Δευτέρα 30 Μαρτίου 2020

ΣΟΦΙΑ ΚΑΤΑΡΑ ΞΥΛΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ "Η ΚΑΜΠΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΥΔΟΥΝΙ (Αληθινό παραμύθι)"



Ήτανε μια φορά κι έναν καιρό μια πολιτεία. Μικρή και φτωχή ήτανε. Λιγοστά σιταροχώραφα, ελιές και βοσκοτόπια την περιτριγύριζαν και πανύψηλα βουνά. Κι όσοι κάτοικοι δεν δουλεύαν στη στεριά, καταπιάνονταν με τη θάλασσα. Φτωχός ο κόσμος, αλλά αγαπημένος. Πρόκοβαν μικροί μεγάλοι και καμάρωναν το έχει τους, όσο λίγο κι αν ήταν. Και γι’ αυτό και σε κάθε ευκαιρία γλεντούσαν. Στη γιορτή και τη σκόλη τους μαζεύονταν όλοι στην πλατεία, κάτω απ’ τον θεόρατο πλάτανο, βάζανε στη μέση τα φαγιά τους, το ψωμί, το λάδι τους και το κρασί τους και με το σαντούρι, τη φλογέρα ή το βιολί παίζανε μουσική, τραγουδούσαν και χορεύανε ως τα ξημερώματα. 

Στα γλέντια τους αυτά δεν απολείπανε δύο πρόσωπα: ο παπάς και ο δάσκαλος. Στη μέση της μεγάλης τάβλας τους καθίζανε οι ντόπιοι. Ο δάσκαλος έλεγε απ’ την καρδιά του δυο κουβέντες γραμματιζούμενες, που πολλοί δεν καταλάβαιναν, αλλά τις μαθαίνανε απ’ έξω σαν προσευχή. Κι ο παπάς ευλογούσε τη γιορτή τους με τις δικές του τις κουβέντες, ακόμη πιο αρχαίες και σεβαστές. Και κάνανε τον σταυρό τους κι αρχίζανε το γλέντι. 

Κεφαλές διέθετε κι άλλες βέβαια η πολιτεία μας, τον πρόεδρο, τον χωροφύλακα. Κι αυτουνούς τους σέβονταν και τους τιμούσαν. Μα και τους φοβόντουσαν κομμάτι. Και την καρδιά τους τρόμαζαν να την ανοίξουνε μπροστά τους. Τους χαιρετούσαν και φεύγανε βιαστικά, σαν παιδιά σκανταλιάρικα που θέλανε να κρυφτούν στην αγκάλη της μάνας τους, για να αποφύγουν το μάλωμα του αυστηρού πατέρα. Κι η αγκάλη αυτή ήταν ή του δασκάλου ή του παπά. Ολημερίς τις έγνοιες τους σ’ αυτουνούς τις παραδίνανε. Τον πόνο, την αρρώστια, τη χαρά και την ελπίδα. Ας πούμε, τα βαφτίσια του εγγονού ή το ξόδι του πάππου, τον αγιασμό του χωραφιού ή το στεφάνωμα του νέου ζευγαριού τα αφήνανε στα έμπειρα χέρια του παπά. Και τη συμβουλή μπροστά στον κίνδυνο, την ορμήνια για το μέλλον, το γράμμα του ξενιτεμένου, που λίγοι ξέρανε να διαβάσουν, τις μνήμες των προγόνων τους, που δεν έπρεπε να ξεχαστούν, αυτά τα είχανε εμπιστευτεί στον δάσκαλο. Κι αυτοί, με τα σοφά τους μάτια πίσω από τα στρογγυλά τους γυαλιά, με το χαμόγελο και την καλοσύνη τους, παραστέκονταν στον κόσμο, σαν να ήταν φαμελιά τους. Και η ζωή προχωρούσε στην πολιτεία. Με τις λύπες της, με τις χαρές της, όπως πάντα. Και την ώρα της δουλειάς, τη γιορτή, την Κυριακή, το μεσημέρι, την ανάγκη για μάζωξη ή το τρελό το πανηγύρι, όλα τους τα θυμίζανε δύο ήχοι, παλιοί κι ευλογημένοι: το κουδούνι του σχολειού κι η καμπάνα της εκκλησιάς. 

Ώσπου ήρθε κάποτε χρόνος δίσεκτος. Μαύρα μαντάτα άρχισαν να έρχονται από τις γύρω πολιτείες. Οι ντόπιοι σκιαχτήκανε λίγο, μα αναθάρρησαν. «Δε μπορεί», σκέφτηκαν, «έχουμε δει κι άλλους χρόνους δίσεκτους σε τούτη τη γη. Κάτι θα γίνει, θα περάσει κι αυτό, ίσως και δε θα μας ακουμπήσει το κακό». Μα το κακό ετούτο, ήτανε αλλιώτικο… Μια αρρώστια μαθές άγνωστη, που οι σοφοί του κόσμου όλου σκυμμένοι πάνω απ’ τα χοντρά τους βιβλία, ξενυχτούσαν, κόπιαζαν κι άκρη δε βγάζανε. Η αρρώστια ετούτη κόλλαγε, λέει, γρήγορα και ύπουλα και θέριζε τον κόσμο. Όλες οι γύρω πολιτείες σκεπάζονταν από το μαύρο πέπλο του θανάτου, που κάλπαζε και πάγωνε σπίτια και καρδιές. 

Τα μαντάτα φτάσανε κάποτε και στην πολιτεία μας. Άνοιξη ήτανε, οι ντόπιοι είχανε μπει πια στη Σαρακοστή. Ο παπάς ακολουθούσε όπως πάντα τους Χαιρετισμούς κι ο δάσκαλος ετοίμαζε τα καινούρια διαγωνίσματα. Κανείς δεν περίμενε το νέο. Από την κεντρική διοίκηση ήρθανε λέει αυστηρές εντολές. Όλοι, μικροί μεγάλοι έπρεπε να κλειστούν στα σπίτια τους μέσα, ρούπι να μην κάνουν έξω στα στενά. Κι όποιος ήτανε ανάγκη μεγάλη να βγει, έπρεπε να δείξει χαρτί, με τη βούλα της διοίκησης, ειδεμή τον πιάνανε και τον κλείνανε φυλακή! Και πάνω απ’ όλα, ενώ τα εμπορικά μένανε ανοιχτά, να ψωνίσει ο κόσμος, λίγοι λίγοι έστω, να έχουνε προμήθειες, μην πεινάσουνε, τα σχολειά και την εκκλησιά τα κλείσανε το δίχως άλλο. Κίνδυνος μεγάλος, λέει, να μαζωχτούν πολλοί μαζί, η παλιοαρρώστια αυτό δα ζητάει, τις ανάσες του κόσμου, τα χέρια τους, τα χείλη τους, να πάει να μολέψει τον ένα μετά τον άλλο, να τους θερίσει ολουνούς! «Μα, καλά τα σχολειά, που τα παιδόπουλα, ανήξερα και αθώα παίζουν, τρέχουν, ξεχνούν να πλυθούν και τρίβουν αστόχαστα το στόμα ή τα μάτια τους, ας πούμε ότι πρέπει να τα φυλάξουμε. Μα και την εκκλησιά; Πού ακούστηκε να την κλείσουμε; Να μην προστρέξουμε στη Χάρη Της, στη Μάνα μας, τώρα μάλιστα, στην πιο μαύρη ώρα;». Έτσι λέγανε οι ντόπιοι μεταξύ τους. Μα οι φωνές απ’ τη διοίκηση πληθαίνανε. Κι όλες οι εφημερίδες και τα ραδιόφωνα, όλα μαζί αντιλαλούσαν το τραγούδι του Φόβου. Και μαζί με τον Φόβο, ήρθε κάποια στιγμή και ο αδερφός του ο Θυμός. Οι ντόπιοι μεθυσμένοι από το μαύρο αυτό τραγούδι φώναζαν, άναβαν και κόρωναν, άμα άκουγαν για σχολειό ή για εκκλησιά. Και πνιγμένα απ’ τον Φόβο και τον Θυμό σώπασαν πια και η καμπάνα και το κουδούνι. 

Η αρρώστια ωστόσο θέριζε. Ο κόσμος απελπίζονταν. Κλεισμένοι στην κάμαρά τους ο παπάς κι ο δάσκαλος θλίβονταν για το κατάντημα της πολιτείας. Μα τι να κάνανε, μαθές; Σκέφτηκαν, προσευχήθηκαν και το βρήκανε. Αποφασίσανε το λοιπόν να κάνουν από το σπίτι τους ο καθένας αυτό που ξέρανε και μπορούσαν. Ο παπάς γονάτιζε ολημερίς κι ολονυχτίς μπρος στα εικονίσματα. Στρωτές μετάνοιες έβαζε και αράδιαζε ονόματα με κάθε κόμπο του κομποσκοινιού του. Όλους τους ντόπιους, έναν έναν και τους πατεράδες και τους παππούδες τους, όλα τα ονόματα που χρόνια τώρα μνημόνευε, γραμμένα σε μύρια χαρτάκια κρυμμένα στις δίπλες του ράσου του, όλα αυτά τα ονόματα τα έπαιρνε και τα ανέβαζε στον θρόνο του Θεού. Ένα ένα. Κι ο δάσκαλος από την άλλη, έκλαιγε μοναχός του. Του λείπανε τα μαθητούδια του, όλα τους. Ακόμα και τα πιο άτακτα, τα πιο ζωηρά, που όλο τα φοβέριζε πως θα στείλει παράπονα στη μάνα τους – και ποτέ δεν το έκανε – κι αυτά ακόμα του λείπανε φοβερά και όλα τους τα σκεφτότανε. Ένα ένα. Πήρε το λοιπόν κι ελόγου του χαρτάκια κι έγραφε, έγραφε… Λόγια της καρδιάς του έβαζε μέσα. Παρηγοριές, χαϊδέματα, ορμήνιες. Και κάτι λίγο απ’ τα μαθήματα, μην και ξεμείνουν τα μαθητούδια του πίσω και ξεχάσουν κι ό,τι μάθανε τόσον καιρό. Και τα χαρτάκια αυτά τα έκανε σαΐτες! Τα παιδιά του είχανε δείξει πώς τις φκιάνουνε και ο δάσκαλος, τι να κάνει, γέρος άνθρωπος ήτανε μα καταπιάστηκε με τα πράματα των νέων. Αφού έτσι καταλαβαίνουν, σκέφτηκε, έτσι θα τους μιλήσω κι εγώ. Και καθότανε νύχτες ατέλειωτες και έγραφε, έγραφε. Και δίπλωνε τις σαΐτες του. Και κάποτε του τέλειωνε το χαρτί. Κάποτε του σκιζόταν. Κάποτε το μολύβι του έσπαγε. Ή τα μάτια του καίγανε πίσω από τα στρογγυλά του γυαλιά. Μα δεν το έβαζε κάτω κι όλο έγραφε. Κι όλο ήλπιζε. Κι όλο προσευχόταν μαζί με τον παπά… 

Κι ήρθε μια μέρα που ο παπάς κι ο δάσκαλος κοιτάξανε το ντουλάπι τους και μήτε μπουκιά ψωμί ξερό δε βρήκανε. Τι να κάνουνε λοιπόν, φκιάσανε τα χαρτιά τους με τη βούλα της διοίκησης και βγήκανε στην αγορά, να ψωνίσουνε. Έρημος ο τόπος, βαρύς ο ουρανός. Είχε βρέξει από βραδίς και οι δρόμοι όλοι είχαν σκεπαστεί από μια παχιά, γλιστερή λάσπη. Στο σταυροδρόμι που έβγαζε στην πλατεία στάθηκαν κι οι δυο τους. Όχι ότι δεν ξέρανε τον δρόμο για τα εμπορικά. Μόνο που κοιτούσαν το μέρος κάτω από τον πλάτανο, άδειο και θλιβερό κι αποξεχάστηκαν. Πού πήγανε τα γλέντια τα παλιά… Τα τραγούδια κι οι χοροί… Πλησίασαν και χαιρετηθήκανε από μακριά, όπως όριζε πια ο νόμος. Είχαν αδυνατίσει κι οι δυο τους, έμοιαζαν πιο γερασμένοι και θλιβεροί απ’ ότι φάνταζαν στον καθρέφτη τους μπροστά το ίδιο εκείνο πρωί… Κι αρχίσαν τη συζήτηση. Κι ο παπάς μιλούσε για τις Κατακόμβες. Κι ο δάσκαλος για το Κρυφό Σχολειό… 

Μα ένα μάτι τους πήρε είδηση, πίσω από ένα κλειστό παραθύρι. Και το παραθύρι άνοιξε. Κι ύστερα κι άλλο κι άλλο. Βγήκανε οι ντόπιοι στα μπαλκόνια τους, κατά πώς το συνηθίζανε τελευταία, αφού μήτε ο καφενές λειτουργούσε, μήτε στη ρούγα βγαίνανε, μήτε στο σεργιάνι κι όλα τα λέγανε απ’ τα μπαλκόνια τους στα πεταχτά. Κι από κάπου ακούστηκε μια φωνή, ψιθυριστή, σαν άχνα πάνω στο μάγουλο της πάχνης. «Τι συνωμοτούνε οι δυο τους παπάς και δάσκαλος πρωί πρωί; Σάμπως και δεν τους ξέρουμε; Ο ένας να αρπάξει απ’ όπου βρει, απ’ το μνημόσυνο, απ’ το ευχέλαιο, χαλάστηκε μαθές που του κλείσανε το μαγαζί. Αμ τι ήθελες, παπά, να μας μαζώξεις ολουνούς, να ψοφολογήσουμε, να’ χεις να θάβεις;». «Αμ ο άλλος; Ο δάσκαλος, ντε, τρομάρα του… Που δεν έφτανε που κοπροσκύλιαζε ολοχρονίς – Χριστούγεννα, Πάσχα, καλοκαίρι- τώρα άραξε κανονικά! Βρήκε αφορμή ο τεμπέλαρος να κάτσει και να πληρώνεται για άλλη μια φορά! Κι εμείς είμαστε τα κορόιδα, που πάμε ακόμη για δουλειά, μέσα στον κίνδυνο της αρρώστιας και με κουτσουρεμένο το μισθό! Μωρέ, ξύλο που τους χρειάζεται!!!». «Ναι!!! Ξύλο!!!» ακούστηκαν κι άλλες φωνές, που όσο πλήθαιναν, δυνάμωναν ολοένα. Να ήτανε στο δρόμο, θα τους πετροβολούσαν, δάσκαλο και παπά. Μα κι έτσι όπως ήταν, όλο και κάποιο πολεμοφόδιο οικονόμησαν οι αγανακτισμένοι. Μια ραγισμένη, πήλινη κανάτα, ένα σπασμένο καρεκλοπόδαρο, ένα φαγωμένο κεραμίδι. Κι άρχισαν βροχή οι βολές κατά πάνω στους δυο δυστυχισμένους. Σηκώσανε τα χέρια τους να φυλαχτούν αυτοί, μα του κάκου. Αφύλαχτο το μέρος, ανοιχτό από παντού. Κι ο δρόμος λασπωμένος και βαρύς, κολλούσε στα παπούτσια τους και τους τράβαγε προς τα κάτω. Γονάτισαν που λες και σκύψανε τη ράχη. Σύρθηκαν βήμα βήμα ο ένας κοντά στον άλλο κι ας το απαγόρευε η διοίκηση. Κι ανοίξανε τα χέρια τους, να αγκαλιαστούνε, να φυλαχτούν όσο ήταν μπορετό απ΄τη μανία των ντόπιων. 

Κι έτσι όπως κάνανε να αγκαλιαστούνε, ένας αέρας δυνατός, παράξενος άνοιξε το ράσο του παπά και τινάχτηκαν οι δίπλες του. Κι από την άλλη μεριά ανέμισαν τα πέτα του σακακιού του δάσκαλου και άδειασαν οι τσέπες του. Και μύρια χαρτάκια, άλλα διπλωμένα τετράγωνα κι άλλα σαΐτες, άρχισαν να χορεύουν στον νοτισμένο αγέρα. Στροβιλίστηκαν πάνω απ’ τα κεφάλια των δυο δυστυχισμένων, που ήδη είχαν γεμίσει αίματα και καρούμπαλα και σαν ανεμοστρόβιλος ξεχύθηκαν στην πολιτεία. Κι οι ντόπιοι από τα μπαλκόνια τους τα χάσαν με το θέαμα. Σαν χιόνι ανοιξιάτικο τα χαρτάκια κάλυψαν κάθε γωνιά. Με τις χούφτες τα μάζευαν οι περίεργοι. «Να! Του παππού μου το όνομα!». «Και το δικό μου! Και της φαμίλιας μου». «Και δυο ορμήνιες για τα μικρά. Και ζωγραφιές! Και ποιήματα! Και αριθμοί, σαν στρατιωτάκια στη σειρά για τα παιδιά μας!». Έτσι λέγανε ξαφνιασμένοι. Και ντράπηκαν για το φέρσιμό τους λίγη ώρα πρωτύτερα… 

Τότες κανά δυο σοφότεροι ανάψαν τα θυμιατά τους μέσα στις κουζίνες και τα υπνοδωμάτια. Κι αφού λιβάνισαν το σπίτι τους, βγάλανε τα θυμιατά έξω στα μπαλκόνια. Και τα χαρτάκια κόλλησαν στα νοτισμένα κάγκελα, στα παντζούρια και στις εξώθυρες κι έμοιαζαν με λουλούδια. Κι ολάκερη η Πολιτεία, ένας στολισμένος Επιτάφιος, ανάσαινε λιβάνι. Οι ομιλίες πάψανε. Ο παπάς κι ο δάσκαλος σηκώσανε αργά τα ολόλευκα κεφάλια τους. Και μέσα απ’ τα δικά τους δάκρυα ξεχωρίσανε τα βουρκωμένα μάτια των ντόπιων. Σιωπή απλώθηκε στην πολιτεία. Κι ο αέρας ακόμη κόπασε, αφού σαν μάστορας πρόλαβε πρώτα να στολίσει με τα λουλούδια τα χάρτινα κάθε άκρη των σπιτιών και των δρόμων. Μοναχά, να, σαν να τα αμόλησε ένα χέρι αόρατο, δυο χελιδόνια άρχισαν να σπαθίζουν τον αγέρα πετώντας εδώ κι εκεί. Και τιτίβιζαν δυνατά. Πάλι και πάλι. Με ένα τιτίβισμα καινούργιο, παράξενο. Που λένε αυτοί που ξέρουν πως δεν ακουγόταν σαν πουλιού λαλιά, παρά αλλιώτικο. Πότε σαν το κουδούνι του σχολειού, επίμονο και ζωηρό. Και πότε σαν την καμπάνα της εκκλησιάς. Μελωδική, γλυκιά. Αναστάσιμη…. 

Σοφία Κατάρα Ξυλογιαννοπούλου 
30/ 3/2020 











Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου