Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2014

Ο Ισθμός της Κορίνθου

Γράφει ο Γιάννης Δημάκης 

Ισθμός...Ιστορία.

 Ισθμός είναι στενή λωρίδα εδάφους που χωρίζει δύο θάλασσες και  συνδέει δυο στεριές....

    Ο Ισθμός της Κορίνθου είναι μια στενή λωρίδα γης που που χωρίζει δύο θάλασσες(το Σαρωνικό με τον Κορινθιακό κόλπο)και ενώνει τη Στερεά Ελλάδα με την Πελοπόννησο και έχει πλάτος 6 περίπου χιλιόμετρα .
Η Κόρινθος που κατοικείτο από τη Νεολιθική εποχή (4.000 π.Χ.) πέρασε πολλές κρίσεις στην ιστορία της κι έπαιξε σπουδαίο ρόλο, λόγω της στρατιωτικής και εμπορικής θέσης της στην ιστορία.
Ο Ισθμός της Κορίνθου ήταν στο παρελθόν στρατηγικό σημείο και για το λόγο αυτό είχε κατασκευαστεί τείχος ήδη από τους αρχαίους χρόνους, το οποίο είχε διατηρηθεί μέχρι τους Βυζαντινούς χρόνους (Εξαμίλιον).
Η κατασκευή του Διόλκου....

   Η κατασκευή της  Διόλκου προέκυψε από την ανάγκη για γρήγορο πέρασμα των πλοίων από τον Σαρωνικό στον Κορινθιακό κόλπο και αντίστροφα, έγινε στις αρχές του 6ου π.Χ. αιώνα και συνδέεται με την τυραννίδα του Περίανδρου στην Κόρινθο.
Είναι εύκολο να γίνει αντιληπτή η σκοπιμότητα και η σπουδαιότητα αυτής της κατασκευής για το εμπόριο των αρχαίων Ελλήνων, αφού απάλλασσε τα πλοία από τον πολυήμερο τότε περίπλου της Πελοποννήσου και από τους αντίστοιχους κινδύνους, κυρίως από το πέρασμα των πολυτάραχων ακρωτηρίων Μαλέα και Ταινάρου.
Η «Δίολκος των νεών» - όπως ονομαζόταν- υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα έργα της μηχανικής των αρχαίων Ελλήνων, ο οποίος ένωνε τα δύο μεγάλα λιμάνια που υπήρχαν κατά την αρχαιότητα. Τα λιμάνια αυτά ήταν οι Κεχρεές (Σαρωνικός κόλπος) και το Λέχαιον (Κορινθιακός κόλπος). 
Η δίολκος ήταν λιθόστρωτος δρόμος που χρησιμοποιούταν για την από ξηράς μεταφορά πλοίων, πάνω σε τροχοφόρο όχημα ("Ολκός νεών"[αυλάκι που σχηματίζεται από συρόμενο αντικείμενο]) από τον Σαρωνικό στον Κορινθιακό κόλπο και αντιστρόφως. 
Το πλάτος του είναι 3,40 - 6,00 μ. Είναι στρωμένος με κανονικούς πώρινους κυβόλιθους και στο μέσον του φέρει δύο αυλακώσεις σε απόσταση 1,50 μ. 
 Η Δίολκος δεν ακολουθούσε ευθεία γραμμή, αλλά είχε στροφές, επειδή το έδαφος παρουσιάζει αρκετή κλίση, με υψόμετρο μέχρι 90 μέτρα περίπου, οπότε θα ήταν ιδιαίτερα δύσκολη η μεταφορά των πλοίων. Τα εμπορικά πλοία δεν μεταφέρονταν φορτωμένα, αλλά άφηναν τα εμπορεύματά τους στις Κεγχρεές ή το Λέχαιον, ανάλογα με την κατεύθυνσή τους.
΄  Έτσι τα πλοία της εποχής εκείνης αλειμμένα με λίπος γλιστρούσαν και περνούσαν τον Ισθμό από την μια ακτή στην άλλη. Υπήρχε μάλιστα και μια ειδική λέξη γι’ αυτή τη διαδικασία μεταφοράς των πλοίων. Έλεγαν ότι τα πλοία υπέρ-ισθμίζοντο, δηλαδή διείλκοντο δια μέσου της ξηράς από τη μια θάλασσα στην άλλη, ενώ τα εμπορεύματα μεταφέρονταν με υποζύγια.
Βέβαια για το πέρασμα αυτό τα πλοία πλήρωναν πανάκριβα τέλη (διόδια) που ήταν και το πιο σημαντικό έσοδο της Κορίνθου.  
 Στο δυτικό άκρο του κατέληγε σε λιθόστρωτη αποβάθρα. 
Ο Δίολκος χρησιμοποιείτο περιστασιακά ακόμα και  το 1154, όπως προκύπτει από χάρτη του Άραβα Γεωγράφου Εδρεσή.  



   Ύστερα απο έρευνες αποκαλύφθηκε το δυτικό του τμήμα του δίολκου σε μήκος 255 μ. στην πλευρά της Πελοποννήσου και σε μήκος 204 μ. στην Στερεά Ελλάδα.

Η ιδέα της διώρυγας

Γενικά με τον όρο Διώρυγα, (καθαρεύουσα: η διώρυξ, της διώρυγος), χαρακτηρίζεται οποιοδήποτε επίγειο τεχνικό έργο συνήθως μεγάλου μήκους και πλάτους για παροχέτευση ή αποχέτευση νερού ή σύνδεση ποταμών, λιμνών και θαλασσών, κατ΄ είδος μεταξύ τους ή κεχωρισμένα π.χ. ποταμό με ποταμό, λίμνη με λίμνη ή ποταμό ή θάλασσα, θάλασσα με θάλασσα κ.λπ.
Η κατασκευή διωρύγων εμφανίζεται από τους μυθικούς χρόνους. Πρώτη νύξη τέτοιας κατασκευής αναφέρεται στην Ελληνική Μυθολογία μεταξύ των άθλων του Ηρακλή, στον καθαρισμό των σταύλων του Αυγεία. Έτσι η δημιουργία αυτών ξεκίνησε αρχικά ως ανάγκη καθαρισμών και άρδευσης.

Το ιστορικό της διώρυξης του Ισθμού Κορίνθου..


   Ο Ισθμός της Κορίνθου υπήρξε ένα κατασκευαστικό όνειρο - πρόκληση που κράτησε 2.300 χρόνια.
Οι πρώτες σκέψεις για την τομή του Ισθμού....
Ο Περίανδρος  ήταν ο πρώτος που σκέφθηκε  τη διάνοιξη του Ισθμού, γύρω στο 602 π.Χ. Γρήγορα, όμως, εγκατέλειψε το σχέδιο του, από το φόβο ότι θα προκαλούσε την οργή των Θεών, έπειτα από το χρησμό της Πυθίας που έλεγε: «Ισθμόν δε μη πυργούτε μήδ' ορύσσετε. Ζευς γαρ έθηκε νήσον η κ' εβούλετο». Το πιθανότερο είναι ότι ο χρησμός προκλήθηκε από τους ιερείς των διαφόρων ναών, που φοβήθηκαν ότι διανοίγοντας τον Ισθμό θα έχαναν τα πλούσια δώρα και αφιερώματα των εμπόρων, που δεν θα είχαν πια λόγο να μένουν στην Κόρινθο.
   Ο βασικός, όμως, λόγος που ανάγκασε τον Περίανδρο να εγκαταλείψει το σχέδιό του δεν ήταν η θεϊκή οργή αυτή καθαυτή, αλλά οι τεράστιες τεχνικές δυσκολίες εκτέλεσης του έργου και τα οικονομικά συμφέροντα της Κορίνθου, που επιθυμούσε να διατηρήσει την προνομιούχο θέση της ως «κλειδούχος» του διαμετακομιστικού εμπορίου της Μεσογείου.
Ο Δημήτριος ο Πολιορκητής το 307 π.Χ επιχείρησε να θέσει σ' εφαρμογή το ίδιο σχέδιο, αλλά εγκατέλειψε την ιδέα, όταν οι Αιγύπτιοι Μηχανικοί που έφερε γι' αυτό το σκοπό τον διαβεβαίωσαν ότι η διαφορά της στάθμης του Κορινθιακού από τον Σαρωνικό ήταν τέτοια που με την τομή του Ισθμού τα νερά του Κορινθιακού που θα χύνονταν στον Σαρωνικό θα τον πλημμύριζαν, με συνέπεια την καταπόντιση της Αίγινας και των γειτονικών νησιών και ακτών.
Ο Ιούλιος Καίσαρ κατά τη ρωμαϊκή εποχή,το 44 π.Χ. και ο Καλιγούλας το 37 π.Χ. έκαναν ανάλογα σχέδια, τα οποία όμως εγκαταλείφθηκαν για πολιτικούς και στρατιωτικούς λόγους. 
Ο Νέρωνας,στα σχέδια αυτά βασίσθηκε  όταν αποφάσισε το 66 μ.Χ. να πραγματοποιήσει το έργο. Οι εργασίες άρχισαν το 67 μ.Χ. και από τις δυο άκρες (Κορινθιακό – Σαρωνικό), και χρησιμοποιήθηκαν τότε χιλιάδες εργάτες. Την έναρξη των εργασιών έκανε ο ίδιος ο αυτοκράτορας, στις 28 Νοεμβρίου, δίδοντας το πρώτο χτύπημα στη γη του Ισθμού με χρυσή αξίνα.
Εργο του Λεωνίδα Χαϊκάλη "Άποψις Εργοταξίου"


    Οι εργασίες εκσκαφής είχαν προχωρήσει σε μήκος 3.300 μ., σταμάτησαν όμως, όταν ο Νέρωνας αναγκάστηκε να γυρίσει στη Ρώμη για να αντιμετωπίσει την εξέγερση του στρατηγού Γάλβα. Τελικά, με το θάνατο του Νέρωνα -που συνέβη λίγο μετά την επιστροφή του- το έργο εγκαταλείφθηκε. Το πόσο σοβαρή και μελετημένη ήταν η προσπάθειά του αποδεικνύεται κι από το γεγονός ότι κατά την οριστική διάνοιξη της διώρυγας, στους νεότερους χρόνους, βρέθηκαν 26 δοκιμαστικά πηγάδια βάθους 10 μέτρων το καθένα και διάφοροι τάφροι της εποχής του.
 Ο Ηρώδης ο Αττικόςήταν ο επόμενος που επιχείρησε να διανοίξει τη διώρυγα, αλλά οι προσπάθειες του σταμάτησαν σχεδόν αμέσως, όπως και αυτές των Βυζαντινών που ακολούθησαν. 
Οι Ενετοί, αιώνες αργότερα, προσπάθησαν να διανοίξουν τον ισθμό ξεκινώντας, αυτή τη φορά, τις εκσκαφές από τον Κορινθιακό. Οι μεγάλες, όμως δυσκολίες που συνάντησαν οδήγησαν και πάλι στη διακοπή των εργασιών.
Ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας, προβλέποντας τη μεγάλη σημασία που θα είχε γενικότερα για την ανάπτυξη της χώρας η κατασκευή της διώρυγας, ανέθεσε τη σχετική μελέτη σε ειδικό μηχανικό. Το κονδύλι, όμως, των 40 εκατομμυρίων χρυσών φράγκων που κρίθηκε αναγκαίο σύμφωνα με τον προϋπολογισμό δαπάνης για την εκτέλεση του έργου, δεν μπορούσε να εξευρεθεί από τη διεθνή χρηματαγορά, πολύ περισσότερο δε να διατεθεί από τον ελληνικό προϋπολογισμό. Έτσι, η προσπάθεια του κυβερνήτη εγκαταλείφθηκε.

Η διόρυξη του ισθμού....

    Με τη Βιομηχανική Επανάσταση του 19ου αιώνα, η τεχνολογική εξέλιξη επέτρεψε την υλοποίηση της πανάρχαιας ιδέας διόρυξης του Ισθμού. Η πραγματοποίηση του έργου κρίθηκε αναγκαία από τη μελέτη των συνθηκών του διεθνούς εμπορίου και της ναυτιλίας στη Μεσόγειο. Έτσι, άρχισε η προσπάθεια εξεύρεσης κεφαλαίων από τη διεθνή χρηματαγορά. Η δια του Ισθμού οδός παρείχε δυο σημαντικά πλεονεκτήματα στη διεθνή ναυτιλία και κατ' επέκταση στο διεθνές εμπόριο: Ασφάλεια και Οικονομία. Η παράκαμψη των επικίνδυνων ακρωτηρίων Κάβο Μαλέα και Κάβο Ματαπά δεν θα μείωνε μόνο τους κινδύνους από ναυτικά ατυχήματα, αλλά και το κόστος μεταφοράς (ασφάλιστρα, καύσιμα, χρόνος).


    Το 1852 ο Λ. Λυγούνης, ο οποίος είχε διατελέσει διευθυντής των έργων του Νείλου, επεξεργάστηκε σχέδιο τομής του Ισθμού και κατέθεσε την πρότασή του στην Ελληνική Κυβέρνηση, ενώ δέκα χρόνια αργότερα ο Γάλλος μηχανικός Grimant De Caux κατέθεσε τις δικές του προτάσεις στην ελληνική βουλή. Αμφότερες όμως, κρίθηκαν από το ελληνικό κράτος ανεδαφικές. 
Όταν, όμως, το 1869 πραγματοποιήθηκε η διάνοιξη της Διώρυγας του Σουέζ, η τότε Κυβέρνηση του Θρ. Ζαΐμη έλαβε -επιτέλους- την απόφαση τομής του Ισθμού κι ένα χρόνο αργότερα υπέγραψε σχετική σύμβαση με Γάλλους μηχανικούς, η οποία όμως ατόνησε και έτσι το 1881 το έργο κατακυρώθηκε στον στρατηγό Στέφανο Τυρρ μαζί με το προνόμιο εκμετάλλευσης της γέφυρας για 99 χρόνια. 
Οι εργασίες άρχισαν στις 23-4-1882  με μεγάλη επισημότητα, παρόντος του βασιλιά και της βασιλικής οικογένειας, ενώ προκρίθηκε ως οικονομικότερη και σωστότερη η χάραξη που είχε εφαρμόσει ο Νέρων με συνολικό μήκος 6.300 μέτρα. 
Υστερα, όμως, από 8 χρόνια, η εταιρεία αυτή διέκοψε τις εργασίες της -εξαιτίας της εξάντλησης όλων των κεφαλαίων της- και τελικά διαλύθηκε.
Τη συνέχιση του έργου ανέλαβε ελληνική εταιρεία με την επωνυμία «Εταιρεία της Διώρυγας της Κορίνθου» υπό τον Ανδρέα Συγγρό, που ανέθεσε την εκτέλεση των εργασιών στην εργοληπτική εταιρεία του Α. Μάτσα, η οποία και αποπεράτωσε το έργο. Αυτό το οικονομικό τόλμημα, αυτός ο τεχνικός άθλος, με τη χρησιμοποίηση 2.500 εργατών και των τελειότερων μηχανικών μέσων της εποχής, ολοκληρώθηκε μετά 11 χρόνια.
Η διώρυγα κόβει σε ευθεία γραμμή τον Ισθμό της Κορίνθου σε μήκος 6.346 μ. Το πλάτος της στην επιφάνεια της θάλασσας είναι 24,6 μ. και στο βυθό της 21,3 μ., ενώ το βάθος της κυμαίνεται μεταξύ 7,50 έως 8 μ. 
    Η γεωλογική σύσταση των πρανών της Διώρυγας είναι ανομοιόμορφη, με ποικιλία γεωλογικής συστάσεως εδαφών. Μία ιδιομορφία, που κατά καιρούς είχε ως συνέπεια την κατάπτωση μεγάλων χωμάτινων όγκων και κατά συνέπεια το κλείσιμο του καναλιού. Συνολικά, από την έναρξη λειτουργίας της έως το 1940, η Διώρυγα παρέμεινε κλειστή για διάστημα τεσσάρων χρόνων.
Μεγάλη διακοπή της λειτουργίας της έγινε και το 1944, όταν οι Γερμανοί, κατά την αποχώρησή τους, ανατίναξαν τα πρανή, προκαλώντας την κατάπτωση 60.000 κυβικών μέτρων χωμάτων. Οι εργασίες εκφράξεως διήρκεσαν πέντε χρόνια (1944-1949).
Κωνσταντίνος Βολανάκης - Τα εγκαίνια της διώρυγας της Κορίνθου - 1893 


Το πλάτος της διώρυγας δεν επιτρέπει παρά μόνο σε μικρά και μεσαία πλοία τη διέλευση η οποία και αυτή γίνεται με τη βοήθεια ρυμουλκών  και όχι εύκολα. Τα θαλάσσια ρεύματα μέσα στη διώρυγα αλλάζουν κατεύθυνση περίπου κάθε έξι ώρες. 
Στη Διώρυγα λειτουργούν σήμερα δύο βυθιζόμενες γέφυρες. Μία στην Ποσειδωνία και μία στην Ισθμία που εξυπηρετούν την επικοινωνία μεταξύ Στερεάς και Πελοποννήσου, ενώ κάθε χρόνο το πιο διάσημο κανάλι του ελλαδικού χώρου διαπλέεται από 15.000 περίπου πλοία, 50 τουλάχιστον διαφορετικών εθνικοτήτων, αποτελώντας αυτή τη στιγμή τον αδιαμφισβήτητο θαλασσινό "ομφάλιο λώρο" μεταξύ Δυτικής και Ανατολικής Μεσογείου. 


ΠΗΓΕΣ.................






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου