Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2020

ΡΟΥΛΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ "ΑΠΑΤΗΛΟΣ ΧΡΟΝΟΣ"


Τελείωνε το φθινόπωρο, ένα γλυκό φθινόπωρο.
Τα φύλλα των δέντρων ξανθοκόκκινα στροβιλίζοντας
έπεφταν νεκρά στη νοτισμένη γη.
Τα γυμνά κλαδιά γρατζούνιζαν
το θολωμένο τζάμι απ’ το φύσημα του αέρα.
Η μοναξιά, η λύπη και η απόγνωση είχαν κουρνιάσει στο βαθύ βλέμμα της.
Σβησμένο φεγγάρι η ζωή της.
Πήρε βαθιά ανάσα προσπαθώντας να πνίξει έναν στιγμιαίο λυγμό
και η σιωπηλή φωνή της χρωμάτιζε το πόνο μέσα της.

Ξάγρυπνη, μέρες έλεγε, μήνες σαν χρόνια ήταν,
στα λησμονημένα δρομάκια της μνήμης,
κρατώντας πάντοτε μια ξεθωριασμένη από καιρό εικόνα.
Χίμαιρα του έρωτα, έτσι την ονόμασε.
Όλη της η ύπαρξη, τσακισμένα φτερά πεταλούδας.

Χωρίς εκείνον η ζωή της, ένα ταξίδι χωρίς νόημα και σκοπό.
Μια τυραννική βόλτα στον άτεγκτο κόσμο.
Η καρδιά του, πόρτα αμπαρωμένη σαν πειρατικού καραβιού.
Άδικα τη χτυπούσε ψάχνοντας για ευτυχία.

Σαν σκιά της σκιάς της,
γλιστρούσε ανάμεσα σ’ άλλες ψηλόλιγνες ασπρόμαυρες σκιές-φαντάσματα.
Κι όμως το γνώριζε πολύ καλά, τα φαντάσματα δεν σκοτώνονται
και γύριζε προδομένη στην απατηλή ασφάλεια του κενού της.
Μες στη απέραντη σιωπή, να ονειρευτεί όλα εκείνα κείνα που λαχταρούσε.
Να της φέρουν την μυρωμένη άνοιξη,
να γεμίσουν τις παρενθέσεις
και τις λευκές σελίδες της ζήσης της.

Είχαν περάσει μέρες έλεγε, μήνες και χρόνια ήταν
μήνες και χρόνοι στεγνοί, ασάλευτοι κουρασμένοι, ατελείωτοι μακριά του.
Στα σκουρόχρωμα μάτια της, βαθιά κρυμμένος ένας μικρός κήπος θλίψης και το παράπονο μόνιμος επισκέπτης μοναξιάς.
Και γύρω της απροσπέλαστο σκοτάδι.
Ως και ο ήλιος πια, αλλού στρέφει το φεγγοβόλο βλέμμα του.

Μετρά τα αν της ζωής, όλα τα πρέπει και τα μη ,τα όχι και τα γιατί,
που δεν την άφηναν ελεύθερη, μα δεμένη σε περίτεχνο ιστό αράχνης.
Γύρω της η ελπίδα για την αιώνια αγάπη που ποθούσε
να την θωρεί και να πεθαίνει.
Εξορία θύμιζε η ζωή της, τόσο κοντά και τόσο μακριά του.

Προσπαθούσε να περισώσει
κάτι να κρατηθεί μέσα σ΄ ένα άγραφο παραμύθι.
Της άρεσαν πολύ τα παραμύθια!
Έκλειναν τις πληγές της.

Μέσα στο πορφυρό και στο πορτοκαλί του δειλινού,
στου ορίζοντα τ’ απέραντο γαλάζιο.
Εκεί οι διαρκείς υποσχέσεις του, θαρρείς άγγιζαν τον ουρανό.
Η ανάσα του, το γέλιο, τ’ άγγιγμά του,
δεν σταματούσαν να της λένε ποτέ «σ’ αγαπώ».
Μα το «σ’ αγαπώ» αέρας ήταν, άνεμος που σκόρπισε.
Η μοίρα τους είχε χωρίσει πέρα από το παραμύθι.

Η αγάπη, ο έρωτας ,η λαχτάρα της δεν είχαν λογική.
Δεν έχουν και τώρα.
Είναι λίβας που σε παρασέρνει στο διάβα του, σε καίει.
Ένα βαθύ άλικο που ζωγραφίζει στη καρδιά, τη στεγνώνει, την ερημώνει.

Η αγάπη του!
Καράβι.
Τη σεργιάνισε.
Κι ο έρωτας του, μεθυσμένο τραγούδι.
Καυτό, στις φλέβες, τούτο το πισωγύρισμα του χρόνου.
Φουσκωμένο ποτάμι που ρέει , να ξεχειλίσει ο πόνος.
Τσακισμένο κλαράκι που λυγίζει στην αλήθεια και το ψεύτικου του παραμυθιού.

Άχρωμες μέρες ζούσε μοναξιάς!

Ότι απευχόταν της χτύπησε επιτακτικά τη πόρτα.
Και εκείνη άνοιξε, κι έμεινε ανοικτή ως σήμερα.
Μόνο μέσα στης ζωής το παραμύθι
χαμογελά και αφαιρούσε από το παρελθόν πικρές σελίδες - κρατώντας μικρές στιγμές ευτυχίας.
Κι ήταν και είναι ζωντανή.
Σαν μια υπέρβαση, σαν μια θυσία, βρήκε τον δρόμο της λησμονιάς.

Της άρεσαν πολύ τα παραμύθια.
Στη μικρή αυλή της, στην άκρη της αλάνας.
Εκεί που χάνονται οι σκιές, εκεί και το παραμύθι θα τελειώσει.
Η λήθη, βρεμένο σφουγγάρι
θα ρουφήξει απ’ τους ξεραμένους τοίχους
τα φαντάσματα του παρελθόντος.
Κι ο δροσάτος άνεμος, θα σκορπίσει στα όνειρά της,
πέπλα και γλυκιά χρυσόσκονη
για να τυλίξουν και να ζεστάνουν την προδομένη καρδιά της.

Οι σκιές πήρε χρόνο, μα όλο και μακραίνουν.
Τόσες κρυφές επιθυμίες που θα γευόταν αποκοιμήθηκαν στα χείλη της.
Το φως και πάλι θα ξεπρόβαλε.
Ο ήλιος θα ανέτειλε στη ζωή της.
Κάθε φορά, που θα ερχόταν,
και κάθε φορά, που έφευγε μακριά της.
Κάθε φορά που θα έδυε,
και θα χανόταν στη θάλασσα της αγκαλιάς του

Σε ανείπωτες μέρες γεμάτες έρωτα!
Εκεί στο γαλάζιο παραμύθι της
Ξένος τώρα ποτέ μην σταματάς να λες πως την αγαπάς.

Ρούλα Τριανταφύλλου






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου