Ο Κυπάρισσος, το ελάφι που σκότωσε και η μεταμόρφωσή του.
Andreoli, Giorgio, πιάτο, 1525-30
Ξέρεις,
Αγάπη μου,
από πότε αγάπησα
το πάρκο με τα κυπαρίσσια
απέναντι από το σπίτι μας;
Από τότε
που άρχισες να μου μιλάς
για τα πουλιά…
Εγώ
δεν ήξερα τίποτα
για τα πουλιά…
Μονάχα τα αγαπούσα,
επειδή
- κάθε πρωί -
με ξυπνούσαν με τα τραγούδια τους…
Κάποιο ανοιξιάτικο πρωινό
- πριν το χάραμα -
βγήκαμε στη βεράντα.
Δεν ακουγόταν τίποτ’ άλλο
παρά μόνον
οι φωνές των πουλιών
μέσα στο πάρκο με τα κυπαρίσσια
απέναντι από το σπίτι μας.
Αμέτρητες φωνούλες.
Ατέλειωτα τραγούδια.
Μια μαγική συμφωνία
από
μια αθέατη χορωδία.
Μια μελωδία παραμυθιού.
«Μα τί πουλιά είναι αυτά;»
σε ρώτησα μαγεμένη.
«Σπίνοι, κοτσύφια, σπουργίτια,
περιστέρια, χελιδόνια, καρδερίνες,
δεκαοχτούρες…»
μου απάντησες.
Κι άρχισες να μου μιλάς
για όλ’ αυτά τα πουλιά
με τον ενθουσιασμό
ενός μικρού παιδιού
και
με τη σοφία
κάποιου ειδικού…
Μου μίλησες
για τη ζωή τους,
για τα χρώματά τους,
για την τροφή τους,
για το ζευγάρωμά τους…
Μου μιλούσες
κι έβλεπα τα μάτια σου
δακρυσμένα,
λες
και μιλούσες
για πρόσωπα δικά σου,
για πρόσωπα αγαπημένα…
Ήξερες τα πάντα!
Μπορούσες να διακρίνεις
ακόμα και τις φωνές τους.
«Αυτό που ακούς τώρα
είναι καρδερίνα…
Αυτό είναι σπουργίτι…
Αυτό είναι σπίνος…»
μου έλεγες.
Ήξερες
ακόμα και να μιμείσαι
τις φωνές τους.
Μιμήθηκες
τη φωνή των σπίνων
κι άκουσα έναν σπίνο
να σου απαντά.
Μιμήθηκες
τη φωνή των κοτσυφιών
και είδα ένα κοτσύφι
να πετάει,
να έρχεται
και
να κάθεται
πάνω στο κάγκελο
της βεράντας μας…
«Και δεν είναι μόνον αυτά,
μικρή μου…»
συνέχισες.
«Έρχονται κι άλλα…
Κάποια μέρα
είδα στο πάρκο
μια κουκουβάγια…
Κάποτε
ήρθε στον κήπο μας
κι ένας τσαλαπετεινός…
Ξέρεις,
είναι αυτό το εντυπωσιακό πουλί
με το τρίχρωμο λοφίο,
μαύρο, κόκκινο και λευκό…».
Κάποια μέρα
υψώσαμε το βλέμμα μας
στην κορυφή
του πιο ψηλού κυπαρισσιού
και είδαμε
δυο ασπρόμαυρα πουλιά
να φιλιούνται.
Ήταν
η μοναδική φορά
που δεν σε ρώτησα,
που δεν ήθελα να μάθω,
που δεν θα είχε καμία σημασία
αν μάθαινα
ποια πουλιά ήταν…
Η μοναδική φορά
που και συ
δεν είπες το παραμικρό…
Μονάχα
κοίταξες τα πουλιά
κι έπειτα εμένα.
Σε λίγο
τα ασπρόμαυρα πουλιά
πέταξαν
κι εμείς
συνεχίσαμε το φιλί τους.
Μέσα στο γραφείο μας.
Απέναντι
από το πάρκο με τα κυπαρίσσια…
Ευτυχία αμέτρητη
σε στιγμές μετρημένες…
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης - Το Ψυχοσάββατο
Εις τον βαρύν τον ίσκιο σου, μαύρο μου κυπαρίσσι,
Γ.Δροσίνης - Τι λοιπόν
Τι λοιπόν; Της ζωής μας το σύνορο
θα το δείχνει ένα ορθό κυπαρίσσι;
Κι απ' ό,τι είδαμε, ακούσαμε, αγγίξαμε
τάφου γη θα μας έχει χωρίσει;
Ό,τι αγγίζουμε, ακούμε και βλέπουμε,
τούτο μόνο Ζωή μας το λέμε;
Κι αυτό τρέμουμε μήπως το χάσουμε
και χαμένο στους τάφους το κλαίμε;
Σ' ό,τι αγγίζουμε, ακούμε και βλέπουμε
της ζωής μας ο κόσμος τελειώνει;
Τίποτε άλλο; Στερνό μας απόρριμα
το κορμί που σκορπιέται και λιώνει;
Κάτι ανέγγιχτο, ανάκουστο, αθώρητο
μήπως κάτω απ' τους τάφους ανθίζει
κι ό,τι μέσα μας κρύβεται αγνώριστο
μήπως πέρ' απ' το θάνατο αρχίζει;
Μήπως ό,τι θαρρούμε βασίλεμα
γλυκοχάραμ' αυγής είναι πέρα
κι αντί να 'ρθει μια νύχτ' αξημέρωτη
ξημερώνει μι' αβράδιαστη μέρα;
Μήπως είν' η αλήθεια στο θάνατο
κι η ζωή μήπως κρύβει την πλάνη;
¨Ο,τι λέμε πως ζει μήπως πέθανε
κι είν' αθάνατο ό,τι έχει πεθάνει;
2. Α ναι παρά τη θέληση μου
έγινε ο κόσμος έτσι που
γράφω σαν να 'χω αποσχιστεί απ' τη μοίρα μου
το αμύγδαλο του κόσμου
είναι πικρό και δεν
γίνεται να το βρεις παρεχτός αν
κοιμηθείς μισός έξω απ' τον ύπνο
μεγεθύνονται το σπίτια
τρομερές γυναίκες απέχοντας απ' το
λυτό μαλλί τους όσο η βροντή απ' τη λάμψη της
παν μοιράζοντας τις άχνες
δω κι εκεί τ' ουρανού
οι οπές
παραπλανούν το θάνατο
τις νύχτες
που μιλάω σαν ν' ανασκαλεύω αστερισμούς
στη θράκα την επάνω μια στιγμή σχηματίζεται
η όψη που θα μου έδινε
ο Θεός εάν ήξερε
πόσο η γη στ' αλήθεια μου στοιχίζει
σε απόγνωση
σε διάφορα ψιθυρισμένα μες στη νύχτα «επέπρωτο»
σε κυπαρίσσια
αιωνόβια σαν ποιήματα
που ζητώντας να φκιάσω απραγματοποιήθηκα.
( Απόσπασμα )
Όλα τα κυπαρίσσια δείχνουνε μεσάνυχτα
Όλα τα δάχτυλα
Σιωπή
Έξω από τ' ανοιχτό παράθυρο του ονείρου
Σιγά σιγά ξετυλίγεται
Η εξομολόγηση
Και σαν θωριά λοξοδρομάει προς τ' άστρα!
Έτσι τους βλέπω εγώ τους κήπους.
Στον κήπο απόψε μου μιλεί μια νέα μελαγχολία.
Βυθίζει κάποια μυγδαλιά τον ανθοχαμόγελό της
στου βάλτου το θολό νερό. Και η θύμηση τής νιότης
παλεύει τόσο θλιβερά την άρρωστη ακακία...
Εξύπνησε μια κρύα πνοή μες στη σπασμένη σέρα,
όπου τα ρόδα είναι νεκρά και κάσα η κάθε γάστρα.
Το κυπαρίσσι, ατελείωτο σα βάσανο, προς τ' άστρα
σηκώνει τη μαυρίλα του διψώντας τον αέρα.
Και πάνε, πένθιμη πομπή λες, της δεντροστοιχίας
οι πιπεριές και σέρνονται τα πράσινα μαλλιά τους.
Οι δύο λατάνιες ύψωσαν μες στην απελπισία τους
τα χέρια. Κι είναι ο κήπος μας κήπος μελαγχολίας.
Xρίστος Λάσκαρης - ΤΟ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙ
Εξαίρεση,
το κυπαρίσσι:
μόνο αυτό
διψά για ουρανό,
μόνο αυτό
μάχεται να ξεφύγει.
Όλα τά άλλα
ερωτοτροπούνε με τη γη
Κωστής Παλαμάς - Εκατό φωνές
Ας τα ζητάνε μακρινοί ταξιδευτάδες άλλοι
Στ’ Άλπεια βουνά τετράψηλα τα μαγικά εντελβάις·
Είμαι τ’ ασάλευτο στοιχειό, κάθε χρονιά μ’ ευφραίνει
Ο Απρίλης μες στον κήπο μου, μες στο χωριό μου ο Μάης.
Ω λίμνες, φιόρδες, της Φραγκιάς παλάτια, ναοί, λιμάνια,
Φέγγη υπερβόρεια, τροπικά λουλούδια και ρουμάνια,
Της τέχνης θάματα, ομορφιές απίστευτες του κόσμου,
Κάποιο νησάκι εδώ αγαπώ κι όλο το βλέπω εμπρός μου.
Αγνάντια στο παράθυρο· στο βάθος
Ο ουρανός, όλο ουρανός, και τίποτ’ άλλο·
Κι ανάμεσα ουρανόζωστον ολόκληρο,
Ψηλόλιγνο ένα κυπαρίσσι· τίποτ’ άλλο.
Και ή ξάστερος ο ουρανός ή μαύρος είναι,
Στη χαρά του γλαυκού, στης τρικυμιάς το σάλο,
Όμοια και πάντα αργολυγάει το κυπαρίσσι,
Ήσυχο, ωραίο, απελπισμένο. Τίποτ’ άλλο.
Κωστής Παλαμάς - Το πράο το μαύρο κυπαρίσσι
Στην κυρία Μ. |
Το πράο το μαύρο κυπαρίσσιπου υψώνει το φανταχτερό κορμί προς το φεγγάρι,σαν κάτι να ’χει εκεί να ιδεί, να πει, και να θρηνήσει,δεν έχει τη δική σου χάρη. 5Κι εσένα το φανταχτερό και το μεστό κορμί σουκυπαρισσένιο ορθώνεται, λυγάει προς το φεγγάρι,σα να ζητάει στα ύψη του και μ’ όλη την ψυχή σουμαζί του ακέρια να σε πάρει. Μα το κυπαρισσένιο σου κορμί το ξεχωρίζει10ανάμεσα στα πλάσματα, φως και χαρά στη φύση,το σάλεμα τ’ ανθρώπινο που δεν το τρικυμίζειτο πράο το μαύρο κυπαρίσσι. Ορμάς, πονείς. Κι ενώ ο ρυθμός που πνέει μες στα φτερά σουπρος το φεγγάρι υψώνει σε, γυρεύει να το σκύψει15προς κάποια γη ζηλόφτονα τ’ ωραίο το λύγισμά σουτης άχαρης ζωής σου η θλίψη. Εχθροί, μωροί, κακοί, σκυλιά τριγύρω μας και ουρλιάζουν.Μα όποιος ο πόνος σου κι η ορμή, με ορμή και πόνο ζήσε. Στο πείσμα όλων των άσκημων το δρόμο που μας φράζουν,20Εμπρός! Ορθή! Από των ωραίων κρατάς το γένος και είσαι. |
Αγνάντια το παράθυρο· στο βάθος
Εἶμαι το δέντρο που ἀκολουθεῖ τη γραμμή τῆς προσευχῆς ὅταν ἀνεβαίνει
ἀπό ἥσυχη ψυχή.
Εἶμαι ἡ λόγχη που κοκκίνισε στο αἷμα τῆς δύσης και φρουρεῖ το Ἀόρατο
ἀπ᾿ την ἄρνηση και την εἰρωνεία.
Εἶμαι στις γιορτές τοῦ τοπίου το μαῦρο ράσο που δεν τελείωσεν ἀκόμα
τη δοκιμασία του.
Εἶμαι το καμπαναριό στο ναό τοῦ πόνου και για τις ψυχές που ἔχουν σκοπό
σημαίνει τους ὄρθρους και τους εσπερινούς ἡ σιωπή μου.
Γιάννης Ρίτσος - Ρωμιοσύνη |
του ήλιου.
Η ρίζα σκοντάφτει στο μάρμαρο. Τα σκονισμένα σκοίνα.
Το μουλάρι κι ο βράχος. Λαχανιάζουν. Δεν υπάρχει νερό.
Όλοι διψάνε. Χρόνια τώρα. Όλοι μασάνε μια μπουκιά ουρανό
πάνου απ' την πίκρα τους.
Τα μάτια τους είναι κόκκινα απ' την αγρύπνια,
μια βαθιά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους
σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά το λιόγερμα.
Μίλτος Σαχτούρης - Η πληγωμένη Άνοιξη
Η πληγωμένη Άνοιξη τεντώνει τα λουλούδια της
οι βραδινές καμπάνες την κραυγή τους
κι η κάτασπρη κοπέλα μέσα στα γαρίφαλα
συνάζει στάλα-στάλα το αίμα
απ' όλες τις σημαίες που πονέσανε
από τα κυπαρίσσια που σφάχτηκαν
για να χτιστεί ένα πύργος κατακόκκινος
μ' ένα ρολόγι και δυο μαύρους δείχτες
κι οι δείχτες σα σταυρώνουν θά 'ρχεται ένα σύννεφο
κι οι δείχτες σα σταυρώνουν θά 'ρχεται ένα ξίφος
το σύννεφο θ' ανάβει τα γαρίφαλα
το ξίφος θα θερίζει το κορμί της
Γ. Σεφέρης - Νιζίνσκι
Παρουσιάστηκε καθώς κοίταζα στο τζάκι μου τ᾿ ἀναμμένα κάρβουνα.
Κρατοῦσε στα χέρια ἕνα μεγάλο κουτί κόκκινα σπίρτα. Μοῦ τὄ ῾δειξε σαν τους ταχυδακτυλουργούς που βγάζουν ἀπό τη μύτη τοῦ διπλανοῦ μας ἕνα ἀβγό. Τράβηξε ἕνα σπίρτο, ἔβαλε φωτιά στο κουτί, χάθηκε πίσω ἀπό μία πελώρια φλόγα, κι ὕστερα στάθηκε μπροστά μου.
Θυμᾶμαι το βυσσυνί του χαμόγελο και τα γυαλένια του μάτια. Ἕνα ὀργανέτο στο δρόμο χτυποῦσε ὁλοένα την ἴδα νότα. Δεν ξέρω να πῶ τί φοροῦσε. Μ᾿ ἔκανε να συλλογιέμαι ἐπίμονα ἕνα πορφυρό κυπαρίσσι. Σιγά σιγά τα χέρια του ἄρχισαν να ξεχωρίζουν ἀπό το τεντωμένο του κορμί σε σταυρό. Ἀπό ποῦ μαζεύτηκαν τόσα πουλιά; Θὰ ῾λεγες πως τα εἶχε κρυμμένα κάτω ἀπό τις φτεροῦγες του.( Απόσπασμα )
Μας βαραίνουν οι φίλοι
που δεν ξέρουν πια πως να πεθάνουν
Κι αν ο αγέρας φυσά, δε μας δροσίζει
κι ο ίσκιος μένει στενός κάτω απ’ τα κυπαρίσσια
κι όλο τριγύρω ανηφόρι στα βουνά
Βλέπεις σ΄εκείνο το βουνό δυο μαύρα κυπαρίσσια
και κάτωθέν τους κάτασπρην μιάλην στενήν πλάκα;
Σύντας φυσύση άνεμος τες άκρες τους κολλούσι
και τα κλαδιά τους σμίγουσι κι’ αρχίζουν και λαλούσι:
«Μαργιώ μου χρυσοπλουμιστή, σαν ο κακός πατέρας
δεν ήθελεν στ’ αγκάλια μου να σε ιδή νυφούλα
πήρα τα όρη, πήρα τα, καλόερος να γένω,
μα πάντα οι ομορφάδες σου τον νουν μου εζαλίζαν.»
«Κι΄εώ, σα σ΄είδα κι’ έφυες και τα βουνά τα πήρες,
τους βρούλους* μου τους ξούρισα κ΄εις το λαμπρό τους ρίχνω.
Ρούχα μαύρα εφόρησα κ΄εις τα στενά, μονάχη,
ψωμοζητούσα κ’ έφευκα τον δόλιο μου πατέρα.
Μα σύνταν ήρτα στο βουνό τούτο που τώρα στέκεις
νεκρός κοντά μου, κ΄ έτυχε την πλάκα σου να εύρω,
πέφτω χαμαί, στα χώματα κυλιούμαι σαν το κτήνος.
Σωστά τρία μερόνυχτα, χωρίς νερό, προσφάϊ΄,
‘πο πάνωθιό της πλάκας σου εφώναζα τον Χάρο.
Μ΄ άκουσε κ’ ήρτε τρέχοντας και τη ψυχή μου πήρε.»
«Για ‘δε τα τάρημα κορμιά τα κακοσκοτομένα·
σύντας εζούσαν χωριστά ήταν το έναν τ΄άλλου,
και τώρα εσμιχτήκασι νεκρά, ξεψυχισμένα.
Κακοί γονείς μας, μάθετε να μη μας τυραγνάτε
τους γιούς σας και τες κόρες σας, γιατί σαν σκοτωθούνε
ο κόσμος όλος λέει σας κακούς σαν τ΄άγρια κτήνη.»
🍂🍂
Ανάμεσα στα χαρτιά του Διονυσίου Σολωμού βρέθηκε και χειρόγραφο τετράδιο με μια συλλογή δημοτικών τραγουδιών της Κύπρου που, καθώς φαίνεται τα έδωσε στον ποιητή ο Κύπριος φίλος του Επαμεινώνδας Ι. Φραγκούδης, όταν σπούδαζε ελληνική φιλολογία, και που του τα αντέγραψε, χωρίς όμως με πολλή ακρίβεια. Η χειρόγραφη αυτή συλλογή έχει τον τίτλο «Τραγούδια Κυπριώτικα Δημοτικά».
Περιέχει δεκαπέντε ποιήματα με τους ακόλουθους, κατά σειρά, τίτλους: «Το γιοφύρι», «Η σκλαβωμένη Αδελφή», «Του Δράκου», «Κόρη σκοτωμένη από τον πατέρα της, όταν αγαπά έναν Τούρκο», «Ο ερωτευμένος προς την αγαπητικιά του», «Νιός πηγαίνοντας στον πόλεμο αποχαιρετάει τους γονείς του», «Τα δύο κυπαρίσσια», «Του Γιαννή», «Το ελάφι», «Ο Γιώργης λευτερώνει την αδελφή του», «Το όνειρο», «Το σκοτωμένο αντρόγυνο», «Τα δύο περιστέρια», «Της Γιώργιανας», «Του Γιακουμή», ένα ερωτικό δίστιχο και δυο τετράστιχα.
http://www.diakonima.gr/
ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ
Ὕπνε που παίρνεις τα παιδιά, ἔλα πάρε και τοῦτο
Μικρό-μικρό σοῦ τό᾿ δωκα, μεγάλο φέρε μου το
Μεγάλο σαν ψηλό βουνό, ἴσιο σαν κυπαρίσσι
Κι οἱ κλῶνοι του ν᾿ ἁπλώνονται σ᾿ ανατολή και δύση.
Νάνι, νάνι, νάνι, νάνι, ὕπνον ἥσυχο να κάνει
Να κοιμᾶται να μερώνει, να ξυπνᾶ να μεγαλώνει.
Να κοιμᾶται σαν τ᾿ ἀρνάκι, να ξυπνᾶ σαν τ᾿ ἀηδονάκι
Μην πατᾶτε, μη βροντᾶτε, το παιδάκι μου κοιμᾶται.
Νάνι, θά᾿ ρθει ἡ μάνα σου, ἀπ᾿ το δαφνοπόταμο
Κι ἀπό το γλυκό νερό, αὰ σοῦ φέρει λούλουδα
Λούλουδα, τριαντάφυλλα και μοσχογαρούφαλα.
Η ΚΑΤΑΡΑ ΤΗΣ ΑΠΑΡΝΗΜΕΝΗΣ
Φεγγάρι μου, πού σαι ψηλά και χαμηλά λογιάζεις,
πουλάκια, που είστε 'ς τα κλαριά και 'ς τοις κοντοραχούλαις,
και σεις περιβολάκια μου, με το πολύ το άνθι,
μην είδατε τον αρνηστή, τον ψεύτη της αγάπης;
οπού μ' εφίλειε κ' ώμονε, ποτέ δε μ' απαρνειέται,
και τώρα μ' απαράτησε σαν καλαμιά 'ς τον κάμπο.
σπέρνουν, θερίζουν τον καρπό κ' η καλαμιά απομένει,
βάνουν φωτιά 'ς την καλαμιά κι' άπομαυρίζει ο κάμπος.
Έτσι είναι κ' η καρδούλα μου μαύρη, σκοτεινιασμένη.
Θέλω να τον καταραστώ και τον πονεί η ψυχή μου,
μα πάλι ας τον καταραστώ κι' ό,τι του μέλλει ας πάθη.
Σε κυπαρίσσι ν' ανεβή, να μάση τον καρπό του,
το κυπαρίσσι να ειν' ψηλό, να λυγιστή να πέση.
Από ψηλά να γκρεμιστή και χαμηλά να πέση,
σαν το γυαλί να ραγιστή, σαν το κερί να λειώση.
Να πέση εις τούρκικα σπαθιά, εις φράγκικα μαχαίρια.
Πέντε γιατροί να τον κρατούν και δέκα μαθητάδες,
και δεκοχτώ γραμματικοί τα πάθη του να γράφουν.
Κ' εγώ διαβάτρα να γενώ και να τους χαιρετήσω.
"Καλώς τα κάνετε, γιατροί, καλώς τα πολεμάτε,
αν κόβουν τα ψαλίδια σας, κορμί μη λυπηθήτε,
έχω κ' εγώ λινό παννί σαρανταπέντε πήχαις,
όλο μουρτάρια και ξαντά 'ς του δίγνωμου τη σάρκα,
κι' α δε σας φτάσουνε κι' αυτά κόβω και την ποδιά μου,
πουλώ και τα μεταξωτά τα ρημοσκοτεινά μου,
κι' α θέλη γαίμα γιατρικό, πάρετε οχ την καρδιά μου"
Λαϊκοί θρύλοι και παραδόσεις - Το κυπαρίσσι του Μυστρά
Κοντά στο Μυστρά, σε μια ψηλή θέση που έχει από κάτω όλο τον κάμπο της Σπάρτης, ήταν ένα μεγάλο κυπαρίσσι, το μεγαλύτερο κυπαρίσσι του κόσμου. Τώρα δεν υπάρχει πλέον. Είναι λίγα χρόνια που κάποιος κακός άνθρωπος είχε ανάψει φωτιά εκεί κοντά και δεν επρόσεξε, κι άναψε το κυπαρίσσι και κάηκε.
Αυτό το κυπαρίσσι έχει την ιστορία του. Επί τουρκοκρατίας ένας πασάς πήγε σ’ αυτή τη θέση να διασκεδάσει. Έβαλε και του ‘ψησαν ένα σφαχτό, και κάθισε κι έφαγε. Είχε μαζί του κι ένα βοσκό, ένα νέο παλικάρι χριστιανόπουλο, και τον υπηρετούσε. Για μια στιγμή το παιδί έριξε τη ματιά του και παρατήρησε κείνο το ωραίο θέαμα, τον κάμπο με τις πρασινάδες και τ’ άφθονα νερά και τα βουνά γύρω’ το ‘πιασε το παράπονο κι αναστέναξε. Το είδε ο πασάς και το ρωτά:
-Μωρέ Ρωμιέ, τι έχεις κι αναστενάζεις;
-Τι να ‘χω πασά μου, του λέει, συλλογίζομαι πως όλα αυτά τα μέρη ήταν δικά μας μια φορά και μας τα πήρατε’ μα το λένε τα χαρτιά μας, κι έχω την ελπίδα μου στο Θεό πως με καιρό πάλι δικά μας θα γίνουν.
Ο πασάς θύμωσε.
-Μωρέ, τι τσαμπουνάς αυτού; του λέει κι αρπάζει την ξύλινα σούβλα που είχαν ψήσει το αρνί και την καρφώνει στη γη. Να, το βλέπεις αυτό; λέει. Αν αυτό το ξερό παλούκι βγάλει κλαριά, τότε να ‘χετε ελπίδα πως θα ξαναπάρετε πίσω αυτά τα μέρη.
Την άλλη μέρα η σούβλα ρίζωσε στη γη και ξαναβλάστησε και φούντωσε και θέριεψε κι έγινε το περήφανο κυπαρίσσι που γνωρίσαμε. Κι επειδή ο πασάς έχωσε τη σούβλα στη γη απ’ τη μύτη, δηλαδή απ’ την κορφή, έβγαλε το κυπαρίσσι τα κλαριά του γερμένα προς τα κατώ’ έγινε θηλυκό κυπαρίσσι.
Αγιος Γεώργιος Ευρωστίνας και κυπαρίσσια
Η ιστορία με τα 7 κυπαρίσσια , που είναι φυτευμένα στην αυλή της Εκκλησίας είναι γραμμένη σε πλάκα μαρμάρινη .
ΑΝΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ http://www.tovima.gr/
ΜΟΥΣΙΚΗ
Edvard Munch - Cypress in Moonlight
Maxfield Parrish - Artworks
πηγές
http://www.greek-language.gr/
https://el.wikipedia.org/
http://www.info-grece.com/
http://aktines.blogspot.gr/
http://users.uoa.gr/
http://www.musicheaven.gr/
http://www.myriobiblos.gr/
Πολύ καλή δουλειά!μπράβο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπράβο!
ΑπάντησηΔιαγραφή