Κυριακή 15 Μαρτίου 2020

Νικόλαος Επισκοπόπουλος (29 Απριλίου 1874 – 22 Μαρτίου 1944)

Ο Νικόλαος Επισκοπόπουλος
στο 
Ημερολόγιον Σκόκου
του 1895
Ο Νικόλαος Επισκοπόπουλος (29 Απριλίου 1874 – 22 Μαρτίου 1944) ήταν Έλληνας πεζογράφος και κριτικός, που ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του στην Ελλάδα και συνέχισε στη Γαλλία, γράφοντας στα γαλλικά, με το ψευδώνυμο Νικολά Σεγκύρ (Nicolas Ségur).
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Ζάκυνθο. Ο πατέρας του λεγόταν Διονύσιος Επισκοπόπουλος και η μητέρα του Αδριανή Σιγούρου (ήταν ξαδέλφη του ποιητή Μαρίνου Σιγούρου). Υπήρξε αυτοδίδακτος, επειδή διέκοψε τη φοίτηση στο σχολείο μετά τη δεύτερη τάξη. Ήταν μανιώδης αναγνώστης από παιδί και ήδη στα δεκαπέντε του εργαζόταν ως βοηθός φαρμακοποιού, ενώ σε ηλικία δεκαέξι ετών εξέδωσε ένα φιλολογικό ημερολόγιο για να δημοσιεύει εκεί τα λογοτεχνικά γραπτά του.
Το Μάιο του 1892 εγκαταστάθηκε με τη μητέρα του στην Αθήνα, όπου ο συμπατριώτης του Γρηγόριος Ξενόπουλος τον έθεσε υπό την προστασία του και προσπαθούσε να τον εισαγάγει στους λογοτεχνικούς κύκλους. Τον πρώτο χρόνο οι προσπάθειές του δεν καρποφορούσαν και ο Επισκοπόπουλος εργαζόταν ως διεκπεραιωτής στο περιοδικό Διάπλασις των Παίδων και έγραφε άρθρα εκλαϊκευμένης ιατρικής για την εφημερίδα Το Άστυ. Εκεί έγινε και η πρώτη του λογοτεχνική δημοσίευση στις 7 Δεκεμβρίου του 1893, με το διήγημα «Ut diese mineur». Η επιτυχία του ήταν μεγάλη και τον καθιέρωσε απότομα στο αναγνωστικό κοινό και τους κύκλους των λογοτεχνών. Ο Ξενόπουλος είχε επισημάνει χαρακτηριστικά ότι «αφ’ εσπέρας εκοιμήθη άγνωστος και την επομένην εξύπνησε προσωπικότης». Αμέσως μετά την πρώτη δημοσίευση προσελήφθη ως αρθρογράφος στο Άστυ με τις στήλες «Εδώ κι Εκεί» και «Από ημέρας εις ημέραν». Μέχρι το 1904 συνεργάστηκε με ημερολόγια και φιλολογικά περιοδικά γράφοντας διηγήματα, μεταφράσεις, κριτικά δοκίμια και χρονογραφήματα και σύχναζε στους φιλολογικούς κύκλους του Παλαμά, του Δροσίνη (την ξαδέρφη του οποίου παντρεύτηκε), του Σουρή και της Παρρέν.
Το 1904 έφυγε από την Ελλάδα και εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στο Παρίσι και δραστηριοποιήθηκε ως λογοτέχνης με το ψευδώνυμο Nicolas Ségur (Ségur ήταν το όνομα της νορμανδικής οικογένειας κλάδος της οποίας εγκαταστάθηκε στη Ζάκυνθο και από την οποία προέρχονταν οι Σιγούροι). Εκεί είχε την υποστήριξη του Ανατόλ Φρανς, τον οποίο είχε γνωρίσει σε ένα ταξίδι του στην Αθήνα και ο οποίος τον σύστησε στα σημαντικότερα φιλολογικά περιοδικά. Έγραψε μυθιστορήματα και κριτικά δοκίμια για λογοτεχνικά και φιλοσοφικά θέματα.
Πέθανε στο Παρίσι στις 22 Μαρτίου του 1944.

Έργο

Η λογοτεχνική παιδεία του Επισκοπόπουλου υπερέβαινε την ελληνική παραγωγή και τα ενδιαφέροντά του στρέφονταν προς την ξένη λογοτεχνία. Ιδιαιτέρως εκτιμούσε τους Σαρλ Μπωντλαίρ, Ανατόλ Φρανς, Έντγκαρ Άλλαν Πόε και Γκαμπριέλε ντ’ Ανούντσιο. Οι αισθητικές προτιμήσεις του στρέφονταν προς το ρεύμα του αισθητισμού, του οποίου υπήρξε ο πρώτος Έλληνας εκπρόσωπος, σε μια περίοδο που στην ελληνική πεζογραφία κυριαρχούσαν οι ηθογραφικές και οι νατουραλιστικές τάσεις. Ο κοσμοπολιτισμός του, που εκδηλωνόταν και στις επιδράσεις στο λογοτεχνικό του έργο αλλά και στα κριτικά του κείμενα, είχε ως αποτέλεσμα να δεχτεί συχνά κατηγορίες για ξενομανία και αντιγραφή των ξένων (χαρακτηριστικές ήταν οι επιθέσεις από τον Περικλή Γιαννόπουλο και τον Ηλία Βουτιερίδη).
Ως πεζογράφος στην Ελλάδα έγραψε αποκλειστικά διηγήματα. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της λογοτεχνικής γραφής του είναι η πληθωρική έως και επιτηδευμένη έκφραση, με κυριαρχία του λυρισμού και του αισθησιασμού (λυρικά και όχι ρεαλιστικά παρουσιασμένου), και η ιδιότυπη αφήγηση, με περιορισμένη πλοκή και δράση και την απουσία διαλόγων. Στη Γαλλία έγραψε πάνω από τριάντα μυθιστορήματα που έγιναν δημοφιλή στο ευρύ κοινό
Το κριτικό του έργο είναι πλούσιο, τόσο στην ελληνική όσο και στη γαλλική γλώσσα. Η ελληνόγλωσση αρθρογραφία του καλύπτει πλήθος θεμάτων, όπως ζητήματα της επικαιρότητας, χρονογραφήματα, λογοτεχνικά θέματα, συνεντεύξεις, κριτικές θεάτρου, ταξιδιωτικές εντυπώσεις. Η στάση του απέναντι στην ελληνική λογοτεχνική πραγματικότητα ήταν πολύ κριτική και για λίγους λογοτέχνες εξέφρασε θετική άποψη (όπως για το Σολωμό, τον Πολυλά, το Βιζυηνό, τον Ροΐδη, τον Νιρβάνα. Ενδιαφέρθηκε πολύ για την προβολή του αισθητισμού και των συγγραφέων που τον επηρέασαν. Στη Γαλλία έγραψε μελέτες για πολλούς συγγραφείς και διανοητές (τον Μωρίς Μπαρές, τον Μπωντλαίρ, τον Ταιν, τον Μπερξόν, τον Ίψεν και κυρίως για τον Φρανς. Το σημαντικότερο έργο του είναι η πεντάτομη Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας που κυκλοφόρησε μετά το θάνατό του.

Έργα

Le rideau rouge (Η κόκκινη κουρτίνα) ― ελλην.μετάφρ.Β.Λιάσκας ("Δορυφόρος")
Τα δεσμά της σάρκας ― Το μυστικό της Πηνελόπης - ελλην.μετάφρ.Β.Λιάσκας ("Δορυφόρος")
Τρελλά διηγήματα, "Νεφέλη", Αθήνα 1989
Το συζυγικό κρεβάτι, Αθήνα 



Ο πρώτος Έλλην βασιλεύς

Μιὰ φορὰ καὶ ἕνα καιρό, χίλια ἑξακόσια χρόνια πρὸ Χριστοῦ, κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐπάνω κάτω ποῦ ὁ Μωϋσῆς ἐλάμβανεν ἐν μέσῳ κεραυνῶν τὰς παραγγελίας τοῦ Ἰεχωβᾶ καὶ τῆς Αἰγύπτου ἐβασίλευεν ὁ Ραμσῆς, ἡ δὲ Ἑλλὰς ἔρημος ἀκόμη ἐδέχετο τοὺς πρώτους Κᾶρας καὶ τοὺς πρώτους Φοίνικας ἐπιδρομεῖς, ἓν ἰσχυρὸν βασίλειον αἴφνης ἠγείρετο εἰς τὴν Μεσόγειον, εἰς τὴν μεγάλην καὶ παράδοξον νῆσον τῆς Κρήτης, ἡ ὁποία ἐχρησίμευε ὡς πρῶτον ὁρμητήριον τῶν σημιτικῶν μεταναστεύσεων. Ἡ νῆσος αὕτη κατοικηθεῖσα ἀπὸ τοὺς Λυκίους τὸ πρῶτον καὶ κατακτηθεῖσα ἀπὸ τοὺς Φοίνικας κατόπιν περιήρχετο αἴφνης εἰς τὴν κυριαρχίαν τῶν πρώτων της κατοίκων, τῶν μυστηριώδων αὐτῶν Ἐτεοκρήτων καὶ εἷς πανίσχυρος βασιλεύς, ὁ Μίνως καταδιώκων τοὺς Σιδονίους ἐγένετο κύριος τῶν θαλασσῶν, ἐσχημάτιζε βασίλειον ἐξ ἑκατὸν πόλεων τῶν ὁποίων πρωτεύουσα ἦτο ἡ Κνωσσὸς, ἤρχιζε καὶ αὐτὸς τὴν πειρατείαν τῆς θαλάσσης τὴν ὁποίαν τοῦ εἶχον διδάξει οἱ Φοίνικες ἐπιδρομεῖς καὶ ἵδρυεν οὕτως εἰς τὰς πηγὰς τῆς ἱστορίας τὴν πρώτην ἑλληνικὴν αὐτοκρατορίαν.

Γνωρίζομεν ὅτι ὑπῆρξε βασιλεὺς μέγας καὶ γνωρίζομεν ἀκόμη ὅτι μετὰ τὴν πτῶσιν τοῦ πρώτου αὐτοῦ κρητικοῦ πολιτισμοῦ εἰς τὴν κατάπτωσιν τῆς Κρήτης τὸ ὄνομά του ἔμεινε περίφημον καὶ κατόπιν εἰς τὴν ἐκ νέου ἀναγεννωμένην Ἑλλάδα ἔλαβε μυθολογικὸν χαρακτῆρα, περιεβλήθη παράδοσιν θαυμαστὴν ἡ ὁποία κατώρθωσε νὰ τοῦ ἀποσβέσῃ πᾶσαν πραγματικότητος ὑπόστασιν.

Καὶ ἠξεύραμεν μόνον τὸν μῦθον αὐτὸν καὶ ὑπωπτεύαμεν μόνον τὴν ὕπαρξιν τοῦ πρώτου αὐτοῦ Ἕλληνος κυριάρχου, ὁπόταν πρὸ ὀλίγου καιροῦ ἕνας Ἀμερικανὸς ἀρχαιολόγος, ὅστις εὗρε τὸ κυπριωτικὸν ἀλφάβητον καὶ ὁ ὁποῖος ἠσχολήθη μὲ τὴν Κρήτην καὶ μὲ τοὺς ἀρχαϊκοὺς ἑλληνικοὺς πολιτισμούς, ὀνειρευόμενος τοὺς θριάμβους καὶ ἀναζῶν τὰ σχέδια τοῦ Σχλῆμαν, ἀνέσκαψε καὶ εὗρεν ἐπὶ τοῦ κρητικοῦ ἐδάφους τὸ ἀνάκτορον τοῦ μυθολογικοῦ αὐτοῦ ἥρωος. Καὶ τὸ εὗρε τόσον καλῶς διατηρούμενον, μὲ τόσα ἐντὸς αὐτοῦ ἀρχαιολογικὰ εὑρήματα καὶ τόσῳ μεστὸν πληροφοριῶν καὶ μνημείων τῆς παρῳχημένης καὶ σβεσθείσης ἐποχῆς, ὥστε οὕτως εἰπεῖν δυνάμεθα καὶ ἐδῶ ὅπως εἰς τὰς Μυκήνας νὰ θέσωμεν τὸν δάκτυλόν μας εἰς τὸν πρῶτον αὐτὸν πολιτισμὸν τῆς Κρήτης καὶ δυνάμεθα νὰ διαβλέψωμεν εἰς αὐτὴν τὴν ζωὴν καὶ αὐτὰ τὰ ἤθη τοῦ φοβεροῦ Μίνωος καὶ τῶν ὑπηκόων του.

Περιεγράφη ἤδη συνοπτικῶς καὶ εἶνε γνωστὸν τὸ εὕρημα τοῦ Ἔβανς. Στηριζόμενον ἐπὶ ὀγκολίθων καὶ κοσμούμενον διὰ ξυλίνων κιόνων, ὅπως τὰ αἰγυπτιακὰ ἀνάκτορα, μὲ μακρὸν διάδρομον, ὅστις ἴσως ἔδωκε τὴν πρώτην ἀφορμὴν εἰς τοῦ λαβυρίνθου τὸν μῦθον, πλῆρες ἀπὸ δωμάτια, ἀπὸ ἀποθήκας ἀπὸ παντοειδῆ καταλύματα, ἀπὸ αἰθούσας εἰς τὰς ὁποίας ὁ Μίνως ἐξέδιδε τὰς ἀποφάσεις καὶ ἐδίκαζε τὰς δίκας του, τὸ παλάτιον ἔχει κατασκευὴν ἀληθῶς διαδαλώδη καὶ περίεργον. Ὑπάρχει ἀκόμη τοῦ Μίνωος ὁ πέτρινος θρόνος καὶ τοῦ Μίνωος τὸ ὑποπόδιον καὶ ὑπάρχουν ἀκόμη τὰ πέτρινα ἀνάκλιντρα τῶν μελῶν τοῦ συμβουλίου καὶ ἓν φρέαρ, εἰς τὸ ὁποῖον κατήρχοντο διὰ κλίμακος καὶ εἰς τὸ ἄκρον ἡ βιβλιοθήκη ἐπὶ πλίνθων κατὰ τὴν ἀσσυριακὴν μέθοδον, περιέχουσα τίς οἶδε ποίους θησαυρούς, τοὺς ὁποίους αὔριον ἡ ἐπιγραφολογία θὰ μᾶς ἐξηγήσῃ. Διότι ὁ κ. Ἔβανς εὗρε πλέον τῶν χιλίων πλίνθων χαραγμένων, αἱ ὁποῖαι ἐπρόκειτο νὰ κατατριβοῦν εἰς κόνιν ἀπὸ τὸν χρόνον, ἀλλ’ αἱ ὁποῖαι ψηθεῖσαι εἰς τὴν πυρκαϊάν, ἡ ὁποία φαίνεται κατέστρεψε τὸ κραταιὸν ἀνάκτορον, διετηρήθησαν ἄθικτοι. Ἡ γραφὴ τῶν πλίνθων αὐτῶν δὲν εἶνε γνωστή, ἀλλὰ μήπως ἦτο γνωστὴ ἡ ἀσσυριακὴ ὅταν εὗρον τὰς πρώτας τοῦ Σενασερὶβ ἐπιγραφὰς καὶ μήπως ἦτο γνωστὴ ἡ αἰγυπτία πρὸ τῆς εὑρέσεως τῆς διγλώσσου ἐπιγραφῆς τοῦ Ροζέτ;

Ἄλλως παρὰ τὴν σπουδαιότητα τῆς βιβλιοθήκης, παρὰ τὴν σπουδαιότητα τῆς ἀρχιτεκτονικῆς προόδου τῶν ἀπωτάτων αὐτῶν Ἑλλήνων, μᾶς ἀποκαλύπτει τὸ παλάτιον ἀκόμη περισσότερον ἐνδιαφέρον, καὶ καταπληκτικὸν τὸ ὕψος τῆς καλλιτεχνικῆς ἀκμῆς τῆς ἐποχῆς. Τῳόντι ὁλόκληρος σειρὰ τοιχογραφιῶν, αἱ ὁποῖαι πεσοῦσαι διετηρήθησαν ἀπὸ τὴν φθορὰν καὶ τὴν καταστροφὴν κοσμοῦσι τὸ κτίριον τοῦ παλατίου, ὁλόκληρος σειρὰ ἐξιστορημένων εἰκόνων κατὰ τὴν μέθοδον τὴν ὁποίαν παρατηροῦμεν εἰς τὰ αἰγυπτιακὰ καὶ βαβυλωνιακὰ μνημεῖα.

Αἱ εἰκόνες αὗται μᾶς ἀποκαλύπτουν ἕνα πολιτισμὸν προχωρημένον καὶ ἀκμάζοντα. Τὰ ἐνδύματα τῶν γυναικῶν εἶνε πολυτελέστατα, αἱ κομμώσεις ἀνεφίκτου χάριτος, τὰ κεντήματα λεπτότατα. Ὑπάρχουν δοῦλοι γυμνοὶ ζωγραφισμένοι μὲ τελειότητα καὶ ὑπάρχουν ζῷα, ταῦροι ἰδίως - φυσικώτατον πρᾶγμα διὰ τὸ παλάτιον τοῦ Μίνωος - οἱ ὁποῖοι ἐνθυμίζουν τἀγγεῖα τῶν Μυκηνῶν καὶ τὸ ρωμαλέον καὶ σταθερὸν ὕφος των. Ὅπως εἰς τὰ ἀσσυριακὰ ἀνάγλυφα οὕτω καὶ ἐδῶ τὰ θέματα εἶνε παρελάσεις ἀνθρώπων καὶ ζῴων, αἱ ὁποῖαι μᾶς δίδουν ἰδέαν ἐκ τῶν ἑορτῶν ἀφ’ ἑνὸς τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, καὶ τῶν ἐνδυμάτων καὶ ἠθῶν τῶν ἀνθρώπων.

Καὶ πρὸ τοῦ τελείου αὐτοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῆς ἀκμῆς τῆς τέχνης, ἡ ὁποία ἀποκαλύπτεται εἰς τὴν ἐποχὴν ἑνὸς ἥρωος, τὸν ὁποῖον μέχρι χθὲς ἐνομίζαμεν μυθολογικόν, τὸν ὁποῖον οἱ ποιηταὶ τοῦ ὁμηρικοῦ κύκλου ἐτοποθέτουν εἰς ἀπώτατον παρελθὸν καὶ τοῦ ὁποίου πᾶσα ἀνάμνησις εἶχεν ἀπολεσθῆ εἰς τὴν ἐποχὴν ἤδη τῆς Δωρικῆς καθόδου, μένει κανεὶς ἔκπληκτος καὶ γοητευμένος.

Οἱ χαραγμένοι λίθοι καὶ τὰ ἀγγεῖα τῶν Μυκηνῶν παρέμενον ἕως τώρα τὰ ἀρχαιότερα καὶ τὰ μᾶλλον θαυμαστὰ δείγματα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς τέχνης. Ἤδη ἔχομεν τοῦ Μίνωος τὰς τοιχογραφίας. Καὶ τὸ ἀπελπιστικὸν εἶνε ὅτι ὅλοι αὐτοὶ οἱ πολιτισμοὶ οἱ φθάνοντες εἰς τελείαν ἀκμὴν κατεστρέφοντο καὶ ἐξέλειπον.

Ὅταν εἰς τὴν ἐποχὴν τοῦ Ἀγαμέμνονος οἱ τεχνῖται εἰργάζοντο τὸν χρυσὸν καὶ τὸν λίθον, εἶχον χάσει τὴν παράδοσιν καὶ τὴν ἀνάμνησιν ἀκόμη τῶν Σιδονίων καὶ Πελασγῶν προκατόχων των.

Καὶ ὅταν βραδύτερον οἱ γλύπται καὶ χαράκται τοῦ ἕκτου ἀῶνος εἰργάζοντο τὰ ἀρχαϊκὰ ἀγάλματα, τὰ ὁποῖα εὑρέθησαν ἐπὶ τῆς Ἀκροπόλεως, οὔτε ἐγνώριζον κἂν τοὺς θησαυροὺς τοὺς ὁποίους ἔκρυπτε τὸ χῶμα εἰς τὴν Τίρυνθα καὶ τὰς Μυκήνας καὶ τὸν Ὀρχομενόν.

Καὶ εἶνε τάχα ὁ πρῶτος ἄλλως τε πολιτισμὸς αὐτὸς τοῦ Μίνωος; Ὁ φίλος μας κ. Σβορῶνος καὶ πολλοὶ ἀρχαιολόγοι ἄλλοι ὀνειρεύονται τὸ βασίλειον τοῦ Διός, τοῦ πρώτου αὐτοῦ παντοδυνάμου μονάρχου, ὅστις ἔζησεν ἐπὶ τῆς Κρήτης, ὅστις ἔκτισεν ἰδίαν πόλιν φέρουσαν τὸ ὄνομά του καὶ τῆς ὁποίας ὑπάρχουν τὰ ἐρείπια καὶ ὁ ὁποῖος, ἰσχυρὸς καὶ παντοδύναμος, ἐθεοποιήθη, ἐλατρεύθη καὶ ἔμεινε κύριος τοῦ Ὀλύμπου, θεὸς τῶν θεῶν καθ’ ὅλην τὴν ἡλιόλουστον τῆς Ἑλλάδος σταδιοδρομίαν. Ὁ Ζεύς, πρῶτος καὶ ἀπώτατος βασιλεὺς τῆς Κρήτης, θὰ εἶχε βεβαίως βασίλεια καὶ τίς οἶδε πόσον πολυτελῆ καὶ πόσον μεγαλοπρεπῆ. Ἂν καμμίαν ἡμέραν ἕνας ἄλλος Ἔβανς καὶ ἕνας ἄλλος Σλῆμαν μᾶς ἀπεκάλυπτε τὴν οἰκίαν τοῦ πατρὸς τῶν θεῶν, ποία θὰ ἦτο ἡ νέα ἔκπληξις καὶ ποία θὰ ἦτο ἡ νέα γοητεία;
Το Άστυ, 03/09/1900





















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου