρη στο Μόνιουμεντ Βάλεϊ της Γιούτα και με πρωταγωνιστές τους Χένρι Φόντα, Τσαρλς Μπρόνσον και Κλαούντια Καρντινάλε, αποτελούσε μια εκτεταμένη, συχνά βίαια και ονειρική φιλοσόφιση πάνω στη μυθολογία της Αμερικανικής Δύσης. Την ιστορία έγραψαν οι Μπερνάρντο Μπερτολούτσι και Ντάριο Αρτζέντο (με σημαντικές μετέπειτα καριέρες ως σκηνοθέτες) και το σενάριο υπέγραψε ο μακροχρόνιος φίλος και συνεργάτης του Λεόνε, Σέρτζιο Ντονάτι. Οι υπεύθυνου της Paramount ξαναμοντάρισαν το υλικό πριν τη διανομή του στις αίθουσες με αποτέλεσμα την εμπορική του αποτυχία στις Η.Π.Α. Στην Ευρώπη η ταινία έγινε επιτυχία και σήμερα θεωρείται από πολλούς ως η κορυφαία ταινία του δημιουργού.
Τα επόμενα χρόνια ο Λεόνε σκηνοθέτησε την ταινία A Fistful of Dynamite (Giù la testa, 1971), έκανε την παραγωγή σε έναν μικρό αριθμό ταινιών και δημιούργησε βραβευμένα τηλεοπτικά σποτ. Είχε απορρίψει την πρόταση να σκηνοθετήσει το Νονό για χάρη μιας άλλης γκανγκστερικής ιστορίας που είχε συλλάβει μερικά χρόνια πριν. Αφιέρωσε περισσότερα από δέκα χρόνια σε αυτή την παραγωγή που βασίζονταν στο βιβλίο του Harry Grey, "The Hoods" και εξιστορούσε τη ζωή τεσσάρων εβραϊκής καταγωγής γκάνγκστερ στη Νέα Υόρκη της εποχής του μεσοπολέμου. Το Κάποτε στην Αμερική (1984) με πρωταγωνιστές τους Ρόμπερτ Ντε Νίρο και Τζέημς Γουντς ήταν ακόμα μια φιλοσοφική ματιά πάνω σε έναν Αμερικανικό μύθο, το ρόλο της απληστίας και της βίας στη δύσκολη συνύπαρξη τους με έννοιες όπως εθνική καταγωγή και φιλία. Για μία ακόμη φορά το τελικό αποτέλεσμα κρίθηκε υπερβολικά μεγάλο σε διάρκεια και πολύ δηκτικό για τα στάνταρ του στούντιο, με αποτέλεσμα την δραστική περικοπή σκηνών (για την Αμερικανική αγορά μόνο) και την εμπορική αποτυχία. Στον υπόλοιπο κόσμο η ταινία προβλήθηκε χωρίς περικοπές στην πλήρη διάρκεια της (4 ώρες) και αποτέλεσε τόσο εμπορική όσο και καλλιτεχνική επιτυχία.
Τη χρονιά που πέθανε, το 1989, βρίσκονταν ήδη σε προχωρημένο στάδιο η προετοιμασία της επόμενης ταινίας του, ενός ιστορικού έπους που διαδραματίζονταν κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Λένινγκραντ στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Λεόνε ήταν διαβόητος για την ακόρεστη όρεξη του, κάτι που τον οδήγησε στην παχυσαρκία, παράγοντας που πιθανότατα συντέλεσε στο θάνατο του από έμφραγμα του μυοκαρδίου.
Αν και οι κριτικοί αρχικά δεν εκτίμησαν το έργο του, εξαιτίας της αρνητικής προκατάληψης απέναντι στα σπαγγέτι γουέστερν, σήμερα η αξία του Λέονε αναγνωρίζεται παγκοσμίως.
Φιλμογραφία
Οι Τελευταίες Μέρες της Πομπηίας (Gli ultimi giorni di Pompei, 1959) (Ο Λεόνε υπήρξε βοηθός σκηνοθέτη στη συγκεκριμένη ταινία, αλλά ανέλαβε την σκηνοθεσία όταν αρρώστησε ο βασικός σκηνοθέτης Mario Bonnard)
Ο Κολοσσός της Ρόδου (1961)
Για Μια Χούφτα Δολάρια (Per un pugno di dollari, 1964)
Μονομαχία Στο Ελ Πάσο (Per qualche dollaro in piu, 1965)
Ο Καλός, Ο Κακός και ο Άσχημος (Il buono, il brutto, il cattivo, 1966)
Κάποτε στη Δύση (C'era una volta il West, 1968)
A Fistful of Dynamite (Giù la testa, 1971)
Κάποτε στην Αμερική (C'era una volta in America, 1984)
Sergio Leone - Ennio Morricone
Του ΓΙΑΝΝΗ Ε. ΣΤΑΜΟΥ
( Από http://www.enet.gr/)
Σηματοδότησε την εξέλιξη και την αρχή ενός ολόκληρου κινηματογραφικού είδους, εισάγοντας τον όρο κινηματογραφική οπερετική βία και επαναπροσδιορίζοντας τη σημασία της στυλιζαρισμένης σκηνοθεσίας και της αντιστικτικής λειτουργίας της μουσικής. Το φιλμ του Σέρτζιο Λεόνε «Για μια χούφτα δολάρια» συμπλήρωσε 50 χρόνια ζωής, με τη συγκεκριμένη επέτειο να γιορτάζεται την τελευταία ημέρα του Φεστιβάλ των Κανών με την προβολή μιας αποκατεστημένης κόπιας.
Δύο αιώνες περίπου πριν από τα γυρίσματα της ταινίας, ο Κάρλο Γκολντόνι έγραφε μία από τις δημοφιλέστερες κωμωδίες του, τον «Υπηρέτη δύο αφεντάδων», που έμελλε να αποτελέσει όχι απλώς μια αφορμή για τη γέννηση του σπαγγέτι γουέστερν αλλά εν πολλοίς τη λυδία λίθο του, καθώς ο Λεόνε διασκεύαζε στο «Για μια χούφτα δολάρια» το «Γιοζίμπο» του Κουροσάβα, που με τη σειρά του είχε διασκευάσει το θεατρικό έργο του Βενετού κωμωδιογράφου. Στο πρώτο κείμενο του «Υπηρέτη δύο αφεντάδων», ο Κάρλο Γκολντόνι είχε αφήσει σκόπιμα κενά σημεία, ώστε ο καταξιωμένος ηθοποιός της εποχής Antonio Sacchi να ξεδιπλώσει τους αυτοσχεδιασμούς του στα πρότυπα της Κομέντια ντελ άρτε. Το κείμενο που έχουμε σήμερα αποτελεί ουσιαστικά ένα είδος επανεγγραφής, τόσο του Γκολντόνι όσο και των εν λόγω αυτοσχεδιασμών. Αν και διαφορετικό επίπεδο, αξίζει να σημειώσουμε ότι και ο Λεόνε άφηνε πολλά κενά σημεία στο σενάριο, τα οποία στη συνέχεια συμπλήρωνε πάνω στη μουσική του Ενιο Μορικόνε, επιτυγχάνοντας την απόλυτη αντίστιξη εικόνας και μουσικής.
Αν αποπειραθούμε να αναδείξουμε συνοπτικά τη σημαντικότερη θεματική διαφορά του σπαγγέτι γουέστερν με το παραδοσιακό αμερικάνικο μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '60, αυτή θεωρούμε ότι εστιάζεται στις επιρροές του Λεόνε από τον Βενετό κωμωδιογράφο. Οι ενέσεις κωμικότητας, και ο ατομικισμός ακόμη και των υποτιθέμενων «καλών» της υπόθεσης που παρατηρούνται στο νέο αυτό κινηματογραφικό είδος, δεν υπήρχαν στα αντίστοιχα φιλμ των Αμερικανών δημιουργών, που πρόβαλλαν αξίες όπως ο πατριωτισμός, η συντροφικότητα, η επικράτηση του υποτιθέμενου δίκαιου και ηθικού (ανεξάρτητα από το γεγονός ότι περιέγραφαν ουσιαστικά μια γενοκτονία), η ανδροπρέπεια ή ακόμη και η θρησκευτική ευλάβεια. Οι αξίες εν πολλοίς επί των οποίων υποτίθεται ότι οικοδομήθηκε η σύγχρονη Αμερική. Ακριβώς αυτό το μύθο αποδόμησε ο Λεόνε, συμπαρασύροντας και τις αρχετυπικές φιγούρες που είθισται να τον συνοδεύουν. Κωμικότητα και ρεαλισμός που δεν αφήνει περιθώρια σε μύθους.
Στο πρώτο γουέστερν του Λεόνε, που έκλεισε αισίως μισό αιώνα ζωής, ο πρωταγωνιστής φτάνει σε ένα χωριό και αναλαμβάνει να γίνει «μισθοφόρος» στην υπηρεσία δύο αντιμαχόμενων οικογενειών. Ο κουτοπόνηρος Τρουφαλδίνος του «Υπηρέτη δύο αφεντάδων» μεταμορφώνεται στο φιλμ του Λεόνε σε έναν πανέξυπνο τυχοδιώκτη που εκμεταλλεύεται την ανθρώπινη φαυλότητα και μνησικακία. Στις παρυφές του Διαφωτισμού και της ταξικά περιχαρακωμένης - συντηρητικής βενετικής κοινωνίας, ο Γκολντόνι δεν καταφέρνει μόνο να εξελίξει τη μέχρι τότε αυτοσχεδιαστική πρακτική της Κομέντια ντελ άρτε, αλλά και να διατυπώσει τη δυνατότητα κοινωνικής ανέλιξης του πρωταγωνιστή του, επισυνάπτοντας ταυτόχρονα τους κινδύνους που ενδημούν σε μια τέτοια διαδικασία αν αυτή δεν οικοδομείται σε ηθικά θεμέλια. Ο ατομικισμός δηλαδή του Τρουφαλδίνου, που αποτυπώνει το δίπολο μιας προσδοκίας και μιας απευχής, μεταμορφώνεται στον Λεόνε ως μια μονομερής συνθήκη που δεν είναι άλλη από την πραγματικότητα της Αγριας Δύσης. Τη βάση στην οποία οικοδομήθηκε η αμερικανική κοινωνία, αναπόσπαστο κομμάτι της οποίας υπήρξαν τα όπλα και ο νόμος του ισχυρού. Ο Γκολντόνι αντίστοιχα με τον «Υπηρέτη δύο αφεντάδων» εκθέτει υπαινικτικά το συντηρητισμό της βενετικής κοινωνίας αλλά και την ανεπάρκεια της άρχουσας τάξης, καθώς ένας κουτοπόνηρος υπηρέτης αμφίβολων ικανοτήτων επιτυγχάνει να τους εμπλέξει στα δίχτυα της πλεκτάνης του. Φαρσικά στοιχεία με εκλεπτυσμένη σάτιρα. Κοινωνική πραγματικότητα και εκλέπτυνση που συνοδοιπορεί με γκροτέσκ φιγούρες. Στερεοτυπικές συμπεριφορές αλλά και ρεαλισμός που συμφωνεί με την κοινωνική - πολιτική και οικονομική συνθήκη της Βενετίας του 18ου αιώνα. Ενας συνδυασμός ρεαλισμού και υπερβολής (πρωταρχικός κανόνας του κωμικού ύφους) που απαντάται και στα φιλμ του Λεόνε, όπου το στυλιζάρισμα και η οπερετική βία προστίθενται στον καμβά της πραγματικότητας.
Στο ρεαλιστικό αυτό πλαίσιο οι ήρωες του Λεόνε έχουν πετάξει τα πεντακάθαρα και καλοσιδερωμένα πουκάμισά τους (βλ. Τζον Γουέιν) και εμφανίζονται με τα προφανή. Ρούχα γεμάτα σκόνη και ιδρώτα. Πρόσωπα αξύριστα με έντονα τα σημάδια της συνεχούς περιπλάνησης και της κακουχίας. Δόντια σαπισμένα από τον καπνό και το αλκοόλ. Και αν ο ήρωας του Γκολντόνι ήταν ένας μετανάστης (καταγόταν από το Μπέργκαμο, με την υπόθεση να διαδραματίζεται στη Βενετία), οι ήρωες του Λεόνε ήταν απάτριδες, ακόμη και χωρίς κανένα δηλωτικό της ταυτότητάς τους. Ποτέ δεν μαθαίνουμε, για παράδειγμα, το όνομα του Κλιντ Ιστγουντ στην τριλογία του Λεόνε (αλλά και του Τσαρλς Μπρόνσον στο αριστουργηματικό «Κάποτε στη Δύση» που ακολούθησε) και τον τόπο καταγωγής του, εξ ου και ο χαρακτηρισμός του «Ο άνθρωπος χωρίς όνομα».
Τα ηθικοπλαστικά διδάγματα και τα μεγάλα δράματα του παραδοσιακού αμερικανικού γουέστερν, στον Λεόνε απουσιάζουν και ο θάνατος των πρωταγωνιστών παρουσιάζεται με όρους εγκαρτέρησης, νομοτέλειας ή ακόμη και κωμικότητας. Κι αν η κωμικότητα στο «Για μια χούφτα δολάρια» κρίνεται περιορισμένη, στο τρίτο φιλμ της σειράς, το θρυλικό «Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος» (προηγήθηκε «Η μονομαχία στο Ελ Πάσο») εκτινάσσεται στα ύψη με την εμφάνιση του Ιλάι Γουάλακ (του «άσχημου» της υπόθεσης), ενός κουτοπόνηρου εγκληματία που αν και αδίστακτος δολοφόνος, φέρει τόση κωμικότητα που μετατρέπεται αυθωρεί σε ήρωα. Μια μεταγραφή του Τρουφαλδίνου στην πιο αδίστακτη και φονική εκδοχή του, που όπως και ο ήρωας του Γκολντόνι μένει ενεός μπροστά στην ανθρώπινη φαυλότητα. Αρκεί να θυμίσουμε την απορία που εκφράζει ο «άσχημος» όταν εν μέσω μιας μάχης στον Αμερικανικό εμφύλιο αναρωτιέται για το μακελειό που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια του.
Το σπαγγέτι γουέστερν, παρά την παραγωγή εκατοντάδων ταινιών, δεν απέδωσε καλλιτεχνικά άρτιες ταινίες (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων) και εξαντλήθηκε αποκλειστικά στο εμπορικό του μέρος (άνισος εξάλλου ήταν και ο Κάρλο Γκολντόνι, καθώς στις 400 κωμωδίες που του αποδίδονται δεν βρίσκουμε μόνο αριστουργήματα). Η συνεισφορά όμως του Λεόνε -όπως άλλωστε και του Γκολντόνι- ήταν τεράστια και εστιάζεται στο ρεαλισμό που έφερε στο είδος, απαλλάσοντάς το από τα ψεύτικα ιδεώδη που μέχρι τότε πρέσβευε. Ενδεικτικά και μόνο αξίζει να αναφέρουμε τον Σαμ Πέκινπα και την «Αγρια Συμμορία» του που ακολούθησε αμέσως μετά το «Κάποτε στη Δύση» του Λεόνε. Ενα πάντρεμα του παραδοσιακού και του σπαγγέτι γούεστερν. Μια στυλιζαρισμένη τραγωδία με όρους Αγριας Δύσης.
Στο αμιγώς αισθητικό κομμάτι των ταινιών του, ο Λεόνε συνδύασε τα πλάνα σε βάθος πεδίου του Τζον Φορντ με «εξωφρενικά» γκρο πλαν, τόσο μεγάλης έντασης που ακόμα και μια μύγα μπορούσε να βρει στο φακό τη θέση που της άξιζε (η πρώτη σκηνή στο «Κάποτε στη Δύση»).
Sergio Leone with his wife Carla
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου