Τη Μάνη περιδιαβάζοντας, σαν άλλος Παυσανίας
ξεκίνησα απ’ το Ταίναρο τα άδυτα του Άδη,
του Ποσειδώνα το Ιερό ακρόβραχο της Μάνης.
Ο στοχασμός μου χάνεται σε μύθους και σε θρύλους
Ο στοχασμός μου χάνεται σε μύθους και σε θρύλους
σε Δράκους και σε Πειρατές που λήστευαν τον τόπο
και σε Νεράιδες του γιαλού που αφέντευαν τη Μάνη.
Προσκύνημα και Προσευχή σ’ αυτό τον άγιο τόπο
Προσκύνημα και Προσευχή σ’ αυτό τον άγιο τόπο
το πέρασμα στα Ιερά του Ταίναρου τα βράχια.
Φασκομηλιά να μυριστείς, ρίγανη και θυμάρι.
Ανέβηκα και στο Σαγιά στην πιο ψηλή κορφή του.
Ανέβηκα και στο Σαγιά στην πιο ψηλή κορφή του.
Είδα τη Μάνη ολόκληρη τη Μέσα και την Έξω,
κι έστειλα χαιρετίσματα σε Κρήτη και Τσιρίγο.
Χάνεται το βλέμμα μου στη μνήμη την αρχέγονη,
σε μύθους και σε ήρωες στου Πύριχου τα πλάγια,
στα Κάστρα τα Θεόκτιστα της πέρα Κελεφάς.
“Πατρίδα, Πίστη κι’ Αρετή η πέτρα σου μυρίζει
“Πατρίδα, Πίστη κι’ Αρετή η πέτρα σου μυρίζει
που τη λαξεύουν τα παιδιά, όπου της Γης Μανιάτες”.
Δάκρυ ελιάς η πέτρα σου και θρήνος τα βουνά σου,
Δάκρυ ελιάς η πέτρα σου και θρήνος τα βουνά σου,
παιάνες για τα τέκνα σου στο πέρασμα του χρόνου.
Χίλια στεφάνια δάφνινα της Μάνης Μοιρολόγια.
Θούριοι, ΄Υμνοι Εθνικοί για την Ελευθερία.
Ύστερα στον Ταΰγετο πήγαν τα βήματά μου,
Ύστερα στον Ταΰγετο πήγαν τα βήματά μου,
και είδα από ‘κει ψηλά χωριά και πολιτείες.
Είδα τα Κάστρα τ’ Αλμυρού, τους Πύργους της Αβίας,
της Καρδαμύλης εκκλησιές, μπαρουτοβολισμένες.
Σαν ευλαβής προσκυνητής στο μέγα Μοναστήρι,
Σαν ευλαβής προσκυνητής στο μέγα Μοναστήρι,
της Παναγιάς της Γιάτρισσας μπήκα για προσευχή.
Ανοίγουν τα Ουράνια, νιώθεις κι εσύ Θεός.
Γιάτρισσα προστάτιδα όλων των Μανιατών.
Τ’ αγέρι του Ταΰγετου σμίγει με Υμνωδία
Τ’ αγέρι του Ταΰγετου σμίγει με Υμνωδία
και άρωμα απλώνεται λιβάνι και θυμάρι,
ύμνος στη Θεομήτορα της μέλισσας τραγούδι.
Και από τον Ταΰγετο φεύγω με μια ευχή:
Και από τον Ταΰγετο φεύγω με μια ευχή:
“Το Ρόδο το Αμάραντο από ψηλά να σκέπει
όλου του κόσμου τα παιδιά και τα παιδιά της Μάνης” .
Στα κακοτράχαλα βουνά τα μαύρα του Πολυαράβου,
Στα κακοτράχαλα βουνά τα μαύρα του Πολυαράβου,
κάθησα κι αφουγκράστηκα να δω τι θα μου πουν:
Aντιλαλούν οι ρεματιές και σειούνται τα ρουμάνια,
τα βράχια τα απόκρημνα, κι οι αετοφωλιές.
Οι μοναχοί τα Σήμαντρα χτυπούν στα Μοναστήρια
και οι παπάδες στα χωριά χτυπάνε τις καμπάνες.
Η Μάνη αντιστάθηκε στου Ιμπραήμ τ’ ασκέρι
εδώ κατατροπώθηκαν τα στίφη του Ιμπραήμ” .
Kαι στο Δυρό κατέβηκα πήγα στο Ακρογιάλι,
Kαι στο Δυρό κατέβηκα πήγα στο Ακρογιάλι,
να δω Μανιάτισσες τρανές, να δω και τα δρεπάνια
που πέταξαν στη θάλασσα του Ιμπραήμ τ’ ασκέρια.
“Αιώνιο Προσκύνημα όλων των Μανιατών.
Αιώνιος ο θαυμασμός όλων των Γενεών” .
Όλοι με καλοδέχτηκαν, με την καλή καρδιά τους.
Όλοι με καλοδέχτηκαν, με την καλή καρδιά τους.
Με πήγανε στους Πύργους τους κι άλλοι στα φτωχικά τους.
Μου έδειξαν τα “έχη” τους, μου ‘δειξαν τη σοδειά τους:
Kρασί απ’ τα αμπελάκια τους και μέλι θυμαρίσιο,
το λάδι και το σύγγλινο μεσ’ τα βαθιά πιθάρια.
“Νοικοκυραίοι άνθρωποι ολόθερμοι Πατριώτες.
“Νοικοκυραίοι άνθρωποι ολόθερμοι Πατριώτες.
Μανιάτες με το Όνομα και με Υ π ο γ ρ α μ μ ή” .
Κατέβηκα στα Σπήλαια μέσα στους Σταλαχτίτες
Κατέβηκα στα Σπήλαια μέσα στους Σταλαχτίτες
κι αντάμωσα με τους Θεούς, με Δράκους και Νεράιδες.
Σε πιάνει δέος! Θαυμασμός! σαν βλέπεις τα παλάτια,
τη Μάνα τη Μανιάτισσα σε θρόνο καθισμένη.
Γλυπτά αριστουργήματα έργα της θείας φύσης.
Πήγα στα πανηγύρια τους, πήγα και στις χαρές τους,
Πήγα στα πανηγύρια τους, πήγα και στις χαρές τους,
Μανιατοπούλες λυγερές να μπαίνουν στο χορό,
με φορεσιές Μανιάτισσας ζωσμένες τα δρεπάνια,
τις δαντέλες στις ποδιές πανέμορφες κυράδες.
“Σύμβολα του αγώνα τους για το δικό τους τόπο.
“Σύμβολα του αγώνα τους για το δικό τους τόπο.
Σύμβολα του αγώνα τους για την ελευθερία” .
Κι απ’ το Δυρό στο Οίτυλο εκεί κατά το δείλι,
Κι απ’ το Δυρό στο Οίτυλο εκεί κατά το δείλι,
αντίκρισα μια ζωγραφιά ν’ απλώνεται στην πλάση,
σα ν’ αγκαλιάζει η Παναγιά τη Μάνη πέρα ως πέρα,
της αμφιλύκης χρώματα, του ήλιου οι ανταύγειες.
Περνώντας από το Βαχό είπα να ξαποστάσω
Περνώντας από το Βαχό είπα να ξαποστάσω
κι από του Πόρου τις πηγές κρύο νερό να πιώ.
Βγάζω κι απ’ το δισάκι μου ψωμί, ελιές, σταφύλια,
που μου ‘δωσαν οι φίλοι μου από τη Μέσα Μάνη.
“Νοικοκυραίοι άνθρωποι φιλόξενοι Πατριώτες
“Νοικοκυραίοι άνθρωποι φιλόξενοι Πατριώτες
μανιάτες με το Όνομα και με Υ π ο γ ρ α μ μ ή” .
Κι όταν στο Γύθειο έφτασα ... προτίμησα να μείνω ...
Κι όταν στο Γύθειο έφτασα ... προτίμησα να μείνω ...
Στην πόλη την ηλιόλουστη, στην πόλη με τα φώτα,
στην πόλη των Ακαδημαϊκών, στην πόλη των Γραμμάτων,
στην πόλη που σεργιάνισε ο Πάρις την Ελένη,
στην πόλη που ερωτεύτηκα, την πόλη που αγαπάω.
Γύθειο, πόλη της Έριδας Θεών και Ημιθέων,
Γύθειο, πόλη της Έριδας Θεών και Ημιθέων,
του Ηρακλή, του Απόλλωνα και του Ολύμπιου Δία,
της Αθηνάς, της Άρτεμης, του Κάστορα, του Ερμή,
να διεκδικούν τον κτήτορα, ποιος θα την διαφεντεύει.
Ηλιόλουστη και σήμερα, παλιά πόλη και νέα,
Ηλιόλουστη και σήμερα, παλιά πόλη και νέα,
όλη να καθρεπτίζεται στου λιμανιού τη γυάλα.
Λαμπρό Λιμάνι του Μωριά και Καύχημα της Μάνης!
ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΣΤΑ ΕΓΓΟΝΙΑ ΜΟΥ ΚΑΙ Σ' ΟΛΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΜΑΝΗΣ
ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΣΤΑ ΕΓΓΟΝΙΑ ΜΟΥ ΚΑΙ Σ' ΟΛΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΜΑΝΗΣ
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΠΟΥΛΗΜΕΝΑΚΟΣ
ΥΠΟΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ε.α.
ΓΥΘΕΙΟ - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2015
Το ποίημα οπτικοποιημένο από την Γιώτα Φραγκουλάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου