Ο Παπαφλέσσας του Διονυσίου Τσόκου
ο Φλέσσιας ξεστόμιζε απειλές ανεμοστρόβιλες,
για την αξημέρωτη μέρα που τα πέταλά της θορυβούσαν
απ’ όλα τα έμπα του άνεμου.
Μαύρο κοράκι φρενιασμένο έκρωξε: τι λέει ο εξωλέστατος;
Να πάει να βρει τις γκιόσες του. Οι κεφαλές δεν θα γενούνε πόδια.
Αντήχησαν μαύρα νέφη μεσ’ στην άνοιξη:
Κερατάδες, μουνούχια γίνατε από μόνοι σας.
Μπαρούτι και φωτιά θα δείτε .
Μπροστά και πίσω ο χρόνος ίδιο μήνυμα.
Βοστίτσα και Καλάβρυτα ο αέρας κακοφόρμιζε.
Δύο φορές χτυπάει ο Γερμανός: Καλάβρυτα -Βοστίτσα.
Ένας φονιάς ψυχών, άλλος ονείρων.
«Κουμπούρες βλέπω Φλέσσια κι όχι κομποσκοίνι.»
Έτσι αντιλόγισε κόβοντας τον ήλιο φέτες
και πετώντας στα σκυλιά, μαύρο κοράκι.
«Δίνεις ψυχή, παίρνεις ψυχή.
Αυτό στην κούτρα σου να βάλεις τράγο.
Όπως μας φαρμακώνει η αφεντιά σου,
ούτε ο Αλή Φαρμάκης να ’σουνα.
Εγώ δε ρίχνω τ’ άρματα. Βάρκιζα δε με βλέπει.»
Αντιγύρισε ο Δικαίος, ενώ ματώνανε τα χείλια του
απ’ της ψυχής το δάγκωμα.
Ρίχνει στους κεφαλάδες μαύρη πέτρα:
«Μωρές, αν δεν γίνετε μόνοι σας ένοχοι
εγώ μουνούχια θα σας κάνω.»
Αστράφτει πάνω στου μαΐστρου τ’ άλογο και πάει στη Μάνη.
Σέρνει παντού το φλάμπουρο και πυρπολεί τον ήλιο.
Εικοσιτρείς του Γδάρτη, Καλαμάτα, Ανδρούσα, Αρκαδιά,
οι κεφαλάδες λούφαξαν: Κάλλιο από Γρεκό οι κεφαλές να παν
παρά από Τούρκο.
Ευάγγελος Βαρσαμίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου