i.ΕΚΡΗΞΗ ΚΑΡΔΙΑΣ
Σου χάρισα την καρδιά μου
ανθισμένο τριαντάφυλλο
κι εσύ τη φόρτωσες αγκάθια
σου πρόσφερα το σώμα μου
να σεργιανίσεις τους πόθους σου
στην ανθισμένη ακτή του
να βγεις απ’ την αχανή έρημό σου
που έκλεβε τα χαμογέλα των ονείρων
και εσύ το πότισες το δηλητήριο της φθοράς
τα λευκά κρίνα της νιότης
που φύτρωναν στις θηλές του γυμνού ορίζοντα
στο ρόδισμα της ανατολής
άφηναν το αποτύπωμά τους
σε μια ηλιαχτίδα που κυλούσε
στο στραγγισμένο ποτάμι του έρωτα
σαν αποδημητικά πουλιά
άνοιξαν τις φτερούγες στο ματωμένο ουρανό
και χάθηκαν πίσω απ’ το απαίσιο γέλιο της προδοσίας
που στράγγιξε το αίμα απ’ τα χείλη της ζωής.
ii.ΜΕΛΩΔΙΑ ΟΝΕΙΡΩΝ Αν ο Αίολος δαμάσει τα πνεύματα των ανέμων και τα σύννεφα που σκεπάζουν τον ουρανό των ονείρων φορέσουν το μανδύα της υποταγής το φεγγάρι θα βάλει την ασημένια φορεσιά του θα κρεμάσει στο λαιμό του τη λύρα και γλιστρώντας στο μπαλκόνι σου θα ξεκλειδώσει τις ψυχές των ονείρων ανάβοντας τον πυρσό του έρωτα σε μελωδίες που θα φτάνουν ως την ψυχή κι η σκοτεινή πλευρά της θα πλημμυρίζει φωτισμένα χαμογέλα οι αραχνιασμένοι τοίχοι θα πάρουν χρώμα απ’ το βελούδο των άστρων που θα ξυπνήσουν απ’ τη χειμερία νάρκη και θα βγουν ξανά στον ουρανό της γι’ αυτό σήκωσε το κεφάλι και κάνε μια ευχή στο πρώτο αστέρι που θα καρφώσει το χαμόγελο του στο ανεξερεύνητο βλέμμα σου.
iii.ΥΠΟΤΑΓΗ
Να τον ήλιο
στο πρόσωπο τ' ουρανού
γλυκοτραγουδά
κι η πεταλούδα
φτερουγίζει χαρούμενη
στ' ανθισμένο γιασεμί
ένα σύννεφο
που έκλεβε τη χαρά τους
μαζεύει τα κομμάτια του
σπίθες φόβου
πετάγονται απ’ τα μάτια του
καθώς γλιστράει
στο υπόγειο του καταφύγιο
υποταγμένο στη γροθιά του ανέμου
που δεν άντεξε
την ψυχοφθόρα παρουσία του
πίσω του κυλάει σαν ποτάμι
το απέραντο γαλάζιο
σα φωτοστέφανο οι χρυσές ηλιαχτίδες
ντύνουν τη θλίψη τ’ ουρανού
στο αιώνιο φως.
iv.ΑΣΠΡΟΜΑΥΡΗ ΠΟΛΗ
Η πόλη φόρεσε το μαύρο παλτό της
στους ερήμους δρόμους σεργιανίζουν μονάχα φαντάσματα
στους αραχνιασμένους τοίχους
ξεθωριασμένα συνθήματα
παίρνουν στο κατόπι το χρόνο
αναζητώντας μέσα στις στάχτες της ερήμωσης
μια πινελιά απ’ το πράσινο
που αφάνισε του Ιούδα το ματωμένο φιλί
Το χθες θυμίζουν μόνο οι κραυγές στους τοίχους
που ορθώνουν το μπόι μπροστά στις πληγές
που ξυπόλητες ανιχνεύουν στη σκορπισμένη τέφρα
το χαμένο ήλιο που φυλάκισαν τα αιωνία νέφη
σε μια ασπρόμαυρη πόλη
μπερδεύονται οι σκέψεις των ανθρώπων
καθηλωμένες σε αναπηρικό καρότσι
με θέα μια αδιάκοπη έρημο
αλέθουν στις μυλόπετρες της απόγνωσης
κάθε αισιόδοξη αναλαμπή
κτίζοντας πεισματικά λαβύρινθους
και εγκλωβίζονται εκούσια
στους σκοτεινούς τους διαδρόμους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου