Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2020

Γιώργος Χειμωνάς (1938 – 27 Φεβρουαρίου 2000)



Ο Γιώργος Χειμωνάς (1938-2000) γεννήθηκε στην Καβάλα. Έζησε τα παιδικά του χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Το 1962 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του μόνιμα στην Αθήνα. Σπούδασε Ιατρική στα Πανεπιστήμια Θεσσαλονίκης, Αθήνας, Παρισιού.
Πρωτοπαρουσιάστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1960 με το αφήγημά του “Ο Πεισίστρατος” που δημοσιεύτηκε στη Θεσσαλονίκη και κέρδισε το Λογοτεχνικό Βραβείο του Δήμου Θεσσαλονίκης. Εξέδωσε ακόμα τα πεζογραφήματα: “Η εκδρομή” 1964, “Μυθιστόρημα” 1966, “Ο Γιατρός Ινεότης” 1971, “Ο γάμος” 1974, “Ο αδελφός” 1975, “Οι χτίστες” 1979, “Τα ταξίδια μου” 1984, “Ο εχθρός του ποιητή” 1990. Ακόμα έχουν εκδοθεί τα δοκίμιά του: “6 μαθήματα για τον Λόγο” 1984, “Έβδομο μάθημα για τον Λόγο: Λόγος, ο Χρόνος και το Σύμβολο” 1984, “Η δύσθυμη Αναγέννηση: Όγδοο μάθημα για τον Λόγο” 1987, “Τα όνειρα της αϋπνίας” 1994, “Ένατο μάθημα για τον Λόγο” 2001. Επίσης μετέφρασε την “Ηλέκτρα” του Σοφοκλή, τις “Βάκχες”, τη “Μήδεια” και τον “Ορέστη” του Ευριπίδη, τον “Άμλετ” και τον “Μάκβεθ” του Σαίξπηρ.
Έγραψε το λιμπρέτο της όπερας “Πυλάδης” που ανέβηκε στο Μέγαρο Μουσικής σε σκηνοθεσία και σκηνογραφία Διονύση Φωτόπουλου και μουσική Γιώργου Κουρουπού.
Πέθανε στο Παρίσι, όπου ζούσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, στις 27 Φεβρουαρίου 2000.
Ήταν παντρεμένος με τη συγγραφέα Λούλα Αναγνωστάκη. Γιος τους είναι ο συγγραφέας Θανάσης Χειμωνάς.
Πεζογράφος, δοκιμιογράφος και μεταφραστής. Η άλλη πλευρά της επιστημονικής του παρουσίας, η ψυχιατρική. Ρεαλιστής, θεωρούσε πως η ζωή με τον περίγυρο της είναι πηγή έμπνευσης. https://www.catisart.gr/


Αποσπάσματα από διάφορα έργα του 

Είδα χθες ένα όνειρο που ήταν αγάπη. Σε μια στιγμή γέμισα αγάπη και χαμογέλασα με δάκρυα ήταν σαν έκσταση. (Πεισίστρατος)

Μας δίνουν προσωρινή ευχαρίστηση και μας δέχονται μέσα στα μεγάλα δωμάτια είναι ευπροσήγοροι και κρύβουν την φυσική αδιαφορία τους όπως κι εγώ κρύβω την πικρή οξυδέρκεια. Εξώγκωσε την αξία τους και τους έδωσε αξία μεγαλύτερη απ’ όση τους πρέπει κι αυτό δείχνει πως θεωρεί τον εαυτό του καταδικασμένο. (Εκδρομή)

[…]κι ακόμα λέξη δεν ακούστηκε κι όταν ακουστεί θ’ ανάψει μια πελώρια πυρκαγιά κι όλα τα πρόσωπα και οι τοίχοι θ’ ανάψουν πυρκαγιά και τα μάτια θ’ αντιφεγγίζουν τις θεώρατες φλόγες και τα στόματα θα ξεσφίξουν και θ’ ανοίξουν και θα γλιστρήσει το κομάτι πηγμένο αίμα ο λόγος που κρατούν και ποτέ δεν τον βγάζουν μέχρι τον θάνατο ο λόγος δεν ακούστηκε ακόμα και μακάρι ποτέ γιατί την στιγμή εκείνη θα χαθεί ο κόσμος μέσα σε μια πελώρια πυρκαγιά (Μυθιστόρημα)

Είμαι το πιο σπουδαίο γεγονός στην πρόστυχη ζωή σας και θα με αναφέρετε μ’ έναν ιδιαίτερο τρόπο και σ’ αυτό δεν πέφτω ποτέ έξω σίγουρα ο τρόπος θα με αναφέρετε με εντυπωσιακό τρόπο. Θα λάμπω ανάμεσα στις πληροφορίες. (Ο γιατρός Ινεότης)

Ξαφνικά είδε την ψυχή του. Στο βάθος φάνηκε η ψυχή του. Σαν ένα μικρό και θαλάσσιο εντόσθιο. Κρύο και κατακόκκινο έπαλλε και παραδίδει την βασανισμένη. Σαν φαρμακωμένο ζώο η ψυχή του ορμά προς τα έξω ξεσκίζει. Γιατί μονάχα ο φόβος ελευθερώνει ολόκληρη την ψυχή. (Ο γάμος)

Έσχατοι άνθρωποι και γυρνούσαν να πάρουν την δύναμη κι αναζωογονημένοι για τελευταία φορά. (Ο αδελφός)

Σκληρός σαν πολιούχος εμφανίστηκε στους δρόμους. Όλοι τον αναγνώρισαν αλλά κανένας δεν τον έλεγε. Η πόλη ήταν κατεστραμμένη και ισοπεδωμένη. (Οι χτίστες)

Το πυρ και ο αήρ. Η γέννηση της σχιζοφρένειας είναι η ίδια με την γέννηση της φιλοσοφίας. Είναι φιλοσοφική Σχιζοφρένεια είναι του όντος. (Τα ταξίδια μου)

Σ’ αυτόν τον ακούραστο θεατή μου χρωστάω ό,τι είμαι και δεν είμαι. Το ότι είμαι. Δεν έχει κανένα συναίσθημα για μένα κι αυτό είναι το πιο σπουδαίο γιατί είναι αλήθεια. Γιατί εγώ δεν θέλω να μ’ αγαπούν δεν θέλω να με τιμάν. Θέλω να με λυπούνται με μιαν αναίσθητη. Παγωμένη λύπη που ισοδυναμεί με γνώση. Είναι δίκαιη γνώση.

[…]να λυπάσαι τους φόβους σου. Ποτέ μην τους ξεσκεπάσεις λυπήσου τους αγάπη μου. Άκουέ τους πώς κλαιν όλη την νύχτα κι ολόκληρο το όνειρο τραντάζεται από το κλάμα τους. (Ο εχθρός του ποιητή) https://www.fractalart.gr/

ΒΙΒΛΙΑ 

Ο Εχθρός του Ποιητή


Αποσπάσματα 

«Από καιρό, από χρόνια πολλά ακολουθεί τον ποιητή ένας μυστηριώδης πρίγκιπας του πολέμου.
Κανένας δεν γνωρίζει ποιος είναι. Τη γενιά του το όνομά του το σκοπό του. Είναι πάντα μονάχος με σιωπή και σαν από ένα καθήκον ακολουθεί τον ποιητή. Στο τέλος τον υποτάσσει. Την ανύπαρκτη σχέση του μ’ αυτόν τώρα την κάνει σχέση. Αλλά μια σχέση τρομερή άδικη. Ανεξήγητη ως το τέλος. Με μιαν ανεξιχνίαστη κακία βασανίζει ταπεινώνει αναίτια τον ποιητή του βγάζει τα μάτια. Τον κλείνει στην φυλακή κι ο ποιητής πεθαίνει όμως αυτό δεν έχει σημασία.
Γιατί εχθρός του ποιητή δεν μπορεί να είναι ο θάνατος.
Ο ποιητής δεν φοβάται το θάνατο το λέει. Ο θάνατος είναι φυσικός η ποίηση είναι υπερφυσική. Ποιος μπορεί να είναι αυτός ο άγνωστος εχθρός του ποιητή. Ο προαιώνιος κακούργος των ποιητών.
Τότε άκουσα τον οιωνό με το κλειστό το στόμα. Μοίρα του ποιητή είναι η τιμωρία. Χωρίς κανένα έλεος χωρίς αιτία χωρίς να υπάρχει έγκλημα. Ο βασιλιάς είναι ένα άγνωστο αδυσώπητο πλάσμα κακό. Έχει αποστολή κι υπόσταση να ταπεινώνει να τρομάζει. Να βασανίσει ν’ αφανίσει τον ποιητή.
Γιατί ο ποιητής έχει πάντα έναν εχθρό.
Η ποίησή του κι η ζωή του η ίδια κρέμονται από την αναμέτρησή του μ’ αυτόν.
Ποίημα είναι ό,τι δια της βίας σώζεται από τον πόλεμο του ποιητή μ’ αυτόν τον πανίσχυρο φυσικό εχθρό. Έτσι ζει πάντα ο ποιητής. Απειλημένος καταπατημένος δικασμένος. Μέσα στο σκοτάδι γιατί άγρια τον τύφλωσαν. Με θανάσιμη αγωνία με μεγάλες κινήσεις στον αέρα. Φυλάγεται αλλά έρχεται πάντα η ώρα που θα τρομάξει και θα νικηθεί.
Τον ήξερα από πάντα αυτόν το πρώτο νόμο της ποίησης…

Ότι η ποίηση είναι το μοναδικό πράγμα στον κόσμο που έχει αιτία και γι’ αυτό αφανίζεται ρημαγμένη από κάτι που δεν έχει αιτία. Τέτοιο είναι πάντα το τέλος των ποιητών να καταστρέφονται χωρίς αιτία.»
Γιώργος Χειμωνάς«Ο Εχθρός του Ποιητή»


Η Κυβέλη ψιθυρίζει σφυρίζοντας αλλά εγώ έψαξα και μελέτησα. Βρήκα την άλλη σημασία της λέξης Diougan. Δεν θα πει Προφητεία θα πει Διπλός Λόγος. Βρήκα τον δεύτερο τον άλλο λόγο της μπαλλάντας κι αυτός είναι το νόημά της. Το νόημά της ξαφνικά πύκνωσε και σκοτείνιασε. Ήρθε και στάθηκε πάνω από την σχέση του Ποιητή με τον Εχθρό. Πουθενά δεν υπάρχει χριστιανός και καμμιά εισβολή. Καμμιά σύγκρουση χριστιανών και βαρβάρων δεν υπάρχει. Η μπαλλάντα αυτή πρωτακούστηκε πολύ πριν τον Χριστό. Από καιρό από χρόνια πολλά ακολουθεί τον ποιητή ένας μυστηριώδης πρίγκηπας του πολέμου. Κανένας δεν γνωρίζει ποιος είναι. Την γενιά του το όνομά του τον σκοπό του. Είναι πάντα μονάχος με σιωπή και σαν από ένα καθήκον ακολουθεί τον Γκουένκ Χλάν. Στο τέλος τον υποτάσσει. Την ανύπαρκτη σχέση του μ’ αυτόν τώρα την κάνει σχέση. Αλλά μια σχέση τρομερή άδικη. Ανεξήγητη ως το τέλος. Με μιαν ανεξιχνίαστη κακία βασανίζει ταπεινώνει αναίτια τον ποιητή του βγάζει τα μάτια. Τον κλείνει στην φυλακή κι ο ποιητής πεθαίνει όμως αυτό δεν έχει σημασία. Γιατί εχθρός του ποιητή δεν μπορεί να είναι ο θάνατος. Ο ποιητής δεν φοβάται τον θάνατο το λέει. Ο θάνατος είναι φυσικός η ποίηση υπερφυσική. Ποιος μπορεί να είναι τι είναι αυτός ο άγνωστος εχθρός του ποιητή. Ο προαιώνιος κακούργος των ποιητών. Τότε άκουσα τον οιωνό με το κλειστό το στόμα. Μοίρα του ποιητή είναι η τιμωρία. Χωρίς κανένα έλεος χωρίς αιτία χωρίς να υπάρχει έγκλημα. Ο χριστιανός είναι ένα άγνωστο αδυσώπητο πλάσμα κακό. Έχει αποστολή κι υπόσταση να ταπεινώσει να τρομάξει. Να βασανίσει ν’ αφανίσει τον ποιητή. Γιατί ο ποιητής έχει πάντα έναν εχθρό. Η ποίησή του κι η ζωή του η ίδια κρέμονται από την αναμέτρησή του μ’ αυτόν. Ποίημα είναι ό,τι δια της βίας σώζεται από τον πόλεμο του ποιητή μ’ αυτόν τον πανίσχυρο φυσικό του εχθρό. Έτσι ζει πάντα ο ποιητής. Απειλημένος καταπατημένος δικασμένος. Μέσα στο σκοτάδι γιατί άγρια τον τυφλώσαν. Με θανάσιμη αγωνία με μεγάλες κινήσεις στον αέρα. Φυλάγεται αλλά έρχεται πάντα η ώρα που θα τρομάξει και θα νικηθεί. Αυτό είναι το νόημα της μπαλλάντας του Γκουένκ Χλαν λέει η Κυβέλη και χαμηλώνει περισσότερο την φωνή της κι αυτός είναι. Τον ήξερα από πάντα αυτόν τον πρώτο νόμο της ποίησης κι εγώ ξέρω το νόημα της αναίτιας τιμωρίας της. Ότι η ποίηση είναι το μοναδικό πράγμα στον κόσμο που έχει αιτία και γι’ αυτό αφανίζεται ρημαγμένη από κάτι που δεν έχει αιτία. Τέτοιο είναι πάντα το τέλος των ποιητών να καταστρέφονται χωρίς αιτία. Η κραυγή του πεθαμένου ποιητή Χτύπα! Χτύπα! που αντηχεί σ’ ολόκληρο το ποίημα δίνει το μέτρο του αναίτιου όχι της εκδίκησης.
Από το βιβλίο «Ο εχθρός του ποιητή», Κέδρος 2008


Αγάπη σαν ακολασία




Γιατί η ζωή είναι οι άλλοι και ζωή
είναι όταν οι άλλοι σ’ ακουμπάν
κι όταν γυρνούν προς εσένα
και τα σώματα των ανθρώπων.

Είναι βαρύς ο ίσκιος όταν πας να γράψεις κείμενο για ένα βιβλίο που περιλαμβάνει αποσπάσματα από όλα τα πεζογραφικά έργα του Γιώργου Χειμωνά. Πόσο μάλλον όταν επιχειρείς την επιμέλεια αυτού του βιβλίου, όταν είσαι αυτός που διαλέγει τα κείμενα, γράφει την εισαγωγή, στήνει την έκδοση. Ζηλεύω και δεν ζηλεύω τον ποιητή Αργύρη Παλούκα που βρέθηκε σε αυτή την αξιοζήλευτη θέση για να μπορέσει να συνθέσει το Αγάπη σαν ακολασία. Μια συλλογή αποσπασμάτων, κειμένων με κοινό άξονα την αγάπη, χαρακτηριστικών του γραψίματος του Χειμωνά και όλης της φιλοσοφίας του. Μα για στάσου, χαρακτηριστικό είναι έτσι κι αλλιώς το γράψιμό του, δεν τον μπερδεύεις με άλλον, δεν μπορεί άλλος να γράψει έτσι όπως έγραψε αυτός. 

Γράφει ποιήματα για μια Κω έρημη. Τέρατα αδειάζαν την θάλασσα της Κω. Ζωγραφίζει γυναίκες στενόμακρες χωρίς μύτη μάτια στόμα άδεια πρόσωπα κι ακράτητα. Φίλε μου-τελειωμένα πράγματα κάτι μαθαίνω-παρασκηνιακά εντελώς:- μπορεί στην Κω. Η Ιουλία πέθανε εικοσιέξη χρονών. Η Ιουλία ονειρεύτηκε πως όλοι οι άνθρωποι αγαπιώνται μεταξύ τους όλοι μιά αγάπη σαν ακολασία

Αυτό το απόσπασμα από την Εκδρομή ήταν η αφορμή για τον τίτλο της συλλογής. Αλλά η αγάπη, ως έννοια, κάπως διαφορετική από όσο την έχουμε συνηθίσει, διαπερνά όλο το έργο του. Η ακραία ανάγκη του για αποδοχή και ταυτόχρονα απομόνωση, δίνει στην αγάπη μια άλλη διάσταση, πιο απτή, πιο σωματική, μερικές φορές έντονα διεστραμμένη. Οι ήρωες του Χειμωνά αγαπούν όπως ζουν· φυσικά παρά φύση. 

Η γλώσσα του είναι μια συμπυκνωμένη άξεστη έκρηξη. Αντίστοιχή της δεν μπορείς παρά να βρεις στην ποίηση. Αλλά όπως μαθαίνουμε από την εκτενή και ιδιαίτερα προσεγμένη εισαγωγή του Αργύρη Παλούκα, ο Χειμωνάς δεν έγραψε ποίηση ποτέ. Αν, βέβαια, προσπαθήσεις να διαβάσεις όλη την πεζογραφία του μαζί, θα νιώσεις να τυλίγεται στον λαιμό σου μια θηλιά και να μην σε αφήνει. Όπως ακριβώς η ποίηση.Το βασικό του θέμα: αυτός ο κόσμος που εξαγγέλεται διαφορετικός, που οδηγεί στη ρήξη, στην αλλαγή, στην απομόνωση κι έπειτα ξανά στην συντέλεση της δημιουργίας ενός νέου κόσμου, είναι τόσο εκρηκτικό που δεν μπορείς να το αγνοήσεις. 

Εδώ ήταν πριν μια γυναίκα έκλαιγε τον παρακαλούσε να κρατηθεί να μην πεθάνει μέχρι αύριο κι επίσης ένας άντρας. Αλλά ο άντρας φώναζε με θυμό και δεν παρακαλούσε αλλά τον διέταζε να κρατηθεί και να μην πεθάνει ως αύριο. Εδώ ακριβώς πριν λίγο δυό λύπες. Οι δύο λύπες φτεροκοπούσαν η μια να παρακαλά η άλλη να βρίζει τις είδα από μακρυά. Σφαγμένες έκλαιγαν δάγκαναν κι ήρθα. Θα σταθώ εδώ. Εδώ έχει προστασία γιατί ακόμα τις αισθάνομαι κι ας φύγαν. Τις λύπες εκείνες σας λέω που μ’ ακουμπαν και τις μυρίζω στον αέρα γιατί η λύπη είναι η χαρακτηριστική.

Ο Χειμωνάς υπήρξε για τα Ελληνικά γράμματα ένας πύραυλος διαφυγής. Δεν τον ακολούθησε κανείς γιατί δεν μπορούσε. Αλλά από την άλλη και μόνον η ιδέα της ύπαρξής του, η αίσθηση πως τα γραπτά του είναι εκεί, είναι εντελώς επαναστατική. Και συλλογές σαν τη Ακολασία, ύμνοι στο έργο του, συντελούν στο να τον θυμηθούμε, να τον ξαναμάθουμε, να τον αναζητήσουμε. Από ακραία αγάπη ξεκίνησε ο Αργύρης Παλούκας αυτή την ανθολόγηση. Λέει σε συνεντεύξεις πως του έρχονταν δάκρυα στα μάτια από τη συγκίνηση. Διαβάζοντας την Ακολασία ήρθαν σχεδόν και στα δικά μου. Ή ίσως να έφταιξε κι αυτός ο κόκκινος βέβηλος κήρυκας στο εξώφυλλο.

Κατερίνα Μαλακατέ

"Αγάπη σαν ακολασία", Γιώργος Χειμωνάς, επιλογή αποσπασμάτων-εισαγωγή Αργύρης Παλούκας, εκδ. Κριτική, σελ. 125, 2016


Γιώργος Χειμωνάς: «Για τον Γιώργο Ιωάννου»

Δεν έχω σκοπό να αποτιμήσω το έργο του, απεχθάνομαι τις κηδείες και τα μνημόσυνα. Τι αντιπροσωπεύει ο Ιωάννου για την ελληνική λογοτεχνία, από πολύν καιρό ήδη το γνωρίζουμε – εμείς, οι σύγχρονοί του, ίσως περισσότερο από τις επερχόμενες γενιές. Θέλω απλώς να πω την συντριβή μου, όταν μπήκα στην εντατική και τον είδα. Την λύπη μου, που αυτό το σώμα του, το φορτωμένο από αναρίθμητες βαθειές αισθήσεις, πλούσιο από απερίγραπτες μνήμες, το σώμα του –που ξεκίνησε από τον μακρινό, χαμένο Πόντο, πλασμένο με τις μυθικές συγκινήσεις των εξαίσιων ελληνικών σωμάτων, χαρακωμένο από τα πάθη, τα υπέροχα αλλά και τα αποτρόπαια, μιας υπεροπτικής, σπουδαίας αρσενικής φυλής– αυτό το σώμα να είναι ανοιγμένο, παραβιασμένο, οι χοντροί σωλήνες της αναπνοής και της καρδιάς να το διαπερνούν, να το σκυλεύουν –(πώς αυτό το σώμα τώρα μονάχο ταξιδεύει στην Θεσσαλονίκη, πώς αυτό το σώμα –που πάντα τρόμαζε με τις αρρώστιες και τον θάνατο– τώρα κηδεύεται, τώρα το αφήνουν όλοι μονάχο μες στην γη και φεύγουν, έμεινε εκεί, ανέγγιχτο πια για όλον τον καιρό, μονάχο)– έκλεισα τα μισόκλειστα μάτια του και τα ξανάνοιξα απότομα – οι κόρες δεν μίκρυναν, το φως δεν ίσχυε πια γι’ αυτόν. Αλλά δεν ήταν τόσο το αντανακλαστικό της κόρης που εκείνη την στιγμή γύρευα σαν κάποια ιατρική ελπίδα· ήταν περισσότερο για να αφήσω επάνω στα βλέφαρά του την προστατευτική, θρησκευτική, την απαρηγόρητη αφή μου. // Από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «Ποιον φοβάται η Βιρτζίνια Γουλφ;», εκδ. Καστανιώτη, 1995. (Πρώτη δημοσίευση του κειμένου: «Δεκαπενθήμερος Πολίτης», τ. 34, 22.2.85.)










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου