Ο Μανωλάκης, χλωμός, με κάτι μάτια κατάμαυρα, με φρύδια κατάμαυρα, με την κεφαλή κουρεμένη, αλλά με κατάμαυρα τα μαλλάκια π’ αρχίζανε πάλι να φυτρώνουν, χλωμός έτσι και κατάμαυρος ο Μανωλάκης, κάπου δώδεκα, κάπου δεκατριώ χρονώ, έσερνε το καροτσάκι του κι ανέβαινε τη Λεωφόρο Βουλιαγμένης, εκείνο το κυριακάτικο πρωινό. Τριγύρω του ήτανε μεγάλη γαλήνη και ξεκούραση του κόσμου. Ως που πήγαινε το μάτι του, στην κορδέλα της λεωφόρου, δεν ξέκρινες τίποτα άλλο παρά τη μεγάλη κυριακάτικη ερημιά. Μόνο αργότερα, άμα σίμωσε πια στο αεροδρόμιο του Χασανιού και στο Ελληνικό, εκεί που σταυρώνουν οι δρόμοι και αρχίζει ο κατήφορος για τη θάλασσα, ο Μανωλάκης άρχισε να πηγαίνει άκρη-άκρη μην τον τσακίσει κανένα από τα θεόρατα εκείνα φορτηγά που κουβαλούσαν τους εργάτες πήχτρα κάθε πουρνό, καθημερινές και Κυριακή, για τα οχυρωματικά έργα της περιοχής. Περνούσαν σφυριχτά δίπλα του. Ο Μανωλάκης τώρα πια δεν αναταραζόταν. Τα ήξερε. Δεν τα φοβόταν καθόλου, μόνο με τη ματιά του κοίταζε τους βουβούς πατικωμένους εργάτες που τους κουβαλούσε ο εχτρός. Μέσα στο νου του γινόταν τότε κάτι περίεργα πράματα, κάτι συλλογές άνω ποταμών. Κατόπι χαμήλωνε τα μάτια στην πραμάτεια του, στις σταφίδες, στη μπομπότα και στα λούπινα, που τελευταία του τα ’χε ορμηνέψει ο θείος του ο Βασίλης και είχανε αληθινά μεγάλη πέραση. Τα μούσκευε αποβραδίς, όπως του τα ’χε ξηγήσει ο θείος. Άμα περνούσαν τα φορτηγά και χάνονταν προς την κατηφοριά της Γλυφάδας, ο κόσμος ήτανε πάλι μονομιάς, ο δρόμος, τα βουνά απέναντι και κάτω εκείνη η θάλασσα, κι οι ολόστεγνες πλαγιές, και τα γκρέμια σπίτια, ο κόσμος θαρρείς και ξανάρχιζε μονομιάς πάλι μια δική του υπομονή, μια σιωπή εγκάρδια και φιλικότατη. Ο Μανωλάκης τότε ησύχαζε και ξανάφερνε το καροτσάκι στη μέση του δρόμου. Άραζε στο σταυροδρόμι, εμπρός στο σπίτι του γιατρού, που το ’χανε πάρει από καιρό οι γερμανοί.
Ανάμεσά τους βρίσκονταν τρεις που ψώνιζαν κάπου-κάπου σταφίδες για να τις στείλουν, λέει, στις μανάδες τους. Ήτανε αρκετά ήμεροι για γερμανοί. Ο ένας τους λεγότανε Φραντς, εικοσιπέντε χρονώ, μελαχροινός, γελαζούμενος, κάπως ελληνόφερνε στην όψη και στ’ αστεία του. Οι δύο άλλοι, ο Καρλ κι ο Έμιλ, νεότεροι πολύ, σαν τώρα να βγαίναν από το Γυμνάσιο. Ο τελευταίος όλο στο κόρτε είχε το νου του, μα έκανε παρέα και με το Μανωλάκη, του πετούσε κανένα τραγούδι του Ρήνου, που ήταν η πατρίδα του.
Άμα τον βλέπαν, φωνάζανε κι οι τρεις τους από την ταράτσα: «Μανωλάκη κόμεν! Κόμεν!». Εκεί στην ταράτσα είχανε στήσει το αντιαεροπορικό τους, ένα όπλο περίφημο που, άμα έλειπε ο αξιωματικός τους, πιο νέος απ’ ολουνούς τους (ένα σκυλί με χοντρά γυαλιά, αιμοβόρο πράμα που λεγόταν Έρβινγκ) τον ανέβαζαν το Μανωλάκη, του το δείχνανε, του το ξηγούσανε, τον αφήνανε να το ψηλαφά.
― Εξήντα μπουμ-μπουμ μινούτεν! Του έλεγε ο Φράντς. Έξτρα πρίμα κανόνι!
Αλλ’ ο Μανωλάκης είχε ακουστά για τους τελευταίους βομβαρδισμούς, που κάνανε οι ρώσοι στο Βερολίνο, εκείνους τους Γης Μαδιάμ, και για τούτο, κουνούσε το κεφάλι του:
― Αεροπλάνα, έρθει, φιλ μπουμ-μπουμ, άλλες σπίτι καταστρόφεν! Τους έλεγε στραπατσάροντας τα ελληνικά του, βέβαιος πως εξαιτίας του στραπάτσου θα καταλαβαίναν οι λεγάμενοι. Κι αληθινά τον καταλαβαίναν.
― Νιξ! Νιξ! Αποκρίνονταν κ’ οι τρεις τους. Φούσκωναν τα στήθια τους, περήφανοι, σίγουροι. Μανωλάκη, αυτός αεροπλάνος, λούκι-λούκι κανόνι, ξέρει εξήντα μπουμ μινούτεν, φοβάται γκρήγκορα, φεύγει-φεύγει…Μπρ!
Και βάζαν μπρος κι οι τρεις τους κάτι μεγάλες τρεμούλες μ’ εκείνο το «Μπρ!» χτυπούσαν τις σαγόνες τους περιγελαστικά.
Αυτός ο διάλογος γινόταν κάθε μέρα ο ίδιος περίπου, κι άμα βασίλευε ο ήλιος πίσω από την απανεμιά του Σαρωνικού, οι γερμανοί, μ’ εκείνον το γυαλάτο αξιωματικό σκύλο τους, άρχιζαν τα βραδυνά τους αντιαεροπορικά γυμνάσια. Παρόμοια δουλειά σε κάθε ταράτσα από το Καβούρι και τη Γλυφάδα, ίσαμε το Καλαμάκι και τα Φάληρα. Βροντούσε ο κόσμος από τις κανονιές, οι διαταγές γκάριζαν, ο ουρανός γιόμιζε αστραψιές, φωτοβολίδες, πυροτεχνήματα, μια συνεχούμενη πυρκαγιά όπου πια δεν ξεχώριζες μηδέ αστέρια, μηδέ φεγγάρι.
Όπου οι καθημερινές κουβέντες, κι ετούτα εκεί, τα καθεβραδινά γυμνάσια και τα σκουξίματα των αξιωματικών από κάθε ταράτσα, κι οι κατάξανθοι παλικαράδες που τρέχαν δώθε-κείθε σιγά-σιγά φαρμακώνανε το νου του Μανωλάκη. Γυρνώντας σπίτι του, μέσα στη νύχτα, σπρώχνοντας το καροτσάκι του, συλλογιζόταν πιο πολύ το δρόμο πόπαιρνε τούτος ο πόλεμος, παρά την είσπραξη, την καθημερινή του δούλεψη και τους λογαριασμούς του. Τα ’λεγε στους γερομουγκούς που μαζεύονταν στο κατώφλι του σπιτιού του:
― Είναι γεροί οι αναθεματισμένοι. Έχουνε μάκενες!
― Με τις μάκενες, χαλνάει ο ντουνιάς… μουρμούριζε ο Βασίλης, που σαν πρόσφυγας από εικοσαετία είχε δει πολύν κόσμο, πείνες, θάλασσες και χώρες κi έσταζε από το χείλι του η πίκρα κ’ η γρουσουζιά.
― Δηλαδή πώς βλέπεις τη συνέχεια; Ρωτούσε ο Ντουμές, που σάλευε λίγο, μιλούσε λίγο, κι άνοιγε λίγο τα μάτια του, για να κάνει οικονομία και να βαστάξει το κορμί του ως το τέλος, που έπρεπε, λέει, να το δει.
― Το τέλος θα ’ναι για μας, έλεγε ο Βασίλης. Αυτοί έχουν τις μάκενες. Η μάκενα δένει και λύνει το σήμερον. Άμα πεις γερμανό, μάκενα λες... Μάκενα έχεις; Χρήμα έχεις. Χρήμα έχεις; Γυναίκα έχεις. Γυναίκα έχεις; Όλο τον κόσμο έχεις. Τον καβαλάς τον κόσμο και τον καρπαζώνεις. Εγώ που είδα και επί Τουρκίας, και επί άλλο πόλεμο, και σφαγές μάτσο, τέτοια θεριά δεν το ξανάδα, θα κερδίσουν οι κερατούκληδες!
Ο Μανωλάκης πήγαινε παραπέρα, πίσω από το πηγάδι όπου του έστρωνε η θεια του, πλάγιαζε να κοιμηθεί. Δεν τον έπαιρνε ο ύπνος. Κι ώρες-ώρες έσφιγγε έτσι η καρδιά του π’ ανατιναζόταν σα να τον πλάκωνε ο ουρανός ολόκληρος, με τις φωτοβολίδες, με τις αστραπές, μ’ εκείνη τη γερμανική πυρκαγιά που ξακολουθούσε, περασμένα μεσάνυχτα.
― Θεριά είναι!... έλεγε μέσα του. Ένιωθε έναν τρομερό πόνο πίσω στο κεφάλι του. Θεριά ανήμερα…
Αυτά πάλι συλλογιζόταν και σήμερα Κυριακή, πόφτασε με το καροτσάκι του εκεί στη διασταύρωση του δρόμου και πόδισε κάτω από το σπίτι του γιατρού. Κανόνι στη θέση του, φοβέριζε το σύμπαν. Ο Έμιλ τραγουδούσε. Ο Φραντς είχε σκύψει από την ταράτσα: «Μανωλάκη κόμεν! Κόμεν!».
Ήταν αλήθεια μια από τις περίφημες εκείνες Κυριακάδες της Αττικής όπου αγαλινά το Καλοκαίρι στρέφει να ζευγαρωθεί με το Φθινόπωρο. Κάτι περαστικοί διαβάτες, κάτι μικρούληδες από τ’ αεροδρόμιο αγοράσανε πεντέξι χούφτες σταφίδα. Ένας γέρος, που πήγαινε σαν τυφλός, του πήρε εκατό δράμια λούπινα και πλέρωσε εντάξει. Πάλι ο Έμιλ τραγουδούσε τον ίδιο του σκοπό. «Μανωλάκη, κόμεν κόμεν!» φώναζε κι ο Φραντς. Όπου ξαφνικά οι γερμανοί σωπάσανε. Κρεμαστήκανε στο τηλέφωνό τους. Ακούανε βουβοί και παγωμένοι.
«Επιδρομή έχουμε!» είπε μέσα του ο Μανωλάκης και περίμενε να ακούσει τις σειρήνες. Τίποτε οι σειρήνες. Πάντα βουβαμάρα οι γερμανοί και κρεμασμένοι στο τηλέφωνο. Τότε ακούστηκε σαν από την πιο κρυμμένη όψη του ουρανού ένα ακαταλόγιστο μουγκανητό που τώρα το πρωτάκουες και σβούριζε και σίμωνε, και ώσπου να καταλάβεις τι τρέχει αρχίσανε να πέφτουνε οι μπόμπες και να καίεται ο δρόμος φωτιά και καπνός κάθε πέντε, κάθε τέσσερα μέτρα, κάθε τρία μέτρα.
Ο Μανωλάκης τα ‘χασε, κάπου ήταν λογικό να κρυφτεί μα δεν είχε τίποτε, τριγύρω του, κι έπρεπε να πάρει γρήγορα την απόφαση. Τότε είδε τα εμπόριά του, το καροτσάκι του, τις σταφίδες, τα λούπινα, που ’ταν όλο του το βιος και που απ’ αυτό θα ζούσαν οι δικοί του, εκεί πέρα στο Κατσιπόδι. Όπου χωρίς άλλη συλλογή, ανέβηκε πάνω από τα εμπόρια, ξάπλωσε μπρούμυτα, να τα προστατέψει. Έκλεισε και τα μάτια του, να μη βλέπει. Ωστόσο άκουγε το χαλασμό που γινόταν, τη συντέλεια του κόσμου, άπλωνε τα χέρια του, άνοιγε τα σκέλια να προστατέψει όσο γίνεται περισσότερο. Ένα μεγάλο κρύο άρχιζε από το μέτωπο, τα μηλίγγια του και περνούσε πίσω στη ράχη, και στην καρδιά του γινότανε μια άδεια θέση και μια λιγούρικη όρεξη εμετού. Τότε σκέφτηκε πως η θέση του εδώ που βρισκόταν ήταν η χειρότερη ένεκα του αντιαεροπορικού του Φραντς, που θα ’ριχνε τις τρομερές γρήγορες βολές του, θα κατέβαζε τ’ αεροπλάνα, καταποδιαστά κιβούρια, να εδώ στην ανοιχτοσύνη, όπου καταλαβαίνεις δε θα ’μενε ούτε μερμήγκι για μερμήγκι. Από τον πολύ τον κίνδυνο πήρε θάρρος πάντα ξαπλωμένος τα μπρούμυτα, έστρεψε το κεφαλάκι του προς την ταράτσα, άνοιξε το ένα, άνοιξε το δεύτερο κατάμαυρο μάτι του να δει τους κεραυνούς του αντιαεροπορικού. Όπου το αντιαεροπορικό ήταν εγκαταλειμμένο! Αμίλητο, με τη μπούκα του ψηλά, κωμική, σαν ανώφελο σκιάχτρο ξεχασμένο από καιρό στην ερημιά.
Ο Μανωλάκης ανασηκώθηκε, δεν πίστευε τα μάτια του. Πού είχανε πάει οι πυροβολητές, οι τρομεροί στρατιώτες, τι είχανε γίνει; Εκείνην ίσα-ίσα την ώρα, ο θόρυβος, τα μουγκανητά τ’ ουρανού είχανε σταματήσει, τίποτε πια δεν ακουόταν, μόνο ο καπνός κ’ οι φλόγες περισσεύαν σ’ όλη τη μάκρητα.
Πού είχανε πάει οι λαμπροί στρατιώτες;
Ο βομβαρδισμός είχε τελειώσει, όπου το παιδί πήδηξε ήσυχο από το καροτσάκι του και τράβηξε να δει τι γίνεται στο σπίτι του γιατρού. Δρασκέλισε την πόρτα, μα γερμανός ούτε για μυρωδιά. Κοίταξε από κει πάνω στη θάλασσα του Σαρωνικού την Αίγινα μέσα στην πάχνα της μεσημεριάτικης φλογοβολής, την κεντητή Καστέλλα, τα βουνά πίσω τα είδε όπως ποτέ του, με μια χαρά, με μιαν ανακούφιση σαν όλος αυτός ο κόσμος να γεννιότανε σήμερα, τούτην εδώ την εξαιρετική στιγμή όπου θαρρείς και τα ’χε καταπιεί η Γης μας μονορούφι τα λουφούσια της Χιτλερίας.
Καθώς πήγαινε να φύγει, ανταμώθηκε με τους πολυβολητές. Τους γνώρισε από τα ρούχα τους, γιατί τα μούτρα τους από το φόβο, άσπρα, ήτανε σαν της γυναίκας που σηκώνεται από λιποθυμία. Το παιδί πέρασε απ’ εμπρός τους αμίλητο. Κάτι μουρμουρίσανε. Τελευταίος ο Φραντς «Μάιν χερτς μάιν χερτς», του είπε κι αντί να του δείχνει την καρδιά, έδειχνε τον αφαλό του π’ ανεβοκατέβαινε σπασμωδικά.
Ο Μανωλάκης τράβηξε στο καροτσάκι του. Γύρισε πάλι και κοίταξε τριγύρα, ύστερα έκανε δυο βήματα παραπέρα κι έφτυσε. Ξανάφτυσε.
Ξεκίνησε για το Κατσιπόδι, κι ας μην ήταν ακόμη η ώρα για να σκολάσει. Το πλημμυρούσε έτσι η χαρά, που πρόσταζε αργία σήμερα στο εμπορικό του. Ξανάφτυσε, τον πήραν τα γέλια κ’ έτσι γελώντας έστρεψε μια στιγμή να καμαρώσει την ταράτσα με το αντιαεροπορικό της.
― Ούτε στρατιώτες. Μόνο θηρία… εγώ φύλαξα την πραμάτεια μου, αυτοί παράτησαν το κανόνι τους. Μόνο θηρία!
Το ελληνικό του κορμί ξακολουθούσε να γελάει, να γίνεται ένα με τον πανέρημο δρόμο, με τη σιωπή του ιερού τοπίου, με τη στέγνια, με την ελαφράδα και τη σιγουριά της φύσης.
Σήκωσε το ’να του χέρι από το καροτσάκι, φασκέλωσε πίσω του χωρίς να στρέψει το κεφάλι και παίρνοντας τον ανήφορο για το Μπραχάμι, άρχισε λαχανιασμένος να ψιλοτραγουδά ο Μανωλάκης «Μάιν χερτς! μάιν χερτς!» κοροϊδευτικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου