Ο Λουίτζι Πιραντέλλο (ιταλικά: Luigi Pirandello, 28 Ιουνίου 1867 - 10 Δεκεμβρίου 1936), ήταν Ιταλός δραματουργός, μυθιστοριογράφος και δοκιμιογράφος, στον οποίο απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1934.
Γεννήθηκε στο Αγκριτζέντο της Σικελίας, τον αρχαίο Ακράγαντα. Προερχόταν από αστική οικογένεια του Risorgimento που ήταν ιδιοκτήτρια κτημάτων και ορυχείων θείου. Αρχικά, ήθελε να ακολουθήσει σταδιοδρομία φιλολόγου και διαλεκτολόγου (υποστηρίζει στη Βόννη μια διατριβή για τη φωνητική και τη μορφολογία του ιδιώματος της γενέτειράς του πόλης) και εισοδηματία ποιητή - τα πρώτα του δημοσιεύματα είναι πράγματι μικροί τόμοι λυρικών ποιημάτων που κλίνουν προς την ευαισθησία του λυκόφωτος και του ρομαντισμού, όπως τα Mal giocondo (Χαρούμενο κακό, 1889), Pasqua di Gea (Πάσχα της Γης, 1891) και Elegia renane (Ελεγεία του Ρήνου, 1895)- που έχουν συντεθεί λίγο πολύ πάνω στο πρότυπο των Ρωμαϊκών ελεγείων του Γκαίτε τα οποία μετέφρασε τον επόμενο χρόνο. Σπούδασε φιλολογία στο Παρίσι και στη Βόννηκαι δίδαξε ως καθηγητής της ιταλικής φιλολογίας στο ανώτατο ινστιτούτο της ιταλικής πρωτεύουσας. Στη Ρώμη ο Πιραντέλο συνεργάστηκε με πολλά λογοτεχνικά περιοδικά. δημοσιεύοντας ποιήματα και πεζογραφήματά του. Έγινε γνωστός στο ευρύτερο κοινό με το μυθιστόρημά του "Ο μακαρίτης Ματθαίος Πασκάλ". Εκείνο όμως που τον έκανε παγκοσμίως γνωστό ήταν το θεατρικό του έργο. Το πρώτο μέρος του συνολικού θεατρικού του έργου ο Πιραντέλο το έγραψε σε μια ιδιαίτερα οδυνηρή εποχή γι' αυτόν, εξαιτίας του θανάτου της μητέρας του και της διανοητικής αρρώστιας της συζύγου του. Από τα πολλά έργα του Πιραντέλο αναφέρουμε τα : Όταν ήμουν τρελός, Όπως με θέλεις, Να ντύσουμε τους γυμνούς, Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα, Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε, Απόψε αυτοσχεδιαζουμε.
Ελληνικές μεταφράσεις έργων του Πιραντέλλο
Θέατρο
Così è (se vi pare) (Έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε, 1916) : Μάριος Πλωρίτης ("Γκόνη")
Liolà (Λιολά, 1916) : Πάρις Θεοφανίδης ("Δωδώνη")
Il piacere dell'onestà (Η ηδονή της τιμιότητος, 1917) : Μάριος Πλωρίτης ("Γκόνη")
La patente (Η πατέντα, 1918) : Μάνθος Κρίσπης (Νέα Εστία, 1961 Β΄)
Sei personaggi in cerca d'autore (Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα, 1921) : Αλέξης Σολομός ("Δωδώνη")
Enrico IV (Ερρίκος Δ΄) : Γ.Ρούσος ("Γκόνη")
Come Tu Me Vuoi - L'imbecille (Όπως Με Θέλεις - Ο ηλίθιος, 1922) : Μάριος Πλωρίτης ("Δωδώνη")
Vestire gli ignudi (Να ντύσουμε τους γυμνούς, 1922) : Μάριος Πλωρίτης ("Γνώση")
L'uomo dal fiore in bocca (Ο άνθρωπος με το λουλούδι στο στόμα, 1923) : Λ.Μυριβήλη ("Γκόνη")
Come tu mi vuoi ('Οπως με θέλεις, 1930) : Μάριος Πλωρίτης ("Δωδώνη")
Questa sera si recita a soggetto (Απόψε αυτοσχεδιάζουμε, 1930) : Δημήτρης Μυράτ ("Δωδώνη")
O di uno o di nessuno (Ενας ή κανένας, 1929) και All' uscita (Στην Εξοδο, 1916) μετ. Ιάνης Λο Σκόκκο (ἐκδ. Μαρή)
NON SI SA COME (Δίχως Να Ξέρεις Πως, 1934): Άννα Βαρβαρέτσου-Τζόγια ("Δωδώνη")
Οι Γίγαντες του Βουνού: Χρίστος Κρεμνιώτης ("Ηριδανός")
Ο Άνθρωπος, Το Κτήνος και η Αρετή: Ερρίκος Μπελιές ("Ηριδανός")
Μονόπρακτα: Ερρίκος Μπελιές ("Ηριδανός")
Πεζογραφία
L’ esclusa (Η αποδιωγμένη, 1901) : Πάνος Ράμμος ("Παρατηρητής")
Il fu Mattia Pascal (Ο μακαρίτης Ματία Πασκάλ, 1904) : Μανώλης Γιαλουράκης ("Πανεπιστημιακός Τύπος")
Quaderni di Serafino Gubbio, operatore (Τετράδια του Σεραφίνο Γκούμπιο, κινηματογραφιστή, 1916 & 1925) : Γ.Λαμπιδώνης ("Αστάρτη")
Uno, Nessuno e Centomila ('Ενας Κανένας και Εκατό Χιλιάδες): Αγνή Σπηλιώτη-Αγγέλου ("Ζαχαρόπουλος Σ.Ι.")
Χάος, Μετάφραση: Σωτήρης Τριβιζάς, Εκδόσεις: Καστανιώτη
διηγήματα : πλείονες ("Δίφρος")
διηγήματα : Κατ.Γλυκοφρύδη ("Καστανιώτης")
Ευρωπαϊκά γράμματα: ιστορία της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Αθήνα: Σοκόλης, 1999.
Σοφία Ιορδανίδου - Εισαγωγή στο έργο του Πιραντέλο
Pirandello in 1884. |
Οι μάσκες και ο καθρέφτης: «Ο καθένας μας δεν είναι αυτό που νομίζει ότι είναι, αλλά είναι ένας, κανένας κι εκατό χιλιάδες», γράφει ο Σίλβιο ντ’ Αμίκο, σχολιάζοντας την ιδεολογία που διατρέχει το έργο του βραβευμένου με το Νόμπελ λογοτεχνίας (1934) Λουίτζι Πιραντέλλο, που επανέφερε την Ιταλία στο κύριο ρεύμα της ευρωπαϊκής δραματουργίας. Πράγματι, σε αυτήν ακριβώς την ιδέα του για την πολλαπλότητα του ατόμου, τη διάσπαση του ατόμου και τη συνεπακόλουθη υποκειμενικότητα της αλήθειας στηρίζεται ολόκληρη η δραματουργία του σικελού δραματουργού, που έμελλε να γίνει ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του θεάτρου του «γκροτέσκ», γενέθλιος τόπος του οποίου είναι η Ιταλία.
Κοινό θέμα των θεατρικών συγγραφέων που προηγήθηκαν του Πιραντέλλο, του Λουίτζι Κιαρέλλι, του Λουίτζι Αντονέλλι και του Ρόσσο ντι σαν Σεκόντο, είναι ο χειρισμός της «ιλαροτραγικής αιώρησης του ανθρώπου ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία»1 με ένα γκροτέσκ χιούμορ. Το θέμα της «μάσκας» του προσώπου βρίσκει την κορύφωσή του στο θέατρο του Πιραντέλλο∙ η πάλη ανάμεσα στο πρόσωπο και τη μάσκα του οδηγείται, διά μέσου την άφταστης συγγραφικής δεξιοτεχνίας του, σε εκβάσεις σπαρακτικές: «Όταν αντικρίζουμε τον εαυτό μας, έλεγε ο ίδιος, η ομαδική συνέπεια είναι ένας ασυγκράτητος θρήνος. Ο θρήνος αυτός αποτελεί το θέατρό μου». Κι όμως, από το θέατρό του δε λείπει το έλεος για τους ήρωές του. Στα έργα του τον απασχολεί η ματαιότητα των επιδιώξεων του ανθρώπου και η αδυναμία του να κατανοήσει ολοκληρωτικά και αντικειμενικά μια προσωπικότητα. Τα πλέον αντιπροσωπευτικά της γραφής του είναι τα Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα, Ερρίκος ο Δ΄, Να ντύσουμε τους γυμνούς, Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε.
Τα έργα του Πιραντέλλο θα μπορούσαμε να τα κατηγοριοποιήσουμε ως εξής: α) η ιλαροτραγωδία του ερωτικού τριγώνου, β) η μάσκα και το πρόσωπο, γ) οι ηθογραφίες στη σικελική διάλεκτο και δ) τα συμβολικά έργα.
Ο Λουίτζι Πιραντέλλο δεν είχε ταξιδέψει ποτέ στην Ελλάδα. Ο ίδιος, ωστόσο, θαύμαζε τη χώρα μας, ως πατρίδα του θεάτρου. Σε συνέντευξή του που είχε παραχωρήσει στον Κώστα Ουράνη, λέει σχετικά: «Την Ελλάδα τη φέρνω μέσα μου. Το πνεύμα της παρηγοράει και φωτίζει την ψυχή μου. Μπορώ μάλιστα να σας πω ότι, χωρίς να ‘χω πάει, την ξέρω. Είμαι από τη Σικελία, από τη Μεγάλη Ελλάδα, κι υπάρχει πολύ από την Ελλάδα στη Σικελία. […] Άλλωστε […] είμαι ο ίδιος ελληνικής καταγωγής. Το όνομά μου είναι Πυράγγελος. Το Πιραντέλλο δεν είναι παρά η φωνητική παραφθορά του: Πιραντζέλο, Πιραντέλλο…».
Η αρχαία ελληνική τραγωδία έχει παίξει, όπως ο ίδιος διατείνεται, σημαντικό ρόλο στο έργο του Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα: «…το έχω συλλάβει σαν ελληνικό κλασσικό έργο. Έβαλα σ’ αυτό το Χορό […] Ο Χορός στο έργο μου είναι οι ηθοποιοί. Κορυφαίος του Χορού είναι ο διευθυντής του θεάτρου. Και τα «έξι πρόσωπα» είναι τα τραγικά πρόσωπα του έργου […] Θα ‘θελα να κατέβαινα κάποτε στην Ελλάδα, για να παρουσιάσω εγώ ο ίδιος, στον τόπο της τραγωδίας, τα «Έξι πρόσωπα» σαν αρχαία τραγωδία…»2.
Στην Ελλάδα η πρόσληψη του έργου του Σικελού δραματουργού είναι εκτεταμένη: από το 1914, οπότε πρωτοπαρουσιάστηκε έργο του, μέχρι σήμερα έχουν παρουσιαστεί 27 από τα 44 έργα του σε 103 παραστάσεις. Αρχικά η κριτική και το κοινό διχάζονται όσον αφορά το νεοφερμένο συγγραφέα: οι παραστάσεις του επισύρουν επικριτικά σχόλια ή θριαμβευτικούς επαίνους. Με την πάροδο όμως των ετών, οι θεατράνθρωποι αποδέχονται τον Πιραντέλλο ως μείζονα συγγραφέα.
Η υποδοχή του ξεκινά το 1914 με την παράσταση του έργου του Η μέγγενη, από το θίασο της Κυβέλης. Την ευθύνη για την πρώτη εκείνη παρουσίαση έργου του Πιραντέλλο φέρει ο Τηλέμαχος Λεπενιώτης, ένας από τους «μύστες» της Νέας Σκηνής του πρωτοπόρου σκηνοθέτη Κωνσταντίνου Χρηστομάνου. Αξίζει να αναφερθεί, πως η Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα εκτός Ιταλίας, στην οποία παρουσιάζεται έργο του βραβευμένου με Νόμπελ σικελού συγγραφέα.
Τα χρόνια που ακολουθούν, κύριος φορέας του έργου του στη χώρα μας, θα είναι ο Σπύρος Μελάς, ο οποίος συστήνει στο ελληνικό κοινό τα κυριότερα έργα του, ενώ στις παραστάσεις του καθιερώνεται η Ελένη Παπαδάκη ως η σημαντικότερη ελληνίδα πιραντελλική ηθοποιός. Τις μετέπειτα δεκαετίες οι μορφές που θα κυριαρχήσουν στη σκηνοθεσία έργων του Λουίτζι Πιραντέλλο θα είναι αυτές του Καρόλου Κουν και του Δημήτρη Μυράτ, ο οποίος μάλιστα θα τιμηθεί το 1983 με το βραβείο για «τον καλύτερο πιραντελλικό σκηνοθέτη εκτός Ιταλίας», ενώ κατεξοχήν ερμηνευτής σε έργα του Ιταλού συγγραφέα θα είναι και ο Βασίλης Διαμαντόπουλος.
Σοφία Ιορδανίδου - Δημοσιογράφος , Σύμβουλος Επικοινωνίας
ΘΕΑΤΡΙΚΑ ΕΡΓΑ |
i.ΕΞΙ ΠΡΟΣΩΠΑ ΖΗΤΟΥΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Το πιο διάσημο και ριζοσπαστικό έργο του Ιταλού συγγραφέα, γράφτηκε το 1921 και άνοιξε νέους δρόμους στο σύγχρονο ευρωπαϊκό δραματολόγιο.
Σε ένα θέατρο ο θίασος ετοιμάζει παράσταση και ξαφνικά εμφανίζονται τα έξι μέλη μιας οικογένειας, δημιουργήματα κάποιου συγγραφέα που ξεκίνησε να γράφει ένα θεατρικό έργο αλλά δεν το τελείωσε ποτέ. Αυτά τα έξι πρόσωπα ζητάνε από τον θιασάρχη να ανεβάσει έργο με θέμα τη δική τους ζωή, οπότε να αποκτήσουν και πλήρη θεατρική υπόσταση. Ο Πιραντέλλο πραγματεύεται τις έννοιες "μάσκα" και "πρόσωπο", "σύμβαση" και "αλήθεια", "ύπαρξη" και "οντότητα" για να δείξει την εντυπωσιακή αντίθεση τους.
Στο Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα, οι θεατές παρακολουθούν τις πρόβες ενός θιάσου όταν ξαφνικά εισβάλλουν στο θέατρο έξι χαρακτήρες οι οποίοι ζητούν από τον σκηνοθέτη να αναλάβει να γράψει την ιστορία τους και να την ανεβάσει. Οι χαρακτήρες ζητούν επίμονα να τους δοθεί ζωή, να τους επιτραπεί να αφηγηθούν την ιστορία τους. Για το σκοπό αυτό ο καθένας τους παρουσιάζει την ιστορία, ειδωμένη όμως από τη δική του οπτική γωνία. Ο Πιραντέλο περιγράφει πώς συνέλαβε την ιδέα του έργου στην εισαγωγή της έντυπης έκδοσής του: μια άκαρπη προσπάθεια για ένα έργο που σταμάτησε να γράφει όταν συνειδητοποίησε ότι έχει στενοχωρήσει ήδη τους αναγνώστες του με εκατοντάδες και εκατοντάδες ιστορίες. "Γιατί να τους στενοχωρήσω τώρα με τη διήγηση των θλιβερών εμπλοκών αυτών των έξι δυστυχισμένων;" Οι χαρακτήρες, εντούτοις, ήδη υπάρχοντες στο μυαλό του, λέει ο ίδιος: "ήταν πλάσματα του πνεύματός μου, αυτοί οι έξι ζούσαν ήδη μια ζωή που ήταν δική τους κι όχι δική μου πια, μια ζωή που δεν ήταν στη δύναμή μου να τους αρνηθώ πλέον."
Χαρακτήρες
Ο Πατέρας - Είναι παντρεμένος αρχικά με Τη Μητέρα και επιμένει να στείλουν το γιο μακριά για να ζήσει στη εξοχή. Ύστερα, είπε Στη Μητέρα να παντρευτεί ένα άλλο άτομο που αισθάνθηκε ότι αγάπησε περισσότερο. Αργότερα, δημιουργεί σχεδόν σχέση με την προγονή του (Την Κόρη) έως ότου παρεμβαίνει Η Μητέρα. Όταν μαθαίνει ότι ο δεύτερος σύζυγος Της Μητέρας πέθανε, φέρνει αυτή, Το Γιο, Την Κόρη, Το Κορίτσι, και Το Αγόρι πίσω για να ζήσουν μαζί του.
Η Μητέρα - Αρχικά παντρεμένη με Τον Πατέρα, ερωτεύεται έναν από τους υπαλλήλους του και φεύγει με αυτόν με εντολή Του Πατέρα. Έχει τρία παιδιά, Το αγόρι, Το Κορίτσι, και Την Κόρη με το δεύτερο σύζυγο και έχει Το Γιο με Τον Πατέρα.
Ο Γιος - Ο γιος Του Πατέρα και Της Μητέρας. Για να τον κάνει πιο δυνατό, Ο Πατέρας τον στέλνει μακριά στην εξοχή για να ζήσει με μια παραμάνα όταν είναι μωρό. Επομένως, μεγάλωσε χωρίς να γνωρίζει τους γονείς του και τους αντιπαθεί. Αντιπαθεί επίσης την θετή οικογένειά του, μην θεωρώντας τους μέρος της οικογένειας.
Η Κόρη - η εύψυχη κόρη Της Μητέρας και του δεύτερου συζύγου της. Απασχολείται από την Μαντάμ Πάτσε και ύστερα από "δύο μήνες ορφανή", δημιουργεί σχεδόν ένα δεσμό με Τον Πατέρα. Αναφέρεται ότι το σκάει από το σπίτι αργότερα στην ιστορία. Σύμφωνα με την ίδια, πήγαινε στο συγγραφέα της ιστορίας συνεχώς, προσπαθώντας να τον κάνει να τελειώσει την ιστορία.
Το Αγόρι - το μεσαίο παιδί και μόνος γιος Της Μητέρας από το δεύτερο σύζυγό της. Αντιπαθείται από Την Κόρη, η οποία νομίζει ότι είναι ηλίθιος. Δεν μιλά ποτέ κατά τη διάρκεια του έργου. Στο τέλος του παιχνιδιού, αυτοκτονεί πυροβολώντας το κεφάλι του με ένα περίστροφο.
Το Κορίτσι- η νεώτερη κόρη Της Μητέρας και του δεύτερου συζύγου της. Είναι η συμπάθεια Της Κόρης. Αναφέρεται μια φορά ότι ονομάζεται Ροζέτα. Δεν μιλά ποτέ κατά τη διάρκεια του έργου. Στο τέλος του έργου, πνίγεται σε μια λιμνούλα μέσα στην οποία έπαιζε, αν και Ο Γιος προσπαθεί να την τραβήξει έξω.
Η Μαντάμ Πάτσε - εργοδότρια της μητέρας και (πιό πρόσφατα) Της Κόρης. Διευθύνει ένα κατάστημα - οίκο ανοχής. Εμφανίζεται μόνο για ένα μικρό διάστημα στο έργο, όταν Η Κόρη και Ο Πατέρας εκτελούν μαζί τη σκηνή τους στο κατάστημα. Μιλά με ένα ιταλο-ισπανικό ύφος.
Ανάλυση
Το έργο αφιερώνει πολύ χρόνο στο να εκθέσει τους περιορισμούς του θεάτρου ως μέσο αφήγησης. Έτσι το έργο μπορεί να θεωρηθεί απλά ως μια άσκηση στην πολυεξερευνημένη σήμερα σφαίρα του μεταθεάτρου. Όμως ερευνά μεγαλύτερα ερωτήματα που προσδιορίζουν την ύπαρξη και υποδηλώνει ευθύνες σύμφυτες με τη δημιουργικότητα.
Το έργο πρωτοανέβηκε στη σκηνή το 1921 από την Compagnia Di Dario Niccomedi στο θέατρο Valle της Ρώμης με ανάμεικτη υποδοχή. Το κοινό χωρίστηκε σε υποστηρικτές και αντιπάλους του έργου, με τους δεύτερους να φωνάζουν: "Τρελοκομείο! Τρελοκομείο!" Ο συγγραφέας, που ήταν παρών στην παράσταση με την κόρη του Λιέτα, αναγκάστηκε ούτε λίγο ούτε πολύ να φυγαδευτεί από το θέατρο μέσω μιας βοηθητικής εξόδου, προκειμένου να αποφύγει το πλήθος των αγανακτισμένων αντιθέτων. Το ίδιο δράμα, εντούτοις, σημείωσε μεγάλη επιτυχία όταν παρουσιάστηκε στο Μιλάνο
ii. ΕΤΣΙ ΕΙΝΑΙ ΑΝ ΕΤΣΙ ΝΟΜΙΖΕΤΕ
Μυστήριο καλύπτει τη συμπεριφορά του κρατικού υπαλλήλου Πόνζα που έχει μετακομίσει με τη γυναίκα του και την πεθερά του σε μια άλλη πόλη, μετά από μια καταστροφή στον τόπο όπου εργαζόταν. Εντύπωση προκαλεί στον προϊστάμενο αλλά και στο περιβάλλον του –που ζει και αναπνέει για το κουτσομπολιό- ότι ο Πόνζα αναγκάζει τις δύο γυναίκες να ζουν χωριστά και τις απαγορεύει να συναντώνται μεταξύ τους. Όταν ο Πόνζα και η πεθερά του καλούνται για εξηγήσεις από τον προϊστάμενο και τον νομάρχη, οι απαντήσεις περιπλέκουν το μυστήριο, αφού ο καθένας έχει την δική του εκδοχή για την πραγματικότητα. https://www.n-t.gr/
....Τι είναι το έργο; Ενα παιχνίδι ανάμεσα σε αλήθειες και ρόλους, ένα παιχνίδι που επιβεβαιώνει την ανάγκη μας να κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας κυρίως αλλά και τους άλλους. Υπάρχει μία πραγματικότητα;
Ο Πιραντέλο τοποθετεί τη δράση σε ένα κλειστοφοβικό περιβάλλον, με τους ήρωες να προσπαθούν να αποδείξουν - ο καθένας για τον εαυτό του - την αλήθεια των αντιφατικών ιστοριών τους προκειμένου να ικανοποιήσουν την περιέργειά τους. Με τον Πόντσα στον κεντρικό ρόλο, τη γυναίκα του και την πρώην πεθερά του, ο Πιραντέλοδημιουργεί αυτό το τρίγωνο στο οποίο βασίζεται για να ξεδιπλώσει τις σκέψεις και τις απόψεις του. Το «Ετσι είναι αν έτσι νομίζετε» είναι μια σάτιρα ιδιοφυής και ποιητική μαζί, σκληρή και αδύναμη, σαρωτική αλλά και γεμάτη οίκτο για την αδυναμία του ανθρώπου να κατανοήσει τα αληθινά κίνητρα ακόμη και των δικών του πράξεων.
Στην πλοκή του έργου ο Πόντσα, ένας κρατικός υπάλληλος που έχει μετακομίσει με τη γυναίκα του και την πεθερά του σε μια άλλη πόλη, προκαλεί το ενδιαφέρον του περιβάλλοντός του και γεννά κουτσομπολιά με τον τρόπο που ζει μαζί με τις δύο γυναίκες. Ετσι, όταν ο ίδιος και η πεθερά του καλούνται για εξηγήσεις από τον προϊστάμενο και τον νομάρχη, οι απαντήσεις περιπλέκουν το μυστήριο, αφού ο καθένας έχει τη δική του εκδοχή για την πραγματικότητα.http://www.tovima.gr/
Ο Πιραντέλλο στον πρόλογο του έργου του γράφει: " Νομίζω πως η ζωή είναι μία πολύ θλιβερή φάρσα. Γιατί έχουμε μέσα μας -χωρίς να μπορούμε να ξέρουμε πως, γιατί κι από που- την ανάγκη να εξαπατούμε αδιάκοπα τον εαυτό μας, δημιουργώντας μία πραγματικότητα (μία για τον καθέναν και ποτέ την ίδια για όλους) που κάθε τόσο αποδεικνύεται ότι είναι μάταιη και φανταστική. Όταν ένας άνθρωπος ζει, ζει και δεν φαίνεται. Λοιπόν, κάντε έτσι ώστε να φαίνεται, δείξτε τον την ώρα που ζει υπό το κράτος των παθών του. Βάλτε μπροστά του έναν καθρέφτη. Τότε ή μένει κατάπληκτος από την όψη του ή στριφογυρίζει τα μάτια του για να μην δει τον εαυτό του ή έξω φρενών φτύνει την εικόνα του ή οργισμένος δίνει μία γροθιά για να την καταστρέψει. Κι αν έκλαιγε δεν μπορεί πια να κλάψει. Κι αν γελούσε δεν μπορεί πια να γελάσει άλλο. Μια φορά, κάτι δυσάρεστο θα είναι το αποτέλεσμα. Αυτό το δυσάρεστο είναι το Θέατρό μου. "
Οι ήρωες του Πιραντέλλο έχουν κοινό θέμα τους μία ιλαροτραγική αιώρηση ανάμεσα στην πραγματικότητα και την φαντασία.
«Θα μπορούσες να πεις πως τα έργα του είναι μεγαλειώδεις φάρσες», έγραψε ο Μάριος Πλωρίτης, που μετέφρασε τους διαλόγους στο«Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε» το 1966 »και το γελοίο ζευγαρώνει με το σπαρακτικό. Και τα δύο μαζί ενωμένα και αχώριστα, κραυγάζουν την αγωνία του ανθρώπου ανάμεσα στη θλιβερή εσωτερική του πραγματικότητα και στο εύθραυστο απατηλό προσωπείο του».
To έργο, το οποίο είναι εμπνευσμένο από το διήγημα ‘’Η κυρία Φρόλα και ο κύριος Πόντζα, ο γαμπρός της’’, ανέβηκε για πρώτη φορά στις 18 Ιουνίου 1917 στο θέατρο Olimpia του Μιλάνο από τον θίασο του Βιρτζίνιο Τάλλι.
Η υπόθεση
Ο Λαμπέρτο Λαουντίζι, πρωταγωνιστής της υπόθεσης στο «Έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε», ενέχει την ματιά του συγγραφέα για τα πράγματα. Ακονισμένο πνεύμα, θυμώνει εύκολα αλλά έπειτα γελάει κι αφήνει τους άλλους να κάνουν του κεφαλιού τους, διασκεδάζοντας με το θέαμα της ανθρώπινης βλακείας. Βρίσκεται στο σαλόνι του σπιτιού της αδερφής του, της οποίας ο σύζυγος είναι γενικός γραμματέας του Νομάρχη (πρόσωπο υψηλά ιστάμενο στην τοπική κοινωνία). Τόσο η αδερφή του όσο κι η κόρη της είναι αναστατωμένες με την υποτιθέμενα προσβλητική συμπεριφορά που τους επέδειξε η νέα τους γειτόνισσα. Πρόκειται για μία ηλικιωμένη κυρία που εγκατέστησε ο -άρτι αφιχθείς στην πόλη- γαμπρός της στο διπλανό διαμέρισμα. Οι δύο γυναίκες δοκίμασαν από περιέργεια να την προσεγγίσουν αλλά η γειτόνισσα τυπικά και ψυχρά απέφυγε να ικανοποιήσει την περιέργειά τους (σχετικά με την ζωή της, τον γαμπρό και την κόρη της, που αποτελούν τα νέα πρόσωπα μία κλειστής κοινωνίας που διψάει για κουτσομπολιό). Αδερφή και ανηψιά εξηγούν στον Λαουντίζι ότι η κατάσταση «τις αφορά» καθώς ο γαμπρός καθημερινά παίρνει την πεθερά του, την πηγαίνει στο σπίτι του (παράξενο που δεν μένουν μαζί) για να συναντήσει την κόρη της και σύζυγό του. Όμως η ηλικιωμένη γυναίκα αδυνατεί να ανέβει τα 100 σκαλοπάτια της οικίας του κι έτσι τραβάει ένα σκοινί που είναι συνδεμένο στο μπαλκόνι της κόρης της. Η κόρη βγαίνει και κοιτάζει την μητέρα εκ του μακρόθεν, συνομιλούν για λίγο και με ένα καλαθάκι που ανεβοκατεβαίνει ανάμεσά τους ανταλλάσσουν επιστολές. Ο γαμπρός -παρών και παρατηρητής- μόλις ολοκληρωθεί η κατ’ επίφασιν επίσκεψη επιστρέφει την πεθερά του στο διαμέρισμά της.
Και καθώς «η κοινή γνώμη» απαιτεί εξηγήσεις για αυτές τις ιδιόρυθμες συμπεριφορές, η αδερφή του Λαουντίζι ζήτησε από τον άντρα της να θέσει το θέμα στον ίδιο τον Νομάρχη, καλώντας τον να επιπλήξει την ηλικιωμένη γυναίκα και να την υποχρεώσει (τόσο την ίδια όσο και τον γαμπρό της) να παράσχουν εξηγήσεις. Ο Λαουντίζι αναφωνεί έκπληκτος:
Όλα τούτα είναι κατάχρηση εξουσίας, καθαρή τυραννία. Ασχολείστε γιατί δεν έχετε τι άλλο να κάνετε..
Εν τούτοις, το αίτημα πράγματι φτάνει στον Νομάρχη και σύντομα η μυστηριώδης γειτόνισσα (κυρία Φρόλλα) σπεύδει να δώσει εξηγήσεις. Αρχικά υπαινίσσεται ότι ο γαμπρός της είναι ένας εξαιρετικά ταλαιπωρημένος αλλά και ευαίσθητος συνάμα άνθρωπος. Το χωριό του καταστράφηκε πρόσφατα κι έχασε όλους τους συγγενείς του. Έκτοτε κρεμάστηκε κυριολεκτικά στον μοναδικό δικό του άνθρωπο: την γυναίκα του. Η κ. Φρόλλα λέει ότι και η ίδια δεν έχει λόγο να μην κατανοεί την ανάγκη του ζεύγους να μένει μόνο του. Εξάλλου, λατρεύει την κόρη της και αποφάσισε να αρκεστεί σ’ αυτήν την ιδιόρυθμη επικοινωνία, που επινόησε ο γαμπρός της για να την βλέπει.«Λατρεύει την κόρη μου, λέει η συμπαθής γυναίκα, και την θέλει αποκλειστικά δική του. Ακόμη κι η αγάπη της για την ίδια της την μητέρα θέλει (ο γαμπρός) να φτάνει
σε μένα διαμέσου εκείνου».
Η ομήγυρης ξαφνιάζεται από την εξήγηση. Τα σχόλια αρχίζουν. «Είναι εγωιστής, τρελός, τύραννος, απάνθρωπος». Η γυναίκα αποχωρεί από την σκηνή ενώ σε λίγο ο υπηρέτης αναγγέλλει μία αιφνίδια επίσκεψη: ο γαμπρός της (ο Πόνζα) ζητάει ακρόαση. Εμφανίζεται κάθιδρος και ταραγμένος. Καμία συνάρτηση με την εικόνα του «τέρατος» που ήδη είχαν όλοι στο νου τους. Εξηγεί στα γρήγορα το «δράμα» του. Η πεθερά του είναι τρελή. Η κόρη της πέθανε πριν από τέσσερα χρόνια, λέει ο Πόνζα και ο ίδιος παντρεύτηκε πρόσφατα την δεύτερη σύζυγό του. Όμως εξακολουθούσε να συντηρεί την πρώην πεθερά του συγκλονισμένος από το δράμα της. Ώσπου εκείνη ξαφνικά, βλέποντας την δεύτερη γυναίκα στο πλευρό του Πόνζα την «ταύτισε» με την κόρη της. Έτσι συνήλθε από την βαριά της κατάθλιψη και το ζευγάρι δέχτηκε να ενισχύσει την «φαντασίωση» που έκανε την ηλικιωμένη γυναίκα ευτυχισμένη και πάλι, από λύπηση και μόνο. Και επινόησαν όλη αυτή την τελετουργία για μία σύντομη και του εκ του μακρόθεν επικοινωνία.
Η ομήγυρης συγκλονίζεται. Τι δράμα! Τι άνθρωπος! Τι καλοσύνη! Ο Πάνζο εισπράττει τους επαίνους και αποχωρεί. Όμως στη σκηνή εισβάλλει και πάλι η πεθερά του: Ξέρω, σας είπε ότι είμαι τρελή, λέει ευθαρσώς. Και συνεχίζει με συμπάθεια: ο καημένος, όταν παντρεύτηκε την κόρη μου τον έπιασε ένα είδος τρέλας ερωτικής. Κάποτε κόντεψε να την πνίξει. Η κόρη μου χρειάστηκε να νοσηλευθεί σε κλινική. Την φυγαδεύσαμε στα κρυφά. Και μετά τον έπιασε μία φρενιασμένη απελπισία. Νόμιζε πως η γυναίκα του πέθανε. Ντύθηκε στα μαύρα. Έκανε χίλιες τρέλες και δεν καταφέραμε να του ξεκολλήσουμε αυτή την έμμονη ιδέα. Τόσο, που ένα χρόνο μετά, όταν η κόρη μου γιατρεμένη και ανθηρή επέστρεψε κοντά του, δεν θέλησε να την αναγνωρίσει. Για να τον κάνουμε να την ξαναπάρει αναγκαστήκαμε με την συνενοχή μερικών φίλων να σκηνοθετήσουμε ένα δεύτερο γάμο».
Η ομήγυρης ξανά ανάστατη. «Μα τότε είναι πράγματι τρελός». Το νέο αβίαστο συμπέρασμα.
Ο Λαουντίζι στέκεται ανάμεσά τους και τους λέει γελώντας δυνατά: «Κοιταζόσαστε όλοι στα μάτια ε; Λοιπόν, ποιά είναι η αλήθεια;».
Έρευνες αρχίζουν για επίσημα έγγραφα που θα τεκμηριώσουν ποιά ιστορία είναι αληθινή. Κάποτε ο Αστυνόμος φέρνει ένα και μοναδικό χαρτί, που όμως δεν φωτίζει αρκούντως την υπόθεση. «Για μένα η πραγματικότητα δεν βρίσκεται μέσα σ’ αυτά τα έγγραφα -λέει πάλι ο Λαουντίζι, αλλά στην ψυχή αυτών των δύο ανθρώπων και δεν μπορώ να ελπίζω πως θα φτάσω στο βάθος αυτής της ψυχής. Δεν μου μένει λοιπόν παρά να πιστέψω όσα μου λένε, γιατί απλούστατα δεν υπάρχουν αποδείξεις. Τις αποδείξεις που ζητάτε τις κατέστρεψαν οι ίδιοι μέσα στην ψυχή τους. Θα χωρέσει αυτό στο μυαλό σας καμία φορά;»
Η σκηνή αδειάζει. Ο Λαουντίζι μένει μόνος και κατευθύνεται σε έναν καθρέφτη. Γελάει κατάμουτρα στον εαυτό του και μετά τον ρωτά: «Δεν μου λες αγαπητέ, ποιός από τους δυo μας είναι τρελός; Εγώ λέω πως εσύ είσαι κι εσύ μου ανταποδίδεις το χτύπημα. Ας είναι, ας μην επιμείνουμε. Εδώ μεταξύ μας, ξέρουμε δα μία χαρά τι είμαστε κι οι δύο. Α, αν είμαστε μονάχοι στον κόσμο δεν θα είχαμε καμία δυσκολία. μα υπάρχουν βλέπεις κι οι άλλοι, αυτό είναι το κακό. Δεν σε βλέπουν με τον ίδιο τρόπο που σε βλέπω εγώ, μ’ εννοείς;. Και ξέρεις τι καταντάς να είσαι γι’ αυτούς; Ένα φάντασμα. Κι ωστόσο, δες τι ανόητοι που είναι οι άνθρωποι. Νάτοι τώρα φρενιασμένοι από την περιέργεια κυνηγάνε να τσακώσουν τους άλλους. Σαν να ήταν δυνατόν να τσακώσουν ένα φάντασμα…»
Ο Νομάρχης αποφασίζει να επιληφθεί προσωπικά του θέματος. Καλεί σε κατ’ αντιπαράστασιν εξέταση πεθερά και γαμπρό. Κι οι δύο έχουν επιχειρήματα. Κι οι δύο επιτείνουν τις υποψίες. Όλοι πλέον διψούν για την .. αλήθεια. Κι όλο μπερδεύονται και δυσκολεύονται να βγάλουν συμπέρασμα για το ποιός την λέει και ποιός της κρύβει. Ο Λαουντίζι προτείνει -εδώ που φτάσαμε- να ακούσουν και την περιβόητη σύζυγο του Πόνζα και κόρη της κυρίας Φρόλλα. Η γυναίκα «προσάγεται» στη σκηνή. Μαυροφορεμένη και με βέλο στο πρόσωπο.
– Τι άλλο μπορεί να θέλετε απ’o μένα, ύστερα από όσα μάθατε; τους ρωτά.
– Την αλήθεια, επιμένει καίτοι συγκινημένος ο Νομάρχης.
– Τι την αλήθεια; Η μόνη αλήθεια είναι αυτή. Είμαι πραγματικά η κόρη της κυρίας Φρόλλα και η δεύτερη σύζυγος του Πόνζα.
Νέο ξάφνιασμα στο ακροατήριο της.
– Πως αυτό; ρωτούν εν χορώ όλοι.
– Μα ναι, αναφωνεί η γυναίκα. Και για μένα δεν είμαι καμία, καμία.
Για μένα, είμαι εκείνη, που νομίζουν οι άλλοι.
Το Θέατρο Της Δευτέρας - Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε (1976)
iii. NA ΝΤΥΣΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΓΥΜΝΟΥΣ
Έργο γραμμένο το 1922, είναι ένα από τα πιο συγκροτημένα "παιχνίδια γύρω από την υποκειμενικότητα της μνήμης" που θεατροποιεί ο Λουίτζι Πιραντέλλο. Η Ερσίλια Ντρέι βρίσκεται σε ηθικό αδιέξοδο και, μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας, καταλήγει στο σπίτι του συγγραφέα Λουντοβίκο Νότα. Στην εξέλιξη του έργου θα αποδειχτεί πως όλοι οι ήρωες, δίμορφοι σαν τον Ιανό, υποστηρίζουν με επιμονή τη δική τους υποκειμενική αλήθεια θέτοντας στο κοινό μεταφυσικά και αναπάντητα ερωτήματα για την υπόσταση του ανθρώπου.http://www.biblionet.gr/
Περιγραφή:
Μια πολύ ευάλωτη, αδύνμη, λεηλατημένη κοπέλα είναι η Ερσίλια Ντρέι του έργου τούτου. «Γυμνή» κοινωνικά και οικονομικά -δασκάλα σε πλούσια σπίτια- ολομόναχη κι ανυπεράσπιστη, «δεν μπόρεσε ποτέ να είναι τίποτα» όπως λέει. Και παρομοιάζει τον εαυτό της, ίσα ίσα, με «ένα ρούχο της δουλειάς, ένα τριμμένο ρούχο, που το κρεμάνε κάθε βράδυ σ ένα καρφί, στον τοίχο». Μ όλο που είναι νέα κι όμορφη -ή ακριβώς γι αυτό- «δεν είχε ποτέ ένα ρούχο της προκοπής... που να μην το ξεσκίζουν τα σκυλιά που χυμούσαν ολοένα καταπάνω της από παντού...» όλοι εκείνοι που επωφελούνταν απ την φτώχεια και την ανημποριά της.
Κι όταν οι άλλοι, τα «σκυλιά», την προδίνουν και την κομματιάζουν όσο ποτέ, κι εκείνη απελπισμένη παίρνει δηλητήριο για ν αυτοκτονήσει... εκεί, την τελευταία στιγμή, θέλει «να φτιάξει ένα όμορφο ρούχο, όχι για να ζήσει, αλλά για να πεθάνει μ αυτό»: πλάθει μια «ρομαντική» εξήγηση για την αυτοκτονία της. [...]http://www.protoporia.gr/
Προτομή του Πιραντέλλο
σε δημόσιο πάρκο στο Παλέρμο.
|
«Πρόκειται για μια ζοφερή κωμωδία, στην οποία δεσπόζουν τα γνωστά μοτίβα της πιραντελλικής δραματουργίας. “Φαινομενική” και “Αντικειμενική” πραγματικότητα. Αμφισβήτηση του εγώ από το ίδιο το εγώ και τους άλλους. Ο Πιραντέλλο λέει: “Οι άνθρωποι ζουν με τις αυταπάτες τους και προσπαθούν απελπισμένα, στην πορεία της ζωής τους, να γνωρίσουν την πραγματικότητα”, “Δεν υπάρχει αντικειμενική αλήθεια, η αλήθεια είναι διαφορετική για κάθε άνθρωπο”, “Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να αυταπατώνται δημιουργώντας μια φανταστική πραγματικότητα για την ύπαρξή τους.
Οι ήρωες του έργου “ντύνουν” τα γυμνά γεγονότα της ζωής τους, με μια ψευδαίσθηση που τους βοηθάει να πιστοποιούν πως είναι ζωντανοί.
Το δημοσίευμα ενός σκανδαλοθήρα δημοσιογράφου, πυροδοτεί το μηχανισμό της απελπισμένης προσπάθειας της Ερσίλια Ντρέι και των τριών αντρών που την περιβάλλουν, να συνειδητοποιήσουν τις αυταπάτες, μέσα στις οποίες ζουν. Οι ήρωες εδώ ζουν σε μια μεγάλη εσωτερική αμφιβολία, που τελικά τους αφαιρεί σταδιακά τη συνείδηση του εγώ.
Παραμορφώνουν και παραποιούν θεληματικά ή άθελα, γεγονότα της ζωής τους, προκειμένου η πανικόβλητη ύπαρξή τους να προφυλαχτεί και να κρυφτεί. Να “ντυθεί”.
Η ψευδαίσθηση βοηθάει τη μοναχική ηρωίδα Ερσίλια Ντρέι, να προσπαθήσει να “ντυθεί” μ’ ένα “ρούχο” καθωσπρέπει. Τα γεγονότα του βίου της, παίρνουν διαφορετικές όψεις ανάλογα με το μέγεθος της φαντασίας με την οποία “ντύνει” τα γυμνά περιστατικά της ζωής της. Κοιτάζει τον εαυτό της μέσα σ’ ένα παραμορφωτικό καθρέφτη, μόλις τα εξωτερικά γεγονότα της δώσουν αφορμή γι’ αυτό. Επιχειρεί να υποστυλώσει την ύπαρξή της με διάφορα ρομαντικά ψέματα τα οποία κατασκευάζει και τα επιβάλει στα αντρικά πρόσωπα που την περιβάλουν ερωτικά. Οι τρεις άντρες όμως προσπαθούν να “ντύσουν” τα γυμνά γεγονότα της ζωής της με “ρούχο” καθωσπρέπει, που αυτοί επιλέγουν.»
ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΣ
ΝΑ ΝΤΥΣΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΓΥΜΝΟΥΣ - Θέατρο της Δευτέρας
iv. ΑΠΟΨΕ ΑΥΤΟΣΧΕΔΙΑΖΟΥΜΕ
Στο συγκεκριμένο έργο η λογική αλυσίδα των συλλογισμών διακόπτεται κάθε τόσο, αφού οι ήρωες βγάζουν το ένδυμα του όλου και ντύνονται αυτό του ηθοποιού που υποδύεται τον ρόλο. Έτσι, η φαινομενικά δραματική εξέλιξη του έργου διακόπτεται και το κοινό ταξιδεύει τη μια στη δραματουργία και την άλλη στην πραγματικότητα. Όμως ποια πραγματικότητα, όταν και αυτή είναι προκατασκευασμένη και προορισμένη να διακόψει τη δράση, για να τη συνεχίσει φυσικότατα λίγο αργότερα; Οι θεατές δεν ταυτίζονται με τους ήρωες του έργου, διότι διαμεσολαβούν ο σκηνοθέτης και οι ηθοποιοί ως θεατρικές Οντότητες, επιβεβαιώνοντας τη θεωρία πως όταν η Ζωή γίνεται Τέχνη, όπως συμβαίνει συχνά στο θέατρο, χρειάζεται να υπενθυμίζεται στο κοινό πως παρακολουθεί μια προσομοίωση ζωής. Το κοινό είναι ένα σύνολο από εύπλαστης διάθεσης και διαθεσιμότητας ανθρώπων, που στην καθημερινότητά τους βλέπουν ένα ψεύτικο τριαντάφυλλο και λένε "Ωραίο σαν αληθινό" και αργότερα ένα αληθινό τριαντάφυλλο και λένε "Ωραίο σαν ψεύτικο". Αυτό το πηγαινέλα μεταξύ πραγματικότητας και κατασκευής επιτυγχάνει με το έργο του ο δαιμόνιος Πιραντέλλο. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)http://www.biblionet.gr/
ΔΙΗΓΗΜΑ -
ΤΟ ΠΙΘΑΡΙ
ΓΕΜΑΤΕΣ ΟΙ ΕΛΙΕΣ και τούτη τη χρονιά. Γερά δέντρα, προκομμένα, φορτωμένα πέρσι, ξανακάρπισαν φέτος όλες, παρά το χιόνι που τις βρήκε στον ανθό.
Ο Τζίραφα έκανε ένα γύρο στα κτήματά του από το Κότε ως το Πριμοσόλε, και προβλέποντας πως δε θα έφταναν τα πέντε παλιά κιούπια που είχε στην αποδοχή για το λάδι, της καινούριας σοδιάς, παράγγειλε στην ώρα του ένα άλλο πιο μεγάλο ακόμα στο Σάντο Στέφανο της Καμάστρα, εκεί που τα έφτιαχναν. Ψηλό κοντά ένα μπόι, χώρια το κεφάλι, γερό, φαρδύ, το καλύτερο απ’ όλα.
Είχε στήσει γερό καβγά με τον καμινά γι’ αυτό το πιθάρι. Μα και με ποιον δεν τα ’βαζε ο ντον Λολό Τζίραφα; Για το καθετί, το παραμικρό, για ένα πετραδάκι που έπεφτε από το φράχτη, για ένα άχυρο, φώναζε να του σελώσουν τη φοράδα να τρέξει στην πόλη να κάνει μήνυση. Έτσι με τα παράβολα, τα δικαστικά έξοδα και τις αμοιβές των δικηγόρων, κόντευε να καταστραφεί.
Λέγανε πως ο νομικός του σύμβουλος βαρέθηκε να τον βλέπει μπροστά του δυο τρεις φορές την εβδομάδα, και για να τον ξεφορτωθεί του χάρισε ένα βιβλιαράκι σαν σύνοψη. Ήταν ο κώδικας για να ψάχνει και να βρίσκει μόνος του, αν είχαν νομική βάση οι αγώνες που σκόπευε ν’ αρχίσει.
Παλιότερα, όλoι όσοι είχαν προστριβές μαζί του, του φώναζαν, για να τον πάρουν στο ψιλό:
— Σέλωσε τη φοράδα! Τώρα, όμως:
— Το βιβλίο! Το βιβλίο! Συμβουλέψου τον κώδικα!
Κι ο ντον Λολό απαντούσε:
— Σίγουρα! Και θα σας τυλίξω όλους σε μια κόλα χαρτί, βρωμόσκυλα!
Τούτο το καινούριο πιθάρι, πληρωμένο μετρητά τέσσερα τάλιρα κουδουνιστά, το στέγασαν προσωρινά σ’ ένα βαθύ κατώι, ώσπου να κάνουν χώρο στην αποθήκη. Ήταν στ’ αλήθεια κρίμα να βλέπεις ένα τόσο όμορφο πιθάρι μέσα σ’ εκείνη την τρώγλη που μύριζε μούστο κι εκείνη τη στυφή, διαπεραστική μυρωδιά των χώρων όπου δεν μπαίνει φως κι αέρας.
Εδώ και δυο μέρες είχε αρχίσει το ράβδισμα της ελιάς κι ο ντον Λολό ήταν στις φούριες του. Έτρεχε σαν τρελός ανάμεσα στους ραβδιστάδες και στους αγωγιάτες που κουβάλαγαν με τα μουλάρια κοπριά και την άδειαζαν σωρούς στην πλαγιά για το λίπασμα της καινούριας εποχής. Δεν ήξερε με ποιον να τα πρωτοβάλει. Βλαστήμαγε σαν Τούρκος κι απειλούσε με κεραυνούς κι ετούτους και τους άλλους αν έλειπε μια ελιά —μάλιστα, μία ελιά— λες και τις είχε μετρήσει όλες, μία μία, πάνω στα δέντρα. Με την άσπρη καπελαδούρα του, το πουκάμισο ξεκούμπωτο, τα μανίκια ανασκουμπωμένα, κάθιδρος, έτρεχε από δω κι από κει, αγριεμένος, ξύνοντας με λύσσα τα ξυρισμένα μάγουλά του, όπου το γένι ξαναφύτρωνε προτού προλάβει να φύγει καλά καλά το ξυράφι από πάνω τους.
Ώσπου λοιπόν, το απομεσήμερο της τρίτης μέρας τρεις από τους χωρικούς που ράβδιζαν τα δέντρα, μπαίνοντας στο κατώγι για ν’ ακουμπήσουν τις σκάλες και τα μπαστούνια, απόμειναν βουβοί βλέποντας τ’ όμορφο, κατακαίνουριο πιθάρι ανοιγμένο στη μέση.
— Κοιτάχτε! Κοιτάχτε!
— Ποιος να το ’κανε;
— Ωχ, μάνα μου! Ποιος τον ακούει τώρα τον ντον Λολό! Το καινούριο πιθάρι! Τι κρίμα!
Ο πρώτος, πιο φοβιτσιάρης απ’ όλους, πρότεινε να κλείσουν αμέσως την πόρτα και να φύγουν ήσυχα ήσυχα, αφήνοντας απ’ έξω, ακουμπισμένες στον τοίχο, σκάλες και ραβδιά. Μα ο δεύτερος:
— Μουρλαθήκατε; Με τον ντον Λολό; Είναι ικανός να πιστέψει πως του το σπάσαμε εμείς. Εδώ, όλοι, ασάλευτοι!
Βγήκε έξω από το κατώγι, έκανε τα χέρια του χωνί και φώναξε:
— Ντον Λολό! Έι ...έι, ντον Λολόοοο!
Να τον, εκεί πέρα με τους εργάτες που κουβαλούσαν την κοπριά. Χειρονομούσε έξαλλος όπως πάντα, δίνοντας κάθε τόσο μια σπρωξιά στην άσπρη καπελαδούρα του που πότε του έπεφτε ως τα μάτια, πότε πίσω στο λαιμό. Ο ουρανός είχε βαφτεί πορφυρός από τις στερνές αχτίδες του ήλιου που έγερνε στη δύση και μέσα στη γαλήνη και τη δροσούλα που έπεφταν στην εξοχή με το σούρουπο, ξεχώριζαν ακόμα πιο έντονα οι κινήσεις ετούτου του μόνιμα οργισμένου ανθρώπου.
— Ντον Λολό! Έι... ντον Λολόοο!
Σαν πλησίασε κι είδε τη ζημιά έκανε σαν τρελός. Στην αρχή ρίχτηκε και στους τρεις. Άρπαξε τον έναν από το λαιμό και τον κόλλησε στον τοίχο, φωνάζοντας:
— Μα την Παναγία, θα μου το πληρώσετε!
Ρίχτηκαν πάνω του οι άλλοι δυο και τον σταμάτησαν και τότε έστρεψε τη λύσσα του στον ίδιο του τον εαυτό. Πέταξε το καπέλο κατάχαμα, έσυρε τα νύχια στα μάγουλά του χτυπώντας τα πόδια κι έπιασε να θρηνεί σαν να μοιρολογούσε πεθαμένο.
— Το καινούριο πιθάρι! Το πιθάρι μου! Τέσσερα τάλιρα! Άπιαστο ακόμα!
Ήθελε να μάθει ποιος του το είχε σπάσει. Ήταν δυνατό να σπάσει από μόνο του; Κάποιος πρέπει να το έσπασε από κακία, από ζήλια! Μα πότε; Πώς; Δεν φαίνονταν πουθενά ίχνη βίας. Να είχε έρθει ραϊσμένο από το εργαστήρι; Μα πώς! Κουδούνιζε σαν καμπάνα!...
Σαν είδαν οι χωρικοί πως καταλάγιασε η πρώτη μανία, έπιασαν να τον παρηγορούν, να τον καθησυχάζουν. Το πιθάρι μπορούσε να φτιαχτεί. Δεν είχε σπάσει άσχημα. Ένα κομμάτι μόνο. Ένας καλός κανατάς θα μπορούσε να το μπαλώσει και θα γινόταν πάλι καινούριο. Κι ήταν κι αυτός ο μπαρμπα-Ντίμα Λικάζι, που είχε ανακαλύψει μια θαυματουργή κόλλα που κρατούσε ζηλότυπα το μυστικό της: μια κόλλα που ούτε με σφυρί δεν μπορούσες να την ξεκολλήσεις σαν έπιανε. Αν ήθελε λοιπόν, ο ντον Λολό, αύριο με το χάραμα θα ερχόταν εδώ ο μπαρμπα-Ντίμα Λικάζι, και το πιθάρι του θα γινόταν καλύτερο κι από πρώτα.
Ο ντον Λολό αρνιόταν γιατί όλα ήταν ανώφελα και δεν υπήρχε γιατριά. Στο τέλος όμως υποχώρησε, άφησε να τον πείσουν κι έτσι το άλλο πρωί μόλις χάραξε, ο μπαρμπα-Ντίμα Λικάζι παρουσιάστηκε στο Πριμοσόλε με το καλάθι με τα σύνεργα στην πλάτη.
Ήταν ένας γέρος στραβοκάνης, με τις αρθρώσεις όλο κόμπους σαν τον κορμό γέρικης ελιάς. Τις κουβέντες του τις έπαιρνες από το στόμα με το αγκίστρι. Μόνιμα κατσούφης και θλιβερός, πίστευε πως κανένας δεν μπορούσε να εκτιμήσει την εφεύρεσή του που ήταν ακόμα χωρίς πατέντα. Και γι’ αυτό κοίταζε πάντα μπρος και πίσω, για να μην του κλέψουν το μυστικό.
— Δείξε μου αυτή την κόλλα. Ήταν το πρώτο που του είπε ο ντον Λολό, αφού τον περιεργάστηκε δύσπιστα, από την κορφή ως τα νύχια.
Ο μπαρμπα-Ντίμα έγνεψε όχι με το κεφάλι, όλος αξιοπρέπεια.
— Θα δείτε στην πράξη.
— Θα γίνει καλό;
Ο μπαρμπα-Ντίμα ακούμπησε στη γη το καλάθι κι έβγαλε από μέσα ένα μεγάλο μαντίλι από κόκκινο βαμβακερό πανί τριμμένο και χιλιοτυλιγμένο. Έπιασε να το ξεδιπλώνει αργά αργά —μέσα στη γενική προσοχή και περιέργεια— κι όταν στο τέλος ξεπρόβαλε από μέσα ένα ζευγάρι γυαλιά με σπασμένα μπράτσα, δεμένα με σπάγγο, αυτός στέναξε κι οι άλλοι γέλασαν. Ο μπαρμπα-Ντίμα δεν έδωσε σημασία. Σκούπισε τα δάχτυλα προτού πιάσει τα γυαλιά, τα φόρεσε κι ύστερα βάλθηκε να εξετάζει με μεγάλη σοβαρότητα το πιθάρι που το είχαν βγάλει στο αλώνι.
— Καλό θα γίνει, αποφάνθηκε.
— Μόνο με την κόλλα δε βασίζομαι, δήλωσε ο Τζίραφο. Θέλω και στηρίγματα.
— Φεύγω! απάντησε ο μπαρμπα-Ντίμα και ξανάβαλε το καλάθι στην πλάτη του.
Ο ντον Λολό τον άρπαξε από το μπράτσο.
— Πού πας; Για δες ύφος! Ούτε ο Καρλομάγνος! Χριστιανέ μου, εκεί μέσα θα βάλω λάδι και το λάδι ιδρώνει! Ένα μίλι σπάσιμο, μόνο με την κόλλα θα το κολλήσεις; Θέλω και στηρίγματα! Κόλλα και στηρίγματα! Εγώ προστάζω.
Ο μπαρμπα-Ντίμα έκλεισε τα μάτια, έσφιξε τα χείλια και κούνησε το κεφάλι. Όλοι ίδιοι! Του αρνιόνταν την ευχαρίστηση να κάνει καθαρή δουλειά, ευσυνείδητη, τεχνική και ν’ αποδείξει την αξία της κόλλας του.
— Αν το πιθάρι δεν κουδουνάει πάλι σαν καμπάνα... άρχισε.
— Δεν ακούω τίποτα τον διέκοψε ο ντον Λολό. Θέλω και στηρίγματα! Πληρώνω και για τα δυο. Πόσα θέλεις;
— Για την κόλλα μόνο...
— Θεέ μου, τι κεφάλι! Πώς να σου μιλήσω; Είπα, θέλω και στηρίγματα. Συνεννοηθήκαμε; Δεν έχω καιρό για χάσιμο!
Κι έφυγε να πάει να τα βάλει με τους ανθρώπους του.
Ο μπαρμπα-Ντίμα έπεσε στη δουλειά φουσκωμένος από οργή και πείσμα. Και η οργή και το πείσμα φούντωναν κάθε φορά που έβαζε το τρυπάνι στο πιθάρι και στο σπασμένο κομμάτι, για να περάσει ένα σύρμα και να γίνει η ραφή. Σε κάθε τρύπα μούγκριζε, το μάτι του αγρίευε, το μούτρο του γινόταν όλο και πιο πράσινο από τη χολή. Σαν τέλειωσε ετούτη η πρώτη δουλειά, πέταξε με λύσσα το τρυπάνι στο καλάθι. Τοποθέτησε το σπασμένο κομμάτι στο πιθάρι για να δει αν ταίριαζαν οι τρύπες κι αν ήταν σε ίσια απόσταση, κι ύστερα, με την τανάλια έκοψε τόσα κομματάκια σύρμα όσα κι οι ραφές που έπρεπε να κάνει και φώναξε για βοήθεια έναν από τους χωρικούς που ράβδιζαν τις ελιές.
— Κουράγιο, μπαρμπα-Ντίμα. του είπε αυτός, βλέποντας το αλλοιωμένο πρόσωπό του.
Ο μπαρμπα-Ντίμα έκανε μια οργισμένη κίνηση. Άνοιξε το σιδερένιο κουτί που είχε την κόλλα, το ύψωσε στον ουρανό σαν να ’θελε να το προσφέρει στον Θεό, μια και οι άνθρωποι δεν ήθελαν ν’ αναγνωρίσουν την αξία του· κι ύστερα άρχισε, με το δάχτυλο, να την αλείφει γύρω γύρω στο σπασμένο κομμάτι. Πήρε την τανάλια και τα κομματάκια το σύρμα που είχε ετοιμάσει από πριν, μπήκε μέσα στην ανοιχτή κοιλιά του πιθαριού και πρόσταξε το χωρικό να τοποθετήσει το κομμάτι έτσι όπως είχε κάνει ο ίδιος λίγο πριν. Και προτού αρχίσει να κάνει τις ραφές, φώναξε, από μέσα, στο χωρικό:
— Τράβα! Τράβα μ’ όλη σου τη δύναμη! Δες, ξεκολλάει; Ανάθεμά τον όποιον δεν πιστεύει! Χτύπα, χτύπα! Σημαίνει ναι ή όχι, σαν καμπάνα κι ας είμαι κι εγώ μέσα; Μπρος, πήγαινε να το πεις στον αφέντη σου.
— Όποιος είναι από πάνω προστάζει, μπαρμπα-Ντίμα, στέναξε ο χωρικός. Κι όποιος είναι από κάτω, βρίσκει τον μπελά του. Βάλε τα στηρίγματα, κατά πως το θέλει!
Κι ο μπαρμπα-Ντίμα έπιασε να περνάει κάθε κομματάκι σύρμα από τις δυο τρύπες, από τη μια κι από την άλλη μεριά της ρωγμής. Και με την τανάλια, έστριβε τις δυο άκριες. Του πήρε μια ώρα να τα περάσει όλα. Ο ιδρώτας ποτάμι, μέσα στο πιθάρι. Δούλευε και κλαιγόταν για την κακή του τύχη. Κι ο χωρικός απ’ έξω, τον παρηγορούσε.
— Τώρα, βοήθα με να βγω, του είπε στο τέλος ο μπαρμπα-Ντίμα.
Μα το πιθάρι όσο φαρδιά κοιλιά είχε, τόσο είχε και στενό λαιμό. Ο μπαρμπα- Ντίμα, μέσα στη λύσσα του, δεν το είχε προσέξει. Τώρα, δοκίμαζε και ξαναδοκίμαζε, μα τρόπο να βγει δεν έβρισκε. Κι ο χωρικός, αντί να τον βοηθήσει, χτυπιόταν από τα γέλια. Φυλακισμένος, φυλακισμένος εκεί μέσα στο πιθάρι που το είχε μπαλώσει ο ίδιος, το είχε κάνει σαν καινούριο και τώρα, για να βγει, δεν υπήρχε άλλος τρόπος, παρά να το σπάσει πάλι από την αρχή, κι αυτή τη φορά αγιάτρευτα.
Με τις φωνές και με τα γέλια, έτρεξε κι ο ντον Λολό. Ο μπαρμπα-Ντίμα μέσα στο πιθάρι, ίδιος αγριεμένος γάτος.
— Βγάλτε με! ούρλιαξε. Για τον Θεό, θέλω να βγω! Αμέσως! Βοηθήστε με!
Ο ντον Λολό έμεινε στην αρχή άλαλος. Δεν μπορούσε να το πιστέψει.
— Μα πώς; Εκεί μέσα; Ράφτηκε μέσα;
Πλησίασε στο πιθάρι και φώναξε στο γέρο:
— Βοήθεια; Πώς να σε βοηθήσω, ξεμωραμένε γέρο; Δεν έπρεπε να πάρεις πρώτα τα μέτρα; Εμπρός, δοκίμασε: βγάλε έξω το ένα χέρι... έτσι! και το κεφάλι... άντε... όχι, σιγά!... Περίμενε! όχι έτσι!... Μα πώς τα κατάφερες; Και το πιθάρι τώρα; Ηρεμία. Ηρεμία! σύστηνε στους γύρω λες κι οι άλλοι είχαν χάσει την ηρεμία τους.
— Μου φούντωσε το κεφάλι! Ηρεμία! Ετούτη είναι καινούρια περίπτωση... Τη φοράδα!
Και χτύπησε με τα νύχια του το πιθάρι. Στ’ αλήθεια, σήμαινε σαν καμπάνα.
— Ωραία! Καινούριο από την αρχή... Περιμένετε! είπε στον φυλακισμένο. Σέλωσέ μου τη φοράδα! πρόσταξε το χωρικό και ξύνοντας το κούτελο του, συνέχισε μονολογώντας:
— Μα για δες τι μου έτυχε! Ετούτο δω δεν είναι πιθάρι, είναι εργαλείο του διαβόλου!
Κι έτρεξε στο πιθάρι, όπου ο μπαρμπα-Ντίμα χτυπιόταν σαν ζώο πιασμένο στο δόκανο.
— Καινούρια περίπτωση, αγαπητέ μου, που πρέπει να τη λύσει ο δικηγόρος. Τη φοράδα! Τη φοράδα! Πάω κι έρχομαι! Κάντε υπομονή! Για το συμφέρο σου... Ήσυχα! Κι εγώ θα κοιτάξω το δικό μου. Και πρώτ’ απ’ όλα, για να διατηρήσω τα δικαιώματά μου, θα κάνω το χρέος μου. Ορίστε: σου πληρώνω τη δουλειά, το μεροκάματο. Πέντε λίρες. Σε φτάνουν;
— Δε θέλω τίποτα! ούρλιαξε ο μπαρμπα-Ντίμα. Θέλω να βγω!
— Θα βγεις. Μα στο μεταξύ εγώ σε πληρώνω. Ορίστε, πέντε λίρες.
Τις έβγαλε από την τσέπη του σακακιού και τις έριξε στο πιθάρι. Κι ύστερα ρώτησε με έγνοια:
— Κολάτσισες; Ψωμί και προσφάι, γρήγορα! Δεν θέλεις; Πέτα το στα σκυλιά! Εγώ πάντως στο έδωσα.
Παράγγειλε να του το δώσουν, πήδησε στη σέλα και δρόμο, καλπάζοντας για την πόλη. Όσοι τον είδαν, νόμισαν πως πήγαινε να κλειστεί στο τρελοκομείο, τόσο παλαβά χειρονομούσε.
Ευτυχώς, δε χρειάστηκε να περιμένει στον προθάλαμο του δικηγόρου. Μα αναγκάστηκε να περιμένει ώσπου να σταματήσει αυτός τα γέλια, όταν του εξέθεσε την περίπτωση.
— Με συγχωρείτε, πού το βρίσκετε το αστείο; Η αφεντιά σας δεν καίγεται. Δικό μου είναι το πιθάρι!
Μα αυτός εξακολουθούσε να γελάει κι ήθελε να του ξαναδιηγηθεί το περιστατικό, και δώσ’ του καινούριο γέλιο. Ώστε μέσα ε; Ράφτηκε μέσα; Κι αυτός, ο ντον Λολό, τι σκόπευε να κάνει; Να... να τον κρατήσει μέσα... χα... χα... χα... μέσα... χαχαχά, για να μη χάσει το κιούπι;
— Πρέπει να το χάσω; ρώτησε ο ντον Λολό σφίγγοντας τις γροθιές. Κι η ζημιά και το ρεζιλίκι;
— Μα ξέρετε πώς λέγεται αυτό; του είπε στο τέλος, ο δικηγόρος. Λέγεται παράνομος κράτησις προσώπου!
— Κράτηση; Και ποιος τον κράτησε; Μόνος του μπήκε εκεί μέσα! Τι φταίω εγώ;
Ο δικηγόρος του εξήγησε τότε πως υπήρχαν δυο περιπτώσεις: από τη δική του τη μεριά, ο ντον Λολό έπρεπε να ελευθερώσει αμέσως το φυλακισμένο για να μην κατηγορηθεί για παράνομο κράτηση. Από την άλλη, ο μάστορης έπρεπε να λογοδοτήσει για τη ζημιά που είχε κάνει με την απερισκεψία ή την επιπολαιότητά του.
— Α! ο Τζίραφα πήρε ανάσα. Θα μου πληρώσει το πιθάρι!
— Σιγά! τον έκοψε ο δικηγόρος. Όχι, βέβαια, σαν να ήταν καινούριο!
— Και γιατί;
— Μα γιατί ήταν σπασμένο! Τι στην ευχή!
— Σπασμένο; Όχι, κύριέ μου! Ήταν γερό, ολόγερο! Καλύτερο από καινούριο, το είπε κι ο ίδιος! Και τώρα αν το σπάσω δεν μπορώ να το ξανακολλήσω. Θα πάει χαμένο το πιθάρι, κύριε δικηγόρε!
Ο δικηγόρος τον βεβαίωσε πως θα το λάβαινε υπόψη του, και θα τον έβαζε να το πληρώσει στην κατάσταση που ήταν τώρα.
— Βάλτε τον να το εκτιμήσει μόνος του, τον συμβούλεψε.
— Χρυσόστομε! φώναξε ο ντον Λολό κι έφυγε τρέχοντας.
Σαν γύρισε, κατά το βραδάκι, βρήκε τους χωρικούς να έχουν στήσει πανηγύρι γύρω από το κατοικημένο πιθάρι. Ακόμα κι ο σκύλος έπαιρνε μέρος, πηδώντας και γαβγίζοντας. Ο μπαρμπα-Ντίμα δεν ήταν μόνο ήρεμος, αλλά είχε αρχίσει να διασκεδάζει με την παράξενη περιπέτειά του και γελούσε με την καρδιά του.
Ο Τζίραφα τους παραμέρισε όλους κι έσκυψε πάνω από το πιθάρι.
— Α! Είσαι καλά;
— Περίκαλα! Στη δροσιά. Πιο καλά κι από το σπίτι μου, του αποκρίθηκε ο γέρος.
— Χαίρομαι. Λοιπόν, σε πληροφορώ πως ετούτο το πιθάρι μου κόστισε, καινούριο, τέσσερα τάλιρα. Πόσο πιστεύεις πως αξίζει τώρα;
—Με μένα μέσα; ρώτησε ο μπαρμπα-Ντίμα.
Γέλια οι χωριάτες.
— Σιωπή! φώναξε ο Τζίραφα. Ένα από τα δυο; ή η κόλλα σου αξίζει κάτι ή δεν αξίζει τίποτα. Αν δεν αξίζει τίποτα, είσαι απατεώνας. Αν αξίζει κάτι, το πιθάρι πρέπει να έχει, έτσι όπως είναι, κάποια τιμή. Ποια; Κάνε εσύ την εκτίμηση.
Ο μπαρμπα-Ντίμα απόμεινε να συλλογιέται για λίγο κι ύστερα είπε:
— Αποκρίνομαι. Αν με είχες αφήσει να το κολλήσω μόνο με την κόλλα, όπως ήθελα εγώ, πρώτα πρώτα, δεν θα βρισκόμουνα εδώ μέσα και το πιθάρι θα είχε πάνω κάτω την αρχική του αξία. Έτσι μπαλωμένο με τούτες τις ραφές, που έπρεπε αναγκαστικά να τις κάνω από μέσα, τι τιμή μπορεί να έχει, ούτε το τρίτο απ’ όσο άξιζε καλά καλά.
— Ένα τρίτο; ρώτησε ο Τζίραφα. Ένα τάλιρο και τριάντα τρία;
— Λιγότερο ναι, περισσότερο όχι.
— Ε λοιπόν, είπε ο ντον Λολό, ας περάσει ο λόγος σου και δώσ’ μου ένα τάλιρο και τριάντα τρία.
— Τι πράγμα; έκανε ο μπαρμπα-Ντίμα σαν να μην είχε ακούσει.
— Σπάω το κιούπι για να βγεις, κι εσύ με πληρώνεις σύμφωνα με την εκτίμησή σου, έτσι είπε ο δικηγόρος.
— Να πληρώσω εγώ; τσίριξε ο μπαρμπα-Ντίμα. Αστειεύεται η αφεντιά σου; Εδώ μέσα θα κάτσω, να πιάσω σκουλήκια.
Και βγάζοντας, με κάποιο ζόρι αλήθεια, μια κοκάλινη πίπα από την τσέπη του, την άναψε και βάλθηκε να καπνίζει διώχνοντας τον καπνό από το λαιμό του πιθαριού.
Ο ντον Λολό έμεινε άναυδος. Ετούτη την περίπτωση, να μη θέλει να βγει ο μπαρμπα-Ντίμα από το πιθάρι, ούτε αυτός, ούτε ο δικηγόρος την είχαν προβλέψει. Και τώρα τι γινόταν; Πώς θα λυνόταν το πρόβλημα; Πήγε να προστάξει και πάλι:
— Τη φοράδα! Μα σκέφτηκε πως είχε νυχτώσει πια.
— Α, έτσι; ρώτησε. Θέλεις να εγκατασταθείς στο πιθάρι μου; Είσαστε μάρτυρες όλοι! Δεν θέλει να βγει για να μην πληρώσει. Αύριο θα σου κάνω μήνυση για καταχρηστική διαμονή και επειδή μου παρεμποδίζεις τη χρήση του πιθαριού.
Ο μπαρμπα-Ντίμα έστειλε πρώτα άλλο ένα σύννεφο καπνού κι ύστερ’ απάντησε ατάραχος:
— Όχι κύριε. Εγώ δεν εμποδίζω τίποτα. Μήπως κάθομαι εδώ μέσα γιατί μου κάνει κέφι; Βγάλτε με κι εγώ φεύγω ευχαρίστως. Αλλά να πληρώσω... ούτε γι’ αστείο, αφέντη μου!
Ο ντον Λολό σήκωσε το πόδι του, σ’ ένα ξέσπασμα λύσσας, και έκανε να κλωτσήσει το πιθάρι· μα συγκρατήθηκε. Αντίθετα, το αγκάλιασε με τα δυο χέρια και το τράνταζε μ’ όλη του τη δύναμη.
— Βλέπεις τι αξίζει η κόλλα μου, του είπε ο μπαρμπα-Ντίμα από μέσα.
— Χολέρα! μούγκρισε ο Τζίραφα. Ποιος σε αδίκησε, εγώ ή εσύ; Και πρέπει να πληρώσω εγώ; Μείνε εκεί και πέθανε από την πείνα. Θα δούμε ποιος θα νικήσει!
Κι έφυγε χωρίς να σκεφτεί τις πέντε λίρες που του είχε ρίξει στο πιθάρι, το πρωί. Μ’ αυτά τα λεφτά, ο μπαρμπα-Ντίμα σκέφτηκε να το γλεντήσει με τους χωρικούς που άργησαν να γυρίσουν στα σπίτια τους κι έμειναν να περάσουν τη νύχτα τους στο αλώνι. Ένας πήγε να ψωνίσει στην ταβέρνα, εκεί κοντά. Και λες και το ’κανε επίτηδες, είχε και μια πανσέληνο που θαρρείς και ήταν μέρα.
Κάποια ώρα, ο ντον Λολό που είχε πλαγιάσει ξύπνησε από ένα σαματά της κόλασης. Βγήκε στο μπαλκόνι κι εκεί, στο αλώνι, κάτω από το φεγγάρι, αντίκρισε μύριους διαβόλους: οι χωρικοί μεθυσμένοι, πιασμένοι χέρι χέρι, χόρευαν γύρω από το κιούπι. Ο μπαρμπα-Ντίμα, μέσα, τραγουδούσε, ξελαρυγγιαζόταν.
Αυτή τη φορά, ο ντον Λολό δεν κρατήθηκε. Όρμησε σαν αφηνιασμένος ταύρος και προτού προλάβουν να τον σταματήσουν, με μια κλωτσιά, έστειλε το πιθάρι να κατρακυλήσει, κάτω στην πλαγιά. Κι αυτό, κατρακυλώντας με συνοδεία τα γέλια και τα ξεφωνητά των μεθυσμένων, πήγε και τσακίστηκε πάνω σε μια ελιά.
Κι έτσι νίκησε ο μπαρμπα-Ντίμα.
μτφρ. Ντίνα Σιδέρη - Κώστας Ασημακόπουλος
ΣΧΟΛΙΟ
Έξοχο δείγμα του σατιρικού ρεαλισμού του Πιραντέλλο, «Το Πιθάρι» επικεντρώνεται στην αντιπαράθεση δύο εκκεντρικών και εξίσου αδιάλλακτων τύπων, που εκπροσωπούν διαφορετικούς κόσμους. Η περηφάνια του λαϊκού μάστορα συγκρούεται με την απληστία του δικομανούς κτηματία και αντιτάσσει στη δική του απόλυτη αλλά στρεβλή λογική την καταλυτική δύναμη του παραλόγου (ο μάστορας δηλώνει διατεθειμένος να ζήσει στο πιθάρι). Μετατρέποντας τον εγκλεισμό του σε διονυσιακό πανηγύρι και ταυτοχρόνως αποκαλύπτοντας την ένδεια και την απομόνωση του φαινομενικά πανίσχυρου αντιδίκου του, ο εφευρετικός μάστορας ανατρέπει (με την αμέριστη υποστήριξη της κοινότητας) τους όρους του παιχνιδιού και αναγκάζει τον εξαγριωμένο κτηματία να αποβάλει τη δικονομική του πανοπλία και να υποταχτεί στη γήινη και απτή δικαιοσύνη (και στη σοφία της κοινής λογικής). Η αριστοτεχνικά κινηματογραφική οργάνωση της αφήγησης (που συνετέλεσε και στην επιτυχή μεταφορά του διηγήματος στην οθόνη με την ταινία Χάος των αδελφών Ταβιάνι) συμβάλλει στη μετατροπή μιας κατ’ επίφαση ηθογραφικής ιστορίας του ιταλικού Νότου σε ηθικό μύθο, ο οποίος επιβεβαιώνει την ικανότητα του απλού λαού να αντιστέκεται, μέσω της δύναμης του παραλόγου που αρδεύει την παράδοσή του, στον θεσμοθετημένο παραλογισμό των εκμεταλλευτών του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου