στο πέλαγος της ερημιάς και απεραντοσύνης,
ανατριχίλα στην ψυχή σου φέρνει το σκοτάδι,
ζητάς τα έργα της ντροπής, του λιμανιού να πλύνεις.
Τον ήχο της ανάσας σου, κοιτάζεις για να κρύψεις,
κι η ομορφιά του φεγγαριού ακόμα σε πειράζει,
τα χέρια σου που μόλυνες, στο πόρτο, θες να νίψεις,
για να σου φύγει ο καημός, σου φύγει το μαράζι.
Ο νους σου πάλι αμαρτωλά, γυρίζει στη Μανίλα,
κι εκεί σε μέρη ξωτικά τον στέλνεις να πλανιέται,
η σιωπασιά της γέφυρας σου φέρνει ανατριχίλα,
και μοναχά το τρίξιμο του τιμονιού γροικιέται,
σαν φέρνει ο ναύτης τη στροφή το πλοίο να γυρίσει,
-και η σιωπή πιό βαρετή κι απ’ τον βαρύ κυκλώνα,-
στη ρότα την κανονική κι εκεί να σταματήσει,
πιστός εις το καθήκον του και στον σκληρό αγώνα.
Εις τις βαρδιόλες σκεφτικός ζερβόδεξια πηγαίνεις,
με το τσιμπούκι σταθερά, στα δόντια μαγκωμένο,
μα φτύνεις και τη θάλασσα κι από ψηλά της κραίνεις,
-λύτρωσε σε παρακαλώ κι εμέ τον σκλαβωμένο-.
Και προσπαθείς με τον καπνό, σαν μήνυμα με πίστη,
να στείλεις μεσοπέλαγα, στης γης την άλλη άκρη,
πως ήτανε περαστικό, εχάθηκε κι εσβήστη,
το πήρε η θάλασσα μακριά, το ξέπλυνε το δάκρυ.
Μα ο καπνός διαλύεται, ευθύς σαν ξεμπουκάρει,
απ’ τα ρουθούνια τα φαρδιά, αφηνιασμένο άτι,
και την καρδιά σου προσπαθείς, με κόπο ν’ αγαντάρει,
μα δυστυχώς δεν άντεξες, σου δάκρυσε το μάτι.
Οι Ερινύες συνεχώς παντού σε κυνηγούνε,
και τύψεις σε ακολουθούν σ’ όλα τα βήματά σου,
και να τις πνίξεις προσπαθείς και θέλεις για να βγούνε,
για να γλυκάνεις την καρδιά από τα κρίματά σου.
Μυστήρια που ’σαι βρε ζωή, για πάντα θα το λέω,
και ό,τι κάνω να ξεχνώ, βαράτε με κι ας κλαίω.
Το ποίημα και το σκίτσο είναι από την ποιητική Συλλογή «ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΕΝΑ ΦΙΝΙΣΤΡΙΝΙ» 1987.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου