«Αν δεν καώ εγώ –αν δεν καείς εσύ- πως θα γενούνε τα σκοτάδια φως;»
Ο Αλεξέι Μαξίμοβιτς Πεσκόφ (28 Μαρτίου 1868 - 18 Ιουνίου 1936), πρωτίστως γνωστός ως Μαξίμ Γκόρκι ήταν Ρώσος συγγραφέας, ιδρυτής της λογοτεχνικής μεθόδου του σοσιαλιστικού ρεαλισμού και πολιτικός ακτιβιστής.
Το Γκόρκι το επέλεξε ως ψευδώνυμο επειδή σημαίνει πικρός. Αντιτάχτηκε πολλάκις στο τσαρικό καθεστώς και πέρασε πολύ καιρό στις φυλακές ή στην εξορία.
Γεννήθηκε από φτωχούς γονείς, στην πόλη Νίζνι Νόβγκοροντ στις 28 Μαρτίου 1868 και πέθανε στη Μόσχα στις 18 Ιουνίου 1936. Στα 1873 πεθαίνει ο πατέρας του. Η μητέρα του θα ξαναπαντρευτεί κι ο Μαξίμ Γκόρκι θα μείνει με τον παππού και τη γιαγιά του. Οι ιστορίες, τα παραμύθια κι η τρυφερή παρουσία της τελευταίας άσκησαν μεγάλη επίδραση πάνω του.
Αναγκάζεται από τη φτώχεια να φύγει από το σπίτι σε ηλικία μόλις 9 ετών και ν' αναζητήσει μόνος την τύχη του. Δοκιμάζει διάφορα επαγγέλματα: βοηθός υποδηματοποιού, βοηθός αγιογράφου, λαντζέρης σε καράβι, αχθοφόρος στην Οδησσό, νυχτοφύλακας σε ψαράδικο, φούρναρης, καθαριστής καμινάδων, εργάτης στα χωράφια. Ρακένδυτος, πεζός και πεινασμένος γυρνά όλη τη Ρωσία, γνωρίζει τους ανθρώπους και τη δυστυχία τους για πάνω από 5 χρόνια, κάτι που ήταν εξίσου καθοριστικό για τη μετέπειτα λογοτεχνική αλλά και την πολιτική του πορεία.
Τον Δεκέμβρη του 1887 αυτοπυροβολείται μ' ένα παλιό πιστόλι στο στήθος. Η σφαίρα θα μείνει στα πνευμόνια του 40 ολόκληρα χρόνια. Η αιτία ήταν μάλλον ο θάνατος της γιαγιάς του. Παρά τις αντιξοότητες αυτές, από το 1892 κιόλας, αρχίζει να εκδηλώνεται η αγάπη του για τη λογοτεχνία. Ξεκινά να γράφει πρώτα για βιοποριστικούς λόγους, επιφυλλίδες σ' επαρχιακές εφημερίδες. Τότε εργαζόταν στην εφημερίδα Tiflis του Καυκάσου κι ακόμα χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο Jehudiel Khlamida, αλλ' από κείνη τη χρονιά και μετά επιλέγει το Γκόρκι. τρία χρόνια μετά, γνωρίζεται με το συγγραφέα Βλαντιμίρ Κορολένκο (Владимир Короленко) που του δημοσιεύει το διήγημα, «Τσελκάς» και γνωρίζει κάποιον ενδιαφέρον. Το 1899 οι τυπωμένες συλλογές των διηγημάτων του, γνωρίζουν καταπληκτική επιτυχία. Γίνεται γνωστός σ' όλη την Ευρώπη.
Το 1902 η Ακαδημία τον εκλέγει μέλος της. Λίγες μέρες μετά ο Τσάρος Νικόλαος ο Β' ακυρώνει την εκλογή του, επειδή τα βάζει με τη λογοκρισία του τύπου που εφαρμόζεται, μ' αποτέλεσμα οι Τσέχωφ και Κορολένκο να παραιτηθούν. Την ίδια χρονιά γνωρίζεται με τον Λένιν και γίνονται φίλοι. Τρία χρόνια μετά αναλαμβάνει τη διεύθυνση του περιοδικού Νέα Ζωή κι αγωνίζεται για την επανάσταση. Γράφεται στο κομμουνιστικό κόμμα. Συλλαμβάνεται και κλείνεται στο φρούριο Πετροπαβλόφσκ, κατά τη διάρκεια της αποτυχημένης επανάστασης του 1905 κι εκεί μέσα γράφει ένα βιβλίο που φαινομενικά αναφέρεται στην επιδημία χολέρας του 1862, μα ουσιαστικά μιλά για το παρόν. Λογοτέχνες απ' όλο τον κόσμο κάνουν έκκληση για τη σωτηρία του.
Την επόμενη χρονιά φεύγει στο Κάπρι μέχρι το 1913 κι όταν επιστρέφει συμμετέχει στα πολιτικά δρώμενα που συντέλεσαν στο να ξεσπάσει η επανάσταση του 1917 και συμμετέχει ενεργά και σ' αυτήν. Κατά τη διάρκεια του Α' Παγκόσμιου Πολέμου το δωμάτιό του στην Πετρούπολη είχε γίνει καταφύγιο μπολσεβίκων. Μέχρι να ξεσπάσει η επανάσταση, δεν του επιτρεπόταν να εγκαταλείψει τη χώρα.
Δυο βδομάδες μετά το ξέσπασμα της επανάστασης, τον Οκτώβρη του 1917, έρχεται σε σύγκρουση με τα ηγετικά στελέχη του κόμματος. Γράφει χαρακτηριστικά:
...Οι Λένιν και Tρότσκι δεν έχουν οιαδήποτε ιδέα για την ελευθερία ή τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αλλοτριώνονται ήδη από το βρωμερό δηλητήριο της εξουσίας. Αυτό είναι ορατό από την επαίσχυντη ασέβεια στην ελευθερία του λόγου αλλά κι όλων των άλλων αστικών ελευθεριών για τις οποίες η δημοκρατία πάλεψε...
Ο Λένιν απαντά με απειλές, το 1919:
...Σε συμβουλεύω: άλλαξε το περιβάλλον σου, τις απόψεις σου, τη δράση σου, αλλιώς η ζωή μπορεί να φύγει μακριά σου.
Τον Αύγουστο του 1921 συλλαμβάνονται οι φίλοι του λογοτέχνες, Νικολάι Γκουμιλιόφ (Николай Гумилёв) κι η σύζυγός του Άννα Αχμάτοβα (Анна Ахматова), για φιλομοναρχικές τάσεις. Γυρίζει εσπευσμένα στη Μόσχα πετυχαίνοντας να τους λευτερώσει με προσωπική διαταγή του ίδιου του Λένιν, μα όταν σπεύδει να τους δει, διαπιστώνει πως ήδη έχουν πυροβολήσει θανάσιμα τον Νικολάι. Κοντά σ' αυτά έρχεται η επιδείνωση της υγείας του, μια παλιά φυματίωση από τον καιρό που γυρνούσε στους δρόμους, και τον Οκτώβρη της ίδιας χρονιάς, μεταναστεύει ξανά στο Κάπρι για λόγους υγείας. Τούτη τη φορά θα μείνει μέχρι το 1929.
Επιστρέφει στη Ρωσία κατά διαστήματα και δέχεται τιμές από τον Στάλιν. Τ' όνομά του δίνεται σε κεντρική λεωφόρο και μετονομάζεται και η γενέτειρά του, επίσης ένα από τα μεγαλύτερα αεροπλάνα της εποχής στη Ρωσία, το Τουπόλεφ 20 ονομάζεται Γκόρκι, όπως κι ένα μεγάλο πάρκο μες στο κέντρο της Μόσχας. Είναι γεγονός πως το κόμμα εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο τ' όνομά του για να προωθήσει την προπαγάνδα του στον έξω κόσμο.
Το 1936 πεθαίνει ξαφνικά κάτω από ανεξιχνίαστες συνθήκες. Οι Στάλιν και Μολότωφ, ήταν από κείνους που μετέφεραν το φέρετρό του στην κηδεία. Η δε γενέτειρά του ξαναπήρε την προηγούμενή της ονομασία (Νίζνι-Νόβγκοροντ) το 1990, μετά την πτώση του κομμουνισμού.
Ενδεικτική εργογραφία
1892: «Μακάρ Τσούντρα»
1894: «Ο θλιβερός Πάβελ»
1895: «Τσελκά», «Η γριά Ιζεργκήλ», «Το τραγούδι του γερακιού»
1897: «Κονοβάλοφ», «Μάλβα», «Οι πρώτοι άνθρωποι», «Οι σύζυγοι Ορλόφ»
1899: «Θωμάς Κορντέεφ»
1901: «Το τραγούδι του πουλιού της καταιγίδας», «Μικροαστοί», «Τραγούδια για τα άλμπατρος», «Τρεις»
1902: «Οι τρεις μύθοι», «Ξενοδοχείο των φτωχών», «Στο βυθό»
1904: «Παραθεριστές»
1905: «Παιδιά του ήλιου»
1908: «Η μάνα», «Η ζωή ενός άχρηστου ανθρώπου», «Εξομολογήσεις»
1909: «Καλοκαίρι», «Η πολιτειούλα των απορριμάτων», «Η ζωή του Ματβέι Κοζεμιάγκιν», «Μύθοι για την Ιταλία»
1913: «Παιδικά χρόνια»
1914: «Στα ξένα χέρια»
1923: «Τα πανεπιστήμιά μου»
1925: «Αρταμάνωφ»
1927: «Η ζωή του Κλιμ Σάμγκιν»
Ελληνικές παραστάσεις έργων του
Τα έργα του Μαξίμ Γκόρκι έχουν ανεβεί σε πολλά ελληνικά θέατρα. Το έργο του Οι τελευταίοι παρουσιάστηκε το 1978 από το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο στο Θέατρο Μπρόντγουαιη σε σκηνοθεσία Τάκη Μουζενίδη και μετάφραση Παύλου Μάτεσι. Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους εμφανίστηκαν ο Μάνος Κατράκης, η Κατερίνα Χέλμη, ο Πέτρος Φυσσούν, ο Χρήστος Καλαβρούζος και η Μαρία Φωκά.
Οι τελευταίοι ανέβηκαν και το 1995 στο Θέατρο Πόρτα σε σκηνοθεσία Μάγιας Λυμπεροπούλου και μετάφραση Κωστή Σκαλιόρα. Πρωταγωνιστές ήταν οι Δημήτρης Παπαμιχαήλ (Ιβάν), Ξένια Καλογεροπούλου (Σόνια), Κώστας Τριανταφυλλόπουλος (Γιάκοβ), Κλέων Γρηγοριάδης (Αλέξανδρος), Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης (Πιότρ), Σμαράγδα Καρύδη (Νάντια), Χριστίνα Αλεξανιάν (Βέρα).
Το γνωστό δράμα Στο βυθό ανέβηκε στο Εθνικό Θέατρο το 1981 σε σκηνοθεσία Σπύρου Ευαγγελάτου και μετάφραση Γιώργου Σεβαστίκογλου. Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους εμφανίστηκαν οι Λυκούργος Καλλέργης, Θόδωρος Μορίδης, Γιώργος Τσιτσόπουλος, Νικήτας Τσακίρογλου και Ιάκωβος Ψαρράς.
Το 2007 παρουσιάστηκε το έργο Βάσσα στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού και μετάφραση Χρύσας Προκοπάκη. Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους εμφανίστηκαν οι ηθοποιοί Μπέττυ Αρβανίτη, Μαρία Καλλιμάνη, Δημοσθένης Παπαδόπουλος, Μάνος Βακούσης, Κώστας Γαλανάκης.
Ελληνικές μεταφράσεις έργων του
Η Μάνα (μυθιστόρημα, 1907) : Μέλπω Αξιώτη ("Θεμέλιο")
Ιστορίες από την Ιταλία (διηγήματα, 1911-1913) : Σόφη Κεφάλα ("Σύγχρονη Εποχή")
Τα παιδικά χρόνια (α΄μέρος αυτοβιογραφίας, 1913-14) : Νίκος Κυτόπουλος ("Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος")
Στα ξένα χέρια (β΄μέρος αυτοβιογραφίας, 1916) : Άρης Αλεξάνδρου ("Γκοβόστης")
Τα πανεπιστήμιά μου (γ΄μέρος αυτοβιογραφίας, 1923) : Νίκος Κυτόπουλος ("Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος")
Το αφεντικό (αφήγημα) : Νίκος Κυτόπουλος ("Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος")
Μικροαστοί (δράμα, 1901) : Κώστας Μερτβάγος ("Γκοβόστης")
Στο βυθό (δράμα, 1902) : Αθηνά Σαραντίδη ("Γκοβόστης")
Οι βάρβαροι (δράμα, 1905) : Αθηνά Σαραντίδη ("Γκοβόστης")
Οι εχθροί (δράμα, 1906) : Αθηνά Σαραντίδη ("Γκοβόστης")
Η ζωή μου (σε δύο τόμους, περιλαμβάνει τις αυτοβιογραφίες: Τα παιδικά χρόνια, Στα ξένα χέρια, Τα πανεπιστήμιά μου), Εκδόσεις "ΑΚΑΔΗΜΟΣ", 1977
Ο Συνοδοιπόρος μου Μετάφραση Νίκος Καστρινός, Εκδόσεις Μαΐστρος
Ο Περαστικός Μετάφραση Νίκος Καστρινός, Εκδόσεις Μαΐστρος
Ο Άνθρωπος που πέθανε περπατώντας
Βάσσα Ζελεσνόβα (δράμα, 1910) Μετάφραση: Αλεξανδρος Κοέν, Εκδόσεις: Κάπα Εκδοτική (2015)
Το αμαρτωλό σπίτι (Οι τρεις), Μετάφραση Στ. Βουρδουμπά Εκδ. Δαρεμα
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
Μια καινούργια καρδιά γεννιέται στον κόσμο, μητερούλα. Οι καρδιές όλες είναι καταστρεμένες απ’ το συμφέρον, τρώγονται απ’ την απληστία, λιώνουνε απ’ το φθόνο, το έμπυο τρέχει απ’ τις βρωμερές πληγές τους, το ψέμα κ’ η κακομοιριά… Όλοι οι άνθρωποι είναι άρρωστοι, τρέμουνε τη ζωή… σα να περιπλανιούνται μες στην αντάρα… κι ο καθένας δεν ξέρει παρά το δικό του πόνο.
Μα νάσου που ’ρχεται ένας άνθρωπος που φωτίζει τη ζωή με τη φλόγα της γνώσης και φωνάζει και καλεί: «Ε! παραστρατημένα, κακόμοιρα έντομα! Καιρός πια είναι να καταλάβετε πως έχετε όλοι τα ίδια συμφέροντα, πως ο καθένας έχει δικαίωμα να μεγαλώσει, να ζήσει! Είναι απομονωμένος αυτός ο άνθρωπος που μας καλεί, και γι’ αυτό φωνάζει δυνατά… του χρειάζονται φίλοι. Μονάχος του είναι θλιμμένος, κρυώνει. Στο κάλεσμά του, όλες οι καρδιές ενώνονται σε μια καρδιά μ’ ό,τι έχουνε καλύτερο, σε μια καρδιά πελώρια, ευαίσθητη και δυνατή, σαν ασημένια καμπάνα… Και να τι μας λέει αυτή η καμπάνα: Άνθρωποι όλου του κόσμου, ενωθείτε, φτιάξετε μια μόνο οικογένεια! Η μάνα της ζωής είναι η στοργή κι όχι το μίσος. Αδέρφια, την ακούω κιόλας αυτή την καμπάνα!
[…] Κι όταν κοιμούμαι κι όταν περπατώ, όπου κι αν βρεθώ, ακούω την καμπάνα αυτή ν’ αντιλαλεί παντού… κ’ είμαι ευτυχισμένος. Το ξέρω: η γη απόκαμε να σηκώνει την αδικία και τον πόνο, μουγκρίζει σα ν’ απαντά στο κάλεσμα, κι ανατριχιάζει σιγανά, καλωσορίζοντας την καινούργια αυγή που πρωτοφέγγει μες στην καρδιά του ανθρώπου.
[…] τους ανθρώπους τους καρτερούνε ακόμα μεγάλοι πόνοι, χέρια αχόρταγα, θα τους αρπάξουνε, ακόμα πολύ αίμα… κι όμως όλα αυτά, όλος μου ο πόνος κι όλο το αίμα μου, είναι μικρό αντάλλαγμα μπροστά σ’ εκείνο που έχω κιόλας μέσα μου, μες στο μυαλό μου, στο μεδούλι του κοκάλου μου. Είμαι γεμάτος πλούτη, όπως τ’ αστέρι είναι γεμάτο αχτίδες… Όλα θα τα υπομένω… όλα θα τα υποφέρω… γιατί έχω μια χαρά που κανένας και τίποτα, ποτέ, δε θα τη σκοτώσει, κι αυτή η χαρά, είναι η δύναμή μου.
[…] Είσαι υποχρεωμένος να μισήσεις τον άνθρωπο, για να ’ρθει πιο σύντομα ο καιρός που θα μπορέσεις να τον θαυμάζεις απεριόριστα. Πρέπει να εξαφανίσεις αυτόν που εμποδίζει το δρόμο της ζωής, που ξεπουλά τους άλλους για να μπορεί ν’ αγοράσει τιμές ή την ησυχία του. Αν βρεθεί κανένας Ιούδας στο δρόμο όπου βαδίζουν οι δίκαιοι, και τους περιμένει για να τους προδώσει, θα ’μουν εγώ ο ίδιος προδότης, αν δεν τον ξέκανα… Είναι τάχατες έγκλημα; Και δεν έχεις το δικαίωμα;
Κ’ εκείνοι οι άλλοι, οι αφέντες μας, έχουνε τάχατες το δικαίωμα να χρησιμοποιούνε δήμιους και στρατιώτες, δημόσια σπίτια και φυλακές, και κάτεργα, και κάθε λογής φριχτά κι απαίσια πράματα για την ασφάλειά τους, και την καλοπέραση; Κι αν είμαι υποχρεωμένος κάποτε ν’ αρπάζω το δικό τους το ραβδί στα χέρια μου… τι να γίνει ;… Το κάνω, δεν τ’ αρνούμαι. Οι αφέντες μάς δολοφονούν κατά εκατοντάδες, κατά χιλιάδες. Αυτό μου δίνει το δικαίωμα να σηκώσω το χέρι και να χτυπήσω κατακέφαλα εκείνον τον εχθρό, πού έχει προχωρήσει πιο πολύ καταπάνω μου, εκείνον που είναι ο πιο βλαβερός για τα έργα της ζωής μου. Ξέρω πως το αίμα των εχθρών μου δεν είναι δημιουργικό, το ξέρω πως δεν είναι γόνιμο… Εξαφανίζεται χωρίς να αφήσει σημάδια πίσω του, γιατί είναι σαπισμένο. Μα όταν το αίμα το δικό μας, σα μια πυκνή βροχή, χύνεται στη γη και την ποτίζει, τότε με δύναμη η αλήθεια ξεπηδά, και το ξέρω κι αυτό!
[…] Άμα θέλεις να πας μπροστά, πρέπει ν’ αγωνιστείς ενάντια στον ίδιο τον εαυτό σου. Πρέπει να ξέρεις να τα θυσιάσεις όλα, ολάκερη την καρδιά σου… Ν’ αφιερώσεις τη ζωή σου για την ιδέα, και να πεθάνεις γι’ αυτήν, δεν είναι πράμα συνηθισμένο. Μα χρειάζεται να δόσεις ακόμα παραπάνω, να δόσεις ό,τι έχεις πιο αγαπημένο στη ζωή… και τότε αυτό το πιο αγαπημένο, η αλήθεια, θα τρανέψει, θα υψωθεί!
Στάθηκε στη μέση της κάμαρας, με χλωμό πρόσωπο, μισόκλειστα μάτια, κ’ εξακολούθησε, σηκώνοντας το χέρι ψηλά, σα να ’δινε μια επίσημη υπόσχεση:
— Το ξέρω πως θα ’ρθει ένας καιρός, που οι άνθρωποι θα θαυμάζουν, ο ένας τον άλλον, όπου καθένας τους θα λάμπει σαν αστέρι στα μάτια του άλλου, όπου όλοι θ’ ακούνε το διπλανό τους σα να ’τανε μουσική η φωνή του. Θα υπάρχουν άνθρωποι ελεύθεροι στη γη, όλοι θα ’χουν ανοιχτή καρδιά, εξαγνισμένοι από κάθε απληστία και φθόνο. Και τότε η ζωή δε θα ’ναι πια η ζωή, μα ένας ύμνος στον άνθρωπο, η μορφή του θα πάει ψηλά, γιατί οι ελεύθεροι άνθρωποι μπορούν να φτάσουν όλα τα ύψη! Θα ζούνε τότε μες στην ελευθερία και στην ισότητα, θα ζούνε για την ομορφιά. Τότε οι καλύτεροι θα ’ναι εκείνοι που θα μπορούν ν’ αγκαλιάσουν περισσότερο τον κόσμο μέσα στην καρδιά τους, εκείνοι που θα τον αγαπήσουν πιο βαθιά, εκείνοι πού θα ’ναι οι πιο ελεύθεροι… γιατί μέσα σ’ εκείνους θα υπάρχει η περισσότερη ομορφιά! Τότε η ζωή θα ’ναι μεγάλη και μεγάλοι θα ’ναι εκείνοι που θα τη ζούνε!… Σώπασε στάθηκε ορθός, κ’ εξακολούθησε με μια φωνή όπου αντιλαλούσε όλη η δύναμή του:
— Στο όνομα αυτής της ζωής, είμαι έτοιμος για όλα… θα ξεριζώσω την καρδιά μου, αν χρειάζεται, και θα την ποδοπατήσω χάμω εγώ ο ίδιος.
(Αποσπάσματα από το μυθιστόρημα του Μαξίμ Γκόρκι «Η μάνα», μετάφραση Μέλπως Αξιώτη, εκδόσεις Θεμέλιο, 1966)
❀❀❀❀❀❀❀
Πήγε κοντά στη μητέρα του. Κι είπε:
― Αυτό είναι έγκλημα, μάνα! Μια άγρια δολοφονία, εκατομμυρίων ανθρώπων, ένας φόνος των ψυχών! Καταλαβαίνεις; Τις ψυχές σκοτώνουν! Βλέπεις τη διαφορά ανάμεσα σ’ εμάς και στους εχθρούς μας; Όταν κάποιος από μας χτυπήσει έναν άνθρωπο, ντρέπεται, αηδιάζει, υποφέρει… Οι άλλοι, αντίθετα, δολοφονούν τον κόσμο κατά χιλιάδες ήσυχα-ήσυχα δίχως λύπηση, δίχως ν’ ανατριχιάζουν. Σκοτώνουν με χαρά! Μάλιστα! Με χαρά… Κι έτσι καταπιέζουν όλο τον κόσμο, μόνο και μόνο για να εξασφαλίσουν τα ξύλα στα σπίτια τους, τα έπιπλα, το ασήμι, το χρυσάφι και τα περιττά κουρελόχαρτα, κι όλα κείνα τα ψωροπράματα που τους δίνουν εξουσία πάνω στα διπλανούς τους. Σκέψου, δεν είναι για την ίδια τους την προστασία που σκοτώνουν το λαό και παραμορφώνουν τις ψυχές, δεν είναι για τον εαυτό τους που το κάνουν αυτό, μα για να υπερασπίσουν την ιδιότητα τους.
Ο Πάβελ άρπαξε το χέρι της μητέρας του και το ’σφιξε γέρνοντας κατά το μέρος της:
― Αν μπορούσες να νιώσεις όλη αυτή την ατιμία, αυτή τη βρωμερή σαπίλα… Τότε θα καταλάβαινες πως έχουμε δίκιο… Θα έβλεπες πόσο η ιδεολογία μας είναι μεγάλη κι ωραία!
Η μητέρα σηκώθηκε, κατασυγκινημένη. Ήθελε να μπορούσε να ενώσει την καρδιά της με την καρδιά του γιου της μέσα στην ίδια φλόγα.
― Άκουσε, Πάβελ… Άκουσε! μουρμούρισε λαχανιασμένη. Καταλαβαίνω, το νιώθω… Ακούς!
Μαξίμ Γκόρκι - Η Μάνα
❀❀❀❀❀❀❀
-ΛΟΥΚΑΣ-Μας λες για την αλήθεια ..μα η αλήθεια δεν είναι πάντα καλή για τον άνθρωπο..δεν θεραπεύει πάντα την ψυχή.
Να σου πω ένα παράδειγμα:Eιχα κάποτε ένα γνωστό που πίστευε στη χώρα της Δικαιoσύνης..
-ΜΠΟΥΜΠΝΟΦ-Σε τι πράγμα;
-ΛΟΥΚΑΣ-Στη χώρα της δικαιοσύνης.
Πρέπει να υπάρχει έλεγε, κάπου στη γη η χώρα της δικαιοσύνης..
Και στη χώρα αυτή έλεγε, πρέπει να κατοικούν ξεχωριστοί άνθρωποι, καλοί άνθρωποι!
Που σέβονται ο ένας τον άλλον, που βοηθάνε ο ένας τον άλλον και όλα στη ζωή τους είναι μέλι γάλα.
Και ο άνθρωπος αυτός όλο έλεγε να φύγει, να ψάξει να βρει αυτή τη χώρα, ήταν όμως φτωχός και δύσκολα τα 'φερνε βόλτα...κι όταν καμιά φορά τα πράγματα πηγαίνανε απο το κακό στο χειρότερο, κι έλεγες, τώρα θα πέσει να πεθάνει-ακόμα και τότε, δεν το έβαζε κάτω, χαμογελούσε κι έλεγε:
''δεν θα πάθω τίποτα!θα αντέξω!''
Λίγο ακόμα θα περιμένω και θα αφήσω αυτή τη ζωή, και θα παω στη χώρα της δικαιοσύνης..''<Μοναδική του χαρά ήταν αυτή η χώρα>
- ΠΕΠΕΛ-Και τι έγινε; πήγε τελικά;
-ΜΠΟΥΜΠΝΟΦ-Που να παει; χα χα !
-ΛΟΥΚΑΣ-Μια φορά, στα μέρη που ζούσε, έφεραν έναν εξόριστο επιστήμονα..με βιβλία, χάρτες πολύ μορφωμένο..
Ο άνθρωπός μας λέει στον επιστήμονα ''Πες μου σε παρακαλώ, που βρίσκεται η χώρα της δικαιοσύνης, και πως μπορώ να παω εκεί;''
Ο επιστήμονας ανοίγει τα βιβλία του, βάζει κάτω τους χάρτες του, κοιτάζει, ψάχνει, πουθενά η χώρα της δικαιοσύνης..Ολες οι χώρες ήταν εκεί, εκτός απ' τη χώρα της δικαιοσύνης.
-ΠΕΠΕΛ (Χαμηλόφωνα) Ούτε ίχνος;;;
Ο Μπουμπνόφ γελάει
-ΝΑΤΑΣΑ ..Σώπα εσύ...λοιπόν παππού;
-ΛΟΥΚΑΣ-Ο άνθρωπος δεν τον πιστεύει..Πρέπει, πρέπει να υπάρχει ''λεει'' ψάξε καλύτερα, αλλιώς τα βιβλία και οι χάρτες σου δεν αξίζουν τίποτα, αν δεν μπορείς να βρεις αυτή τη χώρα..Ο επιστήμονας το πήρε κατάκαρδα.
Οι χάρτες μου, λεει, είναι ακριβέστατοι και δεν υπάρχει καμιά τέτοια χώρα πουθενά..
Ο άνθρωπος μας θύμωσε -πως είναι δυνατόν;
Ζούσε τόσα χρόνια έκανε υπομονή, και πίστευε τόσο πολύ ότι υπάρχει..
Του είχε κλέψει τη χώρα που αγαπούσε..Λέει λοιπόν στον επιστήμονα<
Ελα δω ρε κάθαρμα. Δεν είσαι επιστήμονας εσύ..Απατεώνας είσαι...> και του ρίχνει μια μπουνιά στο μάτι(παύση). Και μετά πήγε στο σπίτι του και κρεμάστηκε..........
Ολοι μένουν σιωπηλοί..
-ΠΕΠΕΛ-Ε που να σε πάρει ο διάβολος, μας έκανες την ψυχή μαύρη...είδες η χώρα της δικαιοσύνης; δεν υπάρχει τελικά..
Μαξίμ Γκόρκι-Στο βυθό
(Το κείμενο έχει μεταφερθεί αυτούσιο, από το βιβλίο )
Η γοργή αυτή πινελιά του 1903 του μεγάλου ρεαλιστή της παγκόσμιας λογοτεχνίας Μαξίμ Γκόρκι, έχει κάτι το τραγικό και μαζί σπαρακτικό. Μέσα όμως από τις λίγες γραμμές της, αναδεικνύεται σε όλο της το μεγαλείο η υπέροχη ανθρωπιά και η αγάπη του για το παιδί, το τρυφερό αυτό μέλλον της ανθρωπότητας.
Ένα βράδι, κουρασμένος απ τη δουλειά, είχα ξαπλωθεί κατάχαμα στη γωνιά ενός μεγάλου πέτρινου σπιτιού. Οι κόκινες αχτίδες του ήλιου που βασίλευε κάνανε να φαίνονται πιο πολύ οι βαθιές ρωγμές του τοίχου και οι κηλίδες της λάσπης.
Μες στο σπίτι, μέρα-νύχτα, σα ποντίκια στο υπόγειο τριγυρνούσαν άνθρωποι πεινασμένοι και βρώμικοι. Τα σώματάτους είταν σκεπασμένα με κουρέλια κι οι ψυχέςτους είταν το ίδιο μολυσμένες και βρώμικες σαν τα κορμιάτους.
Απ τα παράθυρα του σπιτιού ξέφευγε σαν πυκνός κι αργός καπνός μιας πυρκαγιάς, ο βαρύς και μονότονος θόρυβος της ζωής, που κυλιόταν στη λάσπη κει μέσα. Βυθισμένος σε μια νάρκη, άκουγα τούτη την κολασμένη βουή.
Ξάφνου, δίπλα μου, απόνα σωρό άδεια βαρέλια και παλιά κιβώτια ήρθε μια φωνή λεπτή και γλυκιά:
Νάνι, νάνι το παιδάκι
Το καλό μου κάνει νάνι.
Ποτέ μου δεν είχα ακούσει μες σ’ αυτό το σπίτι τις μητέρες να νανουρίζουν τα παιδιά τους με τόση τρυφερότητα. Σηκώθηκα αθόρυβα κι έριξα μια ματιά πίσω απ τα βαρέλια. Ένα μικρό κοριτσάκι είταν καθισμένο πάνου σ’ ένα κιβώτιο. Είχε γείρει το μικρό του μπουκλωτό και ξανθό κεφαλάκι, κουνιότανε ρυθμικά κι ήρεμα και τραγουδούσε με ύφος στοχαστικό:
Νάνι νάνι το παιδάκι
η μαμά θάρθει σε λίγο
να του φέρει τα γλυκά του…
Με τα μικρά βρώμικα χεράκια του κρατούσε ένα ξύλινο κουτάλι ντυμένο μ’ ένα κόκινο κουρέλι και το κοιτούσε με τα μεγάλα του μάτια. Είχε ωραία μάτια, φωτεινά, τρυφερά και θλιμμένα, με μια θλίψη σπάνια στα παιδιά. Η έκφρασή του μούκανε τέτια εντύπωση, ώστε δεν πρόσεχα πια τη βρωμιά τού προσώπου και των χεριών του.
Πάνω απ’ το κοριτσάκι, σα σύγνεφο από βρώμικο καπνό, περνούσαν φωνές, βλαστήμιες, μεθυσμένα λόγια, κλάματα. Γύρω του, πάνου στη λασπωμένη γη, όλα είταν σπασμένα, κολοβωμένα, κι ο ήλιος που βασίλευε έβαφε κόκινα τα λείψανα των ξεγοφιασμένων κιβωτίων. Tα έκανε να φαίνονται πένθιμα σαν ερείπια μεγάλης οικοδομής κατεδαφισμένης απ τ’ ανήλεα χέρια τής φτώχειας.
Έκανα μια κίνηση αθέλητα. Τότε το κοριτσάκι στράφηκε, με διέκρινε και τα μάτια του καρφώθηκαν απάνω μου καχύποπτα. Ζάρωσε ολόκληρο σα μικρό ποντίκι μπροστά στη γάτα. Κοίταζα με χαμόγελο το προσωπάκι του, δειλό, λυπημένο, και βρώμικο. Έσφιξε με δύναμη τα χείλια του και τα λεπτά βλέφαρά του ηρέμισαν. Κατόπιν σηκώθηκε, τίναξε με πολυάσχολο ύφος το καταξεσκισμένο φουστάνι του, που μόλις διατηρούσε το πρωτινό κόκκινο χρώμα του, έβαλε τηv κούκλα στην τσέπη κι έπειτα με μια φωνή καθαρή και παλλόμενη με ρώτησε:
– Τί κοιτάς;
Θάταν περίπου έντεκα χρονώ. Είταν λεπτό κι αδύνατο. Με κοιτούσε προσεχτικά και τα βλέφαράτου τρέμανε πάντοτε.
– Ε, λοιπόν; συνέχισε ύστερα απόνα λεπτό σιωπής. Τί θέλεις;
– Τίποτα… Παίξε… Θα φύγω ευθύς, απάντησα.
Τότε έκανε ένα βήμα προς εμένα, το πρόσωπό του κατσούφιασε και με δυσφορία μούπε με τη λεπτή και καθαρή φωνή του:
– Έλα μαζί μου… Θα μου δόσεις δεκαπέντε καπίκια.
Δεν κατάλαβα αμέσως. Όμως θυμάμαι πως έφριξα απόνα προαίσθημα πως θ’ άκουγα κάτι τρομερό.
Κείνο ήρθε πολύ κοντά μου, έσμιξε πάνω μου, κι αποφεύγοντας το βλέμμα μου, συνέχισε με μια φωνή μονότονη κι άχρωμη:
– Πάμε… δεν έχω όρεξη να τρέχω στους δρόμους… να γυρεύω πελάτη…Ύστερα δεν μπορώ να βγω… Ο εραστής τής μητέρας μου πούλησε το φουστάνι μου… για να αγοράσει ρακί… Πάμε!…
Χωρίς να πω λέξη την έσπρωξα απαλά. Με κοίταξε καχύποπτα, σα να μην καταλάβαινε. Τα χείλη της κινήθηκαν σπασμωδικά. Επί τέλους σήκωσε το κεφάλι και κοιτώντας ψηλά με μάτια ορθάνοιχτα, καθαρά και θλιμμένα, μούπε χαμηλόφωνα και στενοχωρημένα:
– Νομίζεις… επειδή είμαι μικρή… πως θα φωνάξω… Μη φοβάσαι… Άλλοτε… είναι αλήθεια… φώναξα… αλλά τώρα πια…
Και, χωρίς ν’ αποτελειώσει έφτυσε αδιάφορα καταγής.
Απομακρύνθηκα έχοντας μες στην καρδιά μου μιαν ανέκφραστη φρίκη και το βλέμμα δυο παιδικών φωτεινών ματιών.
Διαβάστε επίσης :Μαξίμ Γκόρκι - Η Φλογερή καρδιά του Ντάνκο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου