Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2013

Δ. Γ.ΜΑΓΡΙΠΛΗΣ "Τα καναπεδάκια της ανεργίας "




 Η επιστολή το ανέφερε ρητά. Το ερχόμενο Σάββατο όλοι οι υπάλληλοι της υπηρεσίας θα έπρεπε να παραβρεθούν στη διάλεξη του γενικού  γραμματέα του υπουργείου, με θέμα την καταπολέμηση της ανεργίας.

Με τον φόβο της ανεργίας λοιπόν, άρχισα να ετοιμάζομαι. Προηγουμένως εξάντλησα τα περιθώρια λάθους για τον επιτακτικό χαρακτήρα της πρόσκλησης. Ο προϊστάμενος όμως  ήταν σαφής: «Λόγω της εξαιρετικής σημασίας της  εκδήλωσης  αυτής  η παρουσία όλων και ιδιαιτέρως των συμβασιούχων είναι υποχρεωτική». Ανήκω στη δεύτερη κατηγορία. Η σύμβασή μου έληγε σε λίγες ημέρες. Χρειαζόταν επομένως σωστή διαγωγή για την ανανέωσή της. Έβγαλα  το κουστούμι από την ντουλάπα, για να πάρει αέρα.

Το πρωί της επίμαχης ημέρας ξυρίστηκα κόντρα, φόρεσα λευκό πουκάμισο, γραβάτα, ημιάρβυλα σαλονιού, και, μέσα στο μαύρο αερισμένο μου περιτύλιγμα, πήρα θέση στο ακροατήριο. Στις πίσω θέσεις. Μπροστά ο τόπος κατακλύστηκε από τους επίσημους.

 Όλοι οι βουλευτές της περιφέρειας, ο νομάρχης, δημοτικοί άρχοντες, ο μητροπολίτης με τους δύο διάκους του, ο αρχηγός της αστυνομίας, ο εκπρόσωπος του Λιμενικού Ταμείου, ο επικεφαλής του  πυροσβεστικού σταθμού, ο λυκειάρχης, ο πρόεδρος της τοπικής πρωτοβάθμιας, ο διοικητής του νοσοκομείου, μέχρι και η φιλαρμονική του δήμου. Την τελευταία στιγμή απωθήθηκε εκτός, διότι το νόημα ήταν να παιανίσει κατά την άφιξη του γενικού και φυσικά κατά την αποχώρησή του.

Αναμέναμε όλοι με ανάλαφρη διάθεση. Ήταν σαν να είχε πάει ο δημοσιοϋπαλληλικός κόσμος της κωμόπολής μας εκδρομή. Κεφτεδάκια δεν είχαμε πάρει, αφού η υπόσχεση ήταν για μεζεδάκια τύπου κέτερινγκ στο τέλος της διάλεξης. Το μάτι μου πήρε λοξά τις ετοιμασίες του γεύματος και δεν είχα καμία αμφιβολία ότι  άξιζε η ταλαιπωρία μου.

Με μισή ώρα καθυστέρηση άρχισαν τα εμβατήρια. Ξέραμε ότι ο επίσημος προσκεκλημένος είχε έρθει. Μετά τα πρώτα χειροκροτήματα εισήλθε στην κατάμεστη αίθουσα και ως καλός χριστιανός έκλινε την κεφαλή του στη μητροπολιτική χειραψία. Έγνεψε με θριαμβική χειρονομία σε όλους μας και, μέσα στα παραληρήματα της κατάμεστης αίθουσας, κάθισε δίπλα στο νομάρχη.

Την εκδήλωση άνοιξε ο  προϊστάμενός μας. Με περισσή σεμνότητα καλωσόρισε τους επισήμους και στο τέλος εμάς τους εργάτες της υπηρεσίας. Κατόπιν άρχισαν οι χαιρετισμοί. Όλοι συγκινημένοι χαιρέτησαν αυτή την αξιοζήλευτη πρωτοβουλία  του υπουργείου και ιδιαιτέρως τον γενικό γραμματέα,  για την ενημέρωση και ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης  πάνω στο σημαντικότερο πρόβλημα της εποχής.  Κατεβαίνοντας από το βήμα οι πιο πολλοί κάτι έλεγαν με χαμόγελα στο αυτί του γενικού και έφευγαν διακριτικά από την αίθουσα. Εμείς με ανακούφιση βλέπαμε τα καναπεδάκια να πλουτίζονται στη μερίδα μας.

Επιτέλους ο γενικός ανέβηκε στο βήμα και μια σιγή κατέκλυσε το ακροατήριο. Επί ώρα χαιρετούσε δια λόγου τους επισήμους. Εκεί μάθαμε τα ονόματα όλων των δημοσίων ανδρών του νομού καθότι πολλά μας διέφευγαν λόγω της ακριτικής θέσης στην γεωγραφία της περιοχής μας. Στις επόμενες εκλογές θα το παίζαμε έξυπνοι στα καφενεία, όταν θα έρχονταν να μας χτυπήσουν τις πλάτες. Θα τους αποκαλούσαμε με το όνομά τους και ξαφνικά θ’ αποκτούσαμε το κύρος του κομματάρχη από τους παρευρισκόμενους. Τιμή και δόξα να αποκαλείς τον βουλευτή με το όνομά του. Λόγω των περιστάσεων μπορούσες ακόμη και με το βαφτιστικό του.  Ακολουθούν χαριεντισμοί και οικειότητες. Τώρα μετά τις εκλογές δεν συνιστούσε η σωφροσύνη παρόμοιες αβρότητες.

Ο λόγος είχε μπει στην εισαγωγή. Η ανεργία ως λέξη ετυμολογικά προσδιορίστηκε από το λεξικό του Γ. Μπαμπινιώτη. Οι  φιλολογούντες αισθανθήκαμε μια ανάταση. Βεβαίως σύντομα, αναγνωρίζοντας τα απανωτά λάθη του ομιλούντος, μας έμεινε η ανατριχίλα της ανύψωσης.  

Επί της ουσίας, η ετυμολογικά προσδιορισμένη ανεργία, αποδόθηκε στη διεθνή οικονομική κρίση, στην αδυναμία της αγοράς να λειτουργήσει εύρυθμα και στην έλλειψη ηθικής από τον σύγχρονο άνθρωπο. Στα συμπεράσματα συνειδητοποιήσαμε ότι, όταν θα ξεπεραστεί η κρίση και η αγορά θα λειτουργήσει,  εμείς ως αναγεννημένοι άνθρωποι, ο καθένας από το πόστο του, θα χτίσουμε τον παράδεισο. Το όλο, όπως φάνηκε στις προτάσεις, ήθελε υπομονή και ιδιαίτερη επιμονή στους στόχους του υπουργείου, που προφανώς είχε επιφορτιστεί την αντιμετώπιση του προβλήματος.

Δυστυχώς ο ομιλητής  δεν δέχθηκε διευκρινιστικές ερωτήσεις, λόγω περιορισμένου χρόνου. Έτσι έμεινε το μυαλό μου μπλοκαρισμένο και μάλλον περισσότερο μπερδεμένο παρά γαλήνιο στις απαντήσεις του. Τα δικά μου συμπεράσματα περιορίζονταν σε λίγες σειρές:

«Το κακό που χτύπησε τον τόπο είναι αποτέλεσμα διεθνούς συνωμοσίας ή σκοτεινών δυνάμεων, που μας μισούν γιατί είμαστε Έλληνες.  Εμείς όμως μπορούμε να απαντήσουμε με το ήθος που πάντοτε μας διέκρινε και τον ηρωισμό των προγόνων μας. Με την βοήθεια του Θεού της πατρίδας μας σύντομα η κακιά μάγισσα θα εξαφανιστεί και οι ουρανοί θα ανοίξουν για μας. Θα έχουμε δουλειές και χρήματα και φυσικά όλος ο κόσμος θα μοιάζει με θερμοκήπιο - δυστυχώς  τα περιβαλλοντολογικά προβλήματα είναι υπόθεση άλλου υπουργείου -  γεμάτο αγαθά και λουλούδια. Ας προσευχηθούμε λοιπόν και ας αναμένουμε με πίστη την επιφοίτηση να μας οδηγήσει στη λύση των προβλημάτων μας. Μέχρι τότε ας έχουμε υπομονή και ας ράψουμε τις τσέπες μας. Άμα μας αρέσει. Διαφορετικά μια στρατιά ανέργων, που συνεχώς διογκώνεται, περιμένουν να πάρουν τη θέση μας. Αυτοί  έχουν λιγότερες απαιτήσεις και μπορούν να δουλεύουν με αντικαταβολή σε είδος και όχι χρήμα. Να λέμε λοιπόν δόξα στην πολιτική της κυβέρνησης, να αγαπάμε το υπουργείο που μας δείχνει ελεημοσύνη, να αγαπάμε τον υπουργό και τον γραμματέα και να μην ξεχάσουμε στις εκλογές να τους ψηφίσουμε. Ωραία περάσαμε. Γεια σας! Ας πάμε τώρα να φάμε. Πληρώνω εγώ, ο γενικός γραμματέας, δηλαδή το κράτος».

Όλοι περάσαμε χαρούμενοι στο φουαγιέ. Περιμέναμε να συγχαρούμε τον γενικό, για τον υπέροχο και φωτισμένο λόγο, ή μάλλον καλύτερα να μας δει το μάτι του προϊσταμένου. Ήμασταν εκεί και το δείχναμε. Και αφού παρουσιολόγιο δεν υπήρχε ήταν σαν να φωνάζαμε: «ουάου είμαι εδώ!».

Μετά τις φωνές πέσαμε πάνω στα καναπεδάκια. Οι επίσημοι, όσοι έμειναν, είχαν φραγμούς. Η ευγένεια δεν επέτρεπε την απροκάλυπτη κατάδειξη της πείνας.

Εμείς πεινούσαμε και είχαμε να δούμε καλούδια εξωτικά από την εποχή των εορτοδανείων και των εύκολων  τραπεζιτικών δανεισμών. Μπουκιά και ανάμνηση. Ήπιαμε και αρκετά. Σε όλα πρωτοστάτησε η μπάντα. Αυτοί και αν ήταν άνεργοι. Φαγοπότι αλησμόνητο. Με την αποχώρηση του γενικού, μάλλον στης «Αρκαδιάς τον πλάτανο σκότωσαν την Ελένη» παρά τον εθνικό ύμνο ακούσαμε. 



Πρωτοδημοσιεύτηκε σε ηλεκτρονική μορφή, στο διαδικτυακό  λογοτεχνικό περιοδικό, «Στον ίσκιο του Ήσκιου   (www.iskiosiskiou.com)


 Το διήγημα αυτό το αναδημοσίευσα από το προσωπικό ιστολόγιο του Δημήτρη Μαγριπλή .Σας συνιστώ να το επισκεφτείτε και να απολαύσετε και άλλα εξαιρετικά διηγήματά του τα οποία,όπως και το παρόν διήγημα, αποτελούν όαση στη μουντή και "άνυδρη" πραγματικότητα που βιώνουμε καθημερινά.
Η διεύθυνση του ιστολογίου του είναι  http://nanodihghma.blogspot.gr/


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου