Ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε (Rainer Maria Rilke, 4 Δεκεμβρίου 1875 - 29 Δεκεμβρίου 1926) ήταν λυρικός ποιητής και πεζογράφος του 20ού αιώνα. Οι εικόνες του εστιάζονται στη δυσκολία της κοινωνίας σε μια εποχή δυσπιστίας, μοναξιάς, και βαθιάς ανησυχίας - θέματα που τον τοποθετούν ως ποιητή μεταξύ της παραδοσιακής και νεότερης ποίησης. Τα δύο διασημότερα έργα του είναι τα Σονέτα στον Ορφέα και οι Ελεγείες του Ντουίνο. Έγραψε επίσης περισσότερα από 400 ποιήματα στα γαλλικά, που τα αφιέρωσε στην πατρίδα επιλογής του, το καντόνι Βαλέ (Valais) στην Ελβετία.
Καταγόταν από γερμανική γενιά και γεννήθηκε ως René Karl Wilhelm Johann Josef Maria Rilke στην Πράγα. Τα παιδικά του χρόνια χαρακτηρίστηκαν από ανησυχία. Έζησε σε μια ταραγμένη εποχή τα χρόνια της νεότητάς του - θρησκευτικές διαμάχες, ηθική κατάπτωση, παγκόσμια αναστάτωση. Οι πρώτες αυτές παιδικές μνήμες ήταν και το πρώτο υλικό για το κατοπινό έργο του. Ήταν ακόμη η αιτία που τον έσπρωξε να περιπλανηθεί σ' όλη σχεδόν τηνΕυρώπη, από την κοντινή Ιταλία και Γαλλία έως τη μακρινή Ρωσία.
Ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε σε σκίτσο του Έμιλ Όρλικ (Emil Orlik) το 1917 |
Ο πατέρας του, Γιόζεφ Ρίλκε (Josef Rilke, 1838-1906), έγινε ανώτερος υπάλληλος στους σιδηροδρόμους μετά από μια ανεπιτυχή στρατιωτική σταδιοδρομία. Η μητέρα του, Sophie ("Phia") Entz (1851-1931), καταγόταν από μια ευκατάστατη οικογένεια βιομηχάνων της Πράγας, τους Entz-Kinzelbergers, οι οποίοι κατοικούσαν σε ένα μέγαρο στην οδό Herrengasse (Panská) 8, όπου ο μικρός Ρενέ μεγάλωσε. Ο γάμος των γονέων του έγινε το 1884. Η σχέση μεταξύ της Phia και του μοναδικού γιου της βαρυνόταν από το παρατεταμένο πένθος της για τη μεγαλύτερη κόρη της. Οι γονείς του τον πίεσαν να ακολουθήσει σταδιοδρομία στρατιωτική. Φοίτησε στη Στρατιωτική Σχολή του Ζανκτ Πλέτεν (Sankt Ploeten) της Αυστρίας για μια πενταετία (1886 - 1891), όταν έφυγε λόγω ασθένειας. Το 1895 άρχισε να φοιτά στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα, όπου σπούδασε γερμανική λογοτεχνία, ιστορία της τέχνης και φιλοσοφία. Το 1896 εγκαταστάθηκε στο Μόναχο.
Το 1892 άρχισε να συμμετέχει σε φιλολογικούς κύκλους της Πράγας. Την εποχή αυτή χρονολογούνται και οι πρώτες ποιητικές συλλογές του. Επηρεάστηκε από τo ύφος του Δανού ποιητή Γενς Πέτερ Γιάκομπσεν(Jacobsen, 1847 - 1885) και του Βέλγου δραματουργού Μωρίς Μαίτερλινκ(Maeterlinck, 1862 - 1949), από το χριστιανικό υπαρξισμό του Σαίρεν Κίρκεγκωρ (Kierkegaard, 1813 - 1855), τον γλύπτη Ροντέν και την ψυχανάλυση του Φρόυντ και μαζί με τον Αυστριακό ποιητή και δραματουργό Χόφμανσταλ (Hofmannsthal, 1874 - 1929) και το λυρικό Γερμανό ποιητή Γκέοργκε (George, 1868 - 1933) αποτελούν την τριάδα της νεωτεριστικής ποίησης στην Κεντρική Ευρώπη. Ιδιαίτερα όμως ο γαλλικός ιμπρεσιονισμός στη ζωγραφική και ο συμβολισμός στην ποίηση διαμόρφωσαν το στίχο του.
Το 1899 και το 1900 ταξίδεψε στη Ρωσία και συνάντησε τον Λέοντα Τολστόι. Τα δύο αυτά ταξίδια του στη Ρωσία του ενέπνευσαν "Το Βιβλίο των Ωρών" (Das Stundenbuch, 1900 - 1904). Την εποχή αυτή έγραψε και "Το τραγούδι της αγάπης και του θανάτου του σημαιοφόρου Χριστόφορου Ρίλκε. Έγινε γραμματέας του Ροντέν από το 1905 μέχρι το 1906. Αφού διακόπηκε η σχέση του με το διάσημο γλύπτη, ταξίδεψε στη Γερμανία και στην Ιταλία.
Η φιλία του με τον Ροντέν, η ζωή του Παρισιού, ο γάμος του τον Απρίλιο του 1901 με τη νεαρή γλύπτρια Κλάρα Βέστχοφ από τη Βρέμη διαμόρφωσαν μια μυστικιστική διάθεση στη δεύτερη περίοδο της ποίησής του. Στα Νέα Ποιήματα (1907 - 1908) διαφαίνεται μια μεταφυσική ανησυχία μπροστά στο μυστήριο της δημιουργίας και του σύμπαντος. Το 1910 ο Ρίλκε ταξίδεψε στη Δαλματία, στη Βόρεια Αφρική και στην Αίγυπτο. Κατά τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο εγκαταστάθηκε στο Μόναχο. Τότε δημοσίευσε και τα αριστουργήματά του Ελεγείες του Ντουίνο(Duineser Elegien, 1911 - 1922), που άρχισε να γράφει κατά τη διάρκεια της παραμονής του στον Πύργο του Ντουίνο της Δαλματίας, κοντά στη Τεργέστη, και τα Σονέτα στον Ορφέα(Sonette an Orpheus, 1922). Με τα δυο αυτά του έργα, με τον πλούσιο λυρισμό τους, το υμνητικό ύφος και την όρεξη για ζωή, ο Ρίλκε έφθασε στο αποκορύφωμα του ποιητικού του έργου.
Το μυθιστόρημα "Οι Σημειώσεις του Μάλτε Λάουριτς Μπρίγκε" (Die Aufzeichnungen des Malte Laurids Brigge, 1910), που άρχισε να το γράφει στη Ρώμη το 1904, "μπορεί να θεωρηθεί ως ο πρόδρομος της γραφής των Υπαρξιστών". Το 1929 δημοσιεύθηκε το πολύ ενδιαφέρον έργο του, που διαβάστηκε κι αγαπήθηκε ιδιαίτερα από τους νέους, Γράμματα σ' ένα νέο ποιητή (Briefe an einem jungen Dichter). Η πλούσια αλληλογραφία του Ρίλκε περιέχει πολύτιμες πληροφορίες για το έργο του. Πέθανε στις 29 Δεκεμβρίου 1926 από λευχαιμία στο Βαλμόν της Ελβετίας.
Τα σπουδαιότερα έργα του είναι: ¨Το βιβλίο των εικόνων¨ (1900), Βιβλίο των ωρών¨(1905),Νέα ποιήματα¨(1909), Ορφικά σονέτα¨(1923) κτλ. Έγραψε και μερικά θεατρικά,όπως το ¨Χωρίς Παρών, ¨Καθημερινή ζωή, ¨Γράμματα σε ένα νέο ποιητή.τα αφιέρωσε στην πατρίδα επιλογής του, το καντόνι Βαλέ (Valais) στην Ελβετία.
Πορτραίτο του Ρίλκε από τον Leonid Pasternak
Νοσταλγία
Αυτό ’ναι η νοσταλγία: να κατοικείς στο κύµα
και να µην έχεις πατρίδα µες στον χρόνο.
Κ’ οι επιθυµίες αυτό ’ναι: σιγαλή συνοµιλία
της αιωνιότητας µε καθηµερνές ώρες.
Κ’ η ζωή ’ναι αυτό: ώσπου από ένα χτες
να βγει η µοναχικώτερη απ’ τις ώρες ώρα,
που, διαφορετικά απ’ τις άλλες αδελφές της
γελώντας, µπροστά στο αιώνιο µόνο θα σωπάσει.
Μετάφραση: Άρης Δικταίος
✦ ✦ ✦ ✦
ΣΒΗΣΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ...
Σβήσε τα μάτια μου· μπορώ να σε κοιτάζω,
τ’ αυτιά μου σφράγισέ τα, να σ’ ακούω μπορώ.
Χωρίς τα πόδια μου μπορώ να ’ρθω σ’ εσένα,
και δίχως στόμα, θα μπορώ να σε παρακαλώ.
Κόψε τα χέρια μου, θα σε σφιχταγκαλιάζω,
σαν να ήταν χέρια, όμοια καλά, με την καρδιά.
Σταμάτησέ μου την καρδιά, και θα καρδιοχτυπώ
με το κεφάλι.
Κι αν κάμεις το κεφάλι μου σύντριμμα, στάχτη, εγώ
μέσα στο αίμα μου θα σ’ έχω πάλι.
μτφρ. Κωστής Παλαμάς
✦ ✦ ✦ ✦
Ο Θάνατος του Ποιητή
Πλάγιαζε. Κι ήτανε το ανασηκωμένο πρόσωπό του
χλωμό, κ’ εκεί, στα μαξιλάρια, τα σκληρά, παρατημένο,
αφ’ότου ο κόσμος κι ό, τι είναι απ’ αυτόν μάθος,
απ’ τις αισθήσεις του αρπαγμένος
στ’ αμέτοχο ξανάπεσε έτος.
Αυτοί, που έτσι τον είδανε να ζει, δεν ξέραν
πόσο πολύ ήταν ένα μ’ όλα τούτα,
γιατί, όλα αυτά : τα βάθη αυτά, αυτά τα λειβάδια,
και τούτο το νερό ήτανε το πρόσωπό του.
Ω, το πρόσωπό του, όλη η έκταση τούτη ήταν,
Που τώρα ακόμη πάει σ’αυτόν κι αυτόν γυρεύει
Κι η μάσκα του, που τρομαγμένη σβήνει τώρα
Είναι απαλή κι είναι ανοιγμένη σαν οπώρας
Καρδιά που, στον άνεμο, σαπίζει
Μετάφραση: Άρης Δικταίος
✦ ✦ ✦ ✦
Προαίσθηση
Είμαι ως σημαία που τα μακράν την τριγυρνούνε.
Τους ανέμους διαισθάνομαι που έρχονται, οφείλω
να τους ζήσω, ενώ όλα, ακόμη, ακινητούνε, χαμηλά :
ακόμα κλείει της πόρτας απαλά το φύλλο
κι οι καπνοδόχες ηρεμούν και δεν τριζοβολούνε
τα παράθυρα ακόμη κι η σκόνη ακόμη είναι βαριά.
Τότε ξέρω τις θύελλες κιόλας κι ως θάλασσα είμαι ταραγμένος
Και ξεδιπλώνομαι και διπλώνομαι πάλι
και πέφτω κι ολομόναχος είμαι, αφημένος
μέσα στην καταιγίδα τη μεγάλη.
Μετάφραση: Άρης Δικταίος
✦ ✦ ✦ ✦
Ανησυχία
Φωνή πουλιού στο μαραμένο δάσος αγροικιέται
που φαίνεται παράλογη σ’αυτό το μαραμένο δάσος.
Κι όμως η στρογγυλή φωνή αυτή γαληνεύει
μέσα στο Διότι αυτό που εκείνη το’χει δημιουργήσει
φαρδύ, σαν ουρανό, πάνω απ’ το μαραμένο δάσος.
Όλα πειθήνια, την κραυγήν αδειάζουν. Σάμπως
ο τόπος όλος, άφωνος ν’ απλώνεται εντός της,
ο μέγας άνεμος μέσα της σα ν’αναδιπλώθη
κι η στιγμή, που ν’ απλωθεί πιο πέρα θέλει,
χλωμή ‘ναι κι ήρεμη σα να’χε πράγματα γνωρίσει
που, γι’αυτά, θα’πρεπε να πεθαίναμε όλοι, -
γιατί έχουν από μέσα μας αναπηδήσει.
Μετάφραση: Άρης Δικταίος
✦ ✦ ✦ ✦
Πιετά
Τώρα η δυστυχία μου πληρούται
κι ανέκφραστη με κατακλύζει.
Κοκαλώνω όπως η πέτρα
μες την καρδιά της κοκαλώνει.
Κι έτσι σκληρή, γνωρίζω μόνο ένα:
μεγάλωσες-
….και μεγαλώνεις
για να γίνεις μεγαλύτερος ακόμη πόνος,
απ΄αυτόν που μπορεί η καρδιά μας ν’αντέξει.
Κείτεσαι τώρα πάνω στην κοιλιά μου
και πλέον δεν μπορώ
να σε γεννήσω.
Μετάφραση: Μιχάλης Παπαντωνόπουλος
Πορτραίτο του Ρίλκε από την Paula Modersohn-Beckerμ ( 1906 0
Οι Ελεγείες του Ντουίνο - Η Πρώτη Ελεγεία
Ποιος, εάν κραύγαζα, θα μ’ άκουγε λοιπόν απ’ των Αγγέλων
τα Τάγματα; Και μόνο να υπέθετα πώς ένας τους
μ’ έπαιρνε ξάφνου πάνω στην καρδιά του, θα χανόμουν
απ’ τη δυνατότερή του Ύπαρξη. Γιατί το Ωραίο δεν είναι τίποτε άλλο,
παρά ή μόλις πού αντέχουμε Αρχή του Τρομερού
και το θαυμάζουμε τόσο, γιατί αυτό, ανέμελο, μήτε πού νοιάζεται
να μας συντρίψει. Ο κάθε Αγγελος είναι τρομερός.
Κι έτσι συγκρατιέμαι και με σκοτεινό λυγμό καταπίνω
του καλέσματος μου τη φωνή. «Αχ και σε ποιόν μπορούμε πια
να προσφύγουμε; Μήτε στους Αγγέλους, μήτε στους ανθρώπους
και τα εφευρετικά ζώα κιόλας το προσέχουν
πως δεν είμαστε και τόσο ασφαλισμένοι στο σπίτι μας,
στον αντιληπτό αυτόν κόσμο. Ίσως μας απομένει
ένα κάποιο δέντρο στην πλαγιά, έτσι πού να το βλέπαμε ξανά
την κάθε μέρα. Μας απομένει ο δρόμος του χτες
και ή αλλοιωμένη πίστη μας σε μια συνήθεια,
πού της άρεσε κοντά μας κι έμεινε και πια δεν φεύγει.
Ω και ή Νύχτα μένει, ή Νύχτα, όταν ο άνεμος γεμάτος με το Διάστημα
το πρόσωπο μας τρώει — σε ποιόν δεν θα ‘μενε αυτή η ποθητή,
η τρυφερά απογοητευτική, αφού τόσο επίμονα είναι μελλούμενη
για την κάθε μια καρδιά; Μήπως είναι πιο εύκολη για τους Εραστές;
Α, μα αυτοί μόνο πού κρύβουν ο ένας απ’ τον άλλον τη μοίρα τους!
Ακόμη δεν το ξέρεις; Ρίξε τότε απ’ την αγκαλιά σου το Κενό
πέρα στους χώρους πού ανασαίνουμε, έτσι πού ίσως τα πουλιά
τον αέρα πού θα πλατύνει να αισθάνονται με πτήση πιο οικεία.
Ναι, πραγματικά οι Ανοίξεις σε χρειάζονταν. Και κάποια αστέρια
σ’ εμπιστεύονταν πώς θα μπορέσεις να τα νιώσεις. Ένα κύμα υψώθηκε
προς εσένα μέσα στα περασμένα, είτε κι επειδή διάβαινες
μπροστά από ανοιγμένο παραθύρι, ένα βιολί σου πρόσφερε
την αφοσίωσή του. Κι όλα αυτά ήταν μια αποστολή.
Όμως τα έφερες σε πέρας; Μήπως δεν ήσουν πάντοτε
τόσο αποξεχασμένος ακόμη από προσμονή, λες κι όλα
σου προμηνούσαν μιαν Αγαπημένη; (και που να την φυλάξεις,
αφού οι μεγάλες και ξένες σκέψεις μέσα σου
μπαινοβγαίνουν και συχνά όλη τη νύχτα μένουν).
Αν όμως το ποθείς, τότε ύμνησε τις Ερωτευμένες. Γιατί
δεν απαθανατίστηκε ακόμη αρκετά το ξακουστό αισθημά τους.
Εκείνες ύμνησε, πού σχεδόν ζηλεύεις, τις παρατημένες,
πού τις βρήκες ν’ αγαπούν πιο πολύ, απ’ ό,τι οι ικανοποιημένες.
Λοιπόν, ξανά και ξανά ν’ αρχίζεις αυτό το εγκώμιο, πού ποτέ δεν πετυχαίνεις
Σκέψου: ο Ήρωας διατηρείται. Ακόμη κι ή πτώση ήταν γι’ αυτόν
μια πρόφαση για να υπάρχει. Η έσχατη του γέννηση.
Μα τις Ερωτευμένες παίρνει ξανά ή Φύση μέσα της, αποσταμένη,
σαν να μην είχε τις δυνάμεις για δεύτερη φορά κάτι παρόμοιο τους
να πλάσει. Στοχάστηκες τάχα αρκετά την Gaspara Stampa, ώστε
κάθε κοπέλα, πού της έφυγε ο εραστής, στο έντονο παράδειγμα
μιας τέτοιας ερωτευμένης να νιώσει και να πει:
«αχ, ας γινόμουν κι εγώ σαν εκείνη!»;
Δεν πρέπει επιτέλους αυτοί οι παλαιότατοι πόνοι να γίνουν
πιο γόνιμοι για μας; Δεν είναι πια καιρός να ελευθερωθοϋμε
από κείνο πού αγαπάμε, ενώ ακόμη το αγαπάμε, κι αναριγώντας
να το ξεπεράσουμε;
Έτσι καθώς και το βέλος τη χορδή του τόξου ξεπερνά, ώστε στο
τίναγμα του συγκεντρωμένο, να γίνει κάτι ττιο πολύ απ’ τον εαυτό του;
Γιατί στάση δεν υπάρχει πουθενά.
Φωνές, φωνές. Άκου καρδιά μου, έτσι όπως μόνο
οι Άγιοι άκουαν. Ώστε το γιγάντιο κάλεσμα
τους σήκωνε απ’ το χώμα. Όμως αυτοί, οι απίθανοι,
έμεναν γονατιστοί κι ούτε πού το πρόσεχαν.
Τόσο πολύ άκουαν. Όχι πώς τώρα εσύ θέ ν’ άντεχες
τη φωνή του Θεού, διόλου. Άκου όμως το Φύσημα,
το ακατάπαυστο Μήνυμα το φτιαγμένο από Σιωπή.
Αυτό τώρα βουίζοντας απ’ τούς νέους εκείνους νεκρούς προς εσένα κυλά.
Όπου κι αν μπήκες, στις εκκλησιές της Ρώμης ή της Νάπολης,
μήπως δεν στράφηκε να σου μιλήσει ήρεμα ή μοίρα τους;
Είτε κι έφερε επάνω της μεγαλόπρεπα για χάρη σου μιαν επιγραφή,
όπως πρόσφατα εκείνη την πλάκα στη Σάντα-Μαρία Φορμόζα.
Μα τι ζητούν αυτοι από μένα; Ήσυχα θα πρέπει του Άδικου
την εντύπωση ν’ αποδιώξω, πού πότε-πότε την καθαρή
των πνευμάτων τους κίνηση εμποδίζει λιγάκι.
Βέβαια, είναι παράξενο να μην κατοικείς πια τη γη,
συνήθειες πού μόλις κι έμαθες πλέον να μην έξασκείς,
να μη δίνεις πια το νόημα ενός ανθρώπινου μέλλοντος
σε ρόδα κι άλλα πράγματα, πού σκόπιμα υπόσχονται κάτι.
Ό,τι ήσουν ανάμεσα σε χέρια αγωνίας ατέλειωτης
να μην είσαι πια κι ακόμη και το ίδιο σου το όνομα
να παρατάς σαν να ήταν ένα σπασμένο παιγνίδι.
Παράξενο, να μη νιώθεις πια επιθυμίες. Παράξενο, όλα
όσα συνδέονταν με σένα, να τα θωρείς ξελυμένα μες στον Χώρο
ν’ ανεμίζουν. Και το να είσαι νεκρός είναι επίπονο κι όλο ζητά
να συμπληρωθεί, έτσι πού να νιώθεις σιγά σιγά και μια στάλα
Αιωνιότητας. Μα όλοι οι ζωντανοί κάνουν το λάθος
με τόσο πείσμα παντού όρια να θέτουν.
Ενώ οι Αγγελοι, έχουν νά πουν, συχνά μήτε πού θά γνώριζαν
εάν ανάμεσα σε ζωντανούς ή σε νεκρούς βαδίζουν. Το αιώνιο ρεύμα
παρασύρει μαζί του όλες τις ηλικίες και στους δυο κόσμους
και μέσα στους δυο η βουή του τις σκεπάζει.
Τέλος, δεν μας έχουν πια ανάγκη, όσοι πρόωρα έχουν φύγει.
Απαλά κάνεις τα γήινα ξεσυνηθίζει, όπως ήρεμα μεγαλώνει
απ’ της μάνας του το στήθος και τ’ αφήνει. Όμως εμείς, πού τόσο
μεγάλα μυστικά έχουμε ανάγκη, απ’ όπου τόσο συχνά με πένθος
πρόοδος ευλογημένη αναβλύζει, θα μπορούσαμε
να υπάρχουμε δίχως τους νεκρούς;
Είναι τάχα μάταιος ο θρύλος, πώς κάποτε με τον Θρήνο για τον Λίνο,
τόλμησε ή πρώτη Μουσική την ξεραμένη ακαμψία να διαπεράσει;
Πώς μέσα στον τρομαγμένο Χώρο, πού ξάφνου τον εγκατέλειπε για πάντα
εκείνος ο σχεδόν θεϊκός έφηβος, το Κενό για πρώτη του φορά πήρε τη δόνηση εκείνη,
πού εμάς τώρα συνεπαίρνει και παρηγορεί και βοηθά;
✦ ✦ ✦ ✦
Σονέτα στον Ορφέα
III
Ένας θεός το μπορεί. Πώς, όμως, πες μου, θα μπορούσε
να τον ακολουθεί ένας άντρας, με μια φτενή λύρα;
Η αίσθησή του είναι δίβουλη. Στο σταυροδρόμι
δυο δρόμων της καρδιάς, ναός για τον Απόλλωνα δε στέκει.
να τον ακολουθεί ένας άντρας, με μια φτενή λύρα;
Η αίσθησή του είναι δίβουλη. Στο σταυροδρόμι
δυο δρόμων της καρδιάς, ναός για τον Απόλλωνα δε στέκει.
Δεν είναι πόθος το τραγούδι, ως το διδάσκεις, μήτε
κ' επιδίωξη για κάτι, που κατορθώνεται, στο τέλος•
το τραγούδι είναι ύπαρξη. Και για τον Θεό κάτι είναι
εύκολο. Όμως πότε είμαστε; Και πότε. Αυτός, θα στρέψει
κ' επιδίωξη για κάτι, που κατορθώνεται, στο τέλος•
το τραγούδι είναι ύπαρξη. Και για τον Θεό κάτι είναι
εύκολο. Όμως πότε είμαστε; Και πότε. Αυτός, θα στρέψει
ως τη δική μας ύπαρξη τη γη και τ' άστρα;
Δεν είναι αυτό: τ' ότι αγαπάς, έφηβε• κι αν ακόμη,
τότε, η φωνή σου τ' άνοιγε με βία το στόμα: μάθε
Δεν είναι αυτό: τ' ότι αγαπάς, έφηβε• κι αν ακόμη,
τότε, η φωνή σου τ' άνοιγε με βία το στόμα: μάθε
να λησμονείς πως τραγουδάς. Εκείνο ρέει. Μια ανάσα
δεύτερη είναι να τραγουδάς αληθινά. Μια ανάσα
για τίποτα. Μέσα στον Θεό μια πνοή. Κι άνεμος είναι.
δεύτερη είναι να τραγουδάς αληθινά. Μια ανάσα
για τίποτα. Μέσα στον Θεό μια πνοή. Κι άνεμος είναι.
V
Μην υψώσετε στήλη. Μόνο το ρόδο αφήστε
για δόξα του, κάθε χρονιά ν' ανθίζει.
Γιατί 'ναι ο Ορφέας. Η μεταμόρφωσή του
σ' αυτό και στ' άλλο. Ας μη μοχθούμε
για δόξα του, κάθε χρονιά ν' ανθίζει.
Γιατί 'ναι ο Ορφέας. Η μεταμόρφωσή του
σ' αυτό και στ' άλλο. Ας μη μοχθούμε
για ονόματα άλλα. Είναι, μια για πάντα,
ο Ορφέας, που τραγουδά. Έρχεται και φεύγει.
Δεν είναι ήδη πολύ, σαν επιζεί το ρόδο,
κάποτε, του κυπέλλου, για μερικές μέρες;
ο Ορφέας, που τραγουδά. Έρχεται και φεύγει.
Δεν είναι ήδη πολύ, σαν επιζεί το ρόδο,
κάποτε, του κυπέλλου, για μερικές μέρες;
Πώς θα 'πρεπε ν' αφανιστεί, ώστε
να το εννοήσετε! Κι αν ο αφανισμός του
τον τρόμαξε; Ο λόγος του αφού ξεπερνά
να το εννοήσετε! Κι αν ο αφανισμός του
τον τρόμαξε; Ο λόγος του αφού ξεπερνά
την παρουσία του, εκεί όπου δεν τον ακλουθάτε
είναι κιόλας. Της λύρας οι χορδές δεν του σκλαβώνουν
τα χέρια κ' υπάκουος μένει ενώ το επέκεινα υπερβαίνει.
είναι κιόλας. Της λύρας οι χορδές δεν του σκλαβώνουν
τα χέρια κ' υπάκουος μένει ενώ το επέκεινα υπερβαίνει.
XXII
Είμαστε αυτοί που όλο πηγαίνουν.
Μα στοχάσου του χρόνου το
βήμα, σαν κάτι περισσά μικρό
μες σ' αυτά που πάντα απομένουν.
Μα στοχάσου του χρόνου το
βήμα, σαν κάτι περισσά μικρό
μες σ' αυτά που πάντα απομένουν.
Στη βιάση ό,τι έχει δοθεί
θα 'χει κιόλας περάσει•
γιατί το απομένον κατηχεί,
η μύηση μ' αυτό θα μας φτάσει.
θα 'χει κιόλας περάσει•
γιατί το απομένον κατηχεί,
η μύηση μ' αυτό θα μας φτάσει.
Αγόρια, μη σπαταλάτε
το θάρρος σας στη βιάση αυτή,
στη δοκιμή ψηλά να πάτε.
το θάρρος σας στη βιάση αυτή,
στη δοκιμή ψηλά να πάτε.
Όλα έχουνε πια αναπαυτεί:
Σκότος και φως κοιμάται,
άνθη, βιβλίο έχουν κλειστεί.
Σκότος και φως κοιμάται,
άνθη, βιβλίο έχουν κλειστεί.
Μετάφραση: Άρης Δικταίος
✦ ✦ ✦ ✦
ΓΡΑΜΜΑΤΑ Σ' ΕΝΑ ΝΕΟ ΠΟΙΗΤΗ
Παρίσι, 17 του Φλεβάρη 1903
Φίλε Κύριε,
Εδώ και λίγες μέρες πήρα το γράμμα σας. Θέλω να σας ευχαριστήσω για τη μεγάλη και πολύτιμη, για μένα, εμπιστοσύνη που μου δείχνετε. Δε μπορώ όμως να κάνω τίποτα περισσότερο. Δε μπορώ να μπω στην τεχνική των στίχων σας: κάθε είδους κριτική βλέψη είναι κάτι τόσο ξένο από μένα... Η κριτική είναι το χειρότερο μέσο για ν' αγγίξεις ένα έργο τέχνης: καταντάει πάντα σε πετυχημένες, λίγο ή πολύ, παρανοήσεις. Δε μπορούμε όλα να τα συλλάβουμε και να τα εκφράσουμε —όσο κι αν θέλουν πολλοί να μας πείσουν για το αντίθετο. Τα περισσότερα απ' όσα μάς συμβαίνουν δε μπορούμε να τα εκφράσουμε, ξετυλίγονται μέσα σε μια σφαίρα, που ποτέ καμιά λέξη δεν την καταπάτησε. Και απ' όλα πιο αδύνατο είναι να εκφράσουμε τα έργα τής τέχνης, τις μυστηριακές αυτές υπάρξεις που η ζωή τους δε γνωρίζει τέλος, καθώς πορεύεται πλάι στη δική μας την περαστική, την πρόσκαιρη ζωή.
Πρέπει, έπειτ' από τούτη την παρατήρηση, να προσθέσω ακόμα πως οι στίχοι σας δεν έχουν δική τους ατομική έκφραση, κι ωστόσο βρίσκω μέσα κει, δειλό κι αβλάστητο ακόμα, το έμβρυο μιας προσωπικότητας. Το 'νιωσα αυτό εντονότερα στο τελευταίο σας ποίημα: "Η ψυχή μου". Εκεί, κάτι Δικό σας γυρεύει να βρει έκφραση και μορφή. Και μέσ' απ' τ' όμορφο ποίημά σας "Στο Leopardi" αναδίνεται μια κάποια συγγένεια μ' εκείνο τον Μεγάλο Ερημίτη. Ωστόσο, τα ποιήματά σας δεν έχουν δική τους υπόσταση, δεν έχουν αυθυπαρξία —ούτε καν το ποίημα για το Leopardi. Το γράμμα σας, που τα συντρόφευε, δεν παρέλειψε να μου εξηγήσει μια κάποιαν ατέλειά τους, που την ένιωσα διαβάζοντάς τα, χωρίς όμως και να μπορώ να της δώσω ένα όνομα.
Ρωτάτε αν είναι καλοί οι στίχοι σας. Ρωτάτε εμέναν. Ρωτήσατε, βέβαια, κι άλλους πριν. Τους στέλνετε στα περιοδικά. Τους συγκρίνετε μ' άλλα ποιήματα, αναστατωνόσαστε όταν κάποιοι αρχισυντάχτες σάς γυρνάνε πίσω τα ποιητικά σας δοκίμια. Από δω κι εμπρός (μια και μου επιτρέψατε να σας δίνω συμβουλές) σας παρακαλώ να τ' απαρνηθείτε όλ' αυτά. Η ματιά σας είναι γυρισμένη προς τα έξω˙ αυτό, προπάντων, δεν πρέπει να κάνετε τώρα πια. Κανένας δε μπορεί να σας συμβουλέψει ή να σας βοηθήσει, κανένας. Ένας μονάχα δρόμος υπάρχει: βυθιστείτε μέσα στον εαυτό σας, αναζητήστε την αιτία που σας αναγκάζει να γράφετε, δοκιμάστε αν οι ρίζες της φυτρώνουν απ' τις πιο βαθιές γωνιές τής καρδιάς σας. Εξομολογηθείτε στον εαυτό σας: θα πεθαίνατε τάχα, αν σας απαγόρευαν να γράφετε; Τούτο, πρώτ' απ' όλα: αναρωτηθείτε, την πιο σιγηλή ώρα τής νύχτας σας: Πρέπει να γράφω; Σκαλίστε βαθιά μέσα σας, να βρείτε την απόκριση. Κι αν η απόκριση τούτη αντηχήσει καταφατικά, αν απέναντι στο βαθυσήμαντο τούτο ρώτημα μπορείτε να υψώσετε ένα στέρεο κι απλό Πρέπει, τότε πλάσετε τη ζωή σας σύμφωνα μ' αυτή την ανάγκη. Η ζωή σας, ακόμα και στην πιο αδιάφορη, την πιο άδειαν ώρα της, πρέπει να γίνει σημάδι και μάρτυρας αυτής της ορμής. Ζυγώστε, τότε, τη φύση. Πασχίστε, τότε, να πείτε, σα να 'σαστε ο πρώτος άνθρωπος πάνω στη γη, τι βλέπετε, τι ζείτε, τι αγαπάτε, τι χάνετε. Μη γράφετε ερωτικά τραγούδια. Αποφύγετε, πρώτ' απ' όλα, τούτα τα πολύ τρεχούμενα και συνηθισμένα θέματα: είναι τα πιο δύσκολα, κι ο ποιητής πρέπει να φτάσει σ' όλη την τρανή ωριμότητα τής δύναμής του για να μπορέσει να δώσει κάτι δικό του, εκεί όπου, σίγουρη και λαμπερή —κάποιες φορές— η παράδοση παρουσίασε τόσην αφθονία. Μακριά απ' τα μεγάλα γενικά θέματα, σκύψετε σ' εκείνα που σας προσφέρει η καθημερινότητα. Ιστορήστε τις θλίψεις και τους πόνους σας, τους φευγαλέους στοχασμούς σας, την πίστη σας σε κάποιαν ομορφιά —ιστορήστε τα όλα τούτα με βαθιά, γαλήνια, ταπεινή ειλικρίνεια, και μεταχειριστείτε, για να εκφραστείτε, τα πράματα που σας περιτριγυρίζουν, τις εικόνες των ονείρων σας και τις πηγές των αναμνήσεών σας. Αν ίσως η καθημερινότητά σας σάς φαινεται φτωχή, μην την καταφρονήσετε. Καταφρονήστε τον ίδιο τον εαυτό σας, που δεν είναι αρκετά ποιητής και δε μπορεί να καλέσει κοντά του τα πλούτη της. Για το δημιουργό δεν υπάρχει φτώχεια, ούτε φτωχοί κι αδιάφοροι τόποι. Και μέσα σε φυλακή ακόμα αν ήσαστε κλεισμένος, κι οι τοίχοι της δεν αφήνανε τους ήχους τού κόσμου να φτάσουν ως εσάς —δε θα σας έμεναν, ωστόσο, αμόλευτα μέσα σας, τα παιδικά σας χρόνια, ο ακριβός, βασιλικός τούτος πλούτος, ο θησαυρός αυτός των αναμνήσεων; Γυρίστε κατά κει το νου σας. Πασχίστε ν' ανασύρετε, απ' το βυθό αυτών των περασμένων, τις βουλιαγμένες εντυπώσεις. Η προσωπικότητά σας θα δυναμωθεί, η μοναξιά σας δε θα 'ναι πια άδεια και θα σας γίνει ένα καταφύγιο ονείρου, όπου κανένας θόρυβος απ' έξω δε θα φτάνει. Κι αν από τούτη την επιστροφή στον εαυτό σας, από τούτη την καταβύθιση στον δικό σας κόσμο, στίχοι ξεπηδήσουν, δε θα σκεφτείτε να ρωτήσετε τους άλλους αν είναι καλοί στίχοι. Κι ούτε θ' αποζητήσετε να ενδιαφερθούν τα περιοδικά γι' αυτούς: οι στίχοι σας δε θα 'ναι, για σας, παρά ένα αγαπημένο φυσικό σας χάρισμα, ένα κομμάτι κι ένας φθόγγος απ' τη ζωή σας. Ένα έργο τέχνης είναι άξιο μόνο σαν ξεπηδάει από μιαν ανάγκη. Για να το κρίνεις, πρέπει να δεις ποια είν' η πηγή του. Γι' αυτό, φίλε Κύριε, δε μπορώ να σας δώσω παρά τούτη μόνο τη συμβουλή: βυθιστείτε στον εαυτό σας, ψάξτε στα βάθη, απ' όπου πηγάζει η ζωή σας. Εκεί θα βρείτε την απόκριση στο ρώτημα: πρέπει να δημιουργείτε; Δεχτείτε την, όπως θ' αντηχήσει, χωρίς να γυρέψετε το νόημά της. Ίσως βγει πως η Τέχνη σάς καλεί. Τότε, αγκαλιάστε αυτή τη μοίρα, κρατήστε την για πάντα απάνω σας, μ' όλο το βάρος και το μεγαλείο της, χωρίς ποτέ ν' αποζητήσετε καμιάν αμοιβή απ' έξω. Γιατί ο δημιουργός πρέπει να 'ναι ολόκληρος ένας κόσμος για τον εαυτό του, να βρίσκει τα πάντα στον εαυτό του και στη Φύση, που μαζί της είναι δεμένος.
Μπορεί όμως, έπειτ' απ' αυτή την "κάθοδο" μέσα στον εαυτό σας και στον εντός σας "ερημίτη", να πρέπει ν' απαρνηθείτε τη μοίρα τού ποιητή. (Φτάνει, όπως σας είπα, να νιώσει κανένας πως μπορεί να ζήσει και χωρίς να γράφει —κι ευθύς το γράψιμο του είναι απαγορευμένο.) Μα και τότε ακόμα, αυτή η αυτοσυγκέντρωση, που σας ζητώ, δε θα 'χει σταθεί μάταιη. Η ζωή σας θα βρει, δίχως άλλο, μέσ' από κει, τους δικούς της δρόμους˙ κι εύχομαι, περισσότερο απ' όσο δύνονται τα λόγια μου να σας πουν, οι δρόμοι σας τούτοι να 'ναι άξιοι, πλατιοί κι ευτυχισμένοι.
Τι άλλο μπορώ να πω; Νομίζω πως τόνισα ό,τι έπρεπε. Κι ακόμα μια φορά, ένα θέλω να σας συμβουλέψω: ν' αναπτυχθείτε, γαλήνια και σοβαρά, σύμφωνα με το δικό σας νόμο. Θα συνταράζατε, όσο γίνεται πιο βίαια κι ολέθρια, την εξέλιξή σας, αν στρέφατε τη ματιά σας προς τα έξω κι αν προσμένατε απ' έξω απόκριση σε ρωτήματα, όπου μόνο το πιο βαθύ αίσθημά σας, στην πιο χαμηλόφωνη ώρα σας, μπορεί ίσως ν' αποκριθεί.
Με χαρά μου βρήκα το όνομα τού καθηγητή Horaček στο γράμμα σας. Διατηρώ πάντα, από τα χρόνια κείνα, βαθύ σεβασμό κι ευγνωμοσύνη για τον αγαπητόν αυτό σοφό. Θα είχατε την καλοσύνη να του το πείτε; Είναι τόσο καλός που με θυμάται ακόμα, και του χρωστώ χάρη γι' αυτό.
Σας στέλνω πίσω τους στίχους, που φιλικά μού εμπιστευτήκατε. Και σας ευχαριστώ, άλλη μια φορά, για τη μεγάλη κι εγκάρδια εμπιστοσύνη σας. Προσπάθησα, στην ανυπόκριτη τούτη απάντησή μου, γραμμένη όσο δυνόμουν καλύτερα, να φανώ της εμπιστοσύνης αυτής κάπως περισσότερο άξιος απ' ό,τι πραγματικά είμαι, ο ξένος εγώ.
Μ' αφοσίωση και συμπάθεια
RAINER MARIA RILKE
(Πηγή: Rainer Maria Rilke, Γράμματα σ' ένα νέο ποιητή, μτφρ. Μάριος Πλωρίτης, εκδ. ΙΚΑΡΟΣ)
πηγές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου