Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2014

ΚΟΤΣΟΒΟΛΟΥ ΑΘΗΝΑ "Αθηνά Μανωλακέα - Όταν οι Άγγελοι κατεβαίνουν στη γη."

Μεγάλη Μαντίνεια - το όμορφο παραδοσιακό χωριό της Μεσσηνίας όπου έζησε η Αθηνά   - Φωτογραφία Ηλίας Κοντίτσης 

     Γεννήθηκα κατά τις γραφές του Ελύτη «ξημερώνοντας τoυ Αγιαννιού με την αύριο των Φώτων» και ίσως γι αυτό να με στοιχειώνει η ποίηση και η ανάγκη της καταγραφής εικόνων, γεγονότων, σκέψεων και συναισθημάτων. Γεννήθηκα στις αμμουδιές του Ομήρου στην «ομορφόκτιστη Ιρή» και το όνομα μου αρχαίο και βαρύ στους ώμους μου. Σαν γεννήθηκα, η τρίτη κόρη, οι γιαγιάδες είχαν ήδη ονοματιστεί και εγώ βρισκόμουν μεταξύ του «Δήμητρα» (από τον πατέρα του πατέρα μου) και του «Ιωάννα» της ημέρας της γεννήσεως μου και της μνήμης του Αγίου Ιωάννη. Παρ΄όλα αυτά η μητέρα μου είχε την εξαιρετική ιδέα να βαπτιστώ Αθηνά εις μνήμην  και σε τιμή της Αθηνάς Μανωλακέα, που ποτέ δεν γνώρισα αλλά ακόμα και τώρα ο πατέρας μου δεν μπορεί να αναφερθεί σε αυτή χωρίς να κλάψει.

Για αυτή τη γυναίκα θέλω να μιλήσω σήμερα και είναι κάτι που το έχω τάξει εδώ και καιρό, χωρίς στοιχεία χωρίς υλικό ούτε μια φωτογραφία μόνο από τις διηγήσεις των ανθρώπων που βρέθηκε δίπλα τους και τους χάρισε την αγάπη της. Επρόκειτο για γυναίκα ιδιαίτερου ψυχικού μεγαλείου και ανθρωπιάς. 
Θα πρέπει εδώ να αναφέρω κάτι από τα έθιμα και τα ήθη της Μάνης, όπου ήταν πολύ διαδεδομένος ο θεσμός της σύγκρυας (συν-κυρία). Ο χήρος συχνά ερχόταν σε δεύτερο γάμο, και η δεύτερη γυναίκα του (συνήθως κατώτερης οικονομικής τάξης) όφειλε σεβασμό στην μνήμη της πρώτης συζύγου, στους γονείς και τους συγγενείς αυτής (τον ίδιο σεβασμό βέβαια όφειλαν και αυτοί σε εκείνη). Επιπλέον αυτή όφειλε να φροντίσει τα παιδιά της μακαρίτισσας και να τελεί τα καθιερωμένα μνημόσυνα. Τέτοια περίπτωση θεωρείται η περίπτωση του Δημητρίου Κοτσόβολου, δηλαδή του παππού μου, ο οποίος ήρθε σε πρώτο γάμο με την Ελευθερία Μανωλακέα. Θεωρήθηκε σώγαμπρος γιατί κατοίκησαν στο σπίτι που αυτή είχε κατά συγκυριότητα με την ανύπαντρη αδελφή της Αθηνά. Το παιδί τους πέθανε βρέφος ύστερα από την πράξη της μαμής να κάψει λίγο τα γεννητικά όργανα του μωρού μην αρρωσταίνει. Αργότερα απεβίωσε και η Ελευθερία.
Την εποχή εκείνη, 1928, η συγκατοίκηση χήρου και ανύπαντρης κουνιάδας σ ένα σπίτι σε μια μικρή κοινωνία θα ήταν αντικείμενο κακόβουλου σχολιασμού. Τότε η Αθηνά μη θέλοντας να διώξει το γαμπρό της από το σπίτι ζήτησε από αυτόν να ξαναπαντρευτεί και μάλιστα του υπέδειξε τη Γιωργίτσα Αβράμη, τη γιαγιά μου, που για την εποχή της ήταν «γεροντοκόρη», ανύπαντρη στα 28 της. Οι δυο γυναίκες συγκατοίκησαν για πολλά χρονιά ακόμα μετά το θάνατο του παππού, και μάλιστα τις συνέδεσε μια ιδιαίτερη φιλία. 
Οι εξιστορήσεις που έχω από το πατέρα μου και τη γιαγιά μου δεν είναι ιδιαίτερα λεπτομερείς, συγκλίνουν όμως στην ψυχική ομορφιά αυτής της γυναίκας. Πρέπει να ήταν κουτσή και πολύ καλή νοικοκυρά. Η γιαγιά μου αντίθετα έβλεπε τις δουλειές του νοικοκυριού σαν μπελά και ποτέ της δεν τα κατάφερε (ούτε ποτέ θέλησε), αγαπούσε να δουλεύει στα κτήματα και ήταν πιο δυνατή και από άντρα. «Μπορεί τα ρούχα μου να ήταν χιλιομπαλωμένα αλλά ήταν πάντα πεντακάθαρα» διηγείται ο πατέρας μου. Και όταν πέθανε ο παππούς, κάπου στα 1942, οι δύο γυναίκες συμβίωσαν σαν αδελφές, φτωχά μεν, η μία δουλεύοντας έξω και η άλλη φροντίζοντας τα παιδιά σαν ήταν δικά της. Και αν καμία φορά η γιαγιά μου λύγιζε από το φόβο της φτώχειας, της χηρείας και της ορφάνιας των παιδιών της, η Αθηνά τη γαλήνευε και της απαντούσε «για όλους έχει ο Θεός» και ο Θεός είχε στείλει στη γη αυτήν να προστατέψει εκείνους που μπορούσε… Δίχως να αναφέρει τίποτα και σε κανέναν, η Αθηνά είχε πάει μόνη της στο Συμβολαιογράφο και τα είχε όλα κανονισμένα και πληρωμένα να μείνουν όλα στον πατέρα μου( τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια του είχαν ήδη πεθάνει)  και όχι στους εξ αίματος συγγενείς της.. Και το σπίτι και τα κτήματα.
Ο πατέρας μου μεγάλωσε με δύο μανάδες που τον αγάπησαν και οι δύο. Οι Κινέζοι λένε κάτι σοφό «Το να μεγαλώνεις το παιδί ενός άλλου είναι μεγάλη ευθύνη» και η Αθηνά την ανέλαβε πρόθυμα όχι γιατί έπρεπε αλλά γιατί αυτό της υπαγόρευε η καρδιά της. 
Έπασχε από βαρύ άσθμα και όταν η κατάσταση της χειροτέρεψε , προσβεβλημένη από μεταδοτική και θανατηφόρα ασθένεια έκανε αυτό που άλλοι δεν θα έκαναν, την πράξη της υπέρτατης καλοσύνης. Ζήτησε από τη γιαγιά μου να της φτιάξει ένα υποτυπώδες κρεβάτι από ξερά κλαδιά, στην αυλή κάτω από την πορτοκαλιά, βγήκε από το σπίτι της και αρνήθηκε να ξαναμπεί, ζητούσε μόνο από την γιαγιά μου να της αφήνει φαγητό και νερό σε απόσταση ασφαλείας και μόνο όταν εκείνη αποχωρούσε το έπαιρνε.. Γιατί νοιαζόταν.. από Αγάπη και μόνο.
Όταν πολλά χρόνια μετά το θάνατο της στα 1981 η γιαγιά μου η Γιωργίτσα βρέθηκε ετοιμοθάνατη στο νοσοκομείο μετά από ένα εγκεφαλικό που υπέστη κατά τη νοσηλεία της, όταν πήγα να τη δω με ρώτησε ποια είμαι. Ούτε εμένα ούτε τις αδελφές μου θυμόταν. Της είπα η «Αθηνά» …Η «Αθηνούλα μου», είπε … και κατάλαβα πως δεν έβλεπε εμένα μα εκείνη την Αθηνά την προστάτιδα της, τη φίλη της, την αδελφή της εκείνο τον Άγγελο στη Γη…
Ούτε η Αρχαία μεγαλόπρεπη θεά, ούτε ο Όμηρος , ούτε οι γραφές του Ελύτη… Το μεγαλείο βρίσκεται σε αυτές τις παλιές λησμονημένες ιστορίες των καθημερινών ανθρώπων, που μέσα στην απλότητα της αμάθειας τους ήξεραν τη ζωή.
΄Ηξεραν να αγαπούν…΄

Η Μεγάλη Μαντίνεια μιας άλλης εποχής - Φωτογραφία Ηλίας Κοτσόβολος 












2 σχόλια:

  1. το μεγαλείο της ΨΥΧΗΣ !!!!!! σαν παραμύθι που όμως είναι αληθινό !! συγκινήθηκα !!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Υπήρξαν πολλές περιπτώσεις που αγαπούσαν στα σπίτια πιότερο οι γιαγιάδες τα εγγόνια τους!Χαραγμένες ζωές από θανάτους πρόωρους και φτώχεια και πάλευαν την ζωή και την ζύμωναν φτιάχνοντας το πιο γλυκό ψωμί της καλοσύνης!

    ΑπάντησηΔιαγραφή