ΕΓΚΑΛΩ ΣΕ
Συ που υφαίνεις με τον αργαλειό του φεγγαριού
και με κλωστές του ήλιου τις αχτίδες,
που αγνοείς τα μαντάτα του χρησμού, συ καλείσαι.
Συ που υφαίνεις με τον αργαλειό του φεγγαριού
και με κλωστές του ήλιου τις αχτίδες,
που αγνοείς τα μαντάτα του χρησμού, συ καλείσαι.
Για εσένα θρηνώ, για σένα όλο το στάσιμο
και η κραυγή η Υψίστη…
και η κραυγή η Υψίστη…
Θα σου αφιερώσω τα μαλλιά μου, τα έκοψα σε ένδειξη πένθους.
Αποποιήθηκα την ωραιότητα του φύλου μου
και υιοθέτησα, μονάχα, του ουδετέρου όντος την υπόσταση.
Αποποιήθηκα την ωραιότητα του φύλου μου
και υιοθέτησα, μονάχα, του ουδετέρου όντος την υπόσταση.
Υφάδι και στημόνι πλέξε στο χρυσό
και ασημένιο σου σεντόνι την θυσία μου αυτήν.
και ασημένιο σου σεντόνι την θυσία μου αυτήν.
Μέσα σε τόση και τέτοια λάμψη
το μαύρο λωρίδες, γραμμές, που διατρέχουν το εφήμερο.
Είθε, να γίνει του γένους μου η κατάρα η σκοτεινή,
σε γενναία μήτρα σπόρος.
το μαύρο λωρίδες, γραμμές, που διατρέχουν το εφήμερο.
Είθε, να γίνει του γένους μου η κατάρα η σκοτεινή,
σε γενναία μήτρα σπόρος.
Ωιμέ, δεν γιατρεύεται το άγος, δεν αποκρύπτεται το έγκλημα
με σκεπάσματα λάμψεων.
Το γυμνό μου κεφάλι χαράσσει το σύμπαν,
με την οξύτητα, με την τραχύτητα, του μοιραίου
και στιγμιαίου χτυπήματος.
Του αστεριού με την ουρά,
που σβήνεται και χάνεται, ξαφνικό φέγγος στο αιώνιο,
είμαι η κεφαλή.
με σκεπάσματα λάμψεων.
Το γυμνό μου κεφάλι χαράσσει το σύμπαν,
με την οξύτητα, με την τραχύτητα, του μοιραίου
και στιγμιαίου χτυπήματος.
Του αστεριού με την ουρά,
που σβήνεται και χάνεται, ξαφνικό φέγγος στο αιώνιο,
είμαι η κεφαλή.
Κεφαλή όντος πεπερασμένου, ολοφυρόμενου,
που θρηνεί, για των προγόνων την ανώφελον κατάθεση.
που θρηνεί, για των προγόνων την ανώφελον κατάθεση.
Εσέ, εκάλεσα, να εννοήσεις του ελλόγου την κραυγή
και μες στο στέρνο σου να βάλεις του δικαίου την ιδέα.
και μες στο στέρνο σου να βάλεις του δικαίου την ιδέα.
Μοιρολογούν οι γυναίκες, οι αδελφές, οι μάνες, οι κόρες,
για όσα καιρός αγγέλλει, για τα παιδιά, που χάνονται,
για όσα θα χαθούν, για όσα οι θεοί σχεδίαζαν να στείλουν
και ποτέ πρώτη ανάσα δεν θα πάρουν…
για όσα καιρός αγγέλλει, για τα παιδιά, που χάνονται,
για όσα θα χαθούν, για όσα οι θεοί σχεδίαζαν να στείλουν
και ποτέ πρώτη ανάσα δεν θα πάρουν…
Άλλο αίμα δεν ποθούν, μηδέ οι θεές, ουδέ οι θνητές.
Η ωραιότητα δεν ξαπλώνει μαζί με του σκοτωμένου νέου
το πληγωμένο σώμα.
Η ωραιότητα δεν ξαπλώνει μαζί με του σκοτωμένου νέου
το πληγωμένο σώμα.
Πόσα πτώματα ν’ αντέξουνε οι χρόνοι;
Πόσες αλυσίδες, να κουβαλήσει το αιώνιο;
Πόσες ψυχές την θάλασσα, να σκεπάσουν;
Πόσες αλυσίδες, να κουβαλήσει το αιώνιο;
Πόσες ψυχές την θάλασσα, να σκεπάσουν;
Κορέστηκαν του κάτω κόσμου οι πολιτείες
και του πάνω κόσμου μειώθηκαν τα ουρλιαχτά των γυναικών
από τους πόνους γέννας.
και του πάνω κόσμου μειώθηκαν τα ουρλιαχτά των γυναικών
από τους πόνους γέννας.
Ωιμέ, θρηνώ, θρηνώ για τα μελλούμενα, τα τωρινά ακουμπώντας
και τα παρελθόντα τραγουδώντας σε στίχους του Ομήρου
και στων τραγικών τα χορικά.
και τα παρελθόντα τραγουδώντας σε στίχους του Ομήρου
και στων τραγικών τα χορικά.
Δεν αντιλέγεις άνεμε; Δεν τραγουδάς αηδόνι;
Και συ άντρα ισχυρέ δεν απαντάς στο κατηγορητήριο,
που στους θεούς φωνάζω;
Και συ άντρα ισχυρέ δεν απαντάς στο κατηγορητήριο,
που στους θεούς φωνάζω;
Την μήτρα μου την έσκισα δύο παιδιά γεννώντας
και τώρα με καλεί ο καιρός, ίσως και να τα χάσω.
και τώρα με καλεί ο καιρός, ίσως και να τα χάσω.
Τους καιρούς οι καπεταναίοι και οι ανθρώποι ίσα φέρνουν
και το καράβι ρότα δεν χάνει, ούτε λιμάνι
και με την νικητήρια την σημαία φτάνει στου ταξιδιού το τέλος.
και το καράβι ρότα δεν χάνει, ούτε λιμάνι
και με την νικητήρια την σημαία φτάνει στου ταξιδιού το τέλος.
Ω, θεοί, οι σημαίες πένθους σήματα, τις βλέπω, απ’ τα ιερά,
πάνω απ’ τα κύματα, να μπαίνουν στα λιμάνια.
πάνω απ’ τα κύματα, να μπαίνουν στα λιμάνια.
Ο Απόλλων το φως του ρίχνει επί δικαίων και αδίκων,
οι χαμένοι δεν έχουν φωνή, ούτε κλαδιά έχουν,
για να βρουν το τελευταίο τους κρεβάτι, πριν την καύση.
οι χαμένοι δεν έχουν φωνή, ούτε κλαδιά έχουν,
για να βρουν το τελευταίο τους κρεβάτι, πριν την καύση.
Πώς να λαμπαδιάσει το σώμα, πώς να στηθούν
οι τελευταίες οι τιμές;
οι τελευταίες οι τιμές;
Η γη ξεθεμελιώθηκε, κορμός ξεραμένος δεν υπάρχει
και οι θάλασσες ακάθαρτες ψυχές ομοιάζουν.
και οι θάλασσες ακάθαρτες ψυχές ομοιάζουν.
Βρέστε μου το πέλαγο του καθαρού, του ένδοξου
και αμιγούς νερού, που ιάματα αγγέλλει,
να αφήσω την ανάσα μου, να πέσει βότσαλο βαρύ
στ’ απύθμενα τα βάθη.
και αμιγούς νερού, που ιάματα αγγέλλει,
να αφήσω την ανάσα μου, να πέσει βότσαλο βαρύ
στ’ απύθμενα τα βάθη.
Ωιμέ, θεοί, τριγυρνώ την γη και δεν υπάρχει χαραυγή
το νέον, να χαράσσει.
το νέον, να χαράσσει.
Επανάληψη της προηγούμενης πρωίας
και του επόμενου του σκότους της νυχτιάς.
και του επόμενου του σκότους της νυχτιάς.
Ω, θνητέ, συ καλείσαι, συ αποκαλείσαι, συ εγκαλείσαι,
για όλα τα αδικήματα, που δέρνουν την ζωή.
για όλα τα αδικήματα, που δέρνουν την ζωή.
Τα μαλλιά μου σου κατέθεσα, στην κλίνη του θανάτου
τον δικόν μου αποζήτησα, θρηνώντας τα μέρη…
τον δικόν μου αποζήτησα, θρηνώντας τα μέρη…
Δεν αποκρίνεσαι;
Σιγή στις άγριες μου τις φωνές και στα ουρλιαχτά του θρήνου.
Αποσύρομαι στην σπηλιά των χθονίων, σε συνομιλία με τις Ερινύες,
που δικαιότερες ομοιάζουν.
που δικαιότερες ομοιάζουν.
Η κεφαλή μου χαράσσει το χυμένο αίμα,
το πτώμα μου τραβώντας του Πλούτωνα οι ορέξεις.
το πτώμα μου τραβώντας του Πλούτωνα οι ορέξεις.
Ω, θνητέ, δεν αποκρίνεσαι, σε καρτερώ
στου Άδη την σπηλιά, πάνω στην πέτρα της προσμονής
με την φωτιά της εκδίκησης στο χέρι.
στου Άδη την σπηλιά, πάνω στην πέτρα της προσμονής
με την φωτιά της εκδίκησης στο χέρι.
Ακούω τις φωνές των γυναικών, των μανάδων, των αδελφών.
Τις ακούς, πώς σε καλούν;
Τις ακούς, πώς σε καλούν;
Αγγελική Ραυτοπούλου-Χορικό, που δημοσιεύθηκε σε 3 βιβλία: Το λευκό των αλλοτινών μου φεγγαριών-Αν θυμάμαι καλά-Η πυγμή του ατέρμονος ύδατος-αρχαία τραγωδία, Αρισταρέτη εκδόσεις...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου