«Σ’ αγαπώ γιατί είσ’ ωραία, σ’ αγαπώ γιατί είσ’ εσύ. Κι αγαπώ κι όλον τον κόσμο, γιατί ζεις κι εσύ μαζί…». Να λοιπόν από μια παραδοσιακή καντάδα, ένα απτό παράδειγμα του πώς η ομορφιά εμπνέει όχι μόνο έρωτα, αλλά και ενσυναίσθηση, κοινωνικότητα, σεβασμό και ικανότητα συνύπαρξης ακόμη και με τους πλέον άσχετους ανθρώπους. Η λύση στο μείζον πρόβλημα της εποχής μας, αλλά και κάθε εποχής, η αντιμετώπιση της κοινωνικής αδικίας, η απάντηση στον εγωισμό, η κατάσβεση των πολεμικών εστιών, η εξισορρόπηση κάθε ακρότητας είναι η Ομορφιά! Ναι, Φιοντόρ, η Ομορφιά θα σώσει τελικά τον κόσμο. Ποιος το λέει αυτό; Μα, η Ποίηση!!!
Η Ποίηση γεννήθηκε πριν από τον Πεζό Λόγο. Ο Άνθρωπος πρώτα τραγούδησε δηλαδή κι έπειτα μίλησε. Νανούρισε το νεογέννητο παιδί του, έστρωσε με ρυθμό τον μόχθο της χειρωνακτικής του εργασίας, κορόιδεψε με στιχάκια πειραχτικά τον φίλο και τον γείτονα, μέθυσε και συνταίριαξε με ρίμες τον έρωτα ή τον καημό του, φλέρταρε ποιητικά τα μάτια που τον καίγανε, αποχαιρέτησε με στίχους λυγμικούς τον ξενιτεμένο και με σπαρακτικούς τον νεκρό. Κι όλα αυτά, από τη στιγμή που τα πέρασε από τον κεραμικό τροχό της Ποίησης, τα ομόρφυνε και γι’ αυτό και τα αγάπησε. Έκανε, όπως λέμε, τον πόνο του τραγούδι και έτσι τον έκανε αθάνατο, υποφερτό, καμιά φορά και παράσημο στο στήθος του. Τον έκανε Ομορφιά…
Και τι είναι η Ομορφιά; Καλοτυχίζοντας τον εαυτό μου που ο παππούς Σωκράτης δεν είναι εδώ γύρω – που τις γλεντούσε κάτι τέτοιες ερωτήσεις! - θα τολμήσω να πω ότι είναι η αληθινή Ουσία των Πραγμάτων. Ο καλλιτέχνης και ο επιστήμονας κάθε εποχής θα δει και θα παραδεχτεί τη θεϊκή υπόσταση της Ομορφιάς στο κάθε τι. Στο φάσμα των χρωμάτων, στα fractal των λουλουδιών και των χιονονιφάδων, στην αρχιτεκτονική ισορροπία των όγκων, στη μαθηματική ακρίβεια των διαγαλαξιακών αποστάσεων. Αλλά και στις συχνότητες των απέραντων ήχων, στη σοφία των μικροκοινωνιών των εντόμων, στον πλοηγό που κρύβουν στο κεφάλι τους τα αποδημητικά πουλιά, στις συνάψεις των κυττάρων, στη δημιουργία της Ζωής. Η Ομορφιά υπάρχει, φίλοι μου και δεν μπορεί κανείς να υποστηρίξει το αντίθετο. Το θέμα είναι να μπορείς να τη διακρίνεις…
Ο Άνθρωπος δυστυχώς κοιτάζει, αλλά δε βλέπει. Ακούει, αλλά δεν αφουγκράζεται. Μιλάει, αλλά δεν εισακούεται. Αγγίζει, αλλά δεν επικοινωνεί. Νιώθει, αλλά δεν αντιλαμβάνεται. Δεσμώτης του Σπηλαίου, παραδέχεται τη σκιά για πράγμα χειροπιαστό και σπαταλά τη ζωή του στο εφήμερο. Κάποιοι μονάχα, λίγοι, ελάχιστοι, βγαίνουν έρποντας απ’ τη σπηλιά. Κι αντικρύζουν τον Ήλιο. Και βλέπουν παραπέρα. Και επιστρέφουν στους φτωχούς δεσμώτες αδερφούς τους, να τους συντρέξουν, να τους πουν, να τους δείξουν την Αλήθεια, δηλαδή την Ομορφιά. Κι επειδή οι μεγάλες Αλήθειες λέγονται μόνο με Παραβολές, εκείνοι οι λίγοι, οι ελάχιστοι, καταφεύγουν στην Ποίηση…
Καθόλου τυχαία η λέξη. Ποίηση, που θα πει η κατ’ εξοχήν Δημιουργία. Υφάντρα των λέξεων, θησαυροφύλακας των μυστικών του Λόγου η Ποίηση, θα πάρει το συνώνυμο και το αντίθετο, τη μεταφορά και την κυριολεξία, την υπερβολή και την ειρωνεία, την περιγραφή και την αφήγηση, την προσωποποίηση και την παρομοίωση και στο εργαστήρι της πια, σαν αλχημιστής, θα βαλθεί να νικήσει το εφήμερο, να καθαρίσει την όραση, να οξύνει την ακοή, να σμιλέψει την αφή, να λειάνει κάθε αίσθηση και ικανότητα, προκειμένου να μπει μέσα μας το θαύμα, μια και δεν αρκεί να είμαστε εμείς μέσα σ΄αυτό…
Δύσκολος ο δρόμος της. Δύσκολος και χωρίς συμπαραστάτες. Κι εμείς ακόμη, που την καταλαβαίνουμε, θα έρθει η ώρα που θα πούμε ότι δε χρειάζεται. Ότι οι στιγμές είναι κρίσιμες, οι προκλήσεις απαιτητικές, οι προτεραιότητες συγκεκριμένες. Και ότι πρέπει να είμαστε ρεαλιστές. Ότι η Ποίηση είναι πολυτέλεια. Κι από δίπλα μας έρχονται κι οι Άλλοι. Όσοι τη φοβούνται. Εκείνοι που ψυχανεμίζονται τη δύναμή της. Και δρουν αναλόγως. Αφού, είναι χρόνια τώρα γνωστό πως «είθισται να δολοφονούν τους ποιητάς». Ειδικά αυτούς…
Επικίνδυνη λοιπόν η Ποίηση. Γιατί δείχνει την Αλήθεια. Δεν σκύβει δουλικά το κεφάλι στον ισχυρό. Δεν καταδέχεται τον κόλακα. Αποδιώχνει τον υποκριτή. Ελέγχει τον συμφεροντολόγο. Και με το ανάερο, το αιθέριο χέρι της υψωμένο, τραβά την κουρτίνα της Σκιάς και αφήνει την Ομορφιά να μπει στη σπηλιά μας. Να δούμε κι εμείς, κατά πώς λέει ο Λαός, «Θεού πρόσωπο».
Και, ναι, το ξέρουμε όλοι. Κουτοί δεν είμαστε, ούτε αφελείς. Οι ισχυροί φοβούνται τους ποιητές, γιατί ετούτοι οι ανένταχτοι, παράξενοι, μυστήριοι άνθρωποι βρίσκουν τρόπο να διώχνουν τον φόβο. Με την Ομορφιά, που «έξω βάλλει τον φόβον». Με το γέλιο της Κωμωδίας, που θα κλόνιζε τη μεσαιωνική ιεραρχία, αν πιστέψουμε τον Ουμπέρτο Έκο. Με τη μυστική παπαρούνα του Μυριβήλη, που είχε το θράσος να πάει να φυτρώσει μέσα στους σάπιους γαιόσακους των χαρακωμάτων. Με τα αστραφτερά δόντια του ψόφιου σκύλου, που ο Χριστός ξεχωρίζει σαν σημάδι εξαίσιο μέσα στη βρωμιά και την αποσύνθεση, στο «Άγραφον» του Σικελιανού. Και καμιά φορά, με τον μικρό μαθητή Νίκο Καζαντζάκη, να τολμά μαζί με όλους τους Ποιητές του κόσμου να λέει το αξεπέραστο: «Σώπα, δάσκαλε! Σώπα, ν’ ακούσουμε το πουλί!».
Οι τρίλιες αυτού του πουλιού ας αντηχήσουν στο κεφάλι μας, φίλοι μου. Ειρηνικό εμβατήριο των στρατευμένων στο πλευρό της Δασκάλας της Ομορφιάς. Και με ακονισμένες τις λέξεις, ετοιμοπόλεμα τα σχήματα λόγου, ξεκάθαρες τις εικόνες και λαμπικαρισμένα τα συναισθήματα, ας το αφήσουμε να αντηχήσει, να πολλαπλασιαστεί στο Κοίλον του Θεάτρου της ψυχής μας. Η Παράσταση άρχισε καιρό τώρα. Και θα συνεχιστεί, με ή και χωρίς εμάς!
Σοφία Κατάρα
Το κείμενο αυτό εκφωνήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου του 2020 στη «Βίλλα Στέλλα», κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου με θέμα «Η ΠΟΙΗΣΗ ΣΗΜΕΡΑ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου