ΜΩΒ ΑΝΕΜΩΝΕΣ
Άδειασε η μέρα το δάκρυ της στο ποτήρι με τις μωβ ανεμώνες,
κρύος άνεμος έγειρε στους ώμους της μοναξιάς.
Χρόνοι δίσεκτοι τυλίχτηκαν στους κισσούς
με τ’ αφρούρητα μυστικά,
άσπρη άμμο ξέβρασε το κύμα.
Αθώα σκιάχτρα μας κοιτάζουν θλιμμένα,
χρόνος ψεύτικος περνά απ’ τον κάμπο με τις αρχαίες σιωπές.
Απλωμένα στην ακροποταμιά τα φορέματά μας
στεγνώνουν από τη βροχή που σταλάζει χρόνια μέσα μας,
απλώνουν ρίζες οι ώρες στο έρημο πια σπίτι που γεννηθήκαμε
Άσαρκες σκιές,
κρατιόμαστε από κάτι ανέμους ξέθωρους,
ένα κουρδιστό ρολόι μας εκτροχιάζει,
κι ο καιρός πάντα ενάντιος,
πάντα ενάντιος.
ΑΝΕΜΩΝΑ
Μια ανεμώνα στο ξανθό του ήλιου
με μιαν ανεπαίσθητη λαχτάρα στο απαλό της λίκνισμα,
μια χαρά στο βελούδινο άγγιγμά της.
Ανεμώνα γυναίκα κάτω απ’ το φως,
μωβ πειρατίνα στο μπλε κυματάκι των ονείρων,
ανάσα πρώτη και δροσοσταλίδα.
Ο άνεμος της παίρνει το φόρεμα,
κι αυτή πιάνεται απ’ τον αγέρα,
ξελογιάζει τα πουλιά,
κάνει νοήματα με τα πέταλά της.
Τσαχπίνα λυγερόκορμη,
κλαράκι ανοιξιάτικο
και γέλιο κοριτσίστικο,
φιλί γλυκό της νιότης.
Ιωάννα Αθανασιάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου