http://www.deviantart.com/
Σαν το πουλί που χάνεται πετώντας στη σκιά του βουνού, χάθηκε το αεροπλάνο με προορισμό τον ευρωπαϊκό Βορρά, μέσα στο μολυβένιο σύννεφο. Το βλέμμα της Αλίσιας - Μαρίνας, ακολουθώντας την πορεία του, σκόνταψε πάνω στην καταχνιά, την ώρα που η σιωπή ρίζωνε στην άκρη των ματιών της, και το κερί των Χριστουγέννων λιώνοντας, φώτιζε τη στράτα του ξενιτεμένου της. Πέρα στον μακρινό ορίζοντα κάποια κουρασμένα σύννεφα αφέθηκαν στην αγκαλιά του ανέμου, καθώς ο ήλιος έβαφε το δειλινό σε χρώμα κόκκινο.
Πέρασαν οι χριστουγεννιάτικες γιορτές και ο Φοίβος έφυγε ξανά, παίρνοντας μαζί του το αζύγιαστο βάρος του μισεμού και το κρυφό φυλαχτό που ακούει στο όνομα νοσταλγία.
Ο αποχωρισμός από την αγαπημένη του ήταν ο αποχαιρετισμός από το ίδιο το φως. Ήταν το πιο πικρό αντίο, που είπε ποτέ στον ουρανό ο ήλιος, με τη γλώσσα της σιωπής, την ώρα που η κλαίουσα ιτιά χάιδευε με τα φύλλα της το ποτάμι και τα χρωματιστά λαμπιόνια τρεμόσβηναν στα έλατα της πόλης.
Στην επιστροφή της από το αεροδρόμιο η Αλίσια Μαρίνα συλλογιζόταν δύο φράσεις από το βιβλίο του Μπουσκάλια, «Γεννημένοι για Αγάπη»: «Κανείς δεν είναι μόνος του όταν αγαπά» και «Η λάμπα της αγάπης δεν σβήνει όσο φροντίζουμε να μην σωθεί το λάδι».
Ένας πραγματικός άγγελος η Μαρίνα για όσους την ξέρουν καλά. Ήρεμη σαν απάνεμο λιμάνι και δροσερή σαν την αύρα του καλοκαιριού. Ένα αστέρι που δεν το σκιάζει σύννεφο. Ζωγραφιά με σπάνιες αποχρώσεις. Με μαλλιά χυτά που χρυσίζουν στον άνεμο, χείλη που φιλοτεχνούν γλυκά χαμόγελα και με μάτια που αναδίνουν διπλάσιο φως από όσο αρμέγουν από τον ήλιο. Μια θεά που ξέρει να κρατά «αποστάσεις» όπως και ο ζωγράφος από το πορτρέτο που ζωγραφίζει.
Δεν πέρασαν ώρες πολλές απ’ όταν έφυγε ο Φοίβος κι η Μαρίνα αισθάνεται βαρύ το χρόνο να σέρνεται πίσω της, όταν το σούρουπο με μάτια σκούρα καταπίνει της ημέρας το φως και το βράδυ ντυμένο στα επίσημα βγαίνει στην πόλη για σεργιάνι. Όταν οι νύχτες, σαν τα πουλιά που έχουν σπάσει τα φτερά τους, πέφτουν στην έρημη γη.
Και τότε η σκέψη της ταξιδεύει ξανά στα μέρη που το δικό της αστέρι ξαγρυπνά. Ψαχουλεύει στην ψυχή της φωτεινές αναμνήσεις. Θύμησες που έχουν τη μυρωδιά του καλοκαιριού, το ιώδιο του φυκιού και την αλισάχνη του κορμιού της, που πάνω του σχημάτιζε ο Φοίβος τις λέξεις «σ’ αγαπώ», με τα δάχτυλά του.
Αν και ξέρει η Μαρίνα πως τίποτα από μόνο του δεν είναι το παν, ο Φοίβος γι’ εκείνη είναι τα πάντα. Είναι το πιο φωτεινό πρόσωπο στο φως των συλλογισμών της. Και στο φορτίο της θύμησής της, έχει το μεγαλύτερο βάρος. Είναι η αρχή και επιστροφή της σκέψης της. Η φωνή που μιλά με την ανάσα της, όπως μιλά η στάμνα με το πηγάδι την ώρα που γεμίζει. Είναι το κελάρυσμα του νερού και το κελάηδημα του αηδονιού. Η σταλαγματιά στη φλέβα της καρδιάς της, που χτυπά γι’ αυτήν σε ξένο τόπο.
Καρτερά την ώρα που θα έρθει πίσω, με τη δροσιά του Μάη και τη ζεστασιά του καλοκαιριού, όταν ο ήλιος θα φωτίζει το πρόσωπο του ουρανού και η αγάπη θα κάνει τη νύχτα μεσημέρι. Και, τότε, η Μαρίνα θα γίνει θάλασσα και γη ανθισμένη. Κισσός για να τυλίξει τα ραγίσματα του αγαπημένου της.
Τον προσδοκά με την ίδια πίστη που έχει το ποτάμι στη θάλασσα. Και με την ίδια στέρηση που αισθάνεται το κοχύλι στο βάζο. Κι όταν θα έρθει πίσω για πάντα, θα λάμψουν ξανά οι ουράνιες πόλεις. Θα δακρύσει το αγριολούλουδο στη χαράδρα του βουνού και στην ερημιά του ωκεανού θα ανθίσει το νησί που το λένε Αγάπη.
Ν. Κωνσταντινίδης
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου