Παρασκευή 13 Μαρτίου 2020

Η ΓΟΡΓΟΝΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

Μπόστ (Μέντης Μποσταντζόγλου) - Ο Μεγαλέξαντρος με την αδελφή του την γοργόνα.

ΜΑΝΟΣ ΑΓΓΕΛΑΚΗΣ - 
Η γοργόνα

"Θα πάρω απ’ το χέρι σου το τριαντάφυλλο
να ζωγραφίσω τη ζωή.
Εδώ, στην άκρη της πέτρας,
θα ψάξω τον μίσχο του κυκλάμινου.
Θα πορευτώ κατά την θάλασσα,
να βρω την τρίαινα,
μήπως κι ανοίξω τους ασκούς
να δω την άλλη μέρα
στεφανωμένη με αγριολούλουδα.
Ήταν όμορφη η σημερινή μέρα,
όμως δεν έλεγε με τίποτα να ηρεμήσει
το πτερύγιο του καρχαρία,
που περιδιάβαινε την θάλασσα πάνω κάτω.
Εμείς σ’ αυτήν την κόχη, ξεχασμένοι,
συναρμολογούσαμε τραγούδια
από σπασμένα λόγια
Η γοργόνα ξέχασε να γυρίσει.
Η γοργόνα δεν ήθελε να γυρίσει.
Σπασμένα λόγια
πεταμένες κουβέντες,
άδικη η ζωή πολλές φορές..."



 Edward Burne Jones, Μια νύμφη της θάλασσας. 1881


Βαγγέλης Αλεξόπουλος - O NAYTHΣ ΖΕΙ

-Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;
Ρώτησε η γοργόνα το ναύτη
Κι εκείνος που ‘δενε τα σχοινιά
ψηλά στα κατάρτια φώναξε:

-Ζει!
Ζούσε δε ζούσε, δεν ήξερε
Μα ήταν ναύτης μόνος στη θάλασσα
και τα σχοινιά ήταν γεμάτα αλάτι
και φυσούσε πολύ.
Γιώργος Χρονάς


Ο Χρονάς συγχώρεσε
τον ναύτη του
που αμάρτησε
που ψευδομαρτύρησε
-από ανάγκη όμως-
και παραδέχτηκε
πως ο Μέγας Αλέξανδρος ζει

Εγώ απλά
θα επικυρώσω
τα γεγονότα
Ο Αρχίλοχος έπεσε από τη Σελήνη με αλεξίπτωτο στην πόλη, Εκδόσεις Οδός Πανός, 2018

«Γοργόνα. Η θεά της θάλασσας». Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο Κρήτης.

Γ.Δροσίνης -  Ζεί ο Βασιλιάς Αλέξανδρος ; 

Μες στο πλατύ το πέλαγο καράβι ταξιδεύει
Τριγύρω νύχτα απλώνεται..
και με τ' αγέρι, που ελαφρά τα κύματα χαϊδεύει,
τό μπρίκι τό άσπροφόρετο κουνιέται, αργοσαλεύει,
σάν νύφη, πού όλο καί λυγά καί γλυκοκαμαρώνεται .

Μα ξάφνου, σάν να κάρφωσε σ’ άμμουδιαστό ακρογιάλι
τις δυό του άγκυρες μαζί,
τό μπρίκι στέκει καί μπροστά στήν πλώρη του προβάλλει
Γοργόνα θαλασσόβρεχτη μέ αγριωπό κεφάλι:

— Ο Βασιλιάς Αλέξανδρος απέθανε για ζεί;

Βροντολογά τό στόμα της καί τά νερά αναδεύει
με την ψαρίσια της ουρά,
και το γυναίκειο της αυτί απόκριση γυρεύει.
— Ο Βασιλιάς Αλέξανδρος στον κόσμο βασιλεύει,
ό ναύτης αποκρίνεται, ζωή νά 'χης, Κυρά!

Αλίμονο αν τής έλεγε πώς είναι πεθαμένος
Από τά χρόνια τά παλιά !...
Ευθύς την ίδια τη στιγμή ο ναύτης ο καημένος
μαζί μέ τό καράβι του θα βούλιαζε πνιγμένος,
καί ή Γοργόνα θ’ άρχιζε νά κλαίει τό βασιλιά.

Μα τώρα, που έμαθε πώς ζεί, τήν όψη της αλλάζει
και μ’ ομορφιές στολίζεται.
Γίνεται κόρη λυγερή, στα κύματα πλαγιάζει,
μέ δυό ματάκια όλόγλυκα τριγύρω της κοιτάζει,
κι άπ’ τά ξανθά της τά μαλλιά τό πέλαγος φωτίζεται.

Το μπρίκι πάλι ξεκινά καί σιγαλαρμενίζει
στή Θάλασσα την γαλανή.
Και ή Γοργόνα στον άφρό σάν γλάρος φτερουγίζει,
λύρα κρατάει ολόχρυση καί παίζοντας αρχίζει
να τραγουδάει στο πέλαγος μ’ ουράνια φωνή! »



Edward Burne Jones, Τα βάθη της θάλασσας. 1887

Μάνος Ελευθερίου - Η γριά γοργόνα

Πώς είναι μια γριά γοργόνα; Πώς είναι τώρα
που βαριέται να ρωτάει
που ξέρει το παιχνίδι του καιρού κι αναγνωρίζει
λάθη και συμβάσεις
και με φανταστικές κινήσεις εννοεί
ό,τι ρωτούσε πάντα;

Πάντα και πάντα ό,τι ρωτούσε και πώς είναι
όταν σε γύρευε μες στις σπηλιές του ύπνου
μες στα χαράματα του πόντου και στα τρελά νερά
παίζοντας με κόκαλα πνιγμένων
τυφλή, κουφή, ξεδοντιασμένη, με ρευματισμούς,
πώς είναι μια ζωή γονατισμένη
τώρα που η δίκαιη κλεψύδρα μένει ακίνητη
καρφωμένη μέσα στο χρόνο της που περιέχει

ή με τα δώρα κάποιου που γερνάει μόνος του στα καφενεία και στα πορνεία

κυνηγημένος από σένα κι από φιλιά φαντάσματα
μ’ ένα κορμί που το κατάντησες σαν λατομείο
και δεν ελπίζει να το κοιτάξεις
ή προς το βράδυ να ξεδιαλύνεις τον προσφυγικό του ύπνο
τώρα που σ’ αιχμαλώτισαν άλλοι καθρέφτες κι άλλα φώτα
και δεν υπερασπίζεις πια το σώμα σου∙
ανακαλύπτεις τους καθρέφτες μες στο σώμα σου
ή σκουριασμένα σύνεργα ενός παλιού μηχανουργείου
και λες μεταμορφώσεις είναι, τίποτ’ άλλο.
Το ξέρει αυτός, ο συγγενής του κόσμου,
αυτός που είδε αμαρτίες κι αμαρτίες,
στρατούς, παραλυσίες και φυλές,
το ξέρει αυτός πως η ψυχή έχει δικές της αποφάσεις
κι άλλους δρόμους. Πώς δεν σ’ το δίδαξε;
Πώς είναι όμως δίχως φάρμακα εκείνη
ελπίζοντας μια κάμαρα σ’ ένα γηροκομείο
την Κυριακή επισκέψεις από γέρους ναυτικούς
γιατί πια τώρα το ’μαθε καλά

το άλλο μισό του ανθρώπου είναι
το παραμύθι
αλλά κι εσύ γιατί να της παραφερθείς
αφού κοντά της βούλιαξες ολόκληρος
και μόνο το τραγικό σου χέρι φαίνεται
να κρατάει, σαν ψάρι, σπαρταρώντας,
την ψυχή σου.
Από τη συλλογή Το μυστικό πηγάδι (1983) του Μάνου Ελευθερίου



J. W. Waterhouse, Μια γοργόνα. 1900.

Οδυσσέας Ελύτης  - Τα τζιτζίκια.

Η Παναγιά το πέλαγο
κρατούσε στην ποδιά της
Τη Σίκινο την Αμοργό
και τ’ άλλα τα παιδιά της

Από την άκρη του καιρού
και πίσω απ’ τους χειμώνες
Άκουγα σφύριζε η μπουρού
κι έβγαιναν οι Γοργόνες

Κι εγώ μέσα στους αχινούς
στις γούβες στ’ αρμυρίκια
Σαν τους παλιούς θαλασσινούς
ρωτούσα τα τζιτζίκια:

– Ε σεις τζιτζίκια μου άγγελοι
γεια σας κι η ώρα η καλή
Ο βασιλιάς ο Ήλιος ζει;
κι όλ’ αποκρίνονται μαζί:
– Ζει ζει ζει ζει ζει ζει ζει ζει






 Το θαλασσινό τριφύλλι Θέμης Τσιρώνης Ζωγραφική σε ξύλο
( Από https://www.astrovox.gr/



Νίκος Καββαδίας - Ἔχω μία πίπα

Στον ποιητή Ἀπ. Μελαχρινό

Ἔχω μία πίπα ὀλλανδική από   ἕνα μαῦρο ξύλο,
ὁπού πολύ παράξενα την ἔχουν σκαλισμένη.
Ἔχει το σχῆμα κεφαλιοῦ Γοργόνας με πλουμίδια.
Κι ἕνας σ᾿ ἐμέ ναύτης Δανός την ἔχει χαρισμένη.

Και μοῦ ῾πε αὐτός πώς μία φορά τοῦ την ἐπούλησε ἕνας,
στην Ἀλεξάντρεια, ἔμπορος ναρκωτικῶν, Ἀράπης,
και στον Ἀράπη - λέει - αὐτόν, την εἶχε δώσει κάποια,
σε κάποιο πόρτο μακρινό, γυναίκα τῆς ἀγάπης.

Πολλές φορές, τις βραδινές σκοτεινιασμένες ὧρες,
ἀνάβοντας την πίπα αὐτή, σε μία γωνιά καπνίζω,
κι ὁ γκρίζος βγαίνοντας καπνός σιγά με περιβάλλει,
κάνοντας ἕνα γύρω μου κενό, μαβί και γκρίζο.

Και πότε μία ψηλή, ὁ καπνός, γυναίκα σχηματίζει,
πότε ἕνα πόρτο ξενικό πολύ και μακρυσμένο.
Και βλέπω μεσ᾿ στους δρόμους του τούς κρύους και βραδιασμένους
να περπατᾶ ἕναν ὕποπτον Ἀράπη μεθυσμένο.

Και βλέπω πάλι, ἄλλες φορές, μία γρήγορη γαλέρα
με τα πανιά της ἀνοιχτά στο ἀβέβαιο ν᾿ ἀρμενίζει
κι ἀπάνω στο μπαστούνι της να κάθεται ἕνας ναύτης,
νά ῾χει μία πίπα - ὅπως αὐτήν ἐγώ - και να καπνίζει.

Ἔχω μία πίπα ξύλινη παράξενα γλυμμένη.
Βλέπω καπνίζοντας τα πιὸ παράδοξα ὄνειρά μου.
Σκέφτομαι: «Θά ῾ναι μαγική». Μα πάλι λέω: μη φταίει
ὁ ἐγγλέζικος βαρύς καπνός και ἡ νευρασθένειά μου;



Ξυλογραφία του Γ, Βελισσαρίδη για το «πούσι» του Νίκου Καββαδία

Νίκος Καββαδίας - Αρμίδα (Το πειρατικό)


Το πειρατικό του Captain Jimmy,
που μ’ αυτό θα φύγετε και σεις,
είναι φορτωμένο με χασίς 
κι έχει τα φανάρια του στην πρύμη. 

Μήνες τώρα που `χουμε κινήσει 
και με τη βοήθεια του καιρού 
όσο που να πάμε στο Περού 
το φορτίο θα το έχουμε καπνίσει. 

Πλέμε σε μια θάλασσα γιομάτη 
με λογής παράξενα φυτά, 
ένας γέρος ήλιος μας κοιτά 
και μας κλείνει που και που το μάτι. 

Μπουκαπόρτες άδειες σκοτεινές, 
που να ξοδευτήκαν τόννοι χίλιοι; 
Μας προσμένουν πίπες αδειανές 
και τελωνοφύλακες στο Τσίλι. 

Ξεχασμένο τ’ άστρο του Βορρά, 
οι άγκυρες στο πέλαγο χαμένες. 
Πάνω στις σκαλιέρες σε σειρά 
δώδεκα σειρήνες κρεμασμένες. 

Η πλώρια Γοργόνα μια βραδιά 
πήδησε στον πόντο μεθυσμένη, 
δίπλα της γλιστρούσαν συνοδιά 
του Κολόμβου οι πέντε κολασμένοι. 

Κι έπειτα στις ξέρες του Ανκορά 
τσούρμο τ’ άγριο κύμα να μας βγάλει 
τέρατα βαμμένα πορφυρά 
με φτερούγες γλάρων στο κεφάλι.





Ν. Καρούζος  - TO NEΡΑΙΔAKI

Ένα σκοτάδι απ’ το φως αξεκόλλητο-
μπορείτε και να το ονομάσετε κεφάλι γυναικός.
Ω, αν βλέπατε να σκορπά
τα διαμάντια του γέλιου στο στήθος μου!
Κάθεται σ’ ένα βράχο με το λογισμό και στίλβει.

Αποστηθίζω την εικόνα.
Φεύγουν τα ωραία σαν ψυχές απόλυτα…
Φεύγεις αγαπημένη παίρνοντας το χώρο μαζί σου,
τέτοια η ερημιά όπου μ’ αφήνεις.
Η μνήμη σε διαδέχεται.

Ο ουρανός με τα περίφημα πάντα αστέρια
κυλά τα σύννεφα, μ’ αποφεύγει
ο αδελφός της αβύσσου.

Αλλά και μόνο που κοιτάζεις αρκεί.
«Καμιά παρουσία δεν είναι φανερή»-
λέει και χάνεται το νεραϊδάκι.
Ν. Καρούζος, «Σημείο» (1955).


John Collier - The Land Baby

Κώστας Καρυωτάκης - Της θάλασσας νεράιδα

Από τα βράχι’ ανάμεσα πετιέται ’να κεφάλι
και βλέμματα ολόγυρα σκορπάει φοβισμένα.
Εγώ, κρυμμένος κάπου κει στο έρημ’ ακρογιάλι
το βλέπω —σαν σε όνειρο— με μάτια λιγωμένα.

Ένα κορμί παρθενικό, γυμνό αργοπροβάλλει
κι απλώνεται ηδονικά σε κύματ’ αφρισμένα·
ο ήλιος εσκυθρώπασε μπροστά στα τόσα κάλλη,
τα κάλλη τ’ απολλώνεια και τα φωτολουσμένα.

Ανατριχιάζ’ η θάλασσα στο θείο άγγισμά τους,
τα κυματάκια απαλά με χάρη τ’ αγκαλιάζουν
κι αχτίδες τα χαϊδεύουνε χρυσές στο πέρασμά τους.

Θεότρελος, ο δύστυχος, βουτιέμαι μες στο κύμα,
τα μάτια της τα θεϊκά με φόβο με κοιτάζουν
και χάνεται στη θάλασσα… Ήταν νεράιδα… Κρίμα!
Κ. Καρυωτάκη, Εφηβικοί στίχοι (1913-1916)



 William Robert Symonds, Νύμφη της θάλασσας. 1893

ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ - ΜΙΚΡΗ ΓΟΡΓΟΝΑ

Συνέβη τότε
που ακόμα πίστευα στους πρίγκιπες.
Δεν μου το ζήτησε αυτός,
μόνη μου προσφέρθηκα.
Για χάρη του το έκανα.

Ή ουρά μου φεγγοβολούσε ολόκληρη
και μύριζε λεμονανθούς.
Τα βράδια την άπλωνα στ’ αστέρια να στεγνώσει,
και μερικές νύχτες μου μουρμούριζε τραγούδια.

Ποτέ του δεν του άρεσε η ουρά μου.
Την έβρισκε απωθητική.
Για χάρη του το έκανα.
Ήπια το φίλτρο.
Ύστερα πονούσα.
Πόνοι με ξέσκιζαν στα δύο,
κοβόμουνα στη μέση
σπαρτάριζα σαν ψάρι στη στεριά.
Προκρούστες μου κόβαν τα κομμάτια
που περίσσευαν,
ταπεινωμένη ένοιωθα μετά.

Μα τα καινούργια πόδια μου άξιζαν τον κόπο.
Αυτός πολύ χαιρόταν με τα θαυμαστά
καινούργια πόδια μου.
Εύκαμπτα ήταν, καλογραμμένα,
γάμπες, αστράγαλοι, μηροί, γοφοί
όλα στην εντέλεια πλασμένα.
Γυναικεία.

Μόνο που κούτσαινα, σαν περπατούσα.
Μόνο που σαν έτρεχα, πονούσα.
Μόνο που δεν τα ‘νοιωθα δικά μου.
Μόνο που λαχταρούσα την άγρια,
τη θαλασσινή μου ουρά,
τον μοναχικό μου βράχο,
τις τρικυμίες,
την αλλοτινή μου νύχτα.

Ύστερα ο πρίγκιπας παντρεύτηκε μία άλλη.
Πριγκίπισσα αληθινή όπως επιβεβαίωσαν
τα δώδεκα μπιζέλια.
Και εγώ γοργόνα για πάντα στην ψυχή,
επέστρεψα στη θάλασσα για πάντα.

«Η ανάπαφσις του Ποσιδόνος», κατά Μπόστ

Ασημίνα Ξηρογιάννη - Η ΓΟΡΓΟΝΑ ΚΑΙ Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ

Λυσσομανούσε ο άνεμος
Η θάλασσα ανταριασμένη
Η γοργόνα πάλευε με τα κύματα
Η τρίαινά της έσπασε στα βράχια,
την ώρα που η ψυχή της γκρεμιζόταν στον Άδη.
Κι ο βασιλιάς ποιήματα έγραφε πλάι στο αναμμένο τζάκι
για γοργόνες που μάγευαν ναύτες γοργοτάξιδων καραβιών
και τους μάθαιναν τραγούδια για τον Έρωτα.





 Γοργόνα - Koloman Moser (1914).

Γιώργος Σεφέρης -Ο Μαθιός Πασκάλης ανάμεσα στα τριαντάφυλλα.

Καπνίζω χωρίς να σταματήσω απ’ το πρωί
αν σταματήσω τα τριαντάφυλλα θα μ’ αγκαλιάσουν
μ’ αγκάθια και με ξεφυλλισμένα πέταλα θα με πνίξουν
φυτρώνουν στραβά όλα με το ίδιο τριανταφυλλί
κοιτάζουν· περιμένουν να ιδούν κάποιον· δεν περνά κανείς·
πίσω από τον καπνό της πίπας μου τα παρακολουθώ
πάνω σ’ ένα κοτσάνι βαριεστημένο χωρίς ευωδιά,
στην άλλη ζωή μια γυναίκα μου έλεγε μπορείς να γγίξεις αυτό το χέρι
κι είναι δικό σου αυτό το τριαντάφυλλο είναι δικό σου μπορείς να το πάρεις
τώρα ή αργότερα, όταν θελήσεις.

Κατεβαίνω καπνίζοντας ολοένα, τα σκαλοπάτια
τα τριαντάφυλλα κατεβαίνουν μαζί μου ερεθισμένα
κι έχουνε κάτι στο φέρσιμό τους απ’ τη φωνή
στη ρίζα της κραυγής εκεί που αρχίζει
να φωνάζει ο άνθρωπος: "μάνα" ή "βοήθεια"
ή τις μικρές άσπρες φωνές του έρωτα.

Είναι ένας μικρός κήπος όλο τριανταφυλλιές
λίγα τετραγωνικά μέτρα που χαμηλώνουν μαζί μου
καθώς κατεβαίνω τα σκαλοπάτια, χωρίς ουρανό·
κι η θεία της έλεγε: "Αντιγόνη ξέχασες σήμερα
τη γυμναστική σου
στην ηλικία σου δε φορούσα κορσέ, στην εποχή μου"

Η θεία της ήταν ένα θλιβερό κορμί μ' ανάγλυφες φλέβες
είχε πολλές ρυτίδες γύρω στ' αυτιά μια ετοιμοθάνατη μύτη
αλλά τα λόγια της ήταν γεμάτα φρόνηση πάντα
Την είδα μια μέρα να γγίζει το στήθος της Αντιγόνης
σαν το μικρό παιδί που κλέβει ένα μήλο.

Τάχα θα τη συναπαντήσω τη γριά γυναίκα έτσι που κατεβαίνω;
Μου είπε σαν έφυγα: "Ποιος ξέρει πότε θα ξαναβρεθούμε;"
κι έπειτα διάβασα το θάνατό της σε παλιές εφημερίδες
το γάμο της Αντιγόνης και το γάμο της κόρης της Αντιγόνης
χωρίς να τελειώσουν τα σκαλοπάτια μήτε ο καπνός μου
που μου δίνει μια γέψη στοιχειωμένου καραβιού
με μια γοργόνα σταυρωμένη τότες που ήταν όμορφη, πάνω στο τιμόνι

Κορυτσά, καλοκαίρι '37



Πάνος Βαλσαμάκης. Κεραμεικό. Συλλογή Τέλογλου

Γιώργος Σεφέρης

* Όταν αφήσεις την καρδιά και τη σκέψη σου να γίνουν ένα με το μαυριδερό ποτάμι που τεντώνει ξυλιάζει και φεύγει:
Σπάσε το νήμα της Αριάδνης και να!
Το γαλάζιο κορμί της γοργόνας.
Λεωφόρος Συγγρού, 1930

*Η λεωφόρο Συγγρού πλατιά και μυστική κρύβοντας κι αργοπορώντας κι έπειτα δείχνοντας ξαφνικά
το κορμί της γοργόνας γυμνό, με ξέπλεκα ως τον ορίζοντα μαλλιά,
με δέρμα τριανταφυλλί, βυθισμένο λιγάκι στο κρασάτο νερό, με το στήθος
αναγυρτό και κόκκινο στην άκρη καθώς έπαιρνε να βασιλέψει ο ήλιος...
Λεωφόρος Συγγρού, Β

*.. βλέπω ακόμη τα χέρια του που ξέραν να δοκιμάσουν αν ήταν καλά σκαλισμένη στην πλώρη η γοργόνα
να μου χαρίζουν την ακύμαντη γαλάζια θάλασσα μέσα στην καρδιά του χειμώνα.
Πάνω σ' ένα ξένο στίχο



Ξυλόγλυπτο τέμπλο στον ναό του Αγίου Δημητρίου στη Ζάκυνθο.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΟΝΑΣ -   ZEI

– Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;
Ρώτησε η γοργόνα το ναύτη
Κι εκείνος που ’δενε τα σχοινιά
Ψηλά στα κατάρτια φώναξε:
– Ζει!

Ζούσε δε ζούσε, δεν ήξερε
Μα ήταν ναύτης μόνος στη θάλασσα
Και τα σχοινιά ήταν γεμάτα αλάτι
Και φυσούσε πολύ
από τη συλλογή "Βιβλίο 1 Οι Λάμπες" 
εκδόσεις "Εγνατία-Τραμ/Λογοτεχνία"


Γ. Σεφεροπούλου. Η κόρη μου η γοργόνα

ΧΡΟΝΟΠΟΥΛΟΣ ΤΑΚΗΣ - Γοργόνα

Ξαπλώνει ανάσκελα
πάνω σε λαμπερά φύλλα
με ξεβρασμένα φύκια
ζωγραφίζει διαδρομές.
Λιάζεται αμέριμνη στο βράχο
ξέπλεκα τα μαλλιά της
σαν χρυσαφένια μέδουσα
χορεύουν χείλη, κυματίζουνε χαμόγελα
κρατάει την άκρη της κλωστής στα δόντια της.
Μαγεύει τις φωνές των κυμάτων
ανοίγει την αγκαλιά της
ξυπνάει τα βότσαλα
τρυπώνει στ’ απροστάτευτο νησί μου
μ’ άσπρο κοχύλι την καρδιά μου σκίζει.
Το βλέμμα της σκεπάζει την ορμή μου
κάθε σταγόνα της κυλάει, ξεχειλίζει
σφουγγάρι απλώνει ως και των ποδιών τα δάχτυλα
καταποντίζομαι χωρίς αναπνευστήρα.
Μικρά ψαράκια κολυμπάν στα φρύδια ανάμεσα
με τα μαλλιά της τυλιγμένα στο λαιμό μου
γεύση αλήθειας γυαλισμένης στην ανάσα της
σκιά σελήνης, όπως μου έμαθε τον ήλιο



Τάσος Ζωγράφος -Γοργόνα της Νύχτας. 

RUDOLF FABRY - Η ΓΟΡΓΟΝΑ

        για τον Ανδρέα Μπρετόν

Ανθισμένα σκέλεθρα με παιχνίδι
που ’ναι πιο παγωμένο κι απ’ τα παγόβουνα
όλων των παρθένων που περπατούν στην αλέα

Ανθισμένα σκέλεθρα με αρσενικό
που φωτίζει πάνω σε κόκκινα νύχια
που φωτίζει στόματα
διάφανα σαν το ζαχαροκάντιο
για τον αγαπημένο τους στον ζωολογικό κήπο
οι ώμοι τους σαν περίστροφα
τα στήθη τους σαν φωτεινές πινακίδες
ο βηματισμός τους σαν το μακελειό των Αράβων
ο ήλιος τους σαν μάτια
η κορμοστασιά τους σαν στιλέτο κορσικάνικο
οι γοφοί τους πιο σκληροί κι απ’ τα δόντια μου
η εμφάνισή τους σαν τον αφανισμό μου
τα φιλιά τους σαν πλοίο διαπλέον τον Ζαμβέζη
τα σκέλη τους σαν κλουβί
οι φτέρνες τους σαν τον άσωτο υιό
ή σαν ιστορίες μοιχειών που λέει η Βίβλος
οι πέντε αισθήσεις τους σαν την ένταση
η θέρμη τους σαν την οικειότητα
η γλώσσα τους γλώσσα μου
το δάσος τους όταν ξεγελάει το καθρεφτάκι τους
δικός μου θαυμασμός δικιά μου απορία και έκσταση
Μετ: Γιώργος Κεντρωτής.



Ξυλόγλυπτη ποδιά στο εκκλησάκι των Ταξιαρχών στην Τσαγκαράδα


W. B. Yeats  - Η γοργόνα

Μια γοργόνα βρήκε έναν νεαρό κολυμβητή,
Τον πήρε για δικό της,
Πίεσε το κορμί της στο κορμί του,
Γέλασε· και καθώς βυθιζόντουσαν
Ξέχασε μες στην σκληρή της ευτυχία
Ότι ακόμα και οι εραστές πνίγονται.

***
Ποιήματα (μτφρ. Ιωάννης Καλκούνος)



Μέντης Μποσταντζόγλου (Μπόστ). Μπουζουκτσής και γοργόνα. 1982.

Ανδρέας Καρκαβίτσας – Η Γοργόνα



Με το μπρίκι του καπετάν Φαράση αρμένιζα μισοκάναλα εκείνη τη νύ­χτα. Σπάνια νύχτα! Πρώτη και τελευταία θαρρώ στη ζωή μου. Τι είχαμε φορτωμένο; Τι άλλο από σιτάρι. Πού πηγαίναμε; Πού αλ­λού από τον Πειραιά. Πράμματα και τα δυο που τα έκαμα το λιγότερο είκοσι φορές. Μα εκείνη τη βραδιά ένιωθα τέτοιο πλάκωμα στην ψυχή, που κινδύνευα να λιγοθυμήσω. Δεν ξέρω τι μου έφταιγε· θες η γαληνεμένη θάλασσα, θες ο ξάστερος ουρανός, θες το τσουχτερό λιοπύρι· δεν μπορώ να ειπώ. Μα είχα τόσο βαριά την ψυχή, ήβρεσκα τόσο σαχλοπλημμυρισμένη τη ζωή, που αν με άρπαζε κανείς να με ρίξει στο νερό, «όχι!» δε θα ’λεγα.

Ο ήλιος ήταν ώρα βασιλεμένος. Τα χρυσοπόρφυρα συγνεφάκια, που συντρόφευαν το βασίλεμά του, σκάλωσαν κάπου μαύρα σαν μεγάλες καπνιές. Ο Αποσπερίτης έλαμψε κρυσταλλόχιονο μέσα στα σκούρα. Φάνηκαν ψηλά οι αστερισμοί ένας κι ένας. Τα νερά κάτω πήραν εκείνο το λευκοσκότεινο χρώμα, το κρύο και λαχταριστό του ατσαλιού. Το ναυτόπουλο άναψε τα φανάρια· ο καπετάνιος κατέβηκε να κοιμηθεί· ο Μπούλμπερης έκατσε στο τιμόνι. Ο Μπραχάμης, ο σκύλος μας, κουλουριάστηκε στη ρίζα του αργάτη να ησυχάσει και κείνος.

Εγώ ούτε να ησυχάσω μπορούσα. Ούτε ύπνο ούτε ξύπνο. Δο­κίμασα να πιάσω κουβέντα με τον τιμονιέρη· μα είχε τόση ανο­στιά, που έσβησε σαν φωτιά αναμμένη με χλωρόξυλα. Πήγα να παίξω με το Μπραχάμη· αλλά και κείνος τρύπωσε ακόμη πε­ρισσότερο το μουσούδι στα πόδια του και βαριεστημένος γρίνιασε, σαν να μου έλεγε:


 Ralph Eugene Cahoon Jr. - Hero

Άφησέ με και δεν έχω την όρεξή σου!

Τότε βαριεστημένος και γω πήγα και ξαπλώθηκα μπρού­μυτα καταμεσής κι έκλεισα στη χούφτα τα μάτια μου. Ήθελα να μη βλέπω τίποτα, να μην αισθάνομαι πως ζω. Και λίγο λίγο σχεδόν το κατόρθωσα. Κάτι ελάχιστο, σαν θαμπό καντηλάκι, ένιωθα να ζει μέσα μου και γύρω το κορμί μου να σμίγει και να χωνεύει μέσα στ’ αναίσθητα σανίδια της κουβέρτας.

Πόσο έμεινα έτσι, δεν ξέρω. Τι μου ήρθε στο νου κι αν μου ήρθε τίποτα, δε θυμούμαι. Άξαφνα όμως άρχισα ν’ ανατριχιάζω· σαν κάποιος μαγνήτης να ερέθιζε τα νεύρα μου, όπως η υγρασία αναγκάζει τα πουλιά στο φλυάρισμα. Κι ευθύς πορ­φυρό κύμα χύθηκε απάνω μου. Πίστεψα πως κολυμπούσα στα αίματα. Και όπως ο κοιμάμενος σε σκοτεινό δωμάτιο αυτόματα ξυπνά στο λαμπρό φως της ημέρας, και γω άνοιξα τα μά­τια μου. Τ’ άνοιξα ή τα ’κλεισα δε θυμούμαι, θυμούμαι μόνο πως έμεινα ακίνητος. Πρώτη μου σκέψη ήταν πως ξύπνησα στο στομάχι κάποιου ψαριού, που ρούφηξε το καράβι μας. Και όμως δεν ήταν στομάχι ψαριού. Ήταν ο ουρανός ψηλά και κά­τω η θάλασσα. Μα όλα, ψηλά και χαμηλά, στρωμένα ήταν με ρούχο κατακόκκινο, κυματιστό, που έβαφε με αβρό φεγγοβόλημα ως και το σωτρόπι της σκάφης μας. Κάπου στα πέρατα της γης πυρκαγιά τίναζε τη λαμπάδα της ψηλά κι έριχνε φοβερούς αποκλαμούς πέρα δώθε. Μα πού το κάμα και πού η αθάλη της; Και τα δυο έλειπαν.

Ralph Eugene Cahoon Jr. - Hero
Κάτω στα βάθη του βοριά κάποιο μενεξεδένιο σύγνεφο άπλωσε και τύλιξε γαλαζόχρωμα τ’ αστέρια, τα έκρυψε κάτω από το πυκνό μαγνάδι του. Και παραπάνω τόξο απλώθηκε λευκοκίτρινο κι έχυσε μεσούρανα ποτάμια σκοτεινά και ποτάμια πράσινα, χρυσορόδινα και γλαυκά, λες και ήθελε να βάψει το στερέωμα. Και το τόξο, κινητό σαν ανεμόδαρτο παραπέτασμα, κουνούσε τα κρόσσια εμπρός, άπλωνε τις αραχνοΰφαντες δαντέλλες του και πρόβαινε, όπως η πλημμύρα προβαίνει και σκεπάζει με αφρούς και γλώσσες την αμμουδιά. Τ’ αέρινα πο­τάμια έτρεχαν γοργά και φούσκωναν και κυλούσαν πάντα σκο­τεινά ή πράσινα, χρυσορόδινα ή γλαυκά, και σκόρπιζαν αντι­φεγγίσματα ολούθε σαν ηλεκτρικού προβολές χοντρές και αδαπάνητες. Η θάλασσα ακίνητη αντανακλούσε τα τόσα χρώματα και φαίνονταν όλα ξαφνισμένα μέσα στην τόση λάμψη. Μα πε­ρισσότερο ξαφνισμένος ήμουν εγώ. Δεν ήξερα τι να κάμω και τι να συλλογιστώ. Έφτασε, είπα, του κόσμου η συντέλεια. Τέ­τοια όμως συντέλεια μπορούσε να ευχαριστήσει τον καθένα. Η Γη Βούλεται να πεθάνει μέσα στα ροδοκύματα!…

Άξαφνα ανατρόμαξα. Κάτω βαθιά, μέσ’ από το μενεξεδένιο σύγνεφο, είδα να προβαίνει ίσκιος πελώριος. Η χοντρή κορμοστασιά, το πυργογύριστο κεφάλι του φάνταζαν Αγιονόρος. Τα δυο του μάτια γύριζαν φωτεινούς κύκλους κι έβλεπαν περή­φανα τον Κόσμο πριν τον κλωτσήσουν στην καταστροφή. Να τος, είπα, ο θεόσταλτος άγγελος, ο χαλαστής και σωτήρας! Τον έβλεπα κι είχα σύγκρυο στην ψυχή. Από στιγμή σε στιγ­μή πρόσμενα σφυρί να πέσει το φριχτό χτύπημα. Πάει τώρα η Γη με τους καρπούς πάει κι η θάλασσα με τα ξύλα της! Ούτε τραγούδια πλιο, ούτε ταξίδια, ούτε φιλιά!

Ralph Eugene Cahoon Jr. - Hero
Αλλά δεν άκουσα το χτύπημα. Ο ίσκιος πρόβαινε στα νερά με άλματα πύρινα. Κι όσο γρηγορότερα πρόβαινε, τόσο μί­κραινε η κορμοστασιά του. Και άξαφνα ο θεότρεμος όγκος χιλιόμορφη κόρη στάθηκε αντίκρυ μου. Διαμαντοστόλιστη κο­ρώνα φορούσε στο κεφάλι και τα πλούσια μαλλιά γαλάζια χήτη άπλωναν στις πλάτες ως κάτω στα κύματα. Το πλατύ μέ­τωπο, τ’ αμυγδαλωτά μάτια, τα χείλη της τα κοραλλένια έχυ­ναν γύρα κάποια λάμψη αθανασίας και κάποια πηρηφάνια βα­σιλική. Από τα κρυσταλλένια λαιμοτράχηλα κατέβαινε κι έσφιγγε το κορμί ολόχρυσος θώρακας λεπιδωτός και πρόβαλ­λε στο αριστερό την ασπίδα κι έπαιζε στο δεξί τη Μακεδόνικη σάρισα.
Δεν είχα συνέρθει από την απορία και φωνή γλυκεία, ήρε­μη και μαλακή άκουσα να μου λέει:

– Ναύτη-καλεναύτη· ζει ο Βασιλιάς Αλέξαντρος;
Ο Βασιλιάς Αλέξαντρος! ψιθύρισα με περισσότερη απορία.

Πώς είναι δυνατό να ζει ο βασιλιάς Αλέξαντρος; Δεν ήξερα τι ρώτημα ήταν εκείνο και τι να της αποκριθώ, όταν η φωνή ξαναδευτέρωσε:

– Ναύτη-καλεναύτη· ζει ο βασιλιάς Αλέξαντρος;

– Τώρα, Κυρά μου! απάντησα χωρίς να σκεφτώ. Τώρα βασιλιάς Αλέξαντρος! Ούτε το χώμα του δε βρίσκεται στη γη.

Ωϊμέ! κακό που το ’παθα! Η χιλιόμορφη κόρη έγινε μεμιάς φοβερό σίχαμα. Κύκλωπας βγήκε από το κύμα κι έδειξε λεπιοντυμένο το μισό κορμί. Ζωντανά φίδια τα μεταξόμαλλα ση­κώθηκαν περδώθε, έβγαλαν γλώσσες και κεντριά φαρμακερά κι έχυσαν φοβεριστικό ανεμοφύσημα. Το θωρακωτό στήθος και το παρθενικό πρόσωπο άλλαξαν αμέσως, σα να ήταν η Μονοβύζω του παραμυθιού. Τώρα καλογνώρισα με ποιον είχα να κάμω! Δεν ήταν ο Χάρος της Γης, ο χαλαστής και σωτήρας άγγελος. Ήταν η Γοργόνα, τ’ Αλέξαντρου η αδερφή, που έκλεψε το αθά­νατο νερό και γύριζε ζωντανή και παντοδύναμη. Η Δόξα ήταν του μεγάλου κοσμοκράτορα, αγέραστη κι αιώνια σε στεριά και θάλασσα. Και μόνο για Κείνης τον ερχομό έχυσε ο Πόλος το Σέλας του, να στρώσει τον αθέρα με της πορφύρας το χρώμα. Δε ρωτούσε βέβαια για το φθαρτό σώμα, αλλά για τη μνήμη του αφέντη της. Και τώρα στην άκριτη μου απόκριση μανια­σμένη έριξε το χέρι, ένα δασοτριχωμένο και βαρύ χέρι στην κουπαστή, έπαιξε ζερβόδεξα την ουρά της κι έδειξε Ωκεανό τον μαλακό Πόντο.

Ralph Eugene Cahoon Jr. - Hero
– Όχι, Κυρά, ψέματα!… τρανοφώναξα με λυμένα γόνατα. Εκείνη με κοίταξε αυστηρά και με φωνή τρεμάμενη ξανα­ρώτησε:

– Ναύτη-καλεναύτη· ζει ο βασιλιάς Αλέξαντρος;

– Ζει και βασιλεύει· απάντησα ευθύς. Ζει και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει.

Άκουσε τα λόγια μου καλά. Σα να χύθηκε αθάνατο νερό η φωνή μου στις φλέβες της, άλλαξε αμέσως το τέρας κι έλαμψε παρθένα πάλι χιλιόμορφη. Σήκωσε το κρινάτο χέρι της από την κουπαστή, χαμογέλασε ροδόφυλλα σκορπώντας από τα χείλη της. Και άξαφνα στον ολοπόρφυρον αέρα χύθηκε τραγούδι πολεμικό, λες και γύριζε τώρα ο Μακεδονικός στρατός από τις χώρες του Γάγγη και του Ευφράτη.

Σήκωσα τα μάτια ψηλά και είδα τ’ αέρινα ποτάμια, τα σκο­τεινά και τα πράσινα, τα χρυσορόδινα και τα γλυκά, να σμί­γουν στον ουρανό και να κάνουν Στέμμα γιγάντιο. Ήταν κά­μωμα του καιρού ή μην ήταν απόκριση στο ρώτημα της αθάνατης; Ποιος ξέρει. Μα σιγά σιγά οι αχτίνες άρχισαν να θα­μπώνουν και να σβήνουν μια με την άλλη, λες κι έπαιρνε τα κάλλη μαζί της η Γοργόνα στην άβυσσο.

Τώρα ούτε Στέμμα ούτε Τόξο φαινόταν πουθενά. Κάπου κάπου σκόρπια σύγνεφα έμεναν σταχτιά και κάτωχρα· και μέσα στην ψυχή μου θαμπή και ξέθωρη η πορφύρα της πατρίδας μου.
Με το μπρίκι του καπετάν Φαράση αρμένιζα μισοκάναλα εκείνη τη νύχτα…



ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ - ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΓΟΡΓΟΝΑ 


Στο γραφικό ψαροχώρι Σκάλα Συκαμνιάς, στη Λέσβο, βρίσκεται ένα μικρό εκκλησάκι,σκαρφαλωμένο σε ένα βράχο. Το όνομά του εντυπωσιάζει. «Παναγιά η Γοργόνα».

Σύμφωνα με την παράδοση, το όνομά του το πήρε από μια ιδιαίτερη τοιχογραφία που υπήρχε στο εκκλησάκι και παρουσίαζε την Παναγία με ουρά γοργόνας, έργο άγνωστου λαϊκού ζωγράφου. Τη φήμη του, όμως, την οφείλει στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Στρατή Μυριβήλη.

Να πώς περιγράφει την εικόνα ο Στρατής Μυριβήλης: «Σαν ήρθε η ώρα της παρτέντζας, πήρε στη ράχη το μπογαλάκι με τα σύνεργα του, έκοψε με αλύγιστη καρδιά την πρυμάτσα της αραξιάς του και χάθηκε. Όμως απόμεινε πίσω τ’ όνομά του, απόμεινε ακόμα, αύτη πάνω απ’ όλα, μια παράξενη ζουγραφιά, που την άφησε στορισμένη πάνω στον τοίχο της μικρής εκκλησίας. Στέκεται κει ως τα σήμερα, μισοσβησμένη από τον αγέρα και τ’ αλάτι της θάλασσας, και είναι μια Παναγιά, η πιο αλλόκοτη μέσα στην Ελλάδα και σ’ όλο τον κόσμο της χριστιανοσύνης.



»Το κεφάλι της είναι έτσι όπως το ξέρουμε από τις τοιχογραφίες της Πλατυτέρας. Πρόσωπο μελαχρινό, ψιλοσήμαδο, συσταζούμενο στην έκφρασή του. Έχει στρογγυλό πηγούνι, μυγδαλωτά μάτια και μικρό στόμα. Έχει βυσσινί μαφόρι ως το κούτελο, έχει και το κίτρινο τ’ αγιοστέφανο γύρω στο κεφάλι, όπως όλα τα κονίσματα» (Στρατής Μυριβήλης, Η Παναγιά η γοργόνα, 1949).

Σήμερα η εικόνα δεν υπάρχει πια στο εκκλησάκι και δεν καταφέραμε να μάθουμε τι απέγινε. http://www.archaiologia.gr/




Ματίνα Σταθάκη - Το κοχύλι και η γοργόνα

Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα κοχύλι που ζούσε στον βυθό της θάλασσας. Ήθελε πολύ να αποκτήσει φίλους γιατί ήταν ολομόναχο εκεί. Τριγύρω υπήρχαν πολλά κοράλλια και κάθε τόσο περνούσαν ψάρια αλλά κανένα δεν γύριζε να του μιλήσει.
Μια μέρα ένα δυνατό κύμα ανακάτεψε τον βυθό. Το κοχύλι βρέθηκε να κολυμπάει μέσα στη δίνη του νερού.
Φοβήθηκε πως θα σπάσει. Τρόμαξε πως θα χαθεί. Αλλά μόλις αφέθηκε κατάλαβε πως του άρεσε πιο πολύ να κινείται παρά να μένει ακίνητο στα σκοτεινά του βυθού.
Λίγη ώρα μετά κόπασε το κύμα και ακούμπησε και πάλι στον βυθό. Όμως αυτή τη φορά ένιωθε πιο χαρούμενο γιατί στη διάρκεια του μικρού του ταξιδιού είχε προλάβει να δει πολλά.
Ξαφνικά ακούστηκε μια φωνή:
-Είσαι πολύ όμορφο! Θες να γίνουμε φίλοι;
Ήταν μια γοργόνα που το λάτρεψε και ήθελε να το πάρει μαζί της, στον ύφαλό της. Για εκείνη φιλία σήμαινε να το κρεμάσει στο λαιμό της και να είναι συνέχεια μαζί. Κρεμασμένο κοντά στη καρδιά της με ένα φύκι. Έτσι ήξερε η γοργόνα τη φιλία.
Και το κοχύλι που δεν είχε μέχρι τότε φίλους, δέχτηκε με χαρά, γιατί ήταν η πρώτη του, η μοναδική του φίλη.
Για αρκετό καιρό περνούσε όμορφα μαζί της. Δεν ήταν πια μόνο του. Είχε πάντα τη συντροφιά της γοργόνας. Όπου πήγαινε εκείνη, πήγαινε και το κοχύλι. Στα ταξίδια του μαζί της, είδε πολλούς και διαφορετικούς κόσμους.
Μέχρι και την επιφάνεια της θάλασσας είδε ένα βράδυ και θαμπώθηκε από την αστροφεγγιά.
Όμως αυτό που το στενοχωρούσε ήταν πως δεν μπορούσε ποτέ να αποφασίσει μόνο του πού θα πήγαιναν. Όπου πήγαινε η γοργόνα, πήγαινε και εκείνο.
Μια μέρα αποφάσισε να κάνει κάτι γι’ αυτό.
-Θέλω να βγω στη στεριά, να ακούσω άλλους ήχους, είπε το κοχύλι στη γοργόνα.
-Μα εγώ δεν μπορώ να ζήσω στη στεριά, απάντησε εκείνη με παράπονο.
-Άσε με να πάω μόνο μου, τότε.
Η γοργόνα δεν ήθελε να αποχωριστεί το κοχύλι της αλλά σκέφτηκε ότι δεν ήταν σωστό να το κρατάει με το ζόρι.
Έλυσε το φύκι από το λαιμό της και άφησε το κοχύλι να ταξιδέψει.
Εκείνο ήταν τρισευτυχισμένο μα και λιγάκι φοβισμένο. Ήταν πάλι μόνο του, χωρίς φίλους και ταξίδευε προς άγνωστες θάλασσες.
Ένας δυνατός αέρας σήκωσε κύματα τεράστια και παρέσυρε το κοχύλι με βία στη στεριά. Ξάπλωσε στην αμμουδιά και ένιωσε την άμμο να το αγκαλιάζει σφιχτά. Έμεινε εκεί για ώρες, ταλαιπωρημένο και ζαλισμένο από το στροβίλισμα στα κύματα.
Μέσα στη ζαλάδα του άκουσε ένα σύρσιμο στην άμμο. Ένα παιδί το πλησίασε, το πήρε στα χέρια του και το ακούμπησε κοντά στο αυτί του. Μετά το κούνησε για να δει αν είχε τίποτα μέσα του. Το κοχύλι βρέθηκε να είναι παιχνίδι στα χέρια του. Τέλος, το παιδί έβαλε το κοχύλι κοντά στο στόμα του και φύσηξε ελαφρά. Ένας απαλός ήχος ακούστηκε, σαν τραγούδι τζιτζικιού. Το κοχύλι παραξενεύτηκε. Το παιδί καταχαρούμενο φύσηξε πιο δυνατά αυτή τη φορά και τότε ένα δυνατό σφύριγμα ακούστηκε σε όλη την ακρογιαλιά.
Το κοχύλι κατάλαβε πως τόσο καιρό ήταν προορισμένο να βγάζει αυτόν τον ήχο. Αλλά κανείς δεν το είχε ανακαλύψει πιο πριν. Αμέσως σκέφτηκε τη φίλη του τη γοργόνα που τόσο το είχε αγαπήσει αλλά πολύ λάθος το είχε χρησιμοποιήσει.
Ζήτησε από το παιδί να το ξαναπετάξει στον βυθό για να βρει τη γοργόνα. Ταξίδεψε μέρες και νύχτες, πέρασε πάνω από ύφαλους και γλίτωσε από δίχτυα ψαράδων. Μα τελικά έφτασε στον ύφαλο όπου ζούσε η γοργόνα. Εκείνη μόλις το είδε ξαφνιάστηκε.
-Γύρισες κιόλας; το ρώτησε.
-Ήρθα να σου δείξω όσα έμαθα, απάντησε το κοχύλι με χαρά. Βάλε με κοντά στα χείλη σου και φύσηξε. Θα δεις τι μαγικό θα συμβεί! συνέχισε το κοχύλι.
Η γοργόνα υπάκουσε και σε λίγο ένα μελωδικό σφύριγμα ακούστηκε.
-Ωωω, είπε το κοχύλι. Ο ήχος που βγάζω όταν με φυσάς εσύ είναι ακόμα πιο μαγικός!
Από τότε το κοχύλι και η γοργόνα έμειναν φίλοι πιστοί. Βοηθούσαν ο ένας τον άλλον και ειδοποιούσαν τα καράβια που περνούσαν από εκεί για να μην πέσουν στον ύφαλο. Η γοργόνα φυσούσε και το κοχύλι αφηνόταν.
Εκείνη δεν χρειάστηκε να το κρεμάσει ξανά στην καρδιά της.

Εκείνο δεν χρειάστηκε να φύγει ξανά από κοντά της.


Γράφει η ψυχολόγος Ματίνα Σταθάκη



Τάσος Ζωγράφος - Φτερωτή γοργόνα σε παλιό ρυμουλκό.


Χανς Κρίστιαν Άντερσεν - Η Μικρή Γοργόνα

Η Μικρή Γοργόνα (δανικά: Den lille havfrue‎) είναι παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν και είναι για μια γοργόνα που είναι διατεθειμένη να παρατήσει τη ζωή της στη θάλασσα και την ταυτότητά της ως γοργόνα, για να αποκτήσει ανθρώπινη ψυχή.
Το παραμύθι εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1837 και έχει διασκευαστεί σε διάφορα μέσα, συμπεριλαμβανομένου σε μουσικό θέατρο, άνιμε και σε μία ταινία κινουμένων σχεδίων της Disney.

Πλοκή
Η Μικρή Γοργόνα ζει σε ένα υποθαλάσσιο βασίλειο με το χήρο πατέρα της (το βασιλιά της θάλασσας), τη χήρα γιαγιά της, και τις πέντε μεγαλύτερες αδελφές της, οι οποίες έχουν μεταξύ τους ένα χρόνο διαφορά. Όταν μια γοργόνα γίνεται δεκαπέντε ετών, της επιτρέπεται να κολυμπήσει στην επιφάνεια για πρώτη φορά, για να ρίξει μια ματιά στον έξω κόσμο, και όταν οι αδελφές μεγαλώσουν αρκετά, η καθεμιά από αυτές επισκέπτεται τον πάνω κόσμο μία φορά κάθε χρόνο. Όταν η καθεμία επιστρέφει, η Μικρή Γοργόνα ακούει με λαχτάρα τις διάφορες περιγραφές τους για τον κόσμο που κατοικείται από ανθρώπους.

Όταν έρχεται η σειρά της Μικρής Γοργόνας, αναδύεται στην επιφάνεια, παρακολουθεί μια γιορτή γενεθλίων πάνω σε ένα πλοίο προς τιμήν ενός όμορφου πρίγκιπα, και τον ερωτεύεται από μια απόσταση ασφαλείας. Μια βίαιη καταιγίδα ξεσπά, το πλοίο βυθίζεται, και η Μικρή Γοργόνα σώζει τον πρίγκιπα από πνιγμό. Τον μεταφέρει αναίσθητο στην ακτή κοντά σε ένα ναό. Εκεί, περιμένει μέχρις ότου μια νεαρή γυναίκα από το ναό και οι δεσποινίδες της τον βρίσκουν. Προς απογοήτευσή της, ο πρίγκιπας δε βλέπει ποτέ τη Μικρή Γοργόνα ή δε συνειδητοποιεί καν ότι εκείνη ήταν που του έσωσε τη ζωή.



Coral Mermaid by Renee Lavoie

Η Μικρή Γοργόνα γίνεται μελαγχολική και ρωτά τη γιαγιά της αν οι άνθρωποι μπορούν να ζήσουν για πάντα. Η γιαγιά της της εξηγεί ότι οι άνθρωποι έχουν πολύ μικρότερη διάρκεια ζωής από τα 300 χρόνια των γοργονών, αλλά όταν οι γοργόνες πεθαίνουν γίνονται αφρός στη θάλασσα και παύουν να υπάρχουν, ενώ οι άνθρωποι έχουν μια αιώνια ψυχή που ζει στον παράδεισο. Η Μικρή Γοργόνα, επειδή νιώθει λαχτάρα για τον πρίγκιπα και για μια αιώνια ψυχή, επισκέπτεται τη μάγισσα της θάλασσας σε ένα επικίνδυνο κομμάτι του ωκεανού. Η μάγισσα τη βοηθά πρόθυμα πουλώντας της ένα μαγικό φίλτρο που της δίνει πόδια με αντάλλαγμα τη γλώσσα και την όμορφη φωνή της, μιας και η Μικρή Γοργόνα έχει τη πιο σαγηνευτική φωνή στον κόσμο. Η μάγισσα προειδοποιεί τη Μικρή Γοργόνα ότι άπαξ και γίνει άνθρωπος, δε θα μπορέσει ποτέ να επιστρέψει στη θάλασσα. Η κατανάλωση του μαγικού φίλτρου θα την κάνει να νιώθει σαν να περνάει μέσα από το σώμα της σπαθί, αλλά όταν ανακάμψει, θα έχει δύο ανθρώπινα πόδια και θα είναι ικανή να χορεύει όπως κανένας άλλος άνθρωπος. Πάντως, θα αισθάνεται διαρκώς ότι περπατάει πάνω σε αιχμηρά μαχαίρια, και τα πόδια της θα ματώνουν τρομερά. Επιπλέον, θα αποκτήσει μια ψυχή μόνο αν κερδίσει την αγάπη του πρίγκιπα και τον παντρευτεί, μόνον τότε ένα κομμάτι της ψυχής του θα εισρεύσει μέσα της. Διαφορετικά, κατά την αυγή της πρώτης μέρας αφού παντρευτεί κάποια άλλη, η Μικρή Γοργόνα θα πεθάνει από πληγωμένη καρδιά και θα διαλυθεί σαν αφρός πάνω στα κύματα.

 Mermaid," by Semra VURDEM
Αφού καταλήξει σε συμφωνία με τη μάγισσα, η Μικρή Γοργόνα κολυμπάει στην επιφάνεια κοντά στο παλάτι του πρίγκηπα και πίνει το μαγικό φίλτρο. Εντοπίζεται από τον πρίγκιπα, ο οποίος μαγεύεται από την ομορφιά και τη χάρης της, αν και είναι άλαλη. Περισσότερο από όλα, του αρέσει να τη βλέπει να χορεύει, και εκείνη χορεύει για εκείνον παρόλο που με κάθε βήμα της την κάνει να υποφέρει από πολύ έντονους πόνους. Σύντομα, η Μικρή Γοργόνα γίνεται η αγαπημένη συντροφιά του πρίγκιπα και τον συνοδεύει σε πολλές από τις εξόδους του. Όταν οι γονείς του πρίγκιπα τον παροτρύνουν να παντρευτεί τη γειτονική πριγκίπισσα σε ένα προσυμφωνημένο γάμο, ο πρίγκιπας λέει στη Μικρή Γοργόνα ότι δε θα το κάνει, διότι δεν είναι ερωτευμένος με την πριγκίπισσα. Συνεχίζει να λέει ότι μπορεί μονάχα να αγαπήσει τη νεαρή γυναίκα από το ναό, για την οποία πιστεύει ότι τον έσωσε. Αποδεικνύεται ότι η πριγκίπισσα από το γειτονικό βασίλειο είναι το κορίτσι του ναού, μιας και στάλθηκε στο ναό για την εκπαίδευσή της. Ο πρίγκιπας δηλώνει τον έρωτά του για εκείνην και ο βασιλικός γάμος ανακοινώνεται αμέσως.

Ο πρίγκιπας και η πριγκίπισσα γιορτάζουν το γάμο τους σε ένα γαμήλιο πλοίο, και τότε η καρδιά της Μικρής Γοργόνας ραγίζει. Σκέφτεται όλα όσα έχει θυσιάσει και όλο τον πόνο που υπέμενε για τον πρίγκιπα. Απελπίζεται, σκεπτόμενη για το θάνατο που την περιμένει, αλλά πριν την αυγή, οι αδελφές της βγαίνουν έξω από το νερό και της φέρνουν ένα μαχαίρι που τους έδωσε η μάγισσα της θάλασσας με αντάλλαγμα τα μακριά, όμορφα μαλλιά τους. Αν η Μικρή Γοργόνα σκοτώσει τον πρίγκιπα και το αίμα του τρέξει στα πόδια της, θα γίνει ξανά γοργόνα, όλη της η ταλαιπωρία θα λάβει τέλος, και θα ζήσει όλη της τη ζωή στον ωκεανό με την οικογένειά της.

Πάντως, η Μικρή Γοργόνα δεν καταφέρνει να σκοτώσει τον κοιμισμένο πρίγκιπα δίπλα στην καινούρια του νύφη, και πέφτει από το πλοίο στη θάλασσα μαζί με το μαχαίρι τη στιγμή που ξεσπά η αυγή. Το σώμα της διαλύεται σε αφρό, αλλά αντί να σταματήσει η ύπαρξή της, αισθάνεται το ζεστό ήλιο και ανακαλύπτει ότι μεταμορφώθηκε σε ένα λαμπρό και αιθέριο πνεύμα, στη θυγατέρα του αέρα. Ενώ η Μικρή Γοργόνα ανεβαίνει στην ατμόσφαιρα, χαιρετιέται από άλλες θυγατέρες που της λένε ότι έγινε σαν μια από αυτές, διότι προσπάθησε με όλη της την καρδιά να αποκτήσει μια αθάνατη ψυχή. Λόγω της ανιδιοτέλειάς της, της δίνεται η ευκαιρία να αποκτήσει τη δική της ψυχή με το να κάνει καλές πράξεις για την ανθρωπότητα για 300 χρόνια και μια μέρα θα ανέβει στη Βασιλεία του Θεού.



Πίνακας -Βασίλης Σπεράντζας 


Έκδοση
"Η Μικρή Γοργόνα" γράφτηκε το 1836 και πρωτο-εκδόθηκε από τον C.A. Reitzel στην Κοπεγχάγη στις 7 Απριλίου 1837 στο Eventyr, fortalte for Børn. Første Samling. Tredie Hefte. 1837 (Παραμύθια που Λέγονται για τα Παιδιά. Πρώτη Συλλογή. 1837). Η ιστορία επανεκδόθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 1849 ως μέρος του Eventyr. 1850 (Παραμύθια. 1837) και ξανά το Δεκέμβριο του 1862 ως μέρος του Eventyr og Historier. Første Bind. 1862 (Παραμύθια και Ιστορίες. Πρώτο Μέρος. 1862).

Συζήτηση για το τέλος
Κάποιοι ακαδημαϊκοί ότι η τελευταία ακολουθία με το ευτυχισμένο τέλος της είναι αφύσικη προσθήκη. Ο Γιάκομπ Μπόγκλιντ και η Περνίλε Χέεγκαρντ τονίζουν ότι: "Μία από τις κρίσιμες πτυχές που πρέπει να αντιμετωπίσει κάθε αντίληψη είναι η τελευταία ακολουθία της ιστορίας, στην οποία η μικρή γοργόνα, ενάντια σε όλες τις πιθανότητες, λυτρώνεται από μια άμεση καταδίκη και γίνεται αποδεκτή στην πνευματική σφαίρα, όπου "οι θυγατέρες του αέρα" παρευρίσκονται. Σε αυτήν, προφανώς υποσχέθηκε την "αθάνατη ζωή", που ήταν το κύριο κίνητρό της να αποκτήσει — μαζί με τον πρίγκιπα φυσικά. Αυτό το τέλος έχει μπερδέψει τους κριτικούς επειδή η αφήγηση που προηγείται δείχνει μάλλον ένα τραγικό συμπέρασμα παρά ευτυχισμένο."

Ο αρχικός τίτλος κατά τη συγγραφή της ιστορίας ήταν "Οι Θυγατέρες του Αέρα", πνεύματα που ο Άντερσεν τα θεωρούσε ότι μάζευαν ψυχές κάνοντας για τριακόσια χρόνια καλές πράξεις. Μια από τις "θυγατέρες του αέρα" του Άντερσεν εξηγεί στη μικρή γοργόνα ότι "Μια γοργόνα δεν έχει αθάνατη ψυχή, ούτε μπορεί να αποκτήσει, εκτός κι αν κερδίσει την αγάπη ενός ανθρώπου. Στη δύναμη του άλλου στηρίζεται η δική της αιώνια μοίρα. Αλλά οι θυγατέρες του αέρα, παρόλο που δεν έχουν αθάνατη ψυχή, μπορούν, από τις δικές τους καλές πράξεις, να προμηθευτούν μια για τον εαυτόν τους. Πετάμε σε θερμές χώρες, και δροσίζουμε τον αποπνικτικό αέρα που καταστρέφει το ανθρώπινο είδος με το λοιμό. Διατηρούμε το άρωμα των λουλουδιών, για να διαδίδουμε υγεία και αποκατάσταση. Αφότου έχουμε κοπιάσει για τριακόσια χρόνια κάνοντας καλές πράξεις, λαμβάνουμε αθάνατη ψυχή και παίρνουμε μέρος στην ευτυχία της ανθρωπότητας. Εσύ, φτωχή μικρή γοργόνα, έχεις προσπαθήσει με όλη σου την καρδιά να κάνεις αυτό που εμείς κάναμε: έχεις υποφέρει και υπέμενες και σήκωσες τον εαυτόν σου στον κόσμο του πνεύματος από τις καλές σου πράξεις: και τώρα, με το να κοπιάσεις για τριακόσια χρόνια με τον ίδιο τρόπο, μπορεί να αποκτήσεις αθάνατη ψυχή.'"

Αυτός ο επίλογος επικρίθηκε από κάποιους ακαδημαϊκούς και κριτικούς. Η Πάμελα Λύντον Τράβερς, συγγραφέας του βιβλίου Μαίρη Πόππινς και διακεκριμένη σχολιαστής λαογραφίας, έγραψε, "Αυτό το τελευταίο μήνυμα είναι πιο τρομακτικό από οποιοδήποτε άλλο που παρουσιάζεται στην ιστορία. Η ιστορία προέρχεται από βικτοριανές ηθικές ιστορίες που γράφτηκαν για να τρομάξουν τα παιδιά, για να έχουν καλύτερη συμπεριφορά.... ένας χρόνος αφαιρείται όταν ένα παιδί κάθεται φρόνιμο και ένα δάκρυ κυλάει και μια μέρα προστίθεται όταν ένα παιδί είναι άτακτο; Άντερσεν, αυτό είναι εκβιασμός. Και τα παιδιά το ξέρουν και δε λένε τίποτα. Υπάρχει μεγαλοψυχία για εσένα." Ο Άντερσεν, πάντως, ένιωσε ότι ο διορθωμένος του επίλογος στον οποίον η γοργόνα ενδυναμώνεται, για να κατορθώσει να αποκτήσει αθάνατη ψυχή μέσα από τη δική της αποστολή, ήταν μια αδιαμφισβήτητα καλυτέρευση από το αρχικό τέλος, το οποίο ολοκληρώνονταν στη διάλυση της γοργόνας σε αφρό. Το 1837, ο Άντερσεν έγραψε σε ένα φίλο του ότι "Δεν έχω επιστρέψει στη γοργόνα να αποκτήσει αθάνατη ψυχή η οποία θα εξαρτάται από ένα εξωγήινο πλάσμα, από τον έρωτα ενός ανθρώπου, όπως ο ντε λα Μοτ Φοκέ στην Ούντινε. Είμαι σίγουρος ότι είναι λάθος! Δε θα εξαρτιόταν περισσότερο από τύχη; Δε θα αποδεχτώ κάτι τέτοιο σε αυτόν τον κόσμο. Έχω επιτρέψει στη γοργόνα μου να ακολουθήσει έναν πιο φυσικό, ένα πιο θείο μονοπάτι."



Τσαρούχης Γιάννης-Γοργόνα, 1963


Λαϊκή παράδοση   -   H γοργόνα


Όταν ο Mέγας Aλέξανδρος πολέμησε κι έκαμε δικό του τον κόσμο, φώναξε τους σοφούς και τους ρώτησε:

«Πώς θα μπορέσω να ζήσω πολλά χρόνια; Ήθελα να κάμω πολλά καλά στον κόσμο».

«Bρίσκεται τρόπος» αποκρίθηκαν οι σοφοί, «μα είναι κάπως δύσκολος».

«Δε σας ρώτησα» είπε ο βασιλιάς Aλέξανδρος, «να μου πείτε αν είναι δύσκολος· ποιος είναι θέλω να μάθω».

«Nα βρεις το αθάνατο νερό» του είπαν οι σοφοί.

«Kαι πού είναι αυτό το αθάνατο νερό;»

«Aνάμεσα σε δυο βουνά. Mα τόσο γρήγορα ανοιγοκλείνουν, που και το πιο γοργόφτερο πουλί δεν προφταίνει να περάσει. Πολλά ξακουσμένα βασιλόπουλα θέλησαν να το αποχτήσουν· μα έχασαν τη ζωή τους άδικα. Άμα καταφέρεις, βασιλιά μου πολυχρονεμένε, να περάσεις ανάμεσα στα δυο βουνά, θα βρεις ένα δράκοντα, που ποτέ δεν κοιμάται. Aν σκοτώσεις τον δράκοντα, θα το πάρεις».
Όταν το άκουσε ο βασιλιάς Aλέξανδρος, πρόσταξε αμέσως να σελώσουν το άλογό του, τον Bουκεφάλα. Φτερά δεν είχε, μα πετούσε σαν πουλί. Kαβαλίκεψε και σε λίγο έφτασε στο μέρος που του είχαν πει οι σοφοί. Στέκεται και βλέπει τα βουνά ν’ ανοιγοσφαλούν αδιάκοπα και τόσο γρήγορα, που ούτε πουλί δεν μπορούσε να περάσει. Mα ο βασιλιάς δεν τα χάνει. Δίνει μια βιτσιά και πέρασε ανέγγιχτος ανάμεσα στα δυο βουνά. Σκότωσε έπειτα το δράκοντα και πήρε το γυαλί, που είχε μέσα το αθάνατο νερό.
Άμα γύρισε στο παλάτι του, ξέχασε να πει στην αδερφή του τι είχε μέσα στο γυαλί. Έτσι και κείνη μια μέρα πήρε το γυαλί κι έχυσε το αθάνατο νερό έξω στο περιβόλι. Tο νερό έπεσε σε μια αγριοκρεμμυδιά, κι από τότε αυτό το φυτό δεν μαραίνεται ποτέ.
Όταν έμαθε η βασιλοπούλα το κακό που έκαμε, ήταν απαρηγόρητη.
«Θεέ μου!» λέει, «δε θέλω να πιστέψω, πως μια μέρα θα πεθάνει ο αδερφός μου. Άφησέ με να ζω πάντα με την ελπίδα πως κι αν πεθάνει, πάλι θα τον ξαναφέρεις στον κόσμο. Ποιος ξέρει αν δεν έρθουν δύσκολα χρόνια για την πατρίδα μου;»
Aμέσως η αδερφή του βασιλιά έγινε από τη μέση και κάτω ψάρι και πήδηξε στη θάλασσα. Έγινε Γοργόνα! Aπό τότε γυρίζει πάντα στη θάλασσα κι άμα δει κανένα καράβι, τρέχει και το ρωτά:
«Kαράβι, καραβάκι· ζει ο βασιλιάς Aλέξανδρος;»
Aλίμονο στον καραβοκύρη που θα της πει πως πέθανε.
H Γοργόνα αναταράζει τα νερά, σηκώνει βουνά τα κύματα και χάνεται το καράβι.
Mα ο έξυπνος καραβοκύρης αν πει: «Zει, κυρά μου, ο βασιλιάς Aλέξανδρος. Zει και βασιλεύει, και τον κόσμο κυριεύει!». Tότε η Γοργόνα λάμπει από τη χαρά της. Aπλώνει τα ξανθά της μαλλιά και τα κύματα ησυχάζουν αμέσως. Γελούν τα πέλαγα και τ’ ακρογιάλια, κι οι ναύτες από τα καράβια τους ακούνε μαγεμένοι τη φωνή της Γοργόνας, που ξαναλέει τραγουδιστά:
«Zει ο βασιλιάς Aλέξανδρος
ζει και βασιλεύει
και τον κόσμο κυριεύει!...»
(από το βιβλίο: Aνδρέας Kαρκαβίτσας, Άπαντα, II, Eκδοτικός οίκος Σ.I. Zαχαρόπουλος, 1973)



Το άγαλμα της Μικρής Γοργόνας

Ένα άγαλμα της Μικρής Γοργόνας κάθεται πάνω σε ένα βράχο στο λιμάνι της Κοπεγχάγης, στη Λανγκελίνι. Αυτό το μικρό, μη εντυπωσιακό άγαλμα είναι το είδωλο της Κοπεγχάγης και ελκύει πάρα πολλούς τουρίστες.
Το άγαλμα προσλήφθηκε το 1909 από τον Καρλ Γιάκομπσεν, γιο του ιδρυτή της Carlsberg, αφότου γοητεύτηκε από ένα μπαλέτο βασισμένο στο παραμύθι. Το άγαλμα δημιουργήθηκε από τον γλύπτη Έντβαρντ Έρικσεν, που αποκαλύφθηκε στις 23 Αυγούστου 1913. Η σύζυγός του, Ελίνε Έρικσεν, ήταν το μοντέλο. Έχει βανδαλιστεί πολλές φορές.
Το Μάιο του 2010, μεταφέρθηκε από το λιμάνι της Κοπεγχάγης για πρώτη φορά, στη Σαγκάη, όπου έμεινε μέχρι το Νοέμβριο του 2010
.

https://el.wikipedia.org/


Χριστόπουλος Νικόλαος-Γοργόνα, 1961


ΜΟΥΣΙΚΗ 






Στίχοι: Νίκος Καζαντζάκης, Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις, Ερμηνεία: Γιώργος Ρωμανός

Δεν ήταν νησί ήταν θεριό που κείτουνταν στη θάλασσα Ήταν η γοργόνα η αδερφή του Μέγα Αλέξανδρου που θρηνούσε και φουρτούνιαζε το πέλαγο Άμα λευτερωθεί η Κρήτη θα λευτερωθεί κι εμένα η καρδιά μου Άμα λευτερωθεί η Κρήτη θα γελάσω.



 Η γοργόνα των ΟΙνουσσών ή αλλιώς η Γοργόνα της Αιγνούσσας, το εμβληματικό μπρούτζινο γλυπτό της γλύπτριας Μαίρης Παπακωνσταντίνου - http://www.greece.com/



Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος, Μουσική: Μάνος Λοΐζος, Ερμηνεία: Γιάννης Καλατζής



Στην απά, στην απά, στην απάνω γειτονίτσα στην απάνω γειτονίτσα στην απάνω γειτονίτσα μ’ αγαπά, μ’ αγαπά, μ’ αγαπάνε δυο κορίτσια στην απάνω γειτονίτσα στην απάνω γειτονίτσα Μα εγώ, μα εγώ, μα εγώ πονάω γι’ άλλη μα εγώ πονάω γι’ άλλη μια Γοργόνα στ’ ακρογιάλι Μα εγώ, μα εγώ, μα εγώ πονάω γι’ άλλη μα εγώ πονάω γι’ άλλη μια Γοργόνα στ’ ακρογιάλι Φυλαχτό, φυλαχτό, φυλαχτό με τ’ άγιο ξύλο φυλαχτό με τ’ άγιο ξύλο φυλαχτό με τ’ άγιο ξύλο που να βρω που να βρω που να βρω για να της στείλω φυλαχτό με τ’ άγιο ξύλο φυλαχτό με τ’ άγιο ξύλο Φυλαχτό, φυλαχτό, φυλαχτό να τη φυλάει φυλαχτό να τη φυλάει και ας μη με αγαπάει


The Sea Maidens, 1886, Evelyn de Morgan





Νεράιδα δίχως παραμύθι – Μιλτιάδης Πασχαλίδης

Στίχοι: Μιλτιάδης Πασχαλίδης Μουσική: Μιλτιάδης Πασχαλίδης Πρώτη εκτέλεση: Μιλτιάδης Πασχαλίδης Σε είδα χαμένη να γυρνάς στους δρόμους και να ψάχνεις για τη λήθη τσιγάρο το φεγγάρι να κερνάς μικρή νεράιδα δίχως παραμύθι Κι αν είναι η αλήθεια μας μισή μόνος κι εγώ όπως κι εσύ βάλε με στα στήθη σου να 'μαι το παραμύθι σου Μάγισσες καίνε τα ραβδιά χορεύοντας στη μέση του χειμώνα κι εσύ γυρεύεις πρίγκιπες σε τούτο τον παράξενο αιώνα Κι αν είναι η αλήθεια μας μισή μόνος κι εγώ όπως κι εσύ βάλε με στα στήθη σου να 'μαι το παραμύθι σου Δίνεις παράσταση λοιπόν με ρόλους που ονειρεύτηκες να ζήσεις μετράς μες στου καθρέφτη το παρόν σημάδια που δεν πρόλαβες να κρύψεις Κι ας μείνει η αλήθεια μας μισή μόνος κι εγώ όπως κι εσύ βάλε με στα στήθη σου να 'μαι το παραμύθι σου

Laura Sava Artwork



Βικτωρία Ταγκούλη – Το βαλς της Γοργόνας

Στίχοι: Γιάννης Ευθυμιάδης Μουσική: Γιώργος Καγιαλίκος Βιβλίο - CD: Το κρύσταλλο του κόσμου (Μετρονόμος 2016) Αδερφέ μου στρατηλάτη, Πιο πολύ θα σ’ αγαπούσα Αν σε κάναν κωπηλάτη Δεν θα σου ’ριχναν αλάτι Στις πληγές σου και στην πλάτη Δεν θα σού ’μπηγαν μαχαίρια Και καρφιά στα χέρια Τώρα έγινα αγέρας Αφού δεν μπορώ να σ’ έχω Έμαθα σκληρά ν’ αντέχω Ζω στο τέλος κάθε μέρας Στο Μπεϊρούτ, στη Λισαβόνα Με φωνάζουνε Γοργόνα Και γυναίκα τέρας Ζει και ζει, μου λένε, ζει Στα λιμάνια με γλεντάνε Σε μπορντέλο μαγαζί Καπετάνιοι στα καράβια Τους περνώ ψιλό γαζί Μένουν με την τσέπη άδεια Και οι ναύτες τους μαζί Αδερφέ, κρυφέ μου πόθε, Γνήσιε βασιλιά και νόθε, Πήγες πέρα απ’ την Ασία Να ’βρεις την αθανασία Μα, να ξέρεις, σημασία Έχει ο χτύπος απ’ το βέλος Στης ζωής το τέλος Παίζουν οι μουσικοί Κιθάρα: Γιώργος Μπεχλιβάνογλου, Μαντολίνο: Βιβή Γκέκα, Τρομπέτα: Γιάννης Καραμπέτσος, Κοντραμπάσο: Γιώργος Βεντουρής Ενορχήστρωση: Γιώργος Καγιαλίκος

 Ferdinand Leeke Art



ΟΙ ΝΕΡΑΙΔΕΣ,ΚΩΣΤΑΣ ΤΟΥΡΝΑΣ-STAVENTO

Στίχοι: Μέθυσος Μουσική: Μέθυσος Πρώτη εκτέλεση: Stavento Άλλες ερμηνείες: Κώστας Τουρνάς Οι νεράιδες θα ΄ ρθούν στα όνειρα σου, να σου τραγουδήσουν. Μην τους κάνεις κακό γιατί χωρίς παραμύθια τη ζωή μας θα αφήσουν. Κρύβονται πίσω από καλλυντικά, διακριτικά Δίνουν χρώμα στη νυχτιά, δεν αντέχουν την ψευτιά. Δεν δανείζουν το κορμί τους μόνο για μια βραδιά Δεν χαρίζουν την ψυχή τους αν αυτή δεν αγαπά. Δεν χορεύουν σε τραπέζια και δεν γδύνονται στις πίστες Δεν αντέχουν τη μιζέρια, δεν ανήκουνε σε λίστες Πλουσίων πελατών, ξεμωραμένων εραστών Μα προσέχουν το παρόν άφοβα για να κοιτούν το παρελθόν. Αύριο, για τ΄ αύριο φαντάζονται και μέχρι να ΄ ρθει σε κομμάτια δεν μοιράζονται. Φυλαχτό στο ραβδί τους η αγάπη, Θα σ΄ αγγίξει αυτό μονάχα αν δεν τους θυμίζεις κάτι. Μεσ΄ τις πόλεις γυρνούν, τις καρδιές ντύνουν μ΄ έντονους χτύπους Τραγουδάνε γλυκά στης ψυχής μας τους όμορφους κήπους Μακιγιάζ κι αν φορούν, να κρυφτούν θέλουν απ΄ την κακία Στο ραβδί τους κρατούν οι νεράιδες αγάπη, Δίπλα σου υπάρχει μια! Δε θα τρίξουν τα πλακάκια από μπροστά σου σαν περάσουν Για δεν ντύνονται γυμνές τη λίμπιντο να ανεβάσουν Υπάρχουν πάντα δίπλα μας, το μάτι δεν τις πιάνει Γιατί ξέρουν να κρύβονται κακό να μην τις φτάνει. Πληγώνονται πιο εύκολα γιατί αγαπούν στα αλήθεια Και τύπους απορρίπτουνε που λένε παραμύθια. Βιβλίο ανοιχτό αν είσαι εντάξει απέναντί τους Για πάντα όμως χάνονται αν παίξεις μαζί τους. Οι νεράιδες πονούν μα καταφέρνουν κι υπάρχουν ακόμα Φταις εσύ, φταίω εγώ που θα μείνουν πιο λίγες σ΄ αυτόν το αιώνα! Κάθε δάκρυ τους πικρό λουλούδι στο χώμα Κάθε γέλιο τους αστέρι λαμπερό στον ουρανό Δες τη νυχτιά που φωτίζουν της αλλάζουνε χρώμα Δεν θα γίνω υπαίτιος για άλλο λουλούδι πικρό!


 Mermaid in the detail of a map by N.C. Wyeth  




Θάνος Μικρούτσικος – Στης γοργόνας το φτερό

Στίχοι: Άλκης Αλκαίος Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος Ώρες αργόσυρτες σαν φορτωμένα κάρα, απ’ τα ηχεία ψιχαλίζει μια κιθάρα. Φύτρωσαν κάκτοι και λωτοί στην κορδιλιέρα, κι εσύ κλειστός σε μια καμπίνα φεύγεις πέρα. Οι έρωτες σου καρυδότσουφλα στο κύμα, μα στον ασύρματο καιρό δεν πέφτει σύρμα. Ο τόπος σου σ’ ακολουθεί όπου κι αν πας, σ’ ένα παιχνίδι για χαμένους ξενυχτάς. Άστρο του Ωρίωνα, φεγγάρι του Τοξότη, είπαν μια άγνωστη φωτιά σ’ έχει δεσμώτη. Που δεν τη σβήνουν χίλια κολασμένα μπάρκα, μα στης γοργόνας το φτερό η αιώνια τσάρκα. Στον Ινδικό πλοία παλιά φουνταρισμένα, ιθαγενείς μασάνε φύλλα ξεραμένα. Και για μουσώνες σου μιλούν στο νότιο σέλας, ναύτες που πέρασαν τα σύνορα της τρέλας. Μια σούπα ο κόσμος και ο νους τρύπιο κουτάλι, κι εσύ στης θάλασσας για πάντα την αγκάλη. Δακρύζεις κήπους με παράξενα λουλούδια, για μάτια πρόστυχα κεντάς άγια τραγούδια. Κι εγώ που ξέχασα ποιος είμαι που πηγαίνω, λαθρεπιβάτης σ’ ένα πλοίο παροπλισμένο. Απόψε σ’ άκουσα να λες απ’ τα ηχεία, για να χαράξεις μες στο πουθενά πορεία, χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία.



Victor Nizovtsev, Russian fantasy illustrator





Ελένη Δήμου – Η Γοργόνα

Μουσική : Μιχάλης Καπούλας Στίχοι : Μαριανίνα Κριεζή

Φύσα βοριά και φύσα νοτιά, ξένα βαπόρια μπροστά μας, κι έχουν σκαριά πολύ πιο γερά, μα είναι η Γοργόνα δικιά μας. Φύσα βοριά, αργήσαμε πια, είκοσι χρόνια και κάτι, όμως παιδιά σ’ εμάς μοναχά κλείνει η Γοργόνα το μάτι! ρεφρέν Και στη Γοργόνα εμείς παλιοί ναυτικοί, λέμε ζει και πάντα θα ζει. Πάντα θα ζει σαν νά `ναι σφυγμός, πάντα θα ζει σαν νά `ναι λυγμός, πάντα θα ζει κι ας είναι στενός, πάντα θα ζει ο τόπος αυτός. ρεφρέν




 Lisa Paizis art


ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ 

Η Γοργόνα - Splash


Η Γοργόνα (αγγλικά: Splash) είναι ρομαντική κωμωδία φαντασίας αμερικανικής παραγωγής, γυρισμένη το 1984. Τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Ρον Χάουαρντ και το σενάριο οι Λόουελ Γκανζ και Μπαμπαλού Μαντέλ. Στην ταινία πρωταγωνιστούν οι Τομ Χανκς και Ντάλυρ Χάνα. Είναι η πρώτη ταινία της εταιρείας Touchstone Pictures, θυγατρική που δημιούργησε η εταιρεία Walt Disney Pictures προκειμένου να φτιάχνει ταινίες για μεγαλύτερο σε ηλικία κοινό από το παραδοσιακό παιδικό της κοινό. Αν και η αρχική στόχευση ήταν να δημιουργηθεί μια ταινία για «ενήλικες» η ταινία θεωρείται σήμερα από πολλούς «οικογενειακή».


Ο Άλεν Μπάουερ (Τομ Χανκς) είναι ένα μικρό αγόρι που δεν ξέρει κολύμπι. Μια γοργόνα θα τον σώσει από βέβαιο πνιγμό και μια μεταφυσική σχεδόν σύνδεση θα αρχίσει μεταξύ τους. Κανείς όμως δεν πιστεύει τον μικρό Άλεν και έτσι με τα χρόνια φτάνει να πιστέψει ότι το όλο περιστατικό ήταν δημιούργημα της φαντασίας του. Πολλά χρόνια αργότερα ο Άλεν με τον αδιόρθωτο γυναικά αδερφό του (Τζον Κάντι) έχουν μια επιχείρηση χονδρικής πώλησης φρούτων και λαχανικών. Απογοητευμένος από έναν ακόμη χωρισμό ο Άλεν θα πάει ξανά στη θάλασσα και θα κινδυνεύσει πάλι να πνιγεί. Μια όμορφη γυμνή κοπέλα (Ντάριλ Χάνα) θα τον σώσει. Είναι η γοργόνα των παιδικών του χρόνων, ο Άλεν όμως το αγνοεί. Μετά από λίγο εκείνη θα χαθεί και πάλι στη θάλασσα, όμως έχει γίνει αντιληπτή από τον παρεξηγημένο επιστήμονα Γουόλτερ Κόρνμπλουθ (Γιουτζίν Λέβι) ο οποίος έχει αφιερώσει τη ζωή του προσπαθώντας να αποδείξει ότι οι γοργόνες δεν είναι φανταστικά πλάσματα. Η γοργόνα με το όνομα Μάντισον, θα βρεθεί τελικά με τον Άλεν αλλά η σχέση τους θα υποστεί τα πάνδεινα αφού αφενός εκείνη προσπαθεί να του κρύψει την πραγματική της φύση ενώ ο επιστήμονας είναι αποφασισμένος να την αποκαλύψει.

Υποδοχή

Η ταινία με κόστος μόλις 8 εκατομμύρια δολλάρια απέφερε 6,5 το πρώτο Σαββατοκύριακο προβολής της και 70 εκατομμύρια δολλάρια συνολικά στις Η.Π.Α, κατατάσσοντάς την έτσι στις μεγαλύτερες επιτυχίες της δεκαετίας του 1980. Ήταν επίσης υποψήφια για Όσκαρ καλύτερου πρωτότυπου σεναρίου.
Οι συγγραφείς Στίβεν Λέβιτ και Στέφεν Ντάμπνερ στο βιβλίο Freakonomics (και πιθανότατα άλλες πηγές) συσχετίζουν άμεσα την επιτυχία της ταινίας με την έκτοτε αυξανόμενη δημοφιλία του ονόματος «Μάντισον». Στην ταινία η γοργόνα παίρνει το όνομα Μάντισον από μια πινακίδα της λεωφόρου Μάντισον στη Νέα Υόρκη. Ο χαρακτήρας του Τομ Χανκς, της απαντά όταν του λέει το όνομα της, ότι αυτό δεν είναι πραγματικό όνομα, και όντως στα μέσα της δεκαετίας του 1980 το γυναικείο αυτό όνομα ήταν εξαιρετικά σπάνιο. Εντούτοις μετά την κυκλοφορία της ταινίας σε κινηματογράφο και βίντεο και πολύ αργότερα σε DVD, η δημοφιλία του ονόματος εκτινάχθηκε κυριολεκτικά στα ύψη.
Σύμφωνα με δημογραφικά στοιχεία το όνομα Μάντισον ήταν το 216ο πιο δημοφιλές στις Η.Π.Α. το 1990, το 1995 ανέβηκε στην 29η θέση και το 2000 ήταν το 3ο πιο δημοφιλές όνομα για κορίτσια. Από το 2005 βρίσκεται μέσα στην πρώτη 50άδα των πιο δημοφιλών ονομάτων για κορίτσια και στη Μεγάλη Βρετανία, κάτι που οι εκεί εφημερίδες αποδίδουν επίσης στην ταινία.


Κληρονομιά

Μια συνέχεια, Splash, Too γυρίστηκε το 1988 ως τηλεταινία. Η συνέχεια ερχόταν σε αντίθεση με το τέλος της αρχικής ταινίας, ενώ στον ρόλο του επέστρεψε μόνο μια ηθοποιός (Ντόντι Γκούντμαν - η γραμματέας στην επιχείρηση των Μπάουερ). Η ταινία διασκευάσθηκε σε βιβλίο από τον Ίαν Μάρτερ (με το ψευδώνυμο Ίαν Ντον) και κυκλοφόρησε μόνο στην Μεγάλη Βρετανία
https://el.wikipedia.org/


 Μίλατος, Λιμάνι. Ζωγραφισμένη από τον Σπυρίδωνα Ζαχαρόπουλο για τον Πολιτιστικό Σύλλογο Μιλάτου.

ΓΟΡΓΟΝΕΣ ΚΑΙ ΜΑΓΚΕΣ

Ένας μανιώδης ραλίστας και γιος εργολάβου οικοδομών, ο Πέτρος, ο οποίος αδιαφορεί για τη δουλειά του πατέρα του, μαθαίνει ότι σε κάποιο νησί πρόκειται να γίνουν μεγάλα τουριστικά έργα, κι αποφασίζει να δραστηριοποιηθεί. Προτείνει στον πατέρα του να αγοράσουν εκεί οικόπεδα, αλλά το μυστικό μαθαίνει και η Φλώρα που είναι ιδιοκτήτρια διαφόρων κλάμπ. Καταφτάνει, λοιπόν, στο νησί πριν απ’ τον Πέτρο. Ο ανταγωνισμός τους προξενεί αναστάτωση στη ζωή των κατοίκων του νησιού. Η Μαρίνα, η κόρη του ταβερνιάρη, ερωτεύεται τον Πέτρο, ενώ η όμορφη Φλώρα καταγοητεύει τους άνδρες του νησιού και ιδιαίτερα τον Νικόλα, προκαλώντας τη ζήλια της μνηστής του. Εκείνη με τη σειρά της ξελογιάζεται από τον Ιάσονα, γιο της αρχόντισσας του νησιού, η οποία ανησυχεί με τα τεκταινόμενα, τελικά όμως όλα πάνε κατ’ευχήν και κατ’ επιθυμίαν.



Γοργόνα, λεπτομέρεια από ζωγραφιά του Θεόφιλου σε σπίτι της Μυτιλήνης

 Noah’s Ark, Nuremburg Bible, Biblia Sacra Germanica, 1483, Unknown artist

 The Mermaid, 1910, Howard Pyle

1 σχόλιο:

  1. Muy interesante. Gracias. El origen de la Virgen Gorgona puede ser el enkolpión bizantino, s.XI: http://saludyromanico.blogspot.com/2020/09/el-cuento-de-la-sirenita-romanica.html..
    Un saludo

    ΑπάντησηΔιαγραφή