Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2016

Ο ΧΕΙΜΩΝΑΣ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, ΣΤΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΚΑΙ ΣΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ

Johann HEISS,η αλληγορία του χειμώνα, 1665

Ορέστης Αλεξάκης - Χειμών δριμύς επέρχεται

Τοπίο γυμνό
πετρώδες
κάνει κρύο
φυσάει βοριάς
αόρατη γυναίκα
θα ξεπαγιάσεις έτσι
ψιθυρίζει
χειμών δριμύς επέρχεται μικρό μου
μάζεψε τα ξερόκλαδα ν' ανάψεις
φωτιά για τους νεκρούς
κοιτάζω γύρω
δέντρο κανένα μόνο
μαύρες πέτρες
και πού κλαδιά και πώς
φωτιά ν' ανάψω
κι ο τόπος σκοτεινιάζει και
κρυώνω
κλείνω τα μάτια βλέπω
περιστέρια
κι ακούω φωνές και γέλια και
σαλεύουν
πολύφυλλα κλαδιά στο μέτωπό μου
και λάμπει διάφανο στο φως
και λάμνει
σε βαθύσκια νερά γυμνό κορίτσι
κι αγέρας χλιαρός αναστατώνει
τ' αρσενικά μου κύτταρα
κι ακούω
φιλιά κι ανάσες και
καλός ο πόθος
καλό το δάκρυ το
φιλί κι η σάρκα
και πιο βαθιά δεν έχει ο κόσμος λένε
κι η βάρκα με λικνίζει και
ποιος είμαι
και πού πηγαίνω σκέφτομαι
και σβήνει
το φωτεινό κορίτσι και
κρυώνω
και να 'μαι πάλι κουρελής και μόνος
οδοιπορώντας έρημα τοπία
κι αόρατη γυναίκα ψιθυρίζει
χειμών δριμύς επέρχεται μικρό μου
μάζεψε τα ξερόκλαδα ν' ανάψεις
φωτιά για τους νεκρούς
που ξεπαγιάζουν
Από τη συλλογή Ο ληξίαρχος (1989)


Wilhelm Alexander Meyerheim Children Building A Snowman




Ελλη Αλεξίου  - Ο Χιονάνθρωπος

Πιπεριά για μύτη
κάρβουνα για μάτια
για τα δυο του χέρια
ξύλα δυο κομμάτια.

Να, και για καπέλο
μια παλιοκανάτα
κοντοστρουμπουλάτος
σαν χοντροπατάτα.

Όσοι θα περνούνε
και θα τον κοιτάζουν
θα χαμογελούνε...
και θα τον... θαυμάζουν.


 Leonid Afremov





Μ. Αναγνωστάκης  - Άρχισε μια σιγανή βροχή ... 

Έπεφτε μια κίτρινη παλιά βροχή… Γ. Κ.

Άρχισε μια σιγανή βροχή αργά προς το βράδυ.
Στις πολιτείες ο ουρανός φαίνεται μιαν απέραντη λασπωμένη πεδιάδα
Κι η βροχή είναι μια καλοσύνη, όσο να πεις, δε μοιάζει διόλου με το θάνατο
Μπορείς να βαδίζεις κάποτε χωρίς κανένα σκοπό ή με σκοπό —σου είναι αδιάφορο—
Μιαν εποχή μακρινή και νεκρή σα μια βίαια σκισμένη πολυτέλεια.
Εγώ συλλογίζομαι πώς και γιατί άραγε μια βροχή μπορεί να σου θυμίζει τόσα πράγματα
—Χωρίς αμφιβολία είναι τόσο ανόητο να τα στοχάζεσαι όλα αυτά μια τέτοιαν ώρα—
Συλλογίζομαι όμως στις ζεστές χειμωνιάτικες κάμαρες μιαν αλλιώτικη μυρουδιά
Ύστερα από τις 6 με τα κλειστά παραθυρόφυλλα και τ’ αναμμένο φως

Ή μια γωνιά δίπλα στο τζάμι σ’ ένα μεγάλο καφενείο με τις αδιάφορες φωνές.
Τα συλλογίζεσαι όλα αυτά με τον πιο απλούστερο τρόπο ολωσδιόλου παιδιάστικα
Μπορείς να λησμονείς το κάθε τι, τί τάχα να γυρεύεις εδώ μια τέτοιαν ώρα
Εσύ, ο διπλανός σου, όλος αυτός ο κόσμος που πορεύεται δίπλα σου μες στο σκοτάδι
Αυτή η ανήσυχη σιωπή που πληγώνει περισσότερο κι απ’ το πιο κοφτερό λεπίδι
Να λησμονείς για μιαν ελάχιστη στιγμή πως ίσως δεν τέλειωσε ούτε και απόψε για σένανε το κάθε τι
Τόσο π’ αν τρίξει κάτι αναπάντεχα είναι να σου ξυπνήσει την ακριβήν υπόθεση μιας επιστροφής
Τη χειμωνιάτικη ζεστή κάμαρα, το καφενείο με τις πολύχρωμες φωνές.
…Έτσι βρέχει λοιπόν μια κίτρινη βροχή χωρίς τέλος.
Μια κίτρινη παλιά βροχή, τη νύχτα, σα μαστίγιο.


Θα πουν για με πως ήμουνα στο τέλος του χειμώνα
λουλούδι που δεν άντεξε στο γύρισμα του αιώνα


Vincent Van Gogh - landscape with snow 




Τάκης Βαρβιτσιώτης - Ο χειμώνας περίλαμπρος


Ο χειμώνας περίλαμπρος
Απλώνεται εδώ χάμου
Σαν ένα σώμα που ξεχειλίζει από άστρα
Σα μια λάμπα που φωτίζει
Ολοσκότεινους δρόμους όπου γυαλίζουν
Αποτυπώματα παγωμένα
Όλα κρυστάλλινα λαμποκοπούν
Όλα περίτρομα φτερουγίζουν
Κι απομένει πάνω στους ώμους μας
Ένας μανδύας από χιόνι
Κι απομένει πάνω στα χείλη μας
Μια λάμψη φιλντισένια
(Από τη συλλογή «Όμως το χιόνι πάντα μένει», εκδ. Ίνδικτος, 2002)



I'm singing in the rain
Just singing in the rain
What a glorious feelin'
I'm happy again
I'm laughing at clouds
So dark up above
The sun's in my heart
And I'm ready for love
Let the stormy clouds chase
Everyone from the place
Come on with the rain
I've a smile on my face
I walk down the lane
With a happy refrain
Just singin',
Singin' in the rain..

Πίνακας - Leonid Afremov


Κική  Δημουλά -  Τα πάθη της βροχής 


Εν μέσω λογισμών και παραλογισμών
άρχισε κι η βροχή
να λιώνει τα μεσάνυχτα
μ’ αυτόν τον πάντα νικημένο ήχο
σι, σι, σι.
Ήχος συρτός, συλλογιστός, συνέρημος,
ήχος κανονικός, κανονικής βροχής.
Όμως ο παραλογισμός
άλλη γραφή κι άλλην ανάγνωση
μού’ μαθε για τους ήχους.

Κι όλη τη νύχτα ακούω και διαβάζω τη βροχή,
σίγμα πλάι σε γιώτα, γιώτα κοντά στο σίγμα,
κρυστάλλινα ψηφία που τσουγκρίζουν
και μουρμουρίζουν ένα εσύ, εσύ, εσύ.
Και κάθε σταγόνα κι ένα εσύ,
όλη τη νύχτα
ο ίδιος παρεξηγημένος ήχος,
αξημέρωτος ήχος,
αξημέρωτη ανάγκη εσύ,
βραδύγλωσση βροχή,
σαν πρόθεση ναυαγισμένη
κάτι μακρύ να διηγηθε
και λέει μόνο εσύ, εσύ, εσύ,
νοσταλγία δισύλλαβη,
ένταση μονολεκτική,
το ένα εσύ σαν μνήμη,
το άλλο σαν μομφή
και σαν μοιρολατρία,
τόση βροχή για μια απουσία,
τόση αγρύπνια για μια λέξη,
πολύ με ζάλισε απόψε η βροχή
μ’ αυτή της τη μεροληψία
όλο εσύ, εσύ, εσύ,
σαν όλα τ’ άλλα νά’ ναι αμελητέα
και μόνο εσύ, εσύ, εσύ. 

Πίνακας - Marek Langowski



Γιώργος Ιωάννου - Ομίχλη 

Δεν ξέρω πια τι γίνεται με την ομίχλη κι αν εξακολουθεί να πέφτει τόσο πηχτή ή μήπως χάθηκε ολότελα κι αυτή, όπως η πάχνη πάνω απ' τα πρωινά κεραμίδια. Bλέποντας την παρθενική πάχνη να γυαλίζει παντού, λέγαμε: "Eίχε κρύο τη νύχτα" ή "τα λάχανα θα γίνουν με την πάχνη πιο γλυκά· πρέπει να κάνουμε ντολμάδες" 
Όταν ερχόταν ο καιρός της ομίχλης, είχα πάντα το νου μου σ' αυτήν. Mέρα τη μέρα περίμενα να με σκεπάσει κι εγώ να χώνομαι αθέατος μέσα της. Θλιβόμουν όμως πολύ, όταν έπεφτε τις καθημερινές, την ώρα που βασανιζόμουν με τα χαρτιά στο γραφείο. Παρακαλούσα να κρατήσει ώς το βράδυ, συνήθως όμως γύρω στο μεσημέρι διαλυόταν από έναν ήλιο ιδιαίτερα δυσάρεστο. 
Mα, καμιά φορά, όταν ξυπνώντας τ' απόγευμα, την ώρα που έλεγα αν θα πάω στο σινεμά ή στο καφενείο, έβλεπα αναπάντεχα απ' το παράθυρο το απέραντο θέαμα της ομίχλης, άλλαζα αμέσως σχέδια και πορείες. Σήκωνα το γιακά της καμπαρντίνας, κατέβαινα με σιγουριά τα σκαλιά κι έφευγα για την παραλία, χωρίς ταλαντεύσεις. H ομίχλη είναι για να βαδίζεις μέσα σ' αυτήν. Διασχίζεις κάτι που είναι πυκνότερο από αέρας και σε στηρίζει. Aλλά και κάτι ακόμα· ομίχλη χωρίς λιμάνι είναι πράγμα αταίριαστο. 
H ομίχλη ήταν ακόμα πιο γλυκιά, όταν την ψιλοκεντούσε εκείνη η βροχή, η πολύ ψιλή βροχή του ουρανού μας. Aυτή που δε σε βρέχει, μα σε ποτίζει μονάχα και φυτρώνουν πιο λαμπερά τα μαλλιά σου την άλλη βδομάδα. Kαι τότε έπαιρναν νόημα τα φώτα και τα τραμ και τα κορναρίσματα. Aκόμα κι οι πολυκατοικίες γίνονταν ελκυστικές μες στην αχνάδα. 
Kι ύστερα έφτανα στο καφενείο του λιμανιού, αυτό που από χρόνια είναι γκρεμισμένο, να ξαναβρώ την παρέα μου. Kι όταν δεν ήταν εκεί -και δεν ήταν ποτέ εκεί- καθόμουν ώρες και καρτερούσα. Πίσω απ' τα τζάμια διαβαίναν αράδα οι σκιές αυτών, που τώρα έχουν πεθάνει. Kολλούσαν το μούτρο τους για μια στιγμή στο θαμπό τζάμι κι άλλοι έμπαιναν μέσα, ενώ άλλοι τραβούσαν ανατολικά για τον Πύργο του Aίματος. Kι αν δε μου έγνεφε κανείς, έβγαινα κι ακολουθούσα μια σκιά, που ποτέ δεν μπορούσα να προφτάσω. 
Δε θυμάμαι από πού ερχόταν εκείνη η ομίχλη· μάλλον κατέβαινε από ψηλά. Tώρα, πάντως, ξεκινάει βαθιά απ' τα όνειρα. Aυτά που χρόνια μένανε σκεπασμένα μ' ένα βαρύ καπάκι, που όμως πήρε απ' την πίεση για καλά να παραμερίζει. 
Πέφτει πολλή ομίχλη, γίνομαι ένα μ' αυτήν, και ξεκινάω. Aκολουθώ άλλες σκιές ονοματίζοντάς τες. Περπατώ κοιτάζοντας το λιθόστρωτο. Aυτό σε πολλούς δρόμους και δρομάκια ακόμα διατηρείται. Δεν υπάρχει, βέβαια, ανάμεσα στις πέτρες το χορταράκι, που φύτρωνε τότε. Όλα έχουν γκρεμίσει ή ξεραθεί. Kανένας θάνατος δεν είναι καλός. Ω, και νά 'ταν αλήθεια, αυτό που λένε, πως θα τους ξαναβρούμε όλους… 
Aκολουθώντας τις σκιές μπαίνω πάντα στον ίδιο δρόμο. Tα δέντρα και τα φυτά θεριεύουν μες στη μοναξιά και τη θολούρα. Γίνονται σαν κάστρα τεράστια. Φτάνω στο αγέρωχο σπίτι το τυλιγμένο με κισσούς και φυλλώματα. Παρόλο που οι σκιές κοντοστέκονται και σα να μου γνέφουν, εγώ δεν πλησιάζω καν στην Πορτάρα. Θαρρώ πως μόνο αγαπημένο πρόσωπο θα με πείσει κάποτε να την περάσω.Φεύγω και ξαναχάνομαι μέσα στα τραμ, τα φώτα και την κίνηση. O νους μου είναι κολλημένος στην ομίχλη και σ' όλα όσα είδα μέσα σ' αυτήν. Προσπαθώντας να ξεχαστώ περπατώ πολύ τις ομιχλιασμένες νύχτες. Aισθάνομαι κάποια ανακούφιση με το βάδισμα. Tα μεγάλα βάσανα κατασταλάζουνε σιγά σιγά στο κορμί και διοχετεύονται απ' τα πόδια στο υγρό χώμα. 
(από το H Μόνη Κληρονομιά, Kέδρος 1982) 



Riders on the storm 
Riders on the storm 
Into this house we're born 
Into this world we're thrown 
Like a dog without a bone 
An actor out alone 
Riders on the storm

Πίνακας - Claude Monet
Κ Καβάφης -  Καλός και Κακός Καιρός 

Δεν με πειράζει αν απλώνη
έξω ο χειμώνας καταχνιά, σύννεφα, και κρυάδα.
Μέσα μου κάμνει άνοιξι, χαρά αληθινή.
Το γέλοιο είναι ακτίνα, μαλαματένια όλη,
σαν την αγάπη άλλο δεν είναι περιβόλι,
του τραγουδιού η ζέστη όλα τα χιόνια λυώνει.
Τι ωφελεί οπού φυτρώνει
λουλούδια έξω η άνοιξις και σπέρνει πρασινάδα!
Έχω χειμώνα μέσα μου σαν η καρδιά πονεί.
Ο στεναγμός τον ήλιο τον πιο λαμπρό σκεπάζει,
σαν έχεις λύπη ο Μάης με τον Δεκέμβρη μοιάζει,
πιο κρύα είναι τα δάκρυα από το κρύο χιόνι. 
(Από τα Αποκηρυγμένα) 

Πίνακας -  Fritz von Uhde,







Κ.Καρυωτάκης   - Το χιόνι

Τί καλὰ ποὖναι στὸ σπίτι μας
τώρα ποὺ ἔξω πέφτει χιόνι!
Τὸ μπερντὲ παραμερίζοντας
τ’ ἄσπρο βλέπω ἐκεῖ σεντόνι
νὰ σκεπάζει ὅλα τὰ πράγματα,
δρόμους, σπίτια, δένδρα, φύλλα.

Πόσο βλέπω μ' εὐχαρίστηση
μαζεμένη τόση ἀσπρίλα.
Ὅμως, κοίτα, τουρτουρίζοντας
τὸ κορίτσι ἐκεῖνο τρέχει.
Τώρα στάθηκε στὴν πόρτα μας,
ψωμὶ λέει πὼς δὲν ἔχει,
πὼς κρυώνει, πὼς ἐπάγωσε...
«Ἔλα μέσα κοριτσάκι,
τὸ τραπέζι μας ἐστρώθηκε
κι ἀναμμένο εἶναι τὸ τζάκι!»



Πίνακας - Εugene Galien Laloue




Ναπολέων Λαπαθιώτης  - Χειμωνιάτικο τοπίο 

Ἕν᾿ ἀλλόκοτο φεγγάρι σὰν ἕνα κομμάτι πάγου,
πεθαμένο καὶ στημένο μέσ᾿ στὴ μέση του πελάγου,
μιὰ βουβή, μεγάλη ξέρα, πιὸ γυμνὴ κι ἀπὸ παλάμη,
μ᾿ ἕνα γέρικο, θλιμμένο, τραγικό, μικρὸ καλάμι
κι ἕνας ἴσκιος -ἕνα κάτι- ποὺ δὲ ξέρω τί ἔχει χάσει
κι ἀπὸ τότε φέρνει γύρα, μὴ μπορώντας νά ῾συχάσει.
Παγωμένο τὸ χαμένο κι ὅλο φῶς, ἐκεῖνο τρίο,
σιωποῦσε κι ἀγρυπνοῦσε, μέσ᾿ στὴ νύχτα, μέσ᾿ στὸ κρύο...



Στίχοι: Χαρούλα Αλεξίου
Μουσική: Χαρούλα Αλεξίου

Καλωσορίζω ακόμα ένα χειμώνα
κίτρινα φύλλα πέφτουνε στη γη
Γύρω μου πρόσωπα γυμνά και μόνα

ρίχνουν τα φύλλα τους κι αυτά στο χώμα


Κάτι συμβαίνει σαν να φύγαν όλοι
κορμιά ερείπια μόνα τους γυρνούν
δεν είναι μάνα τους αυτή η πόλη
ν’ ανοίξει μια αγκαλιά να μπούνε όλοι

Νάνι νάνι νάνι νάνι να
κοιμηθείτε όλοι φρόνιμα
νάνι νάνι νάνι νάνι να
φυλαχτείτε από τ’ ανθρώπινα

Δεν είναι μόνο τα σπουργίτια φως μου
τ’ αδέσποτα παιδιά των φαναριών
είναι το κρύο στην καρδιά του κόσμου
είναι ο χειμώνας που φωλιάζει εντός μου

Νάνι νάνι νάνι νάνι να
κοιμηθείτε όλοι φρόνιμα
νάνι νάνι νάνι νάνι να
φυλαχτείτε από τ’ ανθρώπινα

Νάνι νάνι νάνι νάνι να
κοιμηθείτε όλοι φρόνιμα
νάνι νάνι –νάνι νάνι να
φυλαχτείτε από τ’ ανθρώπινα
ΠΗΓΗ http://www.stixoi.info/

 Χειμωνιάτικο τοπίο του Πίτερ Μπρέγκελ


Ναπολέων Λαπαθιώτης - Τὰ καημένα τὰ πουλάκια

Κρύο βαρύ, χειμώνας ὄξω,
τρέμουν οἱ φωτιὲς στὰ τζάκια,
τώρα ποιὸς τὰ συλλογιέται
τὰ καημένα τὰ πουλάκια!

Τὰ πουλάκια εἶναι στὰ δένδρα,
τὰ πουλάκια εἶναι στὰ δάση,
τὰ πουλάκια θὰ τὰ πάρει
ὁ βοριᾶς ποὺ θὰ περάσει,

ἡ βροχὴ καὶ τὸ χαλάζι
κι ὁ βοριᾶς ποὺ θὰ περάσει
καὶ τὸ χιόνι ποὺ τὸ παίρνουν
στὶς αὐλὲς μὲ τὸ φαράσι...

Κι ἂν ἡ νύχτα εἶναι μεγάλη,
κι ἔρχεται γιομάτη τρόμους,
κι ἂν ὁ θάνατος ἀπόψε,
φέρνει γύρα μὲς τοὺς δρόμους,

κι ἂν ἡ παγωνιὰ θερίζει
κι εἶναι δίχως ρουχαλάκια,
δὲ βαριέσαι, ποιὸς θυμᾶται
τὰ καημένα τὰ πουλάκια...

Τὰ πουλάκια εἶναι στὰ δένδρα,
τὰ πουλάκια εἶναι στὰ δάση,
τὰ πουλάκια θὰ τὰ πάρει
ὁ βοριὰς ποὺ θὰ περάσει.

Στὰ παιδάκια εἶναι τὰ χάδια,
στὰ παιδάκια τὰ φιλάκια,
τώρα ποιὸς τὰ συλλογιέται
τὰ καημένα τὰ πουλάκια!

Κι ὅταν γίνει, πάλι, βράδυ
κι ὅλοι πᾶνε νὰ πλαγιάσουν,
νὰ χωθοῦν μὲς τὰ κρεβάτια,
μὴ τυχὸν καὶ ξεπαγιάσουν,

τὰ πουλάκια τὰ καημένα,
τὰ πουλάκια, τώρα, πέρα
θὰ χαθοῦν χωρὶς ἐλπίδα
νὰ φανοῦν τὴν ἄλλη μέρα... 

Πίνακας -  George Henry Durrie 




Νίκολας Λενάου (Nikolaus Lenau)«Χειμωνιάτικη βραδιά»
( Αυστριακός ποιητής)

“Από το κρύο πάγωσε ο αγέρας, το χιόνι τρέμει και από
τα βλέμματά μου το χνώτο μου αχνίζει, και τα
γένια είναι ξερά σαν πάγος!
Μα εμπρός, πάντα εμπρός!
Σαν με επισημότητα όλος ο τόπος σωπαίνει!
Το φεγγάρι φωτίζει τα γέρικα ελάτια, που σα να νοσταλγούν
το θάνατο γέρνουν κάτω στη γη τα κλαριά τους.
Παγωνιά, πάγωσέ μου την καρδιά, μέσα βαθιά,
τη θερμοτρικυμιασμένη μου, την άγρια καρδιά!
Να μπει ησυχία της μια φορά, σαν εδώ στο νυχτερινό τον κάμπο!
Βαθιά μέσα εκεί στο δάσος, σκούζει ο λύκος, καθώς το
παιδί που ξυπνά τη μάνα με το σκούξιμο, ξυπνά τη
νύχτα από τ’ όνειρό της και της γυρεύει την
αιματόβρεχτή του την τροφή.
Και πάνω απ’ τα χιόνια και τους πάγους, άγρια
φυσομανούν, σαν νάθελαν με το αφηνιασμένο
τρίξιμό τους να ζεσταθούν.
Ξύπνα καρδιά, και φώναξε το παράπονό σου!
Ας τους νεκρούς σου να ξυπνήσουν και τα φριχτά σου
βάσανα! Και άστε μέ τους ανέμους να πετάξουν
τους άγριους συμπαίχτες του Βορρά!
(από το Ανθολογία γερμανικής ποίησης, 1749-1921, Εκάτη)

 Bruce Starr "Melting Snow, Sunset, Cambridge"


Μάρω Λοϊζου  - Ο χειμώνας
Δε μ’ακούς; Έρχομαι μέσα από τους έρημους ασφαλτόδρομους. Έλα, έλα, κοριτσάκι μυρίζω φασουλάδα, πορτοκάλι και τραγανιστό τσουρέκι.
Έλα, έλα, αγοράκι φόρεσε το σκούφο σου βάλε τα μάλλινα γάντια σου άνοιξε το στόμα σου, να ξεδιψάσεις με το χιόνι γέμισε τις τσέπες σου σταφίδες, καρύδια και ξεραμένα σύκα τάισε με ψίχουλα τα πεινασμένα σπουργίτια.
Έρχομαι μέσα από τις παγωμένες λίμνες και τα ποτάμια τα γυμνά κλαδιά και το μολυβένιο ουρανό άσ’ το μόνο του στη γωνιά του το πατίνι κάνε το φίλο σου να δακρύσει με μια φέτα μανταρίνι.
Τι κάνει η γιαγιά σου; Πλέκει ακόμη πλάι στο περβάζι; Για κοίτα πώς μελάνιασε η μύτη σου….την πάγωσε τ’ αγιάζι…
Έλα, έλα, αγοράκι έλα, έλα κοριτσάκι. Δε μ’ ακούς; Είμαι ο Χειμώνας.


Στίχοι: Δημήτρης Γιαννουκάκης
Μουσική/ Ριτσιάρδης Ιωσήφ

Ζήσαμ’ ωραία της αγάπης μας την άνοιξη
με τ’ Απριλιού τα λουλουδένια τα χαλιά 
και τα πουλιά κι’ αυτά σωπαίναν με κατάνυξη 
όταν εμείς οι δυο αλλάζαμε φιλιά 

Το καλοκαίρι και ο έρωτας τρελάθηκε 
ήταν θερμός κι’ είχε μεθύσει από ευωδιές 
με το φθινόπωρο, η αγάπη μας μαράθηκε 
ήρθε σε λίγο κι ο χειμώνας στις καρδιές 

Χειμώνας, δεν τ’ ακούω πια τριγύρω μου τ’ αηδόνια 
χειμώνας κι’ η καρδιά μου εσκεπάστηκε με χιόνια 
με χτυπά το ξεροβόρι μ’ απονιά 
κι’ έχει σβήσει κάθε σπίθα στης ελπίδας τη γωνιά 

Χειμώνας, πως μου φαίνεται η νύχτα σαν αιώνας 
πως να βρω τη λησμονιά 
μες τη βαρυχειμωνιά 
στη φριχτή της μοναξιάς μου παγωνιά 

Μα η αγάπη αν τα νιάτα μας τα κέρασε 
με χίλια χάδια κι’ ανοιξιάτικα φιλιά 
όταν για κάποιο πείσμα δείξει ότι πέρασε 
θα σβήσει μέσ’ της λησμονιάς τη σιγαλιά 

Μετανοιωμένοι απ’ τ’ ανόητα γινάτια μας 
της μοναξιάς θα δούμε άτυχες βραδιές 
κι’ όταν το δάκρυ ψιχαλίζει από τα μάτια 
τότε θα πει πως χειμωνιάζουν οι καρδιές 
Χειμώνας, δεν τ’ ακούω πια τριγύρω μου τ’ αηδόνια...

Πίνακας - HYNEMAN Hermann.
Μ. Μαλακάσης - Βροχή
Ἔξω βροχὴ κι ἀπ᾿ τὸ παράθυρο
Μαῦρες οἱ στέγες, μαῦροι οἱ δρόμοι,
Δὲν πέφτουν ἀπ᾿ τὰ μάτια δάκρυα,
Ποῦ μιὰ βαρειὰ τὰ πνίγει γνώμη.

Τὰ σύγνεφα ποὺ ἀνεμοδέρνονται
Καὶ σιγαλὰ βογκοῦν καὶ κλαῖνε,
Δὲ σέρνουν τὴν ψυχή μου σκλάβα τους,
Μ᾿ ὅλα τὰ μυστικὰ ποὺ λένε.

Κάποτε μέσ᾿ ἀπ᾿ τὸ παράθυρον,
Ὅπως καθόσουν στὸ πλευρό μου,
Κύτταζα στὰ γλαρὰ τὰ μάτια σου
Τὴ θλιβερὴ βροχὴ τοῦ δρόμου.

Κ᾿ ἔβλεπα ἀκόμα, πιὸ μακρύτερα,
Μέσα στὰ μάτια σου καὶ πάλι,
Τὰ σύγνεφα ποὺ τὰ ταξίδευε
Στὸν οὐρανὸ ἡ ἀνεμοζάλη.

Ἔξω βροχή, κι ἀπ᾿ τὸ παράθυρο
Μαῦρες οἱ στέγες, μαῦροι οἱ δρόμοι,
Δὲν πέφτουν ἀπ᾿ τὰ μάτια δάκρυα,
Ποὺ μιὰ βαρειὰ τὰ πνίγει γνώμη.

Τὰ σύγνεφα ποὺ τώρα κρέμονται,
Καὶ χαμηλώνουν κι ὅλο βρέχουν,
Δὲν καθρεφτίζονται στὰ μάτια σου,
Κι ἄλλους κρυφοὺς καϋμοὺς δὲν ἔχουν... 

 Knut Magnus Enckell, Sailor



Α. Παπαδιαμάντης -  Την νύκτα όλην άγρυπνος


Την νύκτα όλην άγρυπνος,
νύκτα μακράν χειμώνος,
ο ναύτης προ του κύματος,
σιωπηλός και μόνος,
τηρεί τον ουρανόν, ενώ
αβύσσους διαβαίνει
και την χρυσήν ανατολήν
ανήσυχος προσμένει.
Ομοίως σ`επερίμενα
να έλθης χθες, ομοίως
μακράν σου είναι έρημος
και αφεγγής ο βίος.

Οπόταν νέος, εκ μακράς
προκύπτων ασθενείας,
σκιώδες φάσμα και ωχρόν
εκ της αδυναμίας,
τον κόσμον, την μαγευτικήν
γωνίαν του απείρου,
ην εστερήθη, θεωρεί
διά του παραθύρου,
πόσους τω πέμπει ασπασμούς
και πόθους, αδελφή μου,
ομοίως σ’ επεθύμησεν,
ομοίως η ψυχή μου.

Προ της εικόνος του Χριστού
ο ευσεβής ο κύπτων
και αμαρτίας λογισμούς
εντός του στήθους κρύπτων,
με ποταμούς τους πόδας του
δακρύων καταβρέχει,
και η ψυχή του σπαραγμόν
και πόνον πολύν έχει.
Ομοίως η καρδία μου
θερμώς σ`επικαλείται
και διά σε πάσαν χαράν
του κόσμου απαρνείται.

 Πίνακας - Claude Monet




Μήτσος Παπανικολάου  - Χειμώνας
Μη με προσμένει πια να ‘ρθω στο βουερό ακρογιάλι.
Την αμμουδιά να πάρουμε, να φθάσουμε ως το μώλο.
Στην καταχνιά της θάλασσας και στην ανεμοζάλη
Σα ροδοσύγνεφο σκορπά, σβήνει το είναι μου όλο.

Κάποια φωτιά ονειρεύομαι για το σβηστό μας τζάκι
Ν’ αστράφτει μες στη σκοτεινιά της σάλας της κλεισμένης.
Να κρούει το παραθύρι μας ο αέρας, το νεράκι
Και εσύ δειλή κι αμίλητη στο πλάι μου να μένεις.

Να λες σ’ αυτή σου τη σιωπή όσα ποτέ δεν είπες
Στις ανοιξιάτικες αυγές, στα θερινά τα βράδια,
Ν’ αντιστοράς στο βλέμμα σου χαρές μαζί και λύπες
Πόθους, παλμούς, ονείρατα, φιλιά, αγκαλιές και χάδια.

Κι έτσι στην κρύα τη σκοτεινιά της νύχτας του Γενάρη
Μες στ’ όνειρο θ’ αγγίξουμε μια άνοιξη περασμένη,
Τα ρόδα τ’ απριλιάτικα που πια μας τα’ χουν πάρει
η μοίρα μας κι οι ξένοι. 



Στίχοι: Διάφανα Κρίνα
Μουσική: Διάφανα Κρίνα

Μονάχα έχουν περάσει χίλια χρόνια

κι εγώ συνήθως πέθαινα από αγάπη, 

μέχρι που ήρθε αυτός ο μπλε χειμώνας
ν’ ανάψει αυτά που έσβησε ο αιώνας.

Μετρήθηκα στις ώρες του τυφώνα, 
στις ώρες που η καρδιά ξερνούσε στάχτη, 
ακίνητος στη δίνη του κυκλώνα
ν’ ακούω μονάχα να μου λένε πόνα, πόνα, πόνα, πόνα.

Το σώμα μου δε δόθηκε στις πέτρες, 
δε στέρεψε το τελευταίο μου δάκρυ, 
του έρωτα εποχές μάγισσες, ψεύτρες
των πιο όμορφων νυχτών, ώρες αλήτρες.

Δε θα συγκρίνω φως με το σκοτάδι
ούτε λευκό αμνό με λύκο μαύρο.
Δε θα με θρέψει άλλο μάνας χάδι
ας κλείσει της ψυχής μου το πηγάδι.
Μονάχα έχουν περάσει χίλια χρόνια...



                                       Ivan Shishkin - Rain in the Oak Grove
 Μήτσος Παπανικολάου - Τοπίο

Στο θλιμμένο κάμπο βρέχει
βρέχει στις ελιές τις γκρίζες –
το νερό σας ρίγος τρέχει
από τα κλαδιά στις ρίζες.

Γκρίζα η ώρα, γκρίζα η χώρα
σκοτεινά κάτω κι απάνω
ξεχωρίζουν μες στη μπόρα
τα τσαντίρια των τσιγγάνων.

Απ’ την άσφαλτο τα κάρα
κατεβαίνουν, κατεβαίνουν...
Λάμπουν μερικά τσιγάρα
στα παράθυρα του τρένου...

Ένα σκιάχτρο απελπισμένο,
στη νεροποντή, στο κρύο
άδικα γνέφει στο τρένο
κι εμψυχώνει το τοπίο.

Ανυπόφορη είναι η θλίψη
των αγρών αυτό το μήνα!
Η βροχή μας έχει κρύψει
απ’ το φόντο την Αθήνα...

Και το βράδυ κατεβαίνει
μες στη νέκρα, μες στη γύμνια...
που ‘ναι οι βάτραχοι κρυμμένοι;
Γιατί σώπασαν τ’ αγρίμια;

Μες στον κάμπο τώρα μόνα
τα βαριά περνούνε τρένα,
λες και φέρνουν το χειμώνα
και τη νύχτα από τα ξένα. 

Childe Hassam, Μια πόλη






Α. Παράσχος -  Ο χειμών 

Φύσησε πάλι ο βοριάς με θυμό
Κι ο γέρος μας ήλθε ψυχρός ο χειμών.
Τ' αηδόνι τη φύση ως πριν δεν υμνεί,
Η γη μας αστόλιστος μένει γυμνή.

Κελάηδημ αφήνει ο κόραξ τραχύ,
Κι ο βράχος με πένθος το κρακ αντηχεί.
Τα ρόδα, τα άνθη, τα φύλλα στην γη
Ωχρά τα σκεπάζει φθορά και σιγή.

Παντού ερημία, παντού σιωπή!
Η φύση κοιμάται ωχρά σκυθρωπή!
Πώς μοιάζει, Θεέ μου, ο μαύρος χειμών
Την υστερινή ώρα, το τέλος ημών! 


Μπήκε ο χειμώνας κι ο κοσμάκης τα `χει χάσει

και παλτουδιά καινούργια πρέπει ν’ αγοράσει

μα το δικό μου κι αν επάλιωσε παλτό
φράγκο δε δίνω κι ούτε νοιάζομαι γι’ αυτό

Κι αν ο καθένας τουρτουρίζει από το κρύο
θα την περνώ στην αγκαλιά σου μεγαλείο
κι όταν το τζάκι μένει σπίτι μας σβηστό
θα με θερμαίνει το φιλί σου το ζεστό

Κι αν δεν ανάβουμε κουκλίτσα μου μαγκάλι
θα `μαι ζεστός μες στη δική σου την αγκάλη
το πιο θερμό καλοριφέρ ειν’ τα φιλιά
σαν θα κοιμόμαστε κουκλίτσα μου αγκαλιά

Κι έτσι δε θα `χουμε ανάγκη από φώτα
θα την περνάμε μια χαρά ζωή και κότα
και θα κοιμόμαστε κι οι δυο απ’ τις εννιά
να μη μας πιάνει ξεροβόρι ή παγωνιά
Στίχοι: Κώστας Κοφινιώτης
Μουσική: Πάνος Τούντας

 Edouard Leon Cortes - Winter Place de la Madeleine 




Μίλτος Σαχτούρης - Χειμώνας
Τί ωραία που μαραθήκαν τα λουλούδια
τί τέλεια που μαραθήκαν
και αυτός ο τρελός να τρέχει στους δρόμους
με μια φοβισμένη καρδιά χελιδονιού
χειμώνιασε και φύγανε τα χελιδόνια
γέμισαν οι δρόμοι λάκκους με νερό
δυο μαύρα σύννεφα στον ουρανό
κοιτάζονται στα μάτια αγριεμένα
αύριο θα βγει στους δρόμους και η βροχή
απελπισμένη
μοιράζοντας τις ομπρέλες της
τα κάστανα θα τη ζηλέψουν
και θα γεμίσουν μικρές κίτρινες ζαρωματιές
θα βγουν κι οι άλλοι έμποροι
αυτός που πουλάει τ’ αρχαία κρεβάτια
αυτός που πουλάει τις ζεστές ζεστές προβιές
αυτός που πουλάει το καυτό σαλέπι
κι αυτός που πουλάει θήκες από κρύο χιόνι
για τις φτωχές καρδιές 

Gustave Courbet  - poor women of the village



Γ. Σουρής  - Χειμώνας 


Καλώς τα πρωτοβρόχια, καλώς τον τον χειμώνα
Με τις βροντές, το κρύο, το χιόνι, τη βροχή,
Θε να τραβούμε ύπνο, που θα πηγαίνει γόνα,
Χωρίς κοριός ή ψύλλος να μας ανησυχεί.
Αντίο, καλοκαίρι και σκόνη βρωμερή...
Πλακώνει ο χειμώνας με φόρεμα βαρύ.

Τι όμορφα που είναι να βρέχει, να χιονίζει,
Και συ εις το κρεβάτι κατακουκουλωμένος
Ν' ακούεις τον αέρα τον κρύο να σφυρίζει,
Και μάλιστα να είσαι κι απογυναικωμένος.
Ω! συγχωρήσατέ με, κυρίες ευγενείς,
Και την αδιαντροπιά μου δεν πέρασε κανείς.

Αλλά θαρρώ πως τούτο και σεις το λαχταράτε,
Κι αν το γλυκό σας στόμα ποτέ δεν το προφέρει,
Πιστεύω τον χειμώνα πως όλες αγαπάτε
Με πιο ζεστή αγάπη από το καλοκαίρι.
Μα μη, σεμνές κυρίες, εντρέπεσθε και τόσο,
Και τα χρηστά σας ήθη εγώ δεν θα λερώσω.

Πρέπει να λέμε κάτι για να περνά η ώρα,
Μας φθάνει τόση λίμα για την πολιτική.
Το μέλλον της πατρίδος πάει εμπρός, και τώρα
Ας κάμουμε κουβέντα διαφορετική.
Ας πούμε για το κρύο και άλλα εξυπνάδες,
Κι ας κάμουμε, κυρίες, και λίγους χωρατάδες.

Μας φθάνει πια η τόσο μεγάλη σοβαρότης,
Είναι καιρός να πούμε και λίγα χωρατά.
Ωσάν πουλί διαβαίνει η ομορφιά της νιότης,
Και τότε εις το στρώμα ο έρως δεν πετά.
Μας φθάνει του πολέμου το τόσο νταραβέρι,
Δεν έχουμε πια φόβο, τα πήραμε τα μέρη.

Δεν θα 'χουμε και πάλι καμιά επιστρατεία,
Κανείς δεν θα φοβάται να γίνει στρατιώτης,
Θα ησυχάσει ο Βλάχος και η διπλωματία,
Και θα 'ρθουμε στα νιάτα της λεβεντιάς της πρώτης.
Λίγο κρασί ή μπύρα, κανένα γλυκό μάτι,
καμία εσπερίδα, και έπειτα... κρεβάτι

Ψυχή μου τι ωραία!.. να! να! ακούω μπρος μου
Τους φίλους επιστράτους με νέα ρεδιγκότα
Στις Λαύρες τους να λένε "ψυχή μου, ήλιε, φως μου"
Ακέραιοι και σώοι κι αφράτοι καθώς πρώτα.
Εις το κορμί δεν έχει κανείς λαβωματιά,
Μα έχει λαύρα μέσα και φλόγα στη ματιά.

Πηδούν και τρέχουν όλοι γι' αγάπη διψασμένοι,
Και μες στη μυρωδάτη κοπέλας αγκαλιά
Τις ώρες του πολέμου θυμούνται οι καημένοι,
Και σβήνουν τη φωτιά τους με χάδια και φιλιά.
Τον πόλεμο, το κράνος, τον σάκο βλαστημούν,
Και δως του μ' ένα κι άλλο φουστάνι πολεμούν.

Ειρήνη κι ησυχία, με κάστανα, με μήλα,
Με τσάι, μ' εσπερίδες, με πιάνα, με χορούς...
Πιο γρήγορα, λεβέντη χειμώνα, κατρακύλα,
Και δεν θε να μας εύρεις σας πέρσι σοβαρούς.
Τουφέκι πια δεν έχει σε τούτο τον καιρό,
Μόνο κρασί, γυναίκα, μεθύσι και χορό.

Δεν θέμε πολεμάρχους να έχουμε κοντά μας,
Εμείς ζητούμε ανθρώπους ήσυχους και γλεντζέδες,
Να μη μας ξεκουφαίνουν με πόλεμο τ' αυτιά μας,
Και να μας λεν τραγούδια ειρήνης κι αμανέδες.
Εφέτος ησυχία, ύπνος βαρύς, γαλήνη,
Κι ο Μπούμπουλης, αν θέλει, πολεμικός ας μείνει. 



Φέρτε παλτά, φέρτε κουβέρτες και σκουφιά
Ήρθαν τα χιόνια και τα κρύα στις αυλές μας
Φέρτε να βράσουμε ροφήματα ζεστά
Να ζεσταθούνε επιτέλους οι καρδιές μας

Ήρθε ο χειμώνας ο σοφός για να οργανώσει
Βραδιές με κάστανα γύρω από τη φωτιά
Τρεις μήνες μένει κι επιμένει να ενώσει
Τους φίλους όλους σε σπιτάκια γιορτινά 

Ντύσου καλά προτού να βγεις από το σπίτι σου
Έχει χιονίσει κι όλα γύρω είναι λευκά
Είναι χειμώνας - δες την παγωμένη μύτη σου
Να ζεσταθούμε έλα οι δυο μας αγκαλιά.

Ήρθε ο χειμώνας ο σοφός για να οργανώσει
Βραδιές με κάστανα γύρω από τη φωτιά
Τρεις μήνες μένει κι επιμένει να ενώσει
Τους φίλους όλους σε παιχνίδια γιορτινά
Μουσική: Ευριπίδης Ζεμενίδης.
Στίχοι: Γιώργος Μυζάλης.

Gustave Courbet - Winter Landscape




Στέλιος Σπεράντσας  - Χιονοπόλεμος

Χιόνισε και κάναμε μια άσπρη στοίβα τόση.
Τέτοιο χιόνι πούπουλο, Θεέ μου, να μη λιώσει. 

Ε, με το χιονάνθρωπο τραβηχτείτε πέρα
άναψεν ο πόλεμος πάρτε πρώτη σφαίρα.

Αν βαστάν τα κότσια σας, πιάστε μετερίζι.
Όπου πέσει η μπάλα μας, μύτες κοκκινίζει.

Πως; Γελάτε; Πάρτε τη πάνω στο στομάχι.
Φραπ, και σκιάζει η δεύτερη στου αρχηγού τη ράχη.

Φράπ, κι απ’ τα κεφάλια τους πέφτουν κάτω οι κούκοι.
Φραπ! Και του χιονάνθρωπου σπάζει το τσιμπούκι 

 Crows and Cardinal in Snow -Kay Smith

Μιχαήλ Δ. Στασινόπουλος - Πουλάκι του χειμώνα

Μες στο κρύο, έξω απ’ το σπίτι,
ξένο πέταξε σπουργίτι.
Φύλλο, σπόρος πουθενά,
πώς κρυώνει και πεινά!

Το παράθυρο θ’ ανοίξω
δυο σπυράκια να του ρίξω.
–Έλα μέσα δω, πουλί,
ζεστασιά θα βρεις πολλή.

Δεν ακούει, μόνο τσιμπάει
δυο σπυράκια και πετάει.
–Ταξιδιάρικο πουλί,
πέταξε, ώρα σου καλή.





Camille Pissarro - The Road to Versailles at Louveciennes, 1869


Ντίνα Χατζηνικολάου - Ο Χιονάνθρωπος

Όλα σκεπάστηκαν μ’ άσπρο χαλί,
γλέντι τρικούβερτο μες την αυλή.
-Χιονάνθρωπο πάμε να φτιάσουμε,
ελάτε, παιδιά, να γελάσουμε!

Να τ’ ανθρωπάκι! Καπέλο φαρδύ,
πούρο στο στόμα, στο χέρι ραβδί,
είν’ όλο πόζα και μεγαλείο!
(Ήλιε, μην κάνεις κανέν’ αστείο…)

Δέστε! Θαρρώ μας γελά πονηρά.
Μας βγήκε ο ήλιος…Τι συμφορά!
Και τ’ ανθρωπάκι πια δε γελάει.
Δάκρυσε λίγο, έλιωσε πάει


Yōshū (Hashimoto - Children Playing in the Snow under Plum Trees in Bloom



πηγές 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου