Best Friends by Julia Swartz
Μην περπατάς μπροστά μου
μπορεί να μην ακολουθήσω,
μην περπατάς πίσω μου
μπορεί να μην σε οδηγήσω,
απλά περπάτα δίπλα μου και γίνε φίλος μου.
Αλμπέρ Καμύ
Μην περπατάς μπροστά μου
μπορεί να μην ακολουθήσω,
μην περπατάς πίσω μου
μπορεί να μην σε οδηγήσω,
απλά περπάτα δίπλα μου και γίνε φίλος μου.
Αλμπέρ Καμύ
Best Friends by Debra Bannister
Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ, Οι πέτρες φιλενάδεςΝα ‘ταν να γίνουν οι πέτρες φιλενάδες
η Αννούλα, η Μαρία, η Χριστίνα
εκεί στην πλαγιά, να μοιάζουν τα λιθάρια
με τα κεφάλια μας
σαν σκύβαμε πάνω στα βιβλία, στο σίδερο
τα φουστάνια να σιδερώσουμε για το χορό
να καίμε ολόκληρες σαν τα βότσαλα
όπως όταν μαυρίζαμε στην άμμο,
κυλάγαμε, γελάγαμε με γέλια πνιχτά
γιατί νιώθαμε νύχια αντρικά αρπαχτικά
να γαντζώνονται πάνω μας
για να ισορροπήσουν τα φανταστικά φτερά τους.
Και για τον έρωτα θα μιλάμε
οι πέτρες φιλενάδες
και θα ζηλεύει η μια την άλλη
για την αγάπη του ήλιου
που πάνω μας τρέχει
γλιστράει και φεύγει
χωρίς ποτέ να σταθεί
χωρίς ποτέ σε καμιάς
τη λίθινη αμασχάλη να κουρνιάσει.
«Να, οι καινούργιες φιλενάδες μου
οι εξομολογήτρες πέτρες»
θα πω στον ουρανό
σαν έρθει η στιγμή να τις συστήσω.
Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ, Μεταφράζοντας σε έρωτα της ζωής το τέλος, 2003
BEST FRIENDS UNDER THE RAIN by Leonid Afremov
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ , Οι φίλοι μας τα φίδιαΊσως τα φίδια που μας ζώνουν
να ‘ναι πλάσματα καλά
χρήσιμα
αφού ελευθερώνουν τις υποψίες μας
γύρω από τις ψεύτικες υποσχέσεις.
Και όπως ελίσσονται
μας διδάσκουν ότι καμιά πραγματικότητα
δεν είναι πιο πολύτιμη, πιο αληθινή
απ’ την ανάσα της στιγμής.
Τι σου υποσχέθηκαν οι άνθρωποι;
Γλυκιά ζωή;
Μα θέλει μεγάλη φαντασία.
Τι σου υποσχέθηκαν οι άγιοι;
Αιώνια ζωή;
Μα θέλει μεγάλη αντοχή.
«Η ανορεξία της ύπαρξης», Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, εκδόσεις Καστανιώτη
Best Friends Forever by Rosie Sherman
Μανόλης Αναγνωστάκης - Στον Νίκο Ε… 1949
Που φεύγουν
Που χάνονται μια μέρα
Φωνές
Τη νύχτα
Μακρινές φωνές
Μάνας τρελής στους έρημους δρόμους
Κλάμα παιδιού χωρίς απάντηση
Ερείπια
Σαν τρυπημένες σάπιες σημαίες
Εφιάλτες,
Στα σιδερένια κρεβάτια
Όταν το φως λιγοστεύει
Τα ξημερώματα.
(Μα ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα
αυτά;).
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ - ΩΔΗ ΣΤΗ ΧΑΡΑ
«Y a d’ la joie»
Charles Trénet
Τους φίλους σας να σκέφτεστε
χωρίς αιτία και μνήμη, έτσι
ααμίλητους σκυφτούς να περπατούν
έντονα να τους σκέφτεστε να κλαίτε
μόνο και μόνο γιατί υπάρχουν και δεν ξέρετε
πώς τον κοιτούν τον κόσμο αυτή την ώρα.
Αυτή την ώρα που δεν κάνετε άλλο
παρά μονάχα σκέφτεστε τους φίλους
είναι όπως όταν απερίσπαστοι
ακούτε μουσική:
αλλά όταν σκέφτεστε τους φίλους απερίσπαστοι
χωρίς να κάνετε άλλο
ακούγεται σιγά
μουσική.
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ, Οργή λαού
Τρεις φίλοι
Μισίρι, Μαυροθάλασσα, Μοριάς,
ανταμώσαμε τρεις, χαρά και νιάτα,
στ’ αθάνατα Παρίσια, νικητάδες,
ζωντανοί σε μιλιούνια σκοτωμένους.
Χεροπιασμένοι πήραμε τη στράτα
της Λευτεριάς, της Ομορφιάς κι Αλήθειας.
Το ξέραμε, δε βγαίνει. Ήταν γεμάτα
θανάτους πλερωμένους τα περάσματα.
Μια φάρα, σ’ όποια θάλασσα, όποια χώρα,
οι Αφέντες, νικητάδες, νικημένοι.
Κι ωστόσο προχωρούσαμε αεράτοι
βιαστικά να προφτάσουμε το Μέλλον…
Άξαφνα νιώθω μοναξιά και κρύο.
Κοιτάω, πισωδρομούσατε ξανά
στη ζεστασιά της σάπιας πολιτείας
όπου τρώγει ένας τον άλλονε, κι οι πράξες
αλλιώς είναι κι αλλιώς τις μολογάνε.
Γνωστέψατε νωρίς· αρχή σοφίας:
ντροπή καμιά σ’ αντρόπιαστο ντοβλέτι.
Φτύνε τα πάντα και τον εαυτό σου!
Ξεχαστήκαμε. Ο Χάρος δε μας ξέχασε,
μας πήρε τον καθένα χωριστά.
Εσάς με τάφο και σταυρό κι ονόματα,
κι αφορεσμένος κι άταφος εγώ.
Αλλ’ όντας σκούζουν, νύχτα, οι χειμωνιάτες
ανέμοι και σαρώνουν τα μουγγά
τα χώματα των τάφων και τα γράμματα,
ο λάκκος ο δικός μου θα φωνάζει:
«Την ψεύτρα ζήση αληθινά την έζησα,
μα πηδώντας τη λάσπη εσακατεύτηκα!»
Αναστάσης Βιστωνίτης - Οι φίλοι
Σταματώ.
Μες στο αργό φως τίποτα δεν κινείται
Η μέρα άσπρη και παράλυτη
Θυμάμαι τα μεθυσμένα μάτια τη νύχτα,
τη μουσική που έρχεται κομματιασμένη,
σπασμένη στο πρώτο ανέβασμα της μνήμης.
Ο οίκος του πατρός μου πνιγμένος
στην τσουκνίδα και στ’ αγριόχορτα.
Οι φίλοι φυτεμένοι σ’ άγονα χώματα
μες στον αργό τους θάνατο επιζούνε.
Άλλοτε ωραίοι, διασκελίζοντας το φως,
πρόσωπα απέναντι στον άνεμο,
μάτια που κυματίζαν, ανοιχτά πανιά,
περνούν σκυφτοί μέσα στο χρόνο.
Ο χρόνος ανεβαίνει λασπωμένος,
φορτωμένος αμαρτίες άλλων,
σκληρά πατήματα στην άσφαλτο.
– Αποφασισμένος. Η λάμψη
σκίζει τα μέτωπα, τα στενά μάτια.
Τώρα
πυροβολούν μπροστά∙
τα μάτια τους
Τρυπούν το πρόσωπό τους.
Βγαίνουν μέσα από την απόσταση
οι οπλισμένοι νεκροί, οι αφημένοι,
ένα άσχημο φως διαγράφει κινήσεις
βαθιά στο σκοτεινό μέλλον…
Οι άλλοτε ωραίοι
Εδώ. Ριγμένος. Δεν ακούγεται
ο κρότος της μέρας. Δεν τρίζουν
τα βήματα της μνήμης.
Το φως περνάει από το παράθυρο
και μου τρυπάει το δέρμα
Αναστάσης Βιστωνίτης, Από τη συλλογή Τέφρες (1980)
Ν. ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ -Τρεις φίλοι ήρθανε να με δουν
"Όλα έμοιαζαν σήμερα σάμπως να'ρθε ο Ταϋγετος.
Ενώ ήμουνα εγώ που πήγαινα πάντοτε.
Τον έβλεπα που όλο πλησίαζε, που όλο και πιο καθαρές οι πτυχές και οι κορφές του, κινούμενες μέσα στο φως, αερόπαιζαν..
Έρχονταν κι οι Τρείς τους.
Δεξιά του ο Αη -Γιώργης στο ασημένιο του άλογο,
η Παναγία στα ζερβά του,
με το ανάλλαχτο εκείνο φόρεμά της το κόκκινο,
μια τούφα χρυσό ανοιξιάτικο φώς τα μαλλιά της, κυμάτιζαν,
στο ένα χέρι της κράταγε κλωνάρι απο δρύ, μυρτόκλαδο στο άλλο της.
Έδειχνε είκοσι χρονών ο Ταϋγετος.
Η Παναγιά δεκατέσσερω.
Ο Αη-Γιώργης δεκάξι.
Τραγούδαγαν.
Τους απάντησα έξω απ' την πόλη και σε λίγο,
επειδή δε χωρούσαν να μπούν απο την πόρτα στο σπίτι μου,
Ν. ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ -Μικρό Ποίημα Της Φιλίας
Ὅταν ἤμουν μικρό παιδί, ὅπως εἶναι
τ’ ἀρνάκια πού παίζουνε
στό λειβάδι τήν ἄνοιξη,
εἶχα φίλους τίς πασχαλίτσες
εἶχα φίλους τίς λιμπελούλες
εἶχα φίλους τά λουλουδάκια.
Μετά πού μεγάλωσα, ἀγαποῦσα τό φῶς
καί κοιτοῦσα ψηλά, εἶχα φίλους τά ὄνειρα.
Τά χρόνια περνούσανε καί τώρα πού πιά
δέν εἶμαι καθώς τ’ ἀρνάκια πού παίζουνε
στό λειβάδι τήν ἄνοιξη,καί δέν κάνω ὄνειρα,
ἔχω φίλους μου τά παιδιά:
-τό Δημήτρη, τό Νικηφόρο-
ἔχω φίλους μου τά παιδιά
τά λευκά καί τά ἔγχρωμα
-τήν Πάλμο, τό, Λῆ-
ἔχω φίλους μου τά Νεγράκια
καί θυμᾶμαι τις πασχαλίτσες
και θυμᾶμαι τίς λιμπελοῦλες
καί θυμᾶμαι τά λουλουδάκια
καί θυμᾶμαι τά ὄνειρα.
Σαν τρυπημένες σάπιες σημαίες
Εφιάλτες,
Στα σιδερένια κρεβάτια
Όταν το φως λιγοστεύει
Τα ξημερώματα.
(Μα ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα
αυτά;).
Best friends by Keni Kennedy
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ - ΩΔΗ ΣΤΗ ΧΑΡΑ
«Y a d’ la joie»
Charles Trénet
Τους φίλους σας να σκέφτεστε
χωρίς αιτία και μνήμη, έτσι
ααμίλητους σκυφτούς να περπατούν
έντονα να τους σκέφτεστε να κλαίτε
μόνο και μόνο γιατί υπάρχουν και δεν ξέρετε
πώς τον κοιτούν τον κόσμο αυτή την ώρα.
Αυτή την ώρα που δεν κάνετε άλλο
παρά μονάχα σκέφτεστε τους φίλους
είναι όπως όταν απερίσπαστοι
ακούτε μουσική:
αλλά όταν σκέφτεστε τους φίλους απερίσπαστοι
χωρίς να κάνετε άλλο
ακούγεται σιγά
μουσική.
GOOD FRIENDS UNDER THE RAIN by Leonid Afremov
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ, Οργή λαού
Τρεις φίλοι
Μισίρι, Μαυροθάλασσα, Μοριάς,
ανταμώσαμε τρεις, χαρά και νιάτα,
στ’ αθάνατα Παρίσια, νικητάδες,
ζωντανοί σε μιλιούνια σκοτωμένους.
Χεροπιασμένοι πήραμε τη στράτα
της Λευτεριάς, της Ομορφιάς κι Αλήθειας.
Το ξέραμε, δε βγαίνει. Ήταν γεμάτα
θανάτους πλερωμένους τα περάσματα.
Μια φάρα, σ’ όποια θάλασσα, όποια χώρα,
οι Αφέντες, νικητάδες, νικημένοι.
Κι ωστόσο προχωρούσαμε αεράτοι
βιαστικά να προφτάσουμε το Μέλλον…
Άξαφνα νιώθω μοναξιά και κρύο.
Κοιτάω, πισωδρομούσατε ξανά
στη ζεστασιά της σάπιας πολιτείας
όπου τρώγει ένας τον άλλονε, κι οι πράξες
αλλιώς είναι κι αλλιώς τις μολογάνε.
Γνωστέψατε νωρίς· αρχή σοφίας:
ντροπή καμιά σ’ αντρόπιαστο ντοβλέτι.
Φτύνε τα πάντα και τον εαυτό σου!
Ξεχαστήκαμε. Ο Χάρος δε μας ξέχασε,
μας πήρε τον καθένα χωριστά.
Εσάς με τάφο και σταυρό κι ονόματα,
κι αφορεσμένος κι άταφος εγώ.
Αλλ’ όντας σκούζουν, νύχτα, οι χειμωνιάτες
ανέμοι και σαρώνουν τα μουγγά
τα χώματα των τάφων και τα γράμματα,
ο λάκκος ο δικός μου θα φωνάζει:
«Την ψεύτρα ζήση αληθινά την έζησα,
μα πηδώντας τη λάσπη εσακατεύτηκα!»
Friends by Varsha Kharatama
Αναστάσης Βιστωνίτης - Οι φίλοι
Σταματώ.
Μες στο αργό φως τίποτα δεν κινείται
Η μέρα άσπρη και παράλυτη
Θυμάμαι τα μεθυσμένα μάτια τη νύχτα,
τη μουσική που έρχεται κομματιασμένη,
σπασμένη στο πρώτο ανέβασμα της μνήμης.
Ο οίκος του πατρός μου πνιγμένος
στην τσουκνίδα και στ’ αγριόχορτα.
Οι φίλοι φυτεμένοι σ’ άγονα χώματα
μες στον αργό τους θάνατο επιζούνε.
Άλλοτε ωραίοι, διασκελίζοντας το φως,
πρόσωπα απέναντι στον άνεμο,
μάτια που κυματίζαν, ανοιχτά πανιά,
περνούν σκυφτοί μέσα στο χρόνο.
Ο χρόνος ανεβαίνει λασπωμένος,
φορτωμένος αμαρτίες άλλων,
σκληρά πατήματα στην άσφαλτο.
– Αποφασισμένος. Η λάμψη
σκίζει τα μέτωπα, τα στενά μάτια.
Τώρα
πυροβολούν μπροστά∙
τα μάτια τους
Τρυπούν το πρόσωπό τους.
Βγαίνουν μέσα από την απόσταση
οι οπλισμένοι νεκροί, οι αφημένοι,
ένα άσχημο φως διαγράφει κινήσεις
βαθιά στο σκοτεινό μέλλον…
Οι άλλοτε ωραίοι
Εδώ. Ριγμένος. Δεν ακούγεται
ο κρότος της μέρας. Δεν τρίζουν
τα βήματα της μνήμης.
Το φως περνάει από το παράθυρο
και μου τρυπάει το δέρμα
Αναστάσης Βιστωνίτης, Από τη συλλογή Τέφρες (1980)
TWO FRIENDS AND ROOSTER by Leonid Afremov
Ν. ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ -Τρεις φίλοι ήρθανε να με δουν
"Όλα έμοιαζαν σήμερα σάμπως να'ρθε ο Ταϋγετος.
Ενώ ήμουνα εγώ που πήγαινα πάντοτε.
Τον έβλεπα που όλο πλησίαζε, που όλο και πιο καθαρές οι πτυχές και οι κορφές του, κινούμενες μέσα στο φως, αερόπαιζαν..
Έρχονταν κι οι Τρείς τους.
Δεξιά του ο Αη -Γιώργης στο ασημένιο του άλογο,
η Παναγία στα ζερβά του,
με το ανάλλαχτο εκείνο φόρεμά της το κόκκινο,
μια τούφα χρυσό ανοιξιάτικο φώς τα μαλλιά της, κυμάτιζαν,
στο ένα χέρι της κράταγε κλωνάρι απο δρύ, μυρτόκλαδο στο άλλο της.
Έδειχνε είκοσι χρονών ο Ταϋγετος.
Η Παναγιά δεκατέσσερω.
Ο Αη-Γιώργης δεκάξι.
Τραγούδαγαν.
Τους απάντησα έξω απ' την πόλη και σε λίγο,
επειδή δε χωρούσαν να μπούν απο την πόρτα στο σπίτι μου,
τους άνοιξα ένα μεγάλο παράθυρο στη ψυχή μου
και πέταξαν μέσα τριαντάφυλλα..."
Two friends by Indrani Acharya
Ν. ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ -Μικρό Ποίημα Της Φιλίας
Ὅταν ἤμουν μικρό παιδί, ὅπως εἶναι
τ’ ἀρνάκια πού παίζουνε
στό λειβάδι τήν ἄνοιξη,
εἶχα φίλους τίς πασχαλίτσες
εἶχα φίλους τίς λιμπελούλες
εἶχα φίλους τά λουλουδάκια.
Μετά πού μεγάλωσα, ἀγαποῦσα τό φῶς
καί κοιτοῦσα ψηλά, εἶχα φίλους τά ὄνειρα.
Τά χρόνια περνούσανε καί τώρα πού πιά
δέν εἶμαι καθώς τ’ ἀρνάκια πού παίζουνε
στό λειβάδι τήν ἄνοιξη,καί δέν κάνω ὄνειρα,
ἔχω φίλους μου τά παιδιά:
-τό Δημήτρη, τό Νικηφόρο-
ἔχω φίλους μου τά παιδιά
τά λευκά καί τά ἔγχρωμα
-τήν Πάλμο, τό, Λῆ-
ἔχω φίλους μου τά Νεγράκια
καί θυμᾶμαι τις πασχαλίτσες
και θυμᾶμαι τίς λιμπελοῦλες
καί θυμᾶμαι τά λουλουδάκια
καί θυμᾶμαι τά ὄνειρα.
Two friends relaxing by Pushpendra Singh
Χαλίλ Γκιμπράν - Περί φιλίας
«..Κι ένας νέος είπε, μίλησέ μας για την φιλία..
Κι εκείνος αποκρίθηκε λέγοντας:
Ο φίλος σας είναι η εκπλήρωση των αναγκών σας. Είναι το χωράφι σας που εσείς σπέρνετε με αγάπη και θερίζετε μ’ευγνωμοσύνη.Και είναι το τραπέζι σας και το παραγώνι σας. Γιατί πηγαίνετε στο φίλο με την πείνα σας, και τον αναζητάτε για τη γαλήνη σας.
Όταν ο φίλος σας εκφράζει τις σκέψεις του, δε φοβάστε το όχι στη δική σας σκέψη, ούτε αποσιωπάτε το ναι.
Και όταν εκείνος είναι σιωπηλός, η καρδιά σας δεν παύει για να ακούσει την καρδιά του.
Γιατί στην φιλία, όλες οι σκέψεις, όλες οι επιθυμίες, όλες οι προσδοκίες γεννιούνται και μοιράζονται χωρίς λέξεις, με χαρά που είναι άφωνη.
Όταν χωρίζεσαι από το φίλο σου, δεν λυπάσαι.
Γιατί αυτό που αγαπάς πιο πολύ σ’αυτόν μπορεί να είναι πιο φανερό στην απουσία του όπως ο ορειβάτης βλέπει πιο καθαρά το βουνό από την πεδιάδα.
Και μη βάζετε κανένα σκοπό στη φιλία εκτός από το βάθαιμα του πνεύματος.
Γιατί η αγάπη που γυρεύει κάτι άλλο εκτός από την αποκάλυψη του δικού της μυστηρίου δεν είναι αγάπη παρά ένα δίχτυ που ρίχνεται στη θάλασσα και μόνο το ανώφελο θα πιάσει. Και δίνετε τον καλύτερο εαυτό σας στο φίλο σας.
Αφού θα γνωρίσει την άμπωτη του κυμάτου σας, δώστε του να γνωρίσει και την παλίρροιά του. Είναι ο φίλος σας κάτι που θα’πρεπε να γυρεύετε όταν έχετε ώρες που θέλετε να σκοτώσετε; Καλύτερα να γυρεύετε το φίλο σας πάντα όταν έχετε ώρες να ζήσετε.
Γιατί έργο του φίλου είναι να εκπληρώσει τις ανάγκες σας, αλλά όχι να γεμίσει το κενό σας.
Και μέσα στη γλύκα της φιλίας κάνετε να υπάρχει γέλιο και μοίρασμα χαράς.
Γιατί στις δροσοστάλες των μικρών πραγμάτων η καρδιά βρίσκει την καινούργια αυγή της και ξανανιώνει.»
(πηγή: Χαλίλ Γκιμπράν – Ο προφήτης)
Θωμάς Γκόρπας - ΣΥΝΑΝΤΗΣΙΣ ΠΑΛΑΙΩΝ ΦΙΛΩΝ
Μνήμη Νίκου Καρούζου
«Ένας φίλος ήρθε απόψε από τα παλιά…
Πρόκειται περί αγάπης ή αναμνήσεως της αγάπης;
Παντού στην Αθήνα τραύματα νωχελικά
Μόνον η αδέσποτη νύχτα της μένει ακόμα δική μας
Σαν σκυλί σαν προδομένη αγάπη σαν διάχυτο λαϊκό τραγούδι
Γιομάτο ευγένεια.
Βέρα Βόδη μια αδάμαστη ακόμα γυναίκα ή ναυαγισμένη αδιάφορο
Στην άλλη μεριά ενός μεθυσμένου τηλεφώνου
Είναι γυμνή κ’ έχει στο σώμα της τόπους τόπους πληγές
Ή κρέμες νυκτός αδιάφορο αδιάφορο αδιάφορο
Γιατί τώρα αυτή τη στιγμή στην Πλατεία Κολωνακίου ώρα δύο
Μετά τα μεσάνυχτα
Εγώ και ο φίλος μου είμαστε δυό δίδυμες πηγές εξάρσεως
Ή δυό άνθη πεθαμένα στη γέννα τους
Ή δυό λαμπρά αυτοελεγχόμενα πέη
Οι πεθαμένοι φίλοι μας οι χαμένοι φίλοι μας οι καφέδες και τα
Τσιγάρα μας
Οι παπαγάλοι οι λεχρίτες οι σβηστοί.
Βέρα Βόδη ωραίο όνομα ποιητικό θαυμάσιες λέξεις όπως
Βραδινό αγέρι ανεμώνες μελαγχολική μουσική.
Πρέπει να βασανίζονται να ταπεινώνονται οι ωραίες λέξεις όπως
Βραδινό αγέρι ανεμώνες μελαγχολική μουσική.
Πρέπει να βασανίζονται να ταπεινώνονται οι ωραίες λέξεις
Όπως οι ωραίες γυναίκες μπας και αγαπηθούν στο τέλος.
Οι χασάπηδες της χαράς είναι σαν άγριοι σεμνοί βασιλιάδες
Όταν πέφτουν δάκρυα στο ποτήρι το κρασί βάφεται
Όταν πέφτουν τραγούδια ματώνει
Άλλα με τίποτε Δε νερώνει
Ούτε με Βέρες Βόδη ούτε με Χρίστους ούτε με γλυκές κάμαρες.
Οι σύγχρονες κάμερες είναι συντριπτικές των αναμνήσεων.
Θα πάρω ταξί θα πάρω τσιγάρα θα πάρω λαχεία θα πάρω το
Δρόμο του γυρισμού
Και θα τον πάρω ακριβώς γιατί κανένας Δε με περιμένει
Τι Προμηθέας τι τραγουδιστής τι πρώτη αγάπη το ίδιο κάνει.
Από ένα σημείο και πέρα σβήνουν α φώτα
Δεν έχει φώτα δεν έχει λιμάνια δεν έχει φαρμακεία γενικώς
Διανυκτερεύοντα έχει
Την αθέατη πλευρά του θανάτου που ξεδιπλώνεται ανοίγει λίγο
Λίγο και τα μάτια
Γίνονται τεράστια στα μπαλκόνια τους
Έρχονται τα ΄φύλλα της καρδιάς ν’ αγναντέψουν
Καπνίζοντας το τσιγάρο τους να ονειροπολήσουν
Τα πήρε ο ύπνος κ’ έγειραν
Για πάντα.
Πριν και μετά τη Βέρα Βόδη σκοτάδι
Πριν και μετά το σκοτάδι
Πριν και μετά τα’ άνθη του αίματος σκοτάδι
Και μόνο το τραγούδι καταργεί τα άκρα
Τα φάρμακα τις υπερβολικές δόσεις χαράς
Τα’ άσπρα σπιτάκια και τα πράσινα άλογα.
Υπάρχουμε ως ανοιχτές πληγές κόντρα στα καλά λόγια
Τα καλά παιδιά και τα καλά λάδια
Υπάρχουμε ως υπογραφές κόκινες κατακόκινες της φωτιάς
Σ’ απίθανα σημεία της νύχτας.
Δεν αφήνουμε απλώς τραγούδια πίσω μας στο μέλλον αλλά
Τα κομμάτια μας
Και κάπου μακριά ακόμα άρχισαν να κατασκευάζονται τα νέα
Μουσικά όργανα.»
Κατερίνα Γώγου - Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά
Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά
που κάνουν τραμπάλα στις ταράτσες ετοιμόρροπων σπιτιών
Εξάρχεια Πατήσια Μεταξουργείο Μετς.
Κάνουν ό,τι λάχει.
Πλασιέ τσελεμεντέδων και εγκυκλοπαιδειών
φτιάχνουν δρόμους και ενώνουν ερήμους
διερμηνείς σε καμπαρέ της Ζήνωνος
επαγγελματίες επαναστάτες
παλιά τους στρίμωξαν και τα κατέβασαν
τώρα παίρνουν χάπια και οινόπνευμα να κοιμηθούν
αλλά βλέπουν όνειρα και δεν κοιμούνται.
Εμένα οι φίλες μου είναι σύρματα τεντωμένα
στις ταράτσες παλιών σπιτιών
Εξάρχεια Βικτώρια Κουκάκι Γκύζη.
Πάνω τους έχετε καρφώσει εκατομμύρια σιδερένια μανταλάκια
τις ενοχές σας αποφάσεις συνεδρίων δανεικά φουστάνια
σημάδια από καύτρες περίεργες ημικρανίες
απειλητικές σιωπές κολπίτιδες
ερωτεύονται ομοφυλόφιλους
τριχομονάδες καθυστέρηση
το τηλέφωνο το τηλέφωνο το τηλέφωνο
σπασμένα γυαλιά το ασθενοφόρο κανείς.
Κάνουν ό,τι λάχει.
Ταξιδεύουν οι φίλοι μου
γιατί δεν τους αφήσατε σπιθαμή για σπιθαμή.
Όλοι οι φίλοι μου ζωγραφίζουνε με μαύρο χρώμα
γιατί τους ρημάξατε το κόκκινο
γράφουνε σε συνθηματική γλώσσα
γιατί η δική σας μόνο για γλείψιμο κάνει.
Οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά και σύρματα
στα χέρια σας. Στο λαιμό σας.
Αρχοντούλα Διαβάτη - Χωρίς τον ξενοδόχο.
Αν αυτές είναι φιλίες ζωής
Φιλίες αναλώσιμες ποιες είναι.
Στο τέλος θα κάνεις τον λογαριασμό –
Αν σου έχει μείνει σπίθα μυαλό.
(Αλλά το τέλος ποτέ δεν είναι.)
Θα λογαριάσεις τότε τα συν
Το καθρέφτισμα του εαυτού σου
Στην εγκαρδιότητα του «εμείς»
Που έμοιαζε αιώνιο
Φίλοι παλιοί χρυσάφι παλιό
χρόνια κρυμμένοι στις σκιές
το θάνατό τους τον μαθαίνουμε απ’ τις εφημερίδες.
Στα μαγεμένα σπίτια τους είχαν καθρέφτες σκοτεινούς.
Τα βράδια ντύνονταν πτηνά να ξεγελούν τους ουρανούς.
Νιώθαν ασφάλεια μες στις χαράδρες του έρωτα
ύψωναν πόρτες στις ερήμους
κυκλοφορούσαν μόλις νύχτωνε σαν αυτοκράτορες.
Με τόσες μάσκες, μεταμορφώσεις και μονολόγους
δε φταίει κανείς που χάθηκαν μέσα σε τόσους ρόλους
μήτε που τρίζει το βασίλειο σαν το σπασμένο καναπέ.
Ω φίλοι, φίλοι μου,
μιλήσατε τα ελληνικά σαν τα ξερά φύλλα της λεύκας
στον αέρα.
Μάνος Ελευθερίου, «Το νεκρό καφενείο» εκδ. Καστανιώτη, β΄ έκδοση 2006
Emile Vernon – Best of Friends
Μάνος Ελευθερίου - Οι χαμένοι φίλοι έρχονται πάντα ξαφνικά…
ΟΙ ΧΑΜΕΝΟΙ ΦΙΛΟΙ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ ΞΑΦΝΙΚΑ. Χτυπούν την πόρτα σου – μιαν άλλη πόρτα. Δεν είναι το δικό σου σπίτι. Εσύ δεν είχες. Κι έχεις αλλάξει τόσα σπίτια, που τώρα δεν ξέρεις ούτε εσύ πού μένεις. Ξεκινάς και πάντα στέκεις ανάμεσα σε δέκα σπίτια και δεν θυμάσαι πού μένεις. Αλλά οι άλλοι, που φορούν κατάσαρκα τη νύχτα, πώς σε βρίσκουν;
Βάζεις το κλειδί σε μια πόρτα. Δεν ανοίγει. Κάνεις θόρυβο. Την ανοίγουν οι νοικοκυραίοι και σε ρωτούν τι θέλεις. Τίποτε δεν θέλεις. «Και πώς με το κλειδί;» σου λένε. «Τι είναι αυτό; Θα φωνάξουμε την αστυνομία». Πώς να εξηγήσεις; Όταν επιτέλους βρεις το σπίτι σου, θέλεις να ξαπλώσεις. Κανένας εδώ δεν θα φωνάξει την αστυνομία. Προς τι άλλωστε; Δεν τη φώναξαν γιατί σε λυπήθηκαν.
Σε είδαν έτσι παραδαρμένο, με μπογιές στο πρόσωπο, δήθεν ντυμένο Άμλετ, «κάτι διαφημίζει αυτός», έτσι άκουσες. Κι έτσι τη γλίτωσες.
Σταματημένα καράβια στη μέση του πελάγου είναι οι φίλοι σου. Σάπια καράβια, έρμαια της βροχής και των κυμάτων. Κουβαλώντας βαλίτσες με άχρηστα ρούχα από ρόλους ανθρώπων που ποτέ δεν έπαιξαν ή έπαιξαν κι έφαγαν τα μούτρα τους, με τα παιδικά τους κοντά, βελούδινα παντελονάκια –για γούρι– τυλιγμένα προσεκτικά. Αποκόμματα εφημερίδων. Χαρτιά της αστυνομίας. Αφίσες με το ερειπωμένο τους πρόσωπο επιχρωματισμένο. Ξύλινα κουτιά που κρύβουν ψεύτικα βυζαντινά στέμματα, ζώνες, παραμάνες, καρφίτσες, βελόνες, κουμπιά, κόπιτσες, κλωστές. Και πολλά τσίγκινα κουτάκια με πούδρες και μπογιές για το πρόσωπο. Περούκες, πομάδες και αρώματα. Κι ακόμη τα σκηνικά μιας μελλοντικής ευτυχίας σε ταλαιπωρημένα θεατρικά έργα.
Μια γυναίκα. Μόλις ανασαίνει η φωτογραφία της στο ρημαγμένο πορτοφόλι. Διπλωμένη σαν παλιά συνταγή για κάποιο φάρμακο. Οι φίλοι σου είναι το εισιτήριο για να μπεις σε μια πόλη. Να μπεις σ’ ένα θέατρο και σ’ ένα ιπποδρόμιο. Μοιάζουν να χάνονται σιγά σιγά, όπως αν αφήσεις τη φωτογραφία πολύ καιρό στον ήλιο. Αυτούς τους φίλους δεν θα τους ξαναβρείς. Αν έρθουν, θα κρατούν περγαμηνές και χρυσόβουλα. Θα ‘ναι ντυμένοι με ιερατικά άμφια, κεντημένα με διαμαντικά, και θα σου αναγγείλουν την απέραντη μοναξιά που σε περιμένει, όσο ζεις σ’ αυτή την άρρωστη πόλη του χαμού.
Ο. EΛΥΤΗΣ - ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ
Ήρθαν
ντυμένοι «φίλοι»
αμέτρητες φορές οι εχθροί μου
το παμπάλαιο χώμα πατώντας.
Και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους.
Έφεραν
τον Σοφό, τον Οικιστή και τον Γεωμέτρη
Βίβλους γραμμάτων και αριθμών
την πάσα Υποταγή και Δύναμη
το παμπάλαιο φως εξουσιάζοντας.
Και το φως δεν έδεσε ποτέ με τη σκέπη τους.
Ούτε μέλισσα καν δε γελάστηκε το χρυσό ν’ αρχινίσει παιχνίδι·
ούτε ζέφυρος καν, τις λευκές να φουσκώσει ποδιές.
Έστησαν και θεμέλιωσαν
στις κορφές, στις κοιλάδες, στα πόρτα
πύργους κραταιούς κι επαύλεις
ξύλα και άλλα πλεούμενα
τους Νόμους, τους θεσπίζοντας τα καλά και συμφέροντα
στο παμπάλαιο μέτρο εφαρμόζοντας.
Και το μέτρο δεν έδεσε ποτέ με τη σκέψη τους.
Ούτε καν ένα χνάρι Θεού στην ψυχή τους σημάδι δεν άφησε·
ούτε καν ένα βλέμμα ξωθιάς τη μιλιά τους δεν είπε να πάρει.
Έφτασαν
ντυμένοι «φίλοι»
αμέτρητες φορές οι εχθροί μου
τα παμπάλαια δώρα προσφέροντας.
Και τα δώρα τους άλλα δεν ήτανε
παρά μόνο σίδερο και φωτιά.
Στ’ ανοιχτά που καρτέραγαν δάχτυλα
μόνον όπλα και σίδερο και φωτιά.
Μόνον όπλα και σίδερο και φωτιά.
Friends byFrank Coburn
Γιώργος Ιωάννου - Γύρω μου νύχτα μέρα .
έχει πεθάνει.
Αλλάζω τις φιλίες σαν πουκάμισα,
αλλάζω τις δουλειές, αλλάζω γνώμες.
Πάντα το μάτι μου αλλού∙
μόλις ακούσω ναι έτοιμος να σαλπάρω.
Κι η μοναξιά μου πάντα μοναξιά.
Κι ο πανικός ρεύμα που με τινάζει
Friends by Alexei Stepanov
Κ. Π. Καβάφης - Όταν, φίλοι μου, αγαπούσα…
«Όταν, φίλοι μου, αγαπούσα —
είναι προ πολλών ετών —
στην ιδίαν γη δεν ζούσα
μετά των λοιπών θνητών.
Λυρικήν την φαντασίαν
είχον, κι αν απατηλήν,
μ’ εχορήγει ευτυχίαν
όμως ζώσαν και θερμήν.
Σ’ ό,τι έβλεπε το μάτι
πλούσιαν έδιδε θωριά·
της αγάπης μου, παλάτι
μοι εφαίνετο η φωλιά.
Και το τσίτινο φουστάνι
εφορούσε το φθηνό·
σας ομνύω μοι εφάνη
κατ’ αρχάς μεταξωτό.
Της εστόλιζαν τα χέρια
δυο βραχιόλια φτωχικά·
δι’ εμένα τζοβαέρια
ήσανε αρχοντικά.
Στο κεφάλι μαζεμένα
άνθη εφόρει απ’ το βουνό —
ποια ανθοδέσμη δι’ εμένα
είχε τέτοιον στολισμό;
Ομαλούς τους περιπάτους
πάντα βρίσκαμε μαζί,
και ή δεν είχε τότε βάτους,
ή τας έκρυπτεν η γη.
Δεν με πείθει νυν το πνεύμα
των ρητόρων και σοφών
όσον έν εκείνης νεύμα,
κατ’ εκείνον τον καιρόν.
Όταν, φίλοι μου, αγαπούσα —
είναι προ πολλών ετών —
στην ιδίαν γη δεν ζούσα
μετά των λοιπών θνητών.»
(Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993)
James Kavanaugh - Will you be my friend?
“Θα είμαστε φίλοι;
Υπάρχουν τόσοι πολλοί λόγοι
που δε θα έπρεπε ποτέ να το δεχτείς.
Συχνά παρα-είμαι ντροπαλός κι αγέλαστος,
Ιδιαίτερα ευαίσθητος. Ο φόβος μου ξεσπάει σαν οργή,
μου είναι τόσο δύσκολο να αφεθώ, να χαλαρώσω!
Μιλάω όλο για μένα όταν φοβάμαι
κι άλλοτε πάλι, πάνε μέρες χωρίς τίποτα να πω.
Μα θα σε κάνω να γελάς και θα σε αγαπάω
Κι όταν λυπάσαι θα σε έχω αγκαλιά
κλαίω λιγάκι σχεδόν κάθε μέρα
γιατί με νοιάζει πιο πολύ απ’ όσο θα φαντάζονταν οι άλλοι
κι όταν καμμιά φορά αποκαλύψω την τρυφερή πλευρά μου
(το πιο ζεστό και μαλακό κομμάτι που όλο κρύβω),
Αναρωτιέμαι, θα είμαστε φίλοι?
Ένας φίλος που πέρα από αδυναμίες κι όρκους
Θα αγγίξει το μυστικό, κρυφό μου μέρος,
εκεί που είμαι πράγματι ΕΓΩ,
Θ’ αναγνωρίσει πως πονώ
στα δακρυσμένα μάτια και στα χείλη
και δεν θα πάρει δρόμο όταν με δει
πεσμένο κάτω απ’ τις προσωπικές μου ήττες
αλλά θα σταματήσει και θα μείνει
για να μου πει για τον καιρό
που ήμουν κάποτε όμορφος κι εγώ.
θα είμαστε φίλοι
Υπάρχουν τόσοι λόγοι
που δε θα πρεπε ποτέ να το δεχτείς.
Συχνά παρα-είμαι σοβαρός,
δεν ξέρεις από μένα τι να περιμένεις,
Αλλες φορές ψυχρός κι απόμακρος
κι όλο μου φαίνεται θ’ αλλάζω και θ’ αλλάζω…
Καυχιέμαι, κοκορεύομαι, σαν το παιδί την προσοχή ζητάω
παίρνω φωτιά, εχω άγριο θυμό!
Μα θα σε κάνω να γελάς και θα σε αγαπάω
Κι όταν φοβάσαι θα σε παίρνω αγκαλιά
Κλονίζομαι λιγάκι κάθε μέρα
Γιατί φοβάμαι πιο πολύ απ΄ όσο θα φαντάζονταν οι άλλοι
κι αν κάποτε την τρομαγμένη μου πλευρά αποκαλύψω
(το αγωνιώδες φοβισμένο μου κομμάτι που όλο κρύβω)
Αναρωτιέμαι, θα είμαστε φίλοι?
Ενας φίλος που όταν φοβάμαι την κοντινή επαφή και τονε διώχνω
Πεισματικά αυτός θα μένει στο πλευρό μου
Να μοιραστεί ό,τι περίσσεψε από μια τέτοια μέρα.
Όταν κανείς δε θα θυμάται το όνομά μου,
Όταν κανένας στο τηλέφωνο δε θα καλέσει,
Όταν κανείς για μένα δε θα ανησυχήσει,
Αν έχω τίποτα ή δεν έχω…
κι αυτοί που έχω βοηθήσει κι υπολόγιζα
τόσο επιδέξια θα τρέξουνε μακριά μου
Ένας φίλος που τίποτα δικό μου όταν δε θα έχει απομείνει,
ούτε η γοητεία, ούτε η λεπτότητα, ούτε οι τρόποι,
παρ’ όλα αυτά θα παραμείνει ωστόσο…
«Όταν, φίλοι μου, αγαπούσα —
είναι προ πολλών ετών —
στην ιδίαν γη δεν ζούσα
μετά των λοιπών θνητών.
Λυρικήν την φαντασίαν
είχον, κι αν απατηλήν,
μ’ εχορήγει ευτυχίαν
όμως ζώσαν και θερμήν.
Σ’ ό,τι έβλεπε το μάτι
πλούσιαν έδιδε θωριά·
της αγάπης μου, παλάτι
μοι εφαίνετο η φωλιά.
Και το τσίτινο φουστάνι
εφορούσε το φθηνό·
σας ομνύω μοι εφάνη
κατ’ αρχάς μεταξωτό.
Της εστόλιζαν τα χέρια
δυο βραχιόλια φτωχικά·
δι’ εμένα τζοβαέρια
ήσανε αρχοντικά.
Στο κεφάλι μαζεμένα
άνθη εφόρει απ’ το βουνό —
ποια ανθοδέσμη δι’ εμένα
είχε τέτοιον στολισμό;
Ομαλούς τους περιπάτους
πάντα βρίσκαμε μαζί,
και ή δεν είχε τότε βάτους,
ή τας έκρυπτεν η γη.
Δεν με πείθει νυν το πνεύμα
των ρητόρων και σοφών
όσον έν εκείνης νεύμα,
κατ’ εκείνον τον καιρόν.
Όταν, φίλοι μου, αγαπούσα —
είναι προ πολλών ετών —
στην ιδίαν γη δεν ζούσα
μετά των λοιπών θνητών.»
(Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993)
Frederick Morgan Good Friends
James Kavanaugh - Will you be my friend?
“Θα είμαστε φίλοι;
Υπάρχουν τόσοι πολλοί λόγοι
που δε θα έπρεπε ποτέ να το δεχτείς.
Συχνά παρα-είμαι ντροπαλός κι αγέλαστος,
Ιδιαίτερα ευαίσθητος. Ο φόβος μου ξεσπάει σαν οργή,
μου είναι τόσο δύσκολο να αφεθώ, να χαλαρώσω!
Μιλάω όλο για μένα όταν φοβάμαι
κι άλλοτε πάλι, πάνε μέρες χωρίς τίποτα να πω.
Μα θα σε κάνω να γελάς και θα σε αγαπάω
Κι όταν λυπάσαι θα σε έχω αγκαλιά
κλαίω λιγάκι σχεδόν κάθε μέρα
γιατί με νοιάζει πιο πολύ απ’ όσο θα φαντάζονταν οι άλλοι
κι όταν καμμιά φορά αποκαλύψω την τρυφερή πλευρά μου
(το πιο ζεστό και μαλακό κομμάτι που όλο κρύβω),
Αναρωτιέμαι, θα είμαστε φίλοι?
Ένας φίλος που πέρα από αδυναμίες κι όρκους
Θα αγγίξει το μυστικό, κρυφό μου μέρος,
εκεί που είμαι πράγματι ΕΓΩ,
Θ’ αναγνωρίσει πως πονώ
στα δακρυσμένα μάτια και στα χείλη
και δεν θα πάρει δρόμο όταν με δει
πεσμένο κάτω απ’ τις προσωπικές μου ήττες
αλλά θα σταματήσει και θα μείνει
για να μου πει για τον καιρό
που ήμουν κάποτε όμορφος κι εγώ.
θα είμαστε φίλοι
Υπάρχουν τόσοι λόγοι
που δε θα πρεπε ποτέ να το δεχτείς.
Συχνά παρα-είμαι σοβαρός,
δεν ξέρεις από μένα τι να περιμένεις,
Αλλες φορές ψυχρός κι απόμακρος
κι όλο μου φαίνεται θ’ αλλάζω και θ’ αλλάζω…
Καυχιέμαι, κοκορεύομαι, σαν το παιδί την προσοχή ζητάω
παίρνω φωτιά, εχω άγριο θυμό!
Μα θα σε κάνω να γελάς και θα σε αγαπάω
Κι όταν φοβάσαι θα σε παίρνω αγκαλιά
Κλονίζομαι λιγάκι κάθε μέρα
Γιατί φοβάμαι πιο πολύ απ΄ όσο θα φαντάζονταν οι άλλοι
κι αν κάποτε την τρομαγμένη μου πλευρά αποκαλύψω
(το αγωνιώδες φοβισμένο μου κομμάτι που όλο κρύβω)
Αναρωτιέμαι, θα είμαστε φίλοι?
Ενας φίλος που όταν φοβάμαι την κοντινή επαφή και τονε διώχνω
Πεισματικά αυτός θα μένει στο πλευρό μου
Να μοιραστεί ό,τι περίσσεψε από μια τέτοια μέρα.
Όταν κανείς δε θα θυμάται το όνομά μου,
Όταν κανένας στο τηλέφωνο δε θα καλέσει,
Όταν κανείς για μένα δε θα ανησυχήσει,
Αν έχω τίποτα ή δεν έχω…
κι αυτοί που έχω βοηθήσει κι υπολόγιζα
τόσο επιδέξια θα τρέξουνε μακριά μου
Ένας φίλος που τίποτα δικό μου όταν δε θα έχει απομείνει,
ούτε η γοητεία, ούτε η λεπτότητα, ούτε οι τρόποι,
παρ’ όλα αυτά θα παραμείνει ωστόσο…
θα είμαστε φίλοι?
Δεν έχω λόγο σοβαρό.
Απλά μονάχα στο ζητώ…»
(«Ελεύθερη μετάφραση από την Αννυ Λιγνού στα ελληνικά,
του υπέροχου ποιήματος του James Kavanaugh με τίτλο «Will you be my friend?»)
Οι φιλενάδες – Θεόφραστος Τριανταφυλλίδης
Γιάννης Κοντός -Οἱ φίλοι του, τον εἶχαν ξεχάσει στην Ιταλία, νόμιζε
«Ἡ Λέξη», Ἀθήνα, Νοέμ.-Δεκ. 1997
Ἀπό το Ποιητῶν ἀναθήματα στον Διονύσιο Σολωμό, ἐπιλογή, ἐπιμέλεια και είσαγωγή: Διονύσης Σέρρας, ἐκδ. Μπάστας-Πλέσας, Ἀθῆναι 1998.
Μαύρη κηλίδα
στο λευκό πουκάμισο
οἱ τύψεις του. Νευρικά περπατοῦσε
με τα φτερά καλά κρυμμένα.
Ἀσημένια τα μαλλιά και τα χέρια.
Φῶς πάνω στο φῶς
και το ποτῆρι πάντα ἄδειο.
Πατοῦσε χορταράκι
και ἤτανε σαν να πατάει κάρβουνο.
Ἔκανε ἄνω κάτω το σπίτι,
για να βρεῖ καμιά κρυμμένη λέξη.
Ἔψαχνε μέχρι στις ραφές τῶν ρούχων
και στα μποτίνια του. Ἔψαχνε
στον ἀχυρώνα και στους δρόμους.
Κοιτοῦσε το παραμικρό,
το ἐλάχιστο, το τυλιγμένο
στο κουκοῦλι τοῦ καιροῦ.
Ὅλο ἔφευγε προς τα μέσα του,
προς το σκοτεινό. Αὐτός
ἀπό συναισθηματική πάθηση
το ἔβλεπε γαλάζιο.
Στο γαλάζιο ἔμεινε για πάντα:
ἀφοῦ τις νύχτες ἔβαξε ἀπέναντί του,
τον μικρὸ Διονύσιο καὶ ἔκλαιγε με λυγμούς.
(Ὅσο για γράμματα, ἀκόμη φτάνουν ἀπό την Κρεμόνα).
Οι καλύτεροι φίλοι -Victor Gabriel Gilbert
Γιώργος Κοτζιούλας - ΣΕ ΓΚΑΡΔΙΑΚΟ ΜΟΥ ΦΙΛΟ
Οι μούλες παίζουνε χωρίς εσένα στα καπούλια
Κι εγώ, Γεράσιμε, γυρνώ, στην πρώτη μου επωδό.
Εχάσαμε τα δέντρα μας, ξεχάσαμε την πούλια
μήτε μια πέτρα του Θεού δεν βρίσκεις καν εδώ.
Εμείς οι δυό μας έπρεπε να μείνουμε ξωμάχοι
με καμιά τέχνη απ’ τις παλιές, τις πατρογονικές
Θα κάναμε όλες τις δουλειές, θα τρώγαμε ό,τι λάχει
Με τα καλά σου θά ‘βγαινες κι εσύ τις Κυριακές.
Μα πάλι σάμπως από κει δεν ήρθα; Δεν τα ξέρω;
Από καλό του θ’ άφηνε κανείς την εξοχή;
Σπέρνουν κι ουδέ το σπόρο τους δεν πιάνουνε το θέρο,
θέρμες, οργή, δεν έφτανε που βρέθηκαν φτωχοί.
Η μάνα μου, ο πατέρας σου, κι εκείνοι βέβαια σκάβουν,
είναι καιρός που φύγαμε, θα καρτερούν καιρό.
Δεν ξαίρουν γράμματα πολλά για να μας καταλάβουν.
Κι εμείς -α, πώς να τον ειπώ το λόγο τον πικρό;
Του Γεράσιμου Γρ. ενθύμιο
Γιώργος Κοτζιούλας
Αυτοπροσωπογραφία με ένα φίλο -Raphael
Αντρέι Μπέλι -Στους φίλους
Πέθανε απ’ του ήλιου τις αχτίδες
Κι ας πίστευε στην ακτινοβολία τη χρυσή.
Τους αιώνες μετρούσε με τη σκέψη,
Μα δεν μπόρεσε να ζήσει τη ζωή.
Το νεκρό μην κοροϊδεύετε ποιητή:
Φέρτε του καλύτερα ένα στεφάνι.
Πάνω στο σταυρό κάθε εποχή
Το πορσελάνινό μου χτυπιέται στεφάνι.
Τα λουλούδια του είναι σπασμένα.
Η εικόνα έχει θολώσει.
Είναι πολύ βαριές οι πλάκες,
Κάποιον καρτερώ να τις σηκώσει.
Μ’ άρεσε μόνο ο ήχος των καμπάνων
Και το ηλιοβασίλεμα.
Γιατί να πονώ τόσο πολύ, τόσο πολύ!
Δε φταίω σε τίποτα.
Λυπηθείτε με, ελάτε –
Μ’ ένα μπουκέτο θα σας συναντήσω.
Ω, αγαπάτε με, αγαπάτε –
Ίσως να μην πέθανα, ίσως
Ξυπνήσω –
Να γυρίσω!
1907, Παρίσι
Έξι φίλοι του καλλιτέχνη -Edgar Degas 1885
Χόρχε Λουίς Μπόρχες - Ποίημα στους φίλους
Δεν µπορώ να σου δώσω λύσεις,
για όλα τα προβλήµατα της ζωής,
ούτε έχω απαντήσεις
στις αµφιβολίες ή τους φόβους σου,
αλλά µπορώ να σε ακούσω
και να τα µοιραστώ µαζί σου.
Δεν µπορώ ν’ αλλάξω
το παρελθόν σου ούτε το µέλλον σου.
Αλλά όταν µε χρειάζεσαι
θα ‘µαι δίπλα σου.
Δεν µπορώ ν’ αποτρέψω
να µη σκοντάψεις.
Μόνο µπορώ να σου προσφέρω το χέρι µου,
για να κρατηθείς
και να µη πέσεις.
Οι χαρές σου.
Οι θρίαµβοί σου
κι οι επιτυχίες σου
δεν είναι δικά µου.
Αλλά χαίροµαι ειλικρινά
να σε βλέπω ευτυχισµένο.
Δεν κρίνω τις αποφάσεις
που παίρνεις στη ζωή.
Περιορίζοµαι στο να σε στηρίζω,
να σε παροτρύνω
και να σε βοηθώ όταν µου το ζητάς.
Δεν µπορώ να σου χαράζω όρια
που µέσα τους οφείλεις να κινείσαι,
αλλά σου προσφέρω αυτό το χώρο,
τον απαραίτητο για ν’αναπτυχθείς.
Δεν µπορώ να αποτρέψω τον πόνο σου
όταν κάποια λύπη σου σχίζει την καρδιά,
αλλά µπορώ να κλάψω µαζί σου
και να µαζέψω τα κοµµάτια,
για να τη φτιάξω από την αρχή.
Δεν µπορώ να σου πω ποιος είσαι
ούτε ποιος θα όφειλες να είσαι.
Μονάχα µπορώ να σ’ αγαπώ όπως είσαι
και να ‘µαι φίλος σου.
Αυτές τις ηµέρες σκέφτηκα
τους φίλους και τις φίλες µου.
Δεν ήσουν ψηλά ούτε χαµηλά ούτε στη µέση.
Δεν ήσουν στην αρχή
ούτε στο τέλος της λίστας.
Δεν ήσουν το νούµερο ένα
ούτε το τελικό,
ούτε διεκδικώ να ‘µαι πρώτος,
δεύτερος ή ο τρίτος στη δική σου.
Φτάνει που µε θες για φίλο.
Ευχαριστώ που ‘µαι αυτό.
Χ. Λ. Μπόρχες. Το Δέντρο των Φίλων
Μπ. Μπρεχτ -Οι φίλοι
Εμένα, το θεατρικό συγγραφέα,
Ο πόλεμος με χώρισε από το φίλο μου το σκηνογράφο,
Οι πολιτείες που δουλέψαμε δεν υπάρχουν πια.
Όταν διαβαίνω από πολιτείες που υπάρχουν ακόμα
Λέω κάποτε: εκείνο το γαλάζιο κομμάτι ύφασμα
Ο φίλος μου θα το τοποθετούσε καλύτερα.»
για όλα τα προβλήµατα της ζωής,
ούτε έχω απαντήσεις
στις αµφιβολίες ή τους φόβους σου,
αλλά µπορώ να σε ακούσω
και να τα µοιραστώ µαζί σου.
Δεν µπορώ ν’ αλλάξω
το παρελθόν σου ούτε το µέλλον σου.
Αλλά όταν µε χρειάζεσαι
θα ‘µαι δίπλα σου.
Δεν µπορώ ν’ αποτρέψω
να µη σκοντάψεις.
Μόνο µπορώ να σου προσφέρω το χέρι µου,
για να κρατηθείς
και να µη πέσεις.
Οι χαρές σου.
Οι θρίαµβοί σου
κι οι επιτυχίες σου
δεν είναι δικά µου.
Αλλά χαίροµαι ειλικρινά
να σε βλέπω ευτυχισµένο.
Δεν κρίνω τις αποφάσεις
που παίρνεις στη ζωή.
Περιορίζοµαι στο να σε στηρίζω,
να σε παροτρύνω
και να σε βοηθώ όταν µου το ζητάς.
Δεν µπορώ να σου χαράζω όρια
που µέσα τους οφείλεις να κινείσαι,
αλλά σου προσφέρω αυτό το χώρο,
τον απαραίτητο για ν’αναπτυχθείς.
Δεν µπορώ να αποτρέψω τον πόνο σου
όταν κάποια λύπη σου σχίζει την καρδιά,
αλλά µπορώ να κλάψω µαζί σου
και να µαζέψω τα κοµµάτια,
για να τη φτιάξω από την αρχή.
Δεν µπορώ να σου πω ποιος είσαι
ούτε ποιος θα όφειλες να είσαι.
Μονάχα µπορώ να σ’ αγαπώ όπως είσαι
και να ‘µαι φίλος σου.
Αυτές τις ηµέρες σκέφτηκα
τους φίλους και τις φίλες µου.
Δεν ήσουν ψηλά ούτε χαµηλά ούτε στη µέση.
Δεν ήσουν στην αρχή
ούτε στο τέλος της λίστας.
Δεν ήσουν το νούµερο ένα
ούτε το τελικό,
ούτε διεκδικώ να ‘µαι πρώτος,
δεύτερος ή ο τρίτος στη δική σου.
Φτάνει που µε θες για φίλο.
Ευχαριστώ που ‘µαι αυτό.
Δύο φίλοι στο φως του φεγγαριού - Shitao 1695
Χ. Λ. Μπόρχες. Το Δέντρο των Φίλων
Υπάρχουν άνθρωποι στη ζωή μας…
που μας κάνουν ευτυχισμένους…
απ΄την απλή σύμπτωση να συναντηθούν τα μονοπάτια μας…
Κάποιους τους έχουμε σε ολη τη διαδρομή στο πλάι μας…
βλέποντας πολλά φεγγάρια να περνάνε…
ενώ κάποιους τους βλέπουμε ελάχιστα μεταξύ δύο βημάτων μας…
Ίσως κάθε φύλλο ενός δέντρου χαρακτηρίζει τους φίλους μας…
Επιπλέον…
η μοίρα μάς φέρνει και άλλους φίλους…
αυτούς που δεν γνωρίζαμε ότι επρόκειτο να διασχίσουν το δρόμο μας…
Πολλούς από αυτούς…
τους ορίζουμε ως αδερφές ψυχές… φίλους Καρδιακούς…
Είναι ειλικρινείς…
είναι αληθινοί…
Ξέρουν πότε δεν είμαστε καλά…
ξέρουν τι μας κάνει ευτυχισμένους!!
Υπάρχουν επίσης οι περιστασιακοί φίλοι…
αυτοί που γνωρίζουμε σε κάποιες διακοπές…
ή για λίγες μέρες ή ώρες…
Αυτοί συνήθως στολίζουνε το πρόσωπό μας με πολλά χαμόγελα…
για όσο καιρό είμαστε κοντά τους…
Μιλώντας για κοντά…
δε θα μπορούσαμε να ξεχάσουμε τους μακρινούς μας φίλους…
εκείνους που είναι στην άκρη των κλαδιών…
και όταν ο άνεμος φυσάει εμφανίζονται πάντα…
μεταξύ του ενός φύλλου και του άλλου…
Περνάει ο καιρός… το καλοκαίρι φεύγει…
πλησιάζει το φθινόπωρο και χάνουμε κάποια από τα φύλλα μας…
μερικά γεννιούνται σ’ ένα άλλο καλοκαίρι…
και μερικά παραμένουν για πολλές εποχές…
Κάθε πρόσωπο που έρχεται στη ζωή μας είναι μοναδικό…
Πάντα αφήνει κάτι από τον εαυτό του και παίρνει ένα κομμάτι από εμάς…
Θα υπάρξουν και εκείνοι που μας πήραν πολλά…
αλλά δε θα υπάρξουν αυτοί που δε μας άφησαν τίποτα…
Αυτή είναι η μεγαλύτερη ευθύνη της ζωής μας…
και η πιο προφανής απόδειξη…
Μπ. Μπρεχτ -Οι φίλοι
Εμένα, το θεατρικό συγγραφέα,
Ο πόλεμος με χώρισε από το φίλο μου το σκηνογράφο,
Οι πολιτείες που δουλέψαμε δεν υπάρχουν πια.
Όταν διαβαίνω από πολιτείες που υπάρχουν ακόμα
Λέω κάποτε: εκείνο το γαλάζιο κομμάτι ύφασμα
Ο φίλος μου θα το τοποθετούσε καλύτερα.»
Octavio Pas - Φιλία
Είναι η αναμενόμενη ώρα
Πέφτουνε πάνω στο τραπέζι
Ατέλειωτα
Της λάμπας τα μαλλιά
Η νύχτα αλλάζει το παράθυρο σε απεραντοσύνη
Κανείς δεν είν εδώ
Η ανώνυμη παρουσία με κυκλώνει .
Octavio Pas, Μετάφραση : Αργύρης Χιόνης
Οι 4 φίλοι – George Romney 1796
Έζρα Πάουντ -Αποχαιρετώντας ένα φίλο
Είναι γαλάζια τα βουνά εκεί στα βόρεια τείχη,
Κάτασπρο το ποτάμι που τα ζώνει·
Εδώ θα πρέπει να χωρίσουμε
Και να διασχίσουμε χιλιάδες μίλια ξερή χλόη.
Ο νους σύννεφο ταξιδιάρικο, πλατύ,
Και η δύση γέρνει, όπως δυο γνώριμοι παλιοί
Αποχαιρετιούνται, σκύβοντας από μακριά με σταυρωμένα χέρα.
Τ’ άτια μας χλιμιντρίζουν το ‘να στ’ άλλο
στου χωρισμού την ώρα.
Έζρα Πάουντ [Μετάφραση: Τάκης Μενδράκος]
3 φίλες – William H. Johnson 1945
Τίτος Πατρίκιος - Οι φίλοι
Δεν είναι η θύμηση των σκοτωμένων φίλων
που μου σκίζει τώρα τα σωθικά.
Είναι ο θρήνος για τους χιλιάδες άγνωστους
που αφήσανε στα ράμφη των πουλιών
τα σβησμένα μάτια τους
που σφίγγουνε στα παγωμένα χέρια τους
μια φούχτα κάλυκες κι αγκάθια.
Τους άγνωστους περαστικούς διαβάτες
που ποτέ δε μιλήσαμε
που μόνο κάποτε για λίγο κοιταχτήκαμε
όταν μας έδωσαν τη φωτιά του τσιγάρου τους
στο βραδινό δρόμο.
Τους χιλιάδες άγνωστους φίλους
που έδωσαν τη ζωή τους
για μένα.
Τίτος Πατρίκιος (19 Γενάρη 1949)
μια φίλη David Burliuk
MAΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ - ΣΤΗ ΦΙΛΗ ΜΟΥ
Ὅλα τα ἄνθη τ᾿ ἀγαπῶ
μεθῶ στο ἄρωμά των
το βλέμμα να βυθίζεται
ποθῶ στα χρώματά των.
Ὑπάρχει ὅμως ἓν λεπτόν
πολλυ εὐῶδες ἄνθος
που δεν μαραίνεται ποτέ
και τ᾿ ἀγαπῶ με πάθος.
Αὐτλο δε θάλλει στους ἀγρούς
στους κήπους δεν ὑπάρχει
και τα ἁβρά του πέταλα
ὁ ἥλιος δεν θάλπει.
Ἔδαφος ἔχει δι᾿ αὐτό ἡ τρυφερά καρδία
με θέρμη ἀπαράμιλλον και λέγεται Φιλία!
2 φίλες – Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας 1959
Ράινερ Μαρία Ρίλκε- Ρέκβιεμ για μία φίλη
Ρέκβιεμ για την φίλη Πάολα
Έχω τους νεκρούς μου, και τους άφησα να φύγουν,
κι απόρησα βλέποντάς τους τόσο ευχαριστημένους
τόσο γρήγορα εξοικειωμένους με το να είναι νεκροί, τόσο χαρούμενους,
τόσο διαφορετικούς από την φήμη τους. Μόνο εσύ
εσύ επιστρέφεις με αγγίζεις καθώς με προσπερνάς, κοντοστέκεσαι
δοκιμάζεις να σκουντουφλήσεις σε κάτι, ώστε ο θόρυβος να φανερώσει
την παρουσία σου. Αχ μην μου παίρνεις ό τι εγώ
μαθαίνω τόσο δύσκολα. Είμαι βέβαιος ξεστρατίζεις
αν κινηθείς από νοσταλγία για οτιδήποτε
σε ετούτη την γήινη διάσταση. Εμείς μεταμορφώνουμε αυτά τα Πράγματα
δεν είναι αληθινά, είναι μόνο αντανακλάσεις
πάνω στην επιφάνεια της ύπαρξης μας καθώς τ’ αναγνωρίζουμε.
Νόμιζα είχες προχωρήσει πολύ παρά πέρα. Μ' ενοχλεί
που εσύ ξέμεινες πίσω, εσύ, που έχεις πετύχει
περισσότερη μεταμόρφωση από κάθε άλλη γυναίκα.
Ότι τρομάξαμε όταν πέθανες, όχι, μάλλον
ότι ο αυστηρός θάνατος σου ξέσπασε πάνω μας, σκοτεινά,
ξεκολλώντας το μέχρι-εκεί από το από κει και πέρα:
αυτό μας αφορά να το βάλουμε σε τάξη
είναι το καθήκον μας διαρκώς μπροστά μας
Αλλά το ότι και συ φοβήθηκες, κι ακόμα τώρα
τρέμεις με φόβο, εδώ όπου ο φόβος δεν έχει νόημα'
ότι έχεις χάσει έστω και το μικρότερο κομμάτι
της αιωνιότητας σου, Πάουλα φίλη, και μπαίνεις
εδώ, εδώ όπου τίποτα ακόμη δεν υπάρχει' ότι εκεί πέρα
σαστισμένη για πρώτη φορά με όλα, απρόσεκτη,
δεν συνέλαβες το μεγαλείο των απείρων
δυνάμεων, όπως στην γη συλλάμβανες το κάθε Πράγμα'
ότι, από το πεδίο που σε είχε ήδη δεχτεί,
η βαρύτητα κάποιας παλιάς δυσαρέσκειας
σε έσυρε πίσω στον τεκμαρτό χρόνο-:
αυτό συχνά με ξαφνιάζει έξω από ύπνο χωρίς όνειρα
τη νύχτα, σαν να σκαρφαλώνει διαρρήκτης στο παράθυρό μου.
Αν μπορούσα να το πω είναι μόνο από καλοσύνη,
από τη γενναιόδωρη αφθονία σου, που ήρθες,
γιατί είσαι τόσο ασφαλής, αυτάρκης
που περιπλανιέσαι οπουδήποτε, σαν παιδί
άφοβη για κανένα κακό που τυχόν θα περίμενε-:
Όμως όχι: Εσύ παρακαλάς. Αυτό με διαπερνά, ως τα
ίδια μου τα κόκαλα, και με κόβει σαν πριόνι.
Την πιο πικρή αντίδραση να μου ‘φερνε το φάντασμα σου,
να μου ‘βαζε τις φωνές, μέσα στη νύχτα, όταν αποσύρομαι
στα πνευμόνια μου, στα σωθικά μου
στο τελευταίο κενό κοίλωμα της καρδιάς μου,-
τέτοια πίκρα δεν θα με πάγωνε ούτε στο μισό
όσο αυτό το μουγκό παρακάλι. Τι είναι αυτό που ζητάς;
Πες μου, πρέπει να ταξιδέψω; Μήπως άφησες
κάποιο Πράγμα πίσω σου, κάποιο μέρος, που δεν αντέχει
την απουσία σου; Πρέπει να ξεκινήσω για καμιά χώρα
που δεν είδες ποτέ, αν και ήταν τόσο ζωντανά
κοντά σου, όσο οι ίδιες σου οι αισθήσεις;
Θα ταξιδέψω τους ποταμούς της, θα εξερευνήσω τις κοιλάδες της, θα μάθω
για τα πιο παλιά της ήθη' θα σταθώ
ώρες, μιλώντας με γυναίκες στις ξώθυρες τους
και θα κοιτώ, καθώς φωνάζουν τα παιδιά τους σπίτι.
Θα δω πώς τυλίγουν την γη γύρω τριγύρω τους
στην αρχαία τους εργασία στα χωράφια και στα λιβάδια' θα ζητήσω
να με οδηγήσουν στο βασιλιά τους' θα δωροδοκήσω τους ιερείς
να με πάνε στους ναούς τους, μπροστά στο πιο
ιερό τους άγαλμα
και να μ’ αφήσουν εκεί, κλείνοντας πίσω τους τις πύλες.
Και μόνο τότε, όταν θα έχω μάθει αρκετά
θα πάω να δω τα ζώα, και θ’ αφήσω κάτι
από το στήσιμο τους σιγά να γλιστρήσει
στα μέλη μου' θα δω την ίδια μου την ύπαρξη
βαθιά μέσα στα μάτια τους, που με κρατάν για λίγο
κι ύστερα μ’ αφήνουν, ειρηνικά, δίχως να κρίνουν.
Θα βάλω τους κηπουρούς να έρθουν σε μένα και ν’ απαγγείλουν
πολλά λουλούδια, και στα μικρά κεραμικά
των μελωδικών ονομάτων τους θα επαναφέρω
κάποιο κατάλοιπο των εκατοντάδων ευωδιών.
Το απόσπασμα αυτό από το ποίημα "Ρέκβιεμ για μία φίλη" μεταφράστηκε από τον Βίκο Ναχμία. Aπό :https://www.stagona4u.gr/
Οι φίλοι μου, ο Μαραγκός και ο ζωγράφος -Carl Larsson 1909
Γρηγόρης Σακαλής - ΔΥΟ ΦΙΛΟΙ
Ήρθε στη Νάουσα
να με δει
ο φίλος μου ο Θοδωρής Μπασιάκος
Ποιητής από τους λίγους
του έδειχνα τα μέρη
κι αράξαμε στο άλσος
του Αγίου Νικολάου
συζητούσαμε διάφορα
α ρε Ινδιάνε, μου είπε
καλά περνάς εδώ στα δάση στα βουνά
τί καλά ρε αντάρτη, του είπα
μόνο δάση και βουνά έχει εδώ πάνω
η ζωή έχει κι άλλα πράγματα
τί εννοείς, μου λέει
εννοώ ότι τα καλά χρόνια περάσανε
κι η ζωή μας δεν εκπληρώθηκε
πάμε για το τέλος,
δεν μιλάς καλά, μου είπε ο Θοδωρής
η ζωή παίρνει το νόημα που της δίνουμε εμείς
και όταν γίνει η επανάσταση
μια μέρα θα μετράει για δέκα χρόνια,
ξέρω ότι δεν μιλάω καλά, είπα
μα φοβάμαι μήπως χωνέψουν
τα κόκκαλά μας
κι η επανάσταση δεν θάχει γίνει ακόμα,
μη το λες
μου είπε ο Μπασιάκος
ακόμα κι αν γίνει έτσι
θα έχουμε ζήσει μια ζωή ελεύθερη
όσο γίνεται
με το νόημα που εμείς της δώσαμε
κι εγώ του είπα
έχεις δίκιο Θοδωρή
και συνεχίσαμε εκεί
να πίνουμε κουτάκια μπύρας
στο άλσος του Αγίου Νικολάου, συζητούσαμε
και οι ώρες έμοιαζαν αιώνες.
https://basiakology.blogspot.com/
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ - Φιλίες
Στον Ἀναστάσιο Δρίβα
Ὁ ἀγαπημένος οὐρανός
τόσο ἀφελής τόσο ἀγαθός
με το ἄπλετό του φῶς μᾶς ἐνοχλεῖ·
δε συγχωρεῖ
να ἐρωτευτοῦμε τη ζωή,
με προθυμία
Ήρθε στη Νάουσα
να με δει
ο φίλος μου ο Θοδωρής Μπασιάκος
Ποιητής από τους λίγους
του έδειχνα τα μέρη
κι αράξαμε στο άλσος
του Αγίου Νικολάου
συζητούσαμε διάφορα
α ρε Ινδιάνε, μου είπε
καλά περνάς εδώ στα δάση στα βουνά
τί καλά ρε αντάρτη, του είπα
μόνο δάση και βουνά έχει εδώ πάνω
η ζωή έχει κι άλλα πράγματα
τί εννοείς, μου λέει
εννοώ ότι τα καλά χρόνια περάσανε
κι η ζωή μας δεν εκπληρώθηκε
πάμε για το τέλος,
δεν μιλάς καλά, μου είπε ο Θοδωρής
η ζωή παίρνει το νόημα που της δίνουμε εμείς
και όταν γίνει η επανάσταση
μια μέρα θα μετράει για δέκα χρόνια,
ξέρω ότι δεν μιλάω καλά, είπα
μα φοβάμαι μήπως χωνέψουν
τα κόκκαλά μας
κι η επανάσταση δεν θάχει γίνει ακόμα,
μη το λες
μου είπε ο Μπασιάκος
ακόμα κι αν γίνει έτσι
θα έχουμε ζήσει μια ζωή ελεύθερη
όσο γίνεται
με το νόημα που εμείς της δώσαμε
κι εγώ του είπα
έχεις δίκιο Θοδωρή
και συνεχίσαμε εκεί
να πίνουμε κουτάκια μπύρας
στο άλσος του Αγίου Νικολάου, συζητούσαμε
και οι ώρες έμοιαζαν αιώνες.
https://basiakology.blogspot.com/
2 φίλες – Pablo Picasso 1904
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ - Φιλίες
Στον Ἀναστάσιο Δρίβα
Ὁ ἀγαπημένος οὐρανός
τόσο ἀφελής τόσο ἀγαθός
με το ἄπλετό του φῶς μᾶς ἐνοχλεῖ·
δε συγχωρεῖ
να ἐρωτευτοῦμε τη ζωή,
με προθυμία
Σχολικοί Φίλοι -Nikolay Bogdanov-Belsky
Γιώργος Σεφέρης - O γυρισμός του ξενιτεμένου
― Παλιέ μου φίλε τί γυρεύεις;
χρόνια ξενιτεμένος ήρθες
με εικόνες που έχεις αναθρέψει
κάτω από ξένους ουρανούς
μακριά απ' τον τόπο το δικό σου.
― Γυρεύω τον παλιό μου κήπο·
τα δέντρα μού έρχουνται ώς τη μέση
κι οι λόφοι μοιάζουν με πεζούλια
κι όμως σαν ήμουνα παιδί
έπαιζα πάνω στο χορτάρι
κάτω από τους μεγάλους ίσκιους
κι έτρεχα πάνω σε πλαγιές
ώρα πολλή λαχανιασμένος.
― Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις·
θ' ανηφορίσουμε μαζί
στα γνώριμά σου μονοπάτια
θα ξαποστάσουμε μαζί
κάτω απ' το θόλο των πλατάνων
σιγά-σιγά θα 'ρθούν κοντά σου
το περιβόλι κι οι πλαγιές σου.
― Γυρεύω το παλιό μου σπίτι
με τ' αψηλά τα παραθύρια
σκοτεινιασμένα απ' τον κισσό
γυρεύω την αρχαία κολόνα
που κοίταζε ο θαλασσινός.
Πώς θες να μπώ σ' αυτή τη στάνη;
οι στέγες μού έρχουνται ώς τους ώμους
κι όσο μακριά και να κοιτάξω
βλέπω γονατιστούς ανθρώπους
λες κάνουνε την προσευχή τους.
― Παλιέ μου φίλε δε μ' ακούς;
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις
το σπίτι σου είναι αυτό που βλέπεις
κι αυτή την πόρτα θα χτυπήσουν
σε λίγο οι φίλοι κι οι δικοί σου
γλυκά να σε καλωσορίσουν.
― Γιατί είναι απόμακρη η φωνή σου;
σήκωσε λίγο το κεφάλι
να καταλάβω τί μου λες
όσο μιλάς τ' ανάστημά σου
ολοένα πάει και λιγοστεύει
λες και βυθίζεσαι στο χώμα.
― Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις
η νοσταλγία σού έχει πλάσει
μια χώρα ανύπαρχτη με νόμους
έξω απ' τη γης κι απ' τους ανθρώπους.
― Πια δεν ακούω τσιμουδιά
βούλιαξε κι ο στερνός μου φίλος
παράξενο πώς χαμηλώνουν
όλα τριγύρω κάθε τόσο
εδώ διαβαίνουν και θερίζουν
χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα.
(από τα Ποιήματα, Ίκαρος 1974)
― Παλιέ μου φίλε τί γυρεύεις;
χρόνια ξενιτεμένος ήρθες
με εικόνες που έχεις αναθρέψει
κάτω από ξένους ουρανούς
μακριά απ' τον τόπο το δικό σου.
― Γυρεύω τον παλιό μου κήπο·
τα δέντρα μού έρχουνται ώς τη μέση
κι οι λόφοι μοιάζουν με πεζούλια
κι όμως σαν ήμουνα παιδί
έπαιζα πάνω στο χορτάρι
κάτω από τους μεγάλους ίσκιους
κι έτρεχα πάνω σε πλαγιές
ώρα πολλή λαχανιασμένος.
― Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις·
θ' ανηφορίσουμε μαζί
στα γνώριμά σου μονοπάτια
θα ξαποστάσουμε μαζί
κάτω απ' το θόλο των πλατάνων
σιγά-σιγά θα 'ρθούν κοντά σου
το περιβόλι κι οι πλαγιές σου.
― Γυρεύω το παλιό μου σπίτι
με τ' αψηλά τα παραθύρια
σκοτεινιασμένα απ' τον κισσό
γυρεύω την αρχαία κολόνα
που κοίταζε ο θαλασσινός.
Πώς θες να μπώ σ' αυτή τη στάνη;
οι στέγες μού έρχουνται ώς τους ώμους
κι όσο μακριά και να κοιτάξω
βλέπω γονατιστούς ανθρώπους
λες κάνουνε την προσευχή τους.
― Παλιέ μου φίλε δε μ' ακούς;
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις
το σπίτι σου είναι αυτό που βλέπεις
κι αυτή την πόρτα θα χτυπήσουν
σε λίγο οι φίλοι κι οι δικοί σου
γλυκά να σε καλωσορίσουν.
― Γιατί είναι απόμακρη η φωνή σου;
σήκωσε λίγο το κεφάλι
να καταλάβω τί μου λες
όσο μιλάς τ' ανάστημά σου
ολοένα πάει και λιγοστεύει
λες και βυθίζεσαι στο χώμα.
― Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις
η νοσταλγία σού έχει πλάσει
μια χώρα ανύπαρχτη με νόμους
έξω απ' τη γης κι απ' τους ανθρώπους.
― Πια δεν ακούω τσιμουδιά
βούλιαξε κι ο στερνός μου φίλος
παράξενο πώς χαμηλώνουν
όλα τριγύρω κάθε τόσο
εδώ διαβαίνουν και θερίζουν
χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα.
(από τα Ποιήματα, Ίκαρος 1974)
Αυτοπροσωπογραφία σε έναν κύκλο φίλων από τη Μάντοβα -Peter Paul Rubens
Δεν τους γνωρίσαμε
ήταν η ελπίδα στο βάθος που έλεγε
πως τους είχαμε γνωρίσει από μικρά παιδιά.
Τους είδαμε ίσως δυο φορές κι έπειτα πήραν τα καράβια,
φορτία κάρβουνο, φορτία γεννήματα, κι οι φίλοι μας
χαμένοι πίσω από τον ωκεανό παντοτινά.
Η αυγή μας βρίσκει πλάι στην κουρασμένη λάμπα
να γράφουμε αδέξια και με προσπάθεια στο χαρτί
πλεούμενα γοργόνες ή κοχύλια
το απόβραδο κατεβαίνουμε στο ποτάμι
γιατί μας δείχνει το δρόμο προς τη θάλασσα,
και περνούμε τις νύχτες σε υπόγεια που μυρίζουν κατράμι.
Οι φίλοι μας έφυγαν
ίσως να μην τους είδαμε ποτές, ίσως
να τους συναπαντήσαμε όταν ακόμη ο ύπνος
μας έφερνε πολύ κοντά στο κύμα που ανασαίνει
ίσως να τους γυρεύουμε γιατί γυρεύουμε την άλλη ζωή,
πέρα από τ’ αγάλματα.
(Μυθιστόρημα, Ε’, Γιώργος Σεφέρης)
Επανασύνδεση (reunion) Max Ernst 1922
Γιάννης Σκαρίμπας - Οι φίλοι
Πήγαιναν τα σύγνεφα έρημα στο δείλι,
Τα βουνά βουβά στην ατμοσφαίρα,
Ταξιδεύαν μου – αμίλητοι οι φίλοι
στον αέρα.
Είπα: οι φίλοι μου!… Η ζωή μου τρέμει-
Οι τελευταίοι πάν’ μονάχοι τους οι τόποι
Άπιαστοι οι γνωριμίες μου ανέμοι
κι οι ανθρώποι.
Όνειρο ήταν, ήταν πλάνη το πώς
Ζούμε, φτάνει η ζωή μας φίλους νάχει,
Χώρια ή αντάμα πάμε, όπως
και μονάχοι.
Όπως τα σύγνεφα έρημα στο δείλι,
τα βουνά βουβά στην ατμοσφαίρα.
Όπως αμίλητοι πάνε οι φίλοι μου
Στον αέρα …
Οι φίλοι -Konstantin Makovsky 1895
Γιαμαόκα Τεσού - Άφησε την οικειότητα
Άφησε την οικειότητα
να ωριμάσει φυσικά
με την πάροδο των ετών—
ο αριθμός των φίλων
θα είναι μικρός
Μαρίνα Τσβετάγιεβα - Γλυκέ μου φίλε
Γλυκέ μου φίλε, που ‘φυγες μακριά απ’ τη θάλασσα πέρα,
Σκύψε να πάρεις τα ρόδα που ‘φερα για σένα
Γλυκέ μου φίλε, από τους γήινους μου θησαυρούς
Εσύ τον πιο ακριβό μαζί σου πήρες
Με ‘κλέψαν, με ξεγέλασαν,
δεν έχω δαχτυλίδι για να σε θυμάμαι, μήτε γράμματα,
Θυμάμαι όμως καλά και την παραμικρή ρυτίδα
Της πάντα έκπληκτης μορφής σου
Καλώ τη βροχή, καλώ τη βροχή
Μα δεν θα επιστρέψεις, ούτε θα ‘ρθεις,
Μόνο το ρόδο στο βάζο μου
Χωρίς νερό εδώ και μέρες …
Καλώ τη βροχή, τη χθεσινή βροχή,
Μα το επιθανάτιο ρίγος δεν έρχεται,
Το ρόδο στο βάζο μου μαράθηκε
Εδώ και κάποιες μέρες . . .
Στη μνήμη μου χαράχθηκε ικεσίας βλέμμα
και επιμονής, που με καλούσε δίπλα σου να κάτσω
Κι εκείνο το χαμόγελο από το μεγάλο Μακριά,
Που εξόντωσε η κοσμική κολακεία . . .
Γλυκέ μου φίλε, που έφυγες για το αιώνια ταξίδι
Σα λόφος νεαρός ανάμεσα σε άλλους γήλοφους!
Προσευχήσου για μένα στην παραδείσια κοιλάδα,
Να μη μείνουν άλλοι φάροι όρθιοι.
(Μαρίνα Τσβετάγιεβα. Μετάφραση από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης)
Милый дpyг, yшедший дальше чем за море,
Вот тебе pозы, пpотянись на них,
Милый дpyг, yнесший самое, самое
Доpогое из сокpовищ моих земных
Я обманyт тепеpь и обкpаден я,
Нет на память мне ни писем, ни кольца
Как мне памятна малейшая впадина
Удивленного - навеки - твоего лица
Я зовy дождь, я зовy дождь,
Ты не веpнешься, и не пpидешь,
Только лишь pоза в вазе моей
Без воды yже несколько дней…
Я зовy дождь, вчеpашний дождь,
Но не пpоходит пpедсмеpтная дpожь,
Роза завяла в вазе моей
Уже несколько дней...
Как мне памятен пpосящий и пpистальный
Взгляд, поближе меня пpиглашающий сесть
И yлыбка из великого Издали,
Умиpающего светская лесть…
Милый дpyг, yшедший в вечное плаванье
Свежий холмик меж других бугорков!
Помолись обо мне в pайской гавани,
Γιάννης Υφαντής -Οι καημένοι οι φίλοι
«οι φίλοι∙
δε φτάνει μόνο να εκτιμώ αυτούς τους ίδιους
θέλουν να εκτιμώ και τις γυναίκες τους
θέλουν να κάνω και με τις γυναίκες τους παρέα
δηλαδή
καλά και σώνει θέλουν
συνένοχους.»
(Γιάννης Υφαντής, Από τη συλλογή Μανθρασπέντα, 1977)
Κύκλος των Φίλων -Edward Potthast – 1920
William Buttler Yeats - ΦΙΛΕΣ
Πρέπει, λοιπόν, αυτές τις τρεις να επαινέσω—
τις τρεις γυναίκες που μου χάρισαν
ό,τι χαρά στις μέρες μου έχω να γυρέψω.
Την πρώτη, που μήτε μια στιγμή
μήτε καμιά —από εκείνες τις επίμονες— φροντίδα,
τίποτε, τίποτε σ’ αυτά τα δεκαπέντε
συχνά τυραννισμένα, ταραγμένα χρόνια
δεν μπήκ’ εμπόδιο να χωρίσει
τον νου από τον μαγεμένο νου.
Τη δεύτερη, γιατί το χέρι της
είχε τη δύναμη να ελευθερώσει
ό,τι κανείς μας δεν μπορεί να εννοήσει,
ό,τι κανείς μας δεν μπορεί να ‘χει και να κρατήσει,
τ’ ονειροπόλο το φορτίο της νιότης, μέχρι που
τόσο με άλλαξε, ώστε τώρα ζω
κι ανθίζω μες στην έκσταση.
Και τί να πω γι’ αυτήν που μου άρπαξε
τα πάντα μέχρι το τέλος της νεότητός μου
στρέφοντας σπάνια συμπονετικό το βλέμμα;
Πώς ίσως θα ‘πρεπε αυτήν να επαινέσω;
Καθώς που η μέρα ό,τι χαράζει,
μετρώντας τα καλά και τ’ άσχημά μου,
άγρυπνος έχω μείνει για χατίρι της,
να ενθυμούμαι τη μορφή της,
Τί γερακίσια όψη ακόμη δείχνει,
ενώ απ’ τα μύχια της καρδιάς μου
τόσο μεγάλη τρυφερότητα αναβλύζει
που από τα πόδια ως την κορφή με συγκλονίζει.
William Buttler Yeats, 1865-1939-Μετάφραση : Σ ο φ ί α Σ κ ο υ λ ι κ ά ρ η
GOSSIPY FRIENDS by Leonid Afremov
Όσκαρ Oυάιλντ - O πιστός φίλος
Το επόμενο διήγημα προέρχεται από τη συλλογή O ευτυχισμένος πρίγκιπας και άλλες ιστορίες (1888). Eδώ παρουσιάζεται αποσπασματικά. Τα κείμενα της συλλογής αυτής απευθύνονται σε παιδιά και έχουν διδακτικό-παραινετικό χαρακτήρα· γι’ αυτό και αποδίδονται στη μορφή του παραμυθιού.
O μικρούλης Χανς είχε πολλούς φίλους, αλλά ο πιο πιστός του φίλος ήταν ο Χιου ο μυλωνάς. Κι αλήθεια, τόσο αφοσιωμένος ήταν ο πλούσιος μυλωνάς στο μικρούλη Χανς, που δεν περνούσε ποτέ από τον κήπο του δίχως να σκύψει πάνω απ’ τη μάντρα για να κόψει ένα μεγάλο μπουκέτο λουλούδια ή μια χούφτα αρωματικά βότανα, ή δίχως να γεμίσει τις τσέπες του με κεράσια και δαμάσκηνα, αν ήταν η εποχή τους.
«Oι αληθινοί φίλοι πρέπει να μοιράζονται τα πάντα», έλεγε ο μυλωνάς, κι ο μικρούλης Χανς κουνούσε το κεφάλι χαμογελώντας και καμάρωνε που είχε ένα φίλο με τόσο ευγενικές ιδέες.
Καμιά φορά, ωστόσο, οι γείτονες παραξενεύονταν που ο πλούσιος μυλωνάς δεν έδινε ποτέ τίποτα σε αντάλλαγμα στο μικρούλη Χανς, μόλο που φύλαγε στο μύλο του εκατό σακιά αλεύρι, και είχε έξι αγελάδες κι ένα μεγάλο κοπάδι μαλλιαρά αρνιά· αλλά ο Χανς ποτέ δε σκοτιζότανε με τέτοιες σκέψεις, και τίποτα δεν τον ευχαριστούσε περισσότερο από το ν’ ακούει όλα τα θαυμάσια πράγματα που έλεγε ο μυλωνάς για την ανιδιοτέλεια της αληθινής φιλίας.
Κι έτσι, ο μικρούλης Χανς περνούσε τον καιρό του δουλεύοντας στον κήπο του. Την άνοιξη, το καλοκαίρι και το φθινόπωρο ήταν πολύ ευτυχισμένος, όταν όμως ερχόταν ο χειμώνας και δεν είχε καρπούς ή λουλούδια να πουλήσει, υπέφερε πολύ από το κρύο και την πείνα, και συχνά αναγκαζόταν να πηγαίνει για ύπνο έχοντας φάει μονάχα μερικά ξερά αχλάδια ή τίποτα σκληρά καρύδια. Κι ακόμα, το χειμώνα υπέφερε από μοναξιά, γιατί ο μυλωνάς ποτέ δεν ερχόταν να τον δει.
«Δεν ωφελεί να πάω να δω το Χανς όσο κρατάει το χιόνι», έλεγε ο μυλωνάς στη γυναίκα του, «γιατί όταν οι άνθρωποι έχουν στενοχώριες, πρέπει να τους αφήνουμε ήσυχους και να μην τους ενοχλούμε μ’ επισκέψεις. Αυτή τουλάχιστον είναι η δική μου άποψη για τη φιλία, και είμαι σίγουρος ότι έχω δίκιο. Θα περιμένω λοιπόν να έρθει η άνοιξη, και τότε θα πάω να τον δω, θα μου δώσει κι ένα μεγάλο πανέρι πρίμουλες κι αυτό θα τον κάνει πολύ ευτυχισμένο».
«Πολύ τους σκέφτεσαι τους άλλους», απάντησε η μυλωνού, καθισμένη στην αναπαυτική πολυθρόνα της μπροστά στο τζάκι· «πραγματικά, πολύ τους σκέφτεσαι. Είναι μεγάλη απόλαυση να σ’ ακούει κανείς να μιλάς για τη φιλία. Και είμαι σίγουρη πως ούτε ο πάστορας ο ίδιος δε θα μπορούσε να τα πει πιο όμορφα από σένα, κι ας μένει σε τρίπατο σπίτι, κι ας φοράει χρυσό δαχτυλίδι στο μικρό του δάχτυλο».
«Δε θα μπορούσαμε όμως να καλέσουμε εδώ το μικρούλη Χανς;», είπε ο μικρότερος γιος του μυλωνά. «Αν ο καημένος ο Χανς έχει στενοχώριες, θα του δώσω το μισό απ’ το χυλό μου και θα του δείξω τ’ άσπρα μου κουνέλια».
«Τι κουτό παιδί που είσαι!», φώναξε ο μυλωνάς. «Πραγματικά, δεν ξέρω τι ωφελεί να σε στέλνω στο σχολείο. Δε βλέπω να μαθαίνεις και τίποτε. Μα αν ερχόταν εδώ ο Χανς κι έβλεπε τη ζεστή φωτιά μας, τα πλούσια φαγητά μας και το μεγάλο μας βαρέλι με το κόκκινο κρασί, ίσως να ζήλευε, κι η ζήλια είναι πράγμα τρομερό και πολύ κακό για όλους. Δε θα επιτρέψω να χαλάσει ο χαρακτήρας του Χανς. Είμαι ο καλύτερός του φίλος, και πάντα θα τον προσέχω και θα φροντίζω να μην μπει σε κανέναν πειρασμό. Εξάλλου, αν έρθει εδώ ο Χανς, μπορεί να μου ζητήσει να του δώσω αλεύρι με πίστωση, κι αυτό δε θα μπορούσα να το κάνω. Άλλο το αλεύρι κι άλλο η φιλία, αυτά τα πράγματα δεν πρέπει να τα μπερδεύουμε. Oι λέξεις γράφονται διαφορετικά και σημαίνουν διαφορετικά πράγματα. Είναι ολοφάνερο». […]
Νωρίς το άλλο πρωί, ο μυλωνάς κατέβηκε να πάρει τα λεφτά για το σακί με το αλεύρι, αλλά ο μικρούλης Χανς ήταν τόσο κουρασμένος, που δεν είχε σηκωθεί απ’ το κρεβάτι.
«Μα την πίστη μου», είπε ο μυλωνάς, «είσαι πολύ τεμπέλης. Και πραγματικά, αν σκεφτείς ότι θα σου χαρίσω το καροτσάκι μου, θα μπορούσες να δουλέψεις πιο σκληρά. Η τεμπελιά είναι μεγάλη αμαρτία, και δε μ’ αρέσει να ’χω φίλους τεμπέληδες ή νωθρούς. Δεν πρέπει να σ’ ενοχλεί που σου μιλάω τόσο απερίφραστα. Oύτε που θα το σκεφτόμουν βέβαια να σου τα πω αυτά, αν δεν ήμουν φίλος σου. Αλλά τι νόημα έχει η φιλία, αν δεν μπορεί κανείς να πει ακριβώς αυτό που έχει στο μυαλό του; Χαριτωμένα πράγματα μπορεί να λέει ο καθένας για να ευχαριστήσει και να κολακέψει τον άλλον, αλλά ο αληθινός φίλος πάντα λέει δυσάρεστα πράγματα και δεν τον νοιάζει αν πληγώνει. Και μάλιστα, αν είναι αληθινός φίλος, το προτιμάει αυτό, γιατί ξέρει ότι τότε κάνει καλό».
«Λυπάμαι πολύ», είπε ο μικρούλης Χανς, τρίβοντας τα μάτια του και βγάζοντας τη σκούφια του, «αλλά ήμουν τόσο κουρασμένος, που σκέφτηκα να μείνω για λίγο στο κρεβάτι και ν’ ακούω τα πουλιά να κελαηδάνε. Το ξέρεις ότι πάντα δουλεύω καλύτερα όταν έχω ακούσει τα πουλιά να κελαηδάνε;».
«Λοιπόν, χαίρομαι γι’ αυτό», είπε ο μυλωνάς χτυπώντας το μικρούλη Χανς στην πλάτη, «γιατί μόλις ντυθείς, θέλω να ’ρθεις στο μύλο μου για να μου φτιάξεις τη στέγη της αποθήκης μου».
O καημένος ο μικρούλης Χανς βιαζόταν να πάει να δουλέψει στον κήπο του, γιατί τα λουλούδια του είχαν μείνει δυο μέρες απότιστα, αλλά δεν ήθελε να πει όχι στο μυλωνά, μια και ήταν τόσο καλός φίλος του.
«Νομίζεις πως δε θα ’ταν φιλικό απ’ τη μεριά μου, αν σου ’λεγα ότι είμαι απασχολημένος;», ρώτησε δειλά.
«Ε, στ’ αλήθεια», απάντησε ο μυλωνάς, «δε νομίζω ότι σου ζητάω πολλά, αν σκεφτείς ότι θα σου χαρίσω το καροτσάκι μου· αν μου αρνηθείς, βέβαια, θα πάω να το κάνω μόνος μου».
«Ω, αυτό αποκλείεται», φώναξε ο μικρούλης Χανς· και πετάχτηκε πάνω, ντύθηκε και πήγε στην αποθήκη.
Δούλεψε εκεί όλη μέρα, ως το ηλιοβασίλεμα, και το ηλιοβασίλεμα, ο μυλωνάς ήρθε να δει πώς τα πήγαινε.
«Επισκεύασες την τρύπα στη στέγη, μικρούλη Χανς;», φώναξε ο μυλωνάς με χαρούμενη φωνή.
«Τέλειωσε», απάντησε ο μικρούλης Χανς, κατεβαίνοντας απ’ τη σκάλα.
«Α!», είπε ο μυλωνάς, «δεν υπάρχει πιο ευχάριστη δουλειά από αυτήν που κάνει κανείς για τους άλλους».
«Είναι το δίχως άλλο μεγάλο προνόμιο να σ’ ακούει κανείς να μιλάς», απάντησε ο μικρούλης Χανς, και κάθισε κάτω σκουπίζοντας το μέτωπό του, «πολύ μεγάλο προνόμιο. Φοβάμαι όμως ότι εγώ ποτέ δε θα ’χω τέτοιες όμορφες ιδέες σαν τις δικές σου».
«Ω, θα σου έρθουν», είπε ο μυλωνάς, «αλλά πρέπει να προσπαθήσεις περισσότερο. Αυτή τη στιγμή, ξέρεις μόνο την πρακτική πλευρά της φιλίας· κάποια μέρα θα μάθεις και τη θεωρία».
«Το πιστεύεις στ’ αλήθεια;», ρώτησε ο μικρούλης Χανς.
«Δεν έχω καμιά αμφιβολία», απάντησε ο μυλωνάς, «μα τώρα που έφτιαξες τη στέγη, καλύτερα να πας στο σπίτι σου να ξεκουραστείς, γιατί αύριο θέλω να πας τα πρόβατά μου στο βουνό».
O καημένος ο μικρούλης Χανς φοβήθηκε να φέρει αντίρρηση, και νωρίς το άλλο πρωί, ο μυλωνάς έφερε τα πρόβατα στο σπίτι του κι ο Χανς τα πήρε και ξεκίνησε για το βουνό. Του πήρε όλη τη μέρα να φτάσει εκεί και να γυρίσει· κι όταν γύρισε, ήταν τόσο κουρασμένος, που τον πήρε ο ύπνος στην καρέκλα του και δεν ξύπνησε παρά μονάχα όταν ξημέρωσε για τα καλά.
«Τι όμορφα που θα τα περάσω στον κήπο μου!», είπε και στρώθηκε αμέσως στη δουλειά.
Όμως ποτέ δεν κατάφερνε να φροντίσει τα λουλούδια του, γιατί ο φίλος του ο μυλωνάς ερχόταν συνέχεια και τον έστελνε σε μακρινά θελήματα ή τον έβαζε να δουλεύει στο μύλο. Το μικρούλη Χανς καμιά φορά τον έπιανε απελπισία, γιατί φοβόταν μήπως νομίσουν τα λουλούδια του πως τα ’χε ξεχάσει, αλλά παρηγοριόταν με τη σκέψη ότι ο μυλωνάς ήταν ο καλύτερός του φίλος. «Εξάλλου», έλεγε, «θα μου χαρίσει το καροτσάκι του, κι αυτό είναι πράξη γνήσιας γενναιοδωρίας».
Κι έτσι, ο μικρούλης Χανς δούλευε για το μυλωνά, κι ο μυλωνάς έλεγε ένα σωρό ωραία πράγματα για τη φιλία, που ο Χανς σημείωνε σ’ ένα τετράδιο και τα ξαναδιάβαζε το βράδυ, γιατί ήταν πολύ καλός μαθητής.
Ένα βράδυ, λοιπόν, που ο μικρούλης Χανς καθόταν κοντά στο τζάκι του, άκουσε ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα. Η νύχτα ήταν άγρια κι ο άνεμος λυσσομανούσε έξω απ’ το σπίτι, τόσο τρομερά, που νόμιζε στην αρχή ότι ήταν απλώς η καταιγίδα. Ακολούθησε όμως ένα δεύτερο χτύπημα κι έπειτα ένα τρίτο, ακόμη πιο δυνατό.
«Θα ’ναι κανένας φτωχός ταξιδιώτης», μονολόγησε ο μικρούλης Χανς, κι έτρεξε στην πόρτα.
Ήταν ο μυλωνάς μ’ ένα φανάρι στο ένα χέρι και μια μεγάλη μαγκούρα στο άλλο.
«Αγαπημένε μικρούλη Χανς», φώναξε ο μυλωνάς, «έπαθα μεγάλη συμφορά. O μικρός μου γιος έπεσε απ' τη σκάλα και χτύπησε και πάω να φέρω το γιατρό. Αλλά μένει πολύ μακριά κι έχει τέτοια κακοκαιρία, που σκέφτηκα πως θα 'ταν προτιμότερο να πας εσύ αντί για μένα. Ξέρεις ότι θα σου δώσω το καροτσάκι μου, είναι λοιπόν δίκαιο να κάνεις κι εσύ κάτι για μένα για να μου το ανταποδώσεις».
«Φυσικά», φώναξε ο μικρούλης Χανς, «το θεωρώ μεγάλη μου τιμή που με σκέφτηκες και θα ξεκινήσω αμέσως. Πρέπει όμως να μου δανείσεις το φανάρι σου, γιατί η νύχτα είναι τόσο σκοτεινή, που φοβάμαι μην πέσω σε κανένα χαντάκι».
«Λυπάμαι πολύ», απάντησε ο μυλωνάς, «αλλά είναι το καινούριο μου φανάρι, και θα ’ταν μεγάλη απώλεια για μένα αν πάθαινε τίποτα».
«Ε, δεν πειράζει, κάνω και χωρίς αυτό», απάντησε ο μικρούλης Χανς, ξεκρέμασε το βαρύ γούνινο παλτό του και το ζεστό κόκκινο σκούφο του, έδεσε ένα κασκόλ γύρω απ’ το λαιμό του και ξεκίνησε.
Τι φοβερή καταιγίδα ήταν αυτή! Κι ήταν τόσο πηχτό το σκοτάδι, που ο μικρούλης Χανς δεν έβλεπε τίποτα, και φύσαγε τόσο δυνατά ο άνεμος, που με δυσκολία στεκότανε στα πόδια του. Ωστόσο, φάνηκε πολύ γενναίος, και έπειτα από τρεις ώρες δρόμο, έφτασε στο σπίτι του γιατρού και χτύπησε την πόρτα.
«Ποιος είναι;», φώναξε ο γιατρός, βγάζοντας το κεφάλι του απ’ το παράθυρο της κρεβατοκάμαράς του.
«O μικρούλης Χανς, γιατρέ».
«Τι θέλεις, μικρούλη Χανς;»
«O γιος του μυλωνά έπεσε από μια σκάλα και χτύπησε, κι ο μυλωνάς θέλει να πάτε αμέσως».
«Εντάξει!», είπε ο γιατρός· διέταξε να ετοιμάσουν το άλογό του, τις μπότες του και το φανάρι του, κατέβηκε και ξεκίνησε για το σπίτι του μυλωνά, ενώ ο μικρούλης Χανς τον ακολουθούσε σκουντουφλώντας.
Όμως η θύελλα δυνάμωνε ολοένα, η βροχή έπεφτε καταρράκτης κι ο μικρούλης Χανς δεν έβλεπε πού πήγαινε και δεν προλάβαινε το άλογο. Στο τέλος, έχασε το δρόμο του και ξεστράτισε στο ρεικότοπο που ήταν ένα πολύ επικίνδυνο μέρος, γιατί ήταν γεμάτο βαθιές τρύπες, κι εκεί ο μικρούλης Χανς πνίγηκε. Κάτι γιδοβοσκοί βρήκαν την άλλη μέρα το πτώμα του να πλέει σ’ ένα νερόλακκο και το μετέφεραν στο σπίτι του.
Όλοι πήγαν στην κηδεία του μικρούλη Χανς, γιατί τον αγαπούσανε πολύ, και πιο λυπημένος απ’ όλους ήταν ο μυλωνάς.
«Μια και ήμουν ο καλύτερός του φίλος», είπε ο μυλωνάς, «το σωστό είναι να έχω εγώ την πρώτη θέση». Κι έτσι, προχωρούσε πρώτος στην πομπή, τυλιγμένος μες στο μακρύ μαύρο παλτό του, και κάθε τόσο σφούγγιζε τα μάτια του μ’ ένα μεγάλο μαντίλι.
«O θάνατος του μικρούλη Χανς είναι πραγματικά μεγάλη απώλεια για όλους», είπε ο σιδεράς, όταν τέλειωσε η κηδεία και είχαν βολευτεί στο πανδοχείο, πίνοντας κρασί με κανέλα και τρώγοντας γλυκό.
«Μεγάλη απώλεια και για μένα», πρόσθεσε ο μυλωνάς· «ξέρετε, του είχα δώσει σχεδόν το καροτσάκι μου και τώρα δεν ξέρω τι να το κάνω. Πιάνει τόπο στο σπίτι κι είναι σε τόσο κακή κατάσταση, που και να το πουλήσω δε θα πιάσω φράγκο. Δεν ξαναχαρίζω τίποτε άλλη φορά. Παραείναι βαρύ το τίμημα της γενναιοδωρίας».
Ό. Γουάιλντ, Εννέα μαγικά παραμύθια, μτφρ. Ρένα Χατχούτ, Γράμματα
πηγές
https://itzikas.wordpress.com/
http://dreaming-in-the-mist.blogspot.com/
https://www.o-klooun.com/
https://www.fractalart.gr/
https://ppirinas.blogspot.com/
http://www.greek-language.gr/
https://www.catisart.gr/
https://www.agiooros.net/
http://nikiforosvrettakos.dspixel.com/
http://sirokolevantes.blogspot.com/https://itzikas.wordpress.com/
http://dreaming-in-the-mist.blogspot.com/
https://www.o-klooun.com/
https://www.fractalart.gr/
https://ppirinas.blogspot.com/
http://www.greek-language.gr/
https://www.catisart.gr/
https://www.agiooros.net/
http://nikiforosvrettakos.dspixel.com/
https://thepoetsiloved.wordpress.com/
http://www.myriobiblos.gr/
https://whenpoetryspeaks.blog/
https://www.anapnoes.gr/
http://eimaistahaimou.blogspot.com/
https://afremov.com/
https://artist.com/
https://www.artzolo.com/
https://blog.orangecarton.com/
https://antikleidi.com/
Υπέροχη, εξαιρετική δουλειά!!! Το ανέβασα και στο blog του σχολείου μου!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤι ύπεροχο μεστό άρθρο που υμνεί την φιλία, με υπέροχους πίνακες. Πόσο χαίρομαι που διαβάζω το blog σου φανταστική Γεωργία Κοτσόβολου. Όταν σκέφτομαι μια φίλη, η ιδανική εικόνα μου είσαι εσύ.
ΑπάντησηΔιαγραφή