Παρασκευή 27 Απριλίου 2018

Αδαμάντιος Κοραής 27 Απριλίου 1748 – 6 Απριλίου 1833 )

Ο Αδαμάντιος Κοραής (Σμύρνη, 27 Απριλίου 1748 – Παρίσι, 6 Απριλίου 1833), ήταν Έλληνας φιλόλογος με βαθιά γνώση του ελληνικού πολιτισμού. Ο Κοραής είναι ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του νεοελληνικού διαφωτισμού και μνημονεύεται, ανάμεσα σε άλλα, ως πρωτοπόρος στην έκδοση έργων αρχαίας ελληνικής γραμματείας, αλλά και για τις γλωσσικές του απόψεις στην υποστήριξη της καθαρεύουσας, σε μια μετριοπαθή όμως μορφή της, με σκοπό την εκκαθάριση των πλείστων ξένων λέξεων που υπήρχαν στη γλώσσα του λαού.

Ο Αδαμάντιος Κοραής γεννήθηκε στη Σμύρνη στις 27 Απριλίου 1748. Πατέρας του ήταν ο Ιωάννης Κοραής, καταγόμενος από τη Χίο. Ορφάνεψε σε μικρή ηλικία ο πατέρας του Αδαμάντιου και στράφηκε νωρίς στο εμπόριο. Στην ελληνική κοινότητα της Σμύρνης εκλεγόταν συχνά δημογέροντας ή επίτροπος των ιδρυμάτων της κοινότητας και του Μετοχίου του Παναγίου Τάφου στη Σμύρνη.Χρημάτισε πρόεδρος του συστήματος των Χιωτών της πόλης. Μητέρα του ήταν η Θωμαΐδα Ρυσίου. Στις οικογένειες και των δύο γονέων του υπήρχαν λόγιοι: Από την πλευρά του πατέρα του, μακρινός πρόγονος ήταν ο ιατροφιλόσοφος Αντώνιος Κοραής, αδελφός του πατέρα του, υπήρχε επίσης ο Σωφρόνιος Βελιγραδίου, και εξάδελφός του πατέρα του, αλλά και ο ιερομόναχος Κύριλλος, δάσκαλος στη Χίο. Από την πλευρά του πατέρα του προερχόταν κι ο γενναίος ναυτικός Ιππότης Κωνσταντίνος Κοραής (;-1754). Άπό τη μεριά της μητέρας του προερχόταν ο παππούς της Αδαμάντιος Ρύσιος, σημαντικός λόγιος της εποχής του, ο οποίος πεθαίνοντας μόλις ένα χρόνο πριν τη γέννηση του Αδαμαντίου, του κληροδότησε τη βιβλιοθήκη του. Ο Αδαμάντιος Κοραής ήταν το πρώτο από τα οκτώ παιδιά της οικογένειάς του: ωστόσο επέζησε μόνο ένας αδελφός ονόματι Ανδρέας. Διδάχθηκε από κάποιον Εβραίο την εβραϊκή γλώσσα, κι από τον Ολλανδό πάστορα του ολλανδικού προξενείου της Σμύρνης, Berhard Keun, λατινικά. Τα πρώτα του γράμματα τα διδάχθηκε στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης, όπου δίδασκε ο Ιερόθεος Δενδρινός.

Επιθυμία της οικογένειάς του όμως ήταν να ασχοληθεί με το εμπόριο, γι' αυτό και το 1771 κατέληξαν στη συμβιβαστική λύση να μεταβεί στο Άμστερνταμ, όπου, παράλληλα με τις οικογενειακές επιχειρήσεις, θα μπορούσε να διευρύνει τους ορίζοντές του και να αποκτήσει την καλλιέργεια που επιθυμούσε. Στην πραγματικότητα, εγκαθίσταται ως αντιπρόσωπος μιας εταιρείας, μιας συντροφίας, με έδρα τη Σμύρνη. Εκείνο που χαρακτηρίζει την παραμονή του εκεί είναι «το πολύπλευρο των δραστηριοτήτων του» και το ραγδαίο της μεταστροφής του μέσα σε λίγους μήνες. Έτσι μαθαίνει γλώσσες, (ολλανδικά, εβραϊκά, ισπανικά) και μουσική (κιθάρα), μα και θετικές επιστήμες (γεωμετρία). Παράλληλα σταθεροποιεί και διευρύνει την αρχαιομάθειά του. Γνωρίζει μια Λουθηρανή κοπέλα και δρομολογεί γάμο μαζί της, όμως ο θάνατός της μετά από σύντομη ασθένεια ανατρέπει την προοπτική του γάμου. Οι εμπορικές του ενασχολήσεις επικεντρώνονται σε μεταπρατικές δραστηριότητες. Επιχειρώντας όμως, στη συνέχεια, να ασκήσει με νέους όρους το εμπόριο, δηλαδή να παρακάμψει τους μεσάζοντες, επενδύοντας μέρος του κεφαλαίου της επιχείρησης σε βιοτεχνία η οποία ό,τι παρήγαγε θα το εμπορευόταν και η ίδια, και ταυτόχρονα, να επεκταθεί και στον τομέα του θαλάσσιου εμπορίου, αποτυγχάνει. Η αδυναμία συντονισμού της επιχειρηματικής στρατηγικής και της στρατηγικής των κεφαλαίων οδήγησε σε αποσύνθεση της επιχείρησης. Tο 1777 εγκατέλειψε το Άμστερνταμ και επέστρεψε στη Σμύρνη.

Στη Σμύρνη έφθασε την άνοιξη του 1779. Λίγο καιρό πριν από την άφιξή του η πατρική του οικία είχε καταστραφεί από πυρκαγιά, που είχε κάψει μεγάλο μέρος της πόλης. Έτσι, θα αναγκαστούν οικογενειακώς να μετοικήσουν σε άλλη συνοικία. Όταν επιστρέψει στη Σμύρνη, θα δουλέψει ως γραμματέας του επιτρόπου πατέρα του και των άλλων επιτρόπων στο εκεί Μετόχι του Παναγίου Τάφου.

Φεύγει πάλι, το 1782, για ιατρικές σπουδές στο Μονπελιέ της Γαλλίας. Χάρη στην οικονομική ενίσχυση του Μακάριου Νοταρά ολοκληρώνει τις σπουδές του. Το 1786 δημοσιεύει την διπλωματική του εργασία στη λατινική γλώσσα με τίτλο Pyretologiae Synopsis αλλά και τη σύντομη διδακτορική διατριβή του, Medicus Hippocraticus (1787).

Με το πτυχίο της Ιατρικής από το Μονπελιέ είχε αποφασίσει οριστικά να μην εξασκήσει το επάγγελμα του γιατρού, αλλά να ζήσει στο Παρίσι, ενασχολούμενος με τις φιλολογικές επιστήμες. Η άφιξή του στο Παρίσι συνέπεσε με τις παραμονές της Γαλλικής Επανάστασης. Αρνήθηκε κάθε βοήθεια από φίλους και επιδόθηκε σε μεταφράσεις ιατρικών έργων εκλαϊκευμένου χαρακτήρα καθώς και αντιγραφές κειμένων από παρισινούς κώδικες, κατά παραγγελία τρίτων.Διέμενε αρχικά στην οικία του φίλου του Clavier, ενώ αργότερα, στα 1793 και 1795 στην εξοχική έπαυλη του φίλου του στην κωμόπολη Nozaye.


Η έδρα και το γραφείο του Αδαμάντιου Κοραή. Από την μόνιμη έκθεση του Εθνικού και Ιστορικού Μουσείου.

Το 1783 πέθανε ο πατέρας του και το 1784 η μητέρα του. Από τότε ο Κοραής άρχισε να αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες. Για βιοποριστικούς λόγους έκανε μεταφράσεις στα γαλλικά από γερμανικά και αγγλικά βιβλία, όπως η Κατήχησις του Ρώσου μητροπολίτη Πλάτωνος και η Κλινική Ἰατρική του Γερμανού ιατροφιλοσόφου Selle. Το 1788, έχοντας ολοκληρώσει τις σπουδές του, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι με σκοπό να ασχοληθεί αποκλειστικά με τα γράμματα και την εθνική αφύπνιση. Ενώ δέχθηκε την γαλλική υπηκοότητα, η συνείδησή του παρέμεινε καθαρά ελληνική. Στο Παρίσι συνέχισε να κάνει μεταφράσεις ιατρικών κυρίως βιβλίων στα γαλλικά και ταυτόχρονα άρχισε να συγγράφει κείμενα σχετικά με την κατάσταση του ελληνισμού. Με τα ποιήματα ᾎσμα Πολεμιστήριον και Σάλπισμα Πολεμιστήριον προσπάθησε να τονώσει τις ελπίδες των Ελλήνων για απελευθέρωση και να ενισχύσει την αγωνιστική διάθεση, σε μια περίοδο κατά την οποία η εκστρατεία του Ναπολέοντα στην Αίγυπτο δημιουργούσε προσδοκίες για ενδεχόμενη βοήθεια των Γάλλων προς τους Έλληνες. Αποτέλεσμα αυτών των προσδοκιών ήταν και το κείμενό του Ὑπόμνημα περὶ τῆς παρούσης καταστάσεως τῆς Ἑλλάδος. Επίσης, αντιδρώντας στην "Πατρική Διδασκαλία" του Πατριάρχη Ιεροσολύμων, που καλούσε τους ορθόδοξους πιστούς να μην στηρίξουν τους άθεους Γάλλους ενάντια στους Οθωμανούς, εξέδωσε την "Αδελφική Διδασκαλία", στην οποία στηλίτευσε τις θέσεις του συγγραφέα της Αδελφικής Διδασκαλίας, σχετικά με την νομιμότητα της Οθωμανικής τυραννίας πάνω στους Έλληνες, αν και αμφισβητούσε ότι συγγραφέας αυτού του κειμένου ήταν ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων, όπως παρουσιάζονταν

Φιλολογικό έργο

Ο Κοραής εξέδωσε 66 τόμους βιβλίων. Από αυτούς οι 17 αποτελούν την «Ελληνική Βιβλιοθήκη» και οι 9 τα «Πάρεργα της Ελληνικής Βιβλιοθήκης».
Η καλλιέργεια των φιλολογικών ροπών του επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες: από το λόγιο-οικογενειακό του περιβάλλον και κυρίως τη βιβλιοθήκη του Διαμαντή Ρύσιου, τις λιγοστές γραμματικές γνώσεις που έλαβε από την Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης, τη βιβλιοθήκη του Ολλανδού πάστορα που του μαθαίνει λατινικά με την πληθώρα των Λατίνων κλασικών και την ξενόγλωσση βιβλιογραφία που περιέχει, καθώς και από τη συνάντησή του στο Άμστερνταμ με τον Καλβινιστή Αδριανό Βύρτο και τη λογία σύζυγό του. Στο Μονπελιέ οι σπουδές της ιατρικής τον φέρνουν πιο κοντά στους αρχαίους Έλληνες ιατρούς και δι' αυτών στους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς. Η επαφή του με τον Γάλλο ελληνιστή Nτ' Ανς ντε Βιλουαζόν είναι ένας ακόμα σταθμός στην καλλιέργεια και εδραίωση των φιλολογικών του ενδιαφερόντων, αλλά και της φήμης του Κοραή ως φιλολόγου. Οι δύο άνδρες αλληλογραφούν. Ο Κοραής κοινοποιεί στον Βιλουαζόν δείγματα της κριτικής του δουλειάς (π.χ. κάνει διορθώσεις σε Εμπεδοκλή και Σοφοκλή), ο Βιλουαζόν προσκαλεί τον Κοραή στο Παρίσι προκειμένου να δουλέψει στη Βασιλική Βιβλιοθήκη ή του αναθέτει αντιγραφικές εργασίες που ενισχύουν οικονομικά τον Χιώτη λόγιο και τον φέρνει σε επαφή με άλλους λογίους και τις βιβλιοθήκες τους. Επίσης, ο Βιλουαζόν προτείνει τον Κοραή για υποψήφιο κριτικό εκδότη ολόκληρου του Ιπποκρατικού έργου για το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Βασικό στοιχείο της κοραϊκής αρχαιογνωσίας ήταν η γλωσσομάθειά του: εννέα ξένες γλώσσες (λατινικά, ιταλικά, γαλλικά, αγγλικά, ισπανικά, εβραϊκά, γερμανικά, ολλανδικά, τούρκικα). Πιο ειδικοί λόγοι που ενίσχυσαν τη σχέση του με τη φιλολογία ήταν η φιλάσθενη ιδιοσυγκρασία του, η κάπως προχωρημένη ηλικία του, η έλλειψη της αναγκαίας για το ιατρικό επάγγελμα πρακτικής άσκησης και η στροφή σε μεταφραστικές ενασχολήσεις για λόγους βιοπορισμού. Ακόμα, δέχεται επιδράσεις από τις φιλελεύθερες ιδέες του Διαφωτισμού: με τα γραπτά του μαχόταν υπέρ της πνευματικής αναγέννησης της Ελλάδας. Κύριο μέλημά του ήταν η πνευματική ανάπτυξη του γένους, την οποία θεωρούσε προϋπόθεση για την ελευθερία και την ανεξαρτησία. Στην ανανέωση της παιδείας προσπάθησε να συμβάλει και σε πρακτικό επίπεδο με τις φιλολογικές εκδόσεις αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων στη σειρά Ελληνική Βιβλιοθήκη, αλλά και θεωρητικά, κυρίως στα προλεγόμενα που προέτασσε στις εκδόσεις, τους Αυτοσχέδιους Στοχασμούς περί της ελληνικής παιδείας και γλώσσης.

Το έργο του

Το άγαλμα του Κοραή μπροστά από την 
Πρυτανεία του Πανεπιστημίου Αθηνών
Η εκδοτική του δραστηριότητα ξεκίνησε το 1799, με τους Χαρακτῆρας του Θεόφραστου. Την επόμενη χρονιά τύπωσε το Περὶ ἀνέμων, ὑδάτων καὶ τόπων του Ἰπποκράτη, έκδοση που βραβεύτηκε το 1810, και το 1804 τα Αἰθιοπικά του Ἡλιοδώρου, η εισαγωγή του οποίου είναι η πρώτη ελληνική πραγματεία για το λογοτεχνικό είδος του μυθιστορήματος.Μετά το 1805 ενέταξε τις εκδόσεις του στη σειρά Ἑλληνικὴ Βιβλιοθήκη, η οποία συνεχίστηκε έως το 1827, με τη χορηγία των αδερφών Ζωσιμά. Στην Ἑλληνικὴν Βιβλιοθήκην εξέδωσε, μεταξύ άλλων, τους Βίους Παραλλήλους του Πλουτάρχου, Λόγους του Ἰσοκράτη,τις τέσσερις πρώτες ραψωδίες της Ιλιάδας, Γαληνό, Στράβωνα, Μάρκο Αυρήλιο, τα Πολιτικά και τα Ἠθικὰ Νικομάχεια του Ἀριστοτέλους, τα Ἀπομνημονεύματα του Ξενοφώντα. Επίσης σχεδίαζε, αλλά ματαίωσε, την έκδοση της Ιστορίας του Θουκυδίδου, των αρχαίων μυθογράφων και του Ἡροδότου.
Σημαντική είναι και η συμβολή του στο χώρο της επιγραφικής μέσα από την έκδοση της Ὕλης Χιακῆς ἀρχαιολογίας, αφού διασώζει επιγραφές που πια έχουν χαθεί, σχολιάζοντάς τες φιλολογικά και ιστορικά.Οι εκδόσεις του Κοραή και κυρίως οι πρόλογοί του δίνουν αφορμή για συζητήσεις σχετικά με τη σύγχρονη Ελλάδα. Συνεργάστηκε με ξένους φιλολόγους, τον Tomas Burgess και τον Robert Holmes. Ο πρώτος τον χαρακτήρισε eruditissimum and sagacissimum και δημοσίευσε την πρώτη καθαρά φιλολογική εργασία του Κοραή, Emandationes in Hippocratem στο περιοδικό του Musei Oxoniensi Literarii cospectus et specimina, Oxonnii MDCCXCII σ. 11-23

Θεολογικό έργο

Ο Αδαμάντιος Κοραής, καθότι πολυσχιδής προσωπικότητα, ασχολήθηκε και με το θεολογικό κομμάτι της επιμόρφωσης των Ελλήνων. Ο ίδιος ήταν συνειδητά ορθόδοξος χριστιανός,αλλά πίστευε πως η ορθόδοξη εκκλησία είχε αλλοιωθεί αρκετά σε σχέση με την αρχική πίστη των αποστόλων, θεωρώντας ιδιαιτέρως υπεύθυνο για αυτό τον μοναχισμό, αλλά και την έλλειψη παιδείας που παρατηρούσε. Ήταν επικριτής της θρησκευτικής δεισιδαιμονίας, της άγνοιας του κλήρου και εναντίον πρακτικών όπως το Άγιο Φως. Ο ίδιος επεδίωκε ουσιαστικά μια μεταρρύθμιση βασισμένη στην επιμόρφωση των υπόδουλων Ελλήνων, εξού και ο θερμός χαιρετισμός του για τη λειτουργία της Αθωνιάδας σχολής. Η προσπάθεια της αναγέννησης αυτής θεωρείται πως είχε επηρεασθεί αισθητά από το κίνημα του διαφωτισμού και τις βάσεις των προτεσταντικών θεμελίων, χωρίς αυτό να σημαίνει πως εξαιρούσε από την κριτική του και τις προτεσταντικές εκκλησίες. Τελικά επεδίωξε μια μεταρρύθμιση για την ορθόδοξη εκκλησία βασισμένη στο μεταφυσικό οικοδόμημα του προτεσταντισμού, θεμέλια που σήμερα κάποιοι υποστηρίζουν πως έχουν κατεδαφιστεί από τις σύγχρονες κοινωνικές και θετικές επιστήμες.
Ο Αδαμάντιος Κοραής στα θεολογικά θέματα συχνά παρότρυνε τους ιερείς να αρχίσουν να κηρύττουν και να εξηγούν την Αγία Γραφή μέσα στις εκκλησίες, για την οποία έλεγε ότι «ἂν καὶ εἶναι ἔργον αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ» έχει φθαρεί από την επίδραση της ανθρώπινης κακίας ώστε «ἡ σημερινὴ θρησκεία δὲν εἶναι πλέον ἡ αὐτὴ καὶ ἀπαράλλακτος θρησκεία, καθὼς ἐξῆλθεν ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ Ἰησοῦ». Ήταν θερμός υποστηρικτής της διάδοσης της Αγίας Γραφής. Χαρακτηριστικό είναι πως σε γράμμα του στον Μητροπολίτη Ιγνάτιο της Oυγγροβλαχίας, έγραφε «Μόνον τοῦ Εὐαγγελίου ἡ διδαχὴ ἐμπορεῖ νὰ σώσῃ τὴν αὐτονομίαν τοῦ Γένους».
Η γενική κατάπτωση στην οποία βρίσκονταν οι Έλληνες αναφορικά με την χριστιανική πίστη τους και το γεγονός ότι τα κηρύγματα των ιεροκηρύκων της εποχής αναφέρονταν μόνο σε ηθικά διδάγματα, παραλείποντας την Ορθόδοξη δογματική διδασκαλία, υποκίνησε κληρικούς και άλλους θρησκευόμενους της εποχής να εκδώσουν θρησκευτικά βιβλία με σκοπό την κατήχηση των πιστών περί του δόγματος, της λατρείας και του ήθους.Σύμφωνα με τον μητροπολίτη Νεκτάριο Πενταπόλεως, «ἐντὸς τῆς Ἑλληνικῆς Ὀρθοδοξίας ἡ πρώτη σημαντικὴ προσπάθεια εἰς τὸν τομέα αὐτόν [δηλ. την κατήχηση του λαού] ὀφείλεται εἰς τὸν μεγάλον διδάσκαλον τοῦ Γένους Ἀδαμάντιον Κοραῆν». Ο Κοραής καταπολέμησε την κοινή τότε άποψη ότι η κατήχηση των Χριστιανών είναι περιττή και αναζήτησε διαθέσιμα έργα Ορθόδοξης κατήχησης. Εντόπισε και θεώρησε ως καλύτερο του είδους του την Ὀρθόδοξον διδασκαλίαν του μητροπολίτη Μόσχας Πλάτωνα, ο οποίος το είχε συντάξει το 1765 κατόπιν αιτήματος του Μεγάλου Δούκα και μετέπειτα Τσάρου της Ρωσίας Παύλου. Ο Κοραής μετέφρασε το έργο αυτό από τη γερμανική έκδοση στα ελληνικά και, αφού το εμπλούτισε με αγιογραφικές παραπομπές και άλλες πρόσθετες σημειώσεις, το παρέδωσε για χρήση στον λαό το 1772. Σύμφωνα με τον Νεκτάριο Πενταπόλεως, «αἱ πολλαὶ ὑποσημειώσεις, ἅπασαι τοῦ Ἀδ. Κοραῆ, ἀποκαλύπτουσι τὴν βαθεῖαν γνῶσιν τῶν θεμάτων τοῦ Χριστιανισμοῦ ὑπὸ τοῦ μεγάλου αὐτοῦ διδασκάλου τοῦ Γένους». Η κατήχηση αυτή διαδόθηκε ευρύτατα μεταξύ των Ελλήνων Ορθοδόξων και όταν απέκτησε την ανεξαρτησία του το ελληνικό κράτος τυπώθηκε επανειλημμένα στην Αθήνα «μὲ ἔγκρισιν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καὶ τοῦ ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καὶ τῆς Δημοσίας Ἐκπαιδεύσεως Ὑπουργείου [...] πρὸς χρῆσιν τῶν ἁπανταχοῦ Γυμνασίων καὶ Σχολείων». Η εμπλουτισμένη από τον Κοραή Κατήχησις αποδείχτηκε «ὠφελιμοτάτη διὰ τοὺς κατὰ πρῶτον ἐξερχομένους ἀπὸ τῆς πλήρους ἀγνοίας Ἕλληνας». Στη συνέχεια ακολούθησαν πλήθος άλλων Κατηχήσεων για χρήση από τα εκπαιδευτικά ιδρύματα τόσο εντός του Βασιλείου της Ελλάδας όσο και στις περιοχές της Οθωμανική αυτοκρατορίας.

Ένα άλλο όμως σύγγραμμα του Κοραή δεν είχε την ίδια τύχη. Το «Συνέκδημον Ἱερατικόν», μιλούσε για τη δεισιδαιμονία, την τιτλομανία και την ηθική κατάπτωση μέρους του κλήρου, γράφοντας χαρακτηριστικά: «Ὁ φίλαρχος ἱερωμένος καταντᾷ εἰς φονικὸν τύραννον, ὁ φιλόπλουτος εἰς αἰσχροκερδῆ γόητα καὶ ὁ φιλήδονος γίνεται ἵππος θηλυμανής». Επίσης συνιστούσε τη μετάφραση της Αγίας Γραφής και την ανακαίνιση των εκκλησιών. Το 1839 το βιβλίο καταδικάστηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Ο Κοραής ήταν θερμός υποστηρικτής της ανεξιθρησκείας.

Απόψεις για την Ορθόδοξη Εκκλησία

Από την αρχή της Επαναστάσεως είχε διατυπώσει τις απόψεις του για τις κατ' αυτόν αναγκαίες εκκλησιαστικές μεταρρυθμίσεις, που θα έπρεπε κατά προτεραιότητα να συνοδεύουν την πολιτική οργάνωση της απελευθερωμένης Ελλάδας. Οι απόψεις του για τη θεσμοθέτηση ενός νέου συστήματος σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, μέσα από τις οποίες έβλεπε να υλοποιούνται οι μεταρρυθμίσεις αυτές, στηριζόταν πάνω σε δύο κύριου άξονες: α) στην άμεση διοικητική απεξάρτηση της εν Ελλάδι τοπική Εκκλησίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και στην υπαγωγή ολόκληρου του Εκκλησιαστικού οργανισμού στην εποπτεία και τον έλεγχο της Ελληνικής Πολιτείας. Την πρώτη θέση, με μορφή παραινέσεων προς τους αγωνιζομένους Έλληνες, διατύπωνε στα Προλεγόμενα της Ελληνικής Βιβλιοθήκης στα Πολιτικὰ τοῦ Ἀριστοτέλους, «τοῦ ἕως τὴν ὥραν ταύτην ἐλευθερωθέντος μέρους τῆς Ἑλλάδος ὁ κλῆρος δὲν χρεωστεῖ πλέον νὰ γνωρίζῃ ἐκκλησιαστικὸν αρχηγόν του τὸν Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως, ἐνόσω ἡ Κωνσταντινούπολις μένει μολυσμένη ἀπὸ τὴν καθέδραν τοῦ ἀνόμου τυράννου». Ως προς τον τρόπο διοίκησής της προέβλεπε «σύνοδον ἱερέων, ἐκλεγμένην ἐλευθέρως ἀπὸ ἱερεῖς καὶ κοσμικούς, καθὼς ἔπρασσεν ἡ αρχαία ἐκκλησία, καὶ πράσσει ἐκ μέρους σήμερον ἀκόμη τῶν ὁμοθρήσκων Ῥώσσων ἡ ἐκκλησία...».Ο θεωρητικές απόψεις του δεν διατυπώνονταν μόνο διά των συγγραμμάτων του αλλά και με επιστολές και υπομνήματα, σε μία επιστολή του προς τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, του πρότεινε «[...] νὰ περιορισθῶσιν οἱ ἐκκλησιστικοὶ εἰς τὸ ἐξῆς εἰς μόνην τὴν ἐκκλησιαστικὴν στρατείαν, ἀποκλειόμενοι ἀπὸ ὅλα τὰ πολιτικὰ ὑπουργήματα».

Στο έργο του, Προλεγόμενα εἰς Ξενοφῶντος Ἀπομνημονεύματα καὶ Πλάτωνος Γοργίαν ασχολείται με το ζήτημα της προσέγγισης με τον παπικό θρόνο για παροχή βοήθειας και αποδοκιμάζει αυστηρά κάθε σχετικη πρωτοβουλία από όπου κι αν προέρχεται, χαρακτηρίζοντάς την μωρίαν. Το κυριώτερο επιχείρημά του είναι το Παπικό πρωτείο, «ενόσω ο πάπας ισχυρίζεται να κρατή ενωμένα δύο πράγματ' ασυμβίβαστα, την ποιμενικήν ράβδον του Χριστού, και των κοσμικών ηγεμόνων το σκήπτρον». Ως προς το ζήτημα της ρύθμισης της θέσεως των μουσουλμάνων και Εβραίων μέσα στην ελληνική επικράτεια, ο Κοραής, θεωρούσε πως ήταν εθνικά επιζήμια η απροϋπόθετη ένταξή τους στην νεοσύστατη Ελληνική πολιτεία. Τον Κοραή δεν τον αφήνει αδιάφορο και η δράση των ξένων ιεραποστολικών ομάδων και του προσηλυτιστικού τους έργου: προτείνει την διά νόμου υπαγωγή όλων σχεδόν των δραστηριοτήτων των εν Ελλάδι δραστηριοτήτων των ετεροδόξων υπό τον προληπτικό έλεγχο του Λειτουργοῦ τῆς Δημοσίας παιδείας. Το ενδιαφέρον του για την προστασία της Ορθοδόξου Εκκλησίας από την εις βάρος της προσηλυτιστική δράση, δεν εξηγείται παρά από την «[...] ισχυρή επίδραση που είχε δεχθεί από το έντονα εχθρικό κλίμα κατά της ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας[...]που την εποχή εκείνη επικρατούσε στη Γαλλία[...]».


Πίνακας : Θεόφιλος - Ο Ρήγας και ο Κοραής σώζουν την Ελλάδα 

Απόψεις για την εκπαίδευση

Στα «Προλεγόμενα» των εκδόσεων αρχαίων συγγραφέων κατέθετε τις προτάσεις του για την παιδεία, το περιεχόμενο των μαθημάτων, τα εγχειρίδια και τις μεθόδους της διδασκαλίας και κυρίως την γλώσσα, που ήταν το βασικό μέλημα των λογίων κατά την περίοδο του Διαφωτισμού.Ο προβηματισμός του κάλυπτε διάφορες πτυχές της εκπαίδευσης:οργάνωση και λειτουργία των σχολείων, μεθόδους διδασκαλίας, Βασικές του ιδέες ήταν η ανάγκη «μετακένωσης» της δυτικής παιδείας στην Ελλάδα και ο εκσυγχρονισμός της διδασκαλίας, διδακτέα ύλη και σχολικά βιβλία, κατάρτιση διδασκάλων και εκπαίδευση μαθητών. Τον όρο μετακένωσις τον έπλασε ο Κοραής για να αποδώσει το αίτημα της αξιοποίησης των δυτικών επιτευγμάτων, που μπορούσαν να συμβάλου στην ανάπτυξη της ελληνικής προσπάθειας. Έτσι για την οργάνωση και λειτουργία των σχολείων, δεχόταν τρεις βαθμίδες: τα κοινά: υποχρεωτικά για όλους με διδασκαλία της ανάγνωσης, γραφής κι αριθμητικής αλλά και της θρησκευτικής κατηχήσεως, τα γυμνάσια της Ελληνικής φιλολογίας και τα νεώτερα γυμνάσια των επιστημών. Την φροντίδα για τη σύσταση των σχολείων -προεπαναστατικά- να έχουν οι κοινότητες υπό την εποπτεία του Κοινού της Κωνσταντινουπόλεως και την αιγίδα του Πατριάρχη. Μόλις συσταθεί ανεξάρτητο Ελληνικό κράτος, τον κεντρικό συντονισμό να έχει Λειτουργός της Δημοσίου Παιδείας. Δεν αποκλείει την καταβολή διδάκτρων αλλά βασικά, υποστηρίζει τη χρηματοδότηση της εκπαίδευσης από ταμείο χρηματοδοτούμενο από εισφορές λαϊκών και κληρικών και τη φορολόγηση των μονών. Για τις μεθόδους διδασκαλίας, εισηγείτο, τη χρήση σχολικών βιβλίων γραμμένων στην κοινήν γλώσσαν με την αλληλοδιδικτική μέθοδο. Ως προς τη διδακτέα ύλη, να είναι κοινή για όλα τα σχολεία κάθε βαθμίδας, τα αναγνωσματάρια να είναι όχι το Ψαλτήρι κι η Οκταήχος, αλλά βιβλία Ιστορίας και Γεωγραφίας και το Σύνταγμα της Ελληνικής Πολιτείας. Για την εφαρμογή των ιδεών του συμμετείχε στην ομάδα των λογίων που ίδρυσαν το 1811 το περιοδικό Ερμής ο Λόγιος, στο οποίο αρθρογραφούσε συχνά.

Απόψεις για τη γλώσσα

Οι απόψεις του Κοραή για τη γλώσσα δεν είναι συστηματοποιημένες αλλά διατυπώνονται διάσπαρτα στα κείμενά του: σε επιστολές, στους Αὐτοσχεδίους Στοχασμούς του και στα Προλεγόμενα των Αρχαίων συγγραφέων του. Αναπτύσσονται μέσα στα πλαίσια της Φιλοσοφίας, της Παιδαγωγικής και της μεθόδου διδακτικής της Αρχαίας. Ως κύριο στόχο είχε την διαμόρφωση ενός γλωσσικού οργάνου κατάλληλου για την πνευματική ανάπτυξη. Ανάμεσα στις δύο αντίρροπες τάσεις της εποχής, την αποκλειστική χρήση της ομιλουμένης γλώσσας και την επαναφορά της αρχαίας, ο Κοραής κράτησε μία ενδιάμεση στάση: βάση του ήταν η ομιλουμένη γλώσσα, για την οποία πρότεινε τον «καθαρισμό» από ξένες και ιδιωματικές λέξεις και την γενικότερη «διόρθωσιν» από τους λογίους. Ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης, επισημαίνει, «...ζητούσε μια καλλιέργεια της δημοτικής και διόρθωση των βαρβαρικών στοιχείων που και δύσκολο να εφαρμοσθεί ήταν και γλήγορα κατάντησε με τους οπαδούς του σ΄έναν αχαλίνωτο καθαρισμό πίσω προς τ'αρχαία, εντελώς αντίθετο προς τη βάση της αρχικής του διδασκαλίας[...]Είναι λοιπόν στραβό να επικαλούνται τον Κοραή για πατέρα και υπερασπιστή της σημερινής γλώσσας [ενν.Καθαρεύουσας] Με πολύ περισσότερο θα του δοθή μια θέση κοντά στους άλλους συνηγόρους της κοινής[...]».Όπως επισημαίνει ο Peter Mackridge, «...δεν σημαίνει ότι ο Κοραής και οι ομόφρονες με αυτόν διανοούμενοι επινόησαν την καθαρεύουσα: αυτή η μορφή της Ελληνικής που πρότειναν ως γλώσσα του κράτους και της παιδείας υπήρχε ήδη, αλλά ήταν πιο πολύ το αποτέλεσμα τυχαίας συνάντησης αρχαίας και νεότερων στοιχείων παρά κάποιος μεθοδικά σχεδιασμένος συμβιβασμός».

Η γλώσσα του Κοραή

Όπως παρατηρεί ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης, «Ο Κοραής ούτε στη δημοτική, όπως τη νοούμε σήμερα, έγραψε ούτε ειδική γλωσσολογική κατάρτιση διέθετε[...]έγραψε σε γλώσσα που αποτελούσε απλοποιημένη (καθαρισμένη) μορφή της Εκκλησιαστικής κοινής των τελευταίων μεταβυζαντινών αιώνων (16ος-18ος αι.)[...]στην πράξη όμως έγραψε σε μια μορφή (συνεχώς μεταβαλλόμενη) δημοτικίζουσας καθαρεύουσας».


Η θέση του για τη Γαλλική Επανάσταση

Ο Κοραής δεν φαινόταν να περίμενε την πολιτική εξέλιξη αυτή, αν και διέγνωσε πως οι συνθήκες μέσα στη γαλλική κοινωνία κυοφορούσαν μια τέτοια μεταβολή. Αρχικά υποστήριζε τις ενέργειές της και τα κηρύγματά της όπως αυτά εκδηλώθηκαν από τους αρχικούς ηγέτες της. Η Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη χρησιμοποιούνται εκτενώς στα Κοραϊκά κείμενα: στην Ἀδελφικὴ Διδασκαλία, στην επιστολή του προς τους φιλοπάτριδας προεστῶτας τῆς Πελοποννήσου καὶ τῆς λοιπῆς ἐλευθέρας Ἑλλάδος (1822) και στις αδημοσίευτες Σημειώσεις εἰς τὸ προσωρινὸν πολίτευμα τῆς Ἑλλάδος, ενώ μετέφρασε την Decleration στα ελληνικά, χωρίς να τη δημοσιεύσει. Αργότερα στηλίτευσε τις ακρότητες των Ιακωβίνων, τον Ρωβεσπίερο υπαινικτικά. Επέκρινε αυστηρά ακόμα και τον ίδιο τον Ναπολέοντα, αποφεύγοντας να του παράσχει υπηρεσίες λογοκριτή βιβλίων με υψηλή αμοιβή, επειδή ερχόταν σε αντίθεση με τις πεποιθήσεις του. Αντιτάχθηκε στη Γαλλική Επανάσταση κατά τη ριζοσπαστική της περίοδο (1792-1794/95) και στα γραπτά του την περιέγραφε ως "βάρβαρη εποχή", υπό την κυριαρχία "κανιβάλων", "δολοφόνων" και "ληστών".

Η θέση του για την Ελληνική Επανάσταση

Ο Κοραής έζησε τη Γαλλική Επανάσταση και την απήχησή της στην Ελλάδα. Σε επιστολή του στα τέλη του 1814, έγραφε, «Δὲν ἔμεινεν ἀμφιβολία [...] ὅτι ἔφθασε καὶ τῶν Γραικῶν ὁ καλὸς καιρός. καὶ ἔφθασε μὲ τόσην ὁρμήν ὥστε καμμία δύναμις ἀνθρώπινος δὲν εἶναι πλέον καλὴ νὰ μᾶς ὀπισθοποδίσῃ». Στα 1818 έγραφε, «ἤρχισα νὰ φοβοῦμαι ὄχι μὴ φωτσιθῇ τὸ γένος, ἀλλὰ μή, πρὶν ἀποκτήσῃ φῶτα ἀρκετά, κεφαλαί τινες ἐνθουσιαστικαὶ ἐπιχειρήσωσι πρὸ τοῦ πρέποντος καιροῦ τὴν συντριβὴν τοῦ ζυγοῦ». Γύρω στον Απρίλιο του 1821 ο Κοραής πληροφορήθηκε την είδηση την εκδήλωσης της Επανάστασης στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Σε επιστολή του προς τον Παντολέοντα Βλαστό, έγραψε: «Χαίρω χαρὰν δὲν ἐμπορεῖς νὰ φαντασθῇς πόσην[...]Εἴκοσι ἔτη ἡλικίας ὀλιγότερα νὰ εἶχα, οὔτε θεοὶ οὔτε δαίμονες ἤθελον μ' ἐμποδίσει», να κατέβει δηλαδή κι αυτός στην επαναστατημένη Ελλάδα. Η πεποίθησή του πως η Επανάσταση ήταν πρόωρη επαναλαμβάνεται συχνά, όπως στην επίσημη επιστολή του προς τις Ελληνικές αρχές τον Αύγουστο του 1825 και στα 1831, οπότε σε επιστολή του προς τον Αλέξανδρο Κοντόσταυλο, έγραψε: «Ἡ ἐπανάστασις τῆς Ἑλλάδος ἦτο δικαιοτάτη, ἀλλὰ ἔγινεν ἀκαίρως. Ὁ καιρός της ἦτο τὸ 1850 ἔτος, ὅτε ἠθέλαμεν ἔχει πολλοὺς ἀπὸ τοὺς ἔτι σπουδάζοντας νέους μας, ἡλικιωμένους ἄλλους μεταξὺ 30 καὶ 40 ἐτῶν, καὶ ἄλλους ὑπὲρ τὰ 40, καὶ διδαγμένους ἀπὸ τὰ συμβάντα καὶ συμβαίνοντα σήμερον εἰς τὴν Εὐρώπην, ἱκανοὺς νὰ δράξωσι τὰ πράγματα καὶ νὰ διαλύσωσι τὰς φατρίας». Σύμφωνα με τον Αλέξη Πολίτη δεν ήταν μόνο η σύνδεση μεταξύ της ανόδου του εκπαιδευτικού επιπέδου και των καλύτερων όρων για την επαναστατική εκδήλωση, που προϋπέθετε ο Κοραής, αλλά και ο προηγούμενος περιορισμός της κοινωνικής επιρροής των κοτσαμπάσηδων, ιερωμένων και των Φαναριωτών, για να μην αντικατασταθούν οι Τούρκοι από χριστιανοὺς τουρκίζοντας.

Η θέση του για τον Καποδίστρια

Ο Κοραής αντιπολιτεύθηκε με οξύτητα το καθεστώς του Καποδίστρια και ευχήθηκε την ανατροπή του. Χρησιμοποίησε το γνώριμό του διαλογικό είδος εκδίδοντας δύο ψευδώνυμους διαλόγους με τίτλο, Τί συμφέρει εἰς τὴν ἐλευθερωμένην ἀπὸ τοὺς Τούρκους Ἑλλάδα νὰ πράξῃ εἰς τὰς παρούσας περιστάσεις διὰ νὰ μὴ δουλωθῇ εἰς Χριστιανοὺς Τουρκίζοντας. Ο πρώτος διάλογος δημοσιεύθηκε το 1830 και δεύτερος μετά το θάνατο του Καποδίστρια, το 1831. Το δεύτερο κείμενο καταστράφηκε από τους Καποδιστριακούς στην Εθνοσυνέλευση του Ναυπλίου το 1832.

Τα αίτια της ξαφνικής μεταστροφής του θα μπορούσαν να συνοψιστούν στα εξής, σύμφωνα με τον Απόστολο Δασκαλάκη, α) η προσήλωση του Κοραή στις δημοκρατικές και φιλελεύθερες αρχές, σε αντίθεση με τον ολοένα και πιο συγκεντρωτικό τρόπο διακυβέρνησης του Καποδίστρια β) Γινόταν αποκλειστικά δέκτης των επικριτικών και δυσφημιστικών μηνυμάτων και πληροφοριών που έφταναν από την Ελλάδα (διά αλληλογραφίας, επισκέψεων και εφημερίδων που έφταναν σε αυτόν) γ) Η υπόθεση της Χίου και των Χίων, συμπατριωτών του, δεν επιλυόταν από τον Κυβερνήτη δ) οι πολιτικές εξελίξεις στη Γαλλία την ίδια περίοδο: τον Ιούλιο του 1830 ανατρέπεται το -μισητό για τον Κοραή- καθεστώς των Βουρβόνων και ανεβαίνει στο θρόνο ο Λουδοβίκος Φίλιππος της Ορλεάνης.Η απόφασή του να στραφεί κατά του καποδιστριακού καθεστώτος ενίσχυσε το κύρος του αντικυβερνητικού αγώνα και τον πλούτισε με νέα επιχειρήματα. Παράλληλα, έφερε, με το κύρος και την επιρροή του, νέους οπαδούς στην αντιπολίτευση, κυρίως Έλληνες της διασποράς, ενώ εξασφάλισε πρόσβαση σε πολιτικούς κύκλους του Παρισιού, για να στραφεί η γαλλική κοινή γνώμη κατά του Κυβερνήτη. «Οπωσδήποτε, η πληροφόρηση του Κοραή για τα ελληνικά πράγματα ήταν μονομερής. Ωστόσο κι αν ακόμη είχε τη δυνατότητα σφαιρικότερης ενημέρωσης, η σύγκρουση με τον Καποδίστρια δύσκολα θα αποφευγόταν».

Θάνατος

Στην τελευταία περίοδο της ζωής του επιθυμούσε να πεθάνει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, λόγω της κακής κατάστασης της υγείας του. Ο Κοραής υπέφερε παιδιόθεν από αιμοπτύσεις.Πέθανε τελικά στο Παρίσι, στις 6 Απριλίου 1833, σε ηλικία 84 χρονών. Τις ακριβείς συνθήκες του θανάτου του μας τις δίνει ο Χιώτης γιατρός Φίλιππος Φουρναράκης, ο οποίος στάθηκε από τους πιο στενούς συντρόφους του Κοραή, σε μια επιστολή του προς τον Ιάκωβο Ρώτα: ο θάνατος του Κοραή δεν είχε έλθει φυσιολογικά, αλλά επισπεύθηκε από ένα ατύχημα: το μεσημέρι της 18ης Μαρτίου 1833 ο Κοραής μετά από απώλεια της ισορροπίας του υπέστη κάταγμα στο μηριαίο οστούν και μυϊκή κάκωση. Αυτό σε συνδυασμό με την επιδεινούμενη αρθρίτιδα από την οποία έπασχε, επέσπευσε το τέλος, το οποίο επήλθε στις 12:40 μεταμεσονύχτια ώρα.

Κριτική που του ασκήθηκε

Μετά τον θάνατό του, το 1833, εκδηλώθηκαν αντιδράσεις στο έργο του και κριτική στις πολιτικές και γλωσσικές του ιδέες. Κατηγορήθηκε πως:
δημιούργησε την καθαρεύουσα, μια τεχνητή γλώσσα που επικρίθηκε για καταστρεπτικές συνέπειες στην πνευματική εξέλιξη του Νέου Ελληνισμού,
ήταν ο θεωρητικός των κάθε είδους κοινωνικοπολιτικών και πνευματικών συμβιβασμών που ανάσχεσαν την ομαλή πρόοδο της ελληνικής κοινωνίας,
δεν ήθελε την Ελληνική Επανάσταση λόγω του συμβιβαστικού χαρακτήρα και της ιδεολογίας του,
εξέφρασε ουτοπικές θέσεις, θέτοντας ως προϋπόθεση για τον ξεσηκωμό την πνευματική προκοπή των Ελλήνων,
ήταν ο βασικός εισηγητής «φράγκικων αντιλήψεων» που υπονόμευσαν την Ορθοδοξία και τις αυθεντικές λαϊκές παραδόσεις.


Άσμα Πολεμιστήριον
Α

Φίλοι μου συμπατριώται,

Δούλοι νά 'μεθα ώς πότε

Των αχρείων Μουσουλμάνων,

Της Ελλάδος των τυράννων;

Εκδικήσεως η ώρα

Έφθασεν, ω φίλοι, τώρα·

H κοινή ΠΑΤΡΙΣ φωνάζει,

Με τα δάκρυα μας κράζει:

«Τέκνα μου, Γραικοί γενναίοι,

Δράμετ' άνδρες τε και νέοι·

K' είπατε μεγαλοφώνως,

Είπατε τ' όλοι συμφώνως,

Ασπαζόμεν' είς τον άλλον

M' ενθουσιασμόν μεγάλον:

Έως πότ' η τυραννία;

ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ»


Β

Με μεγάλην αφροσύνην

Των Γραικών και καταισχύνην,

Τούρκος, φευ! μας ετυράννει,

Και αλλού που δεν εφάνη

Τόση βία κ' αδικία,

Τόση καταδυναστεία

Των αχρειεστάτων Τούρκων,

Των αγρίων Μαμαλούκων,

Ήσαν όλα εις τας χείρας·

K' αν απέθνησκε της πείνας,

O Γραικός εσιωπούσε,

Να λαλήση δεν τολμούσε.

Έως πότε Μουσουλμάνους

Υποφέρομεν τυράννους;

Έως πότε η δουλεία;

ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ!


Γ


Πού νυν τέχνη; Πού 'πιστήμη;

Πού Γραικών η τόση φήμη;

Κατηργήθησαν, φευ! όλα·

K' αντ' αυτών πάσχομεν τώρα

Μουσουλμάνων τυραννίαν,

Αμαθίαν και πτωχείαν,

Βάσανα, μόχθους και πόνους,

Μάστιγας, σφαγάς και φόνους,

Και ξενιτευμόν ΠΑΤΡΙΔΟΣ,

Στερευμόν πάσης ελπίδος.

Όλ' αυτά συλλογισθήτε,

Τους προγόνους μιμηθήτε,

Ω Γραικοί ανδρειωμένοι,

K' είπατ' όλοι ενωμένοι:

«Έως πότ' η τυραννία;

ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ!»


Δ

Των Γραικών το μέγα γένος,

Το εξακουσμένον έθνος,

Εις Ανατολήν και Δύσιν,

Ως να μην ήν' εις την φύσιν,

Μήτ' ακούεται καθόλου

Εξ ενός ως άλλου πόλου.

Ταύτα κάμν' η τυραννία,

Μουσουλμάνων η αγρία.

Αλλά ήλθε τέλος πάντων,

Μεταξύ τόσων συμβάντων,

Εκδικήσεως η ώρα·

K' οι Γραικοί φωνάζουν τώρα,

Αλαλάζοντες με κρότον:

«Έλαμψε μετά τον σκότον,

Έλαμψεν η σωτηρία·

ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ!»


Ε

Εις τυράννων την θυσίαν,

₼παντες με προθυμίαν,

Έρχοντ' άλλος αλλαχόθεν

Της Ελλάδος πανταχόθεν·

Ως εις εορτήν συντρέχουν,

Ως πανήγυριν την έχουν.

Και δεν στέργεται κανένας

Απ' αυτούς, μικρός ή μέγας,

Εξοπίσω να 'πομείνη,

Είναι, λέγει, καταισχύνη.

Τους υιούς των οι πατέρες

Εγκαρδιώνουν, κ' αι μητέρες·

«Εύγε! τέκνα μου» τους λέγουν,

K' εις τον πόλεμον τους στέλλουν·

Έως πότε η δουλεία;

ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ!

Στ

Τα σπαθία των γυμνωμένα,

Προς τον ουρανόν στρεμμένα,

Σταυρωμένα τα κλονούσι,

Όσον να σπινθοβολούσι·

K' ασπαζόμεν' είς τον άλλον,

Όρκον κάμνουσι μεγάλον,

Τότε μόνον να τ' αφήσουν

Αφ' ού τους εχθρούς νικήσουν.

Ναι μα Πίστιν! μα ΠΑΤΡΙΔΑ!

Μα την εις θεόν ελπίδα!

Της Ελλάδος η πριν δόξα,

Με των τέκνων της τα τόξα,

Θέλει πάλιν επιστρέψη,

Νέους Ήρωας να στέψη.

Έως πότ' η τυραννία;

ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ!


Ζ

Τρόπαια του Μαραθώνος

Δεν ηφάνισεν ο χρόνος,

Μήτε Σαλαμίνος έργα

Των Ελλήνων (Θαύμα μέγα!).

Οι Γραικοί τ' ανιστορούνται,

Και καλά τα ενθυμούνται.

Πρόγονοί των είν' ο Μίνως,

Λυκούργος, Σόλων εκείνος,

Μιλτιάδης, Λεωνίδης,

Μετ' αυτών ο Αριστείδης,

Και Θεμιστοκλής ο μέγας·

Ως αυτοί άλλος κανένας.

Σιωπώ τοσούτους άλλους,

₼νδρας θαυμαστούς, μεγάλους.

Έως πότε η δουλεία;

ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ!


Η

Τούτους οι Γραικοί μιμούνται,

Τούρκους πλέον δεν φοβούνται.

Την ζωήν καταφρονούσι,

Τους τυράννους δεν ψηφούσι,

Παρά να υποταχθώσι,

Προτιμούν να φονευθώσι.

Εις Γραικούς κόποι και πόνοι

Είν' ουδέν· Μόνοι και μόνοι

Τους εχθρούς να πολεμήσουν

Δύνανται, και να νικήσουν.

Αλλά τί δεν θέλουν κάμει,

Όταν μετ' αυτών οι Γάλλοι,

Ενωθώσιν εις έν σώμα;

Δεν φοβούνται πλέον πτώμα.

Έως πότ' η τυραννία;

ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ!


Θ

Θαυμαστοί Γενναίοι Γάλλοι,

Κατ' εσάς δεν είναι άλλοι,

Πλην Γραικών, ανδρειωμένοι,

K' εις τους κόπους γυμνασμένοι.

Φίλους της ελευθερίας,

Των Γραικών της σωτηρίας,

Όταν έχωμεν τους Γάλλους,

Τίς η χρεία από άλλους;

Γάλλοι και Γραικοί δεμένοι,

Με φιλίαν ενωμένοι,

Δεν είναι Γραικοί ή Γάλλοι,

Αλλ' έν έθνος Γραικογάλλοι,

Κράζοντες, «Αφανισθήτω,

K' εκ της γης εξαλειφθήτω

H κατάρατος δουλεία!

ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ!» 

 Από το Σάλπισμα Πολεμιστήριον του Αδαμάντιου Κοραή (1801).
Λεζάντα: ὤ μοι ἐγὼ πανάποτμος, ἐπεὶ μ' ἕλε δούλιον ἦμαρ.





Σάλπισμα Πολεμιστήριον

Αδελφοί, φίλοι και Συμπατριώται, Απόγονοι των Ελλήνων, και γενναίοι της ελευθερίας του ελληνικού γένους υπέρμαχοι, οι κατά την Αίγυπτον ευρισκόμενοι Γραικοί, και όσοι άλλοι εις την Ελλάδα ή και αλλαχού διατρίβετε, προσμένοντες τον αρμόδιον καιρόν της κοινής του γένους ελευθερίας, Αξιωματικοί τε και στρατιώται πάσης τάξεως και παντός βαθμού, χαίρετε, επειδή η χαρά σας είναι κοινή χαρά όλων των Γραικών· υγιαίνετε, επειδή η υγεία σας είναι κοινή σωτηρία της Ελλάδος.

Όσα, φίλοι και αδελφοί, αναγνώσετε εις την παρούσαν εγκύκλιον επιστολήν, μη τα νομίσετε συμβουλάς ιδικάς μου, αλλ' ελεεινολογίας και παράπονα της Ελλάδος, της οποίας την εικόνα βλέπετε· διότι άλλα δεν γράφω πλην όσα ήθελε σας ειπεί η κοινή μήτηρ ημών και πατρίς, η δυστυχής Ελλάς, αν ελάμβανε φωνήν και γλώσσαν. Φαντάσθητε λοιπόν, ότι έχετε προ οφθαλμών την ημετέραν μητέρα την παλαιάν εκείνην και περίφημον εις όλα τα έθνη και εις όλους τους αιώνας Ελλάδα, η οποία με μαύρα και εξεσχισμένα φορέματα, εις όλα τα μέλη του σώματος πληγωμένη από τους βαρβάρους τυράννους, με λυτούς της κεφαλής τους πλοκάμους, ανυπόδητος και σχεδόν γυμνή, οδυρομένη και κλαίουσα την αθλίαν κατάστασιν εις την οποίαν την έρριψεν η θηριότητης των Τούρκων, τρέχει προς ημάς τα τέκνα της, μας δείχνει τα κατεσχισμένα της φορέματα, μίαν προς μίαν μάς ανακαλύπτει τας πληγάς της, μας βάφει με τα αίματά της, μας βρέχει με τα δάκρυά της, εναγκαλίζεται και ασπάζεται έκαστον από ημάς κατ' ιδίαν, και ζητεί από όλους κοινώς εκδίκησιν με τούτα τα λόγια:

«Τέκνα μου αγαπητά, όσοι ονομάζεσθε Γραικοί, εις κανένα αιώνα, εις κανένα του κόσμου τόπον, απ' εμέ την μητέρα σας μήτε πλέον ευτυχής, μήτε πλέον λαμπρά άλλη καμμία δεν εφάνη. Τα πρώτα μου τέκνα, οι πρόγονοί σας, ήσαν οι πλέον φωτισμένοι, οι πλέον ανδρείοι άνθρωποι της Οικουμένης. Της ελευθερίας το γλυκύτατον όνομα απ' εκείνους ευρέθη, εις εκείνους πρώτους ηκούσθη, απ' εκείνων τα στόματα πρώτον εξεφωνήθη. Αυτοί πρώτοι εύρηκαν και αύξησαν τας τέχνας και τας επιστήμας, ως μέχρι του νυν μαρτυρούσι και τα βιβλία, όσα εγράφησαν απ' αυτούς, και των χειρών αυτών τα δημιουργήματα, έργα θαυμαστά της Αρχιτεκτονικής και Ανδριαντοποιητικής τέχνης. Εις εμέ την Ελλάδα πρώτην εγεννήθησαν ποιηταί, ρήτορες, φιλόσοφοι, τεχνίται, στρατηγοί, παντός είδους και πάσης τάξεως άνθρωποι, τόσον μεγάλοι, τόσον παράδοξοι, ώστε όσα λέγονται περί αυτών, ήθελαν αναμφιβόλως νομισθή μύθοι, αν δεν είχομεν την απόδειξιν από τα λείψανα της μεγαλουργίας των. Αυτοί, ολίγοι τον αριθμόν, και νόμους εύρηκαν, και πολιτείας συνέστησαν, και την ελευθερίαν των με μεγαλοψυχίαν απίστευτον υπεράσπισαν εναντίον εις κραταιούς και μεγάλους βασιλείς, εις έθνη και απ' αυτήν της θαλάσσης την άμμον πολυαριθμότερα. Αυτοί με στρατιώτας πολλά ολίγους, αλλά γέμοντας από τον άγιον της ελευθερίας ενθουσιασμόν, αντεστάθησαν εις τα αναρίθμητα της Περσίας στρατεύματα, η οποία τότε ήτον η πλατυτέρα, η κραταιοτέρα και φοβερωτέρα βασιλεία της οικουμένης· και εις ολίγου καιρού διάστημα, δια ξηράς και θαλάσσης και τους βαρβάρους κατετρόπωσαν, και τον υπερήφανον Αυτοκράτορα των βαρβάρων εις μικρόν πλοιάριον να φύγη με μεγάλην του καταισχύνην ηνάγκασαν, δια να μη ζωγρηθή από τους προγόνους σας, τους οποίους πρότερον τόσον ουτιδανούς ενόμιζεν, ώστε με μόνην του την παρουσίαν ήλπιζε να τους ροφήση χωρίς πόλεμον, καθώς ο λέων καταπίνει το ασθενές και ανίσχυρον αρνίον.

Αλλά, τέλος πάντων, οι πρόγονοί σας, ω τέκνα μου αγαπητά, όντες άνθρωποι έπταισαν και αυτοί ως άνθρωποι. Μη συλλογισθέντες ότι τα παράδοξα και σχεδόν απίστευτα ανδραγαθήματα, όσα κατώρθωσαν, ήσαν αποτέλεσμα της κοινής πάντων των Ελλήνων ομονοίας, άρχησαν να ζηλοτυπούν και να φθονώσι αλλήλους, να κατατρέχωσιν είς τον άλλον, να σπείρωσι κατά πάσαν πόλιν και χώραν της διχονοίας τα ζιζάνια. Και τι συνέβη εκ τούτου; Ω τέκνα μου, ω τέκνα μου, αφήσατέ με προς ολίγον να σφογγίσω τα δάκρυά μου, δια να σας διηγηθώ τα φαρμακερά της διχονοίας αποτελέσματα.

Η διχόνοια ολίγον κατ' ολίγον έκαμε μικροψύχους τους μεγαλοψύχους Έλληνας, κατέστησε τους σοφούς, άφρονας, εδίωξεν από τας καρδίας των την αγάπην της πατρίδος, και έθηκεν εις αυτής τον τόπον την δίψαν των ηδονών και του πλούτου, εφυγάδευσε τον ενθουσιασμόν της ελευθερίας, και έφερεν αντ' αυτού την μικροπρέπειαν, την κολακείαν, το ψεύδος, την απάτην, και της απάτης όλα τα βδελυρά παρακολουθήματα. Και με τοιαύτα αγεννή και δυστυχέστατα φρονήματα, πώς ήτον πλέον δυνατόν να μείνωσιν οι πρόγονοί σας ελεύθεροι; Η ελευθερία, τέκνα μου, δεν αγαπά να κατοική εις τόπους όπου δεν βασιλεύει η αρετή και η χρηστοήθεια. Όθεν οι θαυμαστοί εκείνοι και περίφημοι Έλληνες υπετάχθησαν πρώτον εις τους διαδόχους του Αλεξάνδρου. Και τούτο δεν ήτον έτι τόσον δεινόν, επειδή οι διάδοχοι του Αλεξάνδρου ήσαν καν και αυτοί Έλληνες. Έπεσαν μετά ταύτα υποκάτω εις τον ζυγόν των Ρωμαίων, ζυγόν αισχρότερον από τον πρώτον, αλλ' όχι ακόμη τόσον ελεεινόν· διότι οι τότε Ρωμαίοι ήσαν έθνος γενναίον, και αντί του να βαρύνωσι τον ζυγόν εις των Ελλήνων τους αυχένας, τους ετίμησαν ως σοφωτέρους των, αντί δούλων τους κατέστησαν διδασκάλους των, και λαβόντες επιστήμας και τέχνας παρ' αυτών ηξιώθησαν να ονομασθώσι και αυτοί το δεύτερον σοφόν έθνος της οικουμένης μετά τους Έλληνας.

Αλλ' έπταισαν τέλος πάντων και οι Ρωμαίοι, πταίσμα τόσον βαρύτερον του ελληνικού πταίσματος, όσον έπρεπε να ήναι προσεκτικώτεροι, έχοντες προ οφθαλμών της ελληνικής δυστυχίας το παράδειγμα. Εδιχονόησαν και αυτοί μη συλλογισθέντες όσα κακά είχε προξενήσει εις τους Έλληνας η διχόνοια· και χάσαντες την αυτονομίαν, έγιναν σύνδουλοι των Ελλήνων, και εκυβερνώντο εντάμα από την αυτοδέσποτον θέλησιν των Καισάρων της Ρώμης. Ο ζυγός ούτος ήτον βέβαια αισχρότερος εις τους Έλληνας, αλλ' είχε μ' όλον τούτο κάν ποιαν παρηγορίαν· διότι και τα φώτα της Ελλάδος δεν είχον ακόμη παντάπασιν αποσβεσθή, και εσώζετο και εις αυτούς ακόμη τους δεσπότας κάν ποια αιδώς, ήτις τους ηνάγκαζε να μετριάζωσι τον ζυγόν. Αλλ' οι δεσπόται της Ρώμης επολλαπλασιάζοντο καθ' ημέραν, όχι πλέον εκλεγόμενοι από την θέλησιν των πολιτών, ή διαδεχόμενοι την ηγεμονίαν παις παρά πατρός, αλλ' αναγορευόμενοι από την θορυβώδη των στρατευμάτων επανάστασιν. Αυτοί μετακομίσαντες έπειτα τον αυτοκρατορικόν θρόνον εις το Βυζάντιον, έδωκαν και εις εσάς, ω τέκνα μου, τους Γραικούς, των παλαιών Ελλήνων τους απογόνους, το όνομα των Ρωμαίων, όνομα το οποίον μήτε εις αυτούς πλέον δεν ήρμοζεν, επειδή τα στρατεύματα, αντί γνησίων Ρωμαίων ανεβίβαζον πολλάκις εις τον αυτοκρατορικόν θρόνον Θράκας, Βουλγάρους, Ιλλυριούς, Τριβαλλούς, Αρμενίους, και άλλους τοιούτους τρισβαρβάρους δεσπότας· των οποίων ο ζυγός έγινε τόσον βαρύτερος, όσον και τα φώτα της Ελλάδος ηφανίζοντο έν μετά το άλλο, και οι ταλαίπωροι Έλληνες έχασαν έως και το προγονικόν αυτών όνομα, αντί Γραικών ονομασθέντες Ρωμαίοι: και μ' όλον τούτο ο ζυγός ούτος ο τόσον βαρύς ήτον ακόμην υποφερτός, διότι οι βαστάζοντες αυτόν άθλιοι Γραικοί είχον καν την άδειαν να θρηνώσι τας συμφοράς των, ήτον εις αυτούς συγχωρημένον να πλησιάζωσι καν τους τυράννους των, και να ζητώσιν εκδίκησιν παρ' αυτών δι' όσα έπασχον από των τυράννων τους υπηρέτας. Ήσαν βέβαια σκληροί του καιρού εκείνου οι τύραννοι, αλλ' όντες ομόθρησκοι και ομόγλωσσοι των Γραικών, υπεκρίνοντο κάν ποιαν συνείδησιν, κάν τινα θεού φόβον. Και αν η καρδία των έγεμεν από φαρμάκιον, εις τα χείλη ηναγκάζοντο να κρατώσι το μέλι. Δια ταύτας λοιπόν τας αιτίας, τέκνα μου ηγαπημένα, ονομάζω και τον ζυγόν των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων υποφερτόν, παραβαλλόμενον με την σημερινήν παναθλίαν κατάστασιν των Γραικών, την οποίαν να περιγράψω μήτε φωνή πλέον μ' έμεινε μήτε δύναμις.

Ουαί, ουαί! τέκνα μου αγαπητά, δυστυχείς απόγονοι των Ελλήνων. Εσυντρίφθη, τέλος πάντων, και ο Ρωμαϊκός ζυγός, και οι Ρωμαίοι Αυτοκράτορες εκρημνίσθησαν από του Βυζαντίου τον θρόνον. Αλλά τους εκρήμνισαν τίνες; Τύραννοι ασυγκρίτως και βαρβαρότεροι και σκληρότεροι απ' εκείνους: και οι ταλαίπωροι Γραικοί, αντί του να αναψύξωσιν, έκλιναν ελεεινώς τον αυχένα υποκάτω εις ζυγόν τόσον βαρύν, τόσον απάνθρωπον, ώστε να ποθήσουν τον ρωμαϊκόν ζυγόν. Έθνος τρισβάρβαρον, έθνος μιαρόν, έθνος διαφόρου γλώσσης και διαφόρου θρησκείας, εις ολίγα λόγια, έθνος τούρκικον, έπεσε, τέκνα μου, επάνω εις εμέ την δυστυχεστάτην μητέρα σας, την Ελλάδα, ως ένας σφοδρός ανεμοστρόβιλος, και κατέσβεσε τα μικρά και ασθενή φώτα, όσα των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων η τυραννία δεν είχεν ακόμη δυνηθή να σβέση· εσκόρπισε τα ολίγα εκείνα μου τέκνα, τους αδελφούς σας, όσοι ολίγον σοφώτεροι παρά τους άλλους κατέφυγον άλλος αλλαχού, φέροντες μεθ' εαυτών της προγονικής αυτών σοφίας τα λείψανα. Έπεσεν επάνω μου το απάνθρωπον γένος των Μουσουλμάνων, ως άγριος λύκος· και ίδετε, τέκνα μου, εις ποίον ελεεινόν τρόπον με κατεσπάραξε, πώς κατέσχισε τα λαμπρά μου φορέματα, πώς αιμάτωσε και κατεπλήγωσε τας τρυφεράς μου σάρκας. Ίδετε πώς εξήρανε τους μαστούς μου, ώστε μήτε σταλαγμός γάλακτος δεν έμεινε πλέον εις αυτούς δια να σας θρέψω. Ίδετε πώς από τους παντοτινούς στεναγμούς και τα καθημερινά δάκρυα εβραγχίασε και αυτός μου ο λάρυγξ, ώστε δεν έμεινε πλέον εις εμέ μήτε φωνή δια να σας παρηγορήσω.

Ερωτώ σας λοιπόν την σήμερον, τέκνα μου αγαπητά, η δυστυχεστάτη σας μήτηρ, υποφέρετε να αφήσετε τόσα κακά ανεκδίκητα; Υποφέρετε να ακούετε τους στεναγμούς, να θεωρείτε τα δάκρυά μου, να με βλέπετε σπαραττομένην, και δεν φοβείσθε μήπως η τυραννία μού αφαιρέση τέλος πάντων και την ζωήν; Μέχρι της σήμερον, τέκνα μου, δεν σας ενώχλησα με τα παραπονέματά μου, διότι η τυραννία δεν σας αφήκε κανένα τρόπον του να εκδικήσετε την μητέρα σας. Αλλά τώρα, ο καιρός της εκδικήσεως έφθασε, και από τούτον καιρόν άλλον αρμοδιώτερον ποτέ δεν θέλετε επιτύχει. Έν έθνος μέγα, λαμπρόν, γενναίον και φωτισμένον, οι ενδοξότατοι και εις όλην την οικουμένην περιβόητοι Γάλλοι, ευτυχείς ζηλωταί της ανδρείας και της σοφίας των προγόνων σας, με στρατεύματα συνθεμένα, καθώς εκείνα του Μαραθώνος, των Θερμοπυλών, της Σαλαμίνος, από Ήρωας, αφ' ού έδειξαν εις όλην την Ευρώπην τι δύναται να κάμη της ελευθερίας ο έρως οδηγούμενος από την σοφίαν, ήλθον και εις του τυράννου της Ελλάδος την επικράτειαν, και του απέσπασαν από τας αιμοβόρους χείρας την Αίγυπτον. Έπεσαν επάνω εις ταύτην την μακαρίαν γην, την οποίαν εφώτισαν εις των Πτολεμαίων τον καιρόν οι πρόγονοί σας, και εσκότισαν πάλιν οι τρισβάρβαροι Μουσουλμάνοι, έπεσαν λέγω επάνω εις την γην της Αιγύπτου, όχι ως Τούρκοι, όχι ως κεραυνός εξολοθρεύων, αλλ' ως δρόσος απ' ουρανού, φέροντες εις τους Αιγυπτίους τα φώτα και την ελευθερίαν. Η Αίγυπτος, όταν φωτισθή, θέλει βέβαια εκδικήσει και τα ιδικά μου αίματα. M' όλον τούτο, εις τας χείρας σας είναι, τέκνα μου, να επιταχύνετε την εκδίκησιν ταύτην· εις τας χείρας σας είναι να ιατρεύσετε το γρηγορώτερον τας πληγάς μου, να με εκδύσετε χωρίς αργοπορίαν από τα σχισμένα τούτα και μεμολυσμένα ράκια, και να με στολίσετε πάλιν με την αρχαίαν μου δόξαν. Τι λέγετε; κινούσιν εις έλεον τας ακοάς σας οι στεναγμοί και τα δάκρυα της ελεεινής μητρός σας, τους οφθαλμούς σας, αι πληγαί και τα αίματα εις τα οποία με εβάπτισεν η τουρκική απανθρωπία; ή δεν έμεινε πλέον εις τας καρδίας σας ουδέ παραμικρός σπινθήρ αγάπης προς εμέ την αθλίαν μητέρα σας;»

Και ταύτα μεν λέγει προς ημάς όλους τους Γραικούς κλαίουσα και οδυρομένη η κοινή των Γραικών μήτηρ και πατρίς, η δυστυχής Ελλάς. Αλλ' ημείς τι έχομεν να αποκριθώμεν προς αυτήν; Θέλομεν άρα φράξει τας ακοάς εις τους στεναγμούς της, και σφαλίσει τους οφθαλμούς δια να μη βλέπωμεν τας αιματωμένας αυτής πληγάς; Μη γένοιτο! φίλοι και συμπατριώται. Όστις εξ ημών έχει τοιαύτην άσπλαγχνον ψυχήν, εκείνος απόγονος των παλαιών Ελλήνων γνήσιος δεν είναι, μήτε πρέπει εις αυτόν το να ονομάζεται Γραικός. Εκείνος είναι άνανδρον και ευτελές ανδράποδον, άξιος να ραπίζεται και να ξυλοκοπήται ως άλογον κτήνος από τους σκληρούς Μουσουλμάνους. Δια τους οικτιρμούς του Θεού, Έλληνες, τοιούτον επιτήδειον καιρόν μην αμελήσωμεν, αν δεν θέλωμεν να μείνωμεν αιωνίως δούλοι. Τίς εξ ημών δεν εδοκίμασε την απάνθρωπον αγριότητα και ασπλαγχνίαν της διεστραμμένης των Οσμανλίδων γενεάς; Αυτοί έδραμον από την Σκυθίαν εις την Ελλάδα ως κλέπται και λησταί, και μας εγύμνωσαν από την προγονικήν ημών δόξαν. Αυτοί μας μεταχειρίζονται ως άλογα κτήνη, μας καταβαρύνουσι με φόρους ανυποφόρους, τους κόπους των χειρών ημών και τους ιδρώτας του προσώπου κατατρώγουσιν αναισχύντως. Ημείς ποιμαίνομεν, και αυτοί σφάζουσι τα πρόβατα των ποιμνίων ημών· ημείς σπείρομεν, και αυτοί τρυγώσι, μην αφίνοντες εις ημάς μήτε όσον αρκεί εις το να θεραπεύσωμεν την πείναν ημών· ημείς ποτίζομεν, και αυτοί μας στερούσι και όσον χρειάζεται δια να σβέσωμεν την δίψαν ημών. Αυτοί μας εγγίζουσι καθ' ημέραν την τιμήν, μας ενοχλούσι και εις αυτήν ημών την σεβάσμιον θρησκείαν. Τους ιερούς ημών ναούς μετέβαλον εις τζαμία, και μη αρκούμενοι εις το να μας στερούσι τα αναγκαία μέσα του να συστήσωμεν σχολεία εις ανατροφήν και φωτισμόν των ημετέρων τέκνων, μας αρπάζουσιν από τους πατρικούς κόλπους και αυτά τα τέκνα, δια να τα κατηχώσιν εις την θρησκείαν του Μωάμεθ, ή να τα μεταχειρίζωνται ..... ω Γραικοί, και πώς να προφέρη το στόμα μου τοιαύτην των Γραικών καταισχύνην; δια να τα μεταχειρίζωνται εις τας ασελγείς και παρανόμους αυτών ηδονάς. Μας κρίνουσιν αδίκως, και μας στερούσι την ζωήν χωρίς έλεον ή κρίσιν. Εις τας κεφαλάς των δυστυχών Γραικών έπεσαν σήμερον όλαι αι φρικταί εκείναι κατάραι, με τας οποίας ο Θεός εφοβέριζε πάλαι τους Ιουδαίους. Παραβάλετε, φίλοι και αδελφοί, με την παρούσαν των Γραικών κατάστασιν όσα προς εκείνους έλεγεν ο Θεός δια του Μωυσέως: «Και λατρεύσεις τοις εχθροίς σου, ους εξαποστελεί κύριος επί σε εν δίψει και εν γυμνότητι, και εν εκλείψει πάντων. Και επιθήσει κλοιόν σιδηρούν επί τον τράχηλόν σου, έως αν εξολοθρεύση σε. Επάξει επί σε Κύριος έθνος μακρόθεν απ' εσχάτου της γης, ωσεί όρμημα αετού, έθνος, ού ουκ αν ακούση της φωνής αυτού, έθνος αναιδές προσώπω, όστις ου θαυμάσει πρόσωπον πρεσβύτου, και νέον ουκ ελεήσει. Και κατέδεται τα έκγονα των κτηνών σου, και τα γεννήματα της γης σου, ώστε μη καταλιπείν σοι σίτον, οίνον, έλαιον, τα βουκόλια των βοών σου, και τα ποίμνια των προβάτων σου, έως αν απολέση σε και εκτρίψη σε εν ταις πόλεσί σου*». Εξ αιτίας των Τούρκων η κοινή πατρίς ημών, η πατρίς των τεχνών και των επιστημών, η πατρίς των φιλοσόφων και των ηρώων, έγινε σήμερον κατοικητήριον της αμαθίας και βαρβαρότητος, αληθές σπήλαιον ληστών, των και απ' αυτούς τους ληστάς αναιδεστέρων Οσμανλίδων. Δια τους Τούρκους ονειδιζόμεθα και καταφρονούμεθα από τους Ευρωπαίους, οι οποίοι χωρίς τα φώτα της Ελλάδος ήθελον ίσως ακόμη κοιμάσθαι εις τον σκότον της προγονικής αυτών βαρβαρότητος. Τοιαύτα και τοσαύτα, φίλοι και αδελφοί, επάθομεν από το απάνθρωπον γένος των Μουσουλμάνων.

Αλλ' είναι ασυγκρίτως δεινότερα όσα κινδυνεύομεν έτι να πάθωμεν απ' αυτούς. Οι Τούρκοι σήμερον είναι πληροφορημένοι ότι αισθανόμεθα πλέον παρά ποτέ του τυραννικού αυτών ζυγού το βάρος. Εξεύρουσι καλώτατα ότι τους μισούμεν και απ' αυτόν τον θάνατον περισσότερον. Τους εδίδαξεν η πείρα, ότι οι εχθροί των είναι φίλοι, και οι φίλοι των εχθροί ημέτεροι. Ανοίξατε τους οφθαλμούς, Γραικοί, και κατανοήσατε εις ποίον φοβερώτατον κίνδυνον ευρίσκεται το ταλαίπωρον ημών γένος. Ο καιρός ίσως δεν είναι μακράν, οπόταν ένας αιμοβόρος Σουλτάνος, δια να ελευθερωθή από πάσαν υποψίαν, θέλει, ως άλλος Ηρώδης, αποφασίσει την φονοκτονίαν όλων ομού των Γραικών. Το άσπλαγχνον γένος των Μουσουλμάνων είναι μαθημένον να τρέφεται με αίματα, να κυλίεται εις τα αίματα. Αίματα, και πάλιν αίματα χρειάζονται δια να σβέσουν την δίψαν των αγριοτέρων και παρά τους λύκους Αγαρηνών.

Δια τους οικτιρμούς του Θεού, Γραικοί, μην αφήσωμεν να μας φύγη από τας χείρας ο αρμόδιος ούτος καιρός, τον οποίον προσφέρει εις των Γραικών το γένος, η άλωσις της Αιγύπτου. Όσοι ευρίσκεσθε εις Αίγυπτον μιμήθητε τας ανδραγαθίας των Γάλλων, οι οποίοι, δια το να εμιμήθησαν τους προγόνους ημών, έφθασαν εις της δόξης τον ανώτατον βαθμόν. Όσοι είσθε την ηλικίαν νεώτεροι, προθυμήθητε να μάθετε από τους σοφούς Γάλλους την Τακτικήν, ήγουν την επιστήμην του πολέμου, επιστήμην η οποία πολλαπλασιάζει την φυσικήν δύναμιν, αυξάνει το θάρσος και την ανδρείαν, επιστήμην, εις ολίγα λόγια, αναγκαιοτάτην εις εκείνους, όσοι θέλουσι να ζώσιν ελεύθεροι. Ευταξία, ομόνοια, σύμπνοια μετ' αλλήλων, ζήλος ελευθερίας θερμότατος, υποταγή εις τους νόμους, αγάπη θερμή και φιλία άδολος προς τους Γάλλους, ειρήνη μετά των κατοίκων της Αιγύπτου, τους οποίους, επειδή υπετάχθησαν και αυτοί εις τους νόμους, εκδυθέντες την τουρκικήν αγριότητα, ως Τούρκους πλέον να στοχάζεσθε δεν είναι δίκαιον: ταύτα χρειάζονται, φίλοι και αδελφοί, δια να αυξήση η δύναμις και το κράτος σας, δια να βρέξη επάνω εις τα όπλα σας όλας τας ευλογίας του ουρανού ο θεός των δυνάμεων, και να σας καταστήση ήρωας ανικήτους, καθώς ήσαν οι πρόγονοί σας εν όσω εκυβερνώντο από νόμους καλούς, εν όσω ήσαν στολισμένοι με ήθη χρηστά.

Όσοι δε ευρίσκεσθε διασκορπισμένοι εις την Ελλάδα, μέρος μεν δράμετε με προθυμίαν και γρηγορότητα εις την Αίγυπτον, δια να αυξήσετε τον αριθμόν των αδελφών σας. Υπηρετήσατε τους Γάλλους με προθυμίαν, προσφέρετε εις αυτούς τα προς ζωήν αναγκαία. Βοηθήσατε με τα καράβια, με τας χείρας, με τας καρδίας, και με την ζωήν σας αυτήν, αν η χρεία το καλέση, τους φίλους του Ελληνικού γένους, εις την παντελή της Αιγύπτου κατάσχεσιν, της οποίας η ελευθερία είναι της Ελλάδος όλης κοινή σωτηρία. Εις την Αίγυπτον, αφ' ού ημαυρώθη των Αθηνών η δόξα, κατέφυγον αι τέχναι και επιστήμαι, και ανέζησαν πάλιν το δεύτερον οι Γραικοί, συστήσαντες ακαδημίας, συναθροίσαντες βιβλιοθήκας θαυμαστάς, τας οποίας έπειτα κατέκαυσαν οι εχθροί του Ελληνικού γένους, οι σημερινοί τύραννοι της Ελλάδος· Από την Αίγυπτον και πάλιν ας αναφθώσι τα φώτα, τα οποία έχουσι να φωτίσουν και τρίτον τους Γραικούς. Το δε λοιπόν μέρος μείνατε εις την Ελλάδα εξωπλισμένοι, και έτοιμοι να δεχθήτε τους ελευθερωτάς της Ελλάδος τους Γάλλους, και τους φίλους των Γάλλων και συμμάχους, τους στρατιώτας του κραταιού Αυτοκράτορος της Ρωσίας, κληρονόμου της δόξης και της αρετής των αειμνήστων αυτού προπατόρων. Οι Ηπειρώται ενθυμήθητε τα κατορθώματα των προγόνων σας. Εσείς και παλαιά εφάνητε ανδρείοι, και σήμερον ακόμην εδείξατε με τας κατά των αγρίων Πασάδων νίκας, ότι δεν εχάσατε την προγονικήν σας μεγαλοψυχίαν. Οι Θεσσαλοί και οι Μακεδόνες ενθυμήθητε ότι οι πρόγονοί σας κατετρόπωσαν τον Δαρείον, όστις ήτον ασυγκρίτως φοβερώτερος βασιλεύς από τον σημερινόν άνανδρον και γυναικώδη τύραννον της Ελλάδος. Οι Πελοποννήσιοι και οι λοιποί Έλληνες μη λησμονήσετε τα τρόπαια, όσα κατά των βαρβάρων ανέστησαν οι προπάτορές σας· και σεις ανεξαιρέτως οι Μαϊνώται συλλογίσθητε ότι είσθε αίμα Σπαρτιατών· Όλοι ομού, όσοι με το λαμπρόν όνομα των Γραικών δοξάζεσθε, βάλετε καλά εις τον νου σας ότι αφ' όσας δυστυχίας δύναται να πάθη ο άνθρωπος η πλέον απαρηγόρητος είναι η δουλεία· ότι ο δούλος μήτ' αρετήν, μήτε τιμήν ουδεμίαν δύναται να αποκτήση· ότι σιμά εις τάλλα κακά όσα καθ' εκάστην πάσχει από τον τύραννον, υποφέρει ακόμη και την καταφρόνησιν όλων των άλλων εθνών, την φοβεράν καταισχύνην του να λογίζεται κτήνος άλογον, και όχι άνθρωπος. Φίλοι και αδελφοί, μη φοβήθητε παντάπασι τους Τούρκους. Αυτοί δεν είναι πλέον ό,τι ήσαν προ τριακοσίων χρόνων. Αυτοί εξεύρουν να φονεύωσιν εις τας πόλεις, εις τας αγοράς, ανθρώπους ειρηνικούς και αόπλους· αλλ' εις την στρατιάν, κατά πρόσωπον του εχθρού, γίνονται και απ' αυτάς τας γυναίκας ανανδρότεροι, καθώς η πείρα σάς επληροφόρησε περί τούτου, καθώς πολλάκις τους ίδετε φεύγοντας ως λαγωούς από προσώπου των Γραικών.

Πολεμήσατε λοιπόν, ω μεγαλόψυχα και γενναία τέκνα των Παλαιών Ελλήνων, όλοι ομού ενωμένοι τους βαρβάρους της Ελλάδος τυράννους. Ο κόπος είναι μικρός παραβαλλόμενος με την δόξαν, η οποία θέλει σάς εξισώσει με τους Ήρωας του Μαραθώνος, της Σαλαμίνος, των Πλαταιών, των Θερμοπυλών, τους ακαταμαχήτους προγόνους σας. Αλλά τι λέγω θ έ λ ε ι σ ά ς ε ξ ι σ ώ σ ε ι ; Των Τούρκων ο διωγμός από την Ελλάδα θέλει σάς καταστήσει ενδοξοτέρους και απ' αυτούς τους Μιλτιάδας, τους Θεμιστοκλέας, τους Λεωνίδας· επειδή ευκολώτερον είναι να εμποδίση τις την αρχήν τον εχθρόν να εισέλθη εις την κατοικίαν του, παρά το να τον διώξη αφ' ού χρόνους πολλούς ριζωθή εις αυτήν.

Πολεμήσατε, φίλοι και αδελφοί, τους απανθρώπους και σκληρούς Τούρκους· όχι όμως ως Τούρκους, όχι ως φονείς, αλλ' ως γενναίοι της ελευθερίας στρατιώται, ως υπερασπισταί της ιεράς ημών θρησκείας και της πατρίδος. Χύσατε χωρίς έλεον το αίμα των εχθρών, όσους εύρετε εξωπλισμένους κατά της ελευθερίας, και ετοίμους να σας στερήσωσι την ζωήν. Ας αποθάνη όστις τυραννικώς σφίγγει των Γραικών τας αλύσεις, και τους εμποδίζει να ρήξωσι τα δεσμά των. Αλλά σπλαγχνίσθητε τον ήσυχον Τούρκον, όστις ζητεί την σωτηρίαν του με την φυγήν, ή ευαρεστείται να μείνη εις την Ελλάδα, υποτασσόμενος εις νόμους δικαίους, και γευόμενος και αυτός τους καρπούς της ελευθερίας, καθώς οι Γραικοί, καθώς και αυτοί της Αιγύπτου οι Τούρκοι. Ας ήναι η εκδίκησις ημών φοβερά, αλλ' ας γένη με δικαιοσύνην. Ας δείξωμεν εις το άγριον των Μουσουλμάνων γένος, ότι μόνη της ελευθερίας η επιθυμία, και όχι η δίψα του φόνου και της αρπαγής μάς εξώπλισε τας χείρας. Ας μάθωσιν οι απάνθρωποι Τούρκοι από την ημετέραν φιλανθρωπίαν, ότι δια να παύσωμεν τας καθημερινάς αδικίας, την καθημερινήν έκχυσιν του Ελληνικού αίματος, αναγκαζόμεθα προς καιρόν να χύσωμεν ολίγον τουρκικόν αίμα.

Ναι, φίλοι και συμπατριώται, ολίγον αίμα τουρκικόν θέλει ρεύσει, διότι ολίγοι Τούρκοι θέλουσι τολμήσει να αντισταθούν εις των Γραικών την ευψυχίαν. Αυτοί, όχι μόνον έχασαν την παλαιάν αυτών ανδρείαν, αλλ' έχουσιν ακόμη νεαρά προ οφθαλμών τα παραδείγματα τοσούτων Ηγεμονιών της Ευρώπης, τας οποίας η ευμετάβολος τύχη ή παντελώς ανέτρεψεν, ή σφοδρώς εκλόνησεν. Αυτός ο κοινός των Τούρκων λαός, βεβαρυμένοι από τον ανυπόφορον της δουλείας ζυγόν, ολίγον θέλουσι φροντίσει δια τον κρημνισμόν του τυράννου. Τέλος πάντων και αυτοί της ανατολικής και δυτικής Τουρκίας σατράπαι, οι οποίοι και τώρα άρχησαν να καταφρονώσι τας προσταγάς του Σουλτάνου, θέλουν επιταχύνει την πτώσιν του. Όλα ταύτα συντρέχουσι με την ευψυχίαν των Γραικών εις το να καταπλήξωσι τον άνανδρον τύραννον της Ελλάδος, ο οποίος αδίκως κατέχει ξένον θρόνον, περικυκλωμένος, ως άλλος Σαρδανάπαλος, από γυναίκας και ευνούχους, ο οποίος εξησθενημένος και την ψυχήν και το σώμα, από των ηδονών την κατάχρησιν, δεν τολμά μήτε την θύραν του παλατίου του να εξέλθη, δια να δείξη καν εικόνα στρατηγού κατά των εχθρών του. Ο καιρός, φίλοι και συμπατριώται, της καταστροφής του τυράννου είναι τόσον αρμόδιος, ώστε θέλει πληρωθή εις ημάς το προφητικόν λόγιον, ε ί ς δ ι ώ ξ ε τ α ι χ ι λ ί ο υ ς.

Επικαλεσάμενοι λοιπόν την εξ ουρανού βοήθειαν, και ασπασάμενοι είς τον άλλον με τα δάκρυα της ελπίδος και της χαράς, οι νέοι με τα όπλα, οι γέροντες με τας ευχάς και τας παραινέσεις, οι ιερείς με τας ευλογίας και τας προς θεόν δεήσεις, όλοι ομού ενωμένοι, γενναίοι του ελληνικού ονόματος κληρονόμοι, πολεμήσατε γενναίως περί πίστεως, περί πατρίδος, περί γυναικών, περί τέκνων, περί πάσης της παρούσης και της επερχομένης γενεάς των Γραικών, τον τρισβάρβαρον, τον άσπλαγχνον τύραννον της Ελλάδος, αν θέλετε να φανήτε άξιοι των παλαιών Ελλήνων απόγονοι, αν θέλετε να αφήσετε, ως εκείνοι, το όνομά σας αείμνηστον εις τους αιώνας των αιώνων. Γένοιτο!

Ατρόμητος
ο εκ Μαραθώνος

* Δευτερονομ. Κεφ. KH, στίχ.48-52. 


πηγή 










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου