Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2016

Γνωρίζοντας την Ξένη Λογοτεχνία - Βουλγαρία

 "Ερημίτισσες", Σιράκ Σκίτνικ, 1924


i . Χρίστο Σμύρνενσκι (1898-1923)


Εργατικός, παθιασμένος, πιστός στις ιδέες του, σατυρικός, διάσημος αρθογράφος και ρεπόρτερ της εποχής του ο Σμύρνενσκι δεν έζησε πολλά χρόνια άλλα άφησε πίσω του ένα ενδιαφέρον έργο. Ένα έργο που αντικατροπτίζει την δύσκολη και πολυτάραχη εποχή του. Την εποχή του Μακεδονικού Αγώνα, των Βαλκανικών Πολέμων, του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, της Ρώσικης Επανάστασης και των ραγδαίων αλλαγών στην Ευρώπη και τον κόσμο γενικότερα.
Γεννήθηκε στην πόλη Κούκους, δηλαδή το σημερινό Κιλκίς. Η οικογένεια του ανάγκαστηκε να εγκαταλείψη τη πόλη μετά τη κατάκτηση της απ’ τα ελληνικά στρατεύματα και την πυρπόληση που ακολούθησε. Ο Σμύρνενσκι πρωτοεμφανίστηκε ως ευθυμογράφος. Το 1917 εισήχθη στην Στρατιωτική Σχολή αλλά έπειτα την ανταρσία μιας μεγάλης μερίδας βουλγάρων στρατιωτών το 1918 την εγκατέλειψε. Το 1919-1920 ήταν χρόνια κοινωνικών ταραχών στη Βουλγαρία. Ο Σμύρνενσκι έλαβε μέρος σε πολλές διαδηλώσεις και συζητήσεις οι οποίες είχαν ως θέμα την αμνηστία των επαναστατών στρατιωτών και τη καλυτέρευση των συνθηκών εργασίας. Η γραφή του πιο ώριμη πια, δείχνει το ενδιαφέρον του για την ανθρωπότητα και απεικονίζει τις σοσιαλιστικές του ιδέες. Ο Σμύρνενσκι το 1921 έγινε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος και γι αυτό τα γραπτά του αποκτούν έναν αέρα στράτευσης στους σκοπούς του Κόμματος. Παρόλα αυτά ο Σμύρνενσκι ξεπέρασε με το λυρισμό του κάθε στενή κομματική ιδεολογία και στο έργο του παρουσιάζεται ένας πραγματικός ανθρωπισμός και η έκφραση μιας αγάπης προς τους ανθρώπους,
Το έργο που παρουσιάζουμε εδώ πέρα είναι απ’ τα τελευταία του Σμύρνενσκι, μπορούμε να πούμε πως είναι απ’ τα ώριμα έργα του στο οποίο δείχνει πως όσοι θέλουν να ανέβουν τη σκάλα της εξουσίας σιγά-σιγά χάνουν τ’ ιδανικά τους χωρίς καν οι ίδιοι να το αντιλαμβάνονται. Υπάρχει μια λεπτή ειρωνεία σ’ αυτό το έργο και προφανώς είναι δημιούργημα της εμπειρίας του ποιητή στους διάφορους κοινωνικούς αγώνες της εποχής του.
Αν και έπασχε από φυματίωση ο Σμύρνενσκι συνέχιζε να γράφει ακατάπαυστα μέχρι το τέλος. Στις 18 Ιουνίου του 1923 λίγο πριν αφήσει την τελευταία του πνοή και ενώ πλέον δεν υπήρχαν ελπίδες ανάρρωσης ζήτησε χαρτί για να γράψει, αυτή ήταν και η τελευταία του επιθυμία. http://www.bibliotheque.gr/

Πίνακας - Σιράκ Σκίτνικ

Χρίστο Σμύρνενσκι - Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΚΑΛΑΣ

Αφιερωμένο σ’ όσους πουν “Αυτό δεν έχει σχέση με μένα”.

-Ποιος είσαι εσύ ; – Τον ρώτησε ο διάβολος.
-Εγώ είμαι πληβείος από γεννησιμιού μου και όλοι οι φτωχοί είναι αδέρφια μου.
Ω! Πόσο άσχημη είναι η γη και πόσο δυστυχισμένοι οι άνθρωποι! Έτσι έλεγε ένα νέο παλικάρι, με το μέτωπο υψωμένο και τις γροθιές του σφιγμένες. Στεκόταν μπροστά στη σκάλα – μια σκάλα ψηλή από λευκό μάρμαρο και ροζ ραβδώσεις. Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο μακριά, εκεί όπου τα θολά κύματα του φουσκωμένου ποταμού ανάδευαν τα γκρίζα πλήθη της μιζέριας. Αυτά ταράσσονταν, έβραζαν απότομα, ύψωναν ένα δάσος από ξερά μαύρα χέρια, μια βροντή αγανάκτησης καθώς οργισμένες κραυγές λίκνιζαν τον αγέρα και η ηχώ έσβηνε αργά, γιορταστικά σαν ήχος από μακρινές κανονιές. Τα πλήθη μεγάλωναν, έρχονταν μέσα σε σύννεφα κίτρινης σκόνης, χωριστές σιλουέτες διακρίνονταν όλο και πιο καθαρά στο κοινό σκούρο βάθος. Ερχόταν ένας γέρος, λυγισμένος χαμηλά προς τη γη, σαν να έψαχνε τα χαμένα του νιάτα. Απ’ τα κουρελιασμένα του ρούχα κρατιόταν ένα ξυπόλητο κοριτσάκι το οποίο κοιτούσε την ψηλή σκάλα με ήρεμα, μπλε σαν κυανά άνθη μάτια. Κοιτούσε και χαμογελούσε. Μαζί τους έρχονταν ρακένδυτες, κοκκαλιάρικες, γκρίζες φιγούρες και σαν σε χορό τραγουδούσαν ένα αργόσυρτο, πένθιμο άσμα. Κάποιος σφύριζε με ήχο διαπεραστικό, άλλος με τα χέρια του χωμένα στις τσέπες, γελούσε δυνατά, βραχνιασμένα ενώ στα μάτια του λαμπύριζε η τρέλα.
-Εγώ είμαι πληβείος από γεννησιμιού μου και όλοι οι φτωχοί είναι αδέρφια μου. Ω! Πόσο άσχημη είναι η γη και πόσο δυστυχισμένοι οι άνθρωποι! Ω! Εσείς εκεί ψηλά, εσείς…
Έτσι έλεγε το νέο παλικάρι, με το μέτωπο υψωμένο σφίγγοντας απειλητικά τις γροθιές του.
-Εσείς τους μισείτε αυτούς εκεί ψηλά ; – ρώτησε ο διάβολος και πονηρά έσκυψε προς τον νεαρό.
– Θα τους εκδικηθώ εγώ αυτούς τους πρίγκιπες και τους βασιλιάδες. Σκληρά θα τους εκδικηθώ για χάρη των αδερφών μου, για τους αδερφούς μου οι οποίοι έχουν πρόσωπα κίτρινα σαν την άμμο, οι οποίοι στενάζουν πιο φριχτά και απ’ τις δεκεμβριανές θύελλες! Δες τις γυμνές ματωμένες τους σάρκες, άκου τις κραυγές τους! Θα εκδικηθώ γι’ αυτούς! Άσε με!
Ο Διάβολος χαμογέλασε:
-Εγώ είμαι ο φύλακας αυτών εκεί πάνω και χωρίς αντάλλαγμα δεν θα στους παραδώσω.
-Δεν έχω χρυσάφι, δεν έχω τίποτα με το οποίο να σε δωροδοκήσω…Φτωχαδάκι είμαι, κουρελής νέος…Όμως είμαι έτοιμος και το κεφάλι μου να δώσω.
Ο Διάβολος πάλι χαμογέλασε:
-Ω! Μα δεν θέλω τόσα πολλά! Δώσε μου μονάχα την ακοή σου!
-Την ακοή μου ; Με ευχαρίστηση…Ας μην ακούσω τίποτα ποτέ ξανά…
-Μα και πάλι θα ακούς! – τον ηρέμησε ο Διάβολος και του έκανε δρόμο. – Πέρασε!
Το παλικάρι έτρεξε, μονομιάς έκανε τρία βήματα, αλλά το τριχωτό χέρι του Διαβόλου τον τράβηξε:
-Φτάνει! Στάσου ν’ ακούσεις πως στενάζουν εκεί κάτω τ’ αδέρφια σου!
Ο νεαρός σταμάτησε και αφουγκράστηκε:
-Περίεργο, γιατί άρχισαν ξαφνικά να τραγουδούν χαρούμενα κι έτσι ανέμελα να γελούν ;… – Και έκανε πάλι να τρέξει.
Ο Διάβολος πάλι τον σταμάτησε:
-Για να περάσεις ακόμα τρία σκαλιά, θέλω τα μάτια σου!
Το παλικάρι απογοητευμένο κούνησε το χέρι του.
-Αλλά έτσι δεν θα μπορώ να δω ούτε τ’ αδέρφια μου, ούτε αυτούς τους οποίους θέλω να εκδικηθώ!
Διάβολος:
-Θα βλέπεις και πάλι…Εγώ θα σου δώσω άλλα, πολύ πιο όμορφα μάτια!
Ο νεαρός πέρασε ακόμα τρία σκαλιά και κοίταξε προς τα κάτω. Ο Διάβολος του θύμισε:
-Δες τις γυμνές ματωμένες σάρκες τους.
-Θεέ μου! Αυτό και αν είναι περίεργο, πότε προλάβαν να ντυθούν τόσο όμορφα! Αντί για ματωμένες πληγές είναι στολισμένοι με υπέροχα κατακόκκινα τριαντάφυλλα!
Κάθε τρία σκαλιά ο Διάβολος έπαιρνε σιγά-σιγά τα λύτρα του. Όμως το παλικάρι πήγαινε, με ετοιμότητα έδινε τα πάντα, φτάνει να έφτανε και να εκδικηθεί τους χοντρούς βασιλιάδες και πρίγκηπες! Ιδού ένα σκαλί ακόμα, μονάχα ένα σκαλί, και αυτός θα είναι εκεί πάνω! Θα πάρει εκδίκηση για τ’ αδέρφια του!
-Είμαι πληβείος από γεννησιμιού μου και όλοι οι φτωχοί…
-Παλικαράκι, έλα, ένα σκαλί ακόμα! Ένα σκαλί και θα εκδικηθείς. Μα για τούτο το σκαλί εγώ παίρνω διπλά λύτρα: δώσε μου τη καρδιά σου και τη μνήμη σου:
-Τη καρδιά ; Ε όχι! Αυτό είναι πολύ σκληρό!
Ο Διάβολος γέλασε βαθιά, αρχοντικά:
-Δεν είμαι τόσο σκληρός. Θα σου δώσω για αντάλλαγμα χρυσή καρδιά και καινούρια μνήμη! Αν δεν δεχθείς, ποτέ δεν θα περάσεις ετούτο το σκαλί, ποτέ δεν θα πάρεις εκδίκηση για τ’ αδέρφια σου που έχουν πρόσωπα σαν την άμμο και στενάζουν πιο φρικτά απ’ τις θύελλες του Δεκέμβρη.
-Ο νέος έριξε το βλέμμα του στα πράσινα, ειρωνικά μάτια του Διαβόλου:
-Μα θα είμαι εντελώς δυστυχισμένος. Θα μου πάρεις όλη μου την ανθρωπιά.
-Αντιθέτως – ο πιο χαρούμενος θα ‘σαι…Όμως ; Είσαι σύμφωνος: μόνο τη καρδιά και τη μνήμη σου.
Ο νεαρός το σκέφτηκε, μια μαύρη σκιά έπεσε στο πρόσωπο του, στο ζαρωμένο του μέτωπο κυλήσανε χοντρές στάλες ιδρώτα, θυμωμένα έσφιξε τις γροθιές του και τρίζοντας τα δόντια του είπε:
-Ας είναι! Πάρ’ τες!
-…Και σαν καλοκαιρινό μπουρίνι, θυμωμένο κι οργιλό, με τα μαύρα του μαλλιά να στροβιλίζονται, ανέβηκε το τελευταίο σκαλί. Επιτέλους ήταν ψηλά. Ξαφνικά στο πρόσωπό του έλαμψε ένα χαμόγελο, τα μάτια του άρχισαν ν’ αστράφτουν με μια ήρεμη χαρά και οι γροθιές του χαλάρωσαν. Κοίταξε τους πρίγκιπες που γλεντούσαν, κοίταξε προς τα κάτω, εκεί όπου μούγγριζε και καταριόταν το γκρίζο, κουρελιασμένο πλήθος. Έριξε το βλέμμα προς τα εκεί, μα ούτε ένας μύς του προσώπου του δεν συσπάστηκε: ήταν φωτεινός, χαρούμενος, ικανοποιημένος. Έβλεπε μονάχα ένα πλήθος γιορταστικά ντυμένο ενώ τα βογγητά τους μεταμορφώθηκαν σε ύμνους.
-Ποιος είσαι εσύ ; Τον ρώτησε τσιριχτά και δολερά ο Διάβολος.
-Εγώ είμαι πρίγκιπας από γεννησιμιού μου και οι Θεοί είναι αδέρφια μου. Ω! Πόσο όμορφη είναι η Γη και πόσο ευτυχισμένοι οι άνθρωποι.

Μετάφραση – Γιάννης Καμίνης
http://www.bibliotheque.gr/

Πίνακας - Σιράκ Σκίτνικ


ii. Ελίν Πελίν ( 1878- 1949)

Ο Ελίν Πελίν, (βουλγ. Елин Пелин, 1878- 3 Δεκεμβρίου 1949), πραγματικό όνομα Ντιμιτάρ Ιβάνοφ Στογιάνοφ (βουλγ. Димитър Иванов Стоянов), ήταν δημοφιλής Βούλγαρος συγγραφέας, ο οποίος θεωρείται από τους καλύτερους διηγηματογράφους που περιγράφουν τη ζωή της βουλγαρικής επαρχίας και των Βουλγάρων αγροτών. Η πόλη Νοβοσέλτσι μετονομάστηκε το 1950 σε Ελίν Πελίν προς τιμήν του.
Γεννήθηκε το 1878 στο χωριό Μπαΐλοβο κοντά στη Σόφια. Εκεί έζησε τα παιδικά του χρόνια, και η ζωή του χωριού διαμόρφωσε όλη τη μετέπειτα λογοτεχνική του δημιουργία. . Τελείωσε το δημοτικό στο Μπαΐλοβο, τις δυο πρώτες τάξεις του γυμνασίου στη Ζλάτιτσα, δυο τάξεις στη Παναγιούριστα αλλά δεν κατάφερε να τελειώσει την πέμπτη γυμνασίου στη Σόφια. Στη συνέχεια, επηρεασμένος από το κίνημα των Ναρόντνικων, όπως πολλοί νέοι που είχαν καταφέρει να αποκτήσουν κάποια μόρφωση, επέστρεψε στο χωριό του όπου εργάστηκε ως δάσκαλος για ένα χρόνο το 1895-1896. Εκείνη την περίοδο ξεκίνησε η συγγραφική του παραγωγή έχοντας στόχο να εμπλουτιστεί το φτωχό υλικό που υπήρχε διαθέσιμο για τους δασκάλους για την εκπαίδευση των ενηλίκων αναλφάβητων χωρικών. Αργότερα προσπάθησε να συνεχίσει την εκπαίδευση του στο Σίλβεν, όπου αποβλήθηκε από το σχολείο και παράλληλε απέτυχε να εισαχθεί στη σχολή καλών τεχνών στη Σόφια. Επέστρεψε για δύο χρόνια στο χωριό του, που θα αποδεικνύονταν καθοριστικά για την έμπνευση στο έργο του.
Από το 1899 εγκαθίσταται ξανά στη Σόφια, όπου και έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του με εξαίρεση την περίοδο από το Νοέμβριο του 1904 ως το Μάιο του 1905 που σπούδασε στο Παρίσι με τη στήριξη του υπουργού παιδείας της Βουλγαρίας, καθηγητή Ιβάν Σισμάνοφ. Αυτά τα χρόνια παίρνει και το ψευδώνυμο Ελίν Πελίν, που στη βουλγαρική γλώσσα είναι το φυτό Αψιθιά. Αν και βρισκόταν σε πολύ κακή οικονομική κατάσταση το 1902-3 εκδίδει ένα περιοδικό για τους δασκάλους και τους αγρότες το οποίο συντάσσει, διευθύνει και εκδίδει σχεδόν αποκλειστικά μόνος του. Από το 1904 εργάζόταν ως βοηθός στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου της Σόφιας και από το 1922 ως διευθυντής του μουσείου του Ιβάν Βάζοφ. Τον Οκτώβριο του 1940 μαζί με άλλους είκοσι Βούλγαρους συγγραφείς υπέγραψε επιστολή διαμαρτυρίας κατά της αντισημιτικής νομοθεσίας για την Προστασία του Έθνους. Συνταξιοδοτήθηκε το 1944.
Ήταν γνωστός ως φανατικός καπνιστής στα καφενεία της Σόφιας και μάλιστα για το ότι χρησιμοποιούσε τον καπνό για να του φέρει έμπνευση. Για αυτό και μια από τις συλλογές διηγημάτων του, την ονόμασε η Στάχτη των τσιγάρων μου.
Το Μάιο του 1949, λίγους μήνες πριν το θάνατό του, προσκλήθηκε από τη Βουλγαρική Εταιρεία Συγγραφέων να δώσει μια διάλεξη στην οποία αναφέρθηκε στον ανθρωπισμό στη λογοτεχνία και άσκησε κριτική στην κρατική πολιτική για τη λογοτεχνία του σοσιαλιστικού ρεαλισμού που επιθυμούσε οι συγγραφείς να επισκεφτούν τα εργοστάσια για να γνωρίσουν την εργατική τάξη, θεωρώντας ότι ήταν αδύνατο οι διανοούμενοι να γνωρίσουν τους εργάτες μόνο μέσα από την εργασία τους.

Ο Ελίν Πελίν έγραψε μυθιστορήματα και διηγήματα, στα οποία φανερώνεται το πραγματικό του ταλέντο. Τα πρώτα του διηγήματα δημοσιεύτηκαν το 1895. Γράφοντας έργα που απευθύνονταν στους δασκάλους της επαρχίας έγινε πολύ σύντομα γνωστός και αγαπητός στους κύκλους των Ναρόντνικων δασκάλων. Στις περισσότερες ιστορίες αναφέρεται στις κοινωνικές δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι αγροτικοί πληθυσμοί. Ο ίδιος ο Ελίν Πελίν στα μετέπειτα χρόνια δεν είχε σε μεγάλη εκτίμηση τα πρώτα του αυτά έργα και δεν τα συμπεριελάμβανε στις συλλογικές εκδόσεις των έργων του. Τα καλύτερα έργα του δημοσιεύτηκαν πριν τον Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος αλλά την περίοδο του μεσοπολέμου ήταν που το έργο του απέκτησε τη μεγαλύτερη επιρροή. Στα χρόνια του μεσοπολέμου έγραψε αρκετές ιστορίες για παιδιά και θεωρούταν ο σημαντικότερος παιδικός συγγραφέας.

Το έργο του έχει ως θέμα τη ζωή των αγροτών της Βουλγαρίας, την οποία είχε και ο ίδιος ζήσει και για την οποία έτρεφε μια μεγάλη αγάπη. Έγραψε μυθιστορήματα και διηγήματα, τα οποία φανερώνουν το πραγματικό του ταλέντο. Στο έργο του αναφέρεται στις επιρροές της πόλης που διαβρώνουν την παραδοσιακή ζωή του χωριού, είτε μέσω κατοίκων πόλεων που επισκέπτονται το χωριό, είτε μέσω χωρικών που έχουν ζήσει στην πόλη. Χρησιμοποιεί τη διάλεκτο της επαρχίας της Σόφιας, δίνοντας έτσι στα διηγήματά του περισσότερη αυθεντικότητα.
Τα έργα του χαρακτηρίζονταν ως ρεαλιστικά καθώς είχε ο ίδιος βιώσει την εμπειρία της αγροτικής ζωής, αν και ο ίδιος δε θεωρούσε τον εαυτό του ρεαλιστή. Αρκετοί από τους χαρακτήρες των έργων του αντιπροσωπεύουν πραγματικά πρόσωπα που είχε γνωρίσει ο συγγραφέας και σε ορισμένα διηγήματα εμφανίζονται και αυτοβιογραφικά στοιχεία.

Το πιο γνωστό του έργο, οι Γέρακες (Гераците), δημοσιεύτηκε το 1911 και έχει ως θέμα τη διάβρωση των παραδοσιακών αξιών της οικογένειας του χωριού εξαιτίας του μοντερνισμού που έρχεται από την πόλη, μέσω της κατάρρευσης της πλούσιας οικογένειας των Γέρακ εξαιτίας των οικονομικών διαφορών ανάμεσα στους γιους. Η ιστορία μεταφέρθηκε το 1958 και στον κινηματογράφο.

Έργα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, όπως στα Αγγλικά[6], Γερμανικά, Ελληνικά κ.α. https://el.wikipedia.org/

Πίνακας - Σιράκ Σκίτνικ

Eλίν Πελίν   ''Στο χωράφι''

Μετάφραση: Ιαβέρης (από το βουλγάρικο πρωτότυπο)

Σαν είπε θα βρέξει, έβρεξε βδομάδα ολόκληρη! Ήσυχα, απαλά, μέρα- νύχτα. Έβρεξε, έβρεξε, έβρεξε...ποτίστηκε καλά η μάνα- γη, φύσηξε ένα απαλό αεράκι, καθάρισε ο ουρανός, έλαμψε στο τέλος ο φθινοπωρινός ήλιος κι ο καιρός έφτιαξε. Καιρός για όργωμα! 
Ο Μπόνε Κράϊνενετς έζεψε την Γκριζούλα και τον Ασπρούλη κι έκατσε πίσω από το άροτρο. Το χωράφι του βρίσκεται σε μια ωραία και μεγάλη πεδιάδα, γύρω παντού δάση. Το χώμα σαν ζάχαρη. Εκείνος ύψωσε το καμουτσίκι και φώναξε:
'' Ντεεεε, άϊντε, αδέρφια! ''
Ο αντίλαλος του απάντησε εύθυμα από το δάσος. Ο γερο- Ασπρούλης κούνησε την ούρα και ξεκίνησε καρτερικά. Η Γκριζούλα, ισχνή αγελαδίτσα, δυο φορές μικρότερη του Ασπρούλη, με κόπο τον πρόφταινε. 
Και νά το ένα αυλάκι, νά και το δεύτερο, και το τρίτο...Το ταλαιπωρημένο πρόσωπο του Μπόνε σαν να φωτίστηκε λιγάκι, ξέχασε, θαρρείς, την φτώχεια και σφύριξε χαρωπά:
'' Μη βιάζεσαι τόσο, βρε Ασπρουλιάρη, δε βλέπεις πως η Γκριζουλα με το ζόρι σε προφταίνει;...Άντε, Γκριζούλα, άντε, κοκκαλιάρα μου, άντε, αγαπούλα μου...Κουραστήκατε,ε; Το ξέρω, μα κι εγώ κουράστηκα, τι νομίζετε...
Ο Ασπρούλης, γέρικο αλλά σκληροτράχηλο βόδι, με βαριές ανάσες προχωράει σαν γίγαντας. Κι η μικροκαμωμένη Γκριζούλα προσπαθεί με όλες τις δυνάμεις της, το στόμα της ανοιχτό, η ράχη λυγισμένη. Ο Ασπρούλης κάνει ένα βήμα, αυτή- δύο. Η γλώσσα της να κρέμεται- μα εκείνη προχωράει!
Γύρω δεν υπάρχει κανείς. Από το δάσος μόνο ακούγονται τα γυμνά βήματα του φθινωπόρου και ο ήχος των ξηραμένων κλαδιών που σπάνε.
'' Άντε, Γκριζούλα, άντε, ψυχή μου!- της φωνάζει ο Μπόνε και με τρόμο βλέπει πώς η αγελάδα του όλο και χάνει δυνάμεις.
'' Κάτσε!...Άντε να ξεκουραστούμε λιγάκι! ''
Τα κουρασμένα ζώα σταμάτησαν. Ο Μπόνε έκατσε μπροστά τους κι άρχισε να τα χαϊδεύει.
'' Καλά, ρε Ασπρούλη, εσύ ανθρωπιά δεν έχεις καθόλου μέσα σου; Την αποτελείωσες την Γκριζούλα! Έτσι δεν είναι, Γκριζούλα; - άρχισε να τους μιλάει αυτός. 
Και τα ζώα τον κοιτούσαν ατάραχα με τα θλιμμένα μάτια τους, βαριανασαίνοντας. Από το στόμα της Γκριζούλας έβγαινε αφρός. Κοίταξε μια τον Ασπρούλη, μια τον αφέντη της και έσκυψε λυπημένα το κεφάλι.
'' Τι είναι, Γκριζούλα; Πες! Κουράστηκες; Γκριζούλα- Αγαπούλα!Η καρδιά σου κλαίει, ψυχούλα μου; Άντε και σήμερα να δουλέψουμε κι αύριο, γιορτή είναι, θα τεμπελιάσετε όλη μέρα. Εσύ τι με κοιτάς, μπρε; Καλό παλικάρι είσαι κι εσύ! - συνέχιζε να τους μιλάει ο Μπόνε.
Αλλά η Γκριζούλα δεν σήκωσε το κεφάλι της. Σαν να μην ήταν παρηγορητικές για την πονεμένη καρδιά της, οι γλυκές κουβέντες του Μπόνε. Οι γλουτοί της πάλλονταν, τα πόδια της έτρεμαν.
'' Πες μου, Γκριζούλα μου, τι έπαθες;- ψυθίριζε με αγώνια ο Μπόνε και την χάϊδευε σαν παιδί. Έπιασε μετά όμως το άροτρο και φώναξε:
'' Ντεεε, άντε να ξεμουδιάσετε λιγάκι! ''
Ο Ασπρούλης σηκώθηκε και προχώρησε ένα βήμα. Η Γκριζούλα προσπάθησε να τον ακολουθήσει, αλλα δεν μπόρεσε κι εκείνος σταμάτησε.
'' Ντεεε! Άϊντε, άϊντε'', φώναξε με δυνατή και ενθαρρυντική φωνή ο Μπονε. Η ηχώ από το δάσος του απάντησε πάλι χαρούμενα.
Ο Ασπρούλης ξεκίνησε . Η Γκριζούλα έκανε άλλη μια προσπάθεια αλλά τα πόδια της τρεμούλιασαν, κι εκείνη έπεσε με θόρυβο κάτω μουγκρίζοντας λυπημένα.
Ο Μπόνε πέταξε με τρόμο το καμουτσίκι, ξέζεψε τον Ασπρούλη και προβληματισμένος κοίταξε την Γκριζούλα. Εκείνη καθόταν ακίνητη, με τεντωμένο λαιμό και την μουτσούνα της μες στο στεγνό χώμα, κι έπαιρνε βαριές ανάσες. 
'' Σήκω, Γκριζούλα, σήκω! '' - της έλεγε ο Μπόνε και προπαθούσε να της σηκώσει το κεφάλι.
Η Γκριζούλα με το ζόρι άνοιξε τα μάτια της, κοίταξε τον αφέντη της σαν να' θελε να του πει '' άσε με να πεθάνω ήσυχα'', και παλι τα' κλεισε.
Ο Μπόνε ταραγμέμος άρχισε να τριγυρνάει και δεν ήξερε τι να κάνει. Το χωράφι μισο- οργωμένο ψηνόταν στον ήλιο. Εκείνο πάλι τον κοιτούσε από ψηλά και σιγά- σιγά πήγαινε να κρυφτεί πίσω από τους λόφους. Κανένας δεν ήταν κοντά. Το δάσος μουγκό.
'' Έλα, Γκριζούλα! Σήκω! Κοίτα ο Ασπρούλης γελάει με σένα...Σήκω!...Μη μου κάνεις πλάκες, αγαπούλα μου...δες πὠς είναι το χώμα,σαν ζάχαρη- μόνο για όργωμα!
Ο Μπόνε έπιασε την αγελαδά από το κεφάλι και άρχισε να την σηκώνει σιγά- σιγά. Εκείνη πάτησε στα μπροστινά της πόδια κι έκανε τελευταία πρσπάθεια να ανασηκωθεί, αλλα με το ζόρι κουνήθηκε. Κι άφησε το κεφάλι της να πέσει πάλι στο μαλακό χώμα κι ανάσαινε ακόμα πιο βαριά.
Ο Μπόνε έκατσε, έβαλε το κεφάλι της στα γόνατα του κι άρχισε να την χαϊδεύει και να την φιλάει.
'' Μην κάνεις έτσι, ψυχή μου! Λυπήσου με! Άκου! Μόνο αυτό το χωράφι έμεινε. Να το τελειώσουμε και μετά σου υπόσχομαι δεν σε ξαναζεύω ποτέ. Θα μεγαλώσει η μικρή σου Γκαλίτσα και θα βοηθάει τον Ασπρούλη. Κι εσύ θα κάθεσαι όλη μέρα στο στάβλο και θα ζεις τις μέρες σου γαλήνια. Τα παιδιά μου θα σου φέρνουν νεράκι, κάθε πρωί θα σε ξύνουν, εγώ θα σου δίνω χορταράκι φρέσκο...Εσύ θα γίνεις καλά, θα γιάνεις και θα είσαι πάλι δυνατή, έτσι δεν είναι, αγαπούλα μου; Τότε ο Ασπρούλης και η Γκαλίτσα θα οργώνουν, εσύ θα βόσκεις και θα τους λες: δουλέψτε, δουλέψτε- και θα τους χαίρεσαι. Και το βράδυ όταν ξεζέυω την Γκαλίτσα, εκείνη θα' ρχεται σε σένα, θα σε γλύφει και θα σου λέει τρυφέρα: καλησπέρα, μαμα! Σήκω, ψυχή μου, σήκω! Άντε!
Αλλά η Γκριζούλα δεν κουνήθηκε, ούτε καν άνοιξε τα μάτια της. Έτρεμε ολόκληρη.
Ο Μπόνε σηκώθηκε, έκοψε ένα κομμάτι ψωμί, το αλάτισε και το ακούμπησε στο στόμα της.
'' Να, Γκριζουλα μου, φάε!''
Εκείνη τον κοίταξε με μάτια όλο θλίψη και τα' κλεισε παλι.
Ο Μπόνε αναστέναξε. Κοίταξε το χώμα που καθόταν μισο- οργώμενο, το δάσος που δεν έβγαζε ήχο, τον Ασπρούλη που έβοσκε ατάραχα δίπλα, τον ήλιο που βιαζόταν να κρυφτεί και είδε πως είναι μόνος στην κοιλάδα και πως βοήθεια δεν είχε από πουθενά.
Πάλι γύρισε στην άρρωστη Γκριζούλα.
'' Σήκω, αγαπούλα μου! Σήκω γιατί η αρκούδα είναι στο δάσος και θα έρθει να σε φάει! - άρχισε να την φοβίζει εκείνος.
Μετά πήρε μια σκισμένη κουβέρτα που κουβαλούσε μαζί του, τυλίχθηκε μ' αυτήν, μπήκε στο δάσος και ύστερα περπατώντας στα τέσσερα πλησίαζε την φτωχή αγελάδα, ουρλιάζοντας σαν άγριο ζώο.
'' Μπαουυυυ! Αουυυυυ!'', έκανε καθώς πλησίαζε την Γκριζούλα.
Εκείνη άνοιξε τα μάτια. Βαθιά στο βασανισμένο της βλέμμα έκαιγε ένας δαιμονιασμένος τρόμος.
Το ζώο σήκωσε το καφάλι του και μούγκρισε απεγνωσμένα σε μια ύστατη προσπάθεια να σηκωθεί αλλά δεν τα κατάφερε.
Ο Μπόνε πέταξε το κουρέλι, ἐπεσε μπροστά της απελπισμένος, έκανε τον σταυρό του κι έκλαψε.
Η Γκριζούλα μούγκρισε για τελευταία φορά, άνοιξε τα τρομαγμένα μάτια της και σταμάτησε να ανασαίνει.http://www.xn--ixauk7au.gr/

"Το φιλί του Ιούδα" Σιράκ Σκίτνικ
 Eλίν Πελίν "  Ἡ ἐ­πο­χὴ τοῦ θε­ρι­σμοῦ"

ΤΟ ΑΠΟΚΟΡΥΦΩΜΑ του ἔ­χει φτά­σει ὁ ἐ­ξαν­τλη­τι­κὸς θε­ρι­σμὸς τῶν σι­τη­ρῶν στὸν φαρ­δύ­καμ­πο τῆς Σό­φιας. Ἀ­πὸ ἄ­κρη σὲ ἄ­κρη, μέ­χρι ποὺ φτά­νει τὸ μά­τι ἀν­θρώ­που, κυ­μα­τί­ζουν χρυ­σὰ στα­ρέ­νια στά­χια καὶ ἀ­πο­κα­μω­μέ­νοι ἐρ­γά­τες φαί­νον­ται ἐ­κεῖ ἀ­πὸ τὰ ἄ­γρια χα­ρά­μα­τα. Ἔ­δω­σε ὁ Θε­ὸς αὐ­τὲς τὶς μέ­ρες ἕ­ναν φο­βε­ρὸ καύ­σω­να. Ἕ­νας γα­λά­ζιος οὐ­ρα­νὸς ἔ­χει συρ­ρι­κνω­θεῖ πά­νω ἀ­πὸ τὴν γῆ καὶ ρί­χνει φω­τιὰ καὶ λαύ­ρα. Πά­νω ἀ­πὸ τὸν κάμ­πο τρέ­μει μιὰ ὁ­μί­χλη, σκέ­τη κό­λα­ση. Ἀ­πο­μα­κρυ­σμέ­να δά­ση κου­ρα­σμέ­να μπλα­βί­ζουν, σὰν νὰ πε­ρι­μέ­νουν πό­τε ὁ κάμ­πος θὰ φουν­τώ­σει στὶς φλό­γες. Τὰ που­λιὰ ἔ­χουν ἀ­πο­δρά­σει μα­κριά, πέ­ρα στὰ ἀ­νή­λια­στα λαγ­κά­δια καὶ οὔ­τε οἱ φω­νές τους ἀ­κού­γον­ται. Μο­νά­χα κά­που-κά­που ἄ­κου­γε­ται τὸ γουρ­γού­ρι­σμα ἀ­γρι­ο­πε­ρί­στε­ρου στὰ φύλ­λα δρο­σε­ρῆς ἀ­γρι­α­χλα­διᾶς. Ἡ ζέ­στη δυ­σβά­στα­κτη καὶ ἀ­πο­πνι­κτι­κή.
Πά­νω στὸν οὐ­ρά­νιο θό­λο ὁ ἥ­λιος ἔ­χει στα­μα­τή­σει φλε­γό­με­νος καὶ ἀ­νε­λέ­η­τος, ἀλ­λὰ οἱ καυ­τές του ἀ­κτί­νες δὲν πτο­οῦν τοὺς ἐρ­γα­τι­κοὺς χω­ρι­κούς. Ἐ­κεῖ­νοι ἀ­κού­ρα­στα θε­ρί­ζουν καὶ συγ­κεν­τρώ­νουν τὰ χρυ­σὰ δε­μά­τια. Ἱ­δρώ­τας τρέ­χει ἀ­πὸ τὰ κού­τε­λά τους, ἡ ψυ­χὴ μέ­νει χω­ρὶς δύ­να­μη, μὰ δὲν ὑ­πάρ­χει ἀ­νά­παυ­λα. Τὸ ὥ­ρι­μο σι­τά­ρι δὲν πε­ρι­μέ­νει.
Φέ­τος ὁ Κύ­ριος εὐ­λό­γη­σε τὰ χω­ρά­φια καὶ δὲν ἔ­στει­λε οὔ­τε χα­λά­ζια, οὔ­τε ἀ­κρί­δες στοὺς ἁ­μαρ­τω­λούς, βα­σα­νι­σμέ­νους χω­ρι­κούς. Τοὺς ἔ­δω­σε εὐ­ερ­γε­τι­κὲς βρο­χὲς τὸν Μά­ϊ­ο καὶ δὲν θέ­λη­σε νὰ τοὺς στε­ρή­σει τὴν ὀ­νει­ρε­μέ­νη ἐλ­πί­δα γιὰ πλού­σια σο­δειά. Τί λό­για ἁ­γνά, τί προ­σευ­χὲς ἀ­πο­σπά­στη­καν ἀ­πὸ τὶς ἀ­να­ζω­ο­γο­νη­μέ­νες ψυ­χὲς τῶν χω­ρι­κῶν:
«Ὁ Κύ­ριος μᾶς βο­η­θά­ει! Ἂς δου­λέ­ψου­με, ἂς δου­λέ­ψου­με!»
Καὶ νά, σ’ αὐ­τὴν τὴν σκλη­ρὴ ἐ­πο­χὴ τοῦ χρό­νου καὶ κά­τω ἀ­πὸ τὴν καυ­τὴ κό­λα­ση τοῦ ἥ­λιου, πά­νω ἀ­πὸ τὸν φαρ­δύ­καμ­πο ἠ­χοῦν τρα­γού­δια καὶ ρέ­ουν πρὸς τὸν οὐ­ρα­νὸ σὰν προ­σευ­χὴ εὐ­χα­ρι­στί­ας. Φω­νὲς κο­ρι­τσι­ῶν ὑ­ψώ­νουν ἕ­να τρα­γού­δι νέ­ο, ἀ­νέ­με­λο, φαρ­δὺ-πλα­τὺ σὰν τὸν κάμ­πο, ἱ­ε­ρὸ σὰν τὸν ἔ­ρω­τα.
Ὁ λε­βέν­της Νι­κό­λας συ­χνὰ-πυ­κνὰ ἀ­φή­νει κά­τω το βα­ρὺ δε­μά­τι καὶ ἀ­φουγ­κρά­ζε­ται. Ὕ­στε­ρα χα­μο­γε­λα­στὸς πα­ρα­τη­ρεῖ τὴν γριά του μη­τέ­ρα καὶ τὴν μι­κρή του ἀ­δελ­φού­λα πῶς θε­ρί­ζουν τὰ στά­χια μό­νες. Ἡ ἀ­δελ­φή του γυ­ρί­ζει πρὸς τὴν με­ριά του καὶ πο­νη­ρὰ τὸν πει­ρά­ζει:
«Ἀ­δελ­φέ, δὲν μπο­ρεῖς ν’ ἀ­να­γνω­ρί­σεις τὴν φω­νὴ τῆς Πέν­κα!»
Καὶ τὸ ἡ­λι­ο­κα­μέ­νο της προ­σω­πά­κι λάμ­πει ἀ­πὸ τὸ χα­μό­γε­λο.
«Τὴν πιά­νω, ἀλ­λὰ ἀ­δύ­να­μη… ἀ­να­μι­γνύ­ε­ται μὲ τὶς ἄλ­λες καὶ χά­νε­ται!», ἀ­παν­τᾶ ὁ Νι­κό­λας καὶ συμ­πλη­ρώ­νει:
«Μη­τέ­ρα, γιὰ κά­τσε νὰ ξε­κου­ρα­στεῖς καὶ νὰ τὶς ἀ­κού­σεις! Ἂν πιά­σεις τὴν φω­νὴ τῆς Πέν­κα, νὰ ξέ­ρεις ὅ­τι πράγ­μα­τι θὰ γί­νει νύ­φη σου!»
Ἰσιώνει τὴν πλά­τη ἡ γριά του μη­τέ­ρα, τοῦ χα­μο­γε­λά­ει μὲ ἀ­γά­πη καὶ σκύ­βον­τας μὲ τὸ δρε­πά­νι, τοῦ λέ­ει:
«Ἂν ἐ­σὺ δὲν ἀ­να­γνω­ρί­ζεις τὴν φω­νή της, ἐ­γὼ θὰ τὴν κα­τα­λά­βω;»
«Ἂν τρα­γου­δοῦσε μό­νη της, πέ­ρα ἀ­πὸ θά­λασ­σες, θὰ τὴν ἀ­να­γνώ­ρι­ζα!»
Ἄ­ξαφ­να τὸ τρα­γού­δι τῶν κο­ρι­τσι­ῶν σώ­πα­σε καὶ ὁ κάμ­πος ἡ­σύ­χα­σε. Καὶ νά, ἀ­πὸ κά­που μα­κριὰ ὑ­ψώ­θη­κε μιὰ μο­να­χι­κὴ φω­νή, ψη­λὴ καὶ κου­δου­νι­στή. Στὴν ἀρ­χὴ τρε­μά­με­νη καὶ ἀ­νά­λα­φρη, ἀλ­λὰ σι­γὰ-σι­γὰ δυ­νά­μω­σε καὶ ἁ­πλώ­θη­κε δρι­μύ­τε­ρη πά­νω ἀ­πὸ τὸν κάμ­πο. Ὁ Νι­κό­λας ἀ­μό­λη­σε τὸ δε­μά­τι καὶ χτύ­πη­σε τὶς πα­λά­μες του.
«Ὁ­ρί­στε, εἶ­ναι ἐ­κεί­νη!»
Κι ἔ­μει­νε νὰ ἀ­φουγ­κρά­ζε­ται.
Τὸ τρα­γού­δι πλάταινε, νέ­ο καὶ ἀ­νέ­με­λο, κα­θα­ρὸ σὰν πη­γή, γε­μά­το ἐ­πι­θυ­μί­ες καὶ ἐλ­πί­δα. Ἐ­κεῖ­νο ἔ­φτια­χνε μπου­κέ­τα ἀ­πὸ γλυ­κό­λο­γα καὶ τὰ ἔ­στελ­νε μὲ ἀ­γά­πη σὲ κά­ποι­ον κά­που. Τὴν μιὰ τα­ραγ­μέ­να χα­νό­ταν, τὴν ἄλ­λη ὑ­ψω­νό­ταν θαρ­ρα­λέ­α, σὰν νὰ πά­λευ­ε μὲ κά­ποι­ο με­γά­λο κα­η­μό, μὲ κά­ποι­α μο­χθη­ρὴ ἀμ­φι­βο­λί­α, μὰ ὕ­στε­ρα νι­κη­φό­ρα ἀ­πο­κο­ρυ­φω­νό­ταν, ρέ­ον­τας ὁρ­μη­τι­κὰ καὶ ὑ­πε­ρή­φα­να.
Δὲν κρα­τή­θη­κε ὁ Νι­κό­λας, στά­θη­κε στὴν μέ­ση του χω­ρα­φιοῦ καὶ ἀ­να­φώ­νη­σε:
«Ἔ­ε­ε-ἔ­εχ!»
Ἠ­χη­ρά, ἀ­να­ζω­ο­γο­νη­τι­κὰ γέ­λια τοῦ ἀ­πάν­τη­σαν ἀ­πὸ τὰ κον­τι­νὰ χω­ρά­φια.
Τὰ χρυ­σὰ στά­χια τα­ρά­χτη­καν ἐ­λα­φριὰ καὶ σι­γο­ψι­θύ­ρι­σαν χα­ρού­με­να.
Τὸν ἄ­κου­σε ἡ Πέν­κα ἀ­πὸ μα­κριὰ ποὺ ἦ­ταν καὶ τοῦ ἔ­στει­λε ἕ­να τρα­γού­δι ἐ­ρω­τι­κό, ὅ­λο νο­ή­μα­τα.
Πά­νω ἀ­πὸ τὸν φαρ­δύ­καμ­πο, λὲς καὶ μ’ ἕ­ναν σταυ­ρὸ στὸ χέ­ρι, ἄ­νοι­ξε τὰ φτε­ρά της ἡ ἐλ­πί­δα, ἀ­κο­λου­θού­με­νη ἀ­πὸ τὴν χα­ρά.
Πῆ­ραν τὰ πά­νω τους οἱ κου­ρα­σμέ­νες ψυ­χὲς καὶ ὁ κάμ­πος σεί­σθη­κε ἀ­πὸ τρα­γού­δια καὶ γέ­λια.
Ἀλ­λὰ ἄ­ξαφ­να, ἀ­πὸ ἕ­να μα­κρι­νὸ χω­ρά­φι κα­τέ­φτα­σε ἕ­να ξυ­πό­λυ­το πι­τσι­ρί­κι καὶ φο­βι­σμέ­νο ἀ­να­κοί­νω­σε, ὅ­τι ἡ Πέν­κα εἶχε λι­πο­θυ­μή­σει.
Ἡ ἄ­σχη­μη αὐ­τὴ εἴ­δη­ση με­τα­δό­θη­κε στό­μα μὲ στό­μα σ’ ὅ­λο τὸν κάμ­πο.
«Ἡ Πέν­κα κα­τέρ­ρευ­σε ἀ­πὸ τὴν ζέ­στη!»
«Θε­ὲ καὶ Κύ­ρι­ε!»
«Καὶ ἄλ­λο θύ­μα!»
Οὔ­τε θε­ο­μη­νί­α δὲν θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ χτυ­πή­σει τό­σο βα­ριὰ τὶς ψυ­χὲς τῶν χω­ρι­κῶν.
Πέ­τα­ξαν οἱ ἄν­θρω­ποι τὰ κο­φτε­ρὰ δρε­πά­νια καὶ κυ­ρι­ευ­μέ­νοι ἀ­πὸ τρό­μο καὶ θλί­ψη, ἔ­τρε­χαν πρὸς τὸ χω­ρά­φι τῆς Πέν­κα.
«Ἂς εἶ­ναι ψέ­μα, Κύ­ρι­ε!»
Καὶ γυ­ναῖ­κες, καὶ κο­ρί­τσια, καὶ ἄν­δρες, καὶ μη­τέ­ρες συγ­κεν­τρώ­θη­καν ἔν­τρο­μοι στὸ χω­ρά­φι της.
Δί­πλα σ΄ ἕ­να χρυ­σα­φέ­νιο δε­μά­τι εἶ­χε πέ­σει ἀ­νά­σκε­λα, σὰν πυ­ρο­βο­λη­μέ­νη, ἡ Πέν­κα – τὸ κα­μά­ρι τοῦ χω­ριοῦ. Τὸ λευ­κό της μαν­τί­λι σκέ­πα­ζε τὰ μά­τια της, γιὰ νὰ σκιά­σει τὸ ὡ­ραῖ­ο της πρό­σω­πο. Τὰ πυ­κνά της μα­τό­κλα­δα – κλει­σμέ­να γιὰ πάν­τα. Ἀ­πὸ τὰ μι­σά­νοι­χτά της χεί­λη εἶ­χε τρέ­ξει μιὰ ἄ­λι­κη στά­λα αἵ­μα­τος, χρω­μα­τί­ζον­τας τὸν λευ­κό της λαι­μό. Τὸ ἕ­να της χέ­ρι ἀ­κό­μη κρα­τοῦ­σε τὸ κο­φτε­ρὸ δρε­πά­νι, ἐ­νῶ στὸ ἄλ­λο βα­στοῦ­σε τὰ κομ­μέ­να στά­χια.
Τὸ κο­ρί­τσι εἶ­χε πά­θει θερ­μο­πλη­ξί­α.
Ἔ­τρε­ξε ὁ Νι­κό­λας τρε­λα­μέ­νος, σὲ ἀπόγνωση, μέ­ρια­ζε τὸν κό­σμο κι ἔ­πε­σε δί­πλα ἀ­πὸ τὸ ἄ­ψυ­χο σῶ­μα τῆς κο­πέ­λας.
«Πέν­κα, χα­ρά μου, Πέν­κα, τρα­γού­δι μου!», πνί­γη­κε ἡ φω­νή του μέ­σα σὲ λυγ­μούς.
Τὴν ἑ­πό­με­νη μέ­ρα ὁ ἥ­λιος καὶ πά­λι ἔ­και­γε ἀ­νε­λέ­η­τα, ἀλ­λὰ στὰ χω­ρά­φια δὲν ὑ­πῆρ­χαν ἐρ­γά­τες. Τὰ στά­χια καί­γον­ταν κι ἔ­πε­φταν μο­να­χι­κά.
Ὁ κάμ­πος γι­όρ­τα­ζε βα­ριὰ γι­ορ­τή.
Κή­δευ­αν τὴν Πέν­κα. https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/


Πίνακας - Σιράκ Σκίτνικ

iii. Βέρα Μουταφτσίεβα 

Η Βέρα Μουταφτσίεβα γεννήθηκε στις 28.3.1929 στη Σόφια. Είναι διδάκτωρ Ιστορίας, ειδικευμένη σε θέματα Ιστορίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Εχει γράψει πολλές μονογραφίες και επιστημονικές μελέτες για το Βυζάντιο και την Τουρκοκρατία στα Βαλκάνια.
Στη λογοτεχνία εμφανίζεται στις αρχές της δεκαετίας του '70 με το έργο της "Χρονικό του Θολού Καιρού", που αναφέρεται στη ζωή των Βουλγάρων κατά τη διάρκεια του 18ου και του 19ου αιώνα.
Ακολουθούν τα μυθιστορήματα: "Τζεμ, ο Ικέτης της Ανατολής", "Οι Τελευταίοι της Δυναστείας του Σισμάν", "Η Προφητεία της Παγκανέ και Εγώ, η Αννα Κομνηνή".
Εργα της έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από δεκαπέντε γλώσσες.http://www.biblionet.gr/ 




ΒΙΒΛΙΑ 
Τζεμ, ο ικέτης της Ανατολής

Ο Τζεμ, γιος του Μωάμεθ Β΄ του Πορθητή, μετά το θάνατο του πατέρα του αποπειράθηκε να αποσπάσει το θρόνο από τον πρωτότοκο αδελφό του και νόμιμο διάδοχο Βαγιαζήτ Β΄, με την υποστήριξη του μεγάλου βεζίρη Μεχμέτ πασά Νισαντζή. Αφού ηττήθηκε στο Γενισεχίρ και στην 'Αγκυρα, κατέφυγε στο Κάιρο, στο Σουλτάνο της Αιγύπτου Καΐτ μπέη, και αργότερα, μετά από νέα αποτυχία του στο Ικόνιο, ζήτησε άσυλο από τους Ιππότες της Ρόδου.

Η οργή του Βαγιαζήτ Β΄ και η επιθυμία του για εκδίκηση καταδίωξε τον Τζεμ και στη Ρόδο, όπου έστειλε μισθοφόρους για να φονεύσουν ή να δηλητηριάσουν τον αδελφό του. Μετά την αποκάλυψη αυτών των άνανδρων σχεδίων, έγιναν διαπραγματεύσεις ειρήνης των Οθωμανών με το Τάγμα των Ιπποτών της Ρόδου.
Συνοδευόμενος πάντα από τον πιστό του ακόλουθο Σααντί, ο Τζεμ οδηγούνταν από το ένα φρούριο των Ιπποτών στο άλλο, εξακολουθώντας για αρκετό καιρό να πιστεύει ότι θα γινόταν ο σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Παιχνίδι της πολιτικής των χριστιανών ηγεμόνων και ενώ η "τιμή" του σε χρυσά δουκάτα ανέβαινε συνεχώς, ο Τζεμ πέθανε, τελικά, δηλητηριασμένος από τον πάπα, στη Νεάπολη, και θάφτηκε στην Προύσα από τον αδελφό του.http://www.biblionet.gr/

"Εγώ, η Άννα Κομνηνή"

«Η πρώτη μου ανάμνηση είναι μια αγάπη τεράστια σαν το σύμπαν. Συνηθίζουμε να θεωρούμε την ανάμνηση κάτι σαν αναστημένη εικόνα και καθόλου σαν αίσθημα ή διάθεση. Όμως εγώ θυμάμαι καλά την καθολική αγάπη που διαπερνούσε τα παιδικά μου χρόνια. Έμοιαζε να πηγάζει από μέσα μου και να πλημμυρίζει ολόκληρο τον κόσμο μου για να τον κάνει αειθαλή, ικανό να ανθίζει και τις τέσσερις εποχές του χρόνου.
Αργότερα, κάποιοι κοντινοί και μακρινοί σύγχρονοί μου αλλά και κατοπινοί μου βιογράφοι έκφραζαν το θαυμασμό τους προς τα πολύπλευρα χαρίσματά μου, αλλά εγώ δε συμμερίζομαι αυτό τους τον ενθουσιασμό. Όλα μου τα χαρίσματα έχουν κοινή ρίζα - τη χαρά από το γεγονός της ζωής. Με τον τρόπο που και η ασχημότερη ύπαρξη ομορφαίνει γλυκομίλητη και θαρραλέα όταν την επισκέπτεται ο μεγάλος έρωτας, έτσι κι εγώ λαμποκοπούσα από χαρίσματα, γιατί ήμουν ερωτευμένη με τον κόσμο».http://www.livanis.gr/

ΑΓΡΟΤΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ (15ος-16ος ΑΙ)

Το βιβλίο αυτό έχει θεμελιώδη σημασία, ως θέμα επιστημονικής έρευνας, για την κατανόηση όχι μόνο του 15ου και 16ου αιώνα, αλλά και των μεταγενέστερων. Πρόκειται για ένα εξαντλητικό έργο που δεν περιορίζεται στην απλή πληροφόρηση του ανειδίκευτου αναγνώστη, αλλά διαγράφει προοπτικές για συζήτηση και θέτει προβλήματα ακόμη και στον ειδικό ερευνητή, αφού αποτελεί έναν πακτωλό άγνωστων, σε μεγάλο βαθμό, πληροφοριών που προωθούν την έρευνα.



Πίνακας - Σιράκ Σκίτνικ
iv. Σιράκ Σκίτνικ - Ζωγράφος 

Το πραγματικό όνομα του Σιράκ Σκίτνικ (που ήταν το καλλιτεχνικό του ψευδώνυμο), ήταν Παναγιότ Τόντοροφ Χρίστοφ.
Γεννήθηκε στην πόλη Σλίβεν το 1883. Ήταν απόφοιτος της Θεολογικής Σχολής στην πόλη Σάμοκοφ, εργάστηκε ως δάσκαλος, ανέβασε και έπαιζε ρόλους σε διάφορες παραστάσεις.
Την περίοδο 1907, 1908-1912 σπούδασε στην Αγία Πετρούπολη, στην Σχολή Καλών Τεχνών της Ζβάντσεβα, όπου καθηγητές του ήταν οι Λεόν Μπακστ, Κουσμά Πετρόφ-Βόντκιν και Μστισλάβ Ντομπουζίνσκι. Ήταν συμφοιτητής με τους Μαρκ Σαγκάλ και Βασίλι Καντίνσκι. Ήταν μέλος της ομάδας „Ο κόσμος της τέχνης”, η οποία στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα διαμορφώθηκε ως κέντρο της ρωσικής πρωτοπορίας. Ο Σκίτνικ γνώρισε τις σύγχρονες τάσεις στην ευρωπαϊκή τέχνη, επηρεάστηκε από την Διακοσμητική Σχολή της Αγίας Πετρούπολης, έστειλε λογοτεχνικά-καλλιτεχνικά γράμματα στο περιοδικό «Δημοκρατική ανασκόπηση».
Το 1912 επέστρεψε στη Βουλγαρία και συμμετείχε στον Βαλκανικό πόλεμο, και αργότερα στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου τραυματίστηκε.
Εργάστηκε ως δάσκαλος, υπήρξε δραματουργός και καλλιτεχνικός γραμματέας στο Εθνικό θέατρο, βιβλιοθηκάριος στο υπουργείο Εθνικής Παιδείας. Το 1931 εξελέγη πρώτος πρόεδρος της νεοϊδρυθείσας Ένωσης των Ζωγραφικών Συλλόγων στη Βουλγαρία. Το 1935 διορίστηκε γενικός διευθυντής του ραδιοφωνικού σταθμού «Σόφια», όπου εργάστηκε μέχρι τον θάνατό του το 1943. http://www.grreporter.info/ 

"Ο κόκκινος θάμνος" του Σιράκ Σκίτνικ










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου