Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια λέξη.
Μια λέξη μικρή κι ανήμπορη, που δεν γραφόταν εύκολα, ούτε μπορούσαν να την εκφράσουν....
Είχε μείνει λοιπόν αυτή η λέξη, μόνη, εγκαταλελειμμένη,να περιμένει στη σειρά.
Παρόλο που είχε όλα τα προσόντα και τις ικανότητες, συνεχώς πήγαινε πίσω στη σειρά... γιατί οι άνθρωποι δεν την διάλεγαν
Όλο και την προσπερνούσαν.
Ποιος ξέρει;
Ίσως φοβόντουσαν να την γράψουν ή να την ακούσουν ή να την πουν.. ανεξήγητο
Αν και σιγά σιγά ξεκινούσαν να την γράφουν και ένα - ένα τα γράμματα ξεπηδούσαν από το συρτάρι, στη μέση σχεδόν σταματούσαν, κομπιαζαν άφηναν κάτω τα μολύβια και στεκόντουσαν μπροστά στο χαρτί, σχεδόν ακίνητοι.
Έρχονταν κι έφευγε ο Ήλιος και η Σελήνη χωρίς να συναντηθούν.
Έρχονταν κι έφευγε η μέρα και η νύχτα.
Η μικρή λέξη περίμενε, ελπίζοντας ότι θα έρθει η σειρά της...
Γιατί υπήρχε ενδιαφέρον, φάνηκε ένα παιδί κι έγραψε ένα ΑΛΦΑ κι έπειτα το Ήτα, όμως σταμάτησε κι αυτό
Πήγε ξανά η λέξη στη πίσω σειρά...
Μεγάλωνε η λέξη μέρα με τη μέρα
Χρειάστηκε γυαλιά. Θόλωνε η όραση της σιγά σιγά.
Μια μέρα βροχερή, αστραπές, βροντές ακούγονταν, είχε σκοτεινιάσει ο ουρανός.
Δύο πρόσωπα εμφανίστηκαν μπροστά σε δύο παράθυρα αντικριστά, δειλά δειλά άνοιξαν τις κουρτίνες και κόλλησαν τις μούρες τους στο παράθυρο.
Δύο φατσούλες κολλημένες στα τζάμια, έμοιαζαν να έχουν ένα μυστικό, κάπως βαρύ,
να ήταν έτοιμες, αποφασισμένες.
Άρχισαν να αναπνέουν στο τζάμι μπροστά, με το χώρο τους, να σχηματίζεται μια σκιά στο λευκό παράθυρο.
Άρχισαν δειλά με τα μικρά τους δάχτυλα να γράφουν και οι δύο, αργά να ρυθμικά πάνω στο τζάμι ένα δάχτυλο τη φορά..ένα γράμμα εμφανίζονταν το ένα μετά το άλλο και η λέξη που βρίσκονταν στη τελευταία σειρά...που είχε γεμίσει σκόνες από την εγκλεισμό της, τεντώθηκε, ανασηκώθηκε κι άρχισε να τρέχει
προς την εξώπορτα..
_ Αγάπη;;;;
-Αγαπηηη;;;
της φώναζαν
Που πηγαίνεις τόσο βιαστική;
-Εχω δουλειά !!!
Με φωνάζουν
Με χρειάζονται
...
Εύα Πετρόπουλου Λιανου


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου