«Εμείς δεν ξέρουμε τι είναι η ομίχλη.
Εμείς που λες όλα τα φτιάχνουμε στο φως.»
(Γ. Ρίτσος)
K. Νταβίντ Φρίντριχ, Οδοιπόρος επάνω από τη θάλασσα της ομίχλης. |
Ο Οδοιπόρος επάνω από τη θάλασσα της ομίχλης (γερμ. Wanderer über dem Nebelmeer) είναι έργο ζωγραφικής και αυτοπροσωπογραφία του ρομαντικού Γερμανού ζωγράφου Κάσπαρ Ντάβιντ Φρίντριχ. Κατασκευάστηκε το έτος 1818 και σήμερα βρίσκεται στην Αίθουσα Τέχνης του Αμβούργου.
Αυτό το πολύ γνωστό και ιδιαίτερα ρομαντικό αριστούργημα περιγράφεται από τον συγγραφέα John Lewis Gaddis ως ζωγραφικό έργο που αφήνει στον θεατή μια αντιφατική εντύπωση και ταυτόχρονα συμπληρώνει την μαγεία πάνω από ένα τοπίο και την ασημαντότητα του ατόμου μέσα σε αυτό.
Περιγραφή
Ο πίνακας είναι ελαιογραφία σε καμβά με διαστάσεις 98,4 cm × 74,8 cm. Παρουσιάζει έναν οδοιπόρο σε οπίσθια άποψη. Έχει φτάσει επάνω σε έναν ανεμοδαρμένο βράχο στην κορυφή μιας οροσειράς. Ο Οδοιπόρος φοράει ένα βαρύ παλτό, στηρίζει στο δεξί του χέρι ένα μπαστούνι και αναπαύεται μέσα στο τοπίο άγριας φύσης, ατενίζοντας τον ορίζοντα. Ο άνεμος του ανακατεύει τα μαλλιά. Μπροστά στον στιβαρό αυτό βράχο ανοίγεται ένας βαθύς γκρεμός, πλημμυρισμένος από μια θάλασσα πυκνής ομίχλης που καλύπτει όλη την γη. Λίγοι βράχοι ξεμυτίζουν εδώ και εκεί, ενώ λίγες, ακόμα ψηλότερες βουνοκορφές οδηγούν το βλέμμα στον γαλάζιο αίθριο ουρανό, λίγο πριν ξημερώσει ο ήλιος. Το τοπίο είναι εμπνευσμένο από διάφορα ορεινά τοπία τηςΒοημίας και της Σαξονίας, τα οποία ο Φρίντιχ πιο πριν είχε σκιτσάρει στα ταξίδια του. Η οπίσθια άποψη του οδοιπόρου, καθώς και η χαρακτηριστική φορεσιά, το παραδοσιακό ένδυμα των Γερμανών του 19ου αιώνα είναι χαρακτηριστικά γνωρίσματα των έργων του Φρίντριχ.
Ερμηνεία
Ο Φρίντριχ υπογραμμίζει συχνά την ασημαντότητα του ανθρώπου μπροστά στην απεραντοσύνη της φύσης, αποδίδοντας τις φιγούρες με μικρές διαστάσεις, καθιστώντας τες σύμβολα της βαθιάς αίσθησης μοναξιάς τού ατόμου και της προσπάθειας του να ενωθεί αρμονικά με τον Θεό. Ο θεατής μπορεί εύκολα να ταυτιστεί μ΄αυτές τις μυστηριώδεις μορφές και να γίνει ο ίδιος πρωταγωνιστής του πίνακα, προβάλλοντας τα δικά του μύχια συναισθήματα επάνω στα πνευματικά και συμβολικά τοπία του Φρίντιχ.
Η ομίχλη που τυλίγει το βραχώδες τοπίο εντείνει τη μυστηριακή, απειλητική ατμόσφαιρα του πίνακα και η μορφή στο πίνακα απορροφημένη στην ενατένιση του αχανούς τοπίου μοιάζει να έχει συνειδητοποιήσει τη δική του ανεπάρκεια: στην ουσία, δεν είναι παρά ένας θεατής.
Ο πίνακας είναι αλληγορική εικόνα για το ταραχώδες παρελθόν και το άγνωστο μέλλον. Ο Φρίντριχ ζωγράφισε τον πίνακα αυτό στο κατώφλι μια νέας εποχής, από τις πιο ταραχώδεις, αλλά και σημαντικότερες και ενδοξότερες εποχές της Ευρώπης. Ο Ναπολέων έχει ήδη ξεκινήσει και κάνει το πέρασμά του μέσα από την Ευρώπη.
Είναι ξημερώματα, όταν ο Οδοιπόρος μετά από μια νυχτερινή πορεία έχει φτάσει στο ψηλότερο σημείο, καταφέρνοντας ίσως τον στόχο της οδοιπορίας του. Η πυκνή ομίχλη δημιουργεί μια αόριστη αίσθηση του τοπίου. Tο βλέμμα στρέφεται στους επόμενους στόχους, τις κορυφογραμμές που βρίσκονται πιο μπροστά και φτάνουν μέχρι τον ορίζοντα. Εκεί, κάτω από τον αίσιο πρωινό ουρανό, το τοπίο χωρίζεται δεξιά και αριστερά. Στο κέντρο όμως του πίνακα, και σε μεγαλύτερο μέγεθος από όλα τα υπόλοιπα επί μέρους στοιχεία του τοπίου βρίσκεται ο Οδοιπόρος. Είναι ένας άνθρωπος απλός, ένας πολίτης που βάδισε μέσα στην σκοτεινή νύχτα του μεσαίωνα για να κατακτήσει την κορυφή του βουνού, και βρίσκεται τώρα εκεί, έτοιμος να αντιμετωπίσει όλες τις υψηλότερες αποστολές που του επιφυλάσσει το μέλλον. https://el.wikipedia.org/
Ομίχλη
Στίχοι: Μίλτος Πασχαλίδης
Μουσική: Μίλτος Πασχαλίδης
Είναι το στόμα μου πικρό
απ όσα δεν μπορώ να πω
κι απ όσα είπα
Είναι το σώμα μου στεγνό
βασιλικός χωρίς νερό
μια Μαύρη Τρύπα.
Απ το αφήλιο του νου
μέχρι την άκρη τ ουρανού
Μια καταιγίδα
Κι απ της καρδιάς τον ενικό
ως της ψυχής τον πανικό
Μια αλυσίδα
Κι όταν διαλύεται για λίγο
η ομίχλη του μυαλού
Βλέπω τα μάτια σου να λάμπουν
Στο σκοτάδι
Με καταπίνουν, μου μιλούν
με λιώνουν και με σεργιανούν
Στα σύνορα του Άδη
Απ τη ζωή που δεν τη ζω
μέχρι αυτή που λαχταρώ
Ένα τσιγάρο δρόμος
Με τη φωνή σου ξαγρυπνώ
μα με κυκλώνει όταν ξυπνώ
Ο ίδιος πάντα τρόμος.
Καλαμάτα, 18/8/2016
Στίχοι: Μίλτος Πασχαλίδης
Μουσική: Μίλτος Πασχαλίδης
Είναι το στόμα μου πικρό
απ όσα δεν μπορώ να πω
κι απ όσα είπα
Είναι το σώμα μου στεγνό
βασιλικός χωρίς νερό
μια Μαύρη Τρύπα.
Απ το αφήλιο του νου
μέχρι την άκρη τ ουρανού
Μια καταιγίδα
Κι απ της καρδιάς τον ενικό
ως της ψυχής τον πανικό
Μια αλυσίδα
Κι όταν διαλύεται για λίγο
η ομίχλη του μυαλού
Βλέπω τα μάτια σου να λάμπουν
Στο σκοτάδι
Με καταπίνουν, μου μιλούν
με λιώνουν και με σεργιανούν
Στα σύνορα του Άδη
Απ τη ζωή που δεν τη ζω
μέχρι αυτή που λαχταρώ
Ένα τσιγάρο δρόμος
Με τη φωνή σου ξαγρυπνώ
μα με κυκλώνει όταν ξυπνώ
Ο ίδιος πάντα τρόμος.
Καλαμάτα, 18/8/2016
Evening Water with Fog by Holewinski
Γιάννης Βαρβέρης - Τι είπε ο κύριος Φογκ για την ομίχλη
-Ήμουν όλος
Λονδίνο.
Ήμουν όλος
η Λέσχη.
Μια ζάλη καπνού.
Εικασία υγρασίας
ό,τι έβλεπα.
Κι όταν έβλεπα
κρύωνα.
Κι όταν κρύωνα
δάκρυζα.
Τότε πια
να τι έβλεπα.
Κι όλα χάρη σε δυο
φώτα ομίχλης.
Ένα βαλς στην ομίχλη
Στίχοι: Παναγιώτης Τσιάπης
Μουσική Ennio Morricone
Σαν σκιές προσπερνούν, τη ζωή μας μετρούν,
ποιος θα πει πού μας πάνε,
στο ρυθμό τους μεθούν, στο χορό τους πετούν,
διαρκώς τραγουδάνε.
Κι η πληγή πάντα εκεί,
πάντα αιμορραγεί,
μέχρι να `ρθει η αυγή
που θα κάνει το τέλος αρχή.
Σε στοές οδηγούν και μας καθοδηγούν,
πρέπει εσύ να διαλέξεις,
ποιές ανάγκες ζητούν και τι ήχους ακούν,
στις ουράνιες διαλέξεις.
Κι η ρωγμή πάντα εκεί,
πάντα μας απειλεί,
μέχρι να `ρθει η σιωπή
που θα κάνει τραγούδι τη γη.
Δυο φιγούρες καπνού, δυο μερίδια θυμού
σε τροχιά τι ζητάνε,
ταξιδεύουν παντού, στο κενό τ’ ουρανού
διαρκώς τραγουδάνε.
Κι η ψυχή πάντα εκεί,
πάντα φωταγωγεί,
μέχρι να `ρθει η στιγμή
που θα γίνει λουλούδι η ζωή.
Σαν σκιές θα χαθούν, τα όνειρα άμα σε δουν,
μοναξιές στην ομίχλη
και το πλάνο κοντά, το βαλσάκι, αχνά,
στην πνοή σου θα μείνει.
Κι η μορφή πάντα εκεί,
πάντα να με καλεί,
μέχρι να `ρθει η βροχή
και να γίνει τραγούδι η σιωπή.
Κική Δημουλά - Fog
«Γυμνά κλαδιά έξω από το τζάμι
στης πανσιόν την άδεια σάλα
πράγματα ακατάληπτα μου γνέφουν.
Ο δρόμος έρημος, αβάσταχτος.
Κι ακόμα πιο έρημος φαντάζει
όταν διαβάτες αραιοί
γοργά απ’ τα μάτια μου περνάνε.
Έχω χαρά που οι δυο αυτοί
εμπρός από τη μικρή εστάθηκαν
του αντικρινού μαγαζιού προθήκη.
Κάτι καινούργιο τα γυμνά κλαδιά
θαρρώ τώρα μου γνέφουν
σχεδόν με κίνηση αφανή.
Όμως, τι φρίκη.
Έπεσε ξάφνου τόση καταχνιά
σε όλη αυτή του δρόμου τη σκηνή.»
Hermann Hesse - Μες στην Ομίχλη
«Περίεργη, η περιπλάνηση στην ομίχλη!
Μοναχικοί οι θάμνοι και οι πέτρες,
κανένα δέντρο δεν βλέπει το διπλανό του
καθένας είναι μόνος.
Γεμάτος από φίλους ήταν ο κόσμος
όταν η ζωή μου ήταν λαμπερή,
τώρα που η ομίχλη πέφτει
κανείς πια δεν με βλέπει.
Πράγματι, δεν είναι φρόνιμο
να μην γνωρίζει κάποιος το σκοτάδι,
που αργά και αδυσώπητα
απ’όλους θα τον χωρίσει.
Περίεργη η περιπλάνηση στην ομίχλη!
Μοναξιά είναι μέσα της η Ζωή.
Κανείς δεν γνωρίζει τον άλλο,
καθένας νοιώθει μόνος.»
Γιώργος Ιωάννου - Ομίχλη πέφτει
«Ομίχλη πέφτει πάλι απάνω μου∙
αν είναι δίπλα μου κανείς, τελείως άγνωστο.
Ούτε στη μνήμη μου δε βρίσκω μια χαρά μου.
Η αμαρτία τίποτε δεν άφησε∙
ούτε ένα πρόσωπο, όλα τα πήρε πίσω.
Πολλή ομίχλη πέφτει απόψε πάνω μου
– μισάνοιξε την πόρτα μου και περιμένει.
Γιώργος Ιωάννου - Ομίχλη (απόσπασμα)
Δεν ξέρω πια τι γίνεται με την ομίχλη κι αν εξακολουθεί να πέφτει τόσο πηχτή ή μήπως χάθηκε ολότελα κι αυτή, όπως η πάχνη πάνω απ’ τα πρωινά κεραμίδια. Bλέποντας την παρθενική πάχνη να γυαλίζει παντού, λέγαμε: «Eίχε κρύο τη νύχτα» ή «τα λάχανα θα γίνουν με την πάχνη πιο γλυκά· πρέπει να κάνουμε ντολμάδες».
Όταν ερχόταν ο καιρός της ομίχλης, είχα πάντα το νου μου σ’ αυτήν. Mέρα τη μέρα περίμενα να με σκεπάσει κι εγώ να χώνομαι αθέατος μέσα της. Θλιβόμουν όμως πολύ, όταν έπεφτε τις καθημερινές, την ώρα που βασανιζόμουν με τα χαρτιά στο γραφείο. Παρακαλούσα να κρατήσει ώς το βράδυ, συνήθως όμως γύρω στο μεσημέρι διαλυόταν από έναν ήλιο ιδιαίτερα δυσάρεστο.
Mα, καμιά φορά, όταν ξυπνώντας τ’ απόγευμα, την ώρα που έλεγα αν θα πάω στο σινεμά ή στο καφενείο, έβλεπα αναπάντεχα απ’ το παράθυρο το απέραντο θέαμα της ομίχλης, άλλαζα αμέσως σχέδια και πορείες. Σήκωνα το γιακά της καμπαρντίνας, κατέβαινα με σιγουριά τα σκαλιά κι έφευγα για την παραλία, χωρίς ταλαντεύσεις. H ομίχλη είναι για να βαδίζεις μέσα σ’ αυτήν. Διασχίζεις κάτι που είναι πυκνότερο από αέρας και σε στηρίζει. Aλλά και κάτι ακόμα· ομίχλη χωρίς λιμάνι είναι πράγμα αταίριαστο.
H ομίχλη ήταν ακόμα πιο γλυκιά, όταν την ψιλοκεντούσε εκείνη η βροχή, η πολύ ψιλή βροχή του ουρανού μας. Aυτή που δε σε βρέχει, μα σε ποτίζει μονάχα και φυτρώνουν πιο λαμπερά τα μαλλιά σου την άλλη βδομάδα. Kαι τότε έπαιρναν νόημα τα φώτα και τα τραμ και τα κορναρίσματα. Aκόμα κι οι πολυκατοικίες γίνονταν ελκυστικές μες στην αχνάδα.
Kι ύστερα έφτανα στο καφενείο του λιμανιού, αυτό που από χρόνια είναι γκρεμισμένο, να ξαναβρώ την παρέα μου. Kι όταν δεν ήταν εκεί -και δεν ήταν ποτέ εκεί- καθόμουν ώρες και καρτερούσα. Πίσω απ’ τα τζάμια διαβαίναν αράδα οι σκιές αυτών, που τώρα έχουν πεθάνει. Kολλούσαν το μούτρο τους για μια στιγμή στο θαμπό τζάμι κι άλλοι έμπαιναν μέσα, ενώ άλλοι τραβούσαν ανατολικά για τον Πύργο του Aίματος. Kι αν δε μου έγνεφε κανείς, έβγαινα κι ακολουθούσα μια σκιά, που ποτέ δεν μπορούσα να προφτάσω.
Δε θυμάμαι από πού ερχόταν εκείνη η ομίχλη· μάλλον κατέβαινε από ψηλά. Tώρα, πάντως, ξεκινάει βαθιά απ’ τα όνειρα. Aυτά που χρόνια μένανε σκεπασμένα μ’ ένα βαρύ καπάκι, που όμως πήρε απ’ την πίεση για καλά να παραμερίζει.
Πέφτει πολλή ομίχλη, γίνομαι ένα μ’ αυτήν, και ξεκινάω. Aκολουθώ άλλες σκιές ονοματίζοντάς τες. Περπατώ κοιτάζοντας το λιθόστρωτο. Aυτό σε πολλούς δρόμους και δρομάκια ακόμα διατηρείται. Δεν υπάρχει, βέβαια, ανάμεσα στις πέτρες το χορταράκι, που φύτρωνε τότε. Όλα έχουν γκρεμίσει ή ξεραθεί. Kανένας θάνατος δεν είναι καλός. Ω, και νά ‘ταν αλήθεια, αυτό που λένε, πως θα τους ξαναβρούμε όλους…
Aκολουθώντας τις σκιές μπαίνω πάντα στον ίδιο δρόμο. Tα δέντρα και τα φυτά θεριεύουν μες στη μοναξιά και τη θολούρα. Γίνονται σαν κάστρα τεράστια. Φτάνω στο αγέρωχο σπίτι το τυλιγμένο με κισσούς και φυλλώματα. Παρόλο που οι σκιές κοντοστέκονται και σα να μου γνέφουν, εγώ δεν πλησιάζω καν στην Πορτάρα. Θαρρώ πως μόνο αγαπημένο πρόσωπο θα με πείσει κάποτε να την περάσω.
Φεύγω και ξαναχάνομαι μέσα στα τραμ, τα φώτα και την κίνηση. O νους μου είναι κολλημένος στην ομίχλη και σ’ όλα όσα είδα μέσα σ’ αυτήν. Προσπαθώντας να ξεχαστώ περπατώ πολύ τις ομιχλιασμένες νύχτες. Aισθάνομαι κάποια ανακούφιση με το βάδισμα. Tα μεγάλα βάσανα κατασταλάζουνε σιγά σιγά στο κορμί και διοχετεύονται απ’ τα πόδια στο υγρό χώμα.
(Ἡ μόνη κληρονομιά, 1974)
Νίκος Καββαδίας - ΠΟΥΣΙ
‘Επεσε το πούσι αποβραδίς
το καραβοφάναρο χαμένο
κι έφτασες χωρίς να σε προσμένω
μες στην τομονιέρα να με δείς.
Κάτασπρα φοράς κι έχεις βραχεί ,
πλέκω σαλαμάστρα τα μαλιά σου.
Κάτω στα νερά του Port Pegassu
βρέχει πάντα τέτοιαν εποχή.
Μας παραμονεύει ο θερμαστής
με τα δυο του πόδια στις καδένες.
Μην κοιτάς ποτέ σου τις αντένες
με την τρικυμία, θα ζαλιστείς.
Βλαστημά ο λοστρόμος τον καιρό
κι είν’ αλάργα τόσο η Τοκοπίλα.
Από να φοβάμαι να καρτερώ
κάλλιο περισκόπιο και τορπιλα.
Φύγε! Εσέ σου πρέπει στέρεα γη.
Ηρθες να με δεις κι όμως δε μ’ είδες
έχω απ’ τα μεσάνυχτα πνιγεί
χίλια μίλια πέρ’ απ’ τις Εβρίδες.
Λέοναρντ Κοέν - Καθώς η ομίχλη σημάδια δεν αφήνει
Καθώς η ομίχλη σημάδια δεν αφήνει
στο βαθυπράσινο το λόφο πάνω,
έτσι σημάδια δεν αφήνει και το σώμα μου
πάνω σου, ούτε ποτέ θ’ αφήσει.
Όταν γεράκι κι άνεμος συναντηθούν
μετά τι τους απομένει;
Έτσι εσύ κ’ εγώ συναντιόμαστε,
γυρίζουμε ύστερα, αποκοιμιόμαστε μετά.
Καθώς αντέχουν πολλές νύχτες
χωρίς φεγγάρι ή άστρο
έτσι κ’ εμείς θα το υπομείνουμε
αν φύγει ο ένας μας μακριά.
Μετάφραση Ανδρέας Αγγελάκης.
Θανάσης Κωσταβάρας - Τοπίο με ομίχλη
Σαν να είχα κατέβει σε βαθύ κρύο πηγάδι.
Και σαν να είχα περάσει από κει στη ζοφερή χώρα της νύχτας.
Εκεί που ούτε λουλούδι ανθίζει
ούτε λαλεί ποτέ πουλί.
Παρά μόνο ένας αέρας, φτασμένος κάπου απο τα βάθη, σφυρίζοντας.
Τότε είδα τον λυπημένο πάλι μπροστά μου.
Λέξη δεν είπε, όπως τότε, μόνο πάλι μου έγνεψε.
«Τι θέλεις» του είπα «και γιατί με παιδεύεις.
Και γιατί φανερώνεσαι έτσι πάντα μπροστά μου;»
Δεν μου αποκρίθηκε αμέσως.
Ώσπου βρήκα το κουράγιο και γύρισα.
«Μη φεύγεις» μου είπε τότε, σχεδόν με ικέτεψε.
«Μα μείνε λίγο ακόμα κοντά μου.
Να μου θυμίζεις όλα εκείνα που έζησα.
Για λίγο, μείναμε πετρωμένοι κι αμίλητοι.
«Ώ, να μπορούσα» πρόσθεσε ύστερα.
«να μπορούσα ν’ ανέβαινα μια ψίχα μαζί σου.
Να ξαναντίκριζα το φως του ήλιου.
και τις αμέτρητες χάρες του πάνω κόσμου να ξαναζούσα».
«Έστω ας ήταν μόνο» κατέληξε και με κοίταξε με απόγνωση
«ας ήταν μόνο μέσα από των θνητών τα εφήμερα όνειρα
σαν φευγαλέος άσαρκος άνεμος να περνούσα».
Έτσι είπε, μα εγώ κινούσα να φύγω.
καθώς εκείνος χανόταν λίγο λίγο σε μια κίτρινη πάχνη.
Κι ούτε φωνή πια ακουγόταν
ούτε ίσκιος φαινόταν την ώρα που ανέβαινα.
Παρά μόνο ένας αέρας, ένας πηχτός κρύος αέρας
χτυπώντας με δύναμη πάνω στο φως.
Βγαίνοντας σκοτεινιασμένος
μέσα από το μαύρο πηγάδι του ύπνου
σφυρίζοντας.
Βύρων Λεοντάρης - Η ομίχλη μπαίνει από παντού
Η ομίχλη μπαίνει από παντού στο σπίτι
κι όσα για σένα είχες ελπίσει
έχουνε τώρα πια όλα σβήσει.
Η ομίχλη μπαίνει από παντού στο σπίτι.
Σκιά ήταν ό,τι για ζωή αγαπήθη
ήχος στεγνός μιας άδειας λέξης.
Σαν ήρθε η ώρα να διαλέξεις
είπες ας φράξουν τη φωτιά άλλα στήθη.
Ποτάμι που έχει μείνει ξερή η κοίτη
πώς να ’χεις έτσι ξεστρατίσει
σου άξιζε σένα αλλιώς να ζήσεις.
Η ομίχλη μπαίνει από παντού στο σπίτι.
Βύρων Λεοντάρης - Η ομίχλη του μεσημεριού
III
(απόσπασμα)
«Δε βγαίνει πουθενά από δω.
Άλλο να μείνω δεν μπορώ, όχι δεν μπορώ να γίνω τοίχος
-στήνουν κορμιά μπροστά στους τοίχους.
Στο μεσημέρι της ζωής απλώθηκε ομίχλη
μ’ ακόμα, ακόμα είναι καιρός,
θα φύγω απ’ τα φύκια των ματιών σου,
θα βγω ξανά στο δρόμο που ίχνη λαβωμένα με καλούν, θα
βγω ξανά στο δρόμο,
με το θρυμματισμένο τούτο καλοκαίρι μπηγμένο στο αίμα
μου,
Φ. Γκ. Λόρκα
-«…Πώς μου λέει το νερό
πως το όνειρο έσβησε για πάντα!
Είναι τ’ όνειρο απέραντο;
Η ομίχλη το κρατάει
κι η ομίχλη δεν είν’ άλλο
Τόλης Νικηφόρου - ένα λιβάδι μέσα στην ομίχλη που ονειρεύεται
«νάμασταν, λέει, τραγούδι σε παλιό γραμμόφωνο,
δέντρο σε καλοκαιρινό ψιλόβροχο,
ένα λιβάδι μέσα στην ομίχλη που ονειρεύεται.
ή μήπως νάμασταν εκεί ψηλά τα κεραμίδια
πλάι στην καπνοδόχο την ώρα
που όρθιος ξαποσταίνει ο πελαργός.
κι ύστερα, λέει, να φύτρωναν κόκκινα,
κατακόκκινα φτερά στους ώμους μας, στα μάτια μας
ένας κιτρινισμένος χάρτης για τον ουρανό.
να ταξιδέψουμε πέρα απ’ τον πόνο και τον θάνατο.
νάμασταν, λέει, με κόκκινα φτερά
ένα λιβάδι μέσα στην ομίχλη που ονειρεύεται»
(Από τη συλλογή Ένα λιβάδι μέσα στην ομίχλη που ονειρεύεται)
Φερνάντο Πεσσόα
Τυλιγμένος σαν σε ομίχλη
Είμαι απ' το ίδιο υλικό και βλέπω
Το μακρινό, λαμρό αστέρι
Από την καύτρα του τσιγάρου πάνω.
Κάπνισα τη ζωή μου. Αβέβαιο
Ό,τι είδα ή διάβασα. Όλος
Ο κόσμος ένα μεγάλο ανοιχτό βιβλίο είναι
Που με χλευάζει σε μιαν άγνωστη γλώσσα.
Γιώργος Σαραντάρης - Η ομίχλη
«Ἡ ὁμίχλη βρίθει
Ἀπὸ ἀνεμῶνες
Κοίτα τὰ κλαριὰ
Τί λίμνη
Τί ἀνυπόμονη καρδιὰ
Βλέπε μέσα
Στὴ σωστὴ σταγόνα
Ποιὰ φόρα
Παίρνει τὸ παιδὶ
Ποιὰ νάρκη
Ἡ γυναῖκα»
Γιώργος Σεφέρης - Fog
Say it with a ukulele
«Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι…»
γρινιάζει κάποιος φωνογράφος∙
πες μου τι να της πω, Χριστέ μου,
τώρα συνήθισα μονάχος.
Με φυσαρμόνικες που σφίγγουν
φτωχοί μη βρέξει και μη στάξει
όλο και κράζουν τους αγγέλους
κι είναι οι αγγέλοι τους μαράζι.
Κι οι αγγέλοι ανοίξαν τα φτερά τους
μα χάμω χνότισαν ομίχλες
δόξα σοι ο θεός, αλλιώς θα πιάναν
τις φτωχιές μας ψυχές σαν τσίχλες.
Κι είναι η ζωή ψυχρή ψαρίσια
-Έτσι ζει; -Ναι! Τι θες να κάνω∙
τόσοι και τόσοι είναι οι πνιγμένοι
κάτω στης θάλασσας τον πάτο.
Τα δέντρα μοιάζουν με κοράλλια
που κάπου ξέχασαν το χρώμα
τα κάρα μοιάζουν με καράβια
που βούλιαξαν και μείναν μόνα…
«Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι…»
Λόγια για λόγια, κι άλλα λόγια;
Αγάπη, πού ‘ναι η εκκλησιά σου
βαρέθηκα πια τα μετόχια.
Α! να ‘ταν η ζωή μας ίσια
πώς θα την παίρναμε κατόπι
μ’ αλλιώς η μοίρα το βουλήθη
πρέπει να στρίψεις σε μια κόχη.
Και ποια είναι η κόχη; Ποιος την ξέρει;
Τα φώτα φέγγουνε τα φώτα
άχνα! δε μας μιλούν οι πάχνες
κι έχουμε την ψυχή στα δόντια.
Τάχα παρηγοριά θα βρούμε;
Η μέρα φόρεσε τη νύχτα
όλα είναι νύχτα, όλα είναι νύχτα
κάτι θα βρούμε ζήτα – ζήτα…
«Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι…»
Βλέπω τα κόκκινά της νύχια
μπρος στη φωτιά πώς θα γυαλίζουν
και τη θυμάμαι με το βήχα.
Κωνσταντίνος Χατζόπουλος - Ο θρύλος της ομίχλης
«Γεννιούμαι απ’ τον πόνο·
κι απλώνω κι απλώνω
κι απλώνομαι πέρα
κι απλώνομαι γύρω
σε οχτιές και σε βύθη
συντρίμμια να σπείρω.
Κι απλώνομαι πέρα
κι απλώνομαι γύρου
και με είπανε η άχνα
πως είμαι του ονείρου!
Κι απλώνομαι γύρου
κι απλώνω κι απλώνω
και το όνειρο λιώνω.
Γεννιούμαι απ’ τον πόνο·
κι απλώνω κι απλώνω
κι απλώνομαι γύρου
σαν άχνα του ονείρου.
Σα νύφη με χαίρουνται
οχτιές και γιαλοί –
ρωτάτε τα ρόδα
και τ’ άρμενα αλί!
Γεννιούμ’ απ’ τον πόνο
κι απλώνω κι απλώνω
και στάζω τον πόνο.
Κι απλώνω κι απλώνω·
κι απλώνομαι πέρα
κι απλώνομαι γύρου –
η άχνα ποιός με είπε
πως είμαι του ονείρου;
Σα νύφη με χαίρονται
οχτιές και γιαλοί
κι απλώνω κι απλώνω
στους κλώνους κρεμιούμαι,
στους θόλους ριζώνω·
ποιός λέει ένας ήλιος
πως τάχα με σβει;
Ρωτάτε τα ρόδα
κι οϊμέ την ψυχή.»
WILLIAM BUTLER YEATS,- Τρελοί σαν την Ομίχλη και το Χιόνι
Μαντάλωσε και κλείσε το παντζούρι,
Γιατί ο απαίσιος άνεμος φυσά:
Ο νους μας είναι στην ακμή του αυτή τη νύχτα,
Κι εγώ, όπως φαίνεται, ξέρω καλά
Πως όλα έξω από μας είναι
Τρελά σαν την ομίχλη και το χιόνι.
Ο Οράτιος, εκεί, στέκεται πλάι στον Όμηρο,
Ο Πλάτων από κάτω έχει σταθεί,
Κι εδώ είναι του Τύλλιου η ανοιχτή σελίδα.
Πόσα χρόνια πριν εγώ κι εσύ
Ήμασταν δυο αγράμματοι έφηβοι,
Τρελοί σαν την ομίχλη και το χιόνι;
Ρωτάς τι έχω και στενάζω, παλιέ φίλε,
Τι έχω και ριγώ;
Ριγώ κι αναστενάζω γιατί νιώθω
Ότι ακόμη και ο Κικέρων
Κι ο Όμηρος με το πολύπτυχο μυαλό ήταν
Τρελός σαν την ομίχλη και το χιόνι.
Σουρούπωνε στο Ενσινίτας. Η Χρυσή Πολιτεία βυθίζονταν αργά στο σκοτάδι. Η θερμοκρασία είχε πέσει κι ο ήλιος κατακόκκινος έτρεχε να χαθεί πίσω από την οροσειρά του Σέντραλ Βάλεϊ. Τα ξανθά σιταροχώραφα έλαμπαν με το σβήσιμο του ήλιου.
Μια έντονη μυρωδιά κωνοφόρων απλώθηκε στην πόλη. Στην παραλιακή οδό Κάρντιφ Μπάι Δε Σίι κατά μήκος της ακτής του Ειρηνικού Ωκεανού τα υπεραιωνόβια δέντρα σεκόγια έγερναν το κεφάλι σαν άνθρωποι πανύψηλοι, ολομόναχοι. Η λιακάδα της μέρας έδωσε τη θέση της στο υγρό δειλινό. Ο Ωκεανός έστελνε ένα απαλό ρεύμα που σαν σεντόνι τύλιξε την περιοχή της Καλιφόρνια.
Ήταν 2 Αυγούστου του 1930.
Μια υγρασία αποπνικτική είχε αντικαταστήσει το σχεδόν πάντα ξερό κλίμα με τον ηλιόλουστο καιρό. Ο ζεστός άνεμος της Σάντα Άννα που έφτανε από την έρημο Μοχάβε, νότια της Καλιφόρνια, είχε δώσει τη θέση του στην καταχνιά. Ένα πέπλο θερινής ομίχλης σκέπασε τη μικρή πόλη. Η περιοχή τοποθετημένη στο «Δαχτυλίδι της Φωτιάς», ένα πέταλο στη λεκάνη του Ειρηνικού με ρήγματα και ενεργά ηφαίστεια, μαστίζεται συχνά από πλημμύρες, καταιγίδες και ξηρασίες. Κάτω χαμηλά εκτείνεται η Κοιλάδα του Θανάτου, η Ντεθ Βάλεϊ, το θερμότερο μέρος στη γη.
Η Κρίστιν Πόουπ μάζεψε τα ρούχα που είχε απλώσει στην αυλή. Άκουσε το σφύριγμα του τρένου και κοίταξε το ρολόι της. Ήταν η 9.45 βραδινή, η ώρα που περνούσε η γραμμή Ενσινίτας – Λος Άντζελες. Άφηνε τους επιβάτες στο σταθμό και, μετά από δύο ώρες ταξίδι στην κομητεία του Σαν Ντιέγκο, έφτανε στο Λος Άντζελες.
Στο διάδρομο συνάντησε τη Λέα, τη μικρότερη αδελφή της.
-Ομίχλη, μονολόγησε η Κρίστιν.
-Ομίχλη, επανέλαβε η Λέα.
-Δε βλέπεις τίποτα, είπε η Κρίστιν.
-Δε βλέπεις τίποτα, επανέλαβε η Λέα.
Η Κρίστιν, μετρίου αναστήματος, γεροδεμένη, με κόκκινα μαλλιά και ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα, εργάζονταν με τη αδελφή της Λέα στο σπίτι του ζεύγους Κλαρκ. Είκοσι επτά χρονών η Κρίστιν και εικοσιτριών η Λέα. Ο πατέρας τους, Τζοακίμ Πόουπ, κατέβηκε από τα Βραχώδη όρη, το 1895. Το χρυσάφι της περιοχής μαγνήτιζε τυχοδιώκτες και χρυσοθήρες. Εγκαταστάθηκε στην πόλη Ενσινίτας με το ήπιο κλίμα, δούλεψε στους τεράστιους σιτοβολώνες της περιοχής και παντρεύτηκε μια γυναίκα γερμανικής καταγωγής. Έτσι κι αλλιώς η περιοχή συγκέντρωνε κύματα μεταναστών. Οι διαφυλετικοί γάμοι ήταν κάτι συνηθισμένο και κανείς δεν έδινε σημασία στην εθνικότητα.
Το ζευγάρι γρήγορα χώρισε. Η γυναίκα ακολούθησε έναν Μεξικανό χονδρέμπορο σοκολάτας. Ο Τζοακίμ Πόουπ ένα πρωινό επιβιβάστηκε στο τρένο για το Λος Άντζελες και δεν ξαναγύρισε. Οι αδελφές Πόουπ κλείστηκαν στο ορφανοτροφείο. Όταν ενηλικιώθηκαν βρήκαν δουλειά σε σπίτια αστών ως οικιακές βοηθοί. Τα τελευταία πέντε χρόνια εργάζονταν στο σπίτι του κ. Κλαρκ, μεγαλέμπορου της περιοχής. Όσοι τις γνώρισαν, έλεγαν πως ήταν πλάσματα πολύ εργατικά, κλειστά, σχολαστικά με την καθαριότητα και το μόνο που τις ενδιέφερε ήταν να υπηρετούν μαζί.
Η νύχτα είχε πια σκεπάσει τη χρυσή ακτογραμμή του Ειρηνικού με τις κόκκινες παπαρούνες και τις τεράστιες εκτάσεις χρυσανθέμων. Τα βικτοριανά σπίτια με τα αγριοκυπάρισσα που έχουν θέα τον ωκεανό τυλίχτηκαν στο λευκό πέπλο της θερινής ομίχλης. Από μακριά έφτανε ο απόηχος του ωκεανού με τις απέραντες παραλίες και την ψιλή άμμο. Από τον παράκτιο αυτοκινητόδρομο το βουητό των μηχανών Φορντ.
Οι αδελφές Πόουπ άκουγαν το θόρυβο της πόλης πίσω από τις κλειστές κουρτίνες της σοφίτας. Όταν δεν εργάζονταν, κλείνονταν στο στενό δωματιάκι της σοφίτας που τους είχε παραχωρήσει το ζεύγος Κλαρκ. Η Εβιάννα, η κόρη του κ. Κλαρκ, έλεγε πως άκουγε συχνά ένα παραλήρημα με τη φωνή της Κρίστιν να προφέρει το όνομα της μητέρας της ή πως άκουγε βογκητά πίσω από την κλειστή πόρτα της σοφίτας. Ένα βράδυ μάλιστα, σε φιλική σύναξη στο σπίτι, τόλμησε να το εκμυστηρευτεί στον αστυνόμο. Ο κ. Κλαρκ που βρισκόταν δίπλα γέλασε. Ο αστυνόμος όμως τού συνέστησε να τις απολύσει διότι κινδύνευε η ζωή του. Αλλά δεν εισακούστηκε.
– Δεν θα έχουμε φως απόψε, ακούστηκε η Κρίστιν. Το σίδερο έκαψε την ασφάλεια. Ο ηλεκτρολόγος θα έρθει αύριο το πρωί.
-Δεν θα έχουμε φως απόψε, επανέλαβε η Λέα.
Η μέρα της κ. Κλαρκ άρχιζε κατά κανόνα στις επτά και μισή. Ήταν η ώρα που από το υπνοδωμάτιο κατέβαινε στην κουζίνα για πρωινό. Τσάι με μπισκότα συνήθως. Η τσαγιέρα από κασσίτερο άχνιζε κάθε πρωί στο μάτι του ηλεκτρικού, ακόμη και τις μέρες του καλοκαιριού, ενώ δυο φορές το μήνα η κ. Κλαρκ παρήγγελνε κερασόπιτα με τραγανή κρούστα.
-Κρίστιν, αύριο θα έχουμε κερασόπιτα για πρωινό, διέταζε.
Μετά από μισή ώρα κατέβαινε ο κ. Κλαρκ, πλυμένος, ξυρισμένος, έτοιμος για τη δουλειά. Ο καλύτερος υφασματέμπορος στην περιοχή. Λογικός και συγκρατημένος. Η κόρη τους Εβιάννα έμενε μαζί τους. Απασχολούνταν με δουλειές της χριστιανικής αδελφότητας του Ενσινίτας, δεξί χέρι του πάστορα Γιορκ.
Η Κρίστιν κάθε πρωί έπρεπε να έχει έτοιμο το τσάι, τα αβγά με το μπέικον, το φιστικοβούτυρο, το χοτ ντόγκ που θα έπαιρνε μαζί του φεύγοντας ο κ. Κλαρκ και να κάθεται όρθια πλάι στην κυρία της, ακόμη κι όταν τα πρωινά η κ. Κλαρκ ακούγοντας το θρόισμα των φύλλων της δεντροστοιχίας και κοιτάζοντας τον καταγάλανο ουρανό αρέσκονταν να της σερβίρουν το μήλο στο μπαλκόνι. Η Κρίστιν πάντα όρθια με την ποδιά στη μέση.
-Ξέρεις; άκουσε ένα απόγευμα την κ. Κλαρκ να λέει στη φίλη της την Έμιλυ καθώς έπιναν το λικεράκι τους στο σαλόνι, ξέρεις πως, σύμφωνα με τη μυθολογία, στην Καλιφόρνια παλιά ζούσαν γυναίκες μελαμψές, δυνατές χωρίς ούτε έναν άντρα και με αρχηγό τη βασίλισσα Καλίφια;
Η Κρίστιν έσιαξε τα μαλλιά της και, πράγμα ασυνήθιστο για κείνη, χαμογέλασε. Η κ. Κλαρκ την κοίταξε με τα πέτρινα μάτια της και είπε δυνατά:
-Κρίστιν, γρήγορα στην κουζίνα, να μας σερβίρεις σοκολατάκια!
Ψηλή, ξερακιανή με αυταρχικά πράσινα μάτια η κ. Κλαρκ είχε εμμονή με την καθαριότητα. Απαιτούσε να είναι τα πάντα πεντακάθαρα. Το ίδιο και η κόρη της η Εβιάννα. Κάθε απόγευμα, μόλις ξύπναγε από το μεσημεριανό ύπνο, η κ. Κλαρκ φορούσε ένα λευκό γάντι και χάιδευε τις επιφάνειες του σπιτιού για να δει αν οι υπηρέτριες είχαν κάνει σωστά τη δουλειά τους. Όσο διαρκούσε η εξέταση, η Κρίστιν κοίταζε με επιμονή το κουζινομάχαιρο. Το έβλεπε να καρφώνεται στα μάτια της κυρίας της. Τα δόντια της πάλλονταν, η ποδιά την έπνιγε.
Το διήμερο αυτό η οικογένεια απουσίαζε στο Σαν Ντιέγκο. Ο κ. Κλαρκ, πρόεδρος των εμπόρων της περιοχής, όφειλε να παραστεί σε συνάντηση. Η σύζυγός του Εβίτα Κλαρκ, συνδρομήτρια του περιοδικού Ladies Home Journal, σκόπευε να αγοράσει το σερβίτσιο τσαγιού που είχε ξεχωρίσει στο τελευταίο τεύχος. Χρειαζόταν κι ένα καινούργιο συνολάκι για την επόμενη δεξίωση της κοινότητας, ενώ η Εβιάννα είχε να διευθετήσει ζητήματα της αδελφότητας.
Μόλις ο καυτός ήλιος της ημέρας υποχώρησε, η Κρίστιν κάθισε στην κουνιστή πολυθρόνα του μπαλκονιού με ένα ποτήρι λικέρ από κεράσι που είχε φτιάξει η Λέα.
-Ήρεμα είναι, είπε.
-Ήρεμα είναι, επανέλαβε η Λέα.
Η ώρα περνούσε και το σπίτι χωρίς ηλεκτρικό βυθίζονταν στο σκοτάδι. Η Κρίστιν, αφού τελείωσε όλες τις δουλειές στον κήπο και το σπίτι, φόρεσε το μακρύ της νυχτικό και ένα ζευγάρι κάλτσες καθαρές. Η Λέα ξάπλωσε δίπλα της. Σχεδόν τις είχε πάρει ο ύπνος, όταν άκουσαν το θόρυβο του αυτοκινήτου του κ. Κλαρκ και τις φωνές των γυναικών στον κήπο. Σάστισαν. Για αύριο ήταν προγραμματισμένη η επιστροφή. Το αυτοκίνητο απομακρύνθηκε, αλλά η πόρτα άνοιξε και η κ. Κλαρκ με την κόρη της εισήλθαν στο ισόγειο.
-Ομίχλη! ακούστηκε η κ. Κλαρκ.
-Δε βλέπεις τη μύτη σου! αναφώνησε η Εβιάννα.
-Μα, γιατί δεν έχουμε φως; ρώτησε δυνατά η κ. Κλαρκ.
-Δεν ξέρω, μητέρα, απάντησε η Εβιάννα.
-Κρίστιν, Κρίστιν! άρχισε να φωνάζει η κ. Κλαρκ. Γιατί είναι θεοσκόταδα; Τι έγινε; Τι κάνατε; Μια μέρα μόνο λείψαμε και βρήκαμε το σπίτι σ’ αυτό το χάλι! Είστε απαράδεκτες! Απαράδεκτες! Καλά λέω εγώ πως είστε άχρηστες! Άχρηστες!
-Είναι φοβερό αυτό που συμβαίνει, μητέρα! ακούστηκε η Εβιάννα.
–Ευχαρίστως θα τις απέλυα! ούρλιαξε δυνατά η κ. Κλαρκ.
-Κρίστιν! Κρίστιν! Κρίστιν! φώναζε συνεχώς.
Η Κρίστιν δεν απάντησε. Έβλεπε την ομίχλη να απλώνεται μέσα στο σπίτι. Σηκώθηκε όρθια. Τα χέρια της έτρεμαν. Άνοιξε το παράθυρο. Πέταξε την ποδιά. Στράφηκε προς τη Λέα. Το πρόσωπό της ήταν κατακόκκινο. Στα μάτια της δυο λευκά γυναικεία γάντια.
Κατέβηκε γρήγορα στην κουζίνα. Άρπαξε την τσαγιέρα. Ένας δυνατός θόρυβος από έπιπλα που μετατοπίζονται και η κ. Κλαρκ έπεσε αναίσθητη στο πάτωμα. Άρπαξε το κουζινομάχαιρο.
-Θα τις σφάξω, φώναξε και όρμησε προς την Εβιάννα.
Έφτασε κι η Λέα.
«Λέα, σπάσ’ της το κεφάλι, βγάλ’ της τα μάτια», φώναζε η Κρίστιν. Η Λέα υπάκουσε.
Μια μυρωδιά σάπιου φρούτου απλώθηκε στα δωμάτια. Από το δρόμο έμπαιναν αμυδρές αχτίδες φωτός. Η Κρίστιν άναψε ένα κερί και κοίταξε την παραμορφωμένη τσαγιέρα.
Όταν επέστρεψε ο κ. Κλαρκ, βρήκε το κερί να καίει στο ισόγειο, ένα τραπεζάκι στο μεσόσκαλο και μια ματωμένη καράφα πάνω σ΄ ένα πετσετάκι δίπλα από το τραπέζι κάτω στο πάτωμα. Η ομίχλη τον έπνιξε.
Ο σερίφης ήρθε αμέσως. Βρήκε τις δύο αδελφές στο κρεβάτι, καθαρές, γυμνές από ρούχα, σκεπασμένες με ένα κιμονό. Δεν έφεραν αντίδραση. Ομολόγησαν αμέσως. Αυτό που έκανε μεγάλη εντύπωση στην αστυνομία και εξόργισε τους κατοίκους στη δίκη ήταν το βγαλμένο μάτι της Εβίτας Κλαρκ.
ΤΑΙΝΙΑ - Τοπίο στην ομίχλη (1988)
Γενικά στοιχεία
Έτος: 1988
Διάρκεια: 125 λεπτά
Χρώμα: Έγχρωμη
Χώρα: Ελλάδα
Διακρίσεις: 1998. Αργυρό Λιοντάρι στο Φεστιβάλ Βενετίας. 1989. Ευρωπαϊκό Βραβείο Félix.
Παραγωγή Θεόδωρος Αγγελόπουλος
Σενάριο Θεόδωρος Αγγελόπουλος
Θανάσης Βαλτινός
Τονίνο Γκουέρα
Πρωταγωνιστές Μιχάλης Ζέκε
Τάνια Παλαιολόγου
Στράτος Τζώρτζογλου
Χριστόφορος Νέζερ
Εύα Κουταμανίδου
Αλίκη Γεωργούλη
Βαγγέλης Καζάν
Μουσική Ελένη Καραΐνδρου
Φωτογραφία Γιώργος Αρβανίτης
Μοντάζ Γιάννης Τσιτσόπουλος
Σκηνογραφία Μικές Καραπιπερής
Η ταινία
Η Βούλα κι ο Αλέξανδρος είναι δυο παιδιά, αδέλφια, που ο πατέρας τους δουλεύει μετανάστης στη Γερμανία. Αυτή, τουλάχιστον, είναι η απάντηση που τους δίνει η μητέρα τους όταν εκείνα τον αναζητούν. Μια μέρα, επιβιβάζονται σ' ένα τρένο που νομίζουν ότι θα τους μεταφέρει στη Γερμανία. Το ταξίδι τους δε φαίνεται να πραγματοποιείται. O προορισμός απομακρύνεται όσο τα δυο παιδιά εμπλέκονται σε μια διαρκή αντιπαράθεση με την πραγματικότητα, που τους «καθυστερεί» σε διάφορους ενδιάμεσους σταθμούς κατά μήκος της χώρας. Μετά από μια σκληρή περιπλάνηση στη ζωή και την ενηλικίωση, θα φτάσουν σ' εκείνο το σύνορο, πέρα απ' το οποίο πιστεύουν ότι θα βρουν τελικά έναν πατέρα, που αντιπροσωπεύει γι’ αυτά μια ελπίδα. Αν, μετά την έρημη και παρακμασμένη χώρα που διέτρεξαν, υπάρχει η «Γερμανία» πέρα απ' αυτό το σύνορο, τότε υπάρχει ελπίδα τα παιδιά να βρουν μόνα τους το δρόμο για να βγουν απ' τον δικό μας χαοτικό κόσμο.
Ελένη Καραΐνδρου- Τοπίο Στην Ομίχλη - Θ. Αγγελόπουλος
ΔΙΣΚΟΣ - ΚΑΤΑΧΝΙΑ
στίχοι: Κώστας Βίρβος
μουσική: Χρήστος Λεοντής
τραγούδι: Στέλιος Καζατζίδης-Μαρινέλλα και η χορωδία Κορίνθου
αφήγηση: Δημήτρης Μυράτ
Το πρώτο ολοκληρωμένο έργο του Χρήστου Λεοντή, σε στίχους Κώστα Βίρβου, με θέμα το τρίπτυχο " Κατοχή-Αντίσταση- Απελευθέρωση ".
Η λαική ποίηση του Βίρβου ειναι εμπνευσμένη απο την Κατοχή, την Αντίσταση και την Απελευθέρωση.
Ο στχουργός γράφει κάποια τραγούδια το 1944, στην απομόνωση των κρατητηρίων της οδού Ελπίδας 5, όπου οδηγείται μετά απο βασανιστήρια, επειδή ως μέλος της ΕΠΟΝ
πιάνεται να γράφει στους τοίχους. Εκεί την πρωτομαγιά της ίδιας χρονιάς, μαθαίνοντας για τους διακόσιους που τουφέκισαν στην Καισαριανή γράφει τα: "Δεν θέλω να μου δέσετε τα μάτια" και " ένας ξ'υλινος σταυρός".
Κάποια άλλα γράφονται αργότερα στο βουνό. Η εισαγωγή της Καταχνιάς που λέει "κλαίνε θρηνούνε τα βουνά" ειναι εμπνευσμένη απο το αντάρτικο τραγούδι "βαριά στενάζουν τα βουνά".
πηγές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου