The Flower Vendor by Léon-Jean-Basile Perrault
Η λατέρνα έπαιζε τώρα ένα χορό τούρκικο και οι περισσότεροι είχανε σηκωθεί και χορεύανε με τα χέρια ριγμένα ο ένας στον ώμο του άλλου. Ο αδύνατος με τον ζακέ τον πρασινισμένο, νέος, στη μέση κι αυτός, πηδούσε χωρίς να ξέρει διόλου απ’ αυτό το χορό και προσπαθούσε να κάνει τα βήματα, που έκαναν οι συντρόφοι του. Οι άλλοι, ο νέος με τα μαύρα ρούχα και ο κοντός με τα γενάκια, που είχε υπηρετήσει στο Γαλλικό στρατό, στην ξένη λεγεώνα και είχε και μετάλλιο, έμεναν στις θέσεις των και κοίταζαν. Κοντά τους η νέα που λεγότανε Γραμματική, ωχρή, μικρόσωμη, ίσαμε δεκατεσσάρων χρόνων, αν και φαινόταν ακόμα μικρότερη. Προ ολίγου είχε κλάψει στην ενθύμηση της πριν ζωής της, της καλής. Και μαζί είχε πει, στους νέους φίλους της, πως τ΄ όνομα Γραμματική δεν ήταν τ΄ όνομά της, αλλιώς τη λέγανε, αυτό της το ’χανε δώσει κει μέσα οι γυναίκες. Δεν τη βγάλανε ούτε Αφροδίτη, Άρτεμη, ούτε Αρετή, ονόματα, που συνηθίζουνε να δίνουν, αλλά Γραμματική. Και η αιτία ήταν που ήξερε γράμματα, ήταν γραμματισμένη.
Ο πρώην στρατιώτης της λεγεώνας όλο ψιθύριζε όταν την κοίταζε.
- Τόσο μικρή!
Πρωτύτερα είχε πει, σαν κοσμογυρισμένος που ήταν, πως στη Γαλλία η αστυνομία δεν παγαίνει ποτέ τόσο μικρά κορίτσια σε τέτοια μέρη. Αυτό το βεβαίωσε κι ένας εμποροπλοίαρχος νέος, που χόρευε τώρα μαζί με τους άλλους. Ο μαυροντυμένος νέος κοίταζε το γλυκό, ωχρό προσωπάκι της νέας με συμπάθεια, αλλά κι αυτής τα μάτια συχνά πέφτανε πάνω του, τον κοίταζαν και μάλιστα όταν αυτός δεν την έβλεπε.
Και ο χορός ξακολουθούσε. Τώρα μάλιστα είχε ανακατευθεί και το ντέφι με τα ζίλια, που χτυπούσανε χτυπούσαν. Το ’παιζε ένας αδύνατος ψηλός με μαλλιά μαύρα στιλπνά, μακριά ίσαμε τα φρύδια, χωρίς σακάκι και με παντούφλες κεντητές στα γυμνά του, χωρίς κάλτσες πόδια. Και οι χορευτές δίπλωναν, ξεδίπλωναν τα πόδια τους, χτυπούσαν τις πλάκες, πηδούσανε.
Οι γυναίκες γύρω άλλες καθισμένες πάνω σε τραπέζια, άλλες σε καθίσματα κοιτάζανε, με σηκωμένα τα κοντά τους φουστάνια και ανοιχτά πόδια. Κάλτσες κόκκινες, άσπρες, γαλάζιες, όλα τα χρώματα ήταν εκεί. Πιο πέρα λίγο απ΄ τους δυο νέους και την ωχρή κόρη, είχε καθίσει μια παρέα απ’ αρκετούς. Όλοι κακοντυμένοι και με κούκους, κασκέτα και παλιές ρεπούμπλικες. Ο εμποροπλοίαρχος τούς γνώριζε. Ήταν όλοι κλέφτες του λιμανιού όπου δεν αφήναν σχοινί, αλυσίδες, κλέβανε στάρι, ξύλα, σωστοί λύκοι πεινασμένοι γινόντουσαν όταν η νύχτα ερχόταν. Χωρίς να φωνάξουν καμιά απ’ τις γυναίκες, που ξαπλωμένες ήτανε στα καθίσματα και πάνω στα τραπέζια, δείχνοντας προκλητικά ίσαμε το γόνι τα πόδια τους με τις χρωματιστές κάλτσες, είχαν καθίσει κι έριχναν λαίμαργες ματιές στην ωχρή κόρη, που καθότανε με τους καλοντυμένους νέους.
- Έ, έκανε, μετά αρκετή σιωπή, ένας απ’ αυτούς, αδύνατος, μαυριδερός, άδικα την έχουνε! Ακόμα δεν της δώσανε άδεια να δέχεται!
- Ας είναι... είναι κομματάκι... σαν αριστοκράτισσα! είπε ένας άλλος κίτρινος μ’ ένα μεγάλο σημάδι στο μάγουλο.
- Λένε πως ήτανε από καλή φαμίλια!
- Μα κι εγώ γι΄ αυτό τη θέλω!
- Καλά, ρε τσιφούτη, θέλε τη! Γιά δεν κοιτάτε! Δεν ξεκολλά απ’ τους λιμοκοντόρους! είπε ένας ψηλός, ένας ανθρωπάρας με ώμους πλατιούς πολύ.
- Μωρέ, για να ’χε άδεια και θα ’βλεπες αν θα τους την άφηνα!
- Και τι θα ’κανες;
- Τι θα ’κανα; Θα τους την έπαιρνα!
- Γεια σου, ρε λεβέντη! Και νομίζεις συ, πως αυτοί έτσι θα μένανε; Θα σε φοβούντουσαν και θα σου λέγανε – Ορίστε τη; Θα σου ρίχνανε, φουκαρά μου! Ούτε ψύλλος στον κόρφο σου!
- Εμένα;
- Γιατί τους βλέπει με κολάρα και καλά ρούχα.
- Εγώ;
- Σώπα, ρε Αμερόληφτε, και το παράκανες σήμερα με τις παλικαριές σου!
- Εγώ, εγώ!
- Ναι, συ!
- Βρε θα σου ρίχνανε!
- Μα για σταθείτε, δε λέει τάχα καλά; Για τους λιμοκοντόρους.
- Να κι ο Λεμάς, που λαβαίνει το λόγο.
Κάτι λόγια είπαν ακόμα και ξαφνικά αρπαχτήκανε. Άλλοι μπήκανε στη μέση να τους κρατήσουν.
- Άσε με!
- Στάσου!
Τα καθίσματα πέσανε, ποτήρια, φλιτζάνια σπάσανε. Οι γυναίκες φεύγανε με φωνές, αφήνοντας, πολλές, τα χρυσωμένα πασουμάκια τους, φεύγανε με τις κάλτσες, οι άντρες βγαίναν έξω. Ο λατερνοπαίχτης και ο βοηθός του, συνηθισμένοι από τέτοια, σταθήκανε περίεργοι.
Σε μια σπρωξιά μεγάλη ο Αμερόληφτος κυλίστηκε κάτου και τα μεγάλα πόδια του ανθρωπάρα τον πατούσανε.
- Η φρουρά!
Στο βάθος της μεγάλης αυλής λόγχες λάμψανε στο μισοσκοτάδι. Οι αλάνηδες χωρίσανε. Ο ανθρωπάρας κρατούσε μια λουρίδα ενός ρούχου στα χέρια του και δεν ήξερε τίνος είναι. Είδε τον Τσιφούτη πέρα λίγο να στέκεται και να βλέπει το ’να χέρι του που βρέθηκε με μόνο σχεδόν την άσπρη ριγωτή φόδρα, σχισμένη κι αυτή, ενώ το ύφασμα, το περισσότερο, είχε χαθεί.
Ο νέος με τα μαύρα πήγε και την άλλη βραδιά κει ζητώντας να δει τα νέα. Αλλ’ είδε έξω απ΄ το καμαράκι της, στην αυλή, πλήθος να στέκεται, κόσμος, αλήτες, εργάτες του λιμανιού, ναύτες. Κείνη τη στιγμή η πόρτα άνοιξε και φάνηκε να βγαίνει κάποιος και πίσω αυτή. Θέλησε να κλείσει, αλλά το πλήθος δεν την άφησε. Ένας ναύτης ψηλός πολύ, ένας γίγας, μπήκε μπρος, υψώθηκε πάνω απ΄ όλους, την άρπαξε σπρώχνοντάς την μέσα και με ορμή έκλεισε την πόρτα.
Ο νέος έφυγε, ενώ το πλήθος, ένα σωρός σαράντα ή πενήντα μαγκλαράδων, ούρλιαζε, ούρλιαζε και σπρωχνόταν έξω απ΄ την κλειστή πόρτα.-
«Ο Νουμάς, Εφημερίς πολιτική κοινωνική φιλολογική»
Τόμος 14, Τεύχος 600 (1916), σελίδες 274-275
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου